Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

23 Ιουλίου Συναξαριστής Φωκά του Νέου, Ιεζεκιήλ Προφήτου, Απολλιναρίου, Βιταλίου, Απολλωνίου Ιερομάρτυρα, των Αγίων Μαρτύρων που θανατώθηκαν από Βουλγάρους, των Αγίων Επτά Μαρτύρων εν Καρθαγένη, Σύναξις Ιωάννου Βαπτιστού, Εγκαίνια Ναού Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, Άννας Οσίας, Συμεών της Εμέσσας, Πελαγίας Οσίας, Θύρσου, Θεοφίλου του Νεομάρτυρα.

Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Φωκᾶς ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Τραϊανοῦ.
Ἐπειδὴ ἦταν χριστιανός, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν Ἀφρικανό, τὸν ἔπαρχο. Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ ἐρώτηση, τοῦ ὁμολόγησε ὅτι πιστεύει στὸν ἕναν καὶ μόνον ἀληθινὸ Θεό. Ὕστερα ἀπὸ αὐτήν του τὴν ὁμολογία, ὁ Ἀφρικανὸς ἄρχισε νὰ βρίζει τὸν Χριστὸ καὶ προσπάθησε νὰ χτυπήσει τὸν Ἅγιο. Τότε ἔγινε ἕνας τρομερὸς σεισμός, ὁ ἔπαρχος ἔπεσε κάτω καὶ κείτονταν νεκρὸς μαζὶ μὲ τοὺς στρατιῶτες του. Τότε ὁ Ἅγιος μετὰ ἀπὸ παράκληση τῆς γυναίκας του, τὸν ἀνάστησε.
Κατόπιν ὅμως οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ὁδήγησαν στὸν αὐτοκράτορα. Ἀλλὰ καὶ μπροστὰ σ' αὐτὸν ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὴν πίστη του στὸν Θεό. Ἀμέσως ὁ αὐτοκράτορας διέταξε νὰ ἀρχίσουν τὰ βασανιστήρια.
Πρῶτα τὸν κρέμασαν ἀπὸ ἕνα ξύλο καὶ τοῦ ἔσκισαν τὸ σῶμα μὲ σιδερένια νύχια καὶ μετὰ τὸν ἔριξαν μέσα σὲ ἕνα λάκκο μὲ ἀσβέστη. Στὸ τέλος τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα λουτρό, ὅπου εἶχαν ζεστάνει τὸ νερὸ πάρα πολύ.
Ἐκεῖ μετὰ ἀπὸ θερμὴ προσευχή, ὁ Ἅγιος παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο. Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Φῶς ἐκλάμπουσα, τῶν ἰαμάτων, κόσμῳ δέδεικται, τῶν σῶν λειψάνων, Ἱερομάρτυς ἡ θήκη ἡ ἔνθεος· ἧς τὴν σεπτὴν κομιδὴν ἑορτάζοντες, ἁγιασμὸν ἀληθῆ κομιζόμεθα. Φωκᾶ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς θησαυρὸν ἀνέκλειπτον, τῆς δωρεᾶς τοῦ Πνεύματος, τῶν ἱερῶν σου λειψάνων τὴν λάρνακα, περικυκλοῦντες ἔνδοξε, ψυχικῶν νοσημάτων, καὶ παντοίων παθῶν ἰάσεις λαμβάνομεν, Φωκᾶ ἀνευφημοῦντες, τὰ θεῖά σου κατορθώματα.

Μεγαλυνάριον.
Βρύει τοῖς ἐν κόσμῳ ποταμηδόν, ἐκ πηγῶν ἀΰλων, σβτηρίους ἐπιρροάς, ἡ σεπτή σου θήκη, Φωκᾶ Ἱερομάρτυς, ἐξ ὧν ἀεὶ ἀντλοῦντες, σὲ μεγαλύνομεν.




Ὁ Προφήτης Ἰεζεκιήλ

Ἔζησε στὰ χρόνια του Ναβουχοδονόσορα, κατὰ τὸν ἕκτο αἰώνα π.Χ. (κατ’ ἄλλους τὸ 477 π.Χ.). Ὁ πατέρας του ἦταν Ἱερέας καὶ ὀνομαζόταν Βουζί.
Ἡ ἀνατροφὴ τοῦ Ἰεζεκιὴλ ὑπῆρξε πολὺ ἐπιμελημένη, μέσα στὰ πλαίσια τῶν αὐστηρῶν ἠθῶν τῆς πατροπαράδοτης θρησκείας. Ἦταν ἀμείλικτος ἐχθρὸς κάθε κακίας καὶ ἁμαρτίας καὶ ἤλεγχε μὲ θάρρος τοὺς ὑπερόπτες καὶ ἀλαζονικοὺς ἄρχοντες. Ὁ Ἰεζεκιὴλ ἦταν πολὺ ἀγαπητὸς στὸ λαὸ καὶ πολλοὶ προσέρχονταν σ’ αὐτόν, ἀκόμα καὶ πρεσβύτεροι Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς συμβουλές του.
Οἱ προφητεῖες του ἀναφέρονται κυρίως στὴν καταστροφὴ τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ μετά. Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἰεζεκιὴλ φονεύθηκε ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Γάδ, ἐπειδὴ ἤλεγχε τὶς εἰδωλολατρικές τους ροπές. Τάφηκε στὴ σημερινὴ Βαγδάτη τοῦ Ἰράκ.
Ἂς ἀναφέρουμε, ὅμως, μερικὰ λόγια τοῦ προφήτη, ποὺ δίνουν ἀθάνατα μηνύματα ζωῆς αἰωνίου: «Καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς μὲ λέγων... ὅτι πᾶσαι αἱ ψυχαὶ ἐμαὶ εἰσὶν ... ἡ ψυχὴ ἡ ἁμαρτάνουσα, αὐτὴ ἀποθανεῖται. Ὁ δὲ ἄνθρωπος ὃς ἔσται δίκαιος, ὁ ποιῶν κρίμα καὶ δικαιοσύνην ... ζωὴ ζήσεται, λέγει Κύριος».
Δηλαδή, ὁ Κύριος μίλησε σὲ μένα καὶ εἶπε: «κάθε ζωὴ ἀνθρώπου εἶναι δική μου. Αὐτὸς ποὺ ἁμαρτάνει, αὐτὸς καὶ θὰ τιμωρηθεῖ μὲ θάνατο. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ποὺ εἶναι δίκαιος, αὐτὸς ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολές μου καὶ φέρεται μὲ δικαιοσύνη, αὐτὸς θὰ ζήσει αἰώνια, λέγει ὁ Κύριος».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Θείας πίστεως
Θείου Πνεύματος, τῇ ἐπιπνοίᾳ, προκατήγγειλας, Θεοῦ Προφῆτα, ἐσομένων μυστηρίων τὴν ἔκβασιν· τὴν τοῦ Σωτῆρος ἀπόρρητον κένωσιν, καὶ αἰωνίων νεκρῶν τὴν ἀνάστασιν· Ἰεζεκιὴλ ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Καταυγασθεὶς τῇ θεϊκῇ ἐπιλάμψει, τῆς προφητείας, ὑπεδέξω τὴν χάριν, προζωγραφῶν τὰ μέλλοντα τῷ κόσμῳ τυπικῶς, πύλην ἀδιόδευτον, προϊδὼν τὴν Παρθένον, ἐξ ἧς ὁ Λόγος ἔλαμψεν, ὡς ποιμὴν ἐν τῷ κόσμῳ, Ἰεζεκιὴλ Προφῆτα τοῦ Θεοῦ, καὶ τῆς κατάρας ἡμᾶς ἐλυτρώσατο.

Μεγαλυνάριον.
Ἔσοπτρον ἐδείχθης εἰλικρινές, Τρισηλίου δόξης, ὦ Προφῆτα Ἰεζεκιήλ, καὶ τῶν ἐσομένων, ἐδέξω τὰς ἐμφάσεις, Χριστοῦ προαγορεύσας, τὴν ἐνανθρώπησιν.





Ὁ Ἅγιος Ἀπολλινάριος Ἐπίσκοπος Ραβέννας

Ὑπῆρξε μαθητὴς καὶ ἀκόλουθος τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια στὴ Ρώμη. Ἔπειτα ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο Ραβέννας.
Ἐκεῖ ὁ Ἀπολλινάριος ἐργάστηκε μὲ πολὺ ζῆλο γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κατόρθωσε τὸν φωτισμὸ πολλῶν εἰδωλολατρῶν, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν κακοποιήσουν. Ἀργότερα ὁ Ἀπολλινάριος θεράπευσε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὸν Βονιφάτιο, διακεκριμένο μέλος τῆς κοινωνίας τῆς Ραβέννας, ποὺ ἦταν κωφάλαλος καὶ τὴν κόρη του, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Τὸ γεγονὸς αὐτό, ἔφερε πολλοὺς εἰδωλολάτρες στὴν πίστη τοῦ Χρίστου καὶ οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν τὸν βασάνισαν σκληρά.
Ἔπειτα ὁ Ἀπολλινάριος ἀναχώρησε στὴν Αἰμυλία, ὅπου ἀνέστησε τὴν κόρη τοῦ πατρικίου Ρουφίνου, ποὺ ὁλόκληρη ἡ οἰκογένειά του προσῆλθε στὸν Χριστό. Τότε ὁ ἔπαρχος τῆς πόλης, ἀφοῦ τὸν βασάνισε τὸν ἔβαλε σ' ἕνα πλοῖο γιὰ νὰ τὸν ἐξορίσει. Τὸ πλοῖο ὅμως ναυάγησε, ὁ Ἀπολλινάριος σώθηκε, βγῆκε στὴ Μοισία τῆς Θράκης καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπέστρεψε στὴ Ραβέννα. Μόλις ἔφτασε τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακὴ μὲ τὴν εὐθύνη κάποιου ἑκατόνταρχου. Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως ἦταν χριστιανὸς καὶ τὸν ἄφησε νὰ φύγει. Ὅταν τὸ ἔμαθαν αὐτὸ οἱ Ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, ἔστειλαν ἀνθρώπους τους, οἱ ὁποῖοι τὸν πρόλαβαν στὸ δρόμο καὶ τὸν χτύπησαν τόσο ἄγρια, ὥστε τὸ σῶμά του παραμορφώθηκε πνιγμένο στὰ αἵματα. Τὸν νόμισαν πεθαμένο καὶ τὸν ἄφησαν, ἀλλὰ χριστιανοὶ τὸν παρέλαβαν καὶ τὸν περιποιήθηκαν.
Μετὰ ἑπτὰ ἡμέρες ὅμως, ἀφοῦ εὐλόγησε τὰ πνευματικά του παιδιά, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν στεφανοδότη Θεό.





Ὁ Ἅγιος Βιτάλιος ὁ Μάρτυρας

Μαρτύρησε τὸ ἔτος 62 μ.Χ. Ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ὁπλοποιοῦ καὶ ἀνῆκε στοὺς ἔνθερμους Χριστιανοὺς τῶν χρόνων ἐκείνων.
Ὅταν κάποτε στὴ Ραβέννα ἦταν παρὼν στὰ βασανιστήρια κάποιου γιατροῦ, Οὐρσικίνου ὀνομαζόμενου, ταράχτηκε καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ ἐνθάρρυνε τὸν γιατρὸ στὸ μαρτύριο. Μὲ ἀποτέλεσμα ὁ γιατρὸς νὰ ὑποστεῖ μὲ γενναιότητα τὸ μαρτύριο. Τότε ὁ δικαστὴς Παυλῖνος διέταξε νὰ συλλάβουν τὸν Βιτάλιο καὶ νὰ τὸν βασανίσουν. Γεμάτος ἀπὸ αἵματα, ὁ Βιτάλιος, ὁδηγήθηκε σ' ἕνα βαθὺ λάκκο, ὅπου τὸν θανάτωσαν ρίχνοντάς του μεγάλες πέτρες.
Ἀλλὰ ἡ θεία δίκη δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Τὸν Βιτάλιο κατάγγειλε στὸν Παυλῖνο κάποιος ἱερέας τῶν εἰδώλων, ποὺ καὶ αὐτὸς ἦταν ἐκεῖ καὶ ἔριχνε πέτρες στὸν Βιτάλιο. Ξαφνικὰ ὅμως, τὸν κατέλαβε δαιμόνιο καὶ μὲ σπασμοὺς φώναξε μὲ ἄγρια φωνή: «Βιτάλιος ὁ μάρτυς τοῦ Χρίστου μὲ κατακαίει σκληρά» καὶ στὴν παραφροσύνη του ρίχτηκε στὸ ρεῦμα τοῦ κοντινοῦ ποταμοῦ καὶ πνίγηκε.





Ὁ Ἅγιος Ἀπολλώνιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ρώμης

Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν θανάτωσαν μὲ ἐκτοξευόμενα βέλη καὶ κατόπιν τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά.
(Ἐπίσκοπος Ρώμης ὅμως μὲ τέτοιο ὄνομα δὲν ὑπῆρξε. Ὁ δὲ Παρισινὸς Κώδ. 223 Coislin καλεῖ τὸν Ἅγιο αὐτὸν ἁπλὰ Ἱερομάρτυρα).





Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ποὺ θανατώθηκαν ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους

Ὁ βασιλιὰς τοῦ Βυζαντίου Νικηφόρος ὁ Πατρίκιος, τὸ 811, βγῆκε ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ὅλα του τὰ στρατεύματα, τὸν γιό του Σταυράκιο καὶ τὸν γαμπρό του Μιχαήλ, γιὰ νὰ πολεμήσει τοὺς Βουλγάρους. Ἡ μάχη ἦταν σκληρὴ καὶ ὁ Νικηφόρος νίκησε κατὰ κράτος. Ἀντὶ ὅμως νὰ μεριμνήσει γιὰ τὴν τακτοποίηση τῶν στρατευμάτων του μετὰ τὴ νίκη, ἐπιδόθηκε σὲ τσιμπούσια καὶ οἰνοποσίες. Οἱ Βούλγαροι ἀνασυντάχθηκαν καὶ τὴν νύχτα ἔπεσαν κατὰ τῶν Βυζαντινῶν στρατευμάτων, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ τοὺς διαλύσουν. Ὁ ἴδιος ὁ βασιλιὰς θανατώθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχηγὸ τῶν Βουλγάρων Κροῦμο.
Ὅσοι στρατιῶτες συνελήφθηκαν, οἱ Βούλγαροι τοὺς ἐξεβίαζαν ν’ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτοὶ ἀρνοῦνταν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν, ἄλλους θανάτωσαν μὲ ἀποκεφαλισμὸ καὶ ἄλλους μὲ ἀπαγχονισμό.





Οἱ Ἅγιοι Ἑπτὰ Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν στὴν Καρθαγένη (κατ’ ἄλλους στὴ Χαλδία (Χαλκηδόνα)

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων Μαρτύρων.





Σύναξις Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστὴ ἐν τοὶς Ὀλύμπου πλησίον τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.





Ἐγκαίνια Ναοῦ Ἀρχιστρατήγου Μιχαήλ «ἐν Σκάλλαις» (ἢ Χάλλαις)

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό.





Ἡ Ὁσία Ἄννα ἡ ἐν τῷ Λευκαδίῳ (ἢ Λευκάτη)

Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Θεοφίλου τοῦ εἰκονομάχου (829 – 842) καὶ ἦταν κόρη πλούσιας καὶ ἐπίσημης οἰκογένειας. Ἡ ἴδια εἶχε ἄφθονα σωματικὰ καὶ πνευματικὰ χαρίσματα διότι ἀνατράφηκε ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου.
Μετὰ τὸν θάνατο τῶν γονέων της, ἔγινε κληρονόμος τῆς μεγάλης πατρικῆς περιουσίας, ποὺ μέρος της διαμοίρασε στοὺς φτωχούς. Ἀλλὰ τὴν ὡραία αὐτὴ κόρη, ἀγάπησε κάποιος Ἀγαρηνός, ποὺ διέμενε στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ ζήτησε σὲ γάμο, μὲ τὴν συγκατάθεση τοῦ βασιλιὰ Βασιλείου. Ἡ Ἄννα δὲν δέχτηκε καὶ μὲ δάκρυα προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπ' αὐτὸν τὸν πειρασμό. Πράγματι ὁ Θεὸς ἄκουσε τὶς προσευχές της καὶ ὁ Ἀγαρηνὸς πέθανε.
Τότε ἡ Ἄννα, ἐντάχθηκε σὲ κάποιο μοναστήρι τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ σκληρότατη ἄσκηση καὶ προσευχή. Ἔτσι ἀσκητικὰ ἀφοῦ πέρασε γιὰ 50 χρόνια, μετὰ ἀπὸ βραχύχρονη ἀσθένεια, παρέδωσε τὴν μακαρία ψυχή της στὸ Θεό.
Τὸ δὲ τίμιο λείψανό της, μετὰ ἀπὸ χρόνια ὅταν ἐκτάφηκε, βρέθηκε σῶο καὶ εὐωδίαζε ὁλόκληρο θεία εὐωδία, καὶ ἔκανε πολλὰ καὶ διάφορα θαύματα.





Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός τῆς Ἐμμέσας (Ρῶσος)

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.





Ἡ Ἁγία Πελαγία ἡ Τηνία

Ἡ Πελαγία ἦταν κόρη τοῦ παπᾶ Νικηφόρου Νεγρεπόντη. Ἡ μητέρα της ἦταν ἀπὸ  τὸν Τριπόταμο τῆς Τήνου καὶ ἀνῆκε στὴν  οἰκογένεια Φραγκούλη.
Γεννήθηκε τὸ 1752 στὸ χωριὸ Κάμπο τῆς Τήνου καὶ τὸ κοσμικό της ὄνομα ἦταν Λούκια. Ἀπὸ διάφορα ἔγγραφα φαίνεται ὅτι εἶχε ἀκόμα τρεῖς ἀδελφές. Ἡ οἰκογένειά της διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγνὴ πίστη καὶ τὴν προσήλωση στὰ θρησκευτικὰ ἰδεώδη. Λίγα χρόνια μετὰ τὴ γέννηση τῆς Λουκίας ὁ πατέρας της πέθανε. Ἦταν τότε 12 χρονῶν καὶ ἔδειχνε σημάδια ἔντονης ἐπιθυμίας νὰ ἀφιερωθεῖ καὶ νὰ ὑπηρετήσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οἱ δυσκολίες τῆς ζωῆς ἔκαναν τὴν μητέρα της νὰ τὴ στείλει στὸν Τριπόταμο, στὴν κάπως πιὸ εὐκατάστατη ἀδελφή της. Ἐκεῖ ἡ Λούκια ἔμεινε τρία χρόνια καὶ συχνὰ ἐπισκεπτόταν τὴν ἄλλη θεία της, ποὺ ἦταν μοναχὴ στὴ Μονὴ Κεχροβουνίου.
Ἔνοιωσε τότε ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκολουθήσει τὸν μοναχικὸ βίο καὶ σὲ ἡλικία 15 χρόνων μπῆκε στὸ Μονστήρι σὰν δόκιμη, ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τῆς θείας της, μοναχῆς Πελαγίας. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα ἔγινε καὶ ἡ ἴδια μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Πελαγία. Ὡς μοναχὴ ἀφοσιώθηκε μὲ ψυχὴ καὶ σῶμα στὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ἀνακούφιση τῶν πασχόντων. Ἡ ἁγνότητα τῆς ψυχῆς της, ἡ ὁσιότητα τῆς ζωῆς της, ἡ αὐταπάρνησή της, ἡ μυστικὴ ζωή της κι ὁ πόθος της γιὰ λύτρωση συνετέλεσαν ὥστε ἡ μοναχὴ Πελαγία νὰ γίνει τὸ «σκεῦος ἐκλογῆς» γιὰ ν' ἀποκαλυφθεῖ σ’ αὐτὴν ἡ Παναγία γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἁγίας εἰκόνας της στὸν ἀγρὸ τοῦ Δοξαρᾶ στὴν πόλη τῆς Τήνου (30 Ἰανουαρίου 1823), γεγονὸς ποὺ ἔμελλε νὰ κάμει τὴν Τῆνο ἱερὸ νησὶ καὶ νὰ κατατάξει τὴν Πελαγία μεταξὺ τῶν Ἁγίων.
Τὸ γεγονὸς δὲ αὐτὸ συνέβη ὅταν ἡ Ὁσία ἦταν 73 χρόνων καὶ ἀρχιερέας Τήνου ἦταν ὁ Γαβριήλ. Ἡ Ὁσία Πελαγία ἔκανε, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀρκετὰ θαύματα πρὶν καὶ μετὰ τὸν θάνατό της, ὁ ὁποῖος ἦλθε στὶς 28 Ἀπριλίου 1834 καὶ τάφηκε στὸ ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν τοῦ μοναστηριοῦ.
Τὸ 1973 ὅμως, κτίστηκε μεγαλοπρεπὴς ναὸς στὸ ὄνομά της, ὅπου φυλάσσεται καὶ προσκυνεῖται ἡ ἁγία κάρα της σήμερα. Ἀνακηρύχτηκε ἁγία μὲ Συνοδικὴ Πατριαρχικὴ Πράξη στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1970 καὶ ἡ μνήμη της ὁρίστηκε νὰ τιμᾶται στὶς 23 Ἰουλίου, τὴν ἡμέρα δηλαδὴ τοῦ ὁράματός της.

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀμέμτπως ἐβίωσας ἐν ἐγκράτειᾳ πολλῇ, καὶ κόποις ἀσκήσεως, καὶ ἐν ἀγάπῃ θερμῇ, Πελαγία θεόληπτε· ὅθεν τὴν Θεοτόκον, ἐπαλλήλως κατεῖδες, μηνύουσάν σοι Εἰκόνος, τὴν ἀνεύρεσιν ταύτης· ᾗ πρέσβευε Ὁσία, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ζωὴν θεοφιλῆ, διανύσασα Μῆτερ, ἀσκήσει ἀρετῶν, καὶ ἠθῶν εὐκοσμίᾳ, θεράπαινα πεφήνας, τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος. Ὅθεν χαίρουσα, Κεχροβουνίου ἡ Μάνδρα, μακαρίζει σε, ὦ Πελαγία θεόφρον, τιμῶσα τὴν Κάραν σου.

Μεγαλυνάριον.
Χάριν Πελαγία εὗρες πολλήν, τῇ σῇ ἐναρέτῳ, καὶ ἁγίᾳ Μήτερ ζωῇ, τῆς Ἁγνῆς Παρθένου, διάκονος φανεῖσα, ᾗ πρέσβευε Ὁσία, ὑπὲρ τῆς ποίμνης σου.





Ὁ Ἅγιος Θύρσος

Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες τῆς Καρπασίας. Στὸν χριστιανικὸ κόσμο εἶναι περισσότερο γνωστὸς μὲ τὸ λαϊκὸ ὄνομα «Ἅης Θέρισσος» καὶ εἶναι ἕνας πολὺ σεβαστὸς κι ἀγαπητὸς Ἅγιος.
Δυστυχῶς καὶ γι' αὐτὸν οἱ πληροφορίες ποὺ ἔχουμε ἀπὸ τὸ συναξάρι καὶ τὴν ἀκολουθία του, εἶναι πολὺ φτωχὲς καὶ περιορισμένες.
Λίγα πράγματα μᾶς λένε γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση του. Μερικοὶ μάλιστα ἀμφισβητοῦν, ἂν αὐτὸς ὑπῆρξε ἱεράρχης ἢ ὅσιος ἢ μάρτυρας.
Καὶ τοῦτο, γιατί μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα εἶναι καὶ ἕνας ἄλλος ἅγιος, ποὺ ἔζησε στὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου καὶ ποὺ μαρτύρησε στὸν Ἑλλήσποντο.
Ὅμως ὁ Ἅγιος Θύρσος τῆς Καρπασίας εἶναι ἱεράρχης.
Τέτοιο τὸν παρουσιάζουν οἱ εἰκόνες του, ὅσο κι οἱ σχετικὲς παραδόσεις.
Πότε γεννήθηκε καὶ ποῦ, μὰ καὶ ποιὰ ὑπῆρξε ἡ δράση του δὲν γνωρίζουμε. Ἀπὸ τὴν ἀκολουθία του μανθάνουμε πὼς ὑπῆρξε «θρέμμα κάλλιστον τῶν Καρπασέων»  καὶ ὅτι «ἐκ Βρέφους» πόθησε ἐπιμελῶς τὴν ἀρετή.
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ὑμνογράφου μᾶς βοηθοῦν νὰ δεχτοῦμε τὸν Ἅγιό μας σὰν ἕνα πρόσωπο ποὺ γεννήθηκε στὴν ὄμορφη ἐπαρχία τῆς Κύπρου, τὴν Καρπασία. Κι ἀφοῦ «ἐκ βρέφους» δηλαδὴ ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία πόθησε τὴν ἀρετή, θὰ πρέπει καὶ οἱ γονεῖς του νὰ ἦταν εὐσεβεῖς κι ἐνάρετοι. Καὶ σὰν τέτοιοι, αὐτοὶ θὰ ἔρριψαν στὴν ψυχή του γιὰ πρώτη φορὰ τὰ σπέρματα μιᾶς ἁγνῆς, ἀνώτερης πνευματικῆς ζωῆς. Ἐπίσης ἀπὸ νωρὶς αὐτοὶ θὰ φρόντισαν νὰ συνδέσουν τὸ παιδί τους μὲ τὴν πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ τῆς δυνάμεως, τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία.
Ἡ κατοπινὴ ἐξέλιξη τοῦ μεγάλου Πατέρα μᾶς ὑποχρεώνει νὰ δεχτοῦμε τὴ θεοσεβῆ οἰκογένεια, σὰν μία «κατ’ οἶκον Ἐκκλησία», ποὺ κέντρο τῶν ἐνδιαφερόντων της εἶχε μόνο τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά του.
Μὲ τῆς φαντασίας τὴ συνδρομὴ προχωροῦμε νὰ δοῦμε μερικὲς σκηνὲς ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς εὐλογημένης αὐτῆς οἰκογενείας.
ΣΚΗΝΗ 1. Χειμωνιάτικο Βράδυ. Μαζεμένα γύρω ἀπὸ τὴ φωτιὰ ὅλα τὰ πρόσωπα, ὕστερα ἀπὸ τὴν βαριὰ δουλειὰ τῆς ἡμέρας, κάθονται καὶ συνομιλοῦν. Ὁ πατέρας κρατάει στὰ χέρια ἕνα πάπυρο. Τί νὰ ‘ναι τάχα; Μερικὲς σελίδες ἀπ’ τὴν Κ. Διαθήκη. Στὸ λιγοστὸ φῶς τοῦ λύχνου παίρνει καὶ διαβάζει. Κι ὕστερα τὸ τυλίγει πάλι κι ἀρχίζει ἡ συζήτηση: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Μακάριοι οἱ πτωχοὶ στὸ πνεῦμα. Καλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε ταπεινὴ γνώμη γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Γιατί ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ θρησκεία τῆς ταπεινώσεως. Οἱ μυστηριώδεις ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ ξεσκεπάζονται μόνο στοὺς ταπεινόφρονες. Μιλᾶ ὁ ἕνας, ἀκοῦν οἱ ἄλλοι. Κάτι προσθέτει ὁ καθένας. Στὸ τέλος σηκώνονται. Κάνουν τὴν προσευχή τους κι ὕστερα μὲ τὴν ψυχὴ γαληνεμένη πᾶνε νὰ κοιμηθοῦν.
ΣΚΗΝΗ 2. Καλοκαιριάτικη νύχτα. Ἡ οἰκογένεια κάθεται στὴν αὐλή. Σ’ ἕνα κάθισμα πεσμένο εἶναι ἕνα κάνιστρο μὲ μερικὰ κομμάτια ψωμὶ καὶ λίγα χόρτα. Ἡ οἰκογένεια ἔκαμε τὴν προσευχή της καὶ παίρνει τὸ δεῖπνο της. Τὰ πρόσωπα μιλοῦν μὲ ἀγάπη μεταξύ τους. Κάποια στιγμὴ ὁ πατέρας ἀρχίζει ἕνα ὕμνο: «Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν τοὶς ὑψίστοις. Αἰνεῖτε αὐτὸν πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, αἰνεῖτε αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ. Αἰνεῖτε αὐτὸν ἥλιος καὶ σελήνη· αἰνεῖτε αὐτὸν πάντα τὰ ἄστρα καὶ τὸ φῶς.» (Ψαλμ. 148). Στὸ τέλος ἡ οἰκογένεια σηκώνεται. Οἱ ψυχὲς λουσμένες ἀπ’ τὸ φῶς τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῆς ἐλπίδας καληνυχτίζουν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη καὶ πηγαίνουν στὸ κρεβάτι.
ΣΚΗΝΗ 3. Κυριακάτικο πρωινό. Ἡ οἰκογένεια εἶναι ἕτοιμη. Τὸ κάθε πρόσωπο εἶναι ντυμένο μὲ τὰ πιὸ καθαρά του ροῦχα. Τὰ παιδιὰ προχωροῦν μπροστά. Πίσω οἱ γονεῖς. Ποῦ πᾶνε; Γιὰ τὴν ἐκκλησία. Φτάνουν. Κάνουν τὸν σταυρό τους κι εἰσέρχονται μὲ εὐλάβεια. Μὲ προσοχὴ παρακολουθοῦν τὸ Μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ ἀκοῦν τοῦ Χριστοῦ τὰ λόγια. Τὰ λόγια ποὺ στ’ ἀλήθεια εἶναι τὰ μόνα ἱκανὰ νὰ μορφώσουν πραγματικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὴ σωτηρία.
Τρεῖς σκηνές! Σκηνὲς γεμάτες νόημα, εἰρήνη, εὐλογία! Ποιὸς μπορεῖ νὰ μὴ τὶς ζηλέψει καὶ νὰ μὴ τὶς νοσταλγήσει; Μπορεῖ νὰ συγκριθοῦν αὐτὲς μὲ τὸν σημερινὸ τρόπο ζωῆς τόσων καὶ τόσων αὐτοκαλουμένων χριστιανικῶν οἰκογενειῶν; Ἐδῶ τοῦ κόσμου τὰ ἀγαθά. Ἐκεῖ ἡ λιτότης, ἡ φτώχεια. Ἐδῶ οἱ φωνές, τὰ νεῦρα, ἡ ἀπογοήτευση, τὸ ἄγχος. Ἐκεῖ ἡ ἀγάπη, ἡ γαλήνη, ἡ χαρά. Γιατί τόση καὶ τέτοια διαφορά; Γιατί ἐκεῖ βασίλευε ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια, ἡ ζωή. Ναί! ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου!
Στὸ χωριό του ὁ Θύρσος θὰ πρέπει νὰ ἔμαθε καὶ τὰ λίγα γράμματα, τὰ παπαδογράμματα τῶν χρόνων ἐκείνων. Ἡ μελέτη ὅμως τῆς Γραφῆς ἡ τακτικὴ καὶ προσεκτικὴ πλούτιζε καθημερινὰ τὶς γνώσεις του καὶ καλλιεργοῦσε πλούσια τὴν ἁγνὴ ψυχή του. Τὴν καλλιεργοῦσε τόσο, ὥστε μικροὶ καὶ μεγάλοι μὲ τὸν καιρὸ νὰ τρέχουν σ’ αὐτὸν μὲ λαχτάρα, γιὰ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του τὰ φρόνιμα λόγια, τὰ ἁγνά, τὰ γεμάτα ἀπὸ χάρη «τὰ ἁλάτι ἠρτυμένα» (Κολασ. δ’, 6) κατὰ τὸν θεῖο Ἀπόστολο.
Ἔτσι ἔζησε τὰ παιδικὰ καὶ ἐφηβικά του χρόνια ὁ Ἅγιος. Μὲ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τὸν ἀγώνα νὰ ἐπιτύχει τὸν ἁγιασμὸ τοῦ σώματος. Ὅταν ἔφτασε στὴ νεανικὴ ἡλικία, τότε προσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ κλήρου κι ὑπηρέτησε ὡς διάκονος καὶ ἱερέας στὴν γενέτειρά του, τὴν Καρπασία. Ἀργότερα, ὅταν χήρεψε ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος, δὲν δίστασε μπροστὰ στὶς παρακλήσεις ὅλων νὰ ἀποδεχθεῖ τὴν κλήση καὶ νὰ ἀναλάβει καὶ τὸ ὑψηλὸ ὑπούργημα τοῦ ἐπισκόπου. Τὸ ἀνέλαβε καὶ τὸ τίμησε.
Ἡ δράση του ὡς ἐπισκόπου πρέπει νὰ ὑπῆρξε ἀξιόλογη. Ἡ ἐποχὴ τῆς χειροτονίας του συμπίπτει μὲ περίοδο «πολιτικῶν ἀνωμαλιῶν» γιὰ τὸ μαρτυρικὸ νησί μας. Οἱ διωγμοὶ κι ὁ πόνος πλάκωνε τὶς καρδιές. Χρειαζόταν ὁ ἐνισχυτής, ὁ παρηγορητής, ὁ δυνατὸς κήρυκας ποὺ θὰ φλόγιζε καὶ πάλι τὶς ψυχὲς καὶ θὰ τὶς ξεκούραζε. Καὶ σὰν τέτοιος βρέθηκε ὁ Δεσπότης.
Μὲ τὶς ἐπισκέψεις του στὰ χωριὰ καὶ τὴν ὕπαιθρο, τὶς συνεχεῖς ἐπισκέψεις του, μὰ καὶ τὴ συμπεριφορά του τὴν πατρική, διασκέδασε τὸν πόνο κι ἔδωκε πάλι στὶς πονεμένες καρδιὲς τὴν παρηγοριά, τὴν ἐλπίδα, τὴ χαρά. Στὸ πρῶτο τροπάριο τῆς ἀκολουθίας του, τοῦ Ἑσπερινοῦ, διαβάζουμε: «Καὶ Καρπασέων πόλεις ἐφαίδρυνας, διὰ τοῦ τρόπου τῆς πολιτείας σου, ὢ παμμακάριστε...» Ἡ φράση αὐτὴ μᾶς βοηθᾶ πολλὰ νὰ νοήσουμε καὶ νὰ φανταστοῦμε. Τὶς πονηρὲς ἐκεῖνες μέρες ὁ μακάριος ἀθλητὴς πρέπει νὰ ἔγινε τοῦ ποιμνίου του ἡ ψυχῆ καὶ ὁ παρήγορος ἄγγελος. Ἡ πόρτα τοῦ ἐπισκοπείου του ἦταν πάντα ἀνοικτή. Ἐκεῖ οἱ πεινασμένοι βρίσκανε τὸ ψωμί, οἱ κατατρεγμένοι τὴν ἀσφάλεια, οἱ πονεμένοι τὴν παρηγοριά, οἱ ὀρφανοὶ τὸν πατέρα κι ὁ καθένας ὅτι εἶχε ἀνάγκη. Σύνθημα τῆς ζωῆς του εἶχε βάλει ὁ σπλαγχνικὸς καὶ θεοφιλὴς ἐπίσκοπος τὰ λόγια τοῦ θείου Παύλου: «Τοὶς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα, ἴνα πάντως τινὰς σώσω».  Κι αὐτὸς ἔγινε «τοὶς πᾶσι τὰ πάντα». Ἔγινε γιὰ ὅλους τὰ πάντα, χωρὶς μονάχα νὰ παραβεῖ ποτὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν οἱ ἐσωτερικὲς ἀνωμαλίες συγκλόνιζαν τὶς κοινότητες, ὁ φλογερὸς ἐπίσκοπος ἔτρεχε κοντὰ στὰ φοβισμένα καὶ πονεμένα παιδιά του, πότε πεζοπορώντας μίλια μακριά, πότε καβάλα σὲ κανένα γαϊδουράκι – τί πολυτέλεια ἀλήθεια! – γιὰ νὰ ἐνισχύσει καὶ ξεκουράσει καὶ τονώσει.
- Παιδιά μου, τοὺς ἔλεγε συχνά. «Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι». Ἂς κάμνουν ἐπιδρομὲς οἱ ἐχθροί του Χριστοῦ. Κι ἂς ἁρπάζουν τὶς περιουσίες καὶ τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν μας. Ὁ Κύριος δὲν θὰ μᾶς ἐγκαταλείψει. Μᾶς τὸ ὑπόσχεται! «Μὴ ἐπιλήσεται γυνὴ τοῦ παιδιοῦ αὐτῆς τοῦ μὴ ἐλεῆσαι τὰ ἔκγονα αὐτῆς; Εἰ δὲ καὶ ταῦτα ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλὰ ἐγὼ οὐκ ἐπιλήσομαί σου, λέγει Κύριος».  Μήπως εἶναι δυνατόν, ἡ μητέρα νὰ λησμονήσει ποτὲ τὰ σπλάγχνα της, τὰ παιδιά της; Ἀλλὰ κι ἂν ὑπάρξει τέτοια μητέρα, ἐγὼ ὅμως ποτὲ δὲν θὰ σὲ ξεχάσω, λέγει καὶ βεβαιώνει ὁ Κύριος. Ναί! Δὲν θὰ μᾶς ξεχάσει ὁ ἅγιος Θεός. Μᾶς δοκιμάζει μόνο. «Μᾶς δοκιμάζει πρὸς τὸ συμφέρον! Νά ‘στε βέβαιοι, πὼς κάποια μέρα καὶ πολὺ σύντομα θὰ ἐξαλείψει τὰ δάκρυά μας καὶ θὰ μᾶς δώσει πάλι τὴ χαρά. Τὸ Ἔθνος μας, θὰ ζήσει καὶ θὰ θριαμβεύσει». Πόσο ἐπίκαιρα εἶναι τὰ λόγια τοῦτα τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου καὶ γιὰ τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς τοῦ ἀναξιοπαθοῦντος μαρτυρικοῦ νησιοῦ.
Τὰ προφητικὰ λόγια τοῦ οὐρανόσταλτου ἱεράρχου πραγματοποιήθηκαν κι οἱ προβλέψεις τοῦ ἐπαληθεύθησαν. Οἱ Ἄραβες διατήρησαν κάποιο ἔλεγχο πάνω στὸ νησί μας μέχρι τὸν καιρὸ τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ. Ὁ μεγάλος αὐτὸς στρατηγὸς κι ἀργότερα αὐτοκράτορας κατὰ τὸ 965 λευτέρωσε τὴν Κύπρο μας ἀπὸ τὴν ἐξουσία τους καὶ τὴν ἔκαμε ξανὰ ἐπαρχία τῆς μεγάλης μας Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
Ὁ φλογερὸς πόθος τοῦ Ἁγίου νὰ ζεῖ ἀπερίσπαστα κοντὰ στὸν Θεό, τὸν ἔκαμε μόλις βρῆκε τὸν κατάλληλο διάδοχο νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ Ἀρχιερέα. Ναί! Νὰ παραιτηθεῖ καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ μία σπηλιὰ στὴ βόρεια ἀκτὴ τῆς Καρπασίας καὶ ἐκεῖ νὰ ζήσει τὰ ὑπόλοιπα χρόνια τῆς ζωῆς του ὡς ἀσκητής.
Στὸ ἡσυχαστήριό του πλήθη πιστῶν τὸν ἐπεσκέπτοντο καθημερινά, γιὰ ν’ ἀκούσουν τὰ λόγια καὶ τὶς συμβουλές του καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του. Στὴ σπηλιὰ αὐτὴ ἔμεινε μέχρι τέλους. Μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση «ἐκάθηρε τᾶς αἰσθήσεις» καὶ ἀναδείχθηκε «κανών, ἀσκητῶν τὸ καύχημα, Κυπρίων τὸ μέγα εὖχος, καὶ Καρπασέων ἀγλάϊσμα».
Ὁ θάνατός του καταλύπησε τοὺς πάντας. Μὲ δάκρυα τὰ πνευματικά του παιδιὰ κήδεψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του καὶ δίπλα στὴ σπηλιὰ ποὺ ἀσκήτεψε, ἔκτισαν ἕνα ὄμορφο ναὸ μέσα στὸν ὁποῖο σὲ μιὰ λάρνακα φύλαξαν τὰ Ἱερὰ λείψανά του.
Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ζοῦσε, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἕνα τέτοιο θαῦμα εἶναι καὶ τοῦτο: Ἕνας χριστιανὸς ἀπ' τὸ Καρπάσι πόνεσε πολὺ στὰ μάτια του. Ὑπέφερε γιὰ καιρό· τὸ ἕνα μάλιστα ἀπὸ τὰ μάτια κατέβασε μέσα ἄσπρο καὶ δὲν ἔβλεπε τίποτα. Μὴ ἔχοντας τί νὰ κάμει θυμήθηκε τὸν Ἅγιο. Ἑτοίμασε τὰ ἀπαραίτητα γιὰ μία λειτουργία καὶ παρακάλεσε τὸν ἱερέα νὰ πᾶνε μαζὶ νὰ λειτουργήσει καὶ νὰ τὸν κοινωνήσει. Πῆγαν ἀπὸ τὸ βράδυ. Ὅλη τὴ νύχτα σχεδὸν ὁ ἄρρωστος τὴν πέρασε ἄγρυπνος, γονατιστὸς καὶ προσευχόμενος. Κατὰ τὰ ξημερώματα οἱ πόνοι μαλάκωσαν κι ὁ ἄνθρωπος κοιμήθηκε λίγο. Τὸ πρωὶ ἔγινε ἡ θεία λειτουργία καὶ κοινώνησε κιόλας. Ἀφοῦ ξεκουράστηκαν, ξεκίνησαν γιὰ τὸ χωριό. Ὅταν ἔφτασαν κοντὰ στὸ γεφύρι, ποὺ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸ Καρπάσι, στὸν ἄνθρωπό μας ἦρθε μία ἐπιθυμία νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ κεφάλι τὸ μανδήλι μὲ τὸ ὁποῖον εἶχε δεμένο τὸ μάτι του. Τὸ ἔκαμε. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος! Τὸ μάτι του ἦταν τελείως καλὰ κι ἔβλεπε θαυμάσια! Στ’ ἀλήθεια! «Τοὶς ἁγίοις τοὶς ἐν τὴ γῇ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος».
Χιλιάδες πιστῶν ἐπισκέπτονται κάθε χρόνο τὸν ὁμώνυμο ναό του γιὰ νὰ ζητήσουν μὲ εὐλάβεια τὴ χάρη του. Τὸ ἁγίασμά του θεραπεύει τὸν ὀμματόπονο καὶ τὰ δερματικὰ νοσήματα. Πιστεύεται ὅμως πὼς οἱ ἄρρωστοι, μετὰ ποὺ θὰ πλυθοῦν μὲ τὸ ἁγίασμα τοῦ ἁγίου, πρέπει νὰ ξεπλυθοῦν μὲ θαλασσινὸ νερό. Ἐπίσης σὰν τὸ ἁγίασμα μεταφερθεῖ, λέγεται πὼς χάνει τὴ θεραπευτική του ἰδιότητα.
Ἡ ζωὴ τοῦ μεγάλου ἱεράρχου εἶναι μία ὑπόμνηση τοῦ τί μπορεῖ νὰ ἐπιτύχει ἕνας ἐνάρετος ἄνθρωπος. Ἂς μὴ γνωρίζει πολλὰ πράγματα. Ἂς μὴν κρατᾶ διπλώματα. Ἂς ἔχει μόνον ἀρετή. Ἂς εἶναι ἐνάρετος! Τότε ἔχει τὸ πᾶν. Καὶ ἡ ἀρετή, ὅπως ξέρουμε ἐπιτυγχάνεται μόνο μὲ τὸν Χριστό. Τὴν ποθοῦμε; Τὴν θέλουμε; Τὴν ζητοῦμε; Ἂς εἶναι ὁ δρόμος καὶ ἕνας ὁ τρόπος νὰ τὴν κερδίσουμε.
Νὰ γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Τοὶς πίστει προστρέχουσι, Θύρσε τρισόλβιε, σορῷ τῶν λειψάνων σου, καὶ προσκυνοῦσα πιστῶς, τοῦ εἴδους ἐμφέρειαν, ἄφεσιν τῶν πταισμάτων, καὶ σωμάτων τὴν ρῶσιν, δώρησε ἱεράρχα, ἐκ παντοίων κινδύνων, καὶ παθῶν ἀρρώστιας, πάντας ἐκλύτρωσε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Καρπασέων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων ἀγλάϊσμα, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Θύρσε ἱεράρχα ἀοίδιμε, νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχὺν, δόξα τῷ σὲ στεφάνωσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.





Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο καὶ ἦταν ὡραῖος καὶ ρωμαλέος στὸ σῶμα.
Ἐργαζόμενος σὰν ναυτικὸς δὲν θέλησε νὰ ὑπηρετήσει σὲ τούρκικο πλοῖο. Ἐναντιούμενος στὴν θέληση τοῦ Τούρκου πλοιάρχου, συκοφαντήθηκε ἀπ’ αὐτόν, ὅτι δῆθεν εἶχε φορέσει τούρκικο κάλυμμα στὸ κεφάλι του. Ὁδηγήθηκε βίαια στὸν κριτή, ὅπου μὲ κολακεῖες καὶ φοβερισμοὺς προσπαθοῦσαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν. Ὁμολογώντας μὲ θάρρος τὸν Χριστὸ ὁ Θεόφιλος, περιτμήθηκε μὲ τὴ βία ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ποὺ θέλησαν νὰ τὸν στείλουν δῶρο στὸ παλάτι τοῦ Σουλτάνου.
Ὁ Θεόφιλος ὅμως, ὅταν ἀκόμα ἦταν στὴ Χίο, ἀπόδρασε καὶ πῆγε στὴ Σάμο, ὅπου παρέμεινε γιὰ ἀρκετὸ χρονικὸ διάστημα. Ὅταν ἐπανῆλθε στὴ Χίο, οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀναγνώρισαν καὶ ἀφοῦ τὸν συνέλαβαν τὸν ὁδήγησαν στὸν κριτή. Ὁ κριτής, βλέποντας τὸν Θεόφιλο νὰ ἐμμένει στὴν πίστη του, τὸν καταδίκασε σὲ θάνατο διὰ πυρός. Ἀπτόητος ὁ γενναῖος αὐτὸς μάρτυρας τῆς πίστης μας, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ εἶπε «στὰ χέρια σου Χριστέ μου παραδίδω τὴν ψυχή μου».
Καὶ μπῆκε μόνος του στὴ φωτιά, ὅπου παρέδωσε στὸν ἀγωνοθέτη Θεὸ τὴν ἁγία ψυχή του στὶς 23 Ἰουλίου 1635.
Τὰ ἐναπομείναντα ἀπὸ τὴ φωτιὰ λείψανά του, ἀγοράστηκαν ἀπὸ χριστιανοὺς καὶ ἐναποτέθηκαν μὲ τιμὲς στὸν ναὸ τοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου στὴ Χίο. Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, συνέγραψε πρῶτα ὁ Γεώργιος Κορέσιος ὁ Χίος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ Ζακύνθου βλαστήσας Μάρτυς Θεόφιλε, ἀθλητικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς θῦμα καθαρὸν αὐτῷ προσήνεξαι, διὰ πυρὸς τελειωθείς, ἐν τῇ Χίῳ ἀνδρικῶς· διό σε ἀνευφημοῦμεν, ὡς ἀθλητὴν τοῦ Σωτῆρος, καὶ πρεσβευτὴν ἡμῶν θερμότατον.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Θεοῦ φίλος πεφήνας εἰκότως μάκαρ, Ἀθλητὰ Θεόφιλε, ἐν τῷ πυρὶ τελειωθείς, ὑπὲρ αὐτοῦ προθυμότατα, καὶ τῶν Μαρτύρων τοῖς δήμοις ἠρίθμησαι.

Μεγαλυνάριον.
Ἄνθος τῆς Ζακύνθου ὤφθης τερπνόν, Θεόφιλε Μάρτυς, καὶ ἐν Χίῳ καρτερικῶς, πυρὶ παρεδόθης, ὑπὲρ Χριστοῦ ἀθλήσας, ἐν τοῖς ὑστέροις χρόνοις, στερρῷ φρονήματι.
http://anavaseis.blogspot.com/2010/07/23.html
Μέγας Συναξαριστής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου