Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης - Στυλ. Γ. Παπαδόπουλος Ομότ. Καθ. Παν. Αθηνών(Μέρος Β')


Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης
Από το ομώνυμο βιβλίο, εκδόσεις «Τροχαλία»
Ο πολλαπλασιασμός του Προσφόρου και της μανέστρας. 
Τον Αύγουστο του 1963 ήρθανε στη Μονή 75 λιβαναταίοι. Εργαστήκανε για τη στέρνα της Μονής, το Αγιονέρι, εθελοντικά. Το έχουν τάμα πολλοί από τις Λιβανάτες, την πατρίδα του Οσίου Δαβίδ, να προσφέρουν κάτι στη Μονή του συμπατριώτη τους, χρήματα ή εργασία. Έτσι φτάσανε τότε 75 άντρες για να κάνουν το έργο της στέρνας. Και στη Μονή βρισκόσανε άλλοι 15, για να βοηθήσουν. Ο π. Ιάκωβος συντόνιζε γενικές εργασίες, μα ήταν και ο μόνος που έπρεπε να φροντίσει για το φαγητό και τη διαμονή των καλών αυτών ανθρώπων.

Χρησιμοποίησε ότι υπήρχε και δεν υπήρχε στην αποθήκη. Μια μέρα τα τρόφιμα τελείωσαν. Χρήματα δεν είχε. Έψαξε όλα τα ράφια, όλες τις γωνίες. Κατόρθωσε να βρει δυόμισι οκάδες μανέστρα. Και από ψωμί μόνο μισό Πρόσφορο. Του έδωσε και ο γέρο-Ευθύμιος μισό καρβελάκι. Ποσότητες αστείες για σχεδόν εκατό πρόσωπα, που δουλεύανε όλη την ημέρα χειρονακτικά.

Στεναχωριόταν και δεν ήξερε τι να κάνει. Τον έπιασε απελπισία και σχεδόν έκλαιγε, που θ’ άφηνε τον κόσμο νηστικό. Ξαφνικά όμως του ήρθε μια ιδέα: κατεβάζει τη μεγάλη κατσαρόλα, ρίχνει μέσα τη μανέστρα, βάζει και το ψωμί και όπως ήτανε πήγε στο ναό. Στάθηκε μπροστά στην εικόνα του οσίου Δαβίδ και του είπε:

–Άγιε μου, οι άνθρωποι αυτοί δουλεύουν για το Μοναστήρι σου. Γυρνάνε κουρασμένοι και πεινασμένοι. Δεν έχω τίποτα άλλο να τους δώσω να φάνε, μόνο τις δυόμισι οκάδες μανέστρα με το λίγο λαδάκι, το μισό προσφοράκι και το μισό καρβελάκι (= και τα έδειχνε στον Άγιο). Σε παρακαλώ, εσύ να τα ευλογήσεις, να φάνε και να χορτάσουνε.


Μαγείρεψε στην κατσαρόλα τούτη, έβγαζε συνέχεια φαγητό και δεν τελείωνε. Χόρτασαν όλοι και περίσσεψε! Το είδαν πολλοί και ο νυν ηγούμενος π. Κύριλλος. Πολλά χρόνια μετά, τονίζοντας τα θαύματα του οσίου Δαβίδ, έλεγε ο π. Ιάκωβος:

–Αδελφέ μου, επανάληψη του θαύματος των πεντακισχιλίων!

Οι αρρώστιες τον σημάδεψαν από νωρίς.


Η σκληρή εργασία, οι πολύωρες Ακολουθίες και η καθημερινή αγρυπνία στο κελί του φέρανε αποτέλεσμα. Είχε και την αυστηρή νηστεία, που έφτανε στην ασιτία. Έτσι η εξάντληση του οργανισμού προχώρησε πολύ. Κάτι που κανονικά θα έπρεπε να είχε γίνει ακόμη νωρίτερα. Και δεν εννοούσε να μειώσει την άσκηση με καμία δύναμη. Όσο οι πνευματικές του δυνάμεις ήτανε ακμαίες, τόσο επέμενε στην αυστηρή άσκηση. Άλλωστε, σκοπός της άσκησης ήτανε ακριβώς αυτό, να κρατάει τις πνευματικές του δυνάμεις ελεύθερες από την επήρεια των παθών, των πειρασμών και της ύλης, ώστε να κατευθύνονται ανεμπόδιστα προς το Θεό και να αγιάζονται από αυτόν.

Όμως το σώμα υπέκυψε. Από το 1956 τον πονούσε αφόρητα η μέση του. Για τον πόνο στα πόδια δεν έλεγε τίποτα, γιατί τον υπέφερε. Με τη μέση του όμως ήτανε αδύνατο. Και πώς να μην πονούσε, αφού 22 ώρες το 24ωρο δεν την ανέπαυε; Είναι ζήτημα εάν ξάπλωνε δύο ώρες τη νύχτα. Δύο γινόσανε οι ώρες της ανάπαυσης, όταν πονούσε πολύ. Και όταν δε λειτουργούσε. Διότι αν είχε να λειτουργήσει και αν μάλιστα ξημέρωνε μεγάλη γιορτή, Χριστούγεννα, Θεοφάνεια και άλλες, τότε πια δεν κοιμότανε καθόλου. Ούτε και στα τελευταία του χρόνια, που είχε βηματοδότη στην καρδιά. Πήγαινε από δίπλα ο αδελφός μοναχός και του ’λεγε:

–Κουράστηκες, γέροντα, έλα τώρα να ησυχάσεις λίγο…

Εκείνος απαντούσε:

–Πήγαινε, πάτερ μου, εγώ θα μείνω. Είναι μεγάλη νύχτα σήμερα, δεν είμαι κουρασμένος.

Το πρωί, που σηκωνόσανε όλοι, τον βρίσκανε ακόμη γονατιστό, με το πετραχήλι του, να προσεύχεται.

Τέτοιες ημέρες, μετά την ολονύκτια προσευχή, κατέβαινε στο ναό χωρίς να μιλάει σε κανένα. Ούτε και ήθελε να του μιλάνε, βρισκότανε αλλού και ζούσε σε άλλο κόσμο!


Έτσι, χρειάστηκε για τη μέση του γιατρό. Του έκανε 80 ενέσεις, αλλά το κακό συνέχιζε, θεραπεία δεν έβλεπε. Κυριολεκτικά σερνότανε για τις δουλειές και τις Ακολουθίες. Το
μεσημέρι δεν άντεξε κι έπεσε στο ξυλοκρέβατο, στα σανίδια. Εκεί του εμφανίστηκε ο όσιος Δαβίδ με το πρόσωπο του π. Σπυρίδωνα, φιλοξενούμενου αγιορείτη. 
Ο Σπυρίδων τον βοήθησε να σηκωθεί και του είπε: «Ακούμπα τη μέση σου στη δική μου γέρικη μέση». Τον βοήθησε και το ’κανε. Τότε ο Άγιος γύρισε πίσω τα χέρια του κι έπιασε από τη μέση τον π. Ιάκωβο, που άκουσε τρίξιμο μέσης. Αυτό ήτανε. Ο πόνος χάθηκε. Και ο άγιος τον ρώτησε:

–Ποιος είμαι;

Πήρε την απάντηση: «ο π. Σπυρίδων». Τότε ο άγιος είπε:

–Όχι, με ξέρεις, δε θες να πεις τ’ όνομά μου, κάθεσαι σπίτι μου: Άνοιξε η πόρτα και είδε τον Άγιο να βγαίνει και να κατεβαίνει τις σκάλες.

Το 1964, έπαθε από τις αμυγδαλές του. Πονούσε φοβερά κι έπεφτε στα νεφρά του πύο. Πολλές φορές τον πιάνανε ανυπόφοροι πόνοι στη Λειτουργία και μελάνιαζε ολόκληρος. Ποτέ όμως δεν έτυχε να διακόψει τη θεία Λειτουργία. Όσο και να υπέφερε, θα την τελείωνε. Το 1962 τον λυπήθηκε ο Θεός κι έστειλε στη Μονή έναν καλό μοναχό, τον Κύριλλο. Αυτός, που σήμερα είναι ο ηγούμενος της Μονής, παραστάθηκε και βοήθησε όσο μπορούσε τον άρρωστο ασκητή π. Ιάκωβο, του οποίου τα βάσανα τελειωμό δεν είχαν.

Το 1967 τον βρήκανε άλλα. Έκανε πολύ δύσκολη εγχείρηση: βουβωνοκήλης και σκωληκοειδίτιδας με περιτοναϊκή αντίδραση και προβλήματα προστάτη. Υπέφερε πολύ, δεν ήξερε τι έχει. Σε νοσοκομείο δεν ήθελε να πάει. Μελάνιαζε, κουλουριαζόταν και σφάδαζε από τους πόνους. Ο Κύριλλος τον έβρισκε σε απελπιστική κατάσταση. Δεν μπορούσε να κινηθεί, σερνόταν. Για να πάει λίγο πιο πέρα, έπεφτε και σερνότανε με τα τέσσερα, μπρούμυτα. Έπαθε φοβερή κρίση και τον μεταφέρανε αναίσθητο στο νοσοκομείο της Χαλκίδας. Εκεί νομίσανε ότι πρόκειται για απλή σκωληκοειδίτιδα. Δέχτηκε με χίλια παρακάλια, γιατρών και κληρικών, να γίνει η εγχείρηση. Η δυσκολία του οφειλότανε στο ότι δεν ήθελε να βγάλει τα ρούχα και να δουν οι γιατροί το σώμα του. Το θεωρούσε άκρο εξευτελισμό:

–Θα γίνω θέατρο, πατέρες. Ουδέποτε άνθρωπος με είδε.

Και πράγματι, ήτανε τόσο καθαρός και πρόσεχε τόσο πολύ να μη βλέπει σώμα, ώστε ο ίδιος «ουδέποτε άπλωσε το χέρι του στο σώμα του», όπως έλεγε ο ηγούμενος και καλός γνώστης Νικόδημος. Ακόμη και τα νήπια που βάπτιζε, τόσα χρόνια, δεν τα κοίταζε ποτέ. Κρατούσε τα μάτια του ψηλά και ομολογούσε με ιερή αφέλεια και καύχηση:

–Δεν είδα ποτέ μου πως είναι τα όργανα των παιδιών.

Του είπανε λοιπόν, ψέματα, ότι δε θα του βγάλουνε τα ρούχα, θα’καναν τάχα μόνο μια τρύπα στο αντερί. Έτσι δέχτηκε να γίνει η εγχείρηση. Τέσσερες του Οκτώβρη περίμενε στο μικρό θάλαμο για το χειρουργείο. Παρόντες ήταν αρχιμανδρίτες κληρικοί Πολύκαρπος, Νικόδημος, Βασίλειος και κάποιος ακόμα. Ο π. Ιάκωβος προσευχήθηκε πολύ και μεταξύ άλλων είπε, όπως τα διηγόταν:

–Αν θες, όσιε Δαβίδ μου, να ξαναγυρίσω στο μοναστήρι σου, έλα να με κάνεις καλά… Σ’ ένα τέταρτο πρέπει να είσαι εδώ… Και αν έρθεις, πέρνα σε παρακαλώ να πάρεις και τον όσιο Ιωάννη… Είναι στο δρόμο σου, θα στρίψεις ένα στενό δεξιά και θα τον βρεις.

Σε λίγα λεπτά, έλεγε με φωνή επίσημη, φτάσανε ο όσιος Δαβίδ (ιδρωμένος μάλιστα, γιατί του είχε ζητήσει να ’ρθει πολύ γρήγορα) και ο όσιος Ιωάννης. Στάθηκε στην πόρτα και χαιρετώντας του είπανε με λόγια και κινήσεις:

–Εγώ είμαι ο Γέρων Δαβίδ και από εδώ (χειρονομία) ο όσιος Ιωάννης ο Ομολογητής (τονισμένο). Δε μας ζήτησες; ήρθαμε, μην ανησυχείς, θα γίνεις καλά!

Αμέσως κατάλαβε ότι οι παριστάμενοι κληρικοί δεν χαιρέτισαν καν τους δύο Αγίους και διαμαρτυρήθηκε:

–Πατέρες, Δε σηκώνεστε; Δε χαιρετάτε;

Εκείνοι παραξενεύτηκαν και ο Νικόδημος έγινε πιο σαφής:

–Πάει, τα ’χασε ο Ιάκωβος…

Τον πήρανε στο χειρουργείο, τον νάρκωσαν κι έπειτα του βγάλανε ράσο, Αντερί κι εσώρουχα. Πριν τον πιάσει καλά η νάρκωση είδε ν’ανοίγει η πόρτα και να μπαίνουν οι δυο Άγιοι. Ο χειρούργος Σπ. Καλοχέρης τον άνοιξε κι έμεινε εμβρόντητος. Δεν ήτανε απλή σκωληκοειδίτιδα, μα πολύπλοκη κι επικίνδυνη κατάσταση. Ο ασθενής θα ’πρεπε να είχε πεθάνει. Εκλογή δεν είχε. Αποφάσισε να ξεκινήσει και ό,τι ήθελε προκύψει. Προέκυψε καλό. Πέτυχε η πολλαπλή εγχείρηση, επέστρεψε ο ασκητής στο κελί. Όποιος πήγαινε να τον ιδεί, του έλεγε «πόσο καλός χειρούργος είναι ο κύριος Καλοχέρης», για τον οποίο συγχρόνως προσευχότανε να έχει υγεία. Τότε, έχασε την υπομονή του ο Όσιος Ιωάννης και τη Νύχτα εμφανίστηκε θυμωμένος:

–Ιάκωβε, τι επαινείς συνέχεια το γιατρό; Εγώ σ’ έκανα καλά, εγώ είχα την εντολή να σε χειρουργήσω. Μόνος του ο γιατρός τι μπορούσε να κάνει;

Ο γιατρός Καλοχέρης, αφού περάσανε μερικές ημέρες, πήγε στο Μοναστήρι να ιδεί τον π. Ιάκωβο, στον οποίο και ομολόγησε ότι κατά την πολλαπλή εγχείρηση:

–Ένιωθα ότι το χέρι μου κάποιος το κατευθύνει και τώρα έχω την αίσθηση ότι δεν έκανα εγώ την εγχείρηση…

Η νυχθήμερη εργασία, χειρωνακτική και πνευματική, του δημιούργησε επίσης άσχημη κατάσταση στα πόδια. Έκανε φλεβίτιδα εκτεταμένη. Πονούσε φρικτά και δεν μπορούσε πια να περπατήσει. Το 1974 τον πήγανε στο νοσοκομείο, το ΝΙΜΙΤΣ, για εγχείρηση. Δέχτηκε, γιατί ερμήνευσε τις δοκιμασίες των εγχειρήσεων ως ειδικό μέτρο του Θεού κι έλεγε:

–Επέτρεψε ο Θεός να πάω στα νοσοκομεία τόσες φορές και να κάνω εγχειρήσεις, για να ταπεινωθώ.

Ετούτη τη φορά έμεινε στο χειρουργείο έξι ώρες και πλέον. Ο χειρούργος Γ. Κορδέλλης χρειάστηκε να κάνει πολύ μεγάλες τομές, διότι οι σάπιες φλέβες ήτανε πολλές.

Εκεί, στο θάλαμο του νοσοκομείου, κατά την ανάρρωση, του εμφανίστηκε η Θεοτόκος για να τον ενθαρρύνει, όπως διηγήθηκε στον επισκέπτη του και πνευματικό του τέκνο π. Παύλο Ιωάννου.

–Χθες, παιδί μου, σε κάποια στιγμή μπήκε κάποια κυρία, ντυμένη σα νοσοκόμα. Κρατούσε κι ένα παιδάκι στην αγκαλιά της. «Τι κάνεις, πάτερ μου», με ρώτησε. «Τι να κάνω, κυρία μου, άρρωστος είμαι και στεναχωριέμαι που έχω φύγει από το μοναστήρι μου». Εν τω μεταξύ, παιδί μου, διερωτήθηκα: «εδώ οι νοσοκόμες έχουνε και τα παιδιά τους στο νοσοκομείο»; Τότε εκείνη μου χαμογέλασε και μου είπε: «μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά»: Τη ρώτησα «ποια είσθε σεις, κυρία μου»; Τότε πάλι μου χαμογέλασε χωρίς να μου ειπεί τίποτε άλλο. Εγώ στράφηκα στον διπλανό ασθενή, να τον ρωτήσω, μήπως ήξερε ποια ήτανε αυτή η κυρία. Κι αυτός, γεμάτος απορία: «για ποια κυρία μιλάτε»; Τότε γύρισα και δεν είδα κανέναν. Και κατάλαβα, παιδί μου, ότι ήταν η Παναγία μας.

Επέστρεψε στο Μοναστήρι, αλλά πλέον χειρωνακτικά δεν μπορούσε να εργαστεί πολύ. Πολλές ώρες της ημέρας στεκότανε γονατιστός κι εξομολογούσε. Διότι τις περισσότερες εξομολογήσεις τις δεχότανε, μέχρι το τέλος της ζωής του, γονατιστός.

Σ’ αυτά όλα να προσθέσει κανείς τους φοβερούς ιλίγγους από σύνδρομο αυχενικό. Για να μπορέσει να λειτουργήσει, ν’ αντέξει τους ιλίγγους και τον πόνο των ποδιών, προσευχόταν στην Παναγία πολύ και στον όσιο Δαβίδ. Έκαναν το θαύμα τους κι έτσι τελείωνε τη Λειτουργία. Κατόπιν άρχιζαν πάλι. Τα ίδια με το ουροποιητικό σύστημα και το πεπτικό. Σε κακό χάλι ήταν πάντα.

Στην Ηγουμενία

Από το 1970 ιδιαίτερα η ακτινοβολία του ιερομονάχου Ιακώβου υπήρξε ευθέως ανάλογη προς τα βάσανά του. Χωρίς τέλος τα βάσανα, χωρίς όρια και η ακτινοβολία.
Μιλούσανε γι’αυτόν όχι μόνο στην περιοχή μα και σ’ όλη την Εύβοια. Στην Αττική και την πρωτεύουσα τον γνωρίζανε πολλοί και πηγαίνανε να τον ιδούν, να τον ακούσουν, να εξομολογηθούν. Όταν όμως λίγο αργότερα, το 1972, προέκυψε θέμα νέου ηγουμένου, δεν κρίθηκε κατάλληλος από τον τότε μητροπολίτη Χαλκίδας Νικόλαο.
Περάσανε τρία χρόνια. Υπακοή απόλυτη ο μεγάλος μας ασκητής και στο νέο ηγούμενο, το νεαρό τότε ιερομόναχο Χριστόδουλο, ηγούμενον τώρα της μεγάλης αγιορειτικής μονής του Κουτλουμουσίου. Είχε τόσες αρετές και του έδωσε ο Θεός τόσα έκτατα χαρίσματα, ώστε δε δυσκολεύτηκε να υποταχτεί στο νεαρό ηγούμενο. Αντίθετα, τον αγαπούσε πολύ –άλλωστε τον ήξερε από μικρό παιδάκι και τον εξομολογούσε.
Στα τρία χρόνια δημιουργήθηκε πάλι θέμα ηγουμενίας. Ο νέος μητροπολίτης Χρυσόστομος προσέβλεψε τότε πολύ σωστά στον π. Ιάκωβο, που δίσταζε κι έδειχνε απροθυμία. Υπέκυψε τελικά και από τις 25 Ιουνίου του 1975 τέθηκε «επί την λυχνίαν»,έγινε Ηγούμενος.
Νέες ευθύνες, πολλά τα βάσανα, μεγαλύτερη ακτινοβολία. Η ανακαίνιση της Μονής, που είχε ήδη αρχίσει επί Νικοδήμου με δύναμη κινητήρια τον Ιάκωβο, τώρα προχώρησε αλματικά. Φρόντιζε και τη Μονή και όλη την περιοχή. Γι’αυτό, στα φοβερά χρόνια 1978/9, που καήκανε πάμπολλα δάση στην Ελλάδα, έβγαινε τα μεσάνυχτα έξω από τη Μονή, άλλοτε μόνος και άλλοτε με τους μοναχούς, κι έκανε συνεχώς Παρακλήσεις, να γλιτώσει ο τόπος από την κατάρα των πυρκαγιών. Περισσότερο από τα κτίρια –που τα ήθελε καλά και στέρεα, μα πολύ απλά, καλογερικά– νοιαζότανε για την εσωτερική ζωή του κοινοβίου. Αυτή κυρίως τον πονούσε. Τρεις όλοι κι όλοι οι μοναχοί. Παρά την ακτινοβολία του, παρά τα θαύματα που έκανε, δεν έβλεπε νέους μοναχούς. Πολλοί νέοι υποψήφιοι μοναχοί τον συμβουλεύτηκαν κι εξομολογήθηκαν εδώ, μα πήγαν αλλού και μόνασαν.
Ένας νεαρός Ηγούμενος, που πήγε την εποχή εκείνη να τον γνωρίσει και να τον συμβουλευτεί, τον ρώτησε:
–Πως, γέροντα, και δεν έχεις περισσότερους μοναχούς, αφού τόσοι ενδιαφερόμενοι περνούν από σένα;
Και ο γέροντας χωρίς δυσκολία, είπε:
–Φαίνεται, πάτερ, καλά ξέρω μόνο τα πρώτα γράμματα, τα βαθιά δεν τα ξέρω…
Και πράγματι, περάσανε 12 χρόνια για να δει νέο μοναχό.Περίμενε μέχρι το 1987. Αλλ’ αυτό δεν οφειλόταν στο ότι δεν ήξερε «τα βαθιά γράμματα». Ένας χαρισματούχος, ένας θεόπτης, στον οποίο καταφεύγανε για συμβουλές πάμπολλοι μοναχοί από διάφορα μοναστήρια, τα ξέρει καλά τα «γράμματα» του μοναχισμού, το πώς εισάγει ο γέροντας τον υποψήφιο στο πνεύμα και στο πλαίσιο του μοναχισμού. Αλλού βρισκόταν η αιτία –ή μάλλον οι αιτίες– και είναι δύσκολο να ερευνηθούν η διάκριση του γέροντα Ιακώβου και η κρίση του Θεού επί του προκειμένου. Γι’ αυτό ας αφήσουμε το ζήτημα τούτο.
Λίγοι λοιπόν οι μοναχοί, αλλά οι Ακολουθίες γινόσανε κανονικά, οι αρετές του μοναχισμού φαινόσανε και στα πρόσωπα. Κι ένα μεσημέρι ο Σατανάς το ’δειξε με το δικό του τρόπο στον Ηγούμενο. Με κλειστή πόρτα φάνηκε ξαφνικά στην αυλή μια δύστυχη άσκημη γριά με χαλκά στη μύτη. Ο γέροντας:
–Έλα να προσκυνήσεις, πού θ’ έρχεσαι; Κάτσε να ξεκουραστείς μια μέρα.
Και η γριά:
–Τι λες, εδώ δεν κάθομαι ούτε μισή ώρα, εδώ λειτουργάτε κάθε μέρα, προσευχόσαστε… πάω στο (τάδε μοναστήρι) θ’ανακατώσω καμιά βδομάδα κι έπειτα θα πάω αλλού.
–«"Μήπως είσαι ο Σατανάς; και προτείνει ο Ηγούμενος τον ξύλινο Σταυρό καταπάνω της. Ο Σατανάς με τη μορφή της γριάς εξαφανίστηκε αμέσως, αλλά δεν απογοητεύτηκε. Την άλλη μέρα, μέσα στο κελί του, την ώρα που ετοιμαζότανε ν’ αρχίσει την πολύωρη προσευχή κι έβαζε λιβάνι στο θυμιατό, ένας τρομακτικός σκελετός φάνηκε μπροστά του. Ξεκρέμασε ο γέροντας την εικόνα της Παναγίας, την πρότεινε καταπάνω του κι εξαφανίστηκε. Αυτό έγινε πολλές φορές. Άλλοτε ο Σατανάς πήρε τη μορφή απαίσιου μεγαλόσωμου τράγου και πήγε να χτυπήσει το γέροντα καταπρόσωπο.
Είχε όμως κι άλλο τρόπο να ενεργεί ο Σατανάς, πολύ πιο αποτελεσματικό. Έβαζε ανθρώπους να καταπατούν τα πολύ λίγα χωράφια του μοναστηριού ή να το αδικούν αλλιώς. Έτσι και τη φορά τούτη. Ο γέροντας λιγοψύχησε. Το κατάλαβε ο Σατανάς, εμφανίστηκε και του είπε:
–Εγώ σ’τα κάνω ρε… να σε σκάσω, δε θα σ’αφήσω να ησυχάσεις, αύριο θα πάρεις κι ένα χαρτί. Την άλλη μέρα πράγματι του ήρθε κλήση για δικαστήριο. Έχασε το κουράγιο του ο γέροντας. Τον βρήκε η ανηψιά του Μαρία σε κακό χάλι. Άδικα προσπάθησε να τον παρηγορήσει. Κατεβήκανε από το κελί, να πάνε στην κουζίνα για ένα καφέ. Περνώντας από την κεντρική πόρτα του ναού, ο γέροντας έστριψε δεξά και μπήκε στο ναό. Ακολούθησε απορημένη και η Μαρία, που στάθηκε στο παγκάρι. Εκείνος προχώρησε ίσια στο τέμπλο, στην εικόνα του οσίου Δαβίδ. Εκεί άκουσε η Μαρία τα εξής:
–Τι κάθεσαι, άγιε μου Δαβίδ. Εσύ κάθεσαι στην εικόνα κι αφήνεις τον Ιάκωβο να τα βγάλει πέρα… Ο Ιάκωβος τελείωσε, δεν μπορεί τίποτα, Δε σου κάνει τίποτα άλλο, κατέβα και κανόνισέ τα…
Είπε κι άλλα ο γέροντας με το ίδιο αυστηρό ύφος, αλλά η Μαρία φοβήθηκε, βγήκε, δεν άκουσε τα υπόλοιπα.


"Αυτός είχε μέγα προορατικό… το έκρυβε για να μη δοξάζεται”



Αυτοί μάλιστα που πρωτοεπισκεπτόσανε τη Μονή δοκίμαζαν κάποτε κάποτε κι ένα σοκ. Φτάνοντας άγνωστοι, τους καλούσε με τ’ όνομά τους ή τους έλεγε τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν μέχρι να φτάσουνε στη Μονή. Παραταύτα, με το προορατικό χάρισμα ήτανε πολύ προσεκτικός. Ενώ γνώριζε τα μύχια της καρδιάς του συνομιλητή του, δεν του το έλεγε. Φυλάκιζε το προορατικό του χάρισμα. Και όπως είπε, ημέρες μετά την κοίμηση του π. Ιάκωβου, σπουδαίος και μακαριστός αββάς ο π. Πορφύριος:

–Αυτός (= ο π. Ιάκωβος) είχε μέγα προορατικό χάρισμα, το οποίο έκρυβε επιμελώς για να μη δοξάζεται. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους αγίους του αιώνα μας.

Και σ’αυτήν όμως την περίπτωση δεν του ’λειπε η διάκριση, κάθε άλλο. Το 1979 ήρθαν οι καθηγητές ενός Λυκείου, χωρίς να έχουν ειδοποιήσει σχετικά. Αυτοί μεταξύ τους είχανε πολλά προβλήματα και ένεκα τούτων πήγανε στο γέροντα. Όταν καθήσανε για καφέ, ήρθε και ο γέροντας, που άρχισε να τους λέει διάφορα πράγματα και συγκεκριμένες συμβουλές, που αποτελούσαν λύση στα αντίστοιχα προβλήματα των καθηγητών, οι οποίοι φυσικά μείνανε εμβρόντητοι. Συμπεριφέρθηκε έτσι, γιατί κανείς τους δε μιλούσε μπροστά σε όλους για τα προβλήματα εκείνα.

Το ίδιο έκανε, όταν έκρινε σκόπιμο, σε εξομολογουμένους. Μη προοδευμένοι, διστακτικοί, ντροπαλοί, άμαθοι, μπαίνανε για εξομολόγηση. Εκείνος γονάτιζε και άρχιζε με τρόπο να λέει τους πειρασμούς, τις αμαρτίες, τις πτώσεις, τους λογισμούς του επίσης γονατιστού εξομολογουμένου, στον οποίο με αγάπη και θωπευτική αυστηρότητα συνιστούσε τα πρέποντα πνευματικά φάρμακα. Το λένε πολλοί, ακόμα και μοναχοί:

–Εγώ στην εξομολόγηση δεν του είπα τίποτα. Ο γέροντας τα έλεγε, κι εγώ κούναγα κάθε φορά το κεφάλι.

Κι ενώ δεν είχε πάει ούτε στην πρώτη Γυμνασίου και αγνοούσε ψυχολογία και παιδαγωγική, προσαρμοζόταν εύκολα στο επίπεδο του συζητητή και του εξομολογουμένου.

Ο γεωργός τον ένιωθε δικό του, το ίδιο και ο υπάλληλος. Επίσης ο καθηγητής Πανεπιστημίου και ο αεροπαγίτης όχι μόνο δεν είχε δυσκολία μαζί του, μα του δημιουργούσε το αίσθημα ότι ο γέροντας βρισκότανε με τις κουβέντες που έλεγε στο επίπεδό του. Δεν υπήρξε καθόλου τυχαίο ότι πολλοί καθηγητές Πανεπιστημίων και ανώτατοι δικαστικοί τον συμβουλεύτηκαν κι εξομολογήθηκαν ενώπιόν του. Το ίδιο πάμπολλοι κληρικοί, εξομολόγοι και οι ίδιοι. Επίσκοποι και Πατριάρχης σκύψανε κι εξομολογήθηκαν στον χωρίς πτυχία γέροντα Ιάκωβο. Και όλοι φύγανε αναπαυμένοι, παρηγορημένοι, με νέο κουράγιο για πνευματικό αγώνα.

Άλλωστε, είχε τόση λαχτάρα να βλέπει τους ανθρώπους να προσέρχονται στη θεία Ευχαριστία, που, μόλις διέκρινε ειλικρινή μετάνοια, δεν έβαζε σκληρούς κανόνες. Έδειχνε μεγάλη συγκατάβαση κι επιείκεια στους εξομολογουμένους. Όμως, δεν μπορούσε να παραβλέψει και βασικές αρχές. Έτσι, το 1987, δεν επέτρεψε σε μία κοπέλα να κοινωνήσει. Εκείνη επισκέφτηκε κάποιον επίσκοπο, που της είπε να κοινωνήσει. Δυο φορές όμως που η κοπέλα προσήλθε στη θεία Ευχαριστία, διαπίστωσε κάτι περίεργο: στο στόμα της, με τη λαβίδα, δεν έμπαινε τίποτα. Τρόμαξε, μετανόησε κι έσπευσε να εξομολογηθεί πάλι στον π. Ιάκωβο.

Κάτι ανάλογο, καθώς διηγήθηκε ο ίδιος ο π. Ιάκωβος, συνέβη μ’ένα δημοσιογράφο, που θέλησε να κοινωνήσει χωρίς να πρέπει:

–Την ώρα που πήγα να τον κοινωνήσω δίστασα… άγιέ μου Δαβίδ… και περνά από την αγία λαβίδα μια χρυσή λάμψη πάνω από το κεφάλι μου και πάει στην αγία Τράπεζα…

Η λάμψη αυτή, την οποία «είδε, έλεγε, μοναχός, αρετής άνθρωπος», σήμαινε ότι το άγιο Πνεύμα δεν άφησε το σώμα και το αίμα του Κυρίου να πάει σε ακάθαρτον άνθρωπο. Το πρόσωπο του οποίου μάλιστα έδειχνε με μια μαυρίλα, ότι κάποια σχέση είχε με μάγια, καθώς εξηγούσε ο π. Ιάκωβος.

Η διάκρισή του ήτανε τόσο μεγάλη που και πνευματικοί άνθρωποι δεν καταλάβαιναν τη στάση του. Όταν του είπε το πνευματικό του τέκνο ότι αυτή την άσκηση την έκανε γιατί την διάβασε στο Βίο του τάδε Αγίου, ο γέροντας εξήγησε ότι αυτά δεν εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο απ’ όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις περιστάσεις. Χρειάζεται διάκριση:

–Οι άγιοι έκαναν το καθετί με διάκριση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου