Δευτέρα 21 Ιουνίου 2010

«ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ» ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (Ι.Μ. ΚΩΣΤΑΜΟΝΙΤΟΥ, ΒΙΓΛΑ, Ι.Μ. Μ. ΛΑΥΡΑΣ) 1915-2004 (Θ΄ ΜΕΡΟΣ) μέ φωτογραφίες.


σκηση συνεχίζεται διάπτωτη


 Γέροντας στή Ἱ.Μ.Μ.Λαύρας πέρασε τά τελευταῖα 12-14 χρόνια τῆς ζωῆς του. Ἐκεῖ οἱ πατέρες τόν γηροκόμησαν. Στήν ἀρχή ἔμενε μόνος του σ’ ἕνα παλιό κελλί πάνω ἀπό τήν Τράπεζα-Μαγειρεῖο τῆς Μονῆς. Τό δωμάτιό του δέν εἶχε σχεδόν τίποτε.
Ἔκλεινε τήν πόρτα του. Θά ἔπρεπε νά χτυπήσεις δυνατά καί νά φωνάξεις πολύ, γιά νά ἀκούσει καί νά σοῦ ἀνοίξει. Ἡ βαρηκοΐα του, πού εἶχε ἀρχίσει ἀπό τόν καιρό, πού ζοῦσε ὡς ἀναχωρητής στή Βίγλα, ὅλο καί ἐπιδεινωνόταν. Τό ἴδιο καί ἡ ἀσθένεια τῶν ὀφθαλμῶν του. Παρόλα τά προβλήματα ὑγείας δέν ἀφήνει τήν ἐγκράτεια, τήν προσευχή, τήν ἀκτημοσύνη, τήν ἀγρυπνία, τόν ἐγκλεισμό καί τίς «τρέλλες». 

Συνεχίζει ταλάντευτα τήν νηστεία του
Ἔτρωγε ἐλάχιστα, κάνοντας καθημερινά «ἐνάτη»[1] δηλ. τρώγοντας στίς 3 μ.μ. περίπου. Κοινωνοῦσε κάθε Σάββατο. Ἑτοιμαζόταν καί κατέβαινε στήν Ἐκκλησία.
Ὅταν «βάρυνε»[2] πολύ, μεταφέρθηκε στό Νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς (ἦταν στά 1997), ὅπου τόν διακόνησαν κατά καιρούς διάφοροι πατέρες.
Συνέχισε ἀταλάντευτα τήν νηστεία του: Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή ἔτρωγε μία φορά τήν ἡμέρα· τίς ἄλλες ἡμέρες ἔτρωγε ἀπό δύο φορές. Ποτό ἔπινε μόνο νερό κρύο. Ρωτοῦσε:
-«Τί φαγητό ἔχει σήμερα;»
 Ὅ,τι εἶχε τοῦ τό ἄλεθαν.Ἔτρωγε 5-6 κουταλιές- τό πολύ μέχρι 10- καί μετά φώναζε δυνατά:
-«Στόοοοπ!!!!  Φτάνει!!!.» Καί ἀπευθυνόμενος στούς διακονητές, πού τοῦ ἔφερναν τό φαγητό ἔλεγε:
-«Ἐσεῖς εἶστε ὄρθιοι, περπατᾶτε. Ἐγώ εἶμαι ξάπλα. Δέν πρέπει νά φάω περισσότερο».
Ποτέ δέν ἔτρωγε κάτι ἰδιαίτερο παρόλες τίς ἀσθένειές του. Πάντα ἔτρωγε ὅ,τι ἔτρωγαν καί οἱ ἄλλοι πατέρες στήν κοινή Τράπεζα τοῦ Μοναστηριοῦ.
Δέν συγκατέβαινε ποτέ στήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί τήν σάρκα, παρόλο τό προχωρημένο τῆς ἡλικίας του.
-«Τώρα δέν ἔχω πόλεμο» μοῦ ἔλεγε «ἀλλά πάλι δέν ξέρω, δέν ξεθαρρεύω».
Πρόσεχε πολύ καί καταπολεμοῦσε μέ ὅλη του τήν προαίρεση, τούς σαρκικούς μολυσμούς -ἀκόμη καί τούς ἀκούσιους- πού προέρχονται συνήθως ἀπό τό πολύ φαγητό, τόν πολύ ὕπνο ἀλλά καί ἀπό τήν κατάκριση.
 Ὅταν κοιμήθηκε ζύγιζε περίπου 35 κιλά!.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας γράφει, πώς μέ τήν αὔξηση τοῦ βάρους αὐξάνουν καί οἱ σαρκικοί πειρασμοί στόν ἄνθρωπο.
Θυμᾶμαι καί κάποιον ἄλλο σύγχρονο ἀσκητή, μακαριστό τώρα, στήν Κερασιά, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος σ’ ἕναν παχύσαρκο προσκυνητή, μοῦ εἶπε γεμάτος ἀπορία, θαυμασμό καί συμπάθεια (γιά τά πολλά κιλά του):
-«Πῶς τά ἀντέχει τόσα πάθη!! Πῶς τά κουβαλάει τόσα πάθη;;!!». Μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ ταύτιση πού ἔκανε ἐκεῖνος ὁ Γέροντας τῶν παθῶν μέ τά πολλά κιλά.
                    
«-Πεθαίνει σήμερα κανείς πό νηστεία; -Μπααα!!!»

Μ
οῦ ἔλεγε:
- «Ἅμα δέν φᾶς μέχρι τήν ἐννάτη, τόν ἔθαψες τό διάβολο». Ἐπίσης μέ συμβούλευε:
Στό Κελλί νά τό κάνετε μονοφαγία», δηλ. ἐννοοῦσε νά καθιερώσουμε νά τρῶμε μία φορά τήν ἡμέρα.
Ἄλλοτε, πού τοῦ ἔλεγα νά νηστέψω, μοῦ ἔλεγε:
-«Ἐσύ δέν μπορεῖς νά νηστέψεις». Ἤξερε ἀλλά καί «ἔβλεπε» μέ τό χάρισμα πού εἶχε, ὅτι εἴχαμε πάρα πολλές δουλειές-διακονήματα μέ πολύ σωματικό κόπο.
-«Γιά νά νηστέψεις πρέπει νά ΚΑΘΕΣΑΙ!!!» μοῦ τόνισε.
Ἄλλοτε μοῦ μιλοῦσε γιά τό ἀκατάστατο φαγητό. Βγαίνει κανείς στόν κῆπο τήν ἐποχή, πού ἔχει πολλά φροῦτα καί λαχανικά καί τρώει πολύ.
-«Δόστου κεράσια, δόστου τό ἕνα, τό ἄλλο...».Ἦταν σάν νά μέ «ἔβλεπε» μπροστά του...
Ἄλλοτε μοῦ εἶπε μέ πολλή ἔμφαση χτυπώντας μάλιστα τήν κοιλιά του:
-«Ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπό τοῦτο ἐδῶωω!!» (καί χτυποῦσε δυνατά τήν κοιλιά του)...
«Πεθαίνει σήμερα κανείς ἀπό τή  νηστεία!!!;;;...ΜΠΑααααα!!!...».
Ὅταν τοῦ εἶπα γιά τό Γέροντά μας, ὅτι εἶχε κάνει κάποτε 40 ἡμέρες νηστεία-ἀσιτία θαύμασε:
-«Ἔκανε αὐτό τό πρᾶγμα ὁ παπα-Μάξιμος; Αὐτό εἶναι πολύ μεγάλο!!!» εἶπε.
Στή Μ. Λαύρα, παρόλα τά προβλήματα ὑγείας, συνέχισε νά ἀγωνίζεται, χωρίς νά παρεκκλίνει ἀπό τό ἀσκητικό του πρόγραμμα. Κάποια φορά, σέ μία ἐπίσκεψή μου, μέσα στήν Μ. Σαρακοστή (πρέπει νά ἦταν στά 1991) μοῦ ἔδειξε τό «μεσημεριανό» του, πού φύλαγε μέσα σ’ ἕνα κρεμαστό «φανάρι» μέ σίτα[3]: ἕνα πιάτο μέ μερικά πλατειά λαχανόφυλλα ὠμά.
-«Αὐτό εἶναι τό φαΐ μου γιά σήμερα» εἶπε. Στή συνέχεια μέ ρώτησε:
- «Τί ὥρα εἶναι»;
Τοῦ εἶπα.
-«Βλέπεις», μοῦ λέει. «Μέ ἀπασχολεῖ. Δέν ἔχω ἐλευθερωθεῖ. Ἔχω γαστριμαργία. Ἔχω τό νοῦ μου πότε θά ἔλθει ἡ ὥρα γιά νά φάω (περίμενε νά ἔλθει ἐννέα μέ τό βυζαντινό)». Εἶχε αὐτομεμψία. Πάλευε νά ἐλευθερωθεῖ τελείως ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά γήινη τροφή.
Κάποια φορά σέ μιά ἀπό τίς ἐπισκέψεις μου στό παμπάλαιο κελλί του στή Λαύρα μοῦ λέει:
-«Θέλω νά ξαναγυρίσω στό παλιό μου πρόγραμμα». Δηλ. ἤθελε νά ξαναρχίσει τά τριήμερα, ἐνῶ ἤδη ἦταν στή Λαύρα καί σέ προχωρημένη ἡλικία!!!.
-«Ἐσύ τί λές;»
Ζητοῦσε συμβουλή ἀπό ἕναν ἀρχάριο μοναχό, αὐτός πού εἶχε λειώσει στήν ἄσκηση, στήν προσευχή καί στήν μελέτη τῶν Πατέρων!!!
Ἐγώ δέν εἶχα καταλάβει καλά. Παρ’ ὅλα αὐτά τοῦ εἶπα:
-«Ὄχι».
-«Γιά νά τό λές κάπου τό ξέρεις, κάπου τό διάβασες, εἶσαι γνωστικός ἐσύ» μοῦ λέει.
Τοῦ ἄρεσε, πού συζητούσαμε μέ βάση τά Πατερικά βιβλία. Τόν Εὐεργετινό τή Φιλοκαλία καί τόν «Κλίμακα» (ὅπως τόν ἀποκαλοῦσε) τά «ἔπαιζε στά δάχτυλα».
-«Γιά τό πῶς πρέπει νά ζεῖς (ἐννοοῦσε σάν Μοναχός)» μοῦ ἔλεγε, «θά τά βρεῖς ὅλα στή Φιλοκαλία, στό λόγο τοῦ ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναῒτου. Πῶς πρέπει νά τρῶς, πῶς νά κοιμᾶσαι κλπ»[4].  


τέλεια κτημοσύνη του.

Ε
ἶχε σχεδόν πλήρη ἀκτημοσύνη.
Ὅσο ἦταν σχετικά καλά φρόντισε γιά τήν «περιουσία» του.
Σέ μία ἐπίσκεψή μας μέ τόν μακαριστό π. Παρθένιο, μᾶς τήν «παρέδωσε».
Ἦταν:
α) ἕνας ἐπιδιορθωμένος ἀρκετά μεγάλης χωρητικότητας τρίχινος τορβᾶς, ἔτσι τροποποιημένος πού νά φοριέται σάν σακκίδιο στήν πλάτη,
β) ἕνα χιλιομπαλωμένο ζωστικό μέ τεράστια μπαλώματα διαφορετικοῦ χρώματος, ραμμένα πρόχειρα μέ σπάγγο καί σακκοράφα καί
γ) δύο τεράστια βιβλία (Εὐεργετινός καί Φιλοκαλία)  μέ πολλά χαρτάκια ἀνάμεσα στά φύλλα τους, (σημειώσεις, παραπομπές κ.λ.π.) πού τώρα πιά δέν ἔβλεπε νά τά διαβάσει. Τά ἤξερε ὅμως σχεδόν ἀπ’ἔξω.

Ἤθελε παρόλη τήν ἡλικία του νά ξαναγίνει ἐρημίτης· νά ἔλθει καί νά μείνει κάπου στήν ἔρημο.
Μᾶς ἔλεγε ὅτι ἤθελε νά μείνει μαζί μας στήν Κερασιά.
Σέ ἄλλη ἐπίσκεψή μου ὅταν εἶχε «βαρύνει» πολύ, λίγο πρίν κοιμηθεῖ μοῦ εἶπε:
-«Κοίταξε! ὅταν πεθάνω νά μοῦ κάνεις 40Λείτουργο!... Εἶσαι ὑποχρεωμένος!... ἀφοῦ σέ σᾶς ἔδωσα τά πράγματά μου!». Ἦταν ἀπόλαυση νά τόν ἀκοῦς μέ τί ἔνταση, ἐπιθυμία καί χαριτωμένη ἀπαίτηση τό ἔλεγε.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο: Ἱερομ. Σάββα Ἁγιορείτου: Ἕνας ἀπό τούς τελευταίους.

[1] Στήν 9 τό ἀπόγευμα μέ τήν Βυζαντινή (Ἁγιορείτικη) ὥρα. Σύμφωνα μέ τήν Ἁγιορείτικη ὥρα τό ἡμερονύκτιο ἀρχίζει μέ τήν δύση τοῦ ἡλίου, ἡ ὁποία εἶναι πάντοτε ὥρα 12.
[2] Ἐπιδεινώθηκε ἡ σωματική του ὑγεία.
[3] Κυβικό ντουλάπι μέ τοιχώματα μεταλλικά διάτρητα ὥστε νά ἀερίζεται τό περιεχόμενό του (συνήθως κάτι φαγώσιμο» καί συγχρόνως νά προστατεύεται ἀπό τά ποντίκια, τά ἔντομα κ.λ.π.
[4] Ὑπάρχει στόν Ε΄ Τόμο τῆς Φιλοκαλίας, ἔκδοση Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1976, σελ.90. Ὁ λόγος ἐπιγράφεται: Τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, Περί τοῦ πῶς πρέπει νά λέγῃ ὁ καθένας τήν προσευχήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου