Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς
κατά τόν ὅσιο Γέροντα Πορφύριο
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
Σύντομο βιογραφικό σημείωμα τοῦ ὁσίου Γέροντος Πορφυρίου
Προλογικά - Πνευματική διαθήκη
Θεολογία – Χριστολογία
Ἀνθρωπολογία – Σωτηριολογία
Τό προσωπικό του ἦθος : Ὑπακοή -Ταπεινοφροσύνη – Μετάνοια
Ἐκκλησιολογία
Ἐσχατολογία
Κτισεολογία
Γιά τούς ἑτεροδόξους, τίς ἄλλες θρησκεῖες, τίς αἱρετικές διδασκαλίες καί τό διάβολο
Ἐπιλογικά
Βιβλιογραφία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ σεβαστοῦ μας Γέροντα Μαξίμου Ψιλόπουλου -πνευματικοῦ τέκνου τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ποφυρίου ἐπί 17 ἔτη- ἀποτολμήσαμε μιά πτωχή παρουσίαση τῆς βαθιᾶς θεολογίας καί τῆς ἁγιοτάτης ζωῆς τοῦ ὁσίου γέροντος Πορφυρίου. Σκοπός τῆς παρούσης φτωχῆς ἐργασίας εἶναι ἡ πνευματική οἰκοδομή ὅλων μας, πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Ἡ θεολογία καί ἡ ζωή τοῦ ὁσίου Γέροντος εἶναι πρότυπα γιά τή δική μας ὀρθοδοξία καί ὀρθοπραξία. Περικλείουν θεραπευτικά μέσα ἔξοχα γιά τήν «ἴαση ψυχῆς καί σώματος», κάθε ἀνθρώπου «καταπεπονημένου» Ὁ Θεός νά δώσει μέ τίς εὐχές τοῦ Γέροντος, νά ἐφαρμόσουμε στήν πράξη ὅσα εἴδαμε, ἀκούσαμε καί διαβάσαμε γι’ αὐτόν, ἔστω καί κατά ἕνα ἐλάχιστο μέρος, ὥστε νά ἀξιωθοῦμε καί τῆς ἐπουρανίου Βασιλείας τοῦ Κυρίου.
Ζητῶ τίς εὐχές τῶν ἀναγνωστῶν, γιά νά δίνει ὁ Θεός «μετάνοιαν ὁλόκληρον καί καρδίαν ἐπίπονον εἰς ἀναζήτησίν Του» σέ ὅλους τούς πνευματικούς μου ἀδελφούς καί τέλος καί σέ μένα. Εὐχαριστῶ πολύ ὅλους, ὅσους βοήθησαν στήν ἔκδοση τῆς παρούσης ταπεινῆς ἐργασίας καθώς καί τόν ταπεινό ἱεραπόστολο καί ἐκδότη κ. Στυλιανό Κεμεντζετζίδη. Ἐξαιρέτως εὐχαριστῶ τόν πνευματικό μου πατέρα, Γέροντα Μάξιμο, γιά ὅλα ὅσα ἔκανε καί κάνει γιά μένα, καθώς καί γιά τήν οὐσιαστική συμβολή του σ’ αὐτό τό ἔργο.
Εὐχαριστῶ ὅλους, ὅσους προσεύχονται ἤ θά προσευχηθοῦν γιά τή σωτηρία ὅλων μας.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
Γεννήθηκε στίς 7 Φεβρουαρίου τοῦ 1906 στό χωριό Ἅγιος Ἰωάννης Εὐβοίας.
Οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Λεωνίδας Μπαϊρακτάρης καί Ἑλένη, τό γένος Ἀντωνίου Λάμπρου.
Σέ μικρή ἡλικία φυλάσσει πρόβατα στό βουνό.
Παρακολουθεῖ μόνο τήν Α’ Δημοτικοῦ καί αὐτήν ὄχι πλήρως.
Ἀναγκάζεται σέ ἡλικία 7 ἐτῶν νά πάει στή Χαλκίδα γιά νά ἐργαστεῖ. Ἐργάζεται ἐκεῖ γιά 2-3 χρόνια.
Κατόπιν μεταβαίνει στόν Πειραιά, ὅπου ἐργάζεται γιά δύο χρόνια σέ παντοπωλεῖο συγγενοῦς του.
Στά δώδεκά του χρόνια μεταβαίνει (ὑπερνικώντας τήν ἀγάπη στούς γονεῖς του) στό Ἅγιον Ὄρος. Πόθος του εἶναι νά μιμηθεῖ τή ζωή τοῦ ἀγαπημένου του ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου.
Ἐγκαθίσταται στά Καυσοκαλύβια, στήν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Κάνει ἀδιάκριτη καί χαρούμενη ὑπακοή στούς δύο αὐταδέλφους Γέροντές του, τόν ἱερομόναχο-πνευματικό Παντελεήμονα καί τό γέροντα Ἰωαννίκιο.
Γίνεται μοναχός σέ ἡλικία 14 ἐτῶν παίρνοντας τό ὄνομα Νικήτας.
Σέ δύο χρόνια γίνεται μεγαλόσχημος. Λίγο ἀργότερα ὁ Θεός τοῦ δωρίζει τό διορατικό χάρισμα.
Στά 19 του χρόνια ἀρρωσταίνει πολύ σοβαρά καί ἀναγκάζεται νά ἐγκαταλείψει τό Ἅγιον Ὄρος. Μεταβαίνει στή Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους Λευκῶν, στήν Εὔβοια.
Στά 1926 (20 ἐτῶν) χειροτονεῖται ἱερέας στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Κύμης, ἀπό τόν ἐπίσκοπο Σιναίου Πορφύριο Γ΄. Τοῦ δίδεται τό ὄνομα Πορφύριος.
Στά 22 του χρόνια γίνεται πνευματικός καί λίγο ἀργότερα ἀρχιμανδρίτης.
Γιά ἕνα διάστημα ἐργάζεται σάν ἐφημέριος στούς Τσακαίους, χωριό τῆς Εὔβοιας.
Γιά 12 χρόνια διακονεῖ στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Χαραλάμπους ὡς πνευματικός καί γιά 3 χρόνια στήν Ἄνω Βάθεια (ἐγκαταλειμμένη Μονή Ἁγίου Νικολάου).
Στό 1940 ἐγκαθίσταται στήν Ἀθήνα. Ἀναλαμβάνει καθήκοντα ἐφημερίου καί πνευματικοῦ στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν (Ὁμόνοια).
Γιά 33 χρόνια διακονεῖ ἐκεῖ, τόν πονεμένο λαό τοῦ Θεοῦ.
Ἀπό τό 1955 ἐγκαθίσταται στά Καλλίσια στό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Καλλιεργεῖ τήν γύρω περιοχή καί συγχρόνως ἀσκεῖ τό πνευματικό του ἔργο.
Τό καλοκαίρι τοῦ 1979 ἐγκαθίσταται στό Μήλεσι Ἀττικῆς, ἀρχικά σ’ ἕνα τροχόσπιτο. Ὄνειρό του ἦταν νά χτίσει ἕνα μοναστήρι. Λίγο ἀργότερα μένει σ’ ἕνα σπιτάκι ἀπό τσιμεντόλιθους.
Τό 1984 μεταφέρεται σέ κτίσμα τοῦ ὑπό ἀνέγερση μοναστηριοῦ. Ἄν καί εἶναι πολύ ἄρρωστος καί τυφλός, ἐργάζεται μέ πολύ ζῆλο γιά τήν ἀποπεράτωση τῆς Μονῆς (Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος).
Τό 1990 στίς 26 Φεβρουαρίου θεμελιώνει τό Καθολικό τῆς Μονῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.
Ἑτοιμάζεται γιά τό τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του μέ γενική ἐξομολόγηση.
Τό 1991 ἐπιστρέφει στό Ἅγιον Ὄρος στήν Καλύβη τῆς μετανοίας του. Ἐκεῖ κοιμᾶται ὁσιακά τό πρωί τῆς 2ας Δεκεμβρίου τοῦ 1991.
Τά τελευταῖα του λόγια ἦταν αὐτά τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τά ὁποῖα στή διάρκεια τῆς ζωῆς του πολύ συχνά ἐπανελάμβανε : «Ἵνα ὦσιν ἕν».
ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ – ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
Ὁ ὅσιος Γέροντας, ἱερομόναχος π. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, ἕνας ἀπό τούς μεγάλους τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν μέ ἁπλά, ἀπέρριτα λόγια, σκιαγράφησε τή ζωή του. Στήν πνευματική του διαθήκη ἀποκαλύπτει, ὅτι ἐπιθύμησε τή μοναχική ζωή, ὅταν διάβασε τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου. Θεωροῦσε πολύ ἁμαρτωλό τόν ἑαυτό του. Θέλοντας νά μιμηθεῖ τόν ἀγαπημένο του ἅγιο Ἰωάννη, φεύγει -ἔπειτα ἀπό πολύ ἀγώνα- κρυφά ἀπό τούς γονεῖς του, γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ ὑποτάσσεται σέ δύο γέροντες αὐταδέλφους, τόν πατέρα Παντελεήμονα καί τόν πατέρα Ἰωαννίκιο. Τούς ἀγάπησε πάρα πολύ. Ἡ εὐχή τους τόν στήριζε καί τούς ἔκανε ἄκρα ὑπακοή. Αὐτή ἡ ὑπακοή τόν βοήθησε πάρα πολύ, στό νά ἀγαπήσει «ἐξ’ ὅλης καρδίας» τόν Θεό καί νά πάρει ἀπό τόν Θεό ὅλα αὐτά τά ὑπέροχα πνευματικά χαρίσματα. Ἡ ὑπακοή τόν ἔκανε πραγματικά νά χαρεῖ τήν ἀσκητική του ζωή .
Ὁ μακαριστός ἅγιος Γέροντας π. Πορφύριος (7/2/1906-2/12/1991), ὁ κατά κόσμον Εὐάγγελος Μπαϊρακτάρης, κατήγετο ἀπό τό χωριό Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Εὐβοίας,. Ἄν καί εἶχε πλημμελή ἐγκύκλεια παιδεία (μόλις στήν Α’ Δημοτικοῦ φοίτησε γιά λίγο) εἶναι ἀπό τούς κορυφαίους θεολόγους καί- στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας- ἁγίους τοῦ 20ου αἰώνα.
Ἡ ἀσκητική καί καθαρτική «πράξη», τόν ὁδήγησε στή «θεωρία» καί τήν ἐμπειρική θεολογία. «Βούλει θεολόγος γενέσθαι ποτέ, καί τῆς Θεότητος ἄξιος; Τάς ἐντολάς φύλασσε· διά τῶν προσταγμάτων ὅδευσον· πρᾶξις γάρ ἐπίβασις θεωρίας» μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
«Ἡ ὑπακοή φέρει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο σέ ἀπάθεια σωματική, ἀλλά καί πνευματική» , δίδασκε ἕνας ἄλλος μεγάλος σύγχρονος Γέροντας, ὁ π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης.
Ἀπό τήν ὑπακοή πηγάζει ἡ προσευχή.
«Eἰ θεολόγος εἶ, προσεύξῃ ἀληθῶς, καί εἰ ἀληθῶς προσεύξῃ, θεολόγος εἶ» . Αὐτή εἶναι ἡ κοινή πατερική θέση.
«Θέλεις νά ἀποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, ὅταν λές τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ”, νά τρέχουν τά δάκρυα ποτάμι ἀπό τά μάτια σου; Θέλεις νά ζήσεις τή ζωή τῶν ἀγγέλων; “Eὐλόγησον”, “νά ‘ναι εὐλογημένο”. Ὑπακοή» διδάσκει, ἀκολουθώντας τούς ἁγίους Πατέρας καί ὁ μακαριστός π. Ἐφραίμ . Ἀπό τήν ἀληθινή προσευχή πηγάζει ἡ γνήσια θεολογία.
Ὁ π. Πορφύριος, μέ τή «χαρούμενη καί ἄκρα» ὑπακοή του καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή του καθίσταται θεοδίδακτος. Γεμίζει μέ Θεῖο Ἔρωτα, ἀλλά καί μέ ἀγάπη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο.
Ὁ Θεῖος Ἔρωτας εἶναι τό κύριο θεραπευτικό μέσο γιά τήν ψυχή τοῦ ἀνθρωπου, σύμφωνα μέ τη διδασκαλία τοῦ Γέροντα.
Εἶχε πάει κάποιος μοναχός καί τοῦ παραπονιόταν ὅτι στό μοναστῆρι πού ἦταν, συνέχεια ἔκαναν προσευχή καί αὐτό τόν εἶχε κουράσει. Ὁ Γέροντας σάν ἀπάντηση τοῦ εἶπε τήν ἱστορία μιᾶς κοπέλλας, μαθήτριας Λυκείου, πού εἶχε ἀγαπήσει κάποιον Νῖκο. Ὁ Γέροντας τήν συμβούλεψε νά μήν τόν σκέφτεται, μέχρι νά τελειώσει τό σχολεῖο. Σέ μιά βδομάδα ἐπέστρεψε ἡ κοπέλλα καί εἶπε στόν Γέροντα ὅτι τῆς εἶναι ἀδύνατο νά μήν τόν σκέφτεται. Ἔτσι γίνεται καί μέ τήν προσευχή ὅταν ὑπάρχει ὁ Θεῖος Ἔρωτας.
Ὁ ἄνθρωπος δέν κουράζεται νά θυμᾶται τόν Θεό μέ τήν προσευχή, ὅταν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη πρός Αὐτόν.
Ἡ ψυχή ἀγάλλεται ὅταν θυμᾶται τό ὄνομα τοῦ Ἀγαπημένου Ἰησοῦ. Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά ὁλοκληρώσει τήν εὐχή. Σταματᾶ στό «Κύριε Ἰησοῦ..» ἤ στό «Κύριε..». Ἡ ψυχή του ἔχει πλημμυρίσει ἀπό τήν Θεία ἀγάπη καί μακαριότητα.
Ὁ Γέροντας τά ζοῦσε αὐτά, ἀπό μικρό καλογεράκι στά Καυσοκαλύβια. Ἔτρεχε στά διακονήματα καί συγχρόνως ἔψαλλε, ἤ προσηύχετο, ἤ ἔλεγε τήν «εὐχή». Οἱ διάφοροι ἐπισκέπτες, μερικές φορές τόν παρεξηγοῦσαν, καί νόμιζαν ὅτι δέν εἶναι «καλά στό μυαλό του». Ὅμως ὁ Γέροντας ζοῦσε τόν Θεῖο Ἔρωτα, τήν θεία τρέλλα καί νοερά βρισκόταν συνεχῶς μέ τόν Κύριο .
Λεπτός, «αἰσθηματίας» , ὅπως αὐτοαπεκαλεῖτο, χαρισματοῦχος, μέ πλῆθος ἁγιοπνευματικά χαρίσματα, ἁπλούστατος μέσα στή μεγαλοσύνη του, ταπεινός σά μικρό παιδάκι, εὐλαβέστατος καί διακριτικότατος.
Θεολογεῖ ὀρθοδοξότατα, διότι ζεῖ ὀρθόδοξα· καί ζεῖ ὀρθά, διότι ζεῖ μυστηριακά καί μυστικά.
Ἐξομολόγηση καί Θεία Κοινωνία, ἀδιάλειπτη προσευχή καί Θεῖος Ἔρως, θυσιαστική ἀνιδιοτελής ἀγάπη γιά ὅλους, εἶναι οἱ ἄξονες τῆς ζωῆς του. Ὅλη ἡ ζωή του ὁ Χριστός. Τό πᾶν ὁ Χριστός. Δόγμα καί ἦθος , ἀλήθεια καί ζωή, πίστη καί ἔργα ἀλληλένδετα καί ἀξεχώριστα, συνοψίζονται σέ μιά λέξη: «Χριστός».
Ἡ θεολογία του εἶναι καρπός τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς του. «Οἱ λόγοι του εἶναι μιά ὁλόκληρη βιωματική, ἐμπειρική δογματική τῆς Ἐκκλησίας μας» .
Τό πνεῦμα του εἶναι τό Ἅγιο Πνεῦμα, Αὐτό, πού ὁ ἴδιος ἄφησε να ἐνεργοποιηθεῖ καί νά φανερωθεῖ μέσα του, ζώντας μέσα στήν ὑπακοή, στήν ἄσκηση, στή μετάνοια, στήν μυστηριακή ζωή. Κινούμενος μέ «λαχτάρα» καί «πόθο» ἀγάπησε τόν Θεό περισσότερο ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο. Ἄν καί χαριτώθηκε μ’ ἕνα πλῆθος ἁγιοπνευματικῶν χαρισμάτων, παρέμεινε σέ μιά ἄκρα ταπείνωση μέχρι τῆς κοιμήσεώς του, λέγοντας: «δέν εἶμαι χριστιανός ὀρθόδοξος, ἀλλά προσπαθῶ νά γίνω» . Μέχρι σήμερα δέν θέλησε νά γίνει γνωστό τό ποῦ βρίσκονται τά ἁγιασμένα λείψανά του, μισώντας κάθε ἀνθρώπινη δόξα -ἀκόμη καί τήν μετά θάνατον.
Κατανοεῖ μέ καταπληκτική εὐκολία Παλαιά καί Καινή διαθήκη, διότι ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, πού τόν φωτίζει. «Ἀκτινογραφεῖ» πνευματικά, ἀλλά καί σωματικά, αὐτούς, πού κατά Θεόν θέλει, μέ τά χαρίσματα πού ἔχει. Ἡ θεολογία του καί ἡ ζωή του εἶναι μιά διαρκής δοξολογία τοῦ «ἐν ἁγίοις θαυμαστοῦ» Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Θά ἀποπειραθοῦμε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά προσεγγίσουμε κάπως: α) τό δόγμα καί τό ἦθος τοῦ Γέροντα, β) τήν ἀλληλοσυμπλοκή τους σέ μιά ἀξεδιάλυτη ἑνότητα , καί γ) τίς θεραπευτικές προεκτάσεις, πού μποροῦν αὐτά νά ἔχουν στή δική μας ζωή.
Ὁ Γέροντας εἶναι ἕνας ἀληθινά ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἕνας σύγχρονος ὅσιος τῆς Ἐκκλησίας.
-Τί εἶναι ὅμως Ἐκκλησία;
-Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό μυστηριακό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Εἶναι μία πραγματικότητα, πού δέν ὁρίζεται, ἀλλά βιώνεται ἀπό αὐτόν, πού ἐντάσσεται σ’ Αὐτήν.
Πρέπει, εὐθύς ἐξ ἀρχῆς, νά τονίσουμε ὅτι, ὅταν χρησιμοποιοῦμε τόν ὅρο Ἐκκλησία, ἐννοοῦμε τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί μόνον Αὐτήν.
Καμμιά ἄλλη, ἀπό τίς λεγόμενες «Ἐκκλησίες», δέν ἀποτελεῖ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἀφοῦ Μία Ἐκκλησία θεμελίωσε ὁ Χριστός Μας στήν γῆ: Τήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Αὐτή, μόνη, διαφύλαξε ἀπαράτρωτα τά δόγματα τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθώς καί τήν Ἱερά Παράδοση (Ἁγία Γραφή, Ἱεροί Κανόνες, συγγράμματα Ἁγίων Πατέρων, Λατρεία, Εἰκονογραφία, γενικότερα ὀρθόδοξο δόγμα καί ἦθος).
Ὅταν βιωθεῖ τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς ζωντανῆς πίστεως, τῆς «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένης», τότε ὁ πιστός γνωρίζει ἀληθινά, τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ὅταν λέμε Ἐκκλησία οἱ περισσότεροι σκεπτόμεθα τό ναό ἤ τήν ἱεραρχία καί τό ἱερατεῖο. Ἀσφαλῶς, καί αὐτά ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία, ἀλλά δέν εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Ἡ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἔδωσε ποτέ ὁρισμόν τοῦ ἑαυτοῦ της. Τό μόνο, πού μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὅτι εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἔχει Κεφαλή Της τόν Χριστό μας καί μέλη Της, ὅλους ἐμᾶς τούς βαπτισμένους ὀρθόδοξους Χριστιανούς, Κληρικούς καί Λαϊκούς, οἱ ὁποῖοι ζοῦμε ὀρθόδοξα ἐντός Της (δηλ. ζοῦμε τήν ἀσκητική-ἡσυχαστική ζωή Της καθώς καί τήν συχνή μετοχή μας στή Θεία Χάρη διά τῶν ἁγίων Της μυστηρίων: τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας).
Γενικά, ἡ Πρώτη, Ἄναρχη, Ἄκτιστη καί Προαιώνια Ἐκκλησία, εἶναι τά Τρία Μακάρια Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅλοι οἱ ζήσαντες καί κοιμηθέντες ὀρθοδόξως, ὅλες οἱ Ἀγγελικές Δυνάμεις οἱ μή ἐκπεσοῦσες, καθώς καί ὅλοι οἱ ἐν ζωῇ ἀγωνιζόμενοι καί πιστεύοντες ὀρθοδόξως.
Ἡ Ἐκκλησία ὁδήγησε τούς κοιμηθέντες ἁγίους καί συνεχίζει νά ὁδηγεῖ τά ζῶντα μέλη Της, εἰς τό νά Τήν βιώσουν σάν μίαν πραγματικότητα, ἐγκεντριζόμενοι στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό κατόρθωσε καί ὁ «σύγχρονος Στάρετς τῶν Ἀθηνῶν», ὅσιος Πορφύριος.
Ὁ Γέροντας πράγματι, ἔζησε ἐκκλησιαστικά, μ’ ἕναν ἄμετρο ἔρωτα γιά τίς ἀκολουθίες καί τούς κανόνες, πού ἔχουν ἀποθησαυριστεῖ στά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐμπιστεύτηκε ἀπόλυτα τή γλυκειά καί ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Συγχρόνως ἀγάπησε, ἀγάπησε πάρα πολύ τόν Θεό καί τά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Τό ἦθος του εἶναι ὀρθοδοξότατο, τριαδοκεντρικό καί ἐκκλησιαστικό, βιβλικό καί πατερικό, ἀσκητικό καί φιλοκαλικό, ταπεινό καί χαριτωμένο, παιδικό καί ἁπλό, ἅγιο καί φιλόσοφο. Τό ἴδια χαρακηριστικά ἔχει καί τό δόγμα, ἡ θεολογία του, ἡ διδαχή του.
Ὀ Γέροντας ζεῖ τόν Θεό μυστικά στήν καρδιά του, σάν ἕνα μικρό ταπεινό παιδάκι, ριγμένο στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα του. Ἀνοίγεται πρός τό Φῶς, ἀδιαφορώντας γιά τό σκοτάδι. Προσπαθεῖ συνεχῶς, ν’ ἀγαπήσει, ὅλο καί περισσότερο, Αὐτόν, πού εἶναι ὅπως ἔλεγε, «τό ἄκρον ἐφετόν».
Ἐκεῖ, στόν Χριστό στόν Θεῖο Ἔρωτα, ἔβρισκε τά πάντα. Γι’ αὐτό καί φώναζε συνεχῶς: «Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν» . Εἶναι, ὁ ὅσιος Γέροντας, ἕνας ἀληθινά θεραπευμένος ἄνθρωπος, ὑγιής ψυχικά καί πνευματικά. Ἡ ζωή του καί οἱ διδασκαλίες του, ἀποτελοῦν θεραπευτικά βότανα, γιά τήν δική μας ταλαιπωρημένη ἀπό ὅλα τά πάθη, ψυχή.
Μελετώντας τή θεολογία του καί τόν τρόπο τῆς ἐπίγειας βιοτῆς του (τό δόγμα καί τό ἦθος του) ἔχουμε ἕνα πρότυπο αὐθεντικῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς προσωπικότητας καί ζωῆς. Ἡ μίμησή του θά εἶναι καί ἡ δική μας θεραπεία «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Ἀμήν!.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ - ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
«Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν». Αὐτή τή χαρακτηριστή του φράση τήν ἔλεγε κάνοντας καί μιά ἐπιβεβαιωτική χειρονομία . Τό λόγια τοῦ Χριστοῦ ὁ ἅγιος Γέροντας τά πιστεύει διότι τά ζεῖ. Ὁ Χριστός εἶναι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος. «Ἐν Αὐτῷ ἐκτίσθη τά πάντα ἐν τοῖς οὐρανοῖς καί ἐπί τῆς γῆς, τά ὁρατά καί τά ἀόρατα, εἴτε θρόνοι, εἴτε κυριότητες, εἴτε ἀρχαί, εἴτε ἐξουσίαι· τά πάντα δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν ἔκτισται, καί Αὐτός ἐστιν πρό πάντων καί τά πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκεν» .
Ὁ Χριστός ἐνέπνευσε, ὁδήγησε καί χαρίτωσε τήν ἀσκητική του ζωή, ἀπό 12 ἐτῶν μέχρι τήν τελευταία του στιγμή καί βέβαια «νῦν καί ἀεί».
Ὅλη του ἡ ζωή, ὅλη του ἡ σκέψη, ὅλη του ἡ καρδιά, ὅλη του ἡ ὕπαρξη, ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε, ὅ,τι ἤθελε νά ἔχει καί ὅ,τι δέν μποροῦσε νά φανταστεῖ, ὅτι θά μποροῦσε νά ἔχει (ἄπειρη μακαριότητα, χαρά, εἰρήνη, πληρότητα, ἀθανασία, ἀφοβία, αἰωνιότητα, τό νά γίνει ἄκτιστος καί κατά χάριν Θεός), ὅλα τά βρῆκε στόν Χριστό καί μόνον σ’ Αὐτόν. Γι’ αὐτό καί φώναζε καί παρακαλοῦσε καί καλοῦσε τούς πάντες στόν Χριστό μέ τή ζωηρή, λίγο βραχνή γεροντική του φωνή : «Βρέ, πᾶτε μέ τήν ὀρθοδοξία, ρέ παιδιά!» .
Συμπλέκεται δέ ἡ ὀρθοδοξότατη χριστολογία του μέ τήν ὀρθοδοξότατη ἐκκλησιολογία του.
Ὁ Γέροντας δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένος μέ τήν Ἐκκλησία.
Ὅπως δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ἀνθρώπινο σῶμα ζωντανό, χωρίς τήν κεφαλή, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τήν Ἐκκλησία. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Ἐκκλησία χωρίς τόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι Ἐκεῖνος, πού Τήν τρέφει καί Τήν ζωογονεῖ. Εἶναι τό Α καί τό Ω, ἡ ἀρχή καί τό τέλος, σύμφωνα μέ τά δικά Του λόγια, στήν Ἁγία Γραφή.
Ὁ Χριστός εἶναι τό ΠΑΝ γιά τό Σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία. Εἶναι τό ΠΑΝ καί γιά κάθε ἕνα μέλος Του, γιά κάθε ἕναν ἀπό ἐμᾶς, πού «ἐγκεντρισθήκαμε» σ’ Αὐτόν μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα.
Ἡ ὅρασή του καί ἡ ἀντίληψή του γιά τόν Θεό, δέν εἶναι νομικιστική, δικανική, ἀντίληψη φοβισμένου ἀνθρώπου. Εἶναι ὅραση φιλική, ὅραση ἐρωτική, ὅραση παρόμοια μέ τοῦ Μ. Ἀντωνίου, πού ἔλεγε: «Ἐγώ οὐκέτι φοβοῦμαι τόν Θεόν, ἀλλ’ ἀγαπῶ Αὐτόν» .
Ὁ Γέροντας βίωνε τό Γραφικό «ἡ ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» , διά τοῦτο δέ καί διακύρυσσε ὅτι: Ὁ Χριστός εἶναι φίλος μας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Τόν Χριστό νά Τόν αἰσθανόμαστε φίλο μας. Εἶναι ὁ φίλος μας. Τό βεβαιώνει ὁ Ἴδιος, ὅταν λέει: “Ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ…”» .
Γιά τόν χριστιανό, ἔλεγε, δέν ὑπάρχει κατήφεια, δέν ὑπάρχει διάβολος, δέν ὑπάρχει κόλαση, δέν ὑπάρχει θάνατος. Ζοῦσε τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί διακήρυσσε:
«Ἔτσι πρέπει νά βλέπουμε τόν Χριστό. Εἶναι φίλος μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι ὅ,τι καλό καί ὡραῖο. Εἶναι τό πᾶν. Εἶναι φίλος καί τό φωνάζει: “Σᾶς ἔχω φίλους, βρέ, δέν τό καταλαβαίνετε; Εἴμαστε ἀδέλφια. Ἐγώ, βρέ, δέ βαστάω τήν κόλαση στό χέρι, δέ σᾶς φοβερίζω, σᾶς ἀγαπάω. Σᾶς θέλω νά χαίρεστε μαζί μου τή ζωή”. Ἔτσι εἶναι ὁ Χριστός. Δέν εἶναι κατήφεια, οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἐνδοστρέφεια. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Εἶναι ἡ χαρά, εἶναι τό φῶς τό ἀληθινό, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά πετάει, νά βλέπει ὅλα, νά βλέπει ὅλους, νά πονάει γιά ὅλους, νά θέλει ὅλους μαζί του, ὅλους κοντά του. Ἀγαπήσατε τόν Χριστό καί μηδέν προτιμῆστε τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ» .
Ἡ Χριστολογία τοῦ Γέροντος εἶναι βιωματική καί διά τοῦτο αὐθεντική, καταπληκτική γιά τήν ἀμεσότητά της καί παρακλητική-παρηγορητική-θεραπευτική· ὀρθόδοξη καί διαυγής, ὅπως τά διάφανα νερά τῆς ἁγιορείτικης θάλασσας. Εἶναι ἄξια προσοχῆς ἡ σύνδεση, πού κάνει ὁ Γέροντας, μεταξύ χριστολογίας καί ἤθους.
Ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, πού εἶναι τό πᾶν, τότε ἀγαποῦμε καί τούς πάντας καί τά πάντα. Τότε τούς θέλουμε ὅλους κοντά μας, μέσα μας.
Τότε πονᾶμε γιά ὅλους, διότι ζοῦμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό, μᾶς ἐντάσσει ὀργανικά στό Σῶμα Του καί συντηρεῖ αὐτήν τήν ζωντανή κοινωνία καί ἕνωση, πού μᾶς χαρίστηκε στό ἅγιο Βάπτισμα.
Ὁ Γέροντας βιώνει αὐτό, πού καί ὁ σύγχρονός του μεγάλος θεολόγος, πατήρ Σωφρόνιος Σαχάρωφ, διακηρύσσει:
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ μετανοῶν καί ἀγαπῶν τόν Θεόν, «διά τῆς δυνάμεως τῆς Θείας ἀγάπης περιπτύσσεται τόν κόσμον ἅπαντα» . Τόν περιπτύσσεται ἀγαπητικά καί προσεύχεται ἔμπονα «μέχρις αὐτολήθης καί μεγάλων δακρύων» βιώνοντας τόν παγκόσμιο πανανθρώπινο πόνο προσωπικά, σάν δικό του.
Ὁ Γέροντας εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού ἀγάπησε «μανικῶς» τόν Χριστό. Γι’ αὐτό καί ὁμολογοῦσε : Ὁ Χριστός εἶναι ἡ χαρά, τό φῶς, ὁ παράδεισος.
Ὁ Χριστός γεμίζει μέ χαρά τούς «καθαρούς τῇ καρδίᾳ». Ἡ πληρότης πού νιώθει ὁ, γεμᾶτος Θεῖο Ἔρωτα, πιστός μοιάζει μέ μέθη. Αὐτή ἡ θεία μέθη εἶναι ἡ ἀρχή τῆς παραδείσιας ζωῆς ἀπό ἐδῶ.
Γιά τόν Γέροντα ὁ Χριστός, ὁ Τριαδικός Θεός, εἶναι τό ἀκρότατον ἀγαθόν. Ὅ,τι ἀνώτατο μπορεῖ νά ποθήσει καί νά ἀγαπήσει μία ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ Θεῖος Ἔρωτας ποτέ δέ χορταίνεται. Ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὅ, τι ἀνώτερο μπορεῖ νά ἐπιθυμήσει καί νά βιώσει ἕνας ἄνθρωπος στή γῆ.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντα πρός τόν Χριστό ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε ἤθελε νά ὑποφέρει γιά τόν Χριστό ἀπό Θεῖο Ἔρωτα. Νά τί μαρτυρεῖ ὁ προσωπικός του γιατρός, ἀείμνηστος καθηγητής Γεώργιος Παπαζάχος: «…Ἕνα βράδυ, μετά τήν καρδιολογική ἐξέταση καί τό τυπικό ἠλεκτροκαρδιογράφημα, μέ συνεκλόνισε…Μοῦ εἶπε “Θα σοῦ ἐξομολογηθῶ κάτι, ἀλλά νά μείνει μυστικό. Ἔχω καρκίνο στήν ὑπόφυση. Ἤδη αἰσθάνομαι τή γλώσσα μου μεγαλωμένη καί δέ γυρίζει καλά μέσα στή στοματική κοιλότητα”. Ὕστερα μοῦ ἀνέλυσε ἰατρικά καί σωστά τή λειτουργία τῶν ἐνδοκρινῶν ἀδένων καί κατέληξε: “Πρέπει νά ξέρεις ὅτι, ὅταν ἤμουν καλογεράκος -ἴσως 16 χρονῶν- στό Ἅγιον Ὄρος αἰσθανόμουνα τόσο εὐτυχισμένος, ἰδίως μετά τή Θεία Κοινωνία, ὥστε ἔβγαινα στό δάσος καί μέ δάκρυα φώναζα: Δόξα σοι, Κύριε! Ἦρθες ὁλόκληρος μέσα μου, σέ μένα τόν ἁμαρτωλό. Ἐσύ ὁ Χριστός μου, πού σταυρώθηκες καί πόνεσες γιά μένα καί σήκωσες τίς ἁμαρτίες μου. Κι’ ἐγώ τί κάνω γιά σένα; Ποιόν πόνο ὑποφέρω γιά σένα; Κύριε, στεῖλε μου ἕναν καρκίνο! Χριστέ μου, χάρισέ μου ἕναν καρκίνο, νά ὑποφέρω κι ἐγώ μαζί Σου! Αὐτή τήν προσευχή, τήν ἔκανα συνέχεια καί μετά τό ἐξομολογήθηκα στούς Γεροντάδες μου. Ἐκεῖνοι μοῦ σύστησαν νά μήν τήν ἐπαναλάβω, γιατί ἐκπειράζω τόν Θεό. Ξέρει Ἐκεῖνος τί θά κάνει. Δέν τήν ξανάκανα αὐτή τήν προσευχή. Ἀλλά τώρα, Γιωργάκη μου, μοῦ τόν ἔστειλε τόν καρκίνο! Καταλαβαίνεις τήν εὐεργεσία; Ἔστω καί ἀργά, θά ὑποφέρω λίγο μαζί Του”. Ἔμεινα ἐνεός. Πρώτη φορά στήν ἰατρική σταδιοδρομία μου ἄκουγα τή φράση: “Δόξα τῷ Θεῷ, ἔχω καρκίνο!”» .
Ἔλεγε ὁ ἐράσμιος Γέροντας ὅτι, ἡ ψυχή τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νά εἶναι λεπτή καί νά πετάει μές στ’ ἄπειρο, μές στ’ ἄστρα, μές στά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος θέλει νά γίνει χριστιανός, ἔλεγε, πρέπει νά πονάει γι’ αὐτόν πού ἀγαπάει, διατί ἡ ἀγάπη κάνει κόπο γιά τόν ἀγαπημένο.
Οἱ ἀσκητικοί κόποι, οἱ μετάνοιες, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὅτι εἶναι κόποι πού γίνονται γιά τόν Ἀγαπημένο καί πρέπει νά γίνονται χαρούμενα.
Διά τοῦτο καί νουθετοῦσε τά πνευματικά του παιδιά λέγοντας ὅτι κάθε τί πού κάνουμε πνευματικό (νηστεῖες, γονυκλισίες, κ.λ.π.) πρέπει νά γίνεται μέ ἀγάπη, χωρίς πίεση («ὄχι ἀγγαρεία»). Σέ ὅ,τι γίνεται ὡς ἀγγαρεία ἡ ψυχή ἀντιδρᾶ.
Μόνον ἡ ἀγάπη ἑλκύει τή χάρι καί ὅ,τι γίνεται ἀπό ἀγάπη δέν κουράζει.
Ὁ Γέροντας ζοῦσε τό Θεῖο Ἔρωτα συνεχῶς, χωρίς κορεσμό. Ἐπληροῦτο ἀπό τή θεία ἀγάπη καί διακήρυσσε ὅτι ἡ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό πρέπει νά εἶναι ἀγαπητική. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ νυμφίος τῆς ψυχῆς μας.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι ἡ ψυχή μας εἶναι ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἀκολουθεῖ στό μαρτύριο, τοῦ Γολγοθᾶ, στή Σταύρωση, ἀλλά καί στήν Ἀνάταση. Ἡ ἁμαρτία ὅμως μᾶς βγάζει ἀπό αὐτή τήν ἀγαπητική σχέση καί μᾶς στερεῖ τόν παράδεισο. Ὁ Γέροντας μιλοῦσε γιά «ψυχικό μπέρδεμα» καί γιά «μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων». Τό ξεμπέρδεμα μάλιστα ἔλεγε ὅτι γίνεται μόνο μέ τό Θεῖο Ἔρωτα.
Γι’ αὐτό ὁ Γέροντας διακήρυσσε ὅτι, ὁ Θεῖος Ἔρωτας μᾶς χαρίζει τήν πληρότητα, εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν. Δέ συγκρίνεται μέ τίποτε ἄλλο.
Αὐτό πού βαθύτερα ἀναζητοῦμε γιά νά πληρώσουμε τό ὑπαρξιακό μας κενό εἶναι ὁ Χριστός, καί ὁ Θεῖος Ἔρωτας. Ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει.
Ὁ Θεῖος ὅμως Ἔρως μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα καί ἀληθινή ψυχοσωματική ὑγεία.
Διότι ὅταν ἔλθει ὁ Χριστός, τότε ὅλα ἀλλάζουν.
Ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει παντοῦ καί εἶναι γεμάτος εἰρήνη καί χαρά. Πράγματι μέ τήν Θεία Χάρη μποροῦμε νά εἴμαστε παντοῦ, ὅπως συμβαίνει μέ τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι παντοῦ, χαρισματικά παρόντες( μέ τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Γι’ αὐτό καί ὅταν τούς ἐπικαλούμαστε μᾶς βοηθοῦν ὅπου καί ἄν βρισκόμαστε σωματικά.
Ζωή μακριά ἀπό τόν Χριστό, σύμφωνα μέ τόν Γέροντα, σημαίνει θλίψη, μελαγχολία, ἄγχος καί ἀρρώστια σωματική.
Φάρμακο εἶναι ἡ Λατρεία τοῦ Χριστοῦ πού ὅλα τά ἁγιάζει καί τά θεραπεύει.
Ἡ Λατρεία, πού εἶναι ἡ ὕψιστη μορφή ἀγάπης, θεραπεύει ψυχοσωματικά καί παρηγορεῖ, καλλιεργώντας τόν Θεῖο Ἔρωτα, γιά τόν ὁποῖον ὁ Γέροντας ἔλεγε, ὅτι εἶναι μιά ἡδονή ἀκόρεστος.
Ὁ Γέροντας ὅμως ἀγαποῦσε ὅχι μόνον τόν Θεό ἀλλά καί τά παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἦταν ὁ ἐράσμιος ἄνθρωπος (ὁ ἄνθρωπος τῆς διπλῆς ἀγάπης: πρός τόν Θεό καί πρός τό συνάνθρωπο). Εἶχε ἀγάπη μέχρις αὐτοθυσίας γιά τούς ἀνθρώπους. Στόν ἅγιο Χαράλαμπο στήν Εὔβοια, διηγεῖται ὁ Γέροντας, ὅτι ἐξομολογοῦσε ἀσταμάτητα, νύκτα μέρα. Ἀργότερα, ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς ἱερέας τῆς Πολυκλινικῆς Ἀθηνῶν, στήν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γερασίμου, συνέχισε τή θυσιαστική ζωή, ὑπηρετώντας τούς ἀσθενεῖς. Ὁ Γέροντας ἀγάπησε, καί γι’ αὐτό γνώρισε ὅσο εἶναι δυνατό τόν Θεό. Ἀνήκει στούς «διαβεβηκότας εἰς θεωρίαν».
Ἡ ἀγάπη ὅμως στόν Χριστό εἶναι ταυτόχρονα καί ἀγάπη στόν πλησίον.
Ὁ τετρωμένος ὑπό θείου ἔρωτος Γέροντας ἀγαποῦσε τόν Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ τούς πάντες καί τά πάντα.
Ἡ ἀγάπη του εἶναι «ἔμπονη», θυσιαστική, κενωτική, ἀνιδιοτελής, τελεία. Μιλώντας στά πνευματικά του παιδιά ὑπογράμμιζε ὅτι, ἀγάπη στόν Χριστό σημαίνει ἀγάπη στόν πλησίον. Εἶναι ἀγάπη πού ἀγκαλιάζει ὅλους, ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς. Οἱ δύο ἐντολές, τά δύο σκέλη τοῦ Σταυροῦ, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό (κατακόρυφο σκέλος) καί ἡ ἀγάπη στόν πλησίον (ὁριζόντιο σκέλος) εἶναι οὐσιαστικά μία, κατά τό Κυριακόν λόγιον: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστίν ἡ μεγάλη καί πρώτη ἐντολή. Δευτέρα δέ ὁμοία αὐτῇ, ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν» .
Ὅταν κανείς ἀγαπάει τόν Χριστό, ἀγαπάει συγχρόνως καί ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς νά ρωτᾶ ἄν οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄξιοι τῆς ἀγάπης του ἤ ἀκόμη ἄν τήν ἀποδεχονται ἤ τήν ἀπορρίπτουν.
Ἡ Χριστιανική ἀγάπη ἔχει μερικά βασικά καί ἀναφαίρετα χαρακτηριστικά, πού τήν τοποθετοῦν στήν κορυφή κάθε ἄλλης μορφῆς «ἀγάπης». Εἶναι ἀγάπη ἀνιδιοτελής, θυσιαστική, κενωτική, χωρίς νά βάζει ὅρια, καί χωρίς νά κάνει διακρίσεις· εἶναι ἀγάπη πού δέ ζητάει τήν ἀνταπόδοση, οὔτε τήν ἀποδοχή, οὔτε τήν ἀνταπόκριση, οὔτε τόν ἔπαινο, οὔτε τήν ἀναγνώριση.
Ὁ Γέροντας ἀκολουθώντας ἀπόλυτα τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιά τήν ἀγάπη ἔλεγε: «Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία (στήν Ὁποία καλοῦνται νά ἐνταχθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι) καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, πού μᾶς ἔχει προσλάβει ὅλους στόν Ἑαυτό του… Ὅταν θέλεις νά συναντήσεις τόν Χριστό, θά Τόν βρεῖς στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἐδῶ εἶναι ἑνωμένη ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα μέ τόν Θεό, στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ νά ἐπικοινωνεῖς μέ τόν Χριστό καί νά μήν τά ἔχεις καλά μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους» .
Ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἀγανακτεῖ μέ τό συνάνθρωπό του ἀλλά νά στέλνει πάντα τήν ἀγαθή του διάθεση.
Μᾶς τόνιζε ὁ Γέροντας νά ἔχουμε ἀγάπη, πραότητα, εἰρήνη, γιά νά βοηθᾶμε τόν συνάνθρωπό μας ὅταν κυριεύεται ἀπό τό κακό. Νά μήν λέμε λόγια γιά τή ζωή τοῦ ἄλλου, ἀλλά νά εἴμαστε ἐλεήμονες καί νά τόν συγχωροῦμε. Νά μήν ἀγανακτοῦμε γιά τούς βλάσφημους, ἀλλά νά προσευχόμαστε γι’ αὐτούς. Σ’ αὐτούς, πού μᾶς κουράζουν καί μᾶς δυσκολεύουν, νά προσφέρουμε τήν ἀκραιφνή ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί νά σιωποῦμε.
Ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσας, ἡ σιωπή, «ἀκτινοβολεῖ» στόν πλησίον», ἔλεγε ὁ Γέροντας.
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε ἀλλά νά διορθώνουμε τό κακό.
«Ὁ σκοπός μας δέν εἶναι νά καταδικάζουμε τό κακό, ἀλλά νά τό διορθώνουμε. Μέ τήν καταδίκη ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά χαθεῖ, μέ τήν κατανόηση καί βοήθεια θά σωθεῖ. Τόν ἁμαρτωλό πρέπει νά τόν ἀντικρίζουμε μέ ἀγάπη καί μέ σεβασμό στήν ἐλευθερία του…» .
Τόνιζε ἐπίσης ὅτι τό κακό ἀρχίζει ἀπό τίς κακές σκέψεις.
«Ὅταν πικραίνεσαι καί ἀγανακτεῖς, ἔστω μόνο μέ τή σκέψη, χαλᾶς τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα. Ἐμποδίζεις τό Ἅγιο Πνεῦμα νά ἐνεργήσει, καί ἐπιτρέπεις στό διάβολο νά μεγαλώσει τό κακό. Ἐσύ πάντοτε νά προσεύχεσαι, νά ἀγαπᾶς καί συγχωρεῖς, διώχνοντας ἀπό μέσα σου κάθε κακό λογισμό» .
Ὁ χριστιανός πονᾶ καί ἐνδιαφέρεται καί γιά τούς ἀδελφούς του, πού δέν εἶναι ἐνεργά, ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο καί δραστηριοποιεῖται ἱεραποστολικά.
Ὁ Γέροντας θεωροῦσε τήν ἱεραποστολική διάθεση καί δράση, ὡς ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας ὡς χριστιανῶν. Ἐπισήμαινε ὅμως ὅτι ἡ καλλίτερη ἱεραποστολή γίνεται μέ τό καλό μας παράδειγμα, τήν ἀγάπη μας, τήν πραότητά μας.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι, ὅπως ὁ Χριστός στέκεται στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί χτυπάει χωρίς ὅμως νά τήν παραβιάζει, ἀλλά περιμένει τήν κάθε ψυχή νά Τοῦ ἀνοίξει μόνη της, ἐλεύθερα, ἔτσι καί μεῖς πρέπει νά στεκόμαστε μπροστά σέ κάθε ψυχή.
Στήν ἱεραποστολική προσπάθεια τόνιζε, ὅτι, ἔχει σημασία ὁ λεπτός μας τρόπος. Τόν κυριώτερο ρόλο παίζει ἡ προσευχή καί ἡ ζωή μας, καί ὄχι τόσο τά λόγια, πού μπορεῖ νά μένουν ἄκαρπα.
Δέν πρέπει, ἐπισήμαινε, νά ὑπάρχει φανατισμός, ἀλλά σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου καθώς καί ἀγάπη.
Νά τιμᾶτε, ἔλεγε, τούς πάντες ἀνεξάρτητα ἀπό τό σέ ποιό θρήσκευμα ἀνήκουν, ἀφοῦ εἶναι εἰκόνες τοῦ ἀγαπημένου μας Χριστοῦ.
Μία ἄλλη σύγχρονη ὁσιακή μορφή, ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία, συνομιλοῦσε «ἄνετα» μέ βουδιστές, βραχμάνους, καί ἑβραίους, ἄν καί παρεξηγῆτο. Ἔβλεπε στό πρόσωπό τους τόν Χριστό, τό «κατ’ εἰκόνα», πού ὑπάρχει στόν κάθε ἄνθρωπο, ἀνεξαρτήτως θρησκείας.
Ὁ φανατισμός δέν ἔχει σχέση μέ τόν κατά Θεόν ζῆλο.
Ὁ ἀληθινά ζηλωτής εἶναι αὐτός, πού φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιά τόν Θεό καί γιά τόν ἄνθρωπο. Ἄν δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ διπλῆ ἀγάπη, τότε δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινή ἡ ἀγάπη, πού διακηρύσσουν ὅτι ἔχουν κάποιοι, εἴτε πρός τούς ἀνθρώπους, εἴτε πρός τόν Θεό.
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα διπλῆ, ἔχει δύο σκέλη: ἕνα κάθετο (ἀγάπη πρός τόν Θεό) καί ἕνα ὁριζόντιο (ἀγάπη πρός τόν ἄνθρωπο). Ἐπίσης ἡ ἀληθινή ἀγάπη εἶναι πάντα εὐγενική, λεπτή, ἀνιδιοτελής, χωρίς ὅρια, θυσιαστική, χωρίς διακρίσεις. Οἱ ἅγιοι δέν κάνουν διάκριση, ἀλλά ἀγαποῦν τούς πάντες καί μάλιστα ἐξ’ ἴσου. Αὐτήν τήν ἀγάπη τή γνήσια δίδασκε ὁ Γέροντας.
Διά τοῦτο δέν πιέζε τούς ἄλλους νά γίνουν καλοί, ἀλλά προσευχόταν μυστικά γι’ αὐτούς χωρίς νά τούς κατακρίνει. Συμβούλευε νά κάνουμε προσευχή γιά νά καταστήσουμε τούς ἄλλους ἄξιους τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Μέ τήν προσευχή καί τήν ἀφοσίωσή μας στόν Θεό, ἔλεγε, ἄς παρακαλέσουμε γιά νά ενεργήσει ἡ χάρις Του, καί στίς ταλαιπωρημένες ψυχές πού δέν Τόν ἀγαποῦν.
Δέν πρέπει νά κατακρίνουμε κανέναν.
Δέν πρέπει νά κρίνουμε ἀπό τά ἐξωτερικά γνωρίσματα.
Οἱ ψυχές πού ταλαιπωροῦνται ἀπό τά λάθη τους, ἑλκύουν πολύ τή εὐσπλαχνία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πρέπει νά σιωποῦμε, νά ἀνεχόμαστε καί κυρίως νά προευχόμαστε, ζῶντας μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τότε ὠφελοῦμε μυστικά τούς ἄλλους. Ὁ Θεός μέ τήν Χάρη Του καθαρίζει τό νοῦ τους καί τούς βεβαιώνει ὅτι τούς ἀγαπᾶ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πιστέψει ὅτι ὁ Θεός τόν ἀγαπᾶ, τότε ἡ ψυχή του «ἀνοίγει», λουλουδίζει. Τότε ἡ ψυχή πλημμυρίζει ἀπό Θεῖο Ἔρωτα, διότι, «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Ὁ ἄλλος κατά κανόνα δέν προσέχει τό λόγια μας, ἀλλά «εἰσπράττει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἐκπέμπουμε» πρός αὐτόν. Εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, πού τήν ἀκτινοβολοῦμε ὡς «κάτοπτρα» στούς ἄλλους. Ὅσο καθαρότερα κάτοπτρα εἴμαστε, τόσο περισσότερο ζοῦμε «ἐν Χριστῷ» καί τόσο καθαρότερα τό ἀντιλαμβάνονται καί οἱ γύρω μας.
Ὅσο περισσότερο βιώνουμε ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί», τόσο καλλίτερα βεβαιώνουμε καί τούς ἄλλους ὅτι ὁ Θεός τούς ἀγαπᾶ. Τότε ὑπάρχει ἐλπίδα καί γι’ αὐτούς νά μεταστραφοῦν, ἀκόμη δέ καί νά μᾶς ξεπεράσουν. Ὅσο δυναμικά - ἐνεργητικά ἦταν δοσμένοι στήν ἁμαρτία, τόσο τώρα, μέ τόν ἀνάλογο δυναμισμό, προχωροῦν πρός τόν Θεό.
Ἡ θεολογία του εἶναι λεπτή, ὑπέροχη, σύγχρονη στό γλωσσικό της ἔνδυμα, βιωματική, ἐμπειρική.
Γνώρισε «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Δέν εἶναι ἁπλός θεατής τῆς ζωῆς μας. Μᾶς ἔχει στό νοῦ Του κάθε στιγμή. Καί συμπλήρωνε πώς ὁ Θεός φροντίζει ἀκόμη καί γιά τίς πιό μικρές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μας. Δέν ἀδιαφορεῖ γιά μᾶς, δέν εἴμαστε μόνοι στόν κόσμο… Ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει πολύ καί μᾶς προστατεύτει. Πρέπει νά τό καταλάβουμε αὐτό καί νά μή φοβούμαστε τίποτε .
Δόγμα καί ἦθος συμπλέκονται. Πόσο θεραπευτικά εἶναι αὐτά γιά τό σύγχρονο, «ἀγχωμένο», γεμάτο φοβίες καί ἀνασφάλειες «χριστιανό»… Ἡ στάση μας ἀπέναντι στόν Θεό πρέπει νά εἶναι στάση παιδιοῦ μικροῦ, πού ρίχνεται στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του. Ἡ σωστή πίστη στόν Θεό τῆς ἀγάπης, ὁδηγεῖ στή βίωση τοῦ «ἀφήματος» στή Θεία παρηγοριά καί Θεία Πρόνοια .
Ὁ Γέροντας ἦταν πιστός (μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στή Θεία Ἀγάπη καί πρόνοια). Ἦταν πολύ διακριτικός, ὄχι μόνο ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί ἀπέναντι στόν Θεό. Ἔκανε ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Εἶχε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν ἄπειρη ἀγάπη Του.
Δέν ἤθελε νά ἐνοχλεῖ τόν Θεό, δηλαδή ἤθελε πάντα νά κάνει τό ἀπόλυτα εὐάρεστο θέλημά Του (τό «κατ’ εὐδοκίαν» θέλημά Του). Δέχεται καθετί ἀπ’ Αὐτόν μέ δοξολογία, ἀκόμη καί τόν πόνο.
Τήν ἐποχή, πού εἶχε κάνει ἐγχείρηση στό μάτι, πονοῦσε πολύ, εἶχε φθάσει στά πρόθυρα τοῦ θανάτου καί οἱ γιατροί τόν εἶχαν ξεγράψει. Οἱ μοναχές σκέφθηκαν νά τοῦ ζητήσουν, νά δώσει εὐλογία, νά κάνουν εὐχέλαιο. Ὁ Γέροντας συγκατένευσε.
Τό εὐχέλαιο ἔγινε καί οἱ πόνοι ὑπεχώρησαν. Ἀλλά μετά ἀπο μερικές ἡμέρες ἐπανῆλθαν. Τότε, τοῦ πρότειναν, νά ξανακάνουν εὐχέλαιο. Κι’ ὁ πονεμένος Γέροντας ἀπάντησε, πώς δέν θά ἔπρεπε νά ἐνοχλοῦν τό Θεό. Ἀφοῦ, μετά τό πρῶτο εὐχέλαιο, οἱ πόνοι ἔφυγαν, ἀλλά γύρισαν πάλι, σημαίνει ὅτι αὐτό ἦταν τό ἄγιο θέλημά Του .
Ὁ ἅγιος Γέροντας συνελάμβανε τά θεῖα μηνύματα, μέσα ἀπό τά γεγονότα.
Δίδασκε νά προσευχόμαστε καί νά ζητοῦμε ἀπ’ τόν Θεό νά γίνει τό θέλημά Του στή ζωή μας. Ὁ Χριστός γεμίζει τήν ψυχή, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀνοιχτεῖ σ’ Αὐτόν. Ποτέ ὅμως αὐτοβούλως ὁ Θεός, δέν παραβιάζει τή θύρα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Εἶναι ὁ Χριστός Ταπεινός, Ἀφανής, Διακριτικός, γι’ αὐτό καί ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι, ὁ Θεός ἐργάζεται μυστικά, δέν θέλει νά ἐπηρεάσει τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Θεός γνωρίζει καί ρυθμίζει τά πάντα, ἀλλά δέν φαίνεται. Διότι ἐάν φανεῖ (φανερωθεῖ) καί ἐπιδιώξει νά συμμορφώσει, θέλοντας καί μή, τόν καθέναν, τότε ὁ Ἴδιος φεύγει ἀπό τό δρόμο πού ἔχει χαράξει (δηλ. τό δρόμο τῆς ἐλευθερίας).
Ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία, τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου καί δέν μᾶς τό παίρνει πίσω, ἀναγκάζοντας, ἤ πειθαναγκάζοντάς μας, νά γίνουμε καλοί.
«Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά διαλέξει τό ἕνα ἤ τό ἄλλο… Ὁ Θεός ἐργάζεται μυστικά. Δέν θέλει νά ἐπηρεάσει μέ βίαιο τρόπο τοῦ ἀνθρώπου τήν ἐλευθερία. Τά φέρνει ἔτσι καί σιγά-σιγά-σιγά-σιγά πάει ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ πού πρέπει» .
Διαλάμπει ἡ ἔξοχη, ὀρθοδοξότατη ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντα, πού καταδεικνύει ὡς κύριο συστατικό τοῦ «κατ’ εἰκόνα» τό αὐτεξούσιο, τήν ἐλευθερία.
Τοῦτο τό θεϊκό δῶρο εἶναι ἀπαραβίαστο καί ἀπό Αὐτόν τόν Θεόν. Ὁ Γέροντας διδάσκει σχετικά μ’ αὐτό μ’ ἕναν πολύ ὄμορφο λεκτικό τρόπο:
Α)Χρησιμοποιώντας τή σύγχρονη γλώσσα λέγει ἁπλᾶ, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι εὐγενής, ὅτι σέβεται τό αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι κάθεται ἔξω ἀπ’ τή θύρα τῆς ψυχῆς μας καί κρούει γιά νά Τοῦ ἀνοίξουμε, μά δέν μπαίνει μέσα. Τό λέει στήν Ἀποκάλυψη: «Ἰδού ἔστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω, ἐάν τίς ἀκούσῃ τῆς φωνῆς μου καί ἀνοίξῃ τήν θύραν, εἰσελεύσομαι πρός αὐτόν καί δειπνήσω μετ’ αὐτοῦ καί αὐτός μετ’ ἐμοῦ» .
Ὁ Γέροντας θεολογεῖ μέ μιά καταπληκτική δογματική συνέπεια, ἁπλᾶ καί ἀλάνθαστα, τριαδοκεντρικά, μέ λέξεις κατανοητές, ἀπό τούς σημερινούς ἀνθρώπους.
Β)Ἔλεγε ἐπίσης, ὅτι καί τώρα τό Ἅγιο Πνεῦμα θέλει νά μπεῖ στίς ψυχές μας, ὅπως καί τότε, ἀλλά σέβεται τήν ἐλευθερία μας καί δέ θέλει νά τήν παραβιάσει. Περιμένει νά Τοῦ ἀνοίξουμε μόνοι μας τήν πόρτα. Τότε θά μπεῖ στήν ψυχή μας καί θά τήν μεταμορφώσει. Τότε φεύγουν ὅλα τά προβλήματα, ὅλες οἱ πλάνες, ὅλες οἱ στενοχώριες. Τότε φεύγει καί ἡ ἁμαρτία.
Γ)Ἄλλοτε πάλι ἔλεγε ὅτι ἡ Θεία Χάρη κρούει συνεχῶς τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας καί περιμένει Τῆς ἀνοίξουμε. Ἄν Τῆς ἀνοίξουμε, θά τήν γεμίσει. Ἐκεῖνο πού γεμίζει τήν ψυχή μας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ Παναγία, ἡ Ἁγία Τριάς.
Ἄς ἀποτολμηθεῖ ἕνα δογματικό σχόλιο στά ἀνωτέρω τρία ἀποσπάσματα τῶν λόγων του. Στό πρῶτο λέγει «ὁ Χριστός κρούει», στό δεύτερο ὅτι «τό Ἅγιον Πνεῦμα κρούει»καί στό τρίτο ὅτι ἡ «Θεία Χάρη» εἶναι αὐτή πού «κρούει». Διακρίνει πράγματι ὁ Γέροντας σαφῶς οὐσία καί ἐνέργειες στό Θεό. Οὐσία ἀμέθεκτη καί ἐνέργειες μεθεκτές ἀπο τούς ἀνθρώπους, ἐάν τό θελήσουν. Διότι πράγματι εἶναι ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ -ἡ ὁποία στή Ἁγ. Γραφή λέγεται καί Ἅγιον Πνεῦμα- πού κρούει στήν ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ Θεία Χάρις εἶναι ἡ κοινή ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἄκτιστη θεοποιός Χάρις, στήν Ὁποία, ὅποιος μετέχει γίνεται κατά Χάριν Θεός.
Ὁ Γέροντας γνωρίζει ἐπίσης, ὅτι ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά γνωσθεῖ ἀπό ἐμᾶς, παρά μόνο τόσο, ὅσο Ἐκεῖνος θέλει νά μᾶς ἀποκαλύψει. Διά τοῦτο χρησιμοποιώντας τήν καταφατική ἀλλά καί τήν ἀποφατική θεολογία ἔλεγε, ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολύ μυστικός, εἶναι ἀπρόσιτος ἀλλά εἶναι καί ἀλάθητος.
Θεολογώντας ἔλεγε ὅτι τότε μποροῦμε νά γνωρίσουμε, τότε ζοῦμε τόν Θεό, ὅταν Ἐκεῖνος μᾶς ἀποκαλυφθεῖ.
-Καί πῶς μᾶς ἀποκαλύπτεται;
-Μέ τό νά μᾶς δίνει τό χάρισμα τῆς ταπεινώσεως. Ἡ ταπείνωσις εἶναι ἡ τελειότης, ἡ ὁποία δίδεται στόν χριστιανό- ὅπως λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ- μετά τό τέλος τῆς «πολιτείας»· δηλαδή ἀφοῦ ὁλοκληρωθοῦν οἱ ἀσκητικοί ἀγῶνες καί φθάσει ὁ πνευματικός ἀγωνιστής στήν ἀπάθεια.
Ὁ Θεός, ἔλεγε ὁ Γέροντας, δέν μπορεῖ νά κατανοηθεῖ ἀπό ἐμᾶς.
Οἱ βουλές Του εἶναι ἀνεξιχνίαστες, ἡ οὐσία Του παντελῶς ἄγνωστη καί ἀπρόσιτη, οἱ ἐνέργειές Του ἀκατάληπτες, ἡ ὅλη Του ὕπαρξη καλύπτεται ἀπό μιά ἄπειρη μυστικότητα.
Ἡ σοφία Του εἶναι ἄπειρη καί διά τοῦτο οἱ ἐνέργειές Του εἶναι πάντα τέλειες καί ἀλάθητες.
Ζοῦμε τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, «τίς βλέπουμε», «τίς αἰσθανόμαστε», μετέχουμε σ’ αὐτές, ὅταν εἴμαστε ταπεινοί. Διαφορετικά εἴμαστε «κωφοί» καί «τυφλοί» καί «ἀναίσθητοι» πνευματικά. Νομίζουμε ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός ἤ ὅτι δέν παρεμβαίνει στή ζωή μας. Ἡ πραγματικότητα ὅμως εἶναι πολύ διαφορετική.
Ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή μας, τό φῶς μας, ἡ ὅρασίς μας, ἡ χαρά καί ἡ ἀνάστασίς μας· ὁ Θεός εἶναι τό πᾶν. «Ἐν Αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» .
Ὁ Γέροντας θεολογεῖ ὀρθόδοξα περί Θεοῦ καί χρησιμοποιεῖ καί τίς τρεῖς θεολογίες: α) τήν ἀποφατική (ὁ Θεός εἶναι ἀκατάληπτος, ἀπρόσιτος στήν οὐσία Του ἀλάθητος),
β) τήν καταφατική (ὁ Θεός εἶναι «μυστικός»), καί γ) τή μυστική ἤ ἐμπειρική θεολογία (διά τῆς ταπεινωσεως «ζοῦμε τόν Θεό»).
Μέ σπουδές πρώτης Δημοτικοῦ ὁ Γέροντας δέ λαθεύει δογματικά, διότι θεολογεῖ, ὄντας μέτοχος αὐτῆς τῆς ἄκτιστης Θείας Χάρης, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀνόθευτη πηγή τῆς αὐθεντικῆς θεολογίας ἀλλά καί τῆς αὐθεντικῆς καί «πεπληρωμένης» ζωῆς.
Ὁ Χριστός εἶναι «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» καί διά τοῦτο ἔλεγε ὁ ὅσιος Γέροντας ὅτι, ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή.
Ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἡ ζωή μέ τόν Χριστό εἶναι ἡ μόνη ζωή, πού ἀξίζει νά ζήσει κανείς.
Αὐτό τό βίωσε πανηγυρικά· γι’ αὐτο καί διακήρυσσε ὅτι ζωή χωρίς τό Χριστό εἶναι θάνατος. Ἔλεγε ὅτι, ὅποιος ζεῖ μέ τό Χριστό ζεῖ μέσα στόν Παράδεισο.
Ὁ Παράδεισος δέν βιοῦται μόνον μετά τόν θάνατον. Βιοῦται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ἐκεῖ ὑπάρχει ὁ Χριστός, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ Αὐτόν, τότε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ἀκόμη κι’ ἄν ζεῖ στήν Ὁμόνοια, δέν βλέπει, δέν ἀκούει τίποτε, π.χ. αὐτοκίνητα, ἄλλους ἀνθρώπους κ.λ.π. Ἀντίθετα συνομιλεῖ καί συνδιάγει ἀκατάπαυστα μέ τόν ἀγαπημένο του Χριστό. Τότε ζεῖ ἀληθινά τήν ὄντως Ζωή» πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ἀπό τόν ἄνθρωπο ἐξαρτᾶται ἄν θά ζεῖ τήν «ὄντως Ζωή» «ἐδῶ καί τώρα» ἤ ἄν θά προγεύεται τόν «ὄντως θάνατο», πού εἶναι ὁ χωρισμός ἀπό τό Χριστό, ἀπό τήν Θεία Χάρη, πρίν τόν βιολογικό θάνατο. Ὁ Γέροντας διακήρυσσε (διότι τό ζοῦσε) ὅτι ἡ ἕνωση μέ τόν Χριστό καί μέ τό σῶμα Του, τήν Ἐκκλησία, εἶναι ὁ ἐπί γῆς Παράδεισος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου