Ἡ γενέθλια ἡμέρα τῆς «ἐν τῷ χρόνῳ φανερωθείσης Ἐκκλησίας», εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Στήν Πεντηκοστή ἐκχύθηκε ἡ Θεία Χάρη, ἡ ὁποία «ἐπηρέασε πιστούς καί ἀπίστους»[1]. Ὁ ἐπηρεασμός δέν παραβίασε τήν ἐλευθερία τους. Τούς ἔκανε δεκτικούς τοῦ Θεοῦ, «δυνάμει» καί ὄχι ἀναγκαστικά, ἐάν καί ἐφ’ ὅσον μετανοοῦσαν. Ὅσοι πίστεψαν ἔγιναν ἔνθεοι. Στήν Πεντηκοστή, ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος, συνέβη «ἕνα εἶδος διοράσεως»[2]. Διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο κατευθύνει τήν Ἐκκλησία, καθένας κατανοοῦσε τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. «Μέ τρόπο μυστικό τό Ἅγιον Πνεῦμα», λέγει ὁ χαρισματοῦχος Γέροντας «τούς ἔκανε νά καταλαβαίνουν τά λόγια του στή γλώσσα τους, μυστικά, χωρίς νά φαίνεται»[3]. Ὁ «φόβος»[4], πού ἔνιωσαν οἱ ἄνθρωποι κατά τήν Πεντηκοστή, ἦταν τό «γέμισμα»[5] μέ τήν Θεία
Χάρη, ἡ θέωση. Ὁ Γέροντας τό ὀνόμαζε «κατάσταση»[6], κατάσταση πνευματικῆς τρέλας. Ὁ Θεός, πράγματι, μᾶς ἐνθουσιάζει, μᾶς τρελαίνει, μέ τήν καλή ἔννοια, μέ τό «γέμισμά Του», τήν ἀγάπη Του, τήν Θεία Του ἐνέργεια[7]. Στήν Πεντηκοστή ὅλοι βρέθηκαν σέ «κατάσταση θεώσεως»[8].
Αὐτό τό «γέμισμα» μέ τήν Θεία Χάρη εἶναι τό ἴδιο, πού συνέβαινε καί μετά τήν Πεντηκοστή στούς πρώτους χριστιανούς. Αὐτοί, ὄντες ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένοι, ἦσαν ἔμπλεοι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κοινωνοῦσαν μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας»[9], ἔχοντας μία τέλεια ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ἡ ζωή μέσα στήν πρώτη Ἐκκλησία ἦταν κοινοβιακή. Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς τό ἀποκαλύπτουν: «Τοῦ δε πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία καί οὐδέ εἷς, τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά»[10]. Ἡ κοινοβιακή ζωή, ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν, συνιστᾶ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (ἡ ἑνότης καί ἡ κοινότης).
Δίδασκε ὁ Γέροντας ἀναφερόμενος στήν κοινοβιακή ζωή τῶν πρώτων Χριστιανῶν: «Οἱ Πράξεις ὁμιλοῦν γιά κοινοβιακή ζωή». Καί συνέχιζε: «Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία»[11]. Δηλαδή, σύμφωνα μέ τόν Γέροντα, ἀλλά καί μέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται στήν Κοινοβιακή ζωή, στήν κοινότητα τῶν πάντων καί στήν ἑνότητα τῶν προσώπων.
Οἱ Χριστιανοί τότε, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί στήν συνέχεια γιά τούς δύο πρώτους αἰῶνες[12], ζοῦσαν, ὅπως περίπου οἱ σημερινοί μοναχοί (κοινοβιακά), μέ μία ἀπέραντη χαρά καί μία πλήρη ἑνότητα. Περνοῦσαν τίς ἡμέρες τους «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τόν Θεόν»[13], καί «κλῶντες»[14] τόν Ἄρτον. Ἡ «κλάσις τοῦ ἄρτου» ἦταν τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ Θεία Κοινωνία. «Τό «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι» εἶναι ὅμοιο, ἔλεγε ὁ Γέροντας, μ’ ἐκεῖνο τό «ἐγένετο δέ πάσῃ ψυχῇ φόβος»[15]. Ἡ «ἀγαλλίασις καί ἀφελότης» τῆς ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανικῶν ἐνοριῶν, ταυτίζεται μέ τόν «φόβο» τῆς Πεντηκοστῆς[16]. Καί τά δύο εἶναι «ἀποτέλεσματα» ἤ «ἐνεργήματα» τῆς Θείας Χάρης. Εἶναι ἡ ἔνθεη τρέλλα, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Γέροντας. Εἶναι ἡ «κατάστασις». Εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, πού γεμίζει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει «ἀλλό-φρονα» μέ τήν καλή ἔννοια. Εἶναι αὐτή ἡ ἄκτιστη ἀγάπη, στοιχεῖο τοῦ «καρποῦ» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οὐσιαστικά ἀναζητάει καί «ἀπαιτεῖ »[17] νά βρεῖ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή.
Ἱερομόναχος Σάββας.
[1] Ὅ.π. σελ. 203/204.
[2] Ὅ.π. σελ. 204.
[3] Ὅ.π. σελ. 204.
[4] Ὅ.π. σελ. 204.
[5] Ὅ.π. σελ. 204.
[6] Ὅ.π. σελ. 205.
[7] Ὅ.π. σελ. 204/205.
[8] Ὅ.π. σελ. 204.
[9] Πρ. 2, 46.
[10] Πρ. 4, 32.
[11] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 205/206.
[12] Πατερική θεολογία, σελ. 184-185.
[13] Πρ. 2, 46-47.
[14] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 205.
[15] Ὅ.π. σελ. 205.
[16] Ὅ.π. σελ. 205.
[17] Ὅ.π. σελ. 205.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου