Γράφεια ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος στούς Θεσσαλονικεῖς (Α΄ Θεσσ. 4, 13) : «Οὐ θέλομεν δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα».
«Δέν θέλουμε ἀδελφοί μου νά ἀγνοεῖτε τά σχετικά, (ὄχι μέ τούς νεκρούς, ἀλλά) μέ τούς κεκοιμημένους (ἀφοῦ γιά τόν Χριστιανό ὁ θάνατος εἶναι ὕπνος καί ὄχι ἀφανισμός), γιά νά μήν λυπᾶσθε ὅπως καί οἱ μή Χριστιανοί πού δέν ἔχουν ἐλπίδα αἰώνιας ζωῆς κοντά στόν Χριστό». Τούς παρηγορεῖ ἔτσι τήν λύπη, τήν ἀθυμία κάνοντας τους λόγο, εἰδικά μάλιστα τώρα, πού βρίσκονται σέ τόσο μεγάλη θλίψη, γιά τήν Ἀνάσταση. Τούς ὁμιλεῖ ἥμερα, ὄχι ἐπιτιμητικά. Ἀντίθετα, εἶχε ὁμιλήσει ἐπιτιμητικά γιά τό ἴδιο θέμα στούς Κορινθίους(Α΄ Κορ. κεφ.15). Τούς ὁμιλεῖ ἔτσι, σεβόμενος τήν ἐξαιρετική ἀρετή, πού φανέρωσαν μέχρι τώρα. «Δέν πρέπει τούς λέγει νά λυπᾶσθε ὅπως οἱ ὑπόλοιποι, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν ἐλπίδα.
-Οἱ εἰδωλολάτρες πῶς λυποῦνταν;
-Κατακόπτονταν γιά τούς πεθαμένους.Ἄρα», σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «τό νά κατακόπτεται, τό νά ὀδύρεται κανείς γιαυτούς πού κοιμήθηκαν, εἶναι σημεῖο καί διακριτικό τῶν ἀνθρώπων, πού δέν ἔχουν ἐλπίδα· καί εἶναι βέβαια φυσικό αὐτό. Διότι μία ψυχή, πού δέν γνωρίζει τίποτε γιά τήν Ἀνάσταση, ἀλλά θεωρεῖ αὐτόν τόν θάνατο σάν πραγματικό θάνατο, δικαιολογημένα θρηνεῖ καί ὀδύρεται καί ἀφόρητα πενθεῖ γιαυτούς πού ἔχουν χαθεῖ. Ἐσύ ὅμως, πού προσδοκᾶς Ἀνάσταση νεκρῶν, γιατί ὀδύρεσαι; Ἄς ἀκούσουν αὐτά, (λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος), οἱ γυναῖκες αὐτές, πού ἀγαποῦν τούς θρήνους· αὐτές, πού συμπεριφέρονται σάν εἰδωλολάτρισσες καί φέρονται ἀβάστακτα, ἀκαρτέρητα, ἀνυπομόνητα ἀπέναντι στά πένθη».
Δίδαγμα: «Εἶναι ἀνεπίτρεπτο γιά Χριστιανό νά κόπτεται καί νά θρηνεῖ ὑπερβολικά καί ἀπαρηγόρητα γιά τόν θάνατο τῶν οἰκείων του. Φανερώνει ὅτι δέν πιστεύει στήν Ἀνάσταση, ὅτι τά πρόσωπα, πού θεωρεῖ ὅτι «ἔχασε», τά εἶχε κάνει εἴδωλα... Δείχνει ὅτι τά ἀγαποῦσε ἐμπαθῶς περισσότερο ἀπό τόν Θεό, στόν Ὁποῖο ὀφείλουμε τήν πρώτη μας καί τήν ὁλοκληρωτική ἀγάπη σύμφωνα μέ τήν α΄ ἐντολή. Πρότυπο εἶναι ὁ Κύριος ὁ Ὁποῖος, μόλις μέχρι «δακρύου στάξαντος», ἐλυπήθη γιά τόν φίλο του Λάζαρο.
«Τό νά ξύνεις τίς παρειές (ἐρωτᾶ πάλι ὁ ἱερός Πατήρ), καί νά κατακόπτεσαι ὅπως καί τό νά λυπᾶσαι ὑπερβολικά, δέν εἶναι γνώρισμα τῶν εἰδωλολατρῶν; Γιατί θρηνεῖς ἀφοῦ πιστεύεις ὅτι θά ἀναστηθεῖ, ὅτι δέν χάθηκε, ὅτι ὕπνος καί κοίμηση εἶναι τό πρᾶγμα αὐτό;»
-«Εἶναι», λέγει ἡ πενθοῦσα γυναίκα, «ζήτημα συνήθειας καί προστασίας καί φροντίδας τῶν πραγμάτων καί κάθε ἄλλης ἐξυπηρέτησης- περιποίησεως (πού ἀπολάμβανα, ἐνν., ἀπό τό πρόσωπο πού ἔχασα)». Ὅμως δέν λέγει ἀλήθεια...Τό ἀποδεικνύει στή συνέχεια ὁ ἱερός Πατήρ: δέν εἶναι θέμα ὅτι εἶχε συνηθίσει τό ἀγαπημένο καί τώρα κοιμηθέν πρόσωπο ἀλλά εἶνα ὅτι ὀλιγοπιστεῖ, γιαυτό καί κυριεύεται ἀπό τήν λύπη...
–«Ὅταν χάσεις τό παιδί σου σέ μικρή ἡλικία», ἐρωτᾶ ὁ ἱερός Πατήρ, «ὅταν δέν μποροῦσε ἀκόμη τίποτε νά κάνει, γιά ποιό λόγο θρηνεῖς; τί ἐπιζητεῖς;»
-«Ἔδειχνε, λέει ἀγαθές ἐλπίδες καί ἐπερίμενα ὅτι θά μοῦ συμπαρασταθεῖ. Γιαυτό ζητῶ τόν ἄνδρα μου, γιαυτό τόν υἱό μου· γιατί ἔμεινα χωρίς βοήθεια καί ἔχω χάσει τόν προστάτη μου, τόν σύντροφο, ἐκεῖνον πού συμμετεῖχε σέ ὅλα, πού μοῦ ἔδινε θάρρος· γιαυτά πενθῶ. Γνωρίζω ὅτι θά ἀναστηθεῖ, ἀλλά δέν ἀντέχω τόν ἐνδιάμεσο χωρισμό. Πάρα πολλές ὑποθέσεις συρρέουν· εἶμαι εὔκολο θύμα σ' αὐτούς, πού θέλουν νά μέ ἀδικήσουν. Οἱ ὑπηρέτες ἐνῶ προηγουμένως μέ φοβόντουσαν τώρα μέ καταφρονοῦν, ἐπεμβαίνουν στίς ὑποθέσεις μου. Ὅποιος εἶχε εὐεργετηθεῖ τώρα ἔχει ξεχάσει τήν εὐεργεσία του, ὅποιος εἶχε πάθει κακό ἀπό τόν κεκοιμημένο, αὐτός μνησικακώντας ἀφήνει τήν ὀργή του νά ξεσπάσει ἐπάνω μου. Ὅλα αὐτά δέν μοῦ ἐπιτρέπουν νά ὑπομείνω μέ ἡρεμία τήν χηρεία...Γιαυτά τά πράγματα κόπτομαι, γιαυτά θρηνῶ».
-«Πῶς λοιπόν αὐτές θά τίς παρηγορήσουμε;» ἐρωτᾶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
-«Πρῶτα θά τίς ἐλέγξουμε, διότι (στήν πραγματικότητα) δέν θρηνοῦν ἐξ αἰτίας αὐτῶν, τῶν ἀνωτέρω λόγων, ἀλλ' ἐξ αἰτίας ἑνός ἄλογου πάθους. Διότι ἐάν πράγματι πενθεῖς γιαυτά, (λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἀπευθυνόμενος στήν χήρα γυναίκα πού γογγύζει) θά ἔπρεπε πάντοτε νά πενθεῖς τόν ἀπελθόντα. Στήν πραγματικότητα ὅμως δέν προλαβαίνει νά περάσει ἕνας χρόνος καί τόν ξεχνᾶς σάν νά μήν συνέβη τίποτε. Ἑπομένως δέν θρηνεῖς τόν ἀπελθόντα, γιά τήν ἔλλειψη τῆς προστασίας του... Ἀλλά μήπως δέν ἀντέχεις τόν χωρισμό καί τήν διακοπή τῆς συνήθειας; Τότε, σ'αὐτήν τήν περίπτωση, τί θά μποροῦσαν νά ποῦν αὐτές πού ἔκαναν δεύτερο γάμο; ...Ἀλλά ἄς τίς ἀφήσουμε αὐτές καί ἄς ἀπευθύνουμε τό λόγο σ' αὐτές πού διατηροῦν τήν συμπάθειά τους στούς ἀπελθόντας. Γιατί πενθεῖς τό παιδί; γιατί τόν ἄνδρα;»
-«Τό παιδί τό πενθῶ διότι δέν τό χάρηκα», ἀπαντᾶ, «καί τόν ἄνδρα μου ἐπειδή ἐπερίμενα νά τόν χαρῶ ἀκόμη περισσότερο».
-«Αὐτό ὅμως πόση ἀπιστία δέν μαρτυρεῖ..., τό νά νομίζεις δηλ., ὅτι ὁ ἄνδρας ἤ τό παιδί σέ ἀσφαλίζει καί ὄχι ὁ Θεός; Πῶς δέν καταταλαβαίνεις ὅτι Τόν παροργίζεις; Γιαυτό πολλές φορές τούς παίρνει (ὁ Θεός), γιά νά μήν εἶσαι τόσο δεμένη μ' αὐτούς· γιά νά ἀπομακρύνει τήν ἐλπίδα σου ἀπ' αὐτούς. Διότι ὁ Θεός εἶναι ζηλότυπος καί θέλει νά ἀγαπᾶται ἀπό ὅλους μας· διότι πάρα πολύ μᾶς ἀγαπᾶ. Γνωρίζετε, βέβαια, ὅτι αὐτό εἶναι ἡ συνήθεια καί τό γνώρισμα ἐκείνων, πού ἀγαποῦν πάρα πολύ: εἶναι ὑπερβολικά ζηλότυποι καί θά προτιμοῦσαν νά χάσουν τή ζωή τους, παρά νά παραμερισθοῦν ἀπό κάποιον ἀντεραστή. Γιαυτό καί ὁ Θεός τόν πῆρε...γιαυτούς τούς λόγους». Συνεχίζει δέ ὁ ἱερός Πατήρ:
«-Πές μου, γιατί στά ἀρχαῖα χρόνια δέν συνέβαιναν χηρεῖες καί ὀρφανεύματα πρόωρα; Γιατί ἄφησε τόν Ἀβραάμ καί τόν Ἰσαάκ νά ζήσουν πολλά χρόνια;( Ὁ Ἀβραάμ ἔζησε 175 χρόνια (Γεν. 25, 7) καί ὁ Ἰσαάκ 180 (Γεν. 35, 28). Ἡ Σάρρα ἔζησε 127 χρόνια (Γεν. 23, 1))Διότι καί ὅταν ἐζοῦσε ,προτιμοῦσε τόν Θεό (ἀπό τήν γυναίκα του καί τό παιδί του). Εἶπε λοιπόν (ὁ Θεός): θυσίασε· καί θυσίασε τότε (παρ' ὀλίγον) τόν υἱό του.
-Γιατί ἔφερε, πάλι, τή Σάρα σέ τόσο βαθειά γηρατειά;
-Διότι καί ὅταν (ἐκείνη) ἐζοῦσε, περισσότερο ἄκουε τόν Θεό, παρά τόν ἑαυτό της... Τότε κανείς δέν παρόργιζε τόν Θεό, ἐπειδή δέν Τόν προτιμοῦσε, περισσότερο ἀπό τόν σύζυγο, τή σύζυγο ἤ τό παιδί του. Τώρα, ὅμως, ἐπειδή γίναμε χαμερπεῖς καί ἔχουμε πάρα πολύ ξεπέσει, οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶμε τίς γυναῖκες περισσότερο ἀπό τόν Θεό· καί οἱ γυναῖκες ἐπίσης προτιμοῦν τούς ἄνδρες περισσότερο ἀπό τόν Θεό. Διά τοῦτο, καί χωρίς νά τό θέλουμε, μᾶς τραβᾶ κοντά Του γιά νά Τόν ποθήσουμε (χωρίζοντάς μας ἀπό τά πρόσωπα πού τά ἔχουμε βάλει στή θέση Του, δηλ. τά ἔχουμε κάνει εἴδωλα-Θεούς καί τά «λατρεύουμε»· ἔχουμε γίνει ἔτσι εἰδωλολάτρες, λατρεύοντες τά κτίσματα παρά τόν Κτίστη). Μήν ἀγαπᾶς τόν ἄνδρα περισσότερο ἀπό τόν Θεό καί δέν θά αἰσθανθεῖς ποτέ τή χηρεία. Ἀκόμη καί ἄν συμβεῖ, δέν θά τήν ἀντιληφθεῖς.Γιατί;
-Διότι ἔχεις προστάτη Ἐκεῖνον πού σέ ἀγαπᾶ πολύ περισσότερο καί ὁ Ὁποῖος εἶναι Ἀθάνατος. Ἐάν ἀληθινά ἀγαπᾶς περισσότερο τόν Ἀθάνατο, μήν πενθεῖς. Διότι Αὐτός ἐπειδή εἶναι Ἀθάνατος δέν ἐπιτρέπει νά λάβεις αἴσθηση τῆς ἔλλειψης ἐκείνου πού ἀγαπᾶς λιγότερο (π.χ. τοῦ ἀνδρός σου ἤ τοῦ παιδιοῦ σου). Μ' ἕνα παράδειγμα θά στό κάνω φανερό αὐτό πού λέγω (συμπληρώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος).
-Πές μου, ἐάν ἔχεις ἕναν ἄνδρα, πού ἐνεργεῖ σέ ὅλα σύμφωνα μέ τήν γνώμη σου, πού προοδεύει καί σέ κάνει σέ ὅλα λαμπρή καί σπουδαία· πού σέ ὅλους ἔχει καλή φήμη καί εἶναι συνετός, σοφός, πού σέ ἀγαπᾶ καί μακαρίζεσαι γιαυτό... Καί μετά ἀπό αὐτά γεννήσεις παιδί, τό ὁποῖο προτοῦ ἐνηλικιωθεῖ πεθάνει, ἄραγε θά τό αἰσθανθῆς αὐτό τό πένθος;
-Καθόλου, γιατί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶς πιό πολύ(δηλ. ὁ ἄνδρας σου) τό ἀποκρύπτει (σέ κάνει νά τό ξεπεράσεις μέσα σου). Ἔτσι καί τώρα ἄν ἀγαπᾶς πιό πολύ τόν Θεό ἀπό τόν ἄνδρα, δέν θά πάρει αὐτόν πολύ γρήγορα. Ἀλλά καί ἄν τόν πάρει δέν θά ἀντιληφθεῖς καθόλου τό πένθος. Γιαυτό καί ὁ μακάριος Ἰώβ καθόλου δέν ὑπέφερε ὅταν ἔμαθε ὅτι τά παιδιά του πέθαναν διά μιᾶς, ἐπειδή ἀγαποῦσε τόν Θεό περισσότερο ἀπό αὐτά.. Ἀφοῦ λοιπόν ἦταν ζωντανός Ἐκεῖνος πού ἀγαποῦσε, καθόλου δέν ἐπρόκειτο νά τόν λυπήσουν ἐκεῖνα (μέ τήν ἀπουσία τους). Συνεχίζει δέ ὁ ἱερός Πατήρ ἀπαντώντας στόν ἰσχυρισμό ὅτι ἔμεινε ἡ χήρα χωρίς προστάτη:
-Τί λέγεις γυναίκα; ὁ ἄνδρας καί τό παιδί σέ προστάτευαν καί ὁ Θεός δέν σέ εὐσπλαχνίζεται; Ἐκεῖνον λοιπόν τόν ἴδιο ποιός σοῦ τόν ἔδωσε; ὄχι Αὐτός; Ἐσενα δέ, ποιός σέ ἔπλασε; ὄχι ὁ Ἴδιος; Αὐτός, πού σέ ἐφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη καί σοῦ ἔδωσε ψυχή καί σοῦ ἔβαλε νοῦ καί σέ θεώρησε ἄξια νά σοῦ χαρίσει τήν γνώση Του καί δέν λυπήθηκε γιά χάρη σου τόν Μονογενῆ Του Υἱό, δέν μεριμνᾶ γιά σένα, καί μεριμνᾶ ὁ συνάνθρωπός σου;... Πόση ὀργή δέν ἀξίζουν αὐτά τά λόγια;... Τί παρόμοιο ἔχεις ἀπό τόν ἄνδρα σου; Τίποτε δέν θά μπορέσεις νά πεῖς. Διότι καί ἄν σοῦ ἔκανε (ὁ ἄνδρας σου) κάποια εὐεργεσία (στήν ἔκανε), ἐπειδή καί σύ τόν εὐεργέτησες καί ἐπειδή προϋπῆρξες· στήν περίπτωση ὅμως τοῦ Θεοῦ κανείς δέν μπορεῖ νά πεῖ κάτι τέτοιο». (Δηλ. ὁ Θεός μᾶς εὐεργέτησε ἐνῶ δέν ὑπήρχαμε καί ἐνῶ δέν εἶχε ἀπολαύσει τίποτε ἀπό ἐμᾶς· ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀνιδιοτελής, μυστική, τέλεια). «Γιατί, ὁ Θεός» συνεχίζει ὁ ἱερός Χρυσόστομος «συμβαίνει νά μᾶς εὐεργετεῖ, ὄχι ἐπειδή εὐεργετήθηκε ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά ἀπό ἀγαθότητα καί μόνο, εὐεργετεῖ τό ἀνθρώπινο γένος. Σοῦ ὑποσχέθηκε τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τήν αἰώνια ζωή, τή δόξα, τήν ἀδελφοσύνη· σοῦ ἔδωσε τήν υἱοθεσία, σέ ἔκανε συγκληρονόμο τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του. Ἐσύ ὅμως ἐνθυμεῖσαι ἀκόμη τόν ἄνδρα σου, ὕστερα ἀπό τόσα ἀγαθά...
-Τί παρόμοιο σοῦ ἐχάρισε ἐκεῖνος; (ὁ ἄνδρας σου)
- (Ἀντίθετα ὁ Θεός) Ἀνέτειλε τόν ἥλιόν Του, σοῦ ἐχάρισε τίς βροχές Του, σέ τρέφει μέ τίς ἐτήσιες τροφές Του... Ἀλλοίμονό μας γιά τήν τόσο μεγάλη μας ἀχαριστία... Γιαυτό παίρνει τόν ἄνδρα σου, γιά νά μήν τόν ἐπιζητεῖς. Ἐσύ ὅμως ἀφοῦ πεθάνει, ἐξακολουθεῖς νά εἶσαι προσηλωμένη σ' αὐτόν καί ἐγκαταλείπεις τόν Θεό· ἐνῶ ἔπρεπε νά Τόν εὐχαριστεῖς, ἐνῶ ἔπρεπε νά στηρίζεις τά πάντα σ' Αὐτόν...
-Τί λοιπόν εἶναι αὐτό πού ἔχεις ἀπό τόν ἄνδρα; Ὠδίνες καί πόνους καί ἐπιτιμήσεις καί λοιδορίες πολλές φορές, καί βρισιές καί ἀγανακτήσεις. Δέν εἶναι αὐτά πού ἔχετε ἀπό τούς ἄνδρες;».
-«Ὑπάρχουν ὅμως», λέγει ἡ χήρα γυναίκα, «καί ἄλλα καλά».
-«Ποιά εἶναι αὐτά; σέ στόλισε μέ πολυτελῆ ροῦχα; σοῦ φόρεσε χρυσᾶ κοσμήματα στό πρόσωπό σου; σέ ἔκανε σεβαστή σέ ὅλους; Ἀλλ΄ ἐάν θέλεις καί ὅταν πεθάνει(ὁ ἄνδρας σου), Αὐτός (ὁ Θεός δηλ.) θά σέ στολίσει μέ στολίδια πολύ καλύτερα. Διότι ἡ σεμνότητα κάνει ἐκείνην πού τήν ἔχει νά θαυμάζεται πολύ περισσότερο ἀπό ἐκείνην πού ἔχει τά χρυσᾶ κοσμήματα». Ἡ τίμια χηρεία κάνει τήν γυναίκα ἀξιοθαύμαστη μπροστά στούς ἀγγέλους καί φοβερή ἀπέναντι στούς δαίμονες.
-Μά ἐνδιαφέρεσαι καί ἀνησυχεῖς γιά τό ποιός θά θρέψει τά παιδιά σου;
-Ὁ Πατέρας τῶν ὀρφανῶν.
-Γιά πές μου (ἐρωτᾶ πάλι ὁ ἱερός Χρυσόστομος) ποιός σοῦ τά ἔδωκε τά παιδιά; Δέν ἀκοῦς τόν Χριστό πού λέγει στά εὐαγγέλια, «Δέν ἀξίζει ἡ ζωή πιό πολύ ἀπό τήν τροφή καί τό σῶμα ἀπό τό ἔνδυμα (Ματθ. 6, 25);
Βλέπεις (συνεχίζει ὁ ἱερός Πατήρ) ὅτι δέν γίνεται ἀπό συνήθεια ἀλλά ἀπό ἀπιστία ὁ θρῆνος μας; Ἄλλωστε δέν εἶναι καί τά παιδιά λαμπρά ὅταν πεθάνει ὁ πατέρας; Ἀφοῦ ἔχουν τόν Θεό Πατέρα, εἶναι δυνατόν νά μήν εἶναι λαμπρά; Πόσα νά σοῦ δείξω τά ὁποῖα ἔχουν ἀνατραφεῖ ἀπό γυναῖκες χῆρες καί ἔγιναν ἐξαίρετα; Καί πόσα, πού τά ἐπιβλέπουν οἱ πατέρες, καί ἔχουν καταστραφεῖ; Γιατί ἄν τά ἀνατρέφεις ἀπό τήν πρώτη ἡλικία ὅπως πρέπει, θά ἀπολαύσουν εὐεργεσία πολύ πιό μεγάλη ἀπό τήν πατρική προστασία. Αὐτό ἄλλωστε εἶναι τό ἔργο τῶν χηρῶν, δηλ. τό ἀνατρέφουν τά παιδιά. Ἄκουσε τόν ἀπ. Παῦλο πού λέγει: «Εἰ ἐτεκνοτρόφησε»· καί πάλι· «θά σωθεῖ διά τῆς τεκνογονίας» καί ὄχι διά τοῦ ἀνδρός. Μάλιστα «ἐάν ἐπιμείνωσι τῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ καί τῷ ἁγιασμῷ μετά σωφροσύνης» (Α΄ Τιμ. 5, 10· 2, 15). Βάλτε τους μέσα τόν φόβο τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν πρώτη τους ἡλικία, καί αὐτός θά τά διατηρήσει καλύτερα ἀπό κάθε πατέρα. Αὐτός θά εἶναι στερεό τεῖχος. Διότι ὅταν κάθεται μέσα ὁ φύλακας, δέν μᾶς χρειάζεται κανένα ἀπό τά ἔξω τεχνάσματα· ὅταν ὅμως δέν ὑπάρχει ἐκεῖνος, τότε ὅλα τά ἔξω γίνονται στά χαμένα. Αὐτό (δηλ. ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ) θά εἶναι στά παιδιά καί πλοῦτος καί δόξα καί ἔπαινος· αὐτό θά τά κάνει λαμπρά, ὄχι μόνο στή γῆ, ἀλλά καί στούς οὐρανούς. Μή λοιπόν, βλέπεις πρός ἐκεῖνα (τά παιδιά), πού φοροῦν τίς χρυσές ζῶνες, οὔτε ἐκεῖνα (τά παιδιά) , πού μεταφέρονται ἐπάνω σέ ἵππους, οὔτε ἐκεῖνα, πού ἀκτινοβολοῦν μέσα στά παλάτια ἐξ αἰτίας τῶν πατέρων τους, οὔτε ἐκεῖνα πού ἔχουν ἀκολούθους καί παιδαγωγούς. Αὐτά βέβαια ἴσως κάνουν τίς χῆρες νά κόπτωνται γιά τά ὀρφανά τους, μέ τό νά σκέπτωνται ὅτι καί ὁ ἰδικός μου υἱός, ἐάν βέβαια τόν ἐπροστάτευε ὁ πατέρας του, θά ἀπελάμβανε τόση εὐτυχία· τώρα ὅμως εἶναι κατηφής καί χωρίς τιμές καί δέν ἀξίζει τίποτε. Μήν σκέπτεσαι αὐτά...Ἄν κάποιοι εὐδοκιμοῦν στήν γῆ, αὐτό δέν ἀξίζει τίποτε.
Εἶναι δυνατόν, ἄν θέλεις νά στρατεύσεις τόν γιό σου στό οὐράνιο στράτευμα. Ἐκεῖνοι πού κατατάσσονται ἐκεῖ, δέν φέρονται πάνω σέ ἵππους, ἀλλά σέ σύννεφα· δέν βαδίζουν ἐπάνω σέ χῶμα, ἀλλά ἁρπάζονται στόν οὐρανό· δέν ἔχουν δούλους νά προηγοῦνται, ἀλλά αὐτούς τούς ἀγγέλους· δέν παραστέκουν σέ θνητό βασιλέα, ἀλλά στόν ἀθάνατο, στό βασιλέα τῶν βασιλέων καί στόν Κύριο τῶν κυρίων· δέν φοροῦν στή μέση τους ζώνη ἀπό δέρμα, ἀλλά ἐκείνη τήν ἀνέκφραστη δόξα, καί γίνονται πιό λαμπροί ἀπό τούς βασιλεῖς. Κοίταξε τόν οὐρανό καί πρόσεξε πόσο λαμπρότερος εἶναι ἀπό τή στέγη τῶν ἀνακτόρων.
-Ἐάν τό δάπεδο τῶν ἀνακτόρων τοῦ οὐρανοῦ εἶναι σχεδόν τόσο λαμπρότερο ἀπό τά ἀνάκτορα τῆς γῆς, ὥστε συγκρινόμενο αὐτό πρός ἐκεῖνο νά νομίζεται ὅτι εἶναι βοῦρκος... ἐάν κανείς θά καταξιωθεῖ νά ἰδῆ ἀκριβῶς(ὄχι μόνο τό δάπεδο ἀλλά καί ὁλόκληρα) τά ἀνάκτορα, ποιᾶς εὐτυχίας δέν θά εἶναι ἄξιος;.
«Ἡ δέ ὄντως χήρα καί μεμονωμένη ἤλπικεν ἐπί τόν Θεόν».
-Αὐτό σέ ποιές ἔχει λεχθεῖ;
-Σ' ἐκεῖνες πού δέν ἔχουν παιδιά. Αὐτές ἔχουν πιό μεγάλη ἀφορμή νά ἀρέσουν στόν Θεό· διότι ἔχουν ἐλευθερωθεῖ ἀπό ὅλες τίς δεσμεύσεις. Ἐχωρίσθηκες ἀπό τόν ἄνδρα σου, ἀλλά ἑνώθηκες μέ τόν Θεό. Δέν ἔχεις σύντροφο τόν ὁμόδουλο, ἀλλά ἔχεις τόν Κύριό Σου.
-Ὅταν προσεύχεσαι, δέν συνομιλεῖς μέ τόν Θεό; Τί λοιπόν σοῦ λέγει; (ἐρωτᾶ ὁ ἱερός Πατήρ)
-Πολύ πιό κολακευτικά λόγια ἀπό τόν ἄνδρα... Γιατί ὁ ἄνδρας καί ἄν ἀκόμη κολακεύει, δέν σοῦ κάνει μεγάλη τιμή, διότι εἶναι ὁμόδουλός σου. Ὅταν ὅμως ὁ Κύριος κολακεύει τή δούλη, τότε εἶναι μεγάλη ἡ περιποίηση καί ἡ τιμή. -Πῶς λοιπόν μᾶς περιποιεῖται ὁ Θεός;
-«Ἐλᾶτε», λέγει «πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς». Καί πάλι μέ τό στόμα τοῦ Προφήτου λέγει: «Μή ἐπιλήσεται γυνή τοῦ ἐλεῆσαι τά ἔκγονα τῆς κοιλίας αὐτῆς; εἰ δέ καί ἐπιλάθοιτο γυνή, ἀλλ' ἐγώ οὐκ ἐπιλήσομαι, λέγει Κύριος». Πόσης ἀγάπης ἀπόδειξή δέν εἶναι αὐτά τά λόγια;
Καί πάλι: «Ἐπιστράφητε πρός με»· καί μυστικώτερα: «Ἡ καλή μου, ἡ περιστερά μου»· αὐτά τά λέγει σέ κάθε ψυχή πού μοιάζει μέ Αὐτόν.
-Τί εἶναι πιό γλυκό ἀπό αὐτά τά λόγια; Βλέπεις συνομιλία τοῦ Θεοῦ μέ τούς ἀνθρώπους; Ἄς βασιζόμαστε λοιπόν σ' αὐτά... γιαυτά ἄς φροντίζουμε. Τότε, τίποτε τό λυπηρό δέν θά μᾶς συμβεῖ... τότε, θά περάσουμε ὅλο τόν χρόνο τῆς ζωῆς μας μέ πνευματική χαρά καί ἀγαλλίαση».
Δίδαγμα: «Τά οὐράνια ἀγαθά καί ὄχι τά ἐπίγεια, πρέπει νά ποθοῦν οἱ μητέρες γιά τά παιδιά τους καί γιά τίς ἴδιες. Νά μήν παρασύρονται ἀπό τήν μάταιη δόξα τοῦ κόσμου καί ζητοῦν νά ἀναδειχθοῦν «κοσμικά» τά παιδιά τους. Νά ἐπιζητουν τόν Παράδεισο καί τήν Βασιλεία Του, φυτεύοντας τόν φόβο τοῦ Θεοῦ στίς ψυχές τῶν παιδιῶν τους. Κληρονομιά νά τούς ἀφήνουν τήν θεοσέβεια καί τίς ἄλλες ἀρετές: τήν ταπείνωση, τήν ὑπακοή, τήν πραότητα, τήν ἀνεξικακία, τήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή. Τότε, δέν θά λυποῦνται ἄν τά παιδιά τους, δέν προοδεύουν στά γήινα ἀξιώματα, ἀλλά θά χαίρονται διότι τά παιδιά τους σώζονται καί μαζί μ' αὐτά καί οἱ ἴδιες. «Ἄν οἱ γονεῖς δέν σώσουν τά παιδιά τους (δέν κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά τά σώσουν), οὔτε οἱ ἴδιοι θά σωθοῦν» λέγει ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ὁ θάνατος τοῦ συζύγου δέν εἶναι ἀφορμή λύπης ἀλλά δοξολογίας πρός τόν Θεό· ἡ τίμια χηρεία εἶναι μία πολύ καλή ἀφορμή γιά μία ἐξαγιασμένη, ἀνωτέρου ἐπιπέδου πνευματική ζωή, τόσο γιά τήν χήρα μητέρα ὅσο καί γιά τά τέκνα της, ἐάν ὑπάρχουν. Ὅ,τι δίνει ὁ Θεός εἶναι γιά τό καλό μας (τό αἰώνιο καλό μας) καί μάλιστα εἶναι τό καλλίτερο γιά ἐμᾶς προσωπικά. Ἐάν ἀντιδροῦμε, εἶναι σάν νά λέμε ὅτι «δέν Τά κάνεις καλά Θεέ Μου», ὅτι «Δέν μ' ἀγαπᾶς»· δηλ. σέ τελευταία ἀνάλυση βλασφημοῦμε στήν ἀγαθότητά Του. Ἡ στενοχώρια γιά τόν ἐνδεχόμενο θάνατο τῶν οἰκείων μας φανερώνει ὀλιγοπιστία, ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στήν Θεία Πρόνοια καί στήν Θεία Ἀγάπη. Πρέπει νά λέμε πάντα «δόξα τῷ Θεῷ γιά ὅλα».
Τῼ ΔΕ ΘΕῼ ΔΟΞΑ ΠΑΝΤΟΤΕ ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ, ΑΜΗΝ.
π. Σάββας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου