Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

ΒΙΒΛΙΟ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΤΗ ΖΗΣΟΥΜΕ (Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ) ΙΕΡΟ ΚΕΛΛΙ «ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», ΚΕΡΑΣΙΑ 2010 ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ, (ΜΕΡΟΣ Δ΄)

Καρποί τῆς Θείας Λειτουργίας

Μέ τήν Θεία   Λειτουργία:
1) Ἐνσωματώνεται ὁ πιστός στόν Χριστό καί
2) Συγκροτεῖται ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

1) Ἐνσωματώνεται ὁ πιστός στόν Χριστό. Ἁγιάζεται ὅλη ἡ κτίση

Στή Θεία Λειτουργία, μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας γινόμα­στε «σύσσωμοι καί σύναιμοι Χριστοῦ». Ὁ ἄνθρωπος δέχεται μέσα του τόν Χριστό καί ὁ Χριστός τόν ἄνθρωπο.
Ὁ Χριστός εἶναι ταυτόχρονα οἶκος καί ἔνοικος τοῦ ἀνθρώπου.
 Εἶναι ἀνάγκη, λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, νά μάθουμε «τό θαῦμα τῶν μυστηρίων, τί εἶναι καί γιατί δόθηκε καί ποιά ἡ ὠφέλεια τοῦ πράγματος. Ἕνα σῶμα γινόμαστε καί μέλη, λέγει, ἀπό τήν σάρκα Του καί τά ὀστά Του». Καί συνεχίζει: «Γιά νά μή γίνουμε λοιπόν ἕνα σῶμα μέ τό Χριστό, μόνο μέ τήν συναισθηματική ἰδιότητα τῆς ἀγάπης, ἀλλά καί οὐσιαστικά (κατ' αὐτό τό πρᾶγμα), ἄς ἀναμιχθοῦμε μέ τή σάρκα τοῦ Χριστοῦ. Διότι αὐτό ἐπιτυγχάνεται μέ τήν τροφή, πού μᾶς ἐχάρισε, θέλοντας νά μᾶς δείξει τή μεγάλη ἀγάπη πού ἔχει γιά μᾶς». Καί ὁ Ἅγιος καταλήγει: «Γι΄ αὐτό ἀνέμιξε τόν ἑαυτό Του μέ μᾶς, καί ἔγινε ἕνα φύραμα τό σῶμα Του μέ μᾶς, γιά νά ὑπάρχουμε σάν ἕνα, ὅπως ἀκριβῶς τό σῶμα εἶναι ἑνωμένο μέ τήν κεφαλή. Αὐτό εἶναι δεῖγμα ἐκείνων πού ἀγαποῦν σφοδρά»[1].

 «Δέν ἀρκέστηκε μόνο στό νά γίνει ἄνθρωπος, στό νά ραπισθεῖ καί νά σφαγεῖ ἀλλά καί ἀναμιγνύει τόν ἑαυτό Του μαζί μας· καί ὄχι μόνο μέ τήν πίστη ἀλλά καί πραγματικά, μᾶς κάνει σῶμα Του». Καί ἄλλοτε πάλι ἀκούει νά τοῦ μιλάει ὁ Χριστός: «Ὄχι ἁπλῶς ἀναμι­γνύ­ομαι μαζί σου, ἀλλά συμπλέκομαι, τρώγομαι, κόβομαι λεπτά κομματάκια, γιά νά γίνει πλήρης ἡ ἀνάκραση καί ἡ ἀνάμιξη καί ἡ ἕνωση. Διότι τά ἑνούμενα κρατοῦν τά δικά τους σχήματα καί ὅρια. Ἐγώ ὅμως συνυφαίνομαι μαζί σου. Δέν θέλω νά ὑπάρχει κάτι ἀνάμεσά μας· θέλω νά εἶναι τά δύο ἕνα»[2].
Ἀνάμεσα στόν Χριστό καί τόν πιστό δέν θέλει ὁ Κύριος νά παρεμβάλλεται τίποτε. Ὅλα λιώνουν μέσα στή φωτιά τῆς ἀγάπης Του: «ἐμεῖς καί ὁ Χριστός εἴμαστε ἕνα», μᾶς λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος[3].
Μόνο οἱ ἅγιοι τολμοῦν νά μιλήσουν ἔτσι, διότι δέν «ἔμαθαν», ἀλλά «ἔπαθαν τά Θεῖα». Ἄς ἀκούσουμε τόν ἅγιο Συμεών τό Νέο Θεολόγο:
 «Γινόμαστε μέλη τοῦ Χριστοῦ, καί ὁ Χριστός μέλη δικά μας
καί χέρι ὁ Χριστός καί πόδι ὁ Χριστός δικό μου τοῦ παναθλίου,
καί ἐγώ ὁ ἄθλιος γίνομαι χέρι τοῦ Χριστοῦ καί πόδι τοῦ Χριστοῦ·
κινῶ τό χέρι, καί τό χέρι μου εἶναι ὅλος ὁ Χριστός·
διότι πρέπει νά ἐννοεῖς ἀμέριστη τή Θεία   Θεότητα !
Κινῶ τό πόδι καί ἰδού ἀστράφτει ὅπως Ἐκεῖνος·
μήν πεῖς ὅτι βλασφημῶ, ἀλλά δέξαι αὐτά
καί προσκύνησε τόν Χριστό, πού σέ κάνει τέτοιο!»[4].
Οἱ ἅγιοι γίνονται φωτόμορφοι καί φωτολαμπεῖς καί χριστοφόροι καί ζωηφόροι διότι ἔχουν κοινωνήσει τήν πλημμύρα τῆς Ζωῆς καί τοῦ Φωτός. Ἁγιάζουν καί ὅλη τήν κτίση μέ τήν ζωή καί τή Θεία Χάρη, πού ἀναδίδουν τά μέλη τους.

Μέ τή Θεία   Εὐχαριστία ἐπιτυγχάνεται ὀντολογική ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου.Συντελοῦνται κάθαρση, φωτισμός καί θέωση μας.
Ὅταν ὁ Χριστός ἔλθει μέσα μας ὅλα ἀλλάζουν. πιστός μεταμορφώνεται, ὑφίσταται ὀντολογική ἀλλαγή· δέν ἀλλάζει μόνο κάποιες ἐξωτερικές συμπεριφορές.
 «Γνωρίζει» τόν Θεό ὀντολογικά,  δηλαδή μέ ὅλη του τήν ὕπαρξη, μέ ὅλο τό εἶναι του -δέν ἀποκτᾶ ἁπλῶς κάποιες ἐγκεφαλικές γνώσεις περί Θεοῦ. Καί αὐτό διότι ἡ λειτουργική συνάντηση μέ τόν Θεό καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο «λειτουργικόν ὄν, ἄνθρωπο δοξολογικό, σαρκωμένη προσευχή»[5].
 Ὁ ἄνθρωπος πιά, δέν «κάνει προσευχή» ἀλλά «γίνεται ὁ ἴδιος προσευχή». Ὁμοιάζει μέ τόν Θεό, γίνεται κατά Χάριν Θεός· ὄχι ἁπλά «καλλίτερος» ἄνθρωπος. Στήν Ὀρθοδοξία ἀλλάζει ὁ ὅλος ἄνθρωπος καί ὅλη ἡ ζωή μας.
 Μέ ἀφετηρία τήν Θεία  Λειτουργία εἶναι δυνατόν ὅλη μας ἡ ζωή νά γίνει μία προσευχή. Ὅλα αὐτά πού κάνουμε στήν διάρκεια μιᾶς ἡμέρας, μποροῦμε νά τά κάνουμε, καί συγχρόνως νά ἔχουμε τήν αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Ταυτόχρονα μέ τίς καθημερινές ἐνασχολήσεις μας εἶναι δυνατόν, ἀλλά καί πρέπον νά ὑπάρχει ἡ συνεχής προσπάθεια νά μιλᾶμε στόν Κύριο Ἰησοῦ καρδιακά, μυστικά, μέ τόν ἔσω ἄνθρωπο ἐκπληρώνοντας τήν ἐντολή: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε».

Ἡ Θεία   Λειτουργία ἀποτελεῖ ἀληθινή παιδαγωγία τοῦ ἀνθρώ­πινου προσώπου. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο· ὁλοκληρώνεται σάν πρόσωπο, ὅταν ἔχοντας ἀπέναντί του (πρός + ὄψη) κάποιο ἄλλο πρόσωπο κοινωνεῖ ἀληθινά (δηλ. μέ ἀνιδιοτελή ἀγάπη χωρίς ὅρια καί διακρίσεις) μαζί του. Ὁλοκληρώνεται κοινωνώντας, ἐπικοινωνώντας ἀληθινά μέ τόν Θεό καί μέ τόν συνάνθρωπο.
Ἡ πραγμάτωση μιᾶς τέτοιου εἴδους ἀληθινῆς κοινωνίας καί ὀντολογικῆς ἀλλαγῆς γίνεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀληθινή κοινωνία, πού ταυτίζεται μέ τήν τέλεια ἀγάπη βιώνεται στή Λατρεία, στή Λατρευτική Σύναξη τῶν πιστῶν καί μάλιστα στό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. «Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι συνάθροιση ἀτομικοτήτων ἀλλά κοινωνία προσώπων»[6] , τά ὁποῖα συνδέονται μέσῳ τοῦ Χριστοῦ.
 Ἡ συνάντηση τοῦ προσωπικοῦ ἀνθρώπου μέ τόν προσωπικό Θεό δέν εἶναι ἁπλή διανοητική θέα, ἤ στοχασμός γιά τό τί εἶναι ὁ Θεός. «Εἶναι ὀντολογική κοινωνία στή Θεία ἐνέργεια, πραγματική μετοχή στή ζωή τῆς σάρκας τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ, πού θεώθηκε καί μᾶς θεοποιεῖ»[7].
 Ἡ Θεία   Λειτουργία εἶναι τό προσωπικό μας Θαβώρ, ὅπου ὁ φιλανθρωπότατος Θεός ἀπεργάζεται τήν προσωπική μας μεταμόρ­φωση[8].
«Ὁ Πανάγαθος Θεός», γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, «μᾶς μεταδίδει Θεία   ζωή κάνοντας τόν ἑαυτό Του ἐδώδιμο, ὅπως Αὐτός γνωρίζει... θεώνοντας αὐτούς, πού Τόν τρώγουν, σύμφωνα βέβαια μέ αὐτό πού εἶναι καί λέγεται, ἄρτος ζωῆς καί δυνάμεως»[9].
Σέ κάθε Θεία   Λειτουργία μέ τήν Θεία   Κοινωνία ὁ πιστός: 1) λαμ­βάνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, 2) ἁγιάζεται ψυχικά καί σωμα­τικά, 3) θεώνεται, 4) ἑνώνεται μέ ὅλους τούς ἄλλους χριστιανούς, πού κοινωνοῦν, σέ ἕνα σῶμα[10].
Ὅλα αὐτά βεβαίως προσφέρονται, σέ κάθε Θεία Λειτουργία, ὡς δυνατότητες γιά τόν πιστό. Τό ἄν ὅλα αὐτά θά γίνουν πραγματικότητα ἐξαρτᾶται ἀπό τό πόσο δεκτικός εἶναι ὁ κοινωνών στή Θεία Χάρη δηλαδή πόσο ταπεινός, πόσο μετανοημένος, πόσο κεκαθαρμένος εἶναι.
Ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγίστη. Ἀνάλογη θά πρέπει νά εἶναι καί ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια γιά νά τήν λάβει ὁ ἄνθρωπος ὅσο γίνεται λιγότερα ἀνάξια.
Γράφει ὁ π. Γεράσιμος Μενάγιας: «Τίποτε εἰς τόν κόσμον αὐτόν δέν εἶναι τόσον ὠφέλιμον, ὅσον ἡ Θεία  Μετάληψις. Ὁ αἰώνιος Πατήρ κατέστησε κάτοχον τοῦ θέματος αὐτοῦ τόν Χριστόν καί εἰς τήν διάθεσιν αὐτοῦ ὅλους τούς θείους θησαυρούς. Ἑπομένως ὅτε ὁ Χριστός ἔρχεται εἰς τήν ψυχήν διά τῆς Θείας Κοινωνίας, φέρει μαζί του ἀπείρους θησαυρούς τῆς Χάριτος καί μετά τήν Θείαν Μετάληψιν πᾶς τίς δύναται νά εἴπη ὅτι, ὅλα τά καλά ἦλθον εἰς ἐμέ μαζί μέ τό μυστήριον αὐτό. Ὁ ἅγιος Διονύσιος διδάσκει ὅτι τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, εἶναι τό πλέον δραστήριον μέσον τοῦ ἁγιασμοῦ τῶν ψυχῶν. Διά τῆς Θείας Κοινωνίας ἐλευθερούμεθα ἐκ τῶν συγγνωστῶν ἁμαρτιῶν μας καί προφυλασσόμεθα ἀπό τῶν θανατηφόρων τοιούτων. Τό μυστήριον αὐτό ἀνάπτει εἰς τάς ψυχάς μας τήν Θείαν ἀγάπην. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Εἶναι φωτιά, ἡ ὁποία ἐξαφανίζει ἐκ τῶν καρδιῶν μας πᾶσαν γηίνην κλίσιν καί ἡ φωτιά αὐτή τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, πού ἔφερεν ὁ Χριστός μας ἐπί τῆς γῆς, δέν ἐπιδιώκει τίποτε ἄλλο παρά μόνον νά ἴδη φλογιζομένας τάς καρδίας ἡμῶν ἐκ τῆς Θείας ἀγάπης. Ἡ Θεία Κοινωνία μᾶς σύρει τόσον εἰς τήν ἀγάπην, ὥστε μετά τήν ἀποχώρησιν ἡμῶν ἐξ αὐτῆς, νά γινώμεθα τρομεροί εἰς τούς δαίμονας... Εἷς ἅγιος ὠνόμασε τό μυστήριον τοῦτο "ἀγάπην πρό πάσης ἄλλης ἀγάπης", διότι ἡ δωρεά αὐτή ἔχει ἐντός της ὅλας τάς ἄλλας δωρεάς τοῦ Κυρίου. Δηλαδή τῆς δημιουργίας, τῆς ἀπολυτρώσεως καί τῆς αἰωνίου δόξης. Διότι ἡ Θεία Κοινωνία δέν εἶναι μόνον μία ἀπόδειξις τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀκόμη καί μία ἐγγύησις τῆς ἀπολαύσεως τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, τήν ὁποίαν, ὡς τονίζει ἡ Ἐκκλησία μας, θέλει νά μᾶς χαρίση. "Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα, ἔχει ζωήν αιώνιον". Τέλος μεταχειρίζεται ἀκόμη καί ἀπειλήν κολάσεως εἰς ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος δέν θέλει νά μετάσχη εἰς τό μυστήριον αὐτό. Ὅλαι αὐταί αἱ προκλήσεις, αἱ υποσχέσεις, αἱ ἀπειλαί προέρχονται μόνον ἀπό τήν θερμήν ἐπιθυμίαν, τήν ὁποίαν ἔχει διά νά μᾶς δίδη τόν ἑαυτόν Του κατά τήν Θείαν Κοινωνίαν. Ἀλλά διατί ὁ Χριστός ἐπιθυμεῖ τόσον πολύ νά Τόν λαμβάνωμεν μέ τήν Θείαν Κοινωνίαν; Τοῦτο γίνεται διότι ἡ ἀγάπη ἐπιθυμεῖ καί σκοπόν ἔχει τήν ἕνωσίν μας μετά τῆς Θεότητός Του. Μέ τήν Θείαν Κοινωνίαν ὁ Χριστός ἑνοῦται μετά τῆς ψυχῆς καί ἡ ψυχή καί αὐτή ἑνοῦται μέ τόν Χριστόν. Ἡ δέ ἕνωσις αὐτή εἶναι ἐντελῶς πραγματική.
Ὁ Χριστός δέν παρέχεται πουθενά τόσον φιλοστόργως καί τόσον ἀγαπητῶς ὅσον εἰς τό μυστήριον τοῦτο καί δίδεται ὡς τροφή διά νά ἑνωθῇ μετά τῶν καρδιῶν τῶν πιστῶν. Ὁ Χριστός μέ τήν θερμήν ἀγάπην αὐτήν, ἠθέλησε νά ἑνωθῇ τόσον μέ ἡμᾶς, ὥστε ν’ ἀποτελέσωμεν μίαν μόνον ὕπαρξιν μετ’ Αὐτοῦ».





Μέ τή Θεία   Λειτουργία ἁγιάζεται ὄχι μόνο ὁ ἄνθρωπος ἀλλά καί ὅλη ἡ κτίση.

Ἡ Θεία   Λειτουργία εἶναι ἡ ἴδια ἡ θυσία τοῦ Χριστοῦ ἐπί τοῦ Γολγοθᾶ.
 Διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, γράφει ὁ ἱερός Δαμασκη­νός, «ὁ θάνατος καταργήθηκε... δωρήθηκε ἡ ἀνάσταση... ἀνοίχθηκαν οἱ πύλες τοῦ παραδείσου... γίναμε παιδιά τοῦ Θεοῦ καί κληρονόμοι»[11].
Ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώθηκε ἀπό τή σκλαβιά τοῦ διαβόλου, ἀποκαταστάθηκε ἡ πρωτόκτιστη ὡραιότητά του. Αὐτά ζοῦμε, αὐτά οἰκειωνόμαστε καί μεῖς σέ κάθε Θεία   Λειτουργία.
 Ὁ ἄνθρωπος καί ὁ κόσμος ὅλος ἁγιάστηκε γιά πάντα: «Λίγες σταγόνες αἵματος», λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «ἀναδημιουργοῦν τόν κόσμο ὁλόκληρο, γίνονται σάν χυμός γάλακτος γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μᾶς συνδέουν καί μᾶς συγκεντρώνουν σέ μιά ἑνότητα»[12].
«Ὁ Χριστός», λέει καί ὁ γέρων Πορφύριος, «ἕνωσε τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν οὐρανό καί τήν γῆ. Μέ τούς ἀγγέλους, τούς ἀνθρώπους καί ὅλα τά δημιουργήματα, μέ ὅλη τήν κτίση τοῦ Θεοῦ. Μέ τά ζῶα καί τά πουλιά. Μέ κάθε μικρό ἀγριολούλουδο, μέ κάθε μικρό ἔντομο»[13].
Προσφέροντας στό Θεό ψωμί καί κρασί, προσφέρουμε τόν κόσμο. Κι ὁ κόσμος γίνεται Εὐχαριστία. «Εἴμαστε δικά του μέλη», λέγει ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, «καί τρεφόμεθα ἀπό τήν κτίση, τήν δέ κτίση αὐτός μᾶς τήν παρέχει, ἀνατέλλοντας τόν ἥλιό Του καί βρέχοντας καθώς θέλει. Τό ποτήριον, πού προέρχεται ἀπό τήν κτίση διαβεβαίωσε ὅτι εἶναι τό δικό Του αἷμα, ἀπό τό ὁποῖο θά αὐξηθεῖ τό δικό μας αἷμα· καί γιά τόν ἄρτο πού προέρχεται ἀπό τήν κτίση διαβεβαίωσε ὅτι εἶναι τό δικό Του σῶμα, ἀπό τό Ὁποῖο θά αὐξηθοῦν τά δικά μας σώματα. Ὅταν λοιπόν τό ποτήριον μέ τό κρασί καί ὁ ἄρτος ἐπιδέχεται τόν λόγο τοῦ Θεοῦ... γίνεται εὐχαριστία, αἷμα καί σῶμα Χριστοῦ»[14] . Γινόμενος ὁ κόσμος Εὐχαριστία, ἀντίπροσφέρεται στόν Κτίστη. Ὁ Κτίστης καί Δημιουργός τῶν πάντων δέχεται τήν προσφορά καί ἀντικαταπέμπει τό Πανάγιόν Του Πνεῦμα μέ τό ὁποῖο ἁγιάζει τά σύμπαντα.


Ὅλη ἡ κτίση λατρεύει τόν Θεό.

Ὅλη ἡ Δημιουργία καί ὁ ἄνθρωπος, ἡ κορωνίδα τῆς Δημιουργίας, γι' αὐτόν τόν σκοπό δημιουργήθηκαν· γιά νά λατρεύουν τόν Θεό. «Ὅλα τά ὄντα» μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «πρέπει νά εὐχαριστοῦν τόν Θεό καί νά προσφέρουν ἀένναη προσκύνηση, διότι ἀπό Αὐτόν ὅλα ἔχουν τήν ὕπαρξη καί μέσα σ' Αὐτόν ὑπάρχουν. Σέ ὅλα μεταδίδει ἄφθονα τίς δωρεές Του χωρίς νά τό ζητήσουν, καί θέλει ὅλοι νά σωθοῦν καί νά μετέχουν τῆς ἀγαθότητός Του. Μακροθυμεῖ σ' ἐμᾶς ἐνῶ ἁμαρτάνουμε. Ἀνατέλλει τόν ἥλιο σέ δικαίους καί ἀδίκους καί βρέχει σέ πονηρούς καί ἀγαθούς· (πρέπει νά εὐχαριστοῦμε) διότι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γιά χάρη μας ἔγινε ὅπως ἐμεῖς, καί μᾶς ἔκανε κοινωνούς τῆς θείας φύσεως[15], διότι <ὅμοιοι μ' Αὐτόν θά γίνουμε>, ὅπως λέγει ὁ Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στήν Καθολική ἐπιστολή»[16].
Ὅλα τά κτίσματα, φανερώνοντας[17] τή δόξα Του, τήν πανσοφία Του, τήν παντοδυναμία Του καί τήν ἀγαθότητά Του, προσφέρουν μιά παγκόσμια, μιά «Κοσμική Λατρεία», μιά παγκόσμια «Κοσμική Λειτουργία», στόν Δημιουργό καί Κύριο τῶν πάντων. Αὐτή εἶναι καί ἡ σωτηρία τους· ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τοῦ κόσμου ὅλου.
Μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐφ' ἡμᾶς καί ἐπί τά προκείμενα δῶρα» ἁγιάζεται καί χριστοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἁγιάζεται καί ἀνακαινίζεται ἡ κτίση. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατά χάριν Χριστός καί ὁ κόσμος «οἶκος Θεοῦ». Προγεύονται τή μελλοντική τελεία ἀνακαίνιση. Καί τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας γίνεται ὁ δρόμος, ὁ τρόπος καί ἡ πύλη διά μέσου τῆς ὁποίας περνάει, βαδίζει ὁ Χριστός καί εἰσέρχεται στόν κόσμο καί στόν ἄνθρωπο.
Ἡ Θεία   Εὐχαριστία εἶναι ἕνα ἀναστάσιμο πανηγύρι ὅπου ὅλοι καί ὅλα ξεκαινουργώνονται: Ὁ κόσμος πού «συστενάζει καί συνωδίνει», δέχεται ξανά τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καί ὁ ἄνθρωπος ἀποκαθίσταται στό «ἀρχαῖον κάλλος»· καί ἀκόμη περισσότερο γίνεται Θεός κατά χάριν. Ζεῖ ἔτσι τήν ἀρχή τοῦ καινοῦ αἰῶνος. Τήν ἀρχή ἐκείνης τῆς ἀνέσπερης μέρας, κατά τήν ὁποίαν ὁ Δεσπότης θά ἐπα­νέλθει .
 Τότε «θά στηθεῖ ὁ χορός τῶν ἀγαθῶν δούλων γύρω Του , καί κα­θώς Ἐκεῖνος θά λάμπει καί αὐτοί (κατά ὅμοιο τρόπο) θά λάμψουν». Θά εἶναι τότε ὁ Θεάν­θρωπος «Θεός ἐν μέσῳ θεῶν. Ὡραῖος ὡραίου κορυφαῖος χοροῦ»[18].


2)Συγκροτεῖται ἡ Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.[19]

Ὁ Κύριος στήν Ἀρχιερατική Του Προσευχή ζητάει γιά ὅλους, ὅσους πιστεύουν σ' Αὐτόν νά εἶναι ἕνα. Νά ζοῦν τή χαρά τῆς ἑνότητας, τῆς ἀγάπης. Ἡ τέλεια αὐτή ἑνότητα ἐπιτυγχάνεται μόνο  ὅταν ζοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία. «Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο βάθος, ἡ μεγαλύτερη ἔννοια πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία. Ἐκεῖ βρίσκεται τό μυστήριο. Νά ἑνωθοῦν ὅλοι σάν ἕνας ἄνθρωπος ἐν Θεῷ» λέει ὁ γέροντας Πορφύριος[20].
«Ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται στόν κόσμο μέ τή Θεία   Εὐχαριστία. Κάθε πιστός πού μετέχει στή Θεία   Εὐχαριστία ἑνώνεται μέ τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στό Ὁποῖο ἀνήκουν καί οἱ ἄλλοι πιστοί· ὄχι μόνο ὅσοι ζοῦν, ἀλλά καί ὅσοι ἔζησαν στό παρελθόν ἤ θά ζήσουν στό μέλλον»[21].
Πλαστήκαμε γιά νά δοξάζουμε, νά λατρεύουμε, νά εὐχαριστοῦμε καί νά εὐγνωμονοῦμε τό Θεό κάθε στιγμή, σέ κάθε τόπο· κυρίως ὅμως νά λειτουργοῦμε καί ταυτόχρονα νά λειτουργούμαστε «ἐν ἐκκλη­σίαις».
Κάποιοι ἀντιδροῦν: Γιατί στήν ἐκκλησία; «Νά προσευ­χηθῶ μπορῶ καί στό σπίτι μου...
- Ἀπατᾶς τόν ἑαυτό σου ἄνθρωπε», λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. «Νά προσευχηθεῖς στό σπίτι σου εἶναι δυνατό. Ὅμως, νά προσευχηθεῖς, ὅπως προσεύχεσαι στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατο. Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει τό πλῆθος τῶν πατέρων κι ἀναπέμπεται στό Θεό ὁμόφωνη κραυγή ἱκεσίας. Δέν θά γίνεις εἰσακουστός ἀπ' τό Δεσπότη τόσο πολύ, ὅταν Τόν παρακαλεῖς μοναχός σου, ὅσο ὅταν Τόν παρακαλεῖς ἑνωμένος μέ τούς ἀδελφούς σου. Ἐδῶ ὑπάρχει κάτι περισσότερο, ὅπως ἡ ὁμόνοια κι ἡ συμφωνία κι ὁ σύνδεσμος τῆς ἀγάπης κι οἱ εὐχές τῶν ἱερέων. Γι' αὐτό τό λόγο στέκονται μπροστά οἱ ἱερεῖς, ὥστε οἱ προσευχές τοῦ πλήθους καθώς εἶναι πιό ἀδύνατες, νά ἑνωθοῦν μέ τίς προσευχές τῶν πιό δυνατῶν καί ν' ἀνεβοῦν μαζί στόν οὐρανό»[22].


Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ πιό δυνατή προσευχή.

Ἡ ἀγάπη πρός τόν Κύριο ὅλων τῶν πιστῶν, πού συν-οδεύουν γιά νά λειτουργηθοῦν καί νά συλλειτουργήσουν μετά τοῦ λειτουργοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτή, πού τρέφει καί ζωογονεῖ τίς κοινές λειτουργικές προσευχές. Αὐτή ἡ ἀγάπη κάνει τίς κοινές προσευχές παντοδύναμες, καρδιακές καί ὁμόφωνες.
Κάνει νά σαλεύεται ὁ τόπος, ὅπου γίνεται ἡ λατρευτική σύν-οδος. Διαβάζουμε στίς Πράξεις: «Καί δεηθέντων αὐτῶν (τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν πιστῶν) ἐσαλεύθη ὁ τόπος ἐν ᾧ ἦσαν συνηγμένοι».
 «Τόση εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἱκεσίας τοῦ πλήθους. Γι’ αὐτό καί ἐμεῖς μαζευόμαστε ὅλοι ἐδῶ στό ναό, γιά νά τραβήξουμε περισσότερο τό Θεό νά μᾶς λυπηθεῖ... Μέσα ἀπό τό σύνδεσμο τῆς ἀγάπης ἱκετεύουμε τό Θεό νά μᾶς δώσει ὅ,τι τοῦ ζητᾶμε... Γιατί μεγάλη εἶναι ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς πού γίνεται στήν ἐκκλησία καί ἀναπέμπεται ὁμόφωνα ἀπό ὅλο τό λαό».

Μέ τήν κοινή Λατρεία, τή λατρευτική σύναξη στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας φανερώνεται τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ παρουσία τοῦ ἱερέα ὡς λειτουργοῦ τοῦ Ὑψίστου, μεταβάλλει τήν ἁπλή σύναξη σέ λατρευτική σύναξη. Χωρίς τόν ἱερέα ἡ συγκέντρωση τῶν πιστῶν, εἷναι μιά ἁπλή θρησκευτική συγκέ­ντρω­ση. Μέ τόν ἱερέα ἡ σύναξη γίνεται ἕνα κομμάτι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ ἱερέας εἶναι «εἰς τύπον Χριστοῦ».
Μέ τήν Θεία Λειτουργία πού τελεῖ, φέρνει τόν Κύριο ἀνάμεσα στούς πιστούς σωματικά. Αὐτή ἡ Θεία παρουσία ἀλλοιώνει, μεταμορφώνει καί ἀνυψώνει τήν σύναξη τῶν πιστῶν σέ Ἐκκλησία, σέ Σῶμα Χριστοῦ.
 Οἱ πιστοί δέν εἶναι πιά ἕνα ἄθροισμα φυσικῶν ἀτόμων, ἀλλά «κάτι ἄλλο», μιά νέα κοινότης, ἕνα Σῶμα, μέ ἀπροσμέτρητες δυνατότητες, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
 Ὁ Κύριος μᾶς ὑποσχέθηκε ὅτι: «Ἐάν δύο ἀπό σᾶς συμφωνήσουν στή γῆ γιά κάθε πρᾶγμα, πού θά ζητήσουν ἀπό κοινοῦ στήν προσευχή τους, θά γίνει αὐτό σ' αὐτούς ἀπό τόν Πατέρα μου, πού εἶναι στούς οὐρανούς»[23].
Ὑπακούοντας σ' αὐτήν τήν προτροπή τοῦ Κυρίου οἱ πιστοί συναθροί­ζονται καί ἀπαρτίζουν τήν Ἐκκλησία, ἕνα Σῶμα, μέ ἀπροσμέτρητες δυνατότητες. Ἡ ἔνταξή τους σ' αὐτό τό Ἐκκλησιαστικό Σῶμα εἶναι καί ἡ σωτηρία τους.


Ἡ συμφι­λίω­ση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἡ ἕνωσή του μέ τόν Κύριο δέν εἶναι ὑπόθεση ἀτομική

Ἡ σωτηρία μας δέν εἶναι κάτι πού γίνεται «κατ' ἰδίαν» καί «κατά τό δοκοῦν». Εἶναι καρπός τῆς ἐντάξεως καί τῆς συμμε­τοχῆς τοῦ πιστοῦ στή ζωή τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος. Ἡ ἔνταξη αὐτή εἶναι ἕνα ὑπαρξιακό βίωμα καί ὄχι μία ἐγκεφαλική θεωρητική γνώση καί διαδικασία. Στήν ὀρθοδοξία δέν «μαθαίνουμε» θεωρητικά γιά τήν θέωση-σωτηρία μόνο, ἀλλά καί «παθαίνουμε»-πάσχουμε τήν θέωση, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τή σωτηρία.
Πάσχουμε τήν θέωση μετέχοντας στή θεοποιό ἐνέργεια, πού παρέχει ἡ Θεία Λειτουργία. Θεωνόμαστε ὅταν «λειτουργοῦμε» ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Εἶναι μιά μεταμόρφωση, μιά ὀντολογική ἀλλαγή, μιά δεύτερη γέννηση, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή· καί αὐτή συντελεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ τόν Ἐκκλησιασμό τοῦ πιστοῦ, δηλαδή μέ τή συμμετοχή του στή Λατρευτική σύναξη τῆς Θείας Λειουτουργίας. Χωρίς Λατρεία, χωρίς Λατρευτική σύναξη, χωρίς Θεία Λειτουργία,  δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει καί σωτηρία. Σωζόμαστε ὅλοι μαζί, ὡς Λατρευτική Κοινότητα, ὡς Σῶμα Χριστοῦ· ποτέ μόνοι μας. Διότι ἡ σωτηρία μας εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος εἶναι παρών ἐκεῖ ὅπου «εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ὄνομά Του»[24].


Ἡ λατρεία τῶν πρώτων Χριστιανῶν

Οἱ πρῶτοι χριστιανοί μέ μύριες προφυλάξεις, ἀλλά καί μέ ἀδούλωτο φρόνημα τελοῦσαν τήν Θεία Λειτουργία στίς κατακόμβες, ἤ, ὅταν δέν ἦταν καιρός διωγμοῦ, στίς ἐκκλησίες. «Θεωροῦσαν θεμελιακό, πρώτιστο καθῆκον τους, νά βρεθοῦν μέ τούς ἄλλους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς  τους στόν ἴδιο τόπο, νά συγκροτήσουν τό ἱερό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας καί νά δοξολογήσουν ὅλοι μαζί τό Θεό καί Πατέρα.
«Κατά τή μέρα, πού τή λέμε μέρα τοῦ ἥλιου (δηλ. τήν Κυριακή)», γράφει ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ φιλόσοφος καί μάρτυς, «γίνεται συνάθροιση στό ἴδιο μέρος ὅλων, πού κατοικοῦν στίς πόλεις ἤ στά χωριά. Καί διαβάζονται τά ἀπομνημονεύματα τῶν Ἀποστόλων ἤ τά συγγράμματα τῶν Προφητῶν μέχρι, πού μᾶς ἐπιτρέπει ὁ χρόνος. Ὕστερα σηκωνόμαστε ὅλοι κι ἀναπέμπουμε προσευχές. Κι ὅπως εἴπαμε πρίν, ὅταν σταματήσουμε τίς προσευχές, προσφέρεται «ἄρτος» καί «οἶνος» καί νερό. Καί ὁ προϊστάμενος πάλι «ἀναπέμπει» εὐχές κι εὐχαριστίες μ' ὅλη τή δύναμή του. Κι ὁ λαός συμφωνεῖ ψάλλοντας τό «Ἀμήν». Καί γίνεται ἡ διάδοση στόν καθένα κι ἡ μετάληψη ἀπ' τά δῶρα τῆς Εὐχαριστίας. Καί σ' αὐτούς, πού ἀπουσιάζουν, στέλλεται μέ τούς διακόνους»[25].
Ὅταν οἱ πιστοί συγκεντρώνονται σ' ἕναν ὁρισμένο τόπο καί μιά ὁρισμένη στιγμή γιά νά τελέσουν τή Θεία   Εὐχαριστία, ἡ Σύναξή τους αὐτή φανερώνει τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Εὐχαριστία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός[26]. Στό Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, στή Θεία Λειτουργία δεσπόζει ἡ σταυρική θυσία Του. Καί ἀκρι­βῶς ἡ σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, δηλαδή ἡ Θεία Ἀγάπη, πού φθάνει «εἰς τέλος», εἶναι τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπί τό αὐτό σύναξη τῶν πιστῶν καί ἡ ἀγαπητική ἕνωσή τους μέ τόν Κύριο καί μεταξύ των (δηλ. ἡ συγκρό­τηση τῆς Ἐκκλησίας) εἶναι καρποί τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου.
«Βγῆκε ἀπό τήν πλευρά αἷμα καί ὕδωρ. Μή παρατρέξεις ἀφελῶς τό μυστήριο» λέγει ὁ Χρυσορ­ρήμων. «Διότι ἔχω καί ἄλλο λόγο νά πῶ μυστικό· εἶπα ὅτι σύμβολο τοῦ βαπτίσματος καί τῶν μυστη­ρίων (δηλ. τῆς Εὐχαριστίας) εἶναι τό αἷμα ἐκεῖνο καί τό ὕδωρ (πού βγῆκε ἀπό τήν πλευρά τοῦ Κυ­ρίου ὅταν ὁ στρατιώτης τόν κέντησε μέ τήν λόγχη).
Ἀπό αὐτά τά δύο γεννήθηκε ἡ Ἐκκλησία... Ἐξῆλθεν αἷμα καί ὕδωρ... Ἀπό αὐτά τά δύο συστάθηκε ἡ Ἐκκλησία... Ἀπό ἐδῶ λαμβάνουν ἀρχή τά μυστήρια».[27]  Τά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τῆς Εὐχαριστίας ἀρχίζουν ἀπό τό Σταυρό. Καί τά ἴδια αὐτά μυστήρια συνιστοῦν, συγκροτοῦν τήν Ἐκκλησία.
Μετέχοντας στή Θεία Λειτουργία, διατηροῦμε ζωντανή τήν ἐνσωμά­τω­σή μας στό θεανθρώπινο σῶμα[28]. Ξαναβρίσκουμε τήν χαμένη μας οἰκειό­τητα μέ τόν Θεό. Γινόμαστε ἕνα μεταξύ μας. Ἐκπληρώνουμε ἔτσι τό αἴτημα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου γιά ὅσους θά πιστέψουν σ΄ Αὐτόν: «ἵνα ὦσιν ἕν». Γι΄ αὐτό τονίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὅτι σκοπός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νά μᾶς ἑνώσει ὅλους. Ὁ σκοπός αὐτός φανερώνεται μέ τήν λειτουργική «σύν-οδο», δηλαδή μέ τήν εὐχαριστιακή σύναξη τῶν πιστῶν στή Θεία Λειτουργία[29].
 Οἱ θεόπνευστοι Ἀπόστολοι κι οἱ ἁγιασμενοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσαν στήν Εὐχαρι­στιακή συνάθροιση τά ἑξῆς ὀνόματα: Σύν-αξη, συν-έλευση, συν-αγωγή, σύν-οδος. «Ὅλοι οἱ ὅροι ἐκφράζουν αὐτο­προαίρετη πορεία πρός τήν ἑνότητα καί τή συγκρότηση τοῦ σώματος καί συμπορεία μαζί μέ τό Θεό καί κάτω ἀπό τό βλέμμα καί τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ»[30].
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στούς Κορινθίους: «ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν»[31]. Οἱ πολλοί διά τοῦ ἑνός Ἄρτου, τοῦ Χριστοῦ, πού κοινωνοῡμε ἀποτελοῦμε ἕνα Σῶμα. Ἡ Θεία   αὐτή τροφή οἰκοδομεῖ τήν Ἐκκλησία. Κάνει τήν Ἐκκλησία νά εἶναι Σῶμα Χριστοῦ:
«-Διότι τί εἶναι ὁ ἄρτος;
-Σῶμα Χριστοῦ.
- Τί γίνονται αὐτοί πού μεταλαμβάνουν;
-Σῶμα Χρι­στοῦ»[32]. Ἑνωνόμαστε καί γινόμαστε ἀδελφοί. Τό ἴδιο τεθεωμένο Αἷμα ρέει στίς φλέβες μας καί ἡ ἴδια τεθεωμένη Σάρκα μᾶς ζωοποιεῖ. Ἑνωνόμαστε μ' ἕνα δεσμό ἀσυγκρί­τως ἰσχυρότερο ἀπό ἐκεῖνον πού ἑνώνει τά σαρκικά ἀδέλφια.
Ταυτιζόμαστε· χωρίς ὅμως καί νά χάνουμε τήν ὑπόσταση, τό πρόσωπο μας. Ἀλληλοπερι­χωρούμεθα, ἀλ­λά και διατηροῦμε τήν ἰδιοπροσωπία μας. Ζοῦμε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο, ὁ ἕνας μέσα στήν καρδιά τοῦ ἄλλου, ὅλοι μέσα στό Θεό, γιά τόν Θεό καί ὁ Θεός μέσα σ' ὅλους μας. Ὁ Χριστός τρέφει τόν κάθε πιστό μέ τήν ὑπερφυᾶ τροφή. «Ἀναμιγνύει τόν ἑαυτό Του μέ καθέναν ἀπό τούς πιστούς καί τρέφει μέ τόν ἑαυτό Του αὐτούς πού ἀνεγέννησε (διά τοῦ Βαπτίσματος) καί δέν τούς παραδίδει σέ ἄλλον... Μέ Αὐτόν τρεφόμεθα, μέ Αὐτόν γινόμεθα ἕνα φύραμα καί ἔχουμε γίνει ἕνα σῶμα Χριστοῦ καί σάρκα μία» λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. [33]
Ἑνωνόμαστε καί νικᾶμε καί μεῖς δι' Αὐτοῦ τή φθορά καί τό θάνατο, τή διαίρεση καί τόν ἀλληλοσπαραγμό, πού βασιλεύουν στόν κόσμο.[34] Σωζόμεθα ὄχι σά μονάδες, σάν ἀτομικότητες,  ἀλλά σά σύνολο, σάν εὐχαριστιακή κοινότητα, σάν πρόσωπα-μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Σωζόμαστε πάντα σάν Ἐκκλησία καί ἐντός τῆς Ἐκκλησίας· ποτέ μόνοι μας.
 «Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία» διακηρύττουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Καί ἐπειδή ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται καί φανερώνεται μέ τή Θεία Λειτουρ­γία μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι «ἐκτός τῆς Θείας Λειτουργίας δέν ὑπάρχει σωτηρία».
 Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ πορεία, ἀλλά καί ἡ ὁλοκλήρωση τῆς λύτρωσής μας ἀπό:
α) τόν πνευματικό θάνατο,
β) τό σκοτισμό τοῦ νοῦ,
γ) τή διαφθορά καί ἐξαχρείωση τῆς καρδιᾶς.
Ὁ πιστός ἐντάσσεται στἠν Ἐκκλησία ἀπό τή στιγμή πού βαπτίζεται· μέ τήν Θεία   Λειτουργία ὅμως ἐπιτυγχάνει τή διατήρηση αὐτῆς τῆς ἐνσωματώ­σεώς του στήν κοινότητα, στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Γίνεται ἕνα μέ ὅλους. Ἔτσι κάθε εὐχαριστιακή σύναξη εἶναι ἡ Σύναξη ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ φανέρωση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένο μέ τήν Κεφαλή, τόν Ἴδιο, τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Μέ τή σάρκωσή Του ὁ Χριστός «Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε», λέγει ὁ Χρυσορρήμων, καί «ἦρθε στό δικό της σπίτι· τήν βρῆκε λερωμένη, λιγδω­μένη, γυμνή, βουτηγμένη μέσα στά αἵματα, καί τήν ἔλουσε, τήν ἄλειψε μέ λάδια καί ἀρώματα, τήν ἔθρεψε, τήν ἔντυσε ἱμάτιο πού ὅμοιό του δέν γίνεται νά βρεῖς: αὐτός ὁ ἴδιος ἔγινε στολή της καί τήν πῆρε ἀπό τό χέρι καί τήν ὁδηγεῖ στά ὕψη»[35]. Ἐκεῖ ὅπου ἱερουργεῖται ἡ οὐράνια Θεία   Λει­τουρ­γία.


[1] ΕΠΕ 13, 578.
[2] Μ 62, 586.
[3] Μ 63, 58.
[4] Ἅγ. Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: SC 156, 288.
[5] Π. Εὐδοκίμωφ, Ἡ Προσευχή, σελ. 19 στό Ἀθανάσιος Γλάρος, Θεία Παιδαγωγία, σελ. 186.
[6] Πρωτ. Θ. Ζήση, Ἡ Ἐκκλησία, σελ.43, στό: Ἀθανάσιος Γλάρος, Θεία Παιδαγωγία, σελ. 180.
[7] O. Clement, Βασικό διάγραμμα, σελ.107 ,στό: Ἀθανάσιος Γλάρος, Θεία Παιδαγωγία, σελ. 195-6.
[8] ...Ἐκεῖ δέν γινόμαστε ἁπλῶς καλλίτεροι ἄνθρωποι ἀλλά ἀλλάζουμε ὑπαρξια­κά, μεταποιούμαστε(=ἐμπλουτιζόμαστε μέ τήν Θεία Χάρη), μεταμορφωνόμαστε. Δέ λέμε ἁπλῶς κάποια λόγια λατρείας ἀλλά «μπαίνουμε» σέ μιά κατάσταση σ' ἕναν τρόπο ζωῆς.
Δέν κάνουμε, ἀλλά γινόμαστε προσευχή·  δέ λέμε κάποια λόγια, ἀλλά ὅλη ἡ ὕπαρξη καί ἡ ζωή μας γίνεται μιά ἀδιάλειπτη λατρεία.
59 Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Εἰς τήν προσευχήν τοῦ Πάτερ Ἡμῶν, πρός ἕνα φιλόχριστον - Ἑρμηνεία σύντομος PG 90. (877) «Ζωῆς δε θείας μεταποιεῖται μετάδοσιν, ἐδώδιμον ἑαυτόν ἐργαζόμενος, ὡς οἶδεν αὐτός, καί οἱ παρ᾿ αὐτοῦ τοιαύτην αἴσθησιν ταύτης τῆς βρώσεως, εἰδέναι, κατ᾿ ἐπίγνωσιν ἀληθῶς, ὅτι χρηστός ὁ Κύριος, ποιότητι θείᾳ πρός θέωσιν μετακιρνῶν τούς ἐσθίοντας· οἷα δή σαφῶς ζωῆς καί δυνάμεως ἄρτος καί ὤν καί καλούμενος».


[11] Μ 94, 1128.
[12] ΕΠΕ 5, 214.
[13] Γ. Πορφύριος: Βίος καί Λόγοι, σελ.189-190.
[14]  Ἅγ. Εἰρηναῖος, SC 153, 33-5.
[15] Ἔχει τήν ἔννοια: κοινωνούς τοῦ Θεοῦ,   ὄχι βέβαια τῆς Θείας οὐσίας ἀλλά τῶν Θείων ἐνεργειῶν.
[16] Ἅγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Orationes de imaginibus tres 3,30.1.
[17] Τά ἀόρατα μεγαλεῖα καί οἱ τελειότητες τοῦ Θεοῦ, πάντοτε ἴδια  ἄπειρη δύναμη καί θειότητα Του,  φανερώνονται μέσῳ τῶν δημιουργημάτων, ἀπό τότε πού κτίσθηκε κόσμος: «Τὰ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασιν νοούμενα καθορᾶται͵ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης» (Ρωμ. 1,20).
[18] Ἱερός Καβάσιλας, Μ 150, 648 Β καί 624 Β.
[19] Ἱερομονάχου Γρηγορίου, Ἡ Θ. Λειτουργία, σελ. 27-40.
[20] Γ. Πορφύριος: Βίος καί Λόγοι, σελ.191.
[21] Γ. Μαντζαρίδη: Ἡ ἐμπειρική θεολογία στήν οἰκολογία καί τήν πολιτική, σελ. 53.
[22]γ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Περί ἀκαταλήπτου Λόγος Γ, SC 28, σελ. 218: «Εὔξασθαι͵ φησί͵ καὶ ἐπὶ τῆς οἰκίας δύναμαι͵ ὁμιλίας δὲ ἀκοῦσαι καὶ διδα­σκαλίας ἐπὶ τῆς οἰκίας οὐ δυνατόν. Ἀπατᾷς σαυτόν͵ ἄνθρωπε· εὔξασθαι μὲν γὰρ καὶ ἐπὶ τῆς οἰκίας δυνατόν͵ οὕτω δὲ εὔξασθαι ὡς ἐπὶ τῆς ἐκκλησίας ἀδύνατον͵ ὅπου πατέρων πλῆθος τοσοῦτον͵ ὅπου βοὴ πρὸς τὸν Θεὸν ὁμοθυμαδὸν ἀναπέ­μπεται. Οὐχ οὕτως εἰσακούῃ κατὰ σαυτὸν τὸν Δεσπότην παρακαλῶν ὡς μετὰ τῶν ἀδελφῶν τῶν σῶν. Ἐνταῦθα γάρ ἐστί τι πλέον͵ οἷον ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ συμφωνία καὶ τῆς ἀγάπης ὁ σύνδεσμος καὶ αἱ τῶν ἱερέων εὐχαί. Διὰ γὰρ τοῦτο οἱ ἱερεῖς προεστήκασιν͵ ἵνα αἱ τοῦ πλήθους εὐχαὶ ἀσθενέστεραι οὖσαι͵ τῶν δυ­νατωτέρων τούτων ἐπιλαβόμεναι͵ ὁμοῦ συνανέλθωσιν αὐταῖς εἰς τὸν οὐρανόν».
[23] Ματθ. 18, 19.
[24] Ματθ. 18, 20.

[25] Ἁγίου Ἰουστίνου φιλοσόφου καί Μάρτυρος: Α' Ἀπολογία 67, 2,3,4. Β.Ε.Π., τ.3, σ. 198: «τῇ τοῦ ἡλίου λεγομένῃ ἡμέρᾳ πάντων κατὰ πόλεις ἤ ἀγροὺς μενόντων ἐπὶ τὸ αὐτὸ συνέλευσις γίνεται͵ καὶ τὰ ἀπομνημονεύματα τῶν ἀποστόλων ἤ τὰ συγγράμματα τῶν προφητῶν ἀναγινώσκεται͵ μέχρις ἐγχωρεῖ. 67.4 εἶτα παυσαμένου τοῦ ἀναγινώσκοντος ὁ προεστὼς διὰ λόγου τὴν νουθεσίαν καὶ πρόκλησιν τῆς τῶν καλῶν τούτων μιμήσεως ποιεῖται. 67.5 ἔπειτα ἀνιστάμεθα κοινῇ πάντες καὶ εὐχὰς πέμπομεν· καί͵ ὡς προέφημεν͵ παυσαμένων ἡμῶν τῆς εὐχῆς ἄρτος προσφέρεται καὶ οἶνος καὶ ὕδωρ͵ καὶ ὁ προεστὼς εὐχὰς ὁμοίως καὶ εὐχαριστίας͵ ὅση δύναμις αὐτῷ͵ ἀναπέμπει͵ καὶ ὁ λαὸς ἐπευφημεῖ λέγων τὸ Ἀμήν͵ καὶ ἡ διάδοσις καὶ ἡ μετάληψις ἀπὸ τῶν εὐχαριστηθέντων ἑκάστῳ γίνεται͵ καὶ τοῖς οὐ παροῦσι διὰ τῶν διακόνων πέμπεται». Στό Μητρ. Νικοδήμου: Συναγμένοι στήν Εὐχαριστία, σελ. 27.
[26] «Μέ τό ὄνομα τῆς σαρκός καί τά μυστήρια (δηλ. τήν Εὐχαριστία) συνηθίζει νά ὀνομάζει ἡ Γραφή καί ὅλη τήν Ἐκκλησία... λέγουσα ὅτι εἶναι σῶμα τοῦ Χριστοῦ». Ἱερός Χρυσόστομος, ΕΠΕ 20, 374.
[27] SC 50, 161 καί Μ 59, 463.
[28] Ἡ ἐκκλησία εἶναι τό «Σῶμα τοῦ Χριστοῦ». Ὅποιος ἐντάσσεται, ἐνσωματώνεται στήν ἐκκλησία καί εἶναι ζωντανό μέλος της, ἀποτελεῖ κύτταρο τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Χριστό, ἀλλά καί μέ ὅλους τούς ἀδελφούς του, τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
[29] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστό­μου: Εἰς τήν Α' πρός Κορινθίους ὁμιλ. 28, 9.
[30] Μητρ. Νικοδήμου: Συναγμένοι στήν Εὐχαριστία, σελ. 36.
[31] Α' Κορινθίους 10, 17.
[32] Μ 61, 200 (ἱερός Χρυσόστομος).
[33] Μ 58,744.
[34] «Εὐλογώντας (δοξάζοντας καί εὐχαριστώντας) τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος γιά ὅλα, ὑλικά καί πνευματικά, μετέχει στή διαδικασία τῆς εὐχαριστίας. Ὁ κορυφαῖος καί ὁ τελειότερος τρόπος λατρείας εἶναι τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Λαμβάνουμε τά δῶρα τῆς κτίσης ἀπό τόν Θεό καί Τοῦ τά ἐπιστρέφουμε εὐχαριστώντας «κατά πάντα καί διά πάντα». Μεταμορφωμένα, ἐξαγιασμένα μέσα στή θυσία, στήν ἱερότητα, στή λατρεία. Ζοῦμε τό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, πού ὁλοκληρώνεται στήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στό ἀρχαῖο κάλλος τῆς οὐσίας του, πού ἀμαυρώθηκε ἀπό τήν πτώση». (Ἀλ. Σμέμαν, ἔνθ. ἀνωτ., σελ. 25).
[35] Ἱερός Χρυσόστομος Μ 52, 429-55,63.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου