Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

ΜΕΡΟΣ Β΄ 3.ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.


3)Θεραπευτικά μέσα.

Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ὁ πνευματικός ἀγώνας πρέπει νά γίνεται «ἁπλά, ἁπαλά, χωρίς βία»[1]. Πρέπει νά μήν ὑπάρχει καθόλου ἰδιοτέλεια στό πλησίασμα, πού κάνει ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεό. «Ὅ,τι κάνει ὁ καλός ἑαυτός σας», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «νά μήν τό παίρνει εἴδηση ὁ κακός»[2]. Ἀκόμη καί ὅταν χάνουμε τήν Θεία Χάρη, παρατηροῦσε, καί τότε δέν πρέπει νά ταραζόμαστε ἀλλά  νά συνεχίζουμε ἁπλᾶ καί ἁπαλά τόν ἀγῶνα.
Πολύ βοηθᾶνε οἱ ἀκολουθίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. «Νά ἐπιδίδεσθε σέ αὐτές» ἔλεγε ὁ Γέροντας «καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μυστικά θά ἔλθει»[3]. «Νά μήν μᾶς χωρίζει ἀπ’ τόν Χριστό ἡ ἁμαρτία»[4] τόνιζε μέ ἔμφαση.
Τόν Χριστό, ἔλεγε, «σάν φίλο νά Τόν ἀτενίζομε καί νά Τόν πλησιάζομε. Πέφτομε; Ἁμαρτάνομε; Μέ οἰκειότητα, ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νά τρέχομε κοντά Του...Νά Τοῦ ποῦμε: «Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με». Ἀλλά συγχρόνως νά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μέ ἀγάπη καί μᾶς συγχωρεῖ»[5]. Εἶναι ἕνα σπουδαῖο φάρμακο αὐτό, ἐνάντια στήν ὑπερευαισθησία, πού διακατέχει πολλούς σύγχρονους πιστούς. Ἡ ὑπερευαισθησία εἶναι μία ἀπό τίς τέχνες τοῦ πονηροῦ γιά νά ἀχρηστεύει τόν ἄνθρωπο. Ὅσοι ὑποκύπτουν σ’ αὐτήν, μέ τήν παραμικρή πτώση ταράσσονται, χάνουν τήν εἰρήνη τους καί ἀπελπίζονται. Ὁ Γέροντας μέ τά προηγούμενα, πού μᾶς λέγει, δείχνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε, ἀκόμη καί ὅταν εἴμαστε πληγωμένοι. Τά πάθη μας δέν πρέπει νά μᾶς γεμίζουν ἄγχος.
Δέν χρειάζεται καμμία προσπάθεια γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τίς ἀδυναμίες μας, δίδασκε ὁ Γέροντας.  «Χωρίς τόν Χριστό», παρατηροῦσε, «εἶναι ἀδύνατο νά διορθώσομε τόν ἑαυτό μας, δέν θά μπορέσουμε ν’ ἀποδεσμευθοῦμε ἀπ’ τά πάθη. Μόνοι μας δέν μποροῦμε νά γίνουμε καλοί»[6]. Δέν χρειάζονται πνευματικά ἀγωνιώδη «σφιξίματα»[7] καί «ζορίσματα», ἀλλά ἁπλή καί ἁπαλή προσπάθεια γιά ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί τόν πλησίον.

Β) Ἀνιδιοτελής ἀγάπη πρός τόν Θεό.
Ἡ μόνη μας προσπάθεια, θά πρέπει νά εἶναι ἡ προσπάθεια, ν' ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. «Ἡ ἀγάπη στόν Χριστό», τόνιζε ὁ π. Πορφύριος, «μόνο αὐτή εἶναι ἡ καλύτερη θεραπεία τῶν παθῶν»[8]. Ἡ ψυχή εἶναι φτιαγμένη γιά νά ἀγαπάει τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο. Τότε ξεκουράζεται καί ἀπαλλάσσεται ἀπό τά πάθη. Μελέτη καί προσευχή, ἀνιδιοτέλεια καί ἀγάπη, ἡσυχία καί μυστικότητα, καρδιακή συνάντηση καί συνδιατριβή μέ τόν Οὐράνιο Νυμφίο, Θεῖος Ἔρωτας καί λαχτάρα γιά τόν Χριστό μας, εἶναι αὐτά, πού θά πρέπει νά ἀποτελοῦν τήν μόνιμη ἔγνοια τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου. «Μήν καταπιάνεσθε» δίδασκε ὁ σοφός στόν πνευματικό ἀγῶνα Γέροντας, «μέ τήν ἐκδίωξη τοῦ κακοῦ....Νά κοιτάζετε πρός τόν Χριστό κι Αὐτός θά σᾶς σώσει»[9]. Δέν πρέπει οὔτε κἄν νά βλέπουμε πρός τό κακό, ἀλλά συνεχῶς πρός τήν ἀνάπαυση, πού χαρίζει ὁ Θεός. Εἰ δυνατόν, νά ξεχάσουμε τελείως καί αὐτήν τήν ὕπαρξή τοῦ κακοῦ. Νά μήν θέλουμε νά τό μαθαίνουμε, οὔτε σάν ἁπλῆ «εἴδηση».
 «Ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Χριστός»,ἔλεγε ἐμφαντικά, «νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τά πάθη καί μέ τόν ἀντίθετο. Κατευθύνετε τό νερό, δηλαδή ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σας, πρός τά λουλούδια καί θά χαίρεσθε τήν ὀμορφιά, τήν εὐωδιά, τή δροσιά τους»[10].
Ἡ ψυχή εἶναι διαμορφώσιμη. Γίνεται καλή ἤ κακή, ἀνάλογα μέ τό ποῦ θά τήν στρέψουμε, τί θά ἀγαπήσουμε. Ἄν τήν στρέψουμε πρός τό φῶς, τήν διασώζουμε. Ἄν τήν στρέψουμε πρός τό σκοτάδι τήν θανατώνουμε.
Ἔλεγε: «Μήν κοιτάζετε τό κακό. Νά κοιτάζετε τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ καί νά πέφτετε μές στήν ἀγκαλιά Του καί νά προχωρεῖτε»[11]. Τό τέλειο θεραπευτικό μέσο εἶναι ὁ Θεῖος Ἔρωτας. «Ὅλη ἡ δύναμή σας», δίδασκε, «νά στρέφεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ... Βρῆκα ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος ἁγιασμοῦ, ἀναίμακτος»[12]. Ἡ περιφρόνηση τοῦ κακοῦ γίνεται μέ τήν Θεία Χάρη, πού ἔρχεται ἀπό τόν Χριστό. Δέν μπορεῖ, δίδασκε ὁ Γέροντας, ὁ ἄνθρωπος νά ἀποφύγει τόν παλαιό ἄνθρωπο χωρίς τή Χάρη. Μόλις μᾶς προσβάλλει κάποιο πάθος θά πρέπει νά προσευχόμαστε γιά νά τό ἀντιμετωπίσει ἡ Θεία Χάρη.
 «Ὅταν προσπαθεῖτε ν' ἀποφύγετε τόν παλαιό ἄνθρωπο χωρίς τή Χάρη»,ἔλεγε, «τόν ζεῖτε. Μέ τή Χάρη, ὅμως, δέν σᾶς ἀπασχολεῖ πιά. Ὑπάρχει στό βάθος»[13]. Ἡ Θεία Χάρη τό κακό, τά πάθη, τίς ἀδυναμίες, τά μεταστοιχειώνει, τά μεταποιεῖ, τά μεταμορφώνει.
Πρέπει νά ζοῦμε διαρκῶς ἀφοσιούμενοι, ὅλο καί περισσότερο στήν προσευχή καί τόν Θεῖο Ἔρωτα. Οἱ ἀδυναμίες καί τά πάθη θά φύγουν ἀπό μόνα τους, ὅταν ἀγαπήσουμε ἀληθινά τόν Χριστό μας. «Ὁ σκοπός εἶναι νά ζεῖτε», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «νά μελετᾶτε, νά προσεύχεσθε, νά προχωρᾶτε στήν ἀγάπη, στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας»[14].
Ὁ μόνος κόπος πού χρειάζεται νά κάνουμε, ἔλεγε ὁ πάντοτε νήφων Γέροντας, εἶναι νά προσπαθήσουμε νά κατανοήσουμε καί νά ἐνστερνιθοῦμε αὐτά πού μελετᾶμε[15]. Τότε θά μπορέσουμε νά ἐπικαλεσθοῦμε, κατά τό δυνατόν, μέ σωστό τρόπο τόν Κύριο. Ὅλα τά ἄλλα (ἡ κατάνυξη, τά δάκρυα, ὁ Θεῖος Ἔρωτας) θά ἔρθουν ἀπό τόν Θεό. «Μήν πολεμᾶτε νά διώξετε τό σκοτάδι ἀπ' τό δωμάτιο τῆς ψυχῆς σας», συμβούλευε. «Ἀνοῖξτε μιά τρυπίτσα, γιά νά ἔλθει τό φῶς, καί τό σκοτάδι θά φύγει»[16]. Τόνιζε πολύ συχνά, ὅτι πρέπει νά ἐπιδοθεῖ ὁ πνευματικός ἀγωνιστής στήν μελέτη καί τήν προσευχή, γιά νά ἀγαπήσει ἡ ψυχή του τόν Θεό. «Ἡ ψυχή», ἔλεγε, «ἁγιάζεται καί καθαίρεται μέ τήν μελέτη τῶν λόγων τῶν Πατέρων, μέ τήν ἀποστήθιση ψαλμῶν, ἁγιογραφικῶν χωρίων, μέ τήν ψαλτική, μέ τήν εὐχή»[17]. Πολύ βοηθᾶ ἡ μελέτη τῶν Συναξαρίων. «Ὅλη τήν ἡμέρα», παρατηροῦσε ὁ Γέροντας, «μπορεῖτε νά ἐντρυφᾶτε καί ν' ἀπολαμβάνετε τά κατορθώματά τους καί νά μιμεῖσθε τό βίο τους»[18].
Δέν χρειάζεται, δίδασκε, κόπος γιά τό καλό. Ἀρκεῖ νά στρεφόμαστε πρός τόν Χριστό καί ἀμέσως ἔρχεται ἡ Χάρη Του. Πολλοί λένε ὅτι εἶναι πολύ δύσκολη ἡ κατά Χριστόν ζωή. Ὅμως εἶναι πάρα πολύ εὔκολη, ὅταν ὑπάρχει ταπείνωση καί ἀγάπη. Ἔλεγε ὁ σεβαστός Γέρων: «Τά πράγματα εἶναι ἁπλά. Θά καλεῖτε τόν Θεό κι Ἐκεῖνος θά μεταβάλλει τά πράγματα πρός τό καλό»[19]. Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος, δίδασκε ὁ Γέροντας, πρέπει νά τό κάνει μέ ἀγάπη καί ὄχι ἀναγκαστικά. Τότε ἑλκύεται ἡ Χάρη. «Ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια[20]», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «δημιουργεῖ μεγάλο κακό καί στό εἶναι σου καί στήν ἐργασία σου»[21]. Πρέπει νά φεύγουμε ἀπό τόν τύπο, τό τυπικό, τήν τυπική ἐκτέλεση κάποιου «καθήκοντος» καί νά πηγαίνουμε στήν οὐσία.  Διαφορετικά δέν ὠφελούμαστε πνευματικά. Ἡ οὐσία εἶναι ἡ ἀγάπη· ὄχι οἱ σωματικοί κόποι καί οἱ διάφορες σωματικές πράξεις (μετάνοιες, σταυροί κ.λ.π.). Ὅταν ὅμως κανείς φθάσει στήν ἀγάπη, τότε κάνει ἀβίαστα πολλές θυσίες[22].
Ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Θεόν, ὅπως καί πρός τόν πλησίον πρέπει νά εἶναι αὐτή, ἡ ὁποία «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς»[23], δηλ. ἀνιδιοτελής. «Στραφεῖτε στόν Χριστό», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος. «Ἀγαπῆστε Τον ἁπλά, ταπεινά, χωρίς ἀπαίτηση καί θά σᾶς ἀπαλλάξει ὁ Ἴδιος»[24]. «Δηλαδή», διευκρίνιζε, «προσεύχεσθε ἁπλά καί δέν σκέπτεσθε τί θά χαρίσει ὁ Θεός μές στήν ψυχή σας. Δέν κάνετε ὑπολογισμούς. Ξέρετε, βέβαια, τί χαρίζει ὁ Θεός στήν ἐπαφή μαζί Του, ἀλλά εἶναι σάν νά μήν ξέρετε. Νά μήν τό συζητᾶτε οὔτε μέ τόν ἑαυτό σας»[25]. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι πρέπει ν΄ ἀγαπᾶμε τόν Χριστό, μόνον γι' Αὐτόν καί ὄχι γιά τά δῶρα Του, οὔτε γιά τόν ἑαυτό μας.
Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει ἐπίσης νά μήν σκορπίζει τήν ἀγαπητική δύναμή του σέ ἄλλα πράγματα, παρά μόνο γιά τόν Θεό. Διηγεῖται πνευματικό του παιδί: «Μία ἄλλη μέρα ἐρωτῶ τὸ Γέροντα, πῶς πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸ Θεὸ, καὶ μοῦ λέει: «Ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸ Θεό, παιδί μου, πρέπει νὰ εἶναι πάρα πολύ  μεγάλη καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει καμμιὰ διάσπαση σὲ ἄλλα πράγματα. Σοῦ φέρνω σὰν παράδειγμα τὸ ἑξῆς: Ὁ ἄνθρωπος μοιάζει νὰ ἔχει ἐντός του μία μπαταρία μὲ ὁρισμένη ἐνέργεια. Ὅταν αὐτὴ τὴν ἐνέργεια τὴν ξοδεύει σὲ ἄλλα διάφορα πράγματα, ἐκτός της ἀγάπης πρὸς τὸν Θεό, ἡ ἐνέργεια, ποὺ ἀπομένει μέσα του γι΄ Αὐτὸν εἶναι ἐλάχιστη καὶ ἴσως πολλὲς φορὲς μηδαμινή. Ὅταν ὅμως διαθέτουμε ὅλη μας τὴν ἐνέργεια πρὸς τὸν Θεό, τότε ἡ ἀγάπη μας εἶναι μεγάλη πρὸς Αὐτόν...Ἔτσι πρέπει καὶ σύ, παιδί μου, νὰ δίνεις ὅλη σου τὴ δύναμη στὸ Θεὸ καὶ ὁ νοῦς σου νὰ εἶναι πάντα σ΄Αὐτόν, γιατί ἔτσι Τοῦ ἀρέσει»[26].  
Τέλεια ἔκφραση τῆς πρός τόν Θεόν ἀγάπης, εἶναι ἡ Θεία λατρεία. Γιά νά θεραπευθεῖ ἡ ἀνθρώπινη προσωπικότητα πρέπει νά ὑπάρχει λατρεία τοῦ Θεοῦ μυστική, ταπεινή καί ἀνιδιοτελής, δηλ. κρυφή. «Κανείς νά μή σᾶς βλέπει, κανείς νά μήν καταλαβαίνει τίς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρός τό Θεῖον»[27], συμβούλευε ὁ Γέροντας.
Χρειάζεται ὅμως μία πνευματική πορεία γιά νά φθάσουμε στόν Θεό, γιά νά Τόν ἀγαπήσουμε ἀνιδιοτελῶς. Νά ἡ πορεία, πού πρέπει νά κάνουμε, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Γέροντας:
1ον) Γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός στήν καρδιά, πρέπει νά Τόν ἀγαπήσομε.
2ον) Γιά νά Τόν ἀγαπήσομε, πρέπει πρῶτα Ἐκεῖνος νά μᾶς ἀγαπήσει.
3ον) Γιά νά μᾶς ἀγαπήσει, πρέπει νά Τοῦ τό ζητήσουμε καί νά εἴμαστε ἄξιοι[28].
4ον) Γιά νά γίνουμε ἄξιοι, πρέπει νά κάνουμε προετοιμασία. Προετοιμασία εἶναι ἡ ταπείνωση[29], ἡ ἀνιδιοτέλεια στήν προσευχή καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν.

Τόν Χριστόν δέν Τόν γνωρίζομε ἐμεῖς, ἀλλά Ἐκεῖνος μᾶς γνωρίζεται καί μᾶς ἀποκαλύπτεται[30]. «Μόνος Του θά ἔλθει ὁ Χριστός καί θά ἐγκύψει στήν ψυχή μας», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «ἀρκεῖ νά βρεῖ ὁρισμένα πραγματάκια, πού νά Τόν εὐχαριστοῦν, ἀγαθή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη»[31]. Ἄν δέν ὑπάρχουν αὐτά, ὁ Χριστός δέν «ἐγκύπτει» μέσα μας. Ἡ ταπείνωση εἶναι τό πρῶτο ζητούμενο, γιά νά γνωρισθεῖ ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο. Ὁ ταπεινός ἑλκύει τήν Θεία Χάρη, σύμφωνα μέ τό Γραφικό: «Ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσιν Χάριν»[32]. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἄν δέν ὑπάρχει ταπείνωση, δέν μποροῦμε ν’ ἀγαπήσομε τόν Χριστό»[33]. Ὁ ταπεινός, πού εἶναι ὁ ὁλοκληρωτικά θεραπευμένος ἄνθρωπος, δέν ταράζεται ποτέ, ἀλλά τά δέχεται ὅλα μέ εὐχαριστία. «Ἡ τελεία ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ Θεοῦ - αὐτή εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση»[34] παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος.
  Ἡ πολλή στενοχώρια γιά τό κάθε τί, καθώς καί ἡ κατάθλιψη, πηγάζουν ἀπό τόν πολύ ἐγωισμό.  «Ὅταν ὑπάρχει ταπείνωση δέν ὑπάρχει κατάθλιψη» ἔλεγε· καί συνέχιζε: «Ὁ ἐγωιστής στενοχωριέται πολύ μέ τό καθετί»[35]. Ὁ ταπεινός ἔχει ἀγάπη καί εἶναι ἐλεύθερος, διότι εἶναι ἀφημένος στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δέν ἔχει δικό του θέλημα. Εἶναι διαθέσιμος κάθε στιγμή γιά νά διακονήσει.
«Νά εἶστε ἕτοιμοι νά κενωθεῖτε στόν ὁποιονδήποτε» τόνιζε πάλι ὁ Γέροντας· καί συνέχιζε: «Αὐτό εἶναι ἐλευθερία. Ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ ἐλευθερία»[36]. Διότι ὅπου ἀγάπη ἐκεῖ ὁ Θεός, ἐκεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἐκεῖ καί ἡ Ἁγία Ταπείνωση, ἡ ὁποία ἑλκύει σάν μαγνήτης τή Θεία Χάρη. «Ὁ ταπεινός», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «πιστεύει ὅτι ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπ’ τόν Χριστό κι ὅτι ὁ Χριστός τοῦ δίδει τήν Χάρι Του κι ἔτσι προχωράει»[37].

Ἕνα σπουδαιότατο θεραπευτικό μέσο τῆς Ἐκκλησίας μετά τήν ἀγάπη στόν Θεό, εἶναι ἡ «ὅμοια μέ αὐτή ἀγάπη πρός τόν πλησίον»[38]. Ὅσο ἀγαπιόμαστε μεταξύ μας, τόσο ἀγαπᾶμε καί τόν Θεό. Ὅσο ξεχωρίζουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τούς ἄλλους, τόσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τόν Θεό.
         «Ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικήσει μ' ὁποιονδήποτε τρόπο», ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, «μέ συκοφαντίες, μέ προσβολές, νά σκεπτόμαστε ὅτι εἶναι ἀδελφός μας, πού τόν κατέλαβε ὁ ἀντίθετος»[39]. Ἔχει πέσει θύμα τοῦ πονηροῦ. Θά πρέπει νά μήν ὀργισθοῦμε. «Ἄν... ὀργισθοῦμε ἐναντίον του», παρατηροῦσε ὁ Γέροντας, «τότε ὁ ἀντίθετος, ἀπό κεῖνον θά πηδήσει σ' ἐμᾶς καί θά μᾶς παίζει καί τούς δύο»[40].
Ἐκεῖνος πού ὀργίζεται, ἤδη ἔχει κάνει ἕνα πολύ μεγάλο ἐσωτερικό ἁμάρτημα: ἔχει ἤδη, κατακρίνει αὐτόν, ἐναντίον τοῦ ὁποίου ὀργίσθηκε.
Ἄν ἀγαπᾶμε, θά «αἰσθανόμαστε τήν κακία τοῦ ἄλλου», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «σάν ἀρρώστια πού τόν βασανίζει καί ὑποφέρει καί δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ»[41].  Θά πρέπει νά καταθέσουμε τήν ἀδυναμία μας ταπεινά στό Θεό, γιά νά μᾶς δυναμώσει, ὥστε νά μήν κατακρίνουμε. «Ἄν ὁ ἀδελφός σου σ' ἐνοχλεῖ, σέ κουράζει», δίδασκε πάλι ὁ Γέροντας, «νά σκέπτεσαι: «Τώρα μέ πονάει τό μάτι μου, τό χέρι μου, τό πόδι μου· πρέπει νά τό περιθάλψω μ' ὅλη μου τήν ἀγάπη»[42]. Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι κομμάτι τοῦ σώματός μας, ἀφοῦ εἴμαστε «ἀλλήλων μέλη»[43]. Ὁ καθένας μας εἶναι κομμάτι τοῦ ἄλλου. «Οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ͵ τό δὲ καθ΄ εἷς ἀλλήλων μέλη»[44].  Ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας»[45] τόνιζε συχνά ὁ γεμάτος ἀγάπη Γέροντας.
Εἶναι πολύ μεγάλη, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρας, ἡ «προληπτική» ἀλλά καί ἡ «θεραπευτική» δύναμη τοῦ καλοῦ λογισμοῦ[46]. Ὁ ἀδελφός μας, πού μᾶς ἀδικεῖ, εἶναι ὁ ἀδελφός μας, πού τόν κατέλαβε ὁ «ἀντίθετος», ὁ πονηρός[47]. Ὅλους, γιά ἁγίους πρέπει νά τούς βλέπομε[48], δίδασκε ὁ ἐξαγιασμένος καί γεμάτος παιδική ἀκακία π. Πορφύριος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἔχει πάντα καλούς λογισμούς γιά ὅλους, τότε κατοικεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του. «Ἡ ἀγαθότητα καί ἡ ἁπλότητα ἑλκύουν τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ»[49] παρατηροῦσε. Νά μήν πιστεύομε ὅ,τι κακό ἀκοῦμε γιά τούς ἄλλους[50]. «Ἅμα θέλεις νά φιλοσοφήσεις», συμβούλευε ὁ Γέροντας, «ὅλα θά τά ρίχνεις στόν κακό ἑαυτό σου καί θά ταπεινώνεσαι πάντοτε»[51].

 «Ὅποιος θέλει νά γίνει χριστιανός», παρατηροῦσε χαριτωμένα ὁ π. Πορφύριος, «πρέπει πρῶτα νά γίνει ποιητής»[52]. Ἡ ὑγιής καλλιέργεια τοῦ συναισθηματικοῦ κόσμου, βοηθεῖ στήν θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός ἀναπαύεται στούς εὐαίσθητους ἀνθρώπους. Οἱ ἅγιοι εἶναι ποιητές. Διηγεῖται πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα: «Ὁ Χριστός (ἔλεγε ὁ Γέροντας) δέν θέλει κοντά Του χοντροκομμένους ἀνθρώπους, ἀλλά λεπτούς»[53]. Ὁ π. Πορφύριος ἀγαποῦσε πολύ τήν φύση[54] καί χαιρόταν νά βρίσκεται σ’ αὐτήν. «Ἀγαπῆστε τή φύση. Ξυπνῆστε τό πρωΐ», προέτρεπε πνευματικά του παιδιά, «νά δῆτε τό βασιλιά ἥλιο νά βγαίνει ὁλοπόρφυρος ἀπό τό πέλαγος»[55].

Ἡ θεραπεία τοῦ ἀσθενοῦς πνευματικά ἀνθρώπου ἀρχίζει μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση. Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται ἀπό τό κακό μέ τήν βίωση τοῦ φιλανθρωποτάτου μυστηρίου τῆς μετανοίας. «Δέν ὑπάρχει», παρατηροῦσε, ἀνώτερο πράγμα ἀπ' αὐτό πού λέγεται μετάνοια καί ἐξομολόγηση»[56]. Μέ τήν ἐξομολόγηση, δίδασκε, «γίνεται ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἡ ἀπονέκρωση»[57].
Ὁ Γέροντας βίωνε τήν μετάνοια χωρίς ντροπή. Προσέτρεχε μέ θάρρος, ἔπειτα ἀπό κάθε πτώση του, στόν Χριστό (ἐξομολογούμενος στόν Πνευματικό του), διότι τόν ἔνιωθε σάν φίλο του. Τό τόνιζε, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ φίλος μας. «Σάν φίλο νά Τόν ἀτενίζομε καί νά Τόν πλησιάζομε»[58] προέτρεπε.
Γέροντας ζοῦσε αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί διακήρυσσε: «Ἔτσι πρέπει νά βλέπουμε τό Χριστό. Εἶναι φίλος μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι ὅ,τι καλό καί ὡραῖο. Εἶναι τό πᾶν. Εἶναι φίλος καί τό φωνάζει: ‘’Σᾶς ἔχω φίλους, βρέ, δέν τό καταλαβαίνετε; Εἴμαστε ἀδέλφια. Ἐγώ, βρέ, δέ βαστάω τήν κόλαση στό χέρι, δέ σᾶς φοβερίζω, σᾶς ἀγαπάω. Σᾶς θέλω νά χαίρεστε μαζί μου τή ζωή’’. Ἔτσι εἶναι ὁ Χριστός. Δέν εἶναι κατήφεια, οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἐνδοστρέφεια. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Εἶναι ἡ χαρά, εἶναι τό φῶς τό ἀληθινό, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά πετάει, νά βλέπει ὅλα, νά βλέπει ὅλους, νά πονάει γιά ὅλους, νά θέλει ὅλους μαζί Του, ὅλους κοντά Του. Ἀγαπήσατε τόν Χριστό καί μηδέν προτιμῆστε τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ»[59].
Δέν πρέπει, δίδασκε, νά ξαναθυμόμαστε τίς ἁμαρτίες πού ἐξομολογηθήκαμε. «Ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτιῶν κάνει κακό»[60] παρατηροῦσε.
Ἡ γενική ἐξομολόγηση, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο, ὄχι μόνο ἀπό τίς βλάβες τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτιῶν, ἀλλά καί ἀπό τά ποικίλα ψυχολογικά τραύματα, καθώς καί ἀπό τά βιώματα τῶν προγόνων του. Αὐτή ἡ σπουδαία λειτουργία τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης (δηλαδή ἡ θεραπεία τῶν ψυχολογικῶν τραυμάτων τοῦ ἀνθρώπου), μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Γέροντα. Μαζί μέ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τήν ἴαση ἀπό τίς πληγές, πού τοῦ προξένησε ὁ πονηρός, ὁ κόσμος καί ἡ δική του ἀμέλεια καί ραθυμία. «Τήν ὥρα πού τά λές στόν ἐξομολόγο», δίδασκε ὁ Γέροντας, «ἔρχεται  ἡ Θεία Χάρη καί σέ ἀπαλλάσσει ἀπ΄ὅλα τά ἄσχημα βιώματα καί τίς πληγές καί τά ψυχικά τραύματα καί τίς ἐνοχές, διότι, τήν ὥρα πού τά λές, ὁ ἐξομολόγος εὔχεται θερμά στόν Κύριο γιά τήν ἀπαλλαγή σου»[61].
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς διδάσκουν ὅτι γιά νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει πνευματικό ὁδηγό, δηλ. Γέροντα διακριτικό. Βέβαια ἔχει τεράστια σημασία ὁ τρόπος, ἡ διάθεση, ἡ εὐλάβεια, ἡ ταπείνωση, μέ τήν ὁποία ἐμεῖς τόν πλησιάζομε[62].
«Ὅταν ζεῖτε μαζί μ' ἕναν ἅγιο», παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, «ἁγιοποιεῖσθε κι ἐσεῖς. Παίρνετε κάτι ἀπ' τίς ἅγιες συνήθειές του, ἀπ' τά λόγια του, τή σιωπή του»[63]. Τόνιζε ὅτι «ὁ Γέροντας εἶναι ποδηγέτης»[64].

Ἡ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου στή σωτηρία του, συνίσταται στήν ἄσκηση- πάντα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί ποτέ αὐτονομημένα. Ἡ ἄσκηση δέν ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό ἀλλά μέσο. «Δέν εἶναι οἱ μετάνοιες πού θά κάνομε, δέν εἶναι οἱ προσευχές», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «εἶναι τό δόσιμο, ὁ ἔρωτας γιά τόν Χριστό, γιά τά πνευματικά»[65]. Οἱ ἀσκητικές ὀδύνες εἶναι τό ἀντιφάρμακο στίς παρά φύσιν ἡδονές, πού εἰσῆλθαν μέσα μας, διά τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν παθῶν μας[66]. Μέ τόν ὅρο ἄσκηση ὑπονοοῦνται κυρίως τρία πράγματα: νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή. Αὐτά μαζί μέ τήν Θεία Χάρη, πού ἔρχεται διά τῶν μυστηρίων, καθαρίζουν τήν ὕπαρξή μας, τήν φωτίζουν καί τήν θεώνουν. Ἡ ἄσκηση εἶναι ἀπαραίτητη γιά τόν ἁγιασμό μας. «Κανείς δέν μπόρεσε ν' ἀνέλθει στήν πνευματικότητα», βεβαίωνε ὁ Γέροντας Πορφύριος, «χωρίς ν' ἀσκηθεῖ»[67]. Πρέπει νά ἀσκούμεθα, γιά νά ἀποκτοῦμε τίς ἀπελευθερωτικές ἐκεῖνες δυνάμεις, πού θά μᾶς ὁδηγήσουν στήν ἀπαλλαγή ἀπό τά «ἀγαπώμενα» ἡδονικά δεσμά τῶν παθῶν[68]. Ἕνα πολύ βασικό σημεῖο, πού πρέπει νά προσέξει ὁ ἀσκούμενος εἶναι, ὅτι ἡ ἄσκηση πρέπει νά γίνεται «μέ χαρά»[69].
Ἡ ἄσκηση, ἡ ἀσκητική καί ἡσυχαστική ζωή, δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς. Ὅλοι οἱ χριστιανοί πρέπει νά ἀσκοῦνται (νηστεία, ἀγρυπνία, μακρές προσευχές, κ.λ.π.). «Κάποτε (διηγεῖται πνευματικό του παιδί), μοῦ εἶπε ὁ π. Πορφύριος: «Ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητισμός δέν εἶναι μόνο γιά τά Μοναστήρια, ἀλλά καί γιά τόν κόσμο. Εἶναι μεγάλη εὐλογία ἡ προσευχή μέσα στό ναό, οἱ μακρές ἀκολουθίες καί ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἐν πνεύματι ἀγάπης. Νά 'ξερες πόσο οἱ ψυχές βασανίζονται ἀπό τά πάθη καί πόσο ἀνακουφίζονται κοντά στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!»[70].
Ἡ νηστεία, δίδασκε ὁ Γέροντας, εἶναι ἀπαραίτητη[71]. Ὁ σωματικός κόπος γενικά, εἶναι ἀγώνας πνευματικός.Ἔλεγε, ὁ πολύ κοπιάσας σωματικά, π. Πορφύριος: «ἡ πολλή προσπάθεια, ἡ κίνηση, ὁ κόπος, ἡ δράση εἶναι ἀρετή»[72]. Ἀντίθετα «ἡ νωθρότητα εἶναι ἀρρώστια, εἶναι ἁμαρτία» [73].  Ἡ χαρά καί ἡ μακαριότητα ἔρχεται ὅταν ὁ ἄνθρωπος πάψει νά ζεῖ ρέμπελα, ἀκατάστατα καί ἀνευλαβῶς. «Ὅσο ἀπερίσκεπτοι εἶστε», ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας, «τόσο θά βασανίζεσθε. Ἀντίθετα, ὅσο εὐλαβεῖς καί προσεκτικοί, τόσο εὐτυχεῖς»[74]. Ἡ ἐργασία ἐπίσης εἶναι μία πολύ καλή μορφή ἄσκησης, ὅταν γίνεται μέ τό σωστό πνεῦμα (ὡς προσφορά ἀγάπης καί ὄχι γιά νά προσπορίσουμε ἀτομικά ὠφέλη). Ὁ ἐνθουσιαστικός τρόπος δράσης, ἐργασίας κ.λ.π. βοηθεῖ στό νά βγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν δαιμονική κυριαρχία τῶν παθῶν καί τήν ἁμαρτία. Ἡ κατάθλιψη, πού τείνει νά γίνει σύγχρονη μάστιγα καί εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἐγωισμοῦ, θεραπεύεται, δίδασκε ὁ Γέροντας, σέ πρώτη φάση μέ τήν ἐργασία[75].
Μία  ἄλλη μορφή ὀρθόδοξης ἄσκησης εἶναι οἱ μετάνοιες. «Μέ τήν μετάνοιες, δίδασκε»» ὁ π. Πορφύριος, «ἔρχεται μεγάλη εἰρήνη καί χαρά στήν ψυχή, καθώς καί ὑγεία στό σῶμα»[76] .

Ἡ προσευχή καί μάλιστα ἡ εὐχή, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, εἶναι ἕνα σπουδαιότατο θεραπευτικό μέσο, μέσα στό ἰατρεῖο πού λέγεται Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ εὐχή, κατά τήν διατύπωση τοῦ Γέροντα, εἶναι «τό κλειδί γιά τήν πνευματική ζωή»[77]. Κανείς δέν μπορεῖ νά διδάξει στόν ἄνθρωπο τήν προσευχή καί μάλιστα τήν εὐχή, παρά μόνο ὁ Θεός. «Μόνο τό Πνεῦμα τό Ἅγιον», ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, «μόνο ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἐμπνεύσει τήν εὐχή»[78].
Γιά νά πετύχουμε στήν προσευχή δέν πρέπει νά ἔχουμε περισπασμούς. «Ἀφῆστε», προέτρεπε ὁ π. Πορφύριος, «τά τηλέφωνα, τίς ἐπικοινωνίες καί τά πολλά λόγια μέ τούς ἀνθρώπους»[79]. α)Οἱ πολλές συζητήσεις ὅπως καί β) ἡ κατάκριση[80] καί γ) ἡ ἀκρασία (ἡ ἔλλειψη ἐγκρατείας στό φαγητό, στήν σωματική ἀνάπαυση[81], στά μάτια, στά λόγια) «σκοτώνουν» τήν προσευχή[82]. Ἀντίθετα, τήν προσευχή τήν βοηθᾶ ἡ ἡσυχία, ἡ μόνωση, ἡ σιωπή, καί ἡ ἀποδοχή-ἐπιδίωξη[83] μέ χαρά τοῦ πόνου[84]: α) τοῦ ἑκούσιου: νηστεία[85], ἀγρυπνία[86], χαμαικοιτία κλπ. καθώς καί β) τοῦ ἀκούσιου[87]: ἀσθένειες, συκοφαντίες, διωγμοί, ἀδικίες κλπ.
Ἄς ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό ὅ,τι ἀληθινά καλό. Νά μᾶς δίδει τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν καί πρός τούς ἀδελφούς μας, οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε εἶναι «σάρκα μας»[88]. Ἐπειδή ὅμως οἱ ἀδυναμίες μας εἶναι πολλές, ἄς «Τόν παρακαλοῦμε πολύ», προέτρεπε ὁ Γέροντας, «νά μᾶς ἀγαπήσει Ἐκεῖνος καί νά μᾶς δώσει τό ζῆλο νά Τόν ἀγαπήσομε κι ἐμεῖς»[89], ἀγαπώντας τούς ἀδελφούς μας. Τί ἄλλο ἄραγε θά πρέπει νά ζητᾶμε; Ὑπομονή καί τέλεια ἕνωση μαζί Του. Ὅταν δέν μᾶς δίδει κάτι πού Τοῦ ζητᾶμε, νά παύουμε νά Τοῦ τό ζητᾶμε, διότι «ὅσο τό κυνηγᾶμε, τόσο αὐτό ἀπομακρύνεται»[90] παρατηροῦσε ὁ σοφός πνευματικά, π. Πορφύριος. Μᾶς δίδεται ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε, ἔλεγε πάλι, ὅταν δέν τό ζητᾶμε· μᾶς δίδεται ὅταν δέν τό σκεφτόμαστε, ἀλλά ζητᾶμε μόνο τήν Βασιλεία Του. Νά πῶς τά διατυπώνει ἀκριβῶς: «Νά ζητᾶμε στήν προσευχή μόνο τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Δέν εἶπε ὁ Κύριος: «Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ...καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»; (Ματθ. 6, 33· Λουκ. 12, 31). Εὔκολα, εὐκολότατα ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς δώσει ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε. Καί κοιτάξτε τό μυστικό. Τό μυστικό εἶναι νά μήν τό ἔχετε στό νοῦ σας καθόλου, νά ζητήσετε τό συγκεκριμένο πρᾶγμα. Τό μυστικό εἶναι νά ζητᾶτε τήν ἕνωσή σας μέ τόν Χριστό ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά λέτε:  «δῶσ' μου τοῦτο, ἐκεῖνο...». Εἶναι ἀρκετό νά λέμε, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Δέν χρειάζεται ὁ Θεός ἐνημέρωση ἀπό μᾶς, γιά τίς διάφορες ἀνάγκες μας. Ἐκεῖνος τά γνωρίζει ὅλα ἀσυγκρίτως καλύτερα ἀπό μᾶς καί μᾶς παρέχει τήν ἀγάπη Του. Τό θέμα εἶναι ν' ἀνταποκριθοῦμε σ' αὐτή τήν ἀγάπη μέ τήν προσευχή καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Νά ζητᾶμε νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτό εἶναι τό πιό συμφέρον, τό πιό ἀσφαλές γιά μᾶς καί γιά ὅσους προσευχόμαστε. Ὁ Χριστός θά μᾶς τά δώσει ὅλα πλούσια. Ὅταν ὑπάρχει ἔστω καί λίγος ἐγωισμός, δέν γίνεται τίποτα»[91].             
Πρέπει «ν΄ ἀπευθυνόμασθε στόν Θεό», συμβούλευε ὁ Γέροντας, «μέ ὕφος ταπεινοῦ δούλου, μέ φωνή παρακλητική καί ἱκετευτική»[92]. Νά μήν θέλεις, παρατηροῦσε, «νά δῆς τό χέρι Του ἤ τό πρόσωπό Του ἤ τό φωτισμό Του. Τίποτα! Νά πιστεύης! Ἐφ΄ ὅσον μιλᾶς μέ τό Θεό, μιλᾶς πραγματικά μέ τό Θεό»[93].
Πρέπει, δίδασκε ὁ γεμάτος λαχτάρα γιά τήν σωτηρία ὅλων Γέροντας, νά προσευχόμαστε γιά τήν κάθαρση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, γιά ὅλην τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι μιμούμεθα τούς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι «δέν προσεύχονται γιά τόν ἑαυτό τους»[94]. Ἡ προσευχή γιά τούς ἄλλους, δίδασκε, εἶναι πολύ εὐάρεστη στόν Θεό καί ἔχει μεγάλη πνευματική ὠφέλεια. «Πιό πολύ θά προσεύχεσθε γιά τούς ἄλλους παρά γιά τόν ἑαυτό σας»[95], προέτρεπε.
Ἀκολουθώντας τούς ἁγίους Πατέρας τόνιζε ὅτι ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι ἀνεικονική. Δέν πρέπει νά φτιάχνομε εἰκόνες χρηιμοποιώντας τήν φαντασία μας. «Μέ τήν εἰκόνα», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος «ὑπάρχει τό εὐόλισθον, διότι ἐνδέχεται στήν εἰκόνα νά παρεμβληθεῖ ἄλλη εἰκόνα. Ἐνδέχεται καί ὁ πονηρός νά κάνει παρεμβολές καί νά χάσομε τήν Χάρι»[96].

Ἕνα σπουδαιότατο θεραπευτικό μέσο, πού μᾶς «ἁγιάζει ἀναίμακτα»[97] εἶναι ἡ πνευματική μελέτη[98]· δηλ. ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς[99], τῶν πατερικῶν κειμένων καί τῶν λατρευτικῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας[100]. Ἡ μελέτη «μέ Θεῖο Ἔρωτα»[101] φέρνει τό ἄκτιστο φῶς στήν ψυχή μας. Ὁ Γέροντας μελετοῦσε πολύ καί ἀποστήθιζε ὁλόκληρα κομμάτια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, γιά νά ἔχει «καθαρότητα νοός»[102], ὅπως ἔλεγε. Ἡ μελέτη μᾶς ἁγιάζει[103] ἄκοπα καί  δημιουργεῖ τό κατάλληλο κλῖμα γιά τήν προσευχή.
Ὁ Γέροντας τόνιζε ἀκόμη τήν σπουδαιότητα τῆς ὕπαρξης τῆς ὑπομονῆς, προκειμένου νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά καρποφορήσει τήν σωτηρία. «Ἡ ὑπομονή», δίδασκε, «εἶναι ἀγάπη καί χωρίς ἀγάπη δέν μπορεῖς νά ἔχεις ὑπομονή»[104], ἔλεγε. «Εἶναι ὅμως καί θέμα πίστεως»[105] ἡ ὑπομονή, συμπλήρωνε ὁ σοφός π. Πορφύριος.
Ἡ βυζαντινή μουσική, δίδασκε ἐπίσης ὁ Γέροντας, «ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα»[106]. Εἶναι ἕνα σπουδαῖο θεραπευτικό μέσο γιά τήν ταλαίπωρη ψυχή τοῦ πεπτωκότος ἐμπαθοῦς ἀνθρώπου. Διά τοῦτο ἔλεγε ὁ σοφός ἰατρός τῆς ψυχῆς- Γέρων: «Κανένας χριστιανός δέν πρέπει νά ὑπάρχει, χωρίς νά ξέρει βυζαντινή μουσική»[107].

α) Ἡ ἐγρήγορση – νήψη,  πού  ταυτίζεται  μέ  τόν   Θεῖο Ἔρωτα[108],  β) ἡ συνεχής πνευματική ἄνοδος[109],  γ) ἡ συνεχής προσπάθεια γιά νά «εἶναι τό φῶς...παντοτεινό»[110] καί δ) ἡ συνεχής ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ[111] εἶναι μερικά ἄλλα πνευματικά ὅπλα, τά ὁποῖα συνιστοῦσε ὁ Γέροντας γιά τήν κατόρθωση τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος.


4) Χαρακτηριστικά τοῦ θεραπευμένου ἀνθρώπου.


Ὁ θεραπευμένος (πνευματικά ὑγιής) ἄνθρωπος ἔχει τό φωτισμό ἀπό τήν Θεία Χάρη καί ἄν θέλει ὁ Θεός τή  θέωση,  ἐπίσης  πό τήν Θεία Χάρη[112]. Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, πού βρίσκεται στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ, δηλαδή ἔχει ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡ ὁποία στήν πληρέστερη μορφή της εἶναι αὐτενεργοῦσα[113]. Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή δέν προσεύχεται κάνοντας δική του προσπάθεια, ἀλλά «ἀκούει» ἐντός του[114] τήν προσευχή, πού κάνει τό Ἅγιο Πνεῦμα «κράζον Ἀββᾶ ὁ Πατήρ»[115]. «Στήν Ἐκκλησία», τόνιζε ὁ π. Πορφύριος, «γίνεται ἡ Θεία συνουσία, γινόμαστε ἔνθεοι»[116]. Ἡ ἀγάπη Του θέλει νά μᾶς κάνει «θεούς κατά Χάριν καί δωρεάν»[117]. Αὐτό τό κάνει διά τοῦ θεραπευτηρίου, πού λέγεται Ἐκκλησία σ’ ὅσους ἀφήνονται στήν θεραπευτική Του φροντίδα.
Ἡ θέωση εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὕπαρξής μας. Ὀφείλουμε, δίδασκε ὁ Γέροντας, «νά γίνουμε ἄκτιστοι κατά Χάριν, νά γίνομε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, νά μποῦμε μέσα στό μυστήριο τῆς θεότητος»[118]. Μέσα στήν Ἐκκλησία, μετέχοντας στίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, γινόμαστε ἄκτιστοι, πεθαίνοντας κατά τόν «παλαιό ἄνθρωπο» καί ζώντας τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, ζώντας μέσα στό Χριστό καί ὁ Χριστός μέσα μας[119].
Ὁ θεραπευμένος ἔχει κατορθώσει, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου. Μέσα στήν Ἐκκλησία πεθαίνουμε ὡς πρός τή σάρκα, ὡς πρός τά πάθη καί ζοῦμε ἀπό τώρα μέσα στόν Παράδεισο. Ὁ βιολογικός θάνατος «γίνεται ἡ γέφυρα», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «πού θά τήν περάσομε σέ μιά στιγμή, γιά νά συνεχίσομε νά ζοῦμε ἐν τῷ ἀνεσπέρῳ φωτί»[120]. Μέ τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη δίνεται ἡ δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά γίνει κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ θεραπευόμενος φανερώνει βαθμηδόν τόν καινόν ἄνθρωπον, τόν «κατά Θεόν κτισθέντα»[121]. Τό Ἁγιοπνευματικό φῶς φωτίζει τόν ἄνθρωπο, πού ἔχει μία καλή διάθεση (διάθεση μετανοίας), ὥστε νά δεῖ ἀκόμη καθαρώτερα τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη του. Στή συνέχεια συνεργάζεται μαζί του ὥστε, ἐάν καί ἐκεῖνος θέλει, νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά διά τῆς τελείας καί «ὁλοκλήρου» μετανοίας[122]. Ἔτσι ξεμπερδεύεται ὁ ἄνθρωπος, ἐλευθερούμενος ἀπό ὅλα τά κόμπλεξ (συναισθήματα ἐγωιστικά κατωτερότητας[123] ἤ ἀνωτερότητας, ζήλειας, φθόνου[124], μνησικακίας κ.λ.π.) καί τίς ἐξαρτήσεις, πού τοῦ εἶχε δημιουργήσει ἡ ἁμαρτωλή ζωή. Χωρίς τό φῶς τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι φῶς ἐπίσης, τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἄνθρωπος παραμένει «μπερδεμένος»[125] ψυχικά, δηλ. φίλαυτος καί ἐγωιστής.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐκκλησιαστικά, καθαρίζεται· ὅσο περιορίζει, χαλιναγωγεῖ ἤ καί ξερριζώνει τά πάθη του τόσο φωτίζεται. Ἑνώνεται μέ τόν Θεό, μετέχει στίς ἄκτιστες θεῖες ἐνέργειες, γίνεται ἔνθεος[126]. «Ὅταν εἴμαστε μέ τόν Χριστό», βεβαίωνε ὁ φωτισμένος Γέροντας, «εἴμαστε μέσα στό φῶς, κι’ ὅταν ζοῦμε μέσα στό φῶς, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει σκότος»[127]. Ἡ κατάσταση ὅμως αὐτή τοῦ φωτισμοῦ δέν εἶναι μόνιμη. Ἐάν δέν προσέξει ὁ ἄνθρωπος πάλι σκοτίζεται. Ἡ ταπείνωση, τό πένθος, τά δάκρυα καί γενικά ὁ πνευματικός ἀγώνας εἶναι αὐτά, πού συντηροῦν τό φῶς[128].
Ὁ καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι φανερός στόν θεραπευμένο πνευματικά ἄνθρωπο. «Στόν Χριστό ὑπάρχουν ὅλα», διακήρυσσε ὁ Γέροντας, «ὅλα τά ὡραῖα, τά ὑγιή»[129]. Ὁ ἐκκλησιαστικά θεραπευμένος ἄνθρωπος  φανερώνει -χωρίς νά τό θέλει πολλές φορές- καί στούς ἄλλους τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια»[130]. Πρό πάντων ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος ἔχει τήν ἀληθινή ἀγάπη, τήν ἀνιδιοτελῆ, πού εἶναι ἄκτιστη. Τά χαρακτηριστικά αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι αὐτά πού περιγράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν ὕμνο τῆς ἀγάπης: «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται... οὐ λογίζεται τό κακόν...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει...ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει»[131].
Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἄνθρωπος δέν ἔχει ἄγχος, οὔτε στενοχώριες, ὁπότε καί τό σῶμα του λειτουργεῖ κανονικά. Ὁ ἄνθρωπος, πού ζεῖ σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, τῆς πνευματικῆς ὑγείας, ζεῖ στήν ἀληθινή παραδείσια εὐτυχία ἀπό αὐτήν τή ζωή. Ζεῖ τή ζωή τοῦ Χριστοῦ μετέχοντας στήν ἄπειρη μακαριότητά Του. Ἡ Θεία Χάρη ἔχει μεταμορφώσει αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Λειτουργεῖ θαυμάσια καί ἡ ψυχή ἀλλά καί τό σῶμα. «Πᾶνε τότε ὅλες οἱ ἀρρώστιες», ἔλεγε χαριτωμένα ὁ Γέροντας Πορφύριος· καί συνέχιζε: «Οὔτε κολίτις, οὔτε θυρεοειδής, οὔτε στομάχι, οὔτε τίποτα»[132]. Τό ἐνδοκρινολογικό σύστημα καθώς καί ὅλα τά ἄλλα ὀργανικά συστήματα, λειτουργοῦν κανονικά, ὁπότε καί ὅλο τό σῶμα[133].
Ἡ σωματική ὑγεία εἶναι συνάρτηση τῆς πνευματικῆς. «Ὅλες σχεδόν οἱ ἀρρώστιες» δίδασκε ὁ Γέροντας, «προέρχονται ἀπό τήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό καί αὐτό δημιουργεῖ τό ἄγχος. Τό ἄγχος αὐτό τό δημιουργεῖ ἡ κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος»[134]. Οἱ προδιαγραφές τοῦ οὐρανίου Πατέρα μας εἶναι νά κινηθοῦμε ἀγαπητικά, μέ Θεῖο Ἔρωτα πρός Αὐτόν. Ὅσο δέν τό κάνουμε γεμίζουμε μέ μελαγχολία, ἄγχος καί νιώθουμε ἄδειοι, διότι λείπει ἡ Θεία Χάρη. «Ἄν δέν ἔχετε ἔρωτα γιά τόν Χριστό», ἐπισήμαινε ὁ Γέροντας, «ἄν δέν ἀσχολεῖσθε μέ ἅγια πράγματα, σίγουρα θά γεμίσετε μέ μελαγχολία, μέ τό κακό»[135]. Ἀντίθετα, ὁ ἄνθρωπος, πού δέν καταπνίγει τήν θρησκευτική του ὁρμή, ἔχει ὑγεία.
Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος δέν ζεῖ διπλῆ ζωή: Καί μέ τό Θεό καί μέ τόν κόσμο-διάβολο-παλαιό ἄνθρωπο. Εἶναι ἀδύνατη ἡ ταυτόχρονη παρουσία φωτός καί σκότους. Ὁ ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένος ἄνθρωπος «ἐφόσον ἔχει τό φῶς», ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, «δέν μπορεῖ νά ἔχει σκοτάδι. Οὔτε μπορεῖ νά τόν καταλάβει τό σκοτάδι, διότι ἔχει τό φῶς»[136].
Ὁ ἐκκλησιαστικά θεραπευμένος ἄνθρωπος πιστεύει, δηλ. ἐμπιστεύεται τόν Θεό. Ἔτσι «παραθέτει τούς πάντες καί τά πάντα»[137] στόν Θεό, ὁπότε εἰρηνεύει, γαληνεύει. Ἡ ψυχή εἶναι ἀναπαυμένη καί χαριτωμένη. Ὁ ἄνθρωπος  ζεῖ τήν παραδείσια ζωή, ἔχοντας τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος, πού κράζει στήν καρδιά του «Πατέρα!»[138].
Ὁ πνευματικά θεραπευμένος ἄνθρωπος ἔχει ξεπεράσει τό φόβο τοῦ θανάτου, καί τῆς κολάσεως. Δέν τρομάζει στήν ἰδέα ὅτι θά πεθάνει, διότι εἶναι μέ τόν νικητή τοῦ θανάτου, ζεῖ μέ τόν Χριστό, πού πάτησε τό θάνατο μέ τό δικό Του ἑκούσιο θάνατο. «Ἀφότου ἔγινα μοναχός», ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, «πίστευσα ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος. Ἔτσι ἔνιωθα καί νιώθω πάντα, ὅτι εἶμαι αἰώνιος καί ἀθάνατος. Τί ὡραῖα!»[139].
Ὁ πνευματικά θεραπευμένος ποτέ δέν παύει νά ἀγωνίζεται. Ἀκόμη καί ὅταν ἁμαρτάνει, δέν ἀπελπίζεται, διότι ὑπάρχει τό μυστήριο τῆς μετανοίας. «Μπορεῖ νά εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί», ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Πορφύριος. «Ἐξομολογούμαστε, ὅμως, μᾶς διαβάζει ὁ παπάς κι’ ἔτσι συγχωρούμαστε καί προχωροῦμε πρός τήν ἀθανασία, χωρίς καθόλου ἄγχος, χωρίς καθόλου φόβο»[140].
Ὁ θεραπευμένος ψυχοσωματικά ἄνθρωπος δέν βασανίζεται ἀπό τά λεγόμενα ψυχολογικά νοσήματα καί προβλήματα (κατάθλιψη, φοβίες, ἀνασφάλειες, στρές κ.λ.π.). Σήμερα κατ’ ἐξοχήν οἱ ἄνθρωποι βασανιζόμαστε  ἀπό τά ἀνωτέρω, διότι δέν προσπαθοῦμε ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί κλειστήκαμε στόν ἑαυτό μας. Οἱ ἅγιοι, πού εἶναι οἱ ἀληθινά ὑγιεῖς ἄνθρωποι, μᾶς δείχνουν τόν δρόμο. Οἱ ἴδιοι θεραπεύτηκαν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν πρότυπα γιά τή δική μας θεραπεία. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή, τήν γεμάτη ἀγάπη πρός τόν Θεό, μεταβάλλει τήν κατάθλιψη σέ χαρά. Οἱ Ἅγιοι «εἶχαν εὕρει τρόπο», δίδασκε ὁ Γέροντας, «νά μεταβάλλουν τήν κατάθλιψη σέ χαρά»[141]. Τό κάνανε μέ τό δόσιμο στό Θεό. Ὁ Γέροντας γνώριζε πάρα πολλά γύρω ἀπό αὐτά τά λεγόμενα «ψυχολογικά» καί τούς «λεγόμενους  ψυχιάτρους»[142]. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἔχει τήν πρός Θεόν ἀγάπη, καί τήν ταπείνωση, πού τόν ἐλευθερώνουν ἀπό τήν ἐγωιστική αὐτοφυλάκιση τῆς κατάθλιψης. Ἡ προσευχή του, ἡ ὁποία γίνεται «μέ λαχτάρα»[143], εἶναι τό ἀντιφάρμακο στήν κατάθλιψη, διότι αὐτή ἡ προσευχή ὁδηγεῖ στήν πρός τόν Θεόν ἀγάπη καί στήν γνήσια ταπείνωση. Τό κύριον αἴτιον τῆς κατάθλιψης, τῆς νωθρότητος, τῆς ἀκηδίας, τῆς τεμπελιᾶς καί γενικά τῶν λεγόμενων «ψυχολογικῶν προβλημάτων» εἶναι, σύμφωνα μέ τόν Γέροντα, ὁ «μεγάλος ἐγωισμός»[144]. Ὁ Γέροντας, ὅλα τά ἀνωτέρω «ψυχολογικά», τά ἀποκαλεῖ «πειρασμικά»[145], δηλ. δαιμονικά. Εἶναι ἀποτελέσματα δαιμονικῶν ἐνεργειῶν, δαιμονικῶν ἐπηρρειῶν, τίς ὁποῖες βέβαια «ἐγκολπώνεται» ὁ ἄνθρωπος, μέ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ αὐτεξουσίου του.  
Οἱ «λεγόμενοι ψυχίατροι», γιά νά μήν χρησιμοποιοῦν «τή λέξη»  διάβολος (ὁ ὁποῖος κάνει τόν ἄνθρωπο νά φέρεται ἐγωιστικά), ἔχουν ἐφεύρει, παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, ἄλλες λέξεις, ὅπως ἀνασφάλεια κ.λ.π[146].
Ὁ πνευματικά ὑγιής πιστεύει σωστά, σύμφωνα μέ ὀρθόδοξα δόγματα. Πιστεύει σωστά στήν Ἁγία Τριάδα, στόν Χριστό, ἀκόμη καί σέ ὅ,τι ἔχει σχέση μέ τό διάβολο καί τίς ἐνέργειές του. «Ἄμα βγάλεις τόν διάβολο», ἔλεγε χαριτωμένα ὁ Γέροντας, «πᾶνε ὅλα τῆς  θρησκείας μας»[147]. Ἡ ψυχιατρική ὕπουλα πολεμᾶ τήν ὀρθή πίστη, διότι δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου.
Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἄνθρωπος δέν ἔχει ἐγωισμό, δέν ἔχει δικό του θέλημα. Προσπαθεῖ πάντα νά ἐφαρμόζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ποτέ δέν στενοχωριέται καί δέν καταθλίβεται, γιατί ἔχει τήν ὑπακοή, ἡ ὁποία εἶναι ἐφαρμοσμένη ταπείνωση. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἔλεγε ὁ Γέροντας «ἔχει πάντα τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ, καί στά δυσάρεστα»[148]. Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος κάνει ὑπακοή καί ὅλα τοῦ γίνονται ὅπως τά θέλει, διότι δέν θέλει τίποτα δικό του, ἀλλά πάντα αὐτό, πού θέλει ὁ Θεός. Ὅποιος ἔχει θέληματα καί ἐπιθυμίες, αὐτός βασανίζεται καί βασανίζει[149].Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος ἀναπαύει τούς γύρω του, ἐνῶ ὁ ἀσθενής καί δαιμονοκρατούμενος ταλαιπωρεῖ τό περιβάλλον του, χωρίς νά τό θέλει[150].
Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ὑποκύπτει στόν κακό λογισμό, ἐξ ἀρχῆς[151]. Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ἀποζητᾶ τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, οὔτε τό ἐνδιαφέρον τους γι’ αὐτόν. «Σήμερα οἱ ἄνθρωποι», δίδασκε ὁ Γέροντας, «ζητοῦν νά τούς ἀγαπήσουν καί γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουν. Τό σωστό εἶναι νά μήν ἐνδιαφέρεσαι ἄν σέ ἀγαποῦν, ἀλλά ἄν ἐσύ ἀγαπᾶς τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους. Μόνο ἔτσι γεμίζει ἡ ψυχή»[152]. Τό πᾶν εἶναι νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τό Χριστό καί ὅλα τά προβλήματα τακτοποιοῦνται. Ὁ πνευματικά ὑγιής προσεύχεται ἀδιάλειπτα, ὁπότε ἐμποδίζει τόν πονηρό νά κυριαρχήσει ἐπάνω του. Ὅταν δέχεται δαιμονική προσβολή, δέν ταράζεται ἀλλά προσεύχεται. Τότε, παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, καί ὁ πονηρός ἀπομακρύνεται[153].

 

 





[1] Ὅ.π. σελ. 255.
[2] Ὅ.π. σελ. 293.
[3] Ὅ.π. σελ. 256.
[4] Ὅ.π. σελ. 229.
[5] Ὅ.π. σελ. 228-229.
[6] Ὅ.π. σελ. 286.
[7] Ὅ.π. σελ. 248.
[8] Ὅ.π. σελ. 286.
[9] Ὅ.π. σελ. 287.
[10] Ὅ.π. σελ. 287.
[11] Ὅ.π. σελ. 315.
[12] Ὅ.π. σελ. 291-292.
[13] Ὅ.π. σελ. 312.
[14] Ὅ.π. σελ. 290.
[15] Ὅ.π. σελ. 236.
[16] Ὅ.π. σελ. 288-9.
[17] Ὅ.π. σελ. 289.
[18] Ὅ.π. σελ. 289.
[19] Ὅ.π. σελ. 287-288.
[20] Δηλ. σάν ἀγγγαρεία.
[21] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 236.
[22] Ὅ.π. σελ. 208.
[23] Α΄ Κορ. 13, 5.
[24] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 288.
[25] Ὅ.π. σελ. 294.
[27] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 238.
[28] Πρβλ. Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 238.
[29] Ὅ.π. σελ. 238.
[30] Γαλ. 4, 9: «νῦν δὲ γνόντες Θεόν͵ μᾶλλον δὲ γνωσθέντες ὑπὸ Θεοῦ».
[31] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 249.
[32] Παροιμ. 3, 34.
[33] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 238.
[34] Ὅ.π. σελ. 319.
[35]  Ὅ.π. σελ. 308.
[36] Ὅ.π. σελ. 308.
[37] Ὅ.π. σελ. 320.
[38] Πρβλ. Ματθ. 22, 37-9: «Ἀγαπήσεις κύριον τὸν θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σουῃ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶν ἡ μεγάλη καὶ πρώτη ἐντολή. Δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ͵ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».
[39] Ὅ.π.  σελ. 387.
[40] Ὅ.π.  σελ. 387.
[41] Ὅ.π.  σελ. 388.
[42] Βλ. Α΄ Κορ. 12, 21.
[43] Ἐφ. 4, 25.
[44] Ρωμ. 12. 5
[45] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 384.
[46] Πρβλ. Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Γ΄, Πνευματικός ἀγώνας, ἔκδ. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2001, σελ. 19-32.
[47] Ὅ.π.  σελ. 387.
[48] Ὅ.π.  σελ. 388.
[49] Ὅ.π.  σελ. 294.
[50] Ὅ.π.  σελ. 323.
[51] Ὅ.π.  σελ. 323.
[52] Ὅ.π. σελ. 234.
[53] Γεωργίου Κρουσταλλάκη, Ὁ Γέρων Πορφύριος,Ἰχνηλασία, Γ΄ ἔκδοση, σελ. 157.
[54] Πρβλ. τό Κεφάλαιο Περί Κτίσεως στό: Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 459-470.
[55] Γεωργίου Κρουσταλλάκη, Ὁ Γέρων Πορφύριος,Ἰχνηλασία, Γ΄ ἔκδοση, σελ. 157.
[56] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,  σελ. 367.
[57] Ὅ.π. σελ. 285.
[58] Ὅ.π. σελ. 228.
[59] Γ. Σ. Κρουσταλάκη, Ὁ Γέρων Πορφύριος, ἐκδ. Ἰχνηλασία, Ἀθήνα 1997, σελ. 51. Τό συγκεκριμένο παρατιθέμενο κείμενο εἶναι ἀπόσπασμα ἀπό ἀπομαγνητοφωνημένη συνομιλία τοῦ Γέροντα μέ πνευματικά του παιδιά.
[60] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 372.
[61] Ὅ.π. σελ. 370.
[62] Πρβλ. Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, Ἔκδοση Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Ἅγιος Ἐφραίμ», Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους, 2000,  σελ. 176.
[63] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 344.
[64] Ὅ.π. σελ. 344.
[65] Ὅ.π. σελ. 330.
[66] π. Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,Ἐξομολόγηση καί Ψυχοθεραπεία, Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ π. Κωνσταντίνου, στήν Ἁγία Παρασκευή τοῦ ὁμωνύμου προαστίου Ἀθηνῶν, στίς 18-3-2003. http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=476.
[67] Ὅ.π. σελ. 330.
[68] Ὅ.π. σελ. 332.
[69] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 330.
[70] Κοντά στό Γέροντα Πορφύριο,σελ. 56.
[71] Βίος καί Λόγοι Ζ΄, σελ. 332.
[72] Ὅ.π. , σελ. 299.
[73] Ὅ.π.  σελ. 299.
[74] Ὅ.π.  σελ. 299.
[75] Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, Ἐκδόσεις Ἡ Μεταφόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι, ἐμπεριεχόμενο φυλλάδιο,(στό ἑξῆς: Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη),σελ. 23.
[76] Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, Α' ἔκδοση, 2002, σελ. 255-6.
[77] Βίος καί Λόγοι,  Ζ΄, σελ. 256.   
[78] Ὅ.π.  σελ. 256.
[79] Ὅ.π.  σελ. 277.
[80] Ὅ.π.  σελ. 450.
[81] Ὅ.π.  σελ. 355.
[82] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης(1866-1938), Δεκάτη ἔκδοση, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2003, σελ. 368.
[83] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 353.
[84] Κλείτου Ἰωαννίδη, Ὁ Γέρων Πορφύριος, ἔκδοση 9η, Ἀθήνα 2005, σελ. 132-133 (μαρτυρία Σταύρου Καλκανδῆ), ὅπου μεταξύ τῶν ἄλλων γράφεται: «Σ' ἕναν παροξυσμό πόνου ψυχικοῦ ἤ σωματικοῦ, ἡ διάνοια ὑποτάσσεται, καθηλώνεται στήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς», ὁπότε ὁ ἄνθρωπος κάνει σωστή προσευχή, μέ αὐτοσυγκέντρωση.
[85] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 332- 3.
[86] Ὅ.π.  σελ. 353-5.
[87] Ὅ.π.  σελ. 327.
[88]  Βλ. Ἐ φ. 5, 30.
[89] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 323.
[90] Ὅ.π. σελ. 253.
[91] Ὅ π. σελ. 253.
[92] Ὅ.π. σελ. 246.
[93] Γεωργίου Κρουσταλλάκη, Ὁ Γέρων Πορφύριος, Ἰχνηλασία, Γ' ἔκδοση, σελ.155.
[94] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 281.
[95] Ὅ.π. σελ. 279.
[96] Ὅ.π. σελ. 261.
[97] Ὅ.π. σελ. 526.
[98]Βλ. τό Κεφάλαιο Περί πνευματικῆς μελέτης στό:  Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 523-577.
[99] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 527.
[100] Ὅ.π. σελ. 527.
[101] Ὅ.π. σελ. 532.
[102] Ὅ.π. σελ. 61.
[103] Ὅ.π. σελ. 533.
[104] Ὅ.π. σελ. 307.
[105] Ὅ.π. σελ. 307.
[106] Ὅ.π. σελ. 571.
[107] Ὅ.π. σελ. 571.
[108] Ὅ.π. σελ. 298. Πρβλ. καί σελ. 233.
[109] Ὅ.π. σελ. 218.
[110] Ὅ.π. σελ. 201.
[111] Ὅ.π. σελ. 218.
[112] Πατερική Θεολογία, σελ. 35-36.
[113] Ὅ.π.  σελ. 49- 50 καί 52. Ἐπίσης βλ. στό: Ἀρχιμ. Σωφρόνιου (Σαχάρωφ), Περί προσευχῆς, Ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1993, σελ. 151.
[114] Πρβλ. Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 77.
[115] Γαλ. 4, 6.
[116] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 201.
[117] Ὅ.π. σελ. 194.
[118] Ὅ.π. σελ. 195.
[119] Βλ. Κολ. 3,9· Ρωμ. 6, 6· Ἐφ. 4, 22.           
[120] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 199.
[121] Ἐφ. 4, 24.
[122] Πρβλ. Ματθ. 5, 20.
[123] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 321.
[124] Πρβλ. ὅ.π. σελ. 452-454.
[125] Ὅ.π. σελ. 208.
[126] Ὅ.π. σελ. 201.
[127] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 201.
[128] Πρβλ. ὅ.
[129] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 374.
[130] Γαλ. 5, 22-23.
[131] Α΄Κορ. 13, 4-8.
[132] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 375.
[133] Ὅ.π. σελ. 375.
[134] Ὅ.π. σελ. 375.
[135] Ὅ.π. σελ. 374-375.
[136] Ὅ.π. σελ. 209.
[137] Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Θ. Λειτουργία: «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
[138] Ρωμ.8, 15.
[139] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 199.
[140] Ὅ.π.  σελ. 199.
[141] Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη,σελ. 12.
[142] Ὅ.π. σελ. 13.
[143] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 270.
[144] Ὅ.π.  σελ. 12.
[145] Ὅ.π.  σελ. 12
[146] Ὅ.π.  σελ. 16.
[147] Ὅ.π.  σελ. 16.
[148] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 320.
[149] Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, σελ. 19.
[150] Ὅ.π.  
[151] Ὅ.π. σελ. 19-20.
[152] Κοντά στό γέροντα Πορφύριο, σελ. 40.
[153] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 317.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου