Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

ΒΙΒΛΙΟ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΤΗ ΖΗΣΟΥΜΕ (Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΕΝΗ) ΙΕΡΟ ΚΕΛΛΙ «ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ», ΚΕΡΑΣΙΑ 2010 ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ, (ΜΕΡΟΣ Ε΄)

 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ:

 ΠΩΣ ΘΑ ΒΙΩΣΟΥΜΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Ἡ Θεία  Λειτουργία εἶναι ὁ Χριστός ἀνάμεσά μας καί μέσα μας. Κανείς δέ μπορεῖ νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ παρά μόνο ἀκτίστως, δηλαδή ἐν «Πνεύματι Ἁγίῳ»: «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» μᾶς διδάσκει ἡ Ἁγία Μας Ἐκκλησία.
Ἐπίσης κανείς δέν μπορεῖ νά ὁμολογήσει καί νά λατρεύσει ἀληθινά τόν Κύριο παρά μόνο μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν, Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. 12, 3). Ἑπομένως γιά νά ἔχουμε ἐμπειρία τῆς Θ. Λειτουργίας, ἐμπειρία τοῦ Χριστοῦ Μας, θά πρέπει νά ἔχουμε ἐνεργό μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦ­μα, πού λάβαμε κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα. Γιά νά συμβαί­νει αὐτό ἀπαιτεῖται ἡ κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη, πού προϋποθέτει βέβαια τή ζωντανή πίστη. Ὁ ἀγώνας γιά τήν κάθαρση εἶναι δύσκολος, μακρύς καί ἔχει τούς κανόνες του. Ὅσο καθα­ρίζεται κανείς τόσο καί ἔχει γεύση τῆς Θείας Χάρης, πού ἐκχέεται κατά τήν Θ. Λειτουργία, ἀλλά καί κατά τήν τέλεση τῶν ἄλλων μυστηρίων τῆς Ἐκκλη­σίας μας.
Ἡ ἐν Χριστῷ ἐμπειρία, πού μποροῦμε νά ἔχουμε στή Θ. Λειτουργία, ἤ καί ἐκτός αὐτῆς μᾶς στηρίζει στόν ἀγώνα μας πού στοχεύει στό νά εὐαρεστήσουμε «τῷ Θεῷ».


Προύποθέσεις γνήσιας ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά νά ἔχουμε αὐτήν τήν ἐμπειρία εἶναι:
 α)ἡ ἔνταξη καί
β)ἡ διατήρησή μας στόν τρόπο ζωῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, πού εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Αὐτή διασώζει τήν ἀληθινή πίστη στόν Θεάνθρωπο Κύριο Ἰησοῦ Χριστό καί μᾶς προσκαλεῖ ψάλλοντας: «Γεύσασθε καί ἴδετε ὅτι χρηστός ὁ Κύριος». Ἡ φωνή τοῦ ἀποστόλου Φιλίππου ἀντηχεῖ καί σήμερα: «Ἔρχου και ἴδε».
Ἔλα, γίνε μέλος ζωντανό τῆς Ἐκκλησίας γινόμενος ὑπήκοος καί μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ταπείνωσε τό πνεῦμα τῆς φιλαυτίας, ἀγωνί­σου κατά τῶν πνευμάτων τῆς πονηρίας, μετανόησε, προσευχήσου ἀδιάλειπτα, κάνε ὅλη τή ζωή σου μιά διαρκή Θεία  Λειτουργία... Καί τότε θά ζήσεις, θά δεῖς, θά γευτεῖς, θά χαρεῖς -μέ μιά ἀνεκλάλητη χαρά- καί θά «μάθεις»... Θά «μάθεις» ὄχι ἐγκεφαλικά, ἀλλά ὑπαρξιακά... θά πάθεις τά «θεῖα». Θά ζήσεις τή γνήσια, προσωπική ἀλλοίωση καί ἐμπειρία πού ὁ Θεός, ἀπό τήν ἄπειρη ἀγάπη Του, δίδει σέ ὅλους, ὅσους εἰλικρινά καί ἐμπόνως Τόν ἀναζητοῦν.
Ποιά ὅμως εἶναι αὐτή ἡ ἐμπειρία πού χαρίζει ὁ Θεός καί τήν ὁποία πρέπει καί μεῖς νά ζήσουμε ὡς «ἀρραβῶνα», ἐν ὄψει τῶν πνευματικῶν μας «γάμων» μέ τόν Νυμφίο Χριστό στήν Βασιλεία Του; Μέ ἄλλα λόγια τί καλούμαστε καί τί περιμένουμε νά ζήσουμε στή Θ. Λειτουργία; Ποιές εἶναι οἱ γνήσιες ἐμπειρίες τῆς Θείας Χάρης, πού ζεῖ ὁ χριστιανός μέσα, ἀλλά καί ἔξω ἀπό τήν Θεία  Λειτουργία;


ΓΝΗΣΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγωνίζεται πνευματικά σταδιακά καθαρίζεται φωτίζεται καί θεώνεται. Ἀποκτά αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται τήν Θεία Χάρη, αἰσθάνεται τόν Θεό[1].
Στόν Παράδεισο πρίν τήν προπατορική ἁμαρτία οἱ πρωτόπλα­στοι συνομιλοῦσαν μέ τόν Θεό, αἰσθάνονταν τήν Θεία  Χάρη. Ἀπό τήν στιγμή, πού ἔπεσαν στήν παρακοή ἔχασαν τήν Θεία  Χάρη καί αἰσθάνθηκαν τή γυμνότητά τους.
Ὁ Θεός ἔπλα­σε τόν ἄνθρωπο γιά νά εἶναι ἱερεύς, προφήτης καί βασιλεύς. Τοῦ ἔδωσε τήν Θεία Χάρη ὥστε νά μετέχει στά τρία ἀντίστοιχα ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ[2]. Μετά τήν διάπραξη τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τά τρία αὐτά ἀξιώματα.
Ὅμως ὁ ἅγιος Θεός, ἀπό ἄπειρη ἀγάπη θέλησε νά ξαναφέρει τόν ἄνθρωπο στήν κατάσταση νά μπορεῖ πάλι νά γίνει, ἄν θέλει, ἀληθινός ἱερεύς, προφήτης καί βασιλεύς. Νά μπορεῖ πάλι νά ἔχει ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ· νά κοινωνήσει καί νά ἑνωθεῖ μαζί Του[3].
Αὐτή τήν ἐπανένωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό τήν ἔκανε ὁ Σωτήρας μας Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του[4].
Ὁ δρόμος πλέον εἶναι ἀνοιχτός γιά κάθε ἄνθρωπο πού θέλει νά φτάσει στόν Θεό νά ἑνωθεῖ μαζί Του, νά ἔχει γνήσια ἐμπειρία-αἴσθηση Θεοῦ[5].

Μορφές ἐμπειρίας της Χάριτος τοῦ Θεοῦ

Ποιές εἶναι οἱ ἐμπειρίες τῆς Χάριτος, πού μπορεῖ νά λάβει ὁ χριστιανός, ὥστε ἡ πίστη καί ἡ χριστιανική ζωή (καί κατ’ ἐπέκταση ἡ συμμετοχή του στή Θεία  Λειτουργία) νά μήν εἶναι γι’ αὐτόν κάτι διανοητικό καί ἐξωτερικό, ἀλλά ἀληθινή, πνευματική αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, κοινωνία μέ τόν Θεό, οἰκείωση τοῦ Θεοῦ, μετοχή «ἐν πάσει αἰσθήσει» στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ;

Εἶναι πρῶτα-πρῶτα μία ἐσωτερική πληροφορία ὅτι διά τῆς πίστεως στόν Θεό - πού τήν ὁμολογεῖ καί τή βιώνει στή Θεία  Λειτουργία - βρίσκει ἡ ζωή του τό ἀληθινό της νόημα.

Αἰσθάνεται ὅτι ἡ πίστη του πρός τόν Χριστό εἶναι αὐτό, πού τόν ἀναπαύει ἐσωτερικά, πού δίνει νόημα στήν ζωή του καί τόν καθοδηγεῖ. Ἡ πίστη του αἰσθάνεται ὅτι εἶναι ἕνα δυνατό φῶς, πού τόν φωτίζει. Ὅταν αἰσθανθεῖ ἔτσι τήν χριστιανική πίστη μέσα του, ἔχει ἀρχίσει νά ζεῖ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός τότε δέν εἶναι κάτι ἐξωτερικό γι’ αὐτόν.

Ἄλλη ἐμπειρία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ λαμβάνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀκούει στήν καρδιά του τήν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ νά μετανοήσει γιά τά σκοτεινά καί ἁμαρτωλά του ἔργα, νά ἐπιστρέψει στή χριστιανική ζωή, νά ἐξομολογηθεῖ, νά μπεῖ στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Αὐτή ἡ φωνή, πού ἀκούει μέσα του, εἶναι μία πρώτη ἐμπειρία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τόσα χρόνια, πού ζοῦσε μακριά ἀπό τόν Θεό, τίποτε δέν καταλάβαινε. 
Ἀρχίζει νά μετανοεῖ. Ἐξομολογεῖται γιά πρώτη φορά στή ζωή του στόν Πνευματικό. Μετά τήν ἐξομολόγηση αἰσθάνεται βαθειά εἰρήνη καί χαρά, κάτι πού ποτέ πρίν στήν ζωή του δέν εἶχε αἰσθανθεῖ. Καί τότε λέει: «Ἀνακουφίστηκα». Αὐτή ἡ ἀνακούφιση εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τῆς Θείας Χάριτος σέ μία ψυχή πού μετανόησε, καί ὁ Θεός θέλει νά τήν παρηγορήσει.



Τά δάκρυα τῆς Μετανοίας.

Τά δάκρυα τοῦ χριστιανοῦ πού μετανοεῖ, ὅταν προσεύχεται καί ζητᾶ συγχώρηση ἀπό τόν Θεό ἤ ὅταν ἐξομολογεῖται, εἶναι δάκρυα μετανοίας. Αὐτά τά δάκρυα εἶναι πολύ ἀνακουφιστικά. Φέρνουν πολλή εἰρήνη στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται ὅτι αὐτά εἶναι δῶρο καί ἐμπειρία τῆς Θείας Χάριτος.

Τά δάκρυα τοῦ Θείου Ἔρωτα.

Ὅσο βαθύτερα μετανοεῖ καί ἔρχεται σέ περισσότερη ἀγάπη πρός τόν Θεό καί προσεύχεται μέ ἕνα Θεϊκό Ἔρωτα, τόσο ἐκεῖνα τά δάκρυα τῆς μετανοίας γίνονται δάκρυα χαρᾶς, δάκρυα ἀγάπης καί Θείου Ἔρωτος. Αὐτά τά δάκρυα, πού εἶναι ἀνώτερα ἀπό τά δάκρυα τῆς μετάνοιας, εἶναι μία ἀνώτερη ἐπίσκεψη καί ἐμπειρία τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.


Εἰρήνη καί χαρά μετά τήν Θεία Κοινωνία.

Ἄλλοτε πάλι, σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ πνευματικοῦ μας, προσερχόμαστε νά κοινωνήσουμε τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μετανοημένοι, ἐξομολογημένοι, μέ νηστεία καί πνευματική προετοιμασία. Τότε μετά τή Θεία  Κοινωνία αἰσθανόμαστε βαθειά εἰρήνη στήν ψυχή μας, πνευματική χαρά. Εἶναι καί αὐτή μία ἐμπειρία καί ἐπίσκεψη τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ.

Χαρά στήν διάρκεια τῆς προσευχῆς.

Ἄλλες φορές πάλι, κατά τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς, τῆς Θείας Λατρείας ἤ τῆς Θείας Λειτουργίας, αἰσθανόμαστε ἀνεκλάλητη χαρά. Καί αὐτό εἶναι ἐπίσκεψη τῆς Χάρης καί ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.

 Τό ἄκτιστο φῶς
Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλες ἀνώτερες ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνώτερη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Αὐτό τό Φῶς εἶδαν οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου στό Ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως. Εἶδαν τόν Χριστό νά λάμπει Ὅλος σάν τόν ἥλιο μέ ἕνα οὐράνιο καί θεῖο φῶς, τό ὁποῖο δέν ἦταν ὑλικό, κτιστό φῶς, ὅπως εἶναι τό φῶς τοῦ ἡλίου ἤ τά ἄλλα κτιστά φῶτα. Ἦταν ἄκτιστο Φῶς, δηλαδή τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, τό Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδας.
 Αὐτοί πού καθαρίζονται τελείως ἀπό τά πάθη τους κι ἀπό τήν ἁμαρτία και προσεύχονται μέ ἀληθινή καί καθαρά προσευχή, ἀξιώνονται αὐτῆς τῆς μεγάλης ἐμπειρίας, νά ἰδοῦν τό Φῶς τοῦ Θεοῦ ἀπ’ αὐτήν τή ζωή. Κι ὄχι μόνο τό βλέπουν ἀπό τώρα, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι τούς βλέπουν ἀπό τώρα μέσα σ’ αὐτό τό Φῶς. Διότι αὐτό τό Φῶς περιβάλλει τούς Ἁγίους. Ἐμεῖς δέν τό βλέπουμε, ἀλλά οἱ καθαροί στήν καρδιά καί ἅγιοι τό βλέπουν. Τό φωτοστέφανο πού εἰκονίζεται γύρω ἀπό τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων εἶναι τό Φῶς τῆς Ἁγίας Τριάδας, πού τούς ἔχει φωτίσει καί ἁγιάσει. Στό βίο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου διαβάζουμε ὅτι, ὅταν ὁ Ἅγιος προσευχόταν στό κελί του, τόν ἔβλεπαν νά λάμπει ὅλος ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς, τό ὁποῖο τόν περιαύγαζε. Καί σέ πολλούς βίους τῶν Ἁγίων βλέπουμε τό ἴδιο[6].
 «Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἔζησαν ἀπό τήν ζωή αὐτήν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ, καί συμμετεῖχαν στόν θρίαμβό Του ἐπάνω στό θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τό διάβολο. Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα παραθέτουμε στή συνέχεια: «Ὁ π. Δαμασκηνός Κατρακούλης (1921-2001, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Μακρι­νοῦ) καθημερινό ἄρτον εἶχε τήν μετάνοιαν. Περιέγραφε δέ τήν πορεία του ὡς ἑξῆς: «Ὅταν πρωτομετανοήσαμε βυθιστήκαμε κάτω στόν ἑαυτό μας καί εἴδαμε τό κατα­γώγιό μας, πού ἦταν σκοτεινό· ἀρχίσαμε τήν μετάνοια καί τήν προσευχή, μέχρι πού αἰσθανθήκαμε ὅτι καθάρισε ὁ ἑαυτός μας. Ὕστερα ἄρχισε νά μεταβάλλεται τό καταγώγιο μας εἰς φωτεινό καταγώγιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τῆς ἀθανάτου σοφίας. καί ξεκινήσαμε πλέον. Ἡ πίστη μᾶς ἐπέταξε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ». Ἡ ἀκράδαντος καί ἄνευ ὅρων πίστη ἦταν ἡ «πυρσοκρότηση γιά τίς ἀναβάσεις του». Ἡ Πίστη τοῦ Γέροντα Δαμασκηνοῦ ἦταν «Πίστη ὄχι μόνον εἰς τόν προσωπικό Θεόν, ἀλλά καί εἰς κάθε λόγον τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἁγίων Πατέρων. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ φράση του: «Ἄν θέλετε πνευματικές ἀναβάσεις, ν' ἀνεβεῖτε εἰς τό βάθρο τῆς πίστεως καί τῆς ταπεινώσεως».
Κατά τήν Θείαν Λειτουργία αἱ νοηταί ἀναβάσεις του ἐκορυφώνοντο. Ἔλεγε τά ἑξῆς: «Ἰδιαιτέρως μέσα στή Θεία Λειτουργία νά παίρνομε τήν νοητή πορεία καί νά μένουμε μεταξύ τῆς θριαμβευούσης καί τῆς στρατευόμενης Ἐκκλησίας. Νά μένουμε μαζί μέ τούς ἁγίους καί νά λειτουργοῦμε μαζί μέ τόν οὐράνιο κόσμο, γιά νά μπορεῖ ἡ ψυχή μας νά γεμίσει μέ τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνίου μακαριότητας. Στή Θεία Λειτουργία ἀρχίζομε πλέον νά ἀλλάζομε τόν χῶρο καί ἑνώνουμε τόν οὐράνιο κόσμο μέ τόν ἐπίγειο. Ἔχομε καί τούς δύο κόσμους στίς νοήσεις μας. Στή Λειτουργία συσπειρώνουμε μαζί μας ὅλη τήν δημιουργία καί δοξολογοῦμε τόν Θεόν μαζί μέ τίς πέτρες, τήν θάλασσα καί τόν φυτικό κόσμο, πού ἄφωνα καί συνεχῶς λειτουργοῦν ὅλα μαζί. Ὅταν λέω τίς εὐχές, αἰσθάνομαι ὅτι ἡ κάθε μία ἔχει μέσα της τήν παντοδυναμία, τήν πανσοφία.
Μπαίνουμε στή βασιλική λειτουργία. Στήν ὡραία λειτουργία τοῦ σύμπαντος συνάπτεις την δική σου λειτουργία. Φέρομε τόν οὐρανό νοητῶς κάτω καί ἀνεβάζουμε τόν ἑαυτό μας ἐπάνω. Νά μποῦμε στή μυστική καί οἰκουμενική τοῦ σύμπαντος λατρεία».
Ἐνῶ ὁ ἴδιος μετ' ὀδυνηρᾶς πάλης κατά τῶν ἐχθρῶν κατόρθωσε νά καταλάβει τήν κορυφή τῆς θεωρίας, ἐν τούτοις συνεβούλευε τά ἑξῆς: «Νά πιάσομε τήν κορυφή τῆς θεωρίας, διά νά ἔχομε τήν ὑπεροχή ἐπί τῶν παθῶν. Τότε τά πάθη ἐξουδετερώνονται χωρίς πολλούς ἱδρῶτας. Μέ τήν ἀποφατική θεώρηση τοῦ οὐρανίου κόσμου καί τή θεολόγηση τῆς σωτηρίας πέφτομε σέ ἄλλη σφαῖρα, τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ. Πορευόμεθα ἐπί τῶν κορυφῶν, ἀτενίζοντες τό πρόσωπον τοῦ Κυρίου, θέτομε τόν ἑαυτόν μας κάτω ἀπό τήν ἐπισκόπησιν τοῦ Θεοῦ καί ρίχνομε εἰς τήν λήθην τόν παρόντα κόσμον. Ἐλεύθερος τότε ὁ νοῦς μας θά ἀναφέρεται πρός τά ἄνω πάντοτε καί ἡ διάνοια μας θά εἶναι πάντοτε τεταμένη πρός τόν Θεόν». Προσπαθοῦσε νά μιμηθῆ τόν Ἐνώχ, διά τό πρόσωπον τοῦ ὁποίου ἔνοιωθε μεγάλο θαυμασμό καί ἀνέφερε συνεχῶς ὅτι οὖτος εἶχε τήν διάνοιάν του τεταμένην εἰς τόν Θεόν ἐπί ἑκατόν ἔτη. Ἡ σκέψις τοῦ Θεοῦ ἦτο ἡ ἀπόλαυσίς του καί ἔλεγε μετά τοῦ ψαλμωδοῦ: «Ἐμνήσθην τοῦ Θεοῦ καί εὐφράνθην». Καί ἄλλοτε: «Ἀτενίζω τόν Θεόν ἀνά πᾶσαν στιγμήν καί χαίρεται ἡ ψυχή μου. Τόν βλέπω ἀσχημάτιστος, Τόν ἀγαπῶ καί Τόν βλέπω. Εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου. Ὅμως, παρ’ ὅλο πού Τόν βλέπω, πάντοτε Τόν ζητῶ».
Τό πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ ἦτο ἡ τροφή καί ἡ τρυφή τῆς ψυχῆς του. Οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου: «Ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός» εἶχαν χαραχθεῖ βαθέως εἰς τόν νοῦν του καί διά τοῦτο ἐπίστευεν ὅτι διά τῆς Χριστογνωσίας ὁ ἄνθρωπος φθάνει τήν αὐτογνωσία καί δι' αὐτῆς τήν Θεογνωσία.
Ὁ π. Δαμασκηνός, ὅταν ἔλεγε Θεογνωσία, ἐννοοῦσε τήν Θεοκοινωνίαν. Ἐπειδή δε ὁ ἴδιος εἶχε κατορθώσει διά τῆς βαθιᾶς μετανοίας τήν κάθαρσιν τῆς καρδίας καί τοῦ νοός, ἐνέτεινε ὅλην τήν νοητική του δύναμιν εἰς τήν ἀδιάλειπτο μνήμην τοῦ Θεοῦ καί ἔλεγε: «Ὅταν ἡ διάνοια εἶναι τεταμένη πρός τόν Θεόν, μέσα μας γεννᾶται ἡ ὁρμή πρός Θεοκοινωνία». Καί ἐρώτα: «Πῶς θά προσευχώμεθα καί θά μᾶς ἀκούει ό Θεός, ἄν ἡ νόηση μας δέν μεταβληθεῖ εἰς ὅρασιν Θεοῦ;» Ὁ ἴδιος διαρκῶς ἀτένιζε τόν Κύριον καί διαβεβαίωνε ὅτι ὁ Θεός ὁρᾶται καί ἀναπαύει. καί ὅτι οἱ ὀφθαλμοί τῆς ψυχῆς μας εἶναι συνηθισμένοι νά βλέπουν τόν Θεόν. «Ἡ διάνοια μας εἶναι ἡ διόπτρα, πού ἀτενίζει τά οὐράνια. αὐτός ὁ ἀνιχνευτής (ἡ διάνοια) ἐρευνᾶ μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα τόν οὐράνιον κόσμον καί τά βάθη τοῦ Θεοῦ. Ἄν ὁ νοῦς δέν δουλέψη, δέν μπορεῖ νά εὐφράνει τήν καρδίαν καί νά τήν ἀνεβάσει στά οὐράνια διά τῆς Θείας Ἀγάπης».
  Θεῖος Ἔρως ἦτο ἡ κινητήριος δύναμις, τήν ὁποίαν ὁ π. Δαμασκηνός ἔθετε εἰς τό διαστημόπλοιο τῆς προσευχῆς, διά νά κάνη τήν «νοητήν πορείαν πρός Θεο­πτίαν». Καί ὁμολογοῦσε: «Ὅταν ἀρχίζομε αὐτές τίς νοητές πορεῖες, γινόμεθα ἔκπεινοι καί ἔκδιψοι τῆς Θείας Ἀγάπης καί ὁρμᾶμε εἰς ἀναβάσεις τολμηρές. Τολμηρό ἀνέβασμα εἶναι ἡ νοητή θεωρία εἰς τούς μυστικούς χώρους τῶν ἀγγέ­λων καί ἐν συνεχείᾳ εἰς τούς ὑπερβατικούς χώρους τῆς ἡσυχίας καί τῆς σιωπῆς, ἐκεῖ ὅπου κατοικεῖ ὁ Θεός. Ἐκεῖ ἐπιθυμοῦμε νά φθάσομε καί νά ὁμιλήσομε μέ τόν λατρευτό μας Θεόν. Αὐτός εἶναι ὁ Ἔρως, πού μᾶς ἀνυψώνει συνεχῶς μέχρι τήν τελικήν ἕνωσιν μετά τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ Ἔρως εἶναι, δύναμις, διά τῆς ὁποίας ὁ μοναχός ξέρει ν’ ἀγαπᾶ καί νά θυσιάζεται ἕως θανάτου. εἶναι ὅλος φῶς, εἶναι ὅλος βασιλεία, ὅλος ἄκτιστον φῶς καί ἀνέσπερο φῶς». Αὐτός ὁ ἔρως ἐκυρίευε ὅλην τήν ὕπαρξιν τοῦ π. Δαμασκηνοῦ καί ἔζη μέσα εἰς τό Θεῖον Φῶς. Ἐπρόδιδεν ἀκουσίως τόν ἑαυτόν του, ὅταν ἔλεγε: «Νά γίνει ὁ ἑαυτός μας ὁλόκληρος ἕνα φῶς, μία φωτεινή λαμπάδα. Τό εἴδαμε τό φῶς, τό ξαναείδαμε τό φῶς καί το ξαναβλέπομε τό φῶς. Εἴδαμε τό φῶς, γιά νά φθάσομε πλέον μέσα στόν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης.
Κατόπιν καί ὁ θάνατος δέν μᾶς ξενίζει καθόλου, γιατί εἴμαστε μέσα στό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί ζοῦμε τή βασιλεία Του, ἤδη ἀπό τώρα. Εἴμαστε συνέχεια μέσα στήν ἑορτή ἀπό τώρα καί κατόπιν πᾶμε καί προσωπικά καί τοῦ λέμε: «Μόνο γιά Σένα, Χριστέ μου, ὅλα γιά Σένα. Ὅ,τι θέλεις καί ὅπως θέλεις»[7].
í
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ διηγεῖται γιά κάποιο μοναχό, (προφανῶς ἐννοεῖ τόν ἑαυτό του), ὅτι ἀγαποῦσε «τήν ἀγρυπνίαν τῆς νυκτός». Ὅταν ἀγρυπνοῦσε, καί μετά ἀπό μιά μικρή ἀνάπαυση, ξυπνοῦσε τό πρωΐ, τότε καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας ἦταν ἄλλος ἄνθρωπος, αἰσθανόταν ὡσάν νά μή ζοῦσε στόν κόσμο καί δέν εἶχε καθόλου γηίνους λογισμούς στήν καρδιά του, οὔτε εἶχε ἀνάγκη τῶν ὁρισμένων κανόνων ἀλλά, ὅπως λέγει: «βρίσκομαι σέ ἔκπληξη (σέ κατάσταση θαυμασμοῦ, πνευματικῆς θεωρίας, ἔμπλεως Θείας Χάριτος) ὅλην ἐκείνη τήν ἡμέρα» [«ἐν τῇ ἐκπλήξει γίνομαι ὅλην τήν ἡμέραν ἐκείνην»]. Στήν συνέχεια ἀναφέρεται σέ μιά καταπληκτική ἐμπειρία πού εἶχε κατά τήν διάρκεια τῆς  «ἐσπερινῆς ἀκολουθίας» [«τῶν ἑσπερινῶν λειτουργίας»]. Ἐνῶ βρισκόταν στήν αὐλή τοῦ κελλίου του, καί ὁ ἥλιος ἦταν πολύς, καί ἄρχισε νά λέγει «μίαν δόξαν» τότε, ὅπως λέγει, «αἰσθάνθηκα (ἦλθα σέ αἴσθηση πνευματική τοῦ Θεοῦ) τήν λειτουργία μου, καί ἀπό τότε ἔμεινα χωρίς νά γνωρίζω ποῦ βρίσκομαι, καί ἤμουνα ἔτσι ἕως ὅτου ἀνέτειλε πάλι ὁ ἥλιος τήν ἑπόμενη ἡμέρα καί θέρμανε τό πρόσωπό μου [«ἠσθήθην τῆς λειτουργίας μου, καί ἔκτοτε ἔμεινα, μή γινώσκων ὅποι τυγχάνω, καί ἤμην οὕτως, ἕως τοῦ ἀνατεῖλαι πάλιν τόν ἥλιον εἰς τήν ἐπιούσαν ἡμέραν, καί θερμάναι τό πρόσωπόν μου»]. Γράφει ὅτι, ὅταν ὁ ἥλιος κατέκαυσε τό πρόσωπό μου, «στράφηκε ὁ νοῦς μου πρός ἐμένα καί ἰδού εἶδα ὅτι εἶχε ξημερώσει ἄλλη ἡμερα καί εὐχαρίστησα τόν Θεό τοῦ Ὁποίου ἡ Χάρις τόσο πολύ ἐκχέεται καθ’ ὑπερβολήν ἐπάνω στόν ἄνθρωπο καί ὁ Ὁποῖος σέ τέτοια μεγαλωσύνη ἀνεβάζει αὐτούς πού Τόν ἀναζητοῦν μέ λαχτάρα» [«ἐστράφη ὁ νοῦς μου πρός ἐμέ, καί ἰδού εἶδον, ὅτι ἄλλη ἡμέρα ἐστί, καί ηὐχαρίστησα τῷ Θεῷ ὅτι πόσον ἡ Χάρις αὐτοῦ ὑπερεκχεῖται ἐπί τόν ἄνθρωπον, καί εἰς ποίαν μεγαλοσύνην ἀξιοῖ τούς καταδιώκοντας αὐτόν»].
 Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Ἰσαάκ κάνει λόγο γιά τήν «τῶν ἑσπερινῶν λειτουργίαν» πού γίνεται μέ ψαλμούς καί εὐχές καί γιά τήν ἁρπαγή του σέ μιά ἄλλη νοερά καί πνευματική λειτουργία. Ἔχοντας αὐτήν τήν πνευματική ἐμπειρία ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, πολλές φορές στά κείμενά του, κάνει λόγο γιά τήν ἔνδυση τῆς στολῆς τῆς δόξης, δηλαδή γιά τόν Ἴδιο τόν Χριστό, γιά τή βαθεία  μέθη, πού βιώνει ὁ ἄνθρωπος καί ἡ ὁποία τόν κάνει νά μήν ζεῖ στόν κόσμο αὐτό κλπ.
Στά κείμενα τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου ἐπίσης, μποροῦμε νά συναντήσουμε πληθώρα λόγων του, στούς ὁποίους φαίνεται ὅτι βίωνε το ἄκτιστο Φῶς ἀπό τήν ζωή αὐτή. Ὅλο του τό σῶμα ἔλαμπε, ὅπως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τοῦ ὁποίου ἦταν μέλος καί ὅτι τό κελλί μετατρεπόταν σέ Παράδεισο. Ὁ νοῦς του ἀπελευθερωνόταν τελείως ἀπό τήν προσκόλληση στά αἰσθητά, καταφωτιζόταν καί «ἔβλεπε»τόν Θεό.
Ὅταν νοῦς βγεῖ ἀπό τά αἰσθητά καί συναφθεῖ μέ τά νοητά τότε, λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, «καταλάμπεται, φωτίζεται, αὐξάνεται καθημερινά κατά τήν πνευματική ἡλικία, ξεπερνᾶ τό νηπιῶδες φρόνημα καί φθάνει στήν ἀνδρική τελειότητα». Συγχρόνως ἀλλοιώνεται πνευματικῶς καί ἀνάλογα μέ τήν ἐργασία του «ἀκόμη περισσότερο λαμπρύνεται, φωτίζεται καί ἀξιώνεται νά δεῖ ἀποκαλύψεις μεγάλων μυστηρίων τῶν ὁποίων τό βάθος κανένας ποτέ δέν εἶδε». Τότε ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ καινούργιες αἰσθήσεις, δέν ἀκούει ἀνθρώπου φωνή «ἀλλά μόνον τή φωνή τοῦ ζῶντος Λόγου». Αὐτοῦ ἀκούει καί Αὐτόν κατασπάζεται, « τούς λόγους δέ, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τούς ἀκούει μέν, ἀλλά δέν τούς δέχεται, οὔτε τούς προσέχει» καί τούς ἀντιμετωπίζει «σάν κωφός πού δέν ἀκούει, ἄν καί στήν πραγματικότητα τούς ἀκούει». Σέ αὐτήν τήν κατάσταση ἀξιώνεται τῆς ἐνοικήσεως τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «εὐθύς κατοικεῖ ὁ Θεός σ’ αὐτόν καί γίνονται σ’ αὐτόν ὅλα, ὅσα θέλει ἤ μᾶλλον καί παραπάνω ἀπό ὅσα θέλει»[8].
 Στά ποιήματά του μέ τίτλο «θείων ἐρώτων ὕμνοι», ὁ ἅγιος Συμεών, περιγράφει πολλές καταστάσεις ἐμπειρίας τοῦ ἀκτίστου φωτός, πού ἀξιώθηκε νά ἔχει, στίς ὁποῖες φαίνεται ὅτι δεχόταν τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ καί ὅλο του τό σῶμα λαμπρυνόταν. Ἐπίσης,  ὅπως γράφει, αἰσθανόταν μέσα στήν καρδιά του καί σέ ὅλο του τό σῶμα μιά ζωή, πού ὑπερέβαινε τόν θάνατον. Ὁ ἅγιος Συμεών εἶχε τήν βαθυτάτη αἴσθηση ὅτι ἡ ἐμπειρία, πού ἀπολάμβανε ἦταν ἡ ἴδια ἐμπειρία πού εἶχαν ὁ Ἀρχιδιάκονος Στέφανος καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Εὐχαριστεῖ τόν Θεόν γιατί μέ τήν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου φωτός, πού τοῦ ἔδωσε τόν κατέστησε «ἴσο μέ τούς ἀποστόλους Του καί ὅλους τούς ἁγίους». Κατά τήν διάρκεια τῆς θεωρίας τοῦ φωτός, λάμπει τό πρόσωπό του καί ὅλα τά μέλη τοῦ σώματος του γίνονται φωτοφόρα. Ἔχοντας δέ τόν Θεό μέσα του, ὁ ἅγιος Συμεών, ἀποκτᾶ τό αἴσθημα τῆς ἀθανασίας, γι’ αὐτό διαβεβαιώνει:
«Ἐγώ πάλι, ὁ θνητός καί μικρός μέσα στόν κόσμο,
  μέσα  μου βλέπω ὁλόκληρον τόν Ποιητή τοῦ κόσμου,
καί  γνωρίζω ὅτι δέν θά πεθάνω, ἀφοῦ εἶμαι ἐντός τῆς Ζωῆς,
καί ἀφοῦ ἔχω τήν Ζωή ὁλόκληρη ἀναβλυζουσα μέσα μου·
μέσα στήν καρδιά μου εἶναι, καί στόν οὐρανό ὑπάρχει,
ἐδῶ καί ἐκεῖ μοῦ ἐμφανίζεται, γεμάτη φῶς ἀστραφτερό[9].
í
Βέβαια πρέπει νά ποῦμε ὅτι καθένας πού βλέπει ἕνα φῶς, δέ σημαίνει ὅτι βλέπει τό ἄκτιστο Φῶς. Ὁ διάβολος πλανᾶ τούς ἀνθρώπους καί τούς δείχνει ἄλλα φῶτα, δαιμονικά ἤ ψυχολογικά, θέλοντας νά τούς πείσει ὅτι αὐτό πού βλέπουν εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς, ἐνῶ δέν εἶναι. Γι’ αὐτό κάθε χριστιανός, πού βλέπει κάτι ἤ πού ἀκούει μιά φωνή ἤ πού ἔχει μιά ἐμπειρία, δέν πρέπει νά τή δέχεται ὡς ἐκ Θεοῦ, γιατί μπορεῖ νά πλανηθεῖ ἀπό τόν διάβολο. Ἀλλά πρέπει νά τήν ἐξομολογηθεῖ στόν Πνευματικό του, κι αὐτός θά τοῦ πεῖ ἄν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἤ ἄν εἶναι τῆς πλάνης καί τῶν δαιμόνων. Χρειάζεται πολλή προσοχή στό θέμα αὐτό.




Προϋποθέσεις γνήσιας ἐμπειρίας τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ

πρώτη προϋπόθεση εἶναι ὅτι εἴμαστε ἄνθρωποι τῆς μετάνοιας. Ἄν δέ μετανοοῦμε γιά τίς ἁμαρτίες μας καί δέν καθαριζόμαστε ἀπό τά πάθη μας, δέ μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό.
Ὁ Κύριός Μας στούς μακαρισμούς λέγει: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Δηλαδή εἶναι μακάριοι αὐτοί πού εἶναι καθαροί στήν καρδιά, γιατί αὐτοί θά δοῦν τόν Θεό. Ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος καθαρίζεται ἀπό τά πάθη του, ὅσο μετανοεῖ καί ἐπιστρέφει στόν Θεό, τόσο καλύτερα μπορεῖ νά αἰσθάνεται καί νά βλέπει τόν Θεό.
Τό νά ἐπιδιώκουμε νά λάβουμε ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ μέ τεχνητούς τρόπους καί μεθόδους, ὅπως γίνεται στίς αἱρέσεις, στούς ἰνδουιστές, στή γιόγκα κ.λ.π., εἶναι λάθος. Οἱ ἐμπειρίες αὐτές δέν εἶναι ἐκ Θεοῦ...
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν: «Δῶσε αἷμα καί λάβε πνεῦμα». Ἄν δηλαδή δέ δώσεις τό αἷμα τῆς καρδιᾶς σου μέ τή μετάνοια, τήν προσευχή , τή νηστεία, τήν ἄσκηση, δέ μπορεῖς νά λάβεις τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ ἀληθινές πνευματικές ἐμπειρίες δίνονται σ΄ ἐκείνους πού ἀπό ταπείνωση δέ ζητοῦν πνευματικές ἐμπειρίες, ἀλλά ζητοῦν ἀπό τόν Θεό μετάνοια καί σωτηρία. Σ’ αὐτούς, πού εἶναι ταπεινοί καί λένε: «Θεέ μου ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά ἔχω ἐμπειρίες, δέν εἶμαι ἄξιος νά λάβω χαρίσματα πνευματικά, δέν εἶμαι ἄξιος νά λάβω ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος σου καί θεῖες οὐράνιες παρηγοριές καί πνευματικές ἡδονές», σ’ αὐτούς εὐαρεστεῖται ὁ Θεός καί τούς ἀποκαλύπτει τά μυστικά Του.
Σ’ αὐτούς ὅμως, πού μέ ὑπερηφάνεια ζητοῦν ἀπό τόν Θεό νά τούς δώσει ἐμπειρίες, παραχωρεῖ ὁ Θεός νά πέσουν σέ πειρασμό γιά νά ταπεινωθοῦν. Ἄν συνεχίσουν νά ζητοῦν ἐμπειρίες... θά τό ἐκμεταλλευθεῖ ὁ πειρασμός καί θά τούς δώσει πλανεμένες καί διαβολικές ἐμπειρίες, λόγῳ τῆς ὑπερηφάνειάς τους. Ἄρα λοιπόν δεύτερος ὅρος γιά νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος γνήσιες πνευματικές ἐμπειρίες εἶναι   ἡ ταπείνωση.
í
Τρίτος ὅρος γιά νά λάβουμε ἀληθινές πνευματικές ἐμπειρίες εἶναι νά εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, δηλ. νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία. Διότι ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ διάβολος θά μᾶς πλανήσει. Ὅταν ἀπομονώνεται τό πρόβατο ἀπό τήν ποίμνη, τό κατασπαράσσει ὁ λύκος. Μέσα στήν ποίμνη εἶναι ἡ ἀσφάλεια. Ὁ χριστιανός μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀσφαλής. Ἅμα βγεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶναι ἐκτεθειμένος στίς πλάνες τίς δικές του, τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καί τῶν δαιμόνων. Ἔχουμε παραδείγματα πολλῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μή κάνοντας ὑπακοή στήν Ἐκκλησία καί στόν Πνευματικό τους, ἔπεσαν σέ μεγάλες πλάνες. Νόμιζαν ὅτι βλέπουν τόν Θεό, ἐνῶ στήν πραγματικότητα οἱ ἐμπειρίες, πού εἶχαν ἦταν δαιμονικές καί καταστρεπτικές γι’ αὐτούς.
í
Ἐπίσης βοηθᾶ πολύ τό νά ἔχουμε καθαρά και θερμή προσευχή. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τήν ὥρα τῆς προσευχῆς ὁ Θεός δίνει τίς περισσό­τερες πνευματικές ἐμπειρίες στόν ἄνθρωπο. Ὅσοι προσεύχονται μέ πόθο, μέ ζῆλο, μέ ὑπομονή, αὐτοί λαμβάνουν τά δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, αὐτοί ἔχουν τήν αἴσθηση τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ.
Ὑπάρχει μία προσευχή, πού λέγεται ἀπό τούς μοναχούς στό Ἅγιον Ὄρος τό: «Κύριε Ἰησού Χριστέ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν». Αὐτή ἡ προσευχή, πού χαρακτηρίζεται ὡς νοερά, καρδιακή καί ἀδιάλειπτος, ὅταν λέγεται μέ ταπείνωση, μέ πόθο καί μέ ἐπιμονή, φέρνει σιγά-σιγά μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου τήν αἴσθηση τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ»[10].
Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στόν Ἀόρατο Πόλεμο: «Ἡ νοερὴ καὶ καρδιακὴ προσευχή, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἁγίους Πατέρες τοὺς καλουμένους Νηπτικούς, εἶναι ἡ συγκέντρωσις τοῦ ἀνθρώπινου νοῦ στὴν καρδιὰ του κυρίως, καὶ χωρὶς νὰ ὁμιλῆ μὲ τὸ στόμα, μὲ μόνο τὸν ἐνδιάθετο λόγο, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖται μέσα στὴν καρδιά, νὰ λέγη αὐτὴ τὴ σύντομη καὶ μονολόγιστη προσευχὴ δηλαδὴ τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ», κρατώντας λίγο καὶ τὴν ἀναπνοὴ . Καταχρηστικὰ ὅμως καὶ εὐρύτερα νοερὴ προσευχὴ λέγεται καὶ κάθε ἄλλη δέησις ποὺ δὲν θὰ γίνη μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ μὲ τὸν ἐνδιάθετο λόγο τῆς καρδιᾶς ποὺ ἀναφέρθηκε.
Ἄν, λοιπόν, ἀδελφέ, ἀγαπᾶς νὰ εἰσακουσθῆς πιὸ εὔκολα ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ λάβης ἐκεῖνο ποὺ Τοῦ ζητάς, ἀγωνίζου ὅσο μπορεῖς σ αὐτὴ τὴ νοερὴ προσευχή, παρακαλώντας τὸν Θεὸ μὲ ὅλο σου τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ γιὰ νὰ σὲ ἐλεήση καὶ νὰ σοὺ δώση ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα καὶ σὲ συμφέρουν γιὰ τὴ σωτηρία σου.
Διότι, ὅσο περισσότερο κόπο ἔχει αὐτὴ ἡ νοερὴ προσευχή, ἀπὸ ἐκείνη ποὺ λέγεται μὲ τὸ στόμα προφορικά, τόσο περισσότερο τὴν ἀκούει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ἀκούει καλύτερα τὴν νοερὴ βοὴ τῆς καρδιᾶς, παρὰ τὶς δυνατὲς φωνὲς τοῦ στόματος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔλεγε στὸν Μωυσῆ ποὺ μόνο νοερὰ καὶ μὲ τὴν καρδιὰ Τὸν παρακαλοῦσε γιὰ τοὺς Ἰουδαίους: «Γιατί φωνάζεις δυνατὰ πρὸς ἐμένα;» (Ἐξόδ. 14,15).
Γνώριζε ἀκόμη ὅτι, ἐπειδὴ καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, εἶναι καθολικὸ Ὄνομα καὶ περιέχει ὅλες τὶς χάρες , ποὺ ζητᾶμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὁ Θεός μας τὶς δίνει, γὶ αὐτὸ γιὰ κάθε ὑπόθεσι καὶ χάρι ποὺ ζητᾶς ἀπὸ τὸν Θεό, μπορεῖς νὰ χρησιμοποιῆς τὴν προρρηθεῖσα σύντομη αὐτὴν προσευχή, τὸ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ».
Γιατί καὶ ὁ νοῦς συμμαζεύεται μὲ αὐτὴν πιὸ εὔκολα, ἐνῶ στὶς ἄλλες προσευχές, στὶς ἐκτενέστερες καὶ πολλές, ὁ νοῦς διασκορπίζεται. Ἐὰν ὅμως καὶ ἐπιθυμῆς, κατὰ τὶς διάφορες ὑποθέσεις καὶ χάριτες ποὺ ζητᾶς, νὰ προσεύχεσαι, ἐδῶ σου παραθέτω μερικὲς προσευχές, γιὰ νὰ τὶς ἔχης ὡς παράδειγμα. Γιὰ παράδειγμα, ὅταν ζητᾶς κάποια ἀρετὴ καὶ χάρι, μπορεῖς νὰ πῆς μὲ τὴν καρδιά σου τὰ ἑξῆς:
«Κύριε, ὁ Θεός μου, δός μου αὐτὴ τὴ χάρι καὶ ἀρετὴ γιὰ δόξα καὶ τιμὴ δική σου» ἢ ἔτσι «Κύριέ μου, ἐγὼ πιστεύω ὅτι Σοῦ ἀρέσει καὶ εἶναι δόξα δική Σου τὸ νὰ ζητήσω ἐγὼ καὶ νὰ λάβω αὐτὴ τὴν Χάρι· ἐκπλήρωσέ μου λοιπὸν αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Σου». Ὅταν ἔμπρακτα πολεμῆσαι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, θὰ προσευχηθῆς ἔτσι «Τρέξε γρήγορα, Θεέ μου, νὰ μὲ βοηθήσης, γιὰ νὰ μὴ νικηθῶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούςμου ἢ Θεέ μου, καταφυγή μου, δύναμις τῆς ψυχῆς μου, βοήθησε μὲ γρήγορα, γιὰ νὰ μὴν πέσω».
Ὅταν ἀκολουθῆ ἡ μάχη, ἀκολούθησε καὶ ἐσὺ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς, ἀντιστεκόμενος γενναία σ ἐκεῖνο ποὺ σὲ πολεμεῖ. Ἔπειτα, ἀφοῦ τελειώσει ἡ σκληρότητα τῆς μάχης, στρέψου πρὸς τὸν Θεό, παρουσίασε μπροστά Του τὸν ἐχθρὸ ποὺ σὲ πολέμησε καὶ τὴν ἀδυναμία σου νὰ τοῦ ἀντισταθῆς λέγοντας «Νά, Κύριε, τὸ δημιούργημα τῶν χεριῶν τῆς ἀγαθότητός Σου, τὸ ἐξαγορασμένο μὲ τὸ Αἷμα Σου.
Νὰ ὁ ἐχθρός Σου ποὺ ζητᾶ νὰ τὸ ἐξαφανίση καὶ νὰ τὸ καταφάγη· σὲ Σένα προστρέχω σὲ Σένα μόνον ἐλπίζω ποὺ εἶσαι ἀγαθὸς καὶ παντοδύναμος καὶ κύταξε τὴν ἀδυναμία μου καὶ τὴν ταχύτητα (ἂν δὲν μὲ βοηθήσης ἐσὺ) νὰ ὑποταχθῶ ἑκούσια. Βοήθησε μὲ λοιπόν, Ἐσὺ ποὺ εἶσαι ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ δύναμις τῆς ψυχῆς μου».
Σοὺ ὑπενθυμίζω καὶ τὸ ἑξῆς: Ὅταν κουρασθῆς νὰ προσεύχεσαι νοερὰ καὶ μὲ τὴν καρδιά, μπορεῖς νὰ λὲς καὶ μὲ τὸ στόμα καὶ προφορικὰ τόσο τὴν εὐχὴ «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μέ», ὅπως λέγουν οἱ Πατέρες, ὅσο καὶ τὶς ἄλλες προσευχὲς, ποὺ θὰ θελήσης. Φρόντιζε ὅμως καὶ νὰ συμμαζεύης τὸν νοῦ σου τότε γιὰ νὰ προσέχης στὰ λόγια της προσευχῆς.
Μερικοὶ μάλιστα λέγουν ὅτι νοερὰ προσευχὴ λέγεται ἀκόμη καὶ τὸ ἑξῆς: ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφοῦ συμμαζέψη ὅλες τὶς νοερὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς τοῦ μέσα στὴν καρδιά, χωρὶς νὰ πῆ κανένα λόγο οὔτε προφορικό, οὔτε ἐνδιάθετο, μὲ μόνο τὸ νοῦ τοῦ σκέπτεται καὶ ἀμετάβατα ἀναλογίζεται ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν ἐνώπιόν του καὶ ὅτι αὐτὸς στέκεται μπροστά Του πότε μὲ φόβο καὶ δέος σὰν ἕνας κατάδικος πότε μὲ ζωντανὴ πίστι γιὰ νὰ λάβη τὴν βοήθειά Του καὶ πότε μὲ ἀγάπη καὶ χαρὰ γιὰ νὰ Τὸν ὑπηρετήση παντοτεινά.
Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἔλεγε ὁ Δαβὶδ «Ἔβλεπα πάντοτε τὸν Κύριό μου ἐνώπιόν μου» (Ψάλμ. 15,8). Μπορεῖ ἡ προσευχὴ αὐτὴ νὰ γίνη καὶ μόνο μὲ ἕνα ἀμετάβατο βλέμμα τοῦ νοῦ πρὸς τὸν Θεό, πενθικὸ καὶ παρακαλεστικό, τὸ ὁποῖο βλέμμα εἶναι σὰν μία σιωπηλὴ ὑπενθύμησι ἐκείνης τῆς χάριτος, ποὺ Τοῦ εἴχαμε ζητήσει προηγουμένως μὲ τὸν λόγο καὶ μὲ τὴν καρδιακὴ προσευχή.
Γὶ αὐτό, ἐπειδὴ ἡ προσευχὴ αὐτὴ μπορεῖ νὰ γίνη εὔκολα σὲ κάθε τόπο καὶ γιὰ κάθε ἀφορμὴ καὶ περίστασι, κράτησε τὴν στὰ χέρια σου σὰν ἕνα ὅπλο δυνατὸ καὶ εὐκολομεταχείριστο, καὶ θὰ ὠφεληθῆς καὶ θὰ βοηθηθῆς πολύ»[11].
Πάρα πολλοί καί σπουδαῖοι εἶναι οἱ καρποί τῆς ἀδιάλειπτης νοερᾶς προσευχῆς ἤ «εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ». Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς τήν ἐδίδαξε. Γράφει ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ στό βιβλίο του «Υἱέ μου δός μοι σήν καρδίαν»: «Αὐτὸς ὁ τρόπος προσευχῆς, τὸ νὰ προσεύχεται δηλαδὴ κανεὶς λέγοντας τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, εἶναι θεῖος θεσμός, πού θεσπίστηκε ὄχι μέσῳ Ἀποστόλου ἢ Ἀγγέλου, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ὁ Θεὸς ὁ Ἴδιος. Μετὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἀνάμεσα σ' ἄλλες ὑψηλές, ὕστατες ἐντολὲς καὶ ὁδηγίες, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς θέσπισε τὴν προσευχὴ στὸ ὄνομά Του. Ἔδωσε αὐτὸ τὸν τρόπο προσευχῆς σὰν μία νέα, ἐξαίρετη καὶ ἀνεκτίμητη δωρεά. Οἱ Ἀπόστολοι γνώριζαν ἤδη μερικῶς τὴ δύναμη τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ, μ' αὐτὸ θεράπευσαν ἀνίατες ἀρρώστιες καὶ ὑπέταξαν δαίμονες, καὶ μ' αὐτὸ τοὺς κατανίκησαν, τοὺς ἔδεσαν καὶ τοὺς ἐξέβαλαν. Αὐτὸ τὸ πανίσχυρο καὶ θαυμαστὸ ὄνομα ὁ Κύριός μας ἀφήνει ἐντολὴ νὰ τὸ χρησιμοποιοῦμε στὴν προσευχή. Ὑποσχέθηκε ὅτι τέτοια προσευχὴ θὰ εἶναι ἰδιαίτερα ἀποτελεσματική. «Ὅ,τι ἂν αἰτήσητε τὸν πατέρα», εἶπε στοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, «ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἴνα δοξασθῆ ὁ Πατὴρ ἐν τῷ Υἱῷ. Ἐὰν τί αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ποιήσω» (Ἰωάν. 14,13). « Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσετε τὸν Πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν. Ἕως ἄρτι οὐκ ἠτήσατε οὐδὲν ἐν τῷ ὀνόματί μου αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε, ἵνα ἡ χαρὰ ὑμῶν ᾖ πεπληρωμένη» ( Ἰωάν. 16, 23-24).
Πόσο ὑπέροχη δωρεά! Εἶναι ἐγγύηση ἀτέλειωτων κι ἀπέραντων εὐλογιῶν! Δωρεὰ πού βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη τοῦ ἄπειρου Θεοῦ, ντυμένου τὴν πεπερασμένη ἀνθρώπινη φύση καὶ καλουμένου μὲ τὸ ἀνθρώπινο ὄνομα τοῦ Σωτήρα[12]. Τὸ ὄνομα ὑπὸ τὴν ἐξωτερική του μορφὴ εἶναι περιορισμένο, ἄλλα ἀντιπροσωπεύει κάτι τὸ ἄπειρο, τὸν Θεό, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο ἀντλεῖ ἀπέραντη, θεία ἀξία, τὴ δύναμη καὶ τὶς ἰδιότητες τοῦ Θεοῦ.
Ώ, ἐσὺ Χορηγὲ ἀνεκτίμητης, ἀδιάφθορης δωρεᾶς! Πῶς μποροῦμε ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ θνητοὶ νὰ δεχτοῦμε τὴ δωρεά; Οὔτε τὰ χέρια μας, οὔτε ὁ νοῦς μας, μὰ οὔτε ἡ καρδιὰ μας μποροῦν νὰ τὴ λάβουν. Δίδαξέ μας γιὰ νὰ γνωρίσουμε, ὅσο μποροῦμε, τὸ μεγαλεῖο της δωρεᾶς, τὴ σημασία της καὶ τοὺς τρόπους νὰ τὴ λαβαίνουμε καὶ νὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε ἔτσι πού νὰ μὴ τὴν πλησιάζουμε μὲ τρόπο ἁμαρτωλό, γιὰ νὰ μὴ τιμωρηθοῦμε γιὰ ἀδιακρισία καὶ θρασύτητα, ἄλλα ἔτσι πού, γιὰ νὰ τὴν καταλαβαίνουμε καὶ νὰ τὴ χρησιμοποιοῦμε ὀρθά, νὰ λάβουμε ἀπὸ Σένα ἄλλες δωρεὲς πού Σὺ μᾶς ὑποσχέθηκες καὶ Σὺ μοναχὰ γνωρίζεις.
Στὰ Εὐαγγέλια, στὶς Πράξεις καὶ τὶς Ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων βλέπουμε τὴν ἀπέραντη πίστη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, ὅπως καὶ τὸν ἀπέραντο σεβασμὸ τους γι' αὐτό. Στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἔκαναν τὰ πιὸ ἐκπληκτικὰ θαύματα. Δὲν ὑπάρχει περίπτωση, ἀπὸ τὴν ὁποία νὰ μποροῦμε νὰ μάθουμε πῶς προσεύχονταν στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.   Ὅμως, σίγουρα, ἔτσι προσεύχονταν. Πῶς μποροῦσαν νὰ πράξουν ἀλλιῶς, ὅταν ἡ προσευχὴ ἐκείνη τοὺς δόθηκε ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Κύριο κι ἔτσι τοὺς παρήγγειλε νὰ προσεύχονται καὶ ὅταν ἡ ἐντολὴ γι' αὐτὸ ἐπιβεβαιώθηκε μὲ τὸ νὰ ἐπαναληφθεῖ δύο φορές;
 Ἂν ἡ Γραφὴ σιωπᾶ πάνω σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, εἶναι μόνο καὶ μόνο γιατί ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἦταν σὲ κοινὴ χρήση καὶ ἦταν τόσο καλὰ γνωστὴ πού δὲ χρειαζόταν εἰδικὴ μνεία σ' αὐτή. Ἀκόμη καὶ στὰ γραπτὰ κείμενα τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Χριστιανισμοῦ, πού ἔχουν φτάσει μέχρι τὴν ἐποχή μας, ἡ προσευχὴ τοῦ Κυρίου δὲν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ξεχωριστῆς πραγματείας, ἄλλα μνημονεύεται μοναχὰ σὲ συνάρτηση μὲ ἄλλα θέματα.
Στὸ βίο τοῦ ἁγίου  Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ἐπισκόπου   Ἀντιοχείας, πού στεφανώθηκε μὲ τὸ φωτοστέφανο τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου στὴ Ρώμη, στὰ χρόνια του αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ, διαβάζουμε  αὐτὰ τὰ λόγια: «Ὅταν τὸν ἔπαιρναν γιὰ νὰ τὸν καταβροχθίσουν τὰ ἄγρια θηρία καὶ ἐκεῖνος εἶχεν ἀσταμάτητα τὸ ὄνομα τοῦ  Ἰησοῦ στὰ χείλη του, οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ρώτησαν γιατί θυμόταν τὸ ὄνομα ἐκεῖνο ἀδιάλειπτα. Ὁ Ἅγιος ἀπάντησε ὅτι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ  Ἰησοῦ Χριστοῦ γραμμένο μέσα στὴν καρδιά του κι ὅτι ὁμολογοῦσε μὲ τὰ χείλη  Ἐκεῖνον πού πάντα ἔφερε μέσα στὴν καρδιά του. Ὅταν τὰ ἄγρια θηρία εἶχαν καταβροχθίσει τὸν Ἅγιο, ἡ καρδιά του, μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, διατηρήθηκε ἀνέπαφη ἀνάμεσα στὰ κόκαλά του. Οἱ ἄπιστοι τὴ βρῆκαν καὶ τότε θυμήθηκαν ὅσα εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος. Ἔτσι, ἔκοψαν τὴν καρδιὰ ἐκείνη στὰ δύο, θέλοντας νὰ μάθουν ἂν ἦταν ἀληθινὸ ὅ,τι τοὺς εἶχε λεχθεῖ. Στὸ ἐσωτερικὸ τῶν δύο κομματιῶν τῆς καρδίας βρῆκαν μίαν ἐπιγραφὴ γραμμένη μὲ χρυσᾶ γράμματα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.  Ἔτσι ὁ ἅγιος  Ἰγνάτιος ἦταν θεοφόρος καὶ στὸ ὄνομα καὶ στὴν πράξη, ἔχοντας πάντα καὶ φέροντας μέσα στὴν καρδιὰ του τὸ Θεὸ Μας Χριστό, μὲ τὸ ὄνομά Του γραμμένο μὲ τὸ λογισμὸ τοῦ νοῦ σὰν μὲ κάλαμο».
Ὁ  ἅγιος Ἰγνάτιος ἦταν μαθητὴς τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καὶ εἶχε τὸ προνόμιο, ὄντας παιδί, νὰ δεῖ τὸν Κύριο  Ἰησοῦ Χριστὸ προσωπικά.  Ἦταν τὸ εὐλογημένο ἐκεῖνο παιδί, γιὰ τὸ ὅποιο λέγεται στὸ Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Κύριος τὸ ἔβαλε στὸ μέσο τῶν Ἀποστόλων, πού συζητοῦσαν γιὰ πρωτεῖα, τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του καὶ εἶπε: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.  Ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτος ἐστὶν ὁ μείζων ἐν τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[13].
Σίγουρα ὁ ἅγιος   Ἰγνάτιος διδάχτηκε τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὸν ἅγιο Εὐαγγελιστὴ καὶ τὴν ἐφάρμοζε κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη τῆς ἀκμῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι Χριστιανοί. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ μάθαιναν τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, πρῶτα γιὰ τὴ μεγάλη σημασία τῆς ἴδιας τῆς προσευχῆς, ὅπως καὶ γιὰ τὸ ὅτι σπάνιζαν τότε καὶ ἦταν πανάκριβα τὰ χειρόγραφα ἱερὰ βιβλία, γιατί λίγοι ἦταν οἱ γραμματισμένοι (οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἦταν ἀγράμματοι) καὶ γιατί ἡ προσευχὴ τοὺ  Ἰησοῦ ἦταν εὔκολη, πρόσφερε ἱκανοποίηση καὶ ἐπενεργοῦσε μὲ μία πολὺ εἰδικὴ ἐνέργεια καὶ δύναμη.
Στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία διαβάζουμε τὸ πιὸ κάτω ἐπεισόδιο: Κάποιος στρατιώτης, γέννημα τῆς Καρχηδόνας, πού ὀνομαζόταν Νεωκόρος, ὑπηρετοῦσε στὴ φρουρὰ τῆς Ἱερουσαλὴμ στὰ χρόνια πού ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπέστη θεληματικὰ τὰ πάθη καὶ θανατώθηκε γιὰ ν' ἀπολυτρώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος. Σὰν εἶδε ὁ Νεωκόρος τὰ θαύματα πού τελέσθηκαν στὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, πίστεψε σ' Αὐτὸν καὶ βαφτίστηκε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους. Ὅταν τελείωσε τὴ θητεία του, ὁ Νεωκόρος πῆγε πίσω στὴν Καρχηδόνα καὶ μοιράστηκε τὸ θησαυρὸ τῆς πίστης μὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά του. Ἀνάμεσα σ' ἐκείνους πού δέχτηκαν τὸ Χριστιανισμὸ ἦταν καὶ ὁ Καλλίστρατος, ὁ ἐγγονὸς τοῦ Νεωκόρου. Σὰν ἔφτασε στὴν κατάλληλη ἡλικία ὁ Καλλίστρατος πῆγε στὸ στρατό. Τὸ στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα στὸ ὅποιο τοποθετήθηκε τὸ ἀποτελοῦσαν εἰδωλολάτρες. Παρακολούθησαν τὸν Καλλίστρατο καὶ πρόσεξαν πώς αὐτὸς δὲ λάτρευε τὰ εἴδωλα, ἀλλὰ ἀφιέρωνε πολλὴν ὥρα στὴν προσευχὴ τὴ νύκτα μέσα σὲ μοναξιά. Κάποτε κρυφάκουσαν, ἐνῶ ἐκεῖνος προσευχόταν, καὶ τὸν ἄκουσαν νὰ ἐπαναλαμβάνει ἀδιάκοπα τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸ τὸν κατήγγειλαν στὸ διοικητή τους. Ὁ ἅγιος Καλλίστρατος, πού ὁμολογοῦσε τὸ Χριστὸ ὄντας μόνος στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, Τὸν ὁμολόγησε δημοσίως στὸ φῶς τῆς ἡμέρας καὶ ἐπισφράγισε τὴν ὁμολογία του μὲ τὸ αἷμα του»[14].
Διδαχὴ γιὰ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐμφανίζεται στοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς τοῦ τέταρτου αἰώνα, ὅπως εἶναι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ὁ ἀββὰς Ἠσαΐας ὁ Ἀσκητής. Κάποιος συγγραφέας τοῦ πέμπτου αἰώνα, ὁ ἅγιος Ἠσύχιος ὁ Ἱεροσολύμων, παραπονιέται ἀπὸ τότε κιόλας ὅτι ἡ ἄσκηση σ' αὐτὴ τὴν προσευχὴ ἔχει πολὺ παρακμάσει ἀνάμεσα στοὺς μοναχούς. Μὲ τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου ἡ παρακμὴ αὐτὴ ὅλο καὶ μεγάλωνε. Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες προσπάθησαν μὲ τὰ γραφτά τους νὰ ἐνθαρρύνουν τὴν ἄσκηση στὴν προσευχὴ αὐτή. Ὁ τελευταῖος συγγραφέας, πού ἔγραψε γι' αὐτὴ τὴν προσευχή, ἦταν ὁ μακάριος γέροντας ἱερομόναχος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ[15]. Δὲν ἔγραψε τὶς ὁδηγίες ὁ γέροντας ὁ ἴδιος μὲ τὸ ὄνομα του. Αὐτὲς καταγράφτηκαν ἀπὸ τὰ λόγια του ἀπὸ ἕναν ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς πού καθοδηγοῦσε· εἶναι, ὅμως, γραμμένες μὲ ἀξιοσημείωτα κατανυκτικὸ ὕφος. Τώρα ἡ ἄσκηση στὴν προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ ἔχει σχεδὸν ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς καὶ τὶς μοναχές. Ὁ ἅγιος Ἠσύχιος ἀποδίδει τὴν ἀμέλεια αὐτὴ στὴν ἀκηδία. Πρέπει νὰ παραδεχτεῖ κανεὶς πῶς ἡ κρίση αὐτὴ εἶναι δίκαιη.
Ἡ ἀγαθοεργὸς δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ ἐμπεριέχεται στὸ ἴδιο τὸ Θεῖο ὄνομα τοῦ Θεανθρώπου, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μολονότι στὴν Ἁγία Γραφὴ ὑπάρχει πλούσια μαρτυρία, πού ἀποδείχνει τὸ μεγαλεῖο τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ, ἐν τούτοις ἡ σπουδαιότητα τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐξηγήθηκε μὲ ἰδιαίτερη ἀκρίβεια ἀπὸ τὸν ἅγιο   Ἀπόστολο Πέτρο μπροστὰ στὸ ἑβραϊκὸ συνέδριο, ὅταν ἐρωτήθηκε «ἐν ποίᾳ δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι» εἶχε θεραπεύσει κάποιον ἄνθρωπο χωλὸ ἐκ γενετῆς. «Τότε Πέτρος, πλησθείς Πνεύματος Ἁγίου, εἶπε πρὸς αὐτούς, ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καὶ πρεσβύτεροι του   Ἰσραήλ, εἰ ἠμεῖς σήμερον ἀνακρινόμεθα ἐπὶ εὐεργεσίᾳ ἀνθρώπου ἀσθενοῦς, ἐν τίνι οὗτος σέσωσται, γνωστὸν ἔστω πᾶσιν ὑμῖν καὶ παντὶ τῷ λαῶ Ἰσραὴλ ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου, Ὅν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε, ὅν ὁ Θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, ἐν τούτῳ οὗτος παρέστηκεν ἐνώπιον ὑμῶν ὑγιής. Οὗτος ἐστὶν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενηθείς ὑφ' ὑμῶν τῶν οἰκοδομούντων,  ὁ  γενόμενος  εἰς κεφαλὴν γωνίας.  Καὶ  οὐκ ἐστὶν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία, οὐδὲ γὰρ ὄνομα ἐστὶν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν  ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4,8-12). Ἡ μαρτυρία αὐτὴ εἶναι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦ Ἀποστόλου τὸ στόμα, ἡ γλώσσα καὶ ἡ φωνὴ ἦταν ἁπλῶς τοῦ Πνεύματος τὰ ὄργανα.
Ἕνα ἄλλο σκεῦος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν, δίνει μία παρόμοια μαρτυρία. «Πᾶς γάρ», λέγει, «ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται» (Ρώμ. 10,13). «Χριστὸς Ἰησοῦς... ἔταπεινωσεν ἑαυτὸν  γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ, πᾶν γόνυ κάμψη ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων» (Φίλ. 2,5-10).
Βλέποντας μακριὰ στὸ μέλλον, ὁ Δαυίδ, ἕνας πρόγονος τοῦ Ἰησοῦ κατὰ σάρκα, ἔψαλλε τὴ μεγαλωσύνη τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ καὶ ζωηρὰ περιέγραψε τὴν ἐπενέργεια καὶ τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος, τὸν ἀγώνα πού γίνεται μὲ τὸ ὄνομα αὐτὸ σὰν μέσο ἐνάντια στὶς πηγὲς τῆς ἁμαρτίας, τὴ δύναμή του νὰ σώζει ἐκείνους πού προσεύχονται μὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία στὰ πάθη καὶ τοὺς δαίμονες καὶ τὸ θρίαμβο ἐκείνων πού κερδίζουν πνευματικὴ νίκη μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Ἂς ἀκούσουμε τί λέει ὁ θεόπνευστος Δαυίδ: «Κύριε ὁ Κύριος ἡμῶν, ὡς θαυμαστὸν τὸ ὄνομά σου ἐν πάση τὴ γῆ! Ὅτι ἐπήρθη ἡ μεγαλοπρέπειά σου ὑπεράνω τῶν οὐρανῶν. Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον ἕνεκα τῶν ἔχθρων σου τοῦ καταλυσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητὴν» (Ψάλμ. 8,2-3). Ἀκριβῶς! Ἡ μεγαλοπρέπεια τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ ξεπερνᾶ τὴν ἀντίληψη τῶν λογικῶν πλασμάτων τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ. Τὴ μεγαλοπρέπεια του τὴ συλλαμβάνει μ' ἕνα τρόπο ἀκατανόητο ἡ παιδιάστικη ἁπλότητα καὶ πίστη. Μ' αὐτὸ τὸ ἀνιδιοτελὲς πνεῦμα πρέπει νὰ προσεγγίσουμε τὴν προσευχὴ στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ καὶ μ' αὐτή νὰ συνεχίσουμε. Ἡ ἐμμονή μας καὶ ἡ προσοχή μας στὴν προσευχὴ πρέπει νὰ μοιάζει μὲ τὴν ἀδιάκοπη προσπάθεια τοῦ παιδιοῦ ὅταν ἀναζήτα τὰ στήθη τῆς μάνας του. Τότε ἡ προσευχὴ στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ θὰ στεφθεῖ μὲ πλήρη ἐπιτυχία, οἱ ἀόρατοι ἐχθροὶ θὰ νικηθοῦν καὶ «ὁ ἐχθρὸς καὶ ἐκδικητὴς» τελικὰ θὰ συντριβεῖ. Ὁ «ἐχθρὸς» ὀνομάζεται «ἐκδικητής», γιατί προσπαθεῖ ἀπὸ ἐκείνους πού προσεύχονται (ἰδιαίτερα ἀπ' ὅσους προσεύχονται κάπου-κάπου κι ὄχι ἀδιάλειπτα) νὰ τοὺς πάρει, ὕστερα ἀπὸ τὴν προσευχή, ὅ,τι ἀπόχτησαν στὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς. Γιὰ νὰ κερδηθεῖ μία ἀποφασιστικὴ νίκη, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ ἡ συνεχὴς ἐγρήγορση»[16].









ΠΩΣ ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΓΝΗΣΙΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ:
ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΩΤΕΡΑ

Πιό πρακτικά καί ἀναλυτικότερα, ἄς δοῦμε τί πρέπει νά κάνουμε γιά νά ἔχουμε ἐνεργό μέσα μας τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὥστε νά ζοῦμε τή Θεία  Λειτουργία, νά ἔχουμε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.
Κατ’ ἀρχήν πρέπει νά ποῦμε ὅτι αὐτό εἶναι δῶρο Του καί θά μᾶς τό δώσει, ὅταν Ἐκεῖνος κρίνει. Ἐμεῖς ὅμως πρέπει νά εἴμαστε πάντα ἕτοιμοι, δεκτικοί τοῦ δώρου Του.
Ἡ λήψη καί ἡ διατήρηση τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι προϋπόθεση γιά τήν ἐπιτέλεση τῆς ἀληθινῆς λατρείας καί τή βίωση της. Τό Ἅγιο Πνεῦμα μᾶς διδάσκει «πῶς καί γιά ποιά πράγματα πρέπει νά προσευχόμαστε»[17]. Αὐτό κράζει μυστικά μέσα μας «Ἀββᾶ, ὁ Πατήρ».
 Πρέπει ὁ ἀγαθός Παράκλητος νά εἶναι Ἐνεργός μέσα μας γιά νά προσφέρουμε λατρεία εὐάρεστη στό Θεό. Πρέπει ἀκόμη νά εἴμαστε σέ διαρκή ἐγρήγορση γιά νά διατηροῦμε αὐτή τή φωτιά τοῦ Παρακλήτου, συνεχῶς ἀναμμένη μέσα μας.
Τό Πανάγιον Πνεῦμα ζεῖ καί κατευθύνει τήν Ἐκκλησία. Παρέχεται καί ἐνεργεῖ διά τῶν μυστηρίων καί μάλιστα διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὄχι σέ ὅλους ἀλλά στούς μετανοημένους, στούς «καθαιρομένους».
 Ἡ, ἐν καταστάσει ταπεινώσεως καί μετανοίας, συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία, μᾶς χαρίζει τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖο στή συνέχεια μᾶς χορηγεῖ τά πάντα · φυσικά καί τήν «ἱκάνωση» γιά τήν ἐπιτέλεση τῆς «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρείας.
Ἡ ποσότητα στήν προσευχή, ἡ συνεχής προσπάθεια γιά κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἡ συχνή συμμετοχή μας στή Θεία Λειτουργία, θά μᾶς τελειοποιήσουν· ἀρκεῖ βεβαίως νά τό κάνουμε μέ χαρούμενη-εὐλαβική διάθεση καί ἀνοίγοντας τήν ψυχή μας στό Θεό.
Ἡ Θεία Λειτουργία, ὅπως ἤδη τό εἴπαμε, θά μᾶς ἀνεβάσει σκαλί-σκαλί στήν κορυφή τῶν ἀρετῶν, πού εἶναι ἡ ἀγάπη. Εἶναι τόσο πλούσια ἡ Χάρη πού ἐκχέεται, ὥστε κανείς δέν «ἐξέρχεται πεινῶν»· ὅλοι «λάμποντες, ἀστρά­πτο­ντες, ἠλλοιωμένοι» μετέχουν τοῦ συμποσίου τοῦ μυστικοῦ, τῆς «ὑπερ­φυοῦς τραπέζης». Ἐξέρχονται παρηγορημένοι, μέ τήν οὐράνια παράκληση στά πρόσωπα καί τήν βαθιά εἰρήνη στήν καρδιά·ἀρκεῖ βεβαίως νά τό θέλουν καί νά προσέρχονται «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης».
Ἑπομένως, τά ἴδια τά μυστήρια, ἡ ἴδια ἡ λατρεία καί μάλιστα ἡ Θεία   Λειτουργία (τηρουμένων καί τῶν προϋποθέσεων πού θά ἀναφέρουμε παρακάτω) θά μᾶς ἱκανώσει (δώσει τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἀπαιτεῖται) γιά νά λατρέψουμε εὐάρεστα τόν Κύριο καί νά ἔχουμε γνήσια ἐμπειρία Αὐτοῦ «ἐν πάσῃ αἰσθήσει».
Γιά μεθοδολογικούς καί πρακτικούς λόγους διακρίναμε σέ τρία μέρη τήν προσπάθεια πού καλούμαστε νά κάνουμε ὥστε νά βιώσουμε καλύτερα τό μυστήριο τῶν μυστηρίων:
1)Πρίν τή Θεία  Λειτουργία  
2)Στή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας καί
3)Μετά τήν Θεία  Λειτουργία.



Ι. ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Πρίν τήν συμμετοχή μας σέ κάθε Θεία Λειτουργία καλούμαστε νά ἔχουμε μία βέβαιη, συνεπή καί σταθερή ὀρθόδοξη πίστη καθώς καί μία ἀνάλογη πνευματική ἀγωνιστική πορεία, ἡ ὁποία ἐπιβεβαιώνει τήν ζωντάνια τῆς πίστεώς μας. Ἀναλύοντας τά ἀνωτέρω μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ἀπαιτεῖται μία συνεχής προσπάθεια γιά τήν:
Α)Καλλιέργεια καί τήν αὔξηση τῆς Πίστεώς μας
Β)Κάθαρση ἀπό τά πάθη μας
Γ)Ἀποκατάσταση τῆς Εἰρήνης μέ τόν Θεό, μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. (Τίποτε δέν πρέπει νά κάνουμε μέ βιασύνη-ἄγχος. Τό ἄγχος φανερώνει μία δαιμονική κυριαρχία πάνω μας)
Δ)Ἀλληλοσυγχώρηση.
Ε)Καλλιέργεια τῆς Εὐγνωμοσύνης πρός τόν Θεό γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες Του.
Στ)Καλλιέργεια τῆς Ἀγάπης πρός τόν Θεό καί ὅλους τούς ἀνθρώπους.

Ἄς τά δοῦμε πιό ἀναλυτικά :
Α)Πίστις.
Γιά νά ζήσουμε τήν Θεία Λειτουργία χρειάζεται   συνεχής προσπάθεια γιά τήν καλλιέργεια καί τήν αὔξηση τῆς Πίστεώς μας.
Ζητεῖται πίστη ἀληθινή,γνήσια καί ζωντανή. Δηλαδή ζητεῖται ἀταλάντευτη καί ἀναμφίβολη ἐμπιστοσύνη στό Θεό καί στίς ἐντολές Του. Οἱ Εὐαγγελικές ἐντολές πρέπει νά θεωροῦνται ἀπό ἐμᾶς ὡς κανόνες ζωῆς.
«Δέν εἶναι δυνατόν», μᾶς λέγει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, «μέ κανέναν ἂλλο νά ἐπιτύχουμε τή σωτηρία, πού μᾶς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Διότι δέν ὑπάρχει κάτω ἀπό τόν οὐρανό καί πάνω στή γῆ, ἐκτός ἀπό τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, κανένα ἄλλο ὄνομα,τό ὁποῖο νά ἒχει δοθεῖ ἀπό τό Θεό μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, μέ τό ὁποῖο μποροῦμε νά σωθοῦμε»[18].
 Δέν ὑπάρχει ἄλλος Σωτήρας, ἄλλος Λυτρωτής.
Πρέπει νά τό ξεκαθαρίσουμε. Κανείς ἄλλος δέν μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Ἀπό τή στιγμή, πού μέ τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, γκρεμιστήκαμε στή φθορά καί τό θάνατο, βρεθήκαμε στήν «περιοχή τῆς ἀπωλείας». Κανείς ἄνθρωπος δέν μποροῦσε νά μᾶς σώσει. Μόνον ὁ νεός Ἀδάμ, ὁ Κύριος Ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, «εὐδοκίᾳ τῆς ἀγαθότητός Του» ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Πτώχευσε γιά νά μᾶς πλουτήσει, πέθανε γιά νά μᾶς ζωοποιήσει, ἔγινε «ὑπερ ἡμῶν κατάρα» γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τήν κατάρα, πῆρε σάρκα φθαρτή ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, γιά νά μᾶς χαρίσει σῶμα ἄφθαρτο καί αἰώνιο. Ὅλα αὐτά μᾶς τά χάρισε σάν δυνατότητες, σέ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος.
Καθένας πού ἐπιζητεῖ τήν σωτηρία του θά πρέπει νά ἀξιοποιήσει αὐτές τίς δυνατότητες γιά τόν ἑαυτό του. Νά καρπωθεῖ προσωπικά,γιά τόν ἑαυτό του, τήν γενική λύτρωση ,πού χάρισε ὁ Σωτήρας μας στήν ἀνθρώπινη φύση. Αὐτή ἡ λύτρωση δέν εἶναι κάτι τό ἀφηρημένο καί νεφελῶδες, ἀλλά εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Λυτρωτή καί Σωτῆρα μας. Ἡ ἀπαλλαγή μας ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά ὀδυνηρά ἐπακόλουθά της τήν φθορά καί τόν θάνατο ἐπιτυγχάνεται μόνο διά τοῦ Κ.Ἡ.Ἰ. Χριστοῦ. Ἡ ἕνωσή μας μαζί Του ἐξασφαλίζει τή νίκη κατά τοῦ ψυχικοῦ καί σωματικοῦ θανάτου, τή σωτηρία.
Γράφει ὁ ἃγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (Φιλοκαλία, τομ. 4ος, σελ.94): «Ζωή τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἓνωση μέ τό Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ κυρίως ζωή». Καί συνεχίζει ὁ ἅγιος: «Ὅπως καί ζωή τοῦ σώματος εἶναι ἡ ἓνωση μέ τήν ψυχή. Θάνατος φρικτός, πού εἶναι ὁ κυρίως θάνατος, εἶναι τό διαζύγιο τῆς ψυχῆς ἀπό τή θεία Χάρη καί ἡ ἓνωση μέ τήν ἁμαρτία...Ὃποιος φυλαχθῆ ἀπό τόν θάνατο τῆς ψυχῆς δέ φοβᾶται τό θάνατο τοῦ σώματος ὃταν ἒρθη, γιατί ἒχει ἒνοικον τήν ὂντως ζωή, τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος δέν ἐγκαταλείπει τόν  σῶμα, ἒστω καί ἂν αὐτό χωρισθῆ ἀπό τήν ψυχή». Ὅποιος τό πιστεύει αὐτό τηρεῖ τίς ἐντολές, ὅλες τίς ἐντολές, κάνοντας ἕναν συνεχῆ καί ἔντονο πνευματικό ἀγῶνα (αὐτά εἶναι τά ἔργα τῆς πίστεως, τά ἔργα πού ὁδηγοῦν στήν κάθαρση ἀπό τίς πνευματικές ἀρρώστιες) πού εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά νά ζήσουμε τή Θεία Λειτουργία.
Μέ τήν ἒναρξη τῆς Θείας Λειτουργίας προβάλλεται ὁ Σταυρός.Ἡ συσταύρωση μέ τόν Κύριο, δηλ. ἡ νέκρωση τῶν παθῶν μας εἶναι ὁ τρόπος γιά νά λατρεψουμε ἀληθινά  τόν Θεό γιά νά μποῦμε στή Θεία Λειτουργία καί νά τήν ζήσουμε. Μόνο οἱ σταυρωμένοι ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο, δηλ. αὐτοί πού μετανοοῦν καί καθαίρονται μποροῦν νά εἰσέλθουν καί νά ζήσουν τήν «εὐλογημένη βασιλεία».Ὁ ἱερέας εὐλογεῖ καί μακαρίζει τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία. Συγχρόνως κρατᾶ στά χέρια του τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί κάνει μ' αὐτό τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ πρώτη πράξη τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ὁ Σταυρός, πού εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς  Ἐκκλησίας.
 Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι τό ἱερό συμπόσιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὃλης τῆς Ἐκκλησίας. Ὃσοι ἀπό μᾶς, πού ἀκόμη ἀγωνιζόμαστε στήν κοιλάδα αὐτή τοῦ κλαυθμῶνος πού λέγεται γῆ, μετέχουμε σ' αὐτήν, πεθαίνοντας πηγαίνουμε «ἀπό τράπεζα σέ τράπεζα, ἀπό αὐτήν, πού εἶναι ἀκόμη καλυμμένη, σ' αὐτήν, πού ἢδη ἒχει ἀρχίσει νά φανερώνεται». (Ἱερός  Καβάσιλας, Μ 150, 625Α:   « ἀπό τραπέζης ἐπί τράπεζαν, τῆς ἒτι καλυπτομένης ἐπί τήν ἢδη φανερουμένην»)
Καί σ' αὐτήν τήν εὐλογημένη Βασιλεία μᾶς ὁδήγησε καί μᾶς  ὁδηγεῖ ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ καί ἡ δική μας συσταύρωση μαζί Του, διά τῆς νεκρώσεως τῶν παθῶν μας. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ πρόγευση τῆς Βασιλείας, ἡ ὁποία ἢδη φανερώθηκε· ἡ πρόγευση τῆς  θέωσης, πού εἶναι ἡ ἀληθινή αἰώνια δόξα καί μακαριότητα, μετοχή τῆς ἂπειρης θεϊκῆς δόξας καί μακαριότητας.
Ἡ δική μας ἄνοδος στό Σταυρό εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά λειτουργοῦμε εὐάρεστα ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Γράφει ὁ ἃγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Μήν πεῖς, ὃτι ἡ πίστη μόνη στόν Κύριό Μας Ἰησοῦ Χριστό μπορεῖ νά μέ σώσει. Διότι εἶναι ἀδύνατο αὐτό, ἐάν δέν ἀποκτήσεις μέ τά ἒργα καί τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν... Ὃποιος πιστεύει στόν Κύριο φοβᾶται τήν κόλαση·ὃποιος φοβᾶται τήν κόλαση, ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη·ὃποιος ἐγκρατεύεται ἀπό τά πάθη, ὑπομένει τά θλιβερά· ὃποιος ὑπομένει τά θλιβερά, θά ἀποκτήσει τήν πρός τόν Θεόν ἐλπίδα· ἡ δέ πρός τόν Θεόν ἐλπίδα, χωρίζει ἀπό κάθε γήϊνη προσπάθεια τόν νοῦ· ὃταν δέ ὁ νοῦς χωρισθεῖ ἀπό αὐτήν, τότε θά ἀποκτήσει τήν πρός τόν Θεόν ἀγάπη. Ὃποιος ἀγαπᾶ τόν Θεόν ζεῖ ἀγγελικό βίο στή γῆ,νηστεύοντας καί ἀγρυπνόντας, ψάλλοντας καί προσευχόμενος καί ἒχοντας πάντα  καλούς λογισμούς γιά κάθε ἂνθρωπο»[19]. Νά ἡ ἀγωνιστική πνευματική πορεία:πίστηðφόβος τῆς κολάσεωςðπεριορισμός τῶν παθῶνðὑπομονή τῶν θλιβερῶνðἐλπίδα στό Θεόðἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπό κάθε ὑλική προσκόλλησηðἀγάπη στό Θεόðλατρεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ζωντανή πίστη ὁδηγεῖ ἐξ’ αἰτίας τοῦ φόβου τῆς κολάσεως στήν ἐκκοπή τῶν παθῶν καί στήν καλλιέργεια τῶν ἀντιθέτων ἀρετῶν. Εἶναι αὐτά τά ἔργα τῆς πίστεως(ἤ ἔργα τῆς μετανοίας), τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ πίστη μας εἶναι ζωντανή. Ἄς τά μελετήσουμε:


[1] «Σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό «καθ’ ὁμοίωσιν» δηλ. τό νά ὁμοιάσει μέ τόν Θεό, νά ἑνωθεῖ μαζί Του ὄχι «κατ’ οὐσίαν» ἀλλά «κατά Χάριν». Αὐτήν τήν ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Τριαδικό Θεό οἱ ἅγιοι Πατέρες τήν ὀνομάζουν θέωση. Ἡ θέωση εἶναι κατορθωτή μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνταχθεῖ στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ  Ὀρθό­δοξη Ἐκκλησία. Ζώντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, γίνεται «κατά Χάριν Θεός».
Ἡ Θέωση ὁπωσδήποτε συνοδεύεται ἀπό αὐτήν τήν «αἴσθηση» τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀδύνατον ἑνωνόμαστε μέ τόν Θεό καί νά μήν αἰσθανόμαστε τή Χάρη Του.
[2] Τοῦ ἔδωσε τήν δυνατότητα νά εἶναι Ἱερεύς ὥστε να δέχεται τήν ὕπαρξη του καί ὅλα τά δημιουργήματα σάν δῶρα ἀπό τόν Θεό· στή συνέχεια δέ νά ἀντιπροσφέρει τόν ἑαυτό του καί ὅλην τήν κτίση στόν Θεό δοξολογώντας καί εὐχαριστώντας Τον. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού κάνουμε στή Θεία  Λειτουργία.
Ὁ ἄνθρωπος ἐπίσης πλάστηκε γιά νά εἶναι προφήτης, δηλ. νά γνωρίζει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Προφῆτες ἦσαν στήν Παλαιά Διαθήκη οἱ «ὁρῶντες». Ὁμιλοῦσαν ἐξ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ καί φανέρωναν τά μυστήρια καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἐπίσης γιά νά εἶναι βασιλεύς, δηλ. γιά νά βασιλεύει στήν ὑλική δημιουργία καί στόν ἑαυτό του. Πλάστηκε γιά νά χρησιμοποιεῖ τή φύση ὄχι σά ληστής καί τύραννος, ἀλλά σάν ἄρχοντας. Ὀφείλει νά μήν κάνει κατάχρηση τῆς δημιουργίας, ἀλλά εὐχαριστιακή χρήση αὐτῆς. 
Ἐάν οἱ πρωτόπλαστοι στόν Παράδεισο δέν ἁμάρταναν ἀντικαθιστώ­ντας τήν ἀγάπη, τήν ὑπακοή καί τήν κοινωνία μέ τόν Θεό μέ τήν ἐγωιστική προσπάθεια γιά αὐτοθέωση, δέ θά χωρίζονταν ἀπό τόν Θεό· θά ἦταν βασιλεῖς, ἱερεῖς καί προφῆτες.
[3] Στήν Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε πῶς ὁ Θεός προετοιμάζει σιγά-σιγά τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων διά τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι δίνει σέ μερικούς δικαίους ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης Χάρισμα, σάν ἐκεῖνα πού εἶχε ὁ ἄνθρωπος πρό τῆς πτώσεως, ὅπως τό Χάρισμα τῆς προφητείας. Τέτοιοι ἦσαν ὁ προφήτης Ἠλίας, ὁ προφήτης Ἡσαΐας, ὁ προφήτης Μωϋσῆς, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τό προφητικό Χάρισμα καί εἶδαν τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό Χάρισμα δέν ἦταν γενικό γιά ὅλους, οὔτε ἦταν γιά ὅλο τό διάστημα τῆς ζωῆς τους, ἀλλά ἦταν Χάρισμα πού τούς ἔδωσε ὁ Θεός γιά ὁρισμένο σκοπό καί σέ συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ὅποτε δηλαδή ὁ Θεός ἤθελε οἱ δίκαιοι αὐτοί ἄνδρες νά ἐξαγγείλουν τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο ἤ νά ἀναγγείλουν τό θέλημά Του, τούς ἔδινε τήν δυνατότητα νά λάβουν κάποια ἐμπειρία και ἀποκάλυψη.
 Ὅμως ὁ προφήτης Ἰωήλ προφήτευσε ὅτι θά ἔλθη ἐποχή, πού τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θά δώσει ὁ Θεός, ὄχι σέ ὁρισμένους μόνο ἄνδρες καί γιά ὁρισμένο σκοπό, ἀλλά πρός ὅλο τόν λαό. Ἰδού τί λέγει: «Ἐκχεῶ ἀπό τοῦ Πνεύματος μου ἐπί πᾶσαν σάρκα», θά δώσω τό Πνεῦμα μου σέ κάθε ἄνθρωπο, «καί προφητεύσουσιν οἱ υἱοί ὑμῶν καί αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καί οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνια­σθή­σο­νται, καί οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται» (Ἰωήλ 2,27). Δηλαδή θά δεῖ ὁ λαός μου ὁράσεις πνευματικές, θά δεῖ μυστήρια Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἔκχυσις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Τότε ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δόθηκε σ’ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Δέν δόθηκε ἡ Χάρις αὐτή σέ ὅλους κατά τήν περίοδο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀκόμη σαρκωθεῖ. Τό χάσμα μεταξύ ἀνθρώπων καί Θεοῦ ἦταν ἀγεφύρωτο. Ἔπρεπε νά ἀποκατασταθεῖ ἡ κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, γιά νά δώσει ὁ Θεός τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σέ ὅλο τόν λαό.
[4] Ἡ πρώτη ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό στόν Παράδεισο ἦταν «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Ὁ ἄνθρωπος δέν τήν φύλαξε. Δέν διατήρησε τόν συνδετικό κρίκο πού τόν ἕνωνε μέ τόν Θεό, ἔχασε τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (πού τοῦ δόθηκε μέ τό «ἐμφύσημα» τοῦ Θεοῦ στόν Ἀδάμ). Παρήκουσε τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ καί βγῆκε ἔξω ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία, τήν Κοινωνία τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Πανάγαθος Θεός ὅμως δέν ἐγκατέλειψε τόν ἄνθρωπο στήν τραγική μοναξιά του. Ἔστειλε τόν Υἱό Του τόν μονογενή καί μᾶς ἔσωσε. Τελεσιουργήθηκε διά τοῦ Θεανθρώπου, ἡ ἐπανένωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό.
Αὐτή ἡ δευτέρα ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου εἶναι ὑποστατική, δηλαδή προσωπική καί ἀδιάσπαστη. Στήν ὑπόστα­ση-πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου ἑνώθηκε ἀσύγχυτα, ἄτρεπτα, ἀδιαίρετα, καί ἀχώριστα, ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τή Θεία  φύση. Ὅσο καί ἄν ἁμαρτήσουν οἱ ἄνθρωποι, δέν εἶναι δυνατόν πλέον ἡ ἀνθρωπότητα  νά χωριστεῖ ἀπό τόν Θεό, διότι στόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Θεάνθρωπο, εἶναι αἰώνια ἑνωμένη μέ τή Θεία  φύση.
[5] Ὁ δρόμος, ἡ γέφυρα, ἡ ὁδός γιά τόν Θεό Πατέρα εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός. Ὅποιος ἑνώνεται μαζί Του θεώνεται.
Γίνεται ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅ,τι καί ὁ Χριστός, ἐκτός τῆς «κατ’ οὐσίαν ταυτότητος». Ἀπαραίτητη προϋπόθεση εἶναι τό Ἅγιο Βάπτισμα, ἡ ἔνταξη στήν Ἐκκλησία.
Γιά νά λάβει λοιπόν ὁ ἄνθρωπος τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά νά γίνει ἱερεύς, βασιλεύς καί προφήτης, γιά νά γνωρίζει τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ καί νά αἰσθάνεται τόν Θεό, πρέπει νά γίνει μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός, ὁ ἀληθινός, ὁ τέλειος ἱερεύς, βασιλεύς και προφήτης. Αὐτό γιά τό ὁποῖο εἶχαν πλαστεῖ ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, καί δέ μπόρεσαν νά τό πραγματοποιήσουν, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, λόγῳ τῆς αὐτονόμησής τους ἀπό τόν Θεό, τό πραγματοποίησε ὁ Χριστός. Τώρα ὅλοι ἐμεῖς ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό μποροῦμε νά συμμετέχουμε στά τρία ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ, τό βασιλικό, τό προφητικό καί τό ἱερατικό. Βέβαια, πρέπει νά διευκρινίσουμε ὅτι μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα ὁ χριστιανός ἀποκτᾶ τήν γενική ἱερωσύνη, καί ὄχι τήν εἰδική. Ἡ εἰδική ἱερωσύνη,  ἀποκτᾶται μέ τήν χειροτονία. Δι’ αὐτῆς οἱ λειτουργοί τῆς Ἐκκλησίας λαμβάνουν τήν Χάρη νά ἱερατεύουν στήν Ἐκκλησία καί νά ποιμαίνουν τούς λαϊκούς.
Λαϊκός πάλι δέν εἶναι ἁπλῶς ὁ μή ἱερωμένος, ἀλλά αὐτός πού μέ τό ἅγιο βάπτισμα και χρῖσμα ἔλαβε τό ἀξίωμα νά εἶναι μέλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί νά συμμετέχει στά τρία ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο μάλιστα πιό ὑγιές, συνειδητό καί ἐνεργό μέλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ χριστιανός, τόσο καί πληρέστερα μετέχει στά ἀξιώματα τοῦ Χριστοῦ· τόσο ἀνώτερη ἐμπειρία καί αἴσθηση τῆς Χάριτός Του λαμβάνει, ὅπως βλέπουμε στούς βίους τῶν Ἁγίων τῆς πίστεώς μας.

[6] Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου: Ἐμπειρίες τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, Γ΄ ἔκδοσις, Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1998.
[7]Ο ΠΑΤΗΡ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ(1921-2001)
http://www.pigizois.net/ieres_ mones/i_m_ag_ ioanou/patir_damaskinos.htm
[8] Πρβλ. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου,Ἱεροθέου Βλάχου: Στρατευομένη καί θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
[9]«Ἐγώ δέ πάλιν, ὁ βροτός καί μικρός ἐν τῷ κόσμῳ,
ἐντός μου ὅλον καθορῶ τόν ποιητήν τοῦ κόσμου,
καί οἶδα, ὡς οὐ θνήξομαι ἔνδον ζωῆς τυγχάνων,
καί ὅλην ἔχω τήν ζωήν βλυστάνουσαν ἐντός μου·
ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἐστίν, ἐν οὐρανῷ δ’ ὑπάρχει,
ὧδε κἀκεῖ ὁρᾶταί μοι ἐπίσης ἀπαστράπτων».
Πρβλ. : Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου: Στρατευομένη καί θριαμβεύουσα Ἐκκλησία.
[10] Πρβλ. Ἀρχιμανδρίτου Γεωργίου, καθηγουμένου τῆς Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου: Ἐμπειρίες τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, Γ’ ἔκδοσις, Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος, 1998.
[11]Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ὁ Ἀόρατος πόλεμος, Τί εἶναι ἡ νοερὴ προσευχὴ καὶ πὼς πρέπει νὰ γίνεται ,http://1myblog.pblogs.gr/tags/noera-proseychi-gr.html.

[12] Σωτήρας - στὰ ἑβραϊκὰ «Ἰησοῦς» (Μάτθ.  1,21).
[13] Μάτθ.  18,3-4. Πρβλ. Μάρκ. 9,36 καὶ Μηναῖο, 20 Δεκεμβρίου.

[14] Μηναῖο, 27 Σεπτεμβρίου.
[15] Ὁ Μπριαντσιανίνωφ ἔγραψε τὰ πιὸ πάνω μισὸν αἰώνα πρὶν τὴν ἀνακήρυξη τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ σὲ  Ἅγιο.
[16] Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ, ΥΙΕ ΜΟΥ ΔΟΣ ΜΟΙ ΣΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ...», Ὀρθόδοξη ἀναφορὰ στὴν καρδιακὴ ἢ νοερὰ προσευχὴ τοὺ  Ἰησοῦ, Γ' ΕΚΔΟΣΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Ἀρχιμ.  Ἐπιφανίου (Εὐθυβούλου) Χαραλ.   Ἀσσιώτη
ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ.

[17] Πῶς δεῖ καί ὑπέρ ὧν χρή προσεύχεσθαι    
[18]«Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία(Πρ. 4, 12) ͵ (παρά μόνον) ...ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου͵...οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς (Πρ. 4-10)»
[19]  «Καί σύ μή εἴπῃς, ὅτι Ἡ ψιλή πίστις εἰς τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν δύναταί με σῶσαι. Ἀμήχανον γάρ τοῦτο, ἐάν μή καί τήν ἀγάπην εἰς αὐτόν διά τῶν ἔργων κτήσῃ. Τό δέ ψιλῶς πιστεύειν· Καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι.γ΄. Ὁ πιστεύων τῷ Κυρίῳ, φοβεῖται τήν κόλασιν· ὁ δέ φοβούμενος τήν κόλασιν, ἐγκρατεύεται ἀπό τῶν παθῶν· ὁ δέ ἐγκρατευόμενος ἀπό τῶν παθῶν, ὑπομένει τά θλιβερά· ὁ δέ ὑπομένων τά θλιβερά, ἕξει εἰς Θεόν ἐλπίδα· ἡ δέ εἰς Θεόν ἐλπίς, χωρίζει πάσης γηΐνης προσπαθείας τόν νοῦν· ταύτης δέ ὁ νοῦς χωρισθείς, ἕξει τήν εἰς Θεόν ἀγάπην μβ΄. Ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν, ἀγγελικόν βίον ἐπί γῆς ζῇ, νηστεύων καί ἀγρυπνῶν, ψάλλων καί προσευχόμενος, καί περί παντός ἀνθρώπου ἀεί καλά λογιζόμενος». Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής Περί Αγάπης PG 90 Πρώτη ἑκατοντάς γ, μβ΄.
ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ: 
http://www2.cytanet.com.cy/gogreek/antiminsio.jpg

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου