Τρίτη 23 Μαρτίου 2010

ΤΥΧΗ, ΕΞΕΛΙΞΗ Ἤ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Ο υλισμός επανέρχεται επιθετικότερος, και με «εξελικτικούς βιολόγους» σαν τον Ντόκινς, ο οποίος έγραψε το βιβλίο Η περί Θεού αυταπάτη»


ΑΠΟ ΤΥΧΗΝ, ΕΞΕΛΙΞΙΝ Ή ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΝ;
Αθανασίου Β. Αβραμίδη,
Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ 22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2009

Τα όσα ακολουθούν, αποτελούν «προδημοσίευση» του υπό έκδοσιν, με τον ανωτέρω τίτλον, βιβλίου του συνεργάτου μας καθ. ιατρικής κ. Αδ. Β. Αβραμίδη δια την προέλευσιν του Κόσμου και της Ζωής. Εξ αυτού παρατίθενται αποσπάσματα:
Από τον πρόλογο:
Ο άνθρωπος πάντοτε διερωτάτο, αναζητώντας απαντήσεις για την προέλευση του κόσμου και της ζωής. Οι κοσμογονικές θεωρίες είναι πολλές, με επικρατέστερη εκείνη του μαθηματικού και αστροφυσικού Στίβεν Χόκινγκ (Steven Hawking) κατά την οποία το Σύμπαν προέκυψε «εντελώς τυχαία» και, στον πραγματικό χρόνο, τη στιγμή της Μεγάλης Έκρηξης (σ.188 του βιβλίου του). Χωρίς να λέει ο,τιδήποτε για το «χθες» της Έκρηξης αυτής. Ασχολείται δε μόνον με το «πως» και ουδόλως με το «γιατί».
Η θεωρία του «Χάους» για τα συμβαίνοντα στο Σύμπαν, ασχολείται με τις κοσμολογικές θεωρίες. Και μελετά το πως από το «τυχαίο», το ασταθές, την αταξία, όπου η πρόβλεψη δεν είναι δυνατή, από κάποια στιγμή του χρόνου και εξής. Κατά κάποιον επιστημονικώς ανερμήνευτο τρόπο, όλα πλέον στο Σύμπαν συμπεριφέρονται με αρμονία και τάξη. «Δεν μπορούμε όμως να καταλάβουμε (γράφει ο Χόκινγκ στη σ.188 του βιβλίου του) πως τόσο χαοτικές και απροσδιόριστες αρχικές συνθήκες θα οδηγούσαν κάποτε σε ένα Σύμπαν τόσο ομοιόμορφο και ομαλό, όσο το δικό μας».
Η απολυτότητα της αλήθειας στις γνώσεις των θετικών επιστημών δεν είναι και τόσον βεβαία, όσο κοινώς θεωρείται, διότι και αυτές βασίζονται σε «αυθαίρετες και αναπόδεικτες αλήθειες», όπως τα «αξιώματα», οι «αρχές» και οι «σταθερές». Τα «αξιώματα», είναι «θεμελιώδεις αρχές», που «δεν χρειάζονται απόδειξη» ούτε και στα μαθηματικά.
Έχει, επομένως, και η επιστήμη τα δικά της «δόγματα» και τα δικά της «πιστεύω», ώστε να παραμένει και για την Επιστήμη ως «ζητούμενον» το «Τι εστίν αλήθεια».

Οι φιλόσοφοι έχουν αναπτύξει τη δική τους κοσμογονία, κατά τις προσωπικές αντιλήψεις εκάστου για τον κόσμο και τη ζωή. Η φιλοσοφική τους μάλιστα κοσμογονία είναι περισσότερο «φιλική» προς την «αυτόματη γένεση».
Κατά την ελληνική αρχαιότητα εμφανίσθηκαν φιλοσοφικές κοσμογονικές θεωρίες, είτε με τον Σκεπτικισμό (ο Επίκουρος και οι Στωικοί), είτε από τους Νεοπλατωνικούς, με αναζητήσεις λογικών βάσεων μεταβάσεως από την πολυθεία στον μονοθεϊσμό. Ο Σωκράτης, μάλιστα, κατά την «απολογία» του είπε και το εξής: «Καθεύδοντες διατελείτε αν, ει μη τίνα άλλον υμίν ο Θεός επιπέμψειε, κηδόμενος υμών», θεωρηθέν και ως πρόβλεψη για την έλευση του Χριστού.
Κατά την Χριστιανική διδασκαλία, ο Κόσμος είναι το σύνολο των υπό του Θεού δημιουργηθέντων ορατών ενόργανων και ανόργανων, εμψύχων και αψύχων κτισμάτων. Δημιουργήθησαν από τον Θεό εκ του μηδενός, και διακρίνονται σε υλικό και πνευματικό κόσμο. Είναι θέμα πίστεως.
Η επιστήμη βρίσκεται σε αδυναμία να απαντήσει σε ό,τι αφορά στην προέλευση της ζωής, όπως άλλωστε και του Σύμπαντος, επειδή α) δεν υπάρχουν στη διάθεση της τα τότε πραγματικά γεγονότα προς παρατήρηση και, β) δεν μπορούν αυτά να αναπαραχθούν στο εργαστήριο για πειραματική επαλήθευση. Κατ' ανάγκη, επομένως, διατυπώθηκαν διάφορες «θεωρίες», δηλαδή, «υποθέσεις» προς απόδειξη. Οι σπουδαιότερες των οποίων, χρονολογικώς, είναι οι εξής: α) Του Λαμάρκ (Lamarck, 1744-1829) δια της «προσαρμογής» στο περιβάλλον, β) Του Δαρβίνου (Charles Darwin, 18θ9-1882) δια της εξελίξεως με την «φυσική επιλογή», γ) Του Ντε Βρις (De Vris, 1848-1935) με τις «μεταλλάξεις» και, δ) Του Ζακ Μονό (Jacques Monod, 1910-1972) με την «καθαρή τύχη». Εξ αυτών επικρατέστερες είναι η θεωρία του Δαρβίνου και η του Μονό, στις οποίες και επικεντρώνεται η ημετέρα μελέτη.
«Η θεωρία της Εξελίξεως του Δαρβίνου, 150 χρόνια μετά τη δημοσίευση της»
Αυτό ήταν το θέμα ομιλίας του κ. Αβραμίδη στην αίθουσα μας Κάνιγγος 10, η οποία εδημοσιεύθη στον «Ορθόδοξο Τύπο» της 13ης Μαρτίου 2009, όπου υπάρχει και το βιογραφικό του Δαρβίνου. Στο νέο του βιβλίο, «Τύχη, Εξέλιξη ή Δημιουργία», ο κ. Αβραμίδης παρουσιάζει αναλυτικότερα τις απόψεις και τις θέσεις του Δαρβίνου για την «εξέλιξη» από τα ίδια τα βιβλία του:
Ο Δαρβίνος έγραψε την «Καταγωγή των Ειδών δια της φυσικής επιλογής», δεχόμενος «αδίσταχτα» όπως γράφει- την πίστη του στην εξέλιξη (σ.478). Μευποθέσεις δε και εικασίες, οδηγείται σε συμπεράσματα τα οποία συχνά συνιστούν «λήψη του ζητουμένου». Για πολλά προβληματικά και για τον ίδιο κενά εκ της παλαιοντολογίας, π.χ. για την εξάλειψη μιας ολόκληρης ομάδας ειδών, γράφει: «...αν παραμερίσουμε αυτές τις δυσκολίες...»(σ.379). Στη σ.322 δε για τα στοιχεία τα οποία παραθέτει, γράφει: «δεν μου φαίνεται να έρχονται σε αντίθεση με την πεποίθηση ότι τα είδη στην αρχή υπήρχαν σαν ποικιλίες». Στη σ.488 ότι, «τα είδη στην αρχή υπήρξαν σαν ποικιλίες». Στη σ.491 δε, ομιλεί «για τους νόμους, οι οποίοι διέπουν την παραγωγή των ποικιλιών, οι οποίοι είναι οι ίδιοι, απ' όσο μπορούμε να κρίνουμε, με τους νόμους, που διέπουν την παραγωγή των ξεχωριστών ειδών» (σ.σ: Εδώ, οι υποθέσεις γίνονται πλέον «νόμος»!).
Αναφερόμενος στις «δυσκολίες» για την αποδοχή της θεωρίας του «δια της «επιλογής», στη σ.171 γράφει: «Μερικές από αυτές είναι τόσο σοβαρές, που ως αυτή τη στιγμή δεν μπορώ καν να τις σκεφθώ χωρίς να κλονισθώ κάπως. Αλλά, όσο μπορώ να κρίνω, οι περισσότερες είναι μονάχα φαινομενικές, κι όσες είναι πραγματικές, δεν είναι νομίζω ολέθριες για τη θεωρία». Κατατάσσοντας δε τις δυσκολίες σε κατηγορίες, διερωτάται: « Τι να πούμε για το ένστικτο, που οδηγεί τη μέλισσα να φτιάχνει την κυψέλη της προτρέχοντας έτσι των ανακαλύψεων των μεγάλων μαθηματικών;» (σ.σ. Είναι αξιοσημείωτο ότι, τη «δυσκολία» αυτή την προσπερνά έτσι απλά, όπως και την ανάλογή της με το μυρμήγκι, σαν να μη τον ενοχλεί η βαρύνουσα σημασία τους για τις «πεποιθήσεις» του).
Προχωρώντας στον οφθαλμό, στη σ.209 ο Δαρβίνος γράφει: « Αν και ο ισχυρισμός πως ένα τόσο τέλειο όργανο, όπως ο οφθαλμός, μπορεί να έχει σχηματισθεί με τη φυσική επιλογή φαίνεται καταπληκτικός, όμως εφ' όσον στην περίπτωση κάθε οργάνου ξέρουμε μια σειρά όλο και πιο πολύπλοκων διεργασιών κάτω από μεταβαλλόμενες συνθήκες ζωής, ....θα δούμε πως δεν είναι λογικά αδύνατη η απόκτηση οποιουδήποτε βαθμού τελειότητας με τη φυσική επιλογή». (σ.σ. Υπεκφυγές σαν κι αυτή δεν σπανίζουν στα βιβλία του Δαρβίνου. Προκειμένου, όμως, περί του οφθαλμού, ο οποίος είναι «το εκπληκτικό θαύμα της οράσεως», η επιχειρηματολογία του αποδεικνύεται έωλος).
Ανακεφαλαιώνοντας το βιβλίο του για την «Καταγωγή των Ειδών», μευπερβολική εμμονή στο ιδεολογικό του δόγμα της «εξελίξεως δια της φυσικής επιλογής», στη σ.500 γράφει: «Μ' όλο που έχω ολότελα πεισθεί για την αλήθεια των απόψεων, που δίδονται σ' αυτό το βιβλίο, δεν περιμένω να πείσω πεπειραμένους φυσιοδίφες, που έχουν παραγεμισμένο το μυαλό τους μ ένα πλήθος γεγονότα, που τα είδαν από ολότελα αντίθετη άποψη από τη δική μου»... Και στη σ.502 γράφει: «Πιστεύω ότι τα ζώα κατάγονται μονάχα από τέσσερις η πέντε το πολύ προγόνους, και τα φυτά από ισάριθμους η και λιγότερους»... «και η αναλογία αυτή θα με οδηγούσε στην πεποίθηση ότι όλα τα ζώα και τα φυτά κατάγονται από ένα κοινό πρότυπο»... «Και με βάση την Αρχή της φυσικής επιλογής δεν φαίνεται απίστευτο ότι από τόσο χαμηλή μορφή, μπορεί να αναπτύχθηκαν τόσο τα ζώα όσο και τα φυτά...και θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι όλα τα ενόργανα όντα, που έζησαν ποτέ σ αυτή τη γη, μπορούν να κατάγονται από μια κάποια αρχέγονη μορφή».
Στην εισαγωγή του βιβλίου του «Η Καταγωγή του Ανθρώπου» γράφει: «Το συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος κατάγεται, μαζί με άλλα είδη, από κάποια παλιά κατώτερη και εξαφανισμένη μορφή δεν είναι καινούργιο». Και αναφέρει «εξέχοντες φυσιοδίφες», μεταξύ των οποίων και τον Χάξλεϋ δια πολλών, τον Μπύχνερ και ιδιαιτέρως τον Χαίκελ... Τον Χάξλεϋ (Thomas Henry Haxley), γνωστό και ως το «μπουλντόγκ» του «δαρβινισμού», ο οποίος εισήγαγε τον όρο «αγνωστικιστής», ως αντιλεκτικό στους «γνωστικιστές» της εκκλησιαστικής ιστορίας, «που ισχυρίζονταν ότι ξέρουν πολλά για τα πράγματα τα οποία σε αυτόν ήσαν άγνωστα». Τον δε Χαίκελ διότι στο βιβλίο του «Φυσική Ιστορία της Δημιουργίας» εξετάζει συστηματικά τη γενεαλογία του ανθρώπου και συμπορεύεται με τις απόψεις του, βρίσκοντας «χαρακτηριστικές ομοιότητες ανάμεσα στον άνθρωπο και στα κατώτερα ζώα». Ο Δαρβίνος προσπαθούσε να βρει «ως ποιο σημείο η σωματική διάπλαση του ανθρώπου παρουσιάζει σημάδια της καταγωγής του από κάποια κατώτερη μορφή».
«Οι πρώτες φάσεις της αναπτύξεως του ανθρώπου όπως γράφει- βρίσκονται πολύ κοντύτερα στους πιθήκους, απ' ό,τι αυτοί στο σκύλο» (σ.24). Και ότι: «η ομοιότητα, η οποία παρατηρείται ανάμεσα στο χέρι του ανθρώπου η του πιθήκου, το πόδι του αλόγου, το πτερύγιο της φώκιας, το φτερό της νυχτερίδας κ.λπ. είναι εντελώς ανεξήγητη με οποιαδήποτε άλλη υπόθεση, εκτός αν παραδεχθούμε την καταγωγή τους από έναν κοινό γεννήτορα» (σ.44). Και, «κατά συνέπεια, θα έπρεπε να παραδεχθούμε ειλικρινά την κοινή μας καταγωγή». Εξετάζει, εν συνεχεία (σ.83), «τους πιο κοντινούς συγγενείς του ανθρώπου και τους πιο πιστούς μακρινούς μας προγόνους...τους τετράχειρες (πιθήκους)».(σ.σ. Είναι όμως οι πίθηκοι τετράχειρες; Διότι τα μπροστινά τους δεν έχουν αντίχειρα δάκτυλο, που είναι το χαρακτηριστικό της χειρός στον άνθρωπο).
Στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο του βιβλίου του αυτού, γράφει: « Η αντιστοιχία στη γενική διάπλαση, τη μικροσκοπική κατασκευή των ιστών, τη χημική σύνθεση και την κράση ανάμεσα στον άνθρωπο και τα ανώτερα ζώα, ιδιαίτερα τους ανθρωπόμορφους πιθήκους, είναι εντυπωσιακή». Και βήμα προς βήμα, σε όλη τη διαδρομή του βιβλίου του, καταγίνεται με το να αποδείξει την καταγωγή τους από ένα «κοινό πολύ παλιό πρόγονο αμφοτέρων». Πρόκειται, προφανώς, για περίπτωση «λήψης του ζητουμένου».
Ο Δαρβίνος υπήρξε ένας ευφυέστατος παρατηρητής και «εύστροφος χειριστής του διαλόγου»...διαλεγόμενος όμως μόνον με τον εαυτό του. Και ουδεμία δυσκολία είχε στο «επιχειρηματολογείν». Έτσι, για τη φυσική επιλογή γράφει (σ.79): «Είδαμε ότι το σώμα και το πνεύμα του ανθρώπου παθαίνουν μεταβολές, που προκαλούνται άμεσα η έμμεσα από τις ίδιες γενικές αιτίες και υπακούουν στους ίδιους γενικούς νόμους, που ισχύουν και για τα κατώτερα ζώα» (σ.σ. πρόκειται, προφανώς, για μια αυθαίρετη γενίκευση, κατά την οποία «αιτίες υπακούουν σε νόμους», μιας θεωρίας όμως αναπόδεικτης και στη σφαίρα του επιθυμητού).
Στη σελίδα 90 γράφει: « Ο εγκέφαλος αυξανόταν ασφαλώς σε όγκο όσο αναπτύσσονταν οι διάφορες νοητικές ικανότητες. Και κανένας, υποθέτω, δεν αμφιβάλλει ότι στον άνθρωπο, η αναλογία του όγκου του εγκεφάλου σε σχέση με τον όγκο του σώματος... βρίσκεται σε συνάρτηση με τις ανώτερες νοητικές του ικανότητες». Επικαλείται δε αμέσως: «τα τόσο γνωστά σε όλους μας, θαυμαστά διαφοροποιημένα ένστικτα, τις νοητικές ικανότητες και τα πάθη των μυρμηγκιών, που έχουν έδρα τα εγκεφαλικά γάγγλια, που δεν φθάνουν σε όγκο ούτε το τέταρτο του κεφαλιού μιας καρφίτσας». Και συνεχίζει χωρίς καμία δυσκολία: «Από αυτή την άποψη το μυαλό του μυρμηγκιού αποτελεί ένα από τα πιο θαυμάσια άτομα ύλης, που μπορούμε να φαντασθούμε, ακόμη πιο θαυμάσιο ίσως κι από το μυαλό του ανθρώπου» (σ.σ: Από τον ενθουσιασμό του για τη θεωρία του, έφθανε συχνά σε τέτοιες απερισκεψίες, που τον εξέθεταν για ακρισία).
Γράφει στη σ.139: «Το να επιμένει κανείς να υποστηρίζει, χωρίς άμεσες αποδείξεις πως κανένα ζώο στη διάρκεια των αιώνων, δεν προόδευσε σε νοημοσύνη η σε άλλες νοητικές ικανότητες, είναι σαν να θέτει υπό αίρεση την εξέλιξη των ειδών».
Επανερχόμενος συχνά στις διαφορές κατασκευής και αναπτύξεως του εγκεφάλου στον άνθρωπο και τους πιθήκους, στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του «Η Καταγωγή του Ανθρώπου», γράφει (σ.351: « Η σημαντική πρόοδος της επιστήμης τα δέκα τελευταία χρόνια και οι εργασίες τόσων σοφών ερευνητών δικαιώνουν την άποψη, που διατύπωσα το 1863 σχετικά με την καταγωγή του εγκεφάλου των ενηλίκων». Και στη σ.354: «... Αν εξετάσουμε συνολικά όλα τα γεγονότα, μου φαίνεται ότι η σειρά εμφανίσεως των πτυχώσεων και των ελίκων στον εγκέφαλο του ανθρωπίνου εμβρύου συμφωνεί πληρέστερα με την γενική θεώρηση της εξέλιξης και με την άποψη ότι ό άνθρωπος προέρχεται από κάποια πιθηκίσια μορφή...».
Ομιλεί για «αυτογνωσία» στα ζώα και για ανώτερες πνευματικές ικανότητες, για την «ομιλία» επίσης, την καταγωγή του έναρθρου λόγου, και προχωρώντας βήμα βήμα με υποθέσεις, αποφαίνεται (δια μέσου άλλων) ως εξής (σ.152): «Αρκετοί συγγραφείς υποστήριζαν με πολύ επιμονή ότι, η χρήση της ομιλίας προϋποθέτει την ικανότητα του σχηματισμού γενικών εννοιών. Και όπως έχει γίνει παραδεκτό ότι κανένα ζώο δεν διαθέτει τέτοια ικανότητα, επακόλουθο είναι να ορθώνεται ένα αξεπέραστο φράγμα ανάμεσα στα ζώα και τον άνθρωπο».
Ο Δαρβίνος επεκτείνεται και στην πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου, γράφων (σ.160-161): «Στην πίστη σε Θεό, τίποτε δεν μαρτυρεί ότι ο άνθρωπος ήταν από την αρχή προικισμένος με την εξευγενιστική πίστη στην ύπαρξη ενός παντοδύναμου Θεού...Διαθέτουμε, αντίθετα, ένα σωρό μαρτυρίες ότι υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός από άγριες φυλές, οι οποίες δεν πιστεύουν ούτε σε έναν ούτε σε περισσότερους Θεούς...Το πρόβλημα αυτό είναι, εννοείται, εντελώς διαφορετικό από το ανωτέρω πρόβλημα του αν υπάρχει ένας Κύριος Δημιουργός του σύμπαντος  πρόβλημα στο οποίο οι μεγαλύτερες διάνοιες όλων των αιώνων έχουν εκφρασθεί, όμως αυτό είναι διαφορετικό», (σ.σ. Είναι προφανές ότι αποφεύγει και σ' αυτό να τοποθετηθεί με σαφήνεια).
Εκπλήσσει, πάντως, όταν στη σ.212 γράφει: «Συνοψίζοντας τα κοινωνικά ένστικτα, τα οποία αναπτύχθηκαν αναμφίβολα από τον άνθρωπο όπως και από τα ζώα- για το καλό της κοινότητας, θα πρέπει από την αρχή κιόλας να τον έσπρωξαν να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και να καλλιεργήσει μέσα του αισθήματα συμπαθείας γι' αυτούς, και θα τον υποχρέωναν να λογαριάζει την επιδοκιμασία η την αποδοκιμασία τους...και θα πρέπει από πολύ νωρίς να του χρησίμευσαν σαν πρωτόγονος κανόνας για να διακρίνει το καλό από το κακό...αλλά και για την ευτυχία των ανθρώπων...», (σ.σ. Σε αυτή την «ηθικολογική» πλευρά της θεωρίας του, ο Δαρβίνος προφανώς ηπατήθη. Διότι δεν διανοήθηκε καν τις εκτροπές στις οποίες θα οδηγούσε ο «αγώνας για την επικράτηση του ισχυρότερου»... αλλά και του «πονηρότερου», του πιο «δόλιου» η του με λιγότερες ηθικές αντιστάσεις, είτε ως ατόμων είτε ως «κοινωνιών» και «κρατών». Ούτε φαντάσθηκε «ευγονικές ευθανασίες» τύπου Νίτσε... και διάφορες άλλες «κοινωνικές ευθανασίες» ή τα «ολοκαυτώματα»).
Ο Δαρβίνος ανήγαγε τη θεωρία του σε «δόγμα πίστεως» με «νόμους» και «αρχές». Και έγινε ο «Δαρβινισμός», ο οποίος απέκτησε οπαδούς και μετετράπη για πολλούς σε «θρησκεία». Για τους άθεους δε, για τους υλιστές και τους εχθρούς της πίστεως σε Θεό, έγινε το «βαρύ πυροβολικό» της «αθεΐας» και του «υλισμού».
Για τη θεωρία του Μονό:
Ο Ζακ Μονό, «μοριακός βιολόγος», με βραβείο Νόμπελ στη φυσιολογία, έγραψε το βιβλίο «Η τύχη και η αναγκαιότητα», και μετέφερε σε αυτό τις υλιστικές αντιλήψεις από τον μακρόκοσμο στον μικρόκοσμο για τη σύνθεση της ύλης και την «μοριακή οντογένεση». Δηλαδή από το μόριο της ύλης, στο κύτταρο της ζωής.
Η «μοριακή βιολογία», όμως, βρίσκεται σε αδυναμία να στηρίξει τις οποιεσδήποτε εξελίξεις και να ερμηνεύσει την πορεία στα πολύπλοκα μονοπάτια, που οδηγούν από τα γονίδια στα ορατά χαρακτηριστικά των οργανισμών. Με την αποκωδικοποίηση μάλιστα του γονιδιώματος, του συνόλου δηλαδή των γονιδίων ενός οργανισμού, τα οποία συνιστούν τις βασικές μονάδες κληρονομικότητας, το φαινόμενο της ζωής αποδεικνύεται περισσότερο περίπλοκο.
Ο Μονό δέχθηκε την «μοριακή οντογένεση» με μια «μικροσκοπική κυβερνητική». Απέρριπτε την «αμετατροπία του Πλάτωνος» για τελείως αμετακίνητες τις μορφές των ειδών, και παρεδέχετο το «τα πάντα ρεί» του Ηρακλείτου. Αντιφάσκων όμως προς εαυτόν, θεώρησε ότι η εξέλιξη έχει την ιδιότητα της «αμετατροπίας», δηλαδή μπορεί «να διασώζει την σύμπτωση» στο παιχνίδι της φυσικής επιλογής, για την σταθερότητα και την παγκοσμιότητα του γενετικού κώδικα. Εδέχετο επίσης την «αυτενεργό δόμηση των πολυσυνθέτων σωματιδίων», χωρίς όμως και να ερμηνεύει με την «τύχη» η με την «δημιουργική τύχη» -την οποία ο ίδιος εισήγαγε στην Μοριακή Βιολογία- την ιδιότητα του κυττάρου να διαθέτει «κυβερνητική ισχύ», να «σχεδιάζει», να «προγραμματίζει» και να «εκτελεί αυτοτελώς». Αναγνωρίζει την ύπαρξη «ρυθμιστικού γονιδίου», το οποίο από μόνο του «κατευθύνει τη σύνθεση», ενώ αρνείται την ιδέα υπάρξεως «δημιουργού».
Στο βιβλίο του αναφέρεται και στο πολύπλοκο και σταθερά επαναλαμβανόμενο φαινόμενο της ζωής με την κληρονομικότητα. Και γράφει (σ.181): «...είναι σαν μια λοταρία, που τραβάμε αριθμούς στην τύχη, ανάμεσα στους οποίους η τυφλή επιλογή ξεχωρίζει τους σπάνιους τυχερούς». Αυτό όμως είναι τελείως παράλογο για την κοινή λογική. Να τραβάς δηλαδή λαχνούς, και «στην τύχη» να σου βγαίνει πάντοτε ο πρώτος αριθμός, και αιωνίως. Βάσει δε του νόμου των πιθανοτήτων, απολύτως αδύνατο. Όπως, άλλωστε, και το «να γραφεί ένα λογοτεχνικό αριστούργημα με τα πηδήματα πιθήκου πάνω στα πλήκτρα γραφομηχανής».
Ο Μονό, όπως προκύπτει και από το βιβλίο του «Τύχη και αναγκαιότητα», υπήρξε ένας επιστήμων ενσυνείδητα στρατευμένος στον υλισμό, και με μεταφυσικές προεκτάσεις στο όνομα της «μοριακής βιολογίας», όπως ο ίδιος ερμήνευσε τη θεωρία του.
Θιασώτης των Μαρξ και Χέγκελ του «ιστορικού υλισμού», ο Μονό υπεστήριξε ότι έπρεπε να προστεθεί σε αυτόν «και ο διαλεκτικός ύλισμός» (σ.226 του βιβλίου του). Διότι αυτός: «προσκομίζει την ολοκληρωμένη ερμηνεία, την οποία αξιώνει το πνεύμα» (σ.216). Τονίζοντας και ότι: «οι μαρξιστικές κοινωνίες κηρύττουν πάντοτε την υλιστική και διαλεκτική θρησκεία της ιστορίας» (σ.219).
Κλείνοντας το βιβλίο του, στην τελευταία παράγραφο διαλαμβάνει (σ.228): «Ο άνθρωπος ξέρει επί τέλους ότι είναι μόνος μέσα στην αδιάφορη απεραντοσύνη του Σύμπαντος, από όπου τυχαία ξεπήδησε».
Ο καθ. Αστρονομίας και Ακαδημαϊκός Γ. Κοντόπουλος, χαρακτήρισε το βιβλίο αυτό του Μονό ως «ένα από τα καλύτερα εγχειρίδια αθεΐας».
Ο καθ. της Φιλοσοφικής (και φιλόσοφος) Γ. Μποζώνης, αποφαίνεται για τον Μονό ως εξής: «Στοχάζεται, φιλοσοφεί με πολλούς νεολογισμούς, ομιλεί για τελονομία(=νόμο και τάξη), μας καλεί όμως να ασπασθούμε μια θεωρία με την οποία διδάσκει όλα τα απίθανα». Με τρία δε εμπεριστατωμένα άρθρα του για τη θεωρία του Μονό, βιβλιογραφικώς πλήρως τεκμηριωμένα, συμπεραίνει: «Με τον νόμο των πιθανοτήτων, η θεωρία του τινάσσεται στον αέρα»... «ουδεμία προσπάθεια καταβάλλει να απαντήσει στο ερώτημα, γιατί η πιθανότητα περί τύχης αποτελεί την μόνη λογική υπόθεση για την παραγωγή του κόσμου και της ζωής»... Και διαπιστώνει για τον Μονό ότι: «εισάγει στο σύστημα του την αφέλεια δια την λήψεως του ζητουμένου και θεωρεί αυτονόητα αυτά που πρέπει να αποδείξει», και ότι «εν ονόματι της επιστημονικής αυθεντίας κηρύσσει αφελή πίστη σε πολλά απίθανα η παράλογα πράγματα».
Από την Εξελικτική Αναπτυξιακή Βιολογία
Στα όσα έχουν δοθεί επί του θέματος αυτού από τον κ. Αβραμίδη δια του δημοσιεύματός μας στις 14.3.2009, από το νέο βιβλίο του παρατίθενται συνοπτικώς τα εξής:
Η Μοριακή Βιολογία έχει προχωρήσει από την «Εξελικτική Βιολογία» στην «Εξέλιξη της Εξελικτικής Βιολογίας», και περαιτέρω στην «Εξελικτική Αναπτυξιακή Βιολογία».
Η «Εξελικτική Αναπτυξιακή Βιολογία», η και «Γενετική Βιολογία», ερευνά τους γενετικούς και αναπτυξιακούς μηχανισμούς, οι οποίοι επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο έχει εξελιχθεί η πορεία των οργανισμών. Διαμορφώνει υποθέσεις και αναζητεί στοιχεία, τα οποία θα μπορούσε να ήσαν υπέρ της θεωρίας της εξελίξεως. Προς το παρόν όμως τα τέτοια, στοιχεία είναι απελπιστικώς ανεπαρκή.
Η «εξέλιξη της εξελικτικής βιολογίας» επιδιώκει, κατά τον Χρ. Γιαμβριά, αφ' ενός «να εξιχνιάσει και εξιστορήσει το παρελθόν της ζωής», αφ' ετέρου «να μελετήσει τους μηχανισμούς, που ρυθμίζουν την εξέλιξη της». Με την πρόοδο, πάντως, της μοριακής βιολογίας έχει διευκρινισθεί: α) ότι, «το γενετικό υλικό ενός οργανισμού δεν μεταβάλλεται από την επίδραση του περιβάλλοντος», β) ότι, είναι «σταθερό» και, γ) ότι, «επίκτητοι χαρακτήρες δεν κληρονομούνται». Σε ό,τι δε αφορά στον ρόλο των «μεταλλάξεων», αυτές «ενεργούν σε ήσσονα λόγο και σε συνεργασία με άλλους παράγοντες, δημιουργούν δε νέες "παραλλαγές" μόνον στα υπάρχοντα γονίδια του DΝΑ μέσα σε ένα είδος», όχι σε νέα είδη.
Βάσει και των νεωτέρων αυτών δεδομένων, οι μεταλλάξεις συμβάλλουν κατά τι ελάχιστο σε «παραλλαγές» στα υπάρχοντα γονίδια, συμβαίνουν στα «νουκλεοτίδια» και αυτές μόνον «μέσα σε ένα είδος». Συνεπώς, δεν δημιουργούν νέα είδη. Επηρεάζουν απλώς τον «φαινότυπο», δηλαδή τα ορατά χαρακτηριστικά του κάθε οργανισμού όπως: χρώμα δέρματος, ματιών, μαλλιών, ύψος σώματος, και την προδιάθεση σε ασθένειες. Ένα «πολυμορφισμό», δηλαδή, στα πλαίσια του ίδιου είδους, ο οποίος τώρα με την «Εξελικτική Βιολογία» ερμηνεύεται επιστημονικότερα.
Ο John Noble Wilford στο άρθρο του, «Το ανθρώπινο γενεαλογικό δένδρο έγινε θάμνος με πολλά κλαδιά», αναφέρει: «Οι αναλύσεις του D.N.A. κατέληξαν σε ένα κοινό μητρικό πρόγονο των ανθρώπων, που έζησε στην Αφρική και ονομάσθηκε African Eve (Αφρικανή Εύα)». Αναφέρει επίσης ότι, «γενετικές ενδείξεις μπορούν να καθορίσουν την ακριβή στιγμή, που η δική μας γενεαλογική γραμμή αποκόπηκε από αυτή του κοινού προγόνου μας με τους πιθήκους, περίπου 6 με 8 εκατομμύρια χρόνια»... Σήμερα «οι παλαιοντολόγοι δέχονται τους βιολόγους ως συμμάχους στην αναζήτηση της καταγωγής του ανθρώπου»... Όμως, «το μόνο που μπορεί να σου πει η βιολογία είναι ότι ο χιμπαντζής είναι ο κοντινότερος συγγενής μας, και ότι μοιραζόμαστε ένα κοινό πρόγονο, όχι όμως και το τι πυροδότησε αυτή την εξελικτική αλλαγή... και δεν μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα για τον κοινό μας πρόγονο από τη μελέτη των σημερινών χιμπαντζήδων, καθώς άνθρωπος και χιμπαντζήδες ακολούθησαν τη δική τους ξεχωριστή εξελικτική πορεία μέσα στους αιώνες». Και συνεχίζει ο Wilford. «Από την ανακάλυψη του σκελετού της ‘Λούση' (Lucy) το 1973, αρχίζει μια νέα εποχή στην εξερεύνηση των ανθρωποειδών του είδους του Australopithecus Afarensis» (σ.σ. δεν πρόκειται περί Αυστραλοπιθήκου, διότι το λατινικό Austral σημαίνει Νότιος, και η ορθή ερμηνεία του όρου είναι Νότιος Πίθηκος. Το δε Afarensis, προέρχεται από το Άφαρ της Αιθιοπίας).
Η «Λούση» βρέθηκε στην Αιθιοπία χωρίς τα κάτω άκρα της, και η ηλικία της υπολογίστηκε σε 3.200.000 χρόνια. Από το εύρημα αυτό αμφισβητήθηκε η μέχρι τότε κρατούσα άποψη ότι το γενεαλογικό δένδρο του ανθρώπου «αποτελείται από ένα κυρίως κορμό με πολλά κλαδιά, ένα των οποίων ξεκινά από τον πίθηκο και καταλήγει στον άνθρωπο». Αυτό είναι το γενεαλογικό δένδρο του Δαρβίνου. «Οι επιστήμονες όμως -συνεχίζει ο J. Wilford το αμφισβητούν και δέχονται πλέον ότι: το γενεαλογικό μας δένδρο μοιάζει περισσότερο με ένα ‘θάμνο' με πολλά κλαδιά».
Στο άρθρο αυτό του Wilford δεν αναφέρεται η ανακάλυψη του σκελετού της τρίχρονης παιδούλας «Σέλαμ» το 2001, υπολογισθείσης ηλικίας 3.300.000 ετών. Και από το εύρημα αυτό, παρ' ότι τα πόδια δεν βρέθηκαν ολόκληρα, οι παλαιοντολόγοι προσπαθούν να εκτιμήσουν το ενδεχόμενο η «Σέλαμ» (=Ειρήνη) να είναι ο πρώτος «Όρθιος άνθρωπος» (Homo erectus).
Ο ανακαλυφθείς το 1992 «Αρδιπίθηκος» (Ardipithecus Ramidus), υπολογισθείσης ηλικίας 4,4 εκατομμυρίων ετών, δημιουργεί ακόμη περισσότερα προβλήματα και μεγαλύτερη σύγχυση στους παλαιοντολόγους για τον υποτιθέμενο διαχωρισμό του ανθρώπου και του πιθήκου από τον αναζητούμενο «κοινό τους πρόγονο». Ο οποίος πιθανολογείται να έγινε μέχρι και πριν 20 εκατομμύρια χρόνια.
Όσο για την εμφάνιση του πρώτου ανθρώπου, τα υπάρχοντα δεδομένα την ανάγουν από ολίγες δεκαετίες μέχρι και τις 195.000 χρόνια.
Ο Λουκάς Χριστόφορου, καθηγητής της Φυσικής και Ακαδημαϊκός, κατά την Δημόσια Συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών στις 13.2.2007, ανέπτυξε το θέμα: «Η επαγωγική μέθοδος της φυσικής επιστήμης, από τα μόρια στον άνθρωπο». Εκ της ομιλίας του αυτής παρατίθενται αποσπάσματα:
Η «επαγωγική» μέθοδος οδηγεί από το μερικό στο γενικό, στο όλο. Η «παραγωγική» δε από το γενικό στο μερικό... Η γνώση για το επί μέρους στηρίζεται στην εγκυρότητα του «αξιώματος». Η μέθοδος αυτή συνιστά την κατεξοχήν μεθοδολογία της σύγχρονης φυσικής, διότι η εξερεύνηση του φυσικού κόσμου βασίζεται στη βεβαιότητα του πειράματος... Από το πείραμα, «επαγωγικώς», οδηγούμεθα στη γενικότερη θεώρηση. Η πειραματική επιβεβαίωση των προβλέψεων της θεωρίας συνιστά το βασικό κριτήριο της αξίας μιας θεωρίας, και της εγκυρότητας των εννοιών πάνω στις οποίες στηρίζεται.
Δύο σημαντικοί σταθμοί στην εξέλιξη της επιστήμης της Βιολογίας είναι: α) η Θεωρία της εξέλιξης (1859) και, β) το D.N.A. για την μοριακή δομή. Στη Βιολογία, η φύση των εννοιών διαφέρει από εκείνη στη Φυσική: Η «Εξέλιξη» είναι έννοια άκρως μακροσκοπική, ενώ το D.N.A. είναι πολύπλοκη μοριακή δομή... Η αντίληψη για τη μοριακή βάση της ζωής οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην τεράστια πρόοδο της σύγχρονης βιοχημείας και την αποκρυπτογράφηση του γενετικού κώδικα...
Είναι όμως γενικά αποδεκτό ότι η τάξη, η οποία χαρακτηρίζει το μόριο του D.N.A. δεν εξηγείται μόνο με τη διαδικασία, που υποβαστάζεται από τη Φυσική...Και η πορεία από τη Φυσική στη Βιολογία προσκόπτει στο γεγονός ότι τα συστήματα με τα οποία ασχολείται η Βιολογία είναι εξαιρετικά πολύπλοκα...Πέραν αυτού βρίσκεται η τελεολογία των βιολογικών φαινομένων και οργανισμών (η αντίληψη δηλαδή ότι τα πάντα στον κόσμο διέπονται από έναν σκοπό), που συνιστά, κατά την αντίληψη πολλών, το ανυπέρβλητο εμπόδιο στην αποδοχή μιας μηχανιστικής ερμηνείας της ζωής... Διότι πρέπει να ανευρεθούν οι νόμοι της πολυπλοκότητας της ύλης, οι οποίοι όμως εξακολουθούν να παραμένουν άγνωστοι...
Η υλιστική άποψη για τη ζωή έχει αναγάγει τη ζωή στο επίπεδο της φυσικής και της χημείας και όλα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, μπορούν να αναχθούν στα άτομα και τα μόρια, που τα απαρτίζουν. Η επαγωγή αυτή -από τα μόρια στον άνθρωπο- προϋποθέτει ότι όλοι οι ζώντες οργανισμοί κατάγονται από έναν αρχικό μονοκύτταρο οργανισμό, που αναδύθηκε από την ανόργανη ύλη. Πως όμως αναδύθηκε από την ανόργανη ύλη αυτός ο αυτοοργανούμενος και αυτοαντιγραφόμενος οργανισμός, ο οποίος είναι φορέας κωδικοποιημένης πληροφορίας και συνιστά τον εξελικτικό σύνδεσμο μεταξύ της νεκρής ύλης και των ζώντων οργανισμών; Αν η ύλη ή η ενέργεια έχει τάσεις για αυτοοργάνωση, πως απέκτησαν αυτές τις ικανότητες; Και από που προήλθε η ύλη και η ενέργεια, που έχουν αυτές  τις ιδιότητες; Ουσιώδη ερωτήματα, που δεν έχουν προς το παρόν επιστημονική απάντηση, ίσως γιατί βρίσκονται ουσιαστικά εκτός της επιστήμης.
Από τα ανωτέρω, γενικώς, γίνεται εμφανής η απεραντοσύνη του δρόμου τον οποίο έχουν να διανύσουν ακόμη: η Μοριακή Βιολογία, η Εξελικτική Βιολογία και η Εξελικτική Αναπτυξιακή Βιολογία.

Συμπερασματική συζήτηση
(Ελάχιστα εξ αυτών εν συντομία)
Η θεωρία του Δαρβίνου περί «Καταγωγής των Ειδών», 150 χρόνια από τη δημοσίευση της το 1859, εξακολουθεί και παραμένει αναπόδεικτη, παρά τις «φιλότιμες» προσπάθειες πολλών ΝεοΔαρβινιστών και τους ποικίλους μετασχηματισμούς η τροποποιήσεις της.
Η θεωρία του Μονό με τις πολλές αμφισημίες της, μετά και την πλήρη αποκωδικοποίηση του DΝA αποδεικνύεται πλέον αναχρονιστική και ξεπερασμένη από την εξέλιξη της «αναπτυξιακής βιολογίας». Και διότι η «καθαρή τύχη και η αναγκαιότητα» δεν αντέχουν στον άτεγκτο νόμο των πιθανοτήτων.
Η Εξελικτική Βιολογία, η Γενετική και η Εξελικτική Αναπτυξιακή Βιολογία, μετά την ανάγνωση του ανθρωπίνου γονιδιώματος, έχουν συμβάλει στη διάλυση πολλών σκοτεινών σημείων εκ του «γνόφου» περί την «Καταγωγή των Ειδών» και την «Εξέλιξη των Όντων».
Κατά τα όσα δεδομένα έχουν εκτεθεί στο αναφερόμενο σε αυτούς τους κλάδους της Βιολογίας κεφάλαιο του νέου αυτού βιβλίου του κ. Αβραμίδη δεν έχουν προκύψει στοιχεία, που να ισχυροποιούν τη Θεωρία του Δαρβίνου. Όσο δε περισσότερο εμβαθύνουν στα συνεχώς αναφυόμενα προβλήματα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι δυσκολίες προς ερμηνεία των προκυπτόντων νέων δεδομένων. Διετυπώθησαν μάλιστα από τους ερευνητές και σοβαρές επιφυλάξεις προς την ορθότητα της θεωρίας του.
* * *
Τα τελευταία χρόνια η συνήθεια της «απομυθοποίησης» των πάντων συμπεριέλαβε και πολλές εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων, της τέχνης, της επιστήμης, φθάνοντας και στην απομυθοποίηση «ιερών και οσίων», ακόμη και στην «απομυθοποίηση του Θεού». Στα της Επιστήμης και της Πίστεως διαπιστώνεται επάνοδος του υλισμού του 18ου και 19ου αιώνος, και μάλιστα επιθετικότερου. Αυτό δε, ενδεχομένως, διευκολύνεται και από ένα ευνοϊκό γι' αυτόν κλίμα, το οποίο δημιουργείται με την διαπιστουμένη έκπτωση των «αρχών και άξιών» στη ζωή, και την ποιοτική χαλάρωση στα «πιστεύω» των ανθρώπων.
Οι δήθεν «προοδευτικοί» αυτοί, απαξιώνουν τους έχοντες διαφορετική από τη δική τους θεώρηση των πραγμάτων με περιφρονητικούς γι' αυτούς χαρακτηρισμούς, ως (δήθεν) «ανίδεους», «άσχετους με την επιστήμη», «στερούμενους επιχειρημάτων», «θρησκόληπτους», «σκοταδιστές» κατεχόμενους από «εκκλησιαστικές υστερίες».
Τελευταίως, δημοσιοποιούνται ευρύτερα και δια των Μ.Μ.Ε. απόψεις και θέσεις τέτοιων επιστημόνων, όπως ο Ρίτσαρντ Ντόκινς, αναφερόμενος και ως «αδιάλλακτος πολέμιος της μεταφυσικής» και «φανατικός άθεος».
Ο Richard Dawkins (Ρίτσαρντ Ντόκινς) είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η περί Θεού αυταπάτη». Αναφέρεται δε ως «καθηγητής Δημόσιας Κατανόησης της Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, βιολόγος και ηθολόγος». Στον Πρόλογο της 1 ης έκδοσής του, στη σ.25 γράφει ότι: «στοχεύει στην αφύπνιση της συνείδησης απέναντι στο γεγονός ότι, το να είναι κανείς άθεος αποτελεί μια ρεαλιστική φιλοδοξία, και μάλιστα γενναία και μεγαλοπρεπή». Και στον Πρόλογο της 2ης έκδοσής του γράφει ότι (σ.20): «Επιχειρηματολογώ υπέρ της εξέλιξης με πάθος...και το πάθος μου αυτό βασίζεται σε αποδείξεις». Προσθέτει δε (σ.32): «Το βιβλίο θα έχει εκπληρώσει τις προσδοκίες του, εάν οι θρησκευόμενοι αναγνώστες, που θα το ανοίξουν, θα έχουν καταλήξει άθεοι μέχρι να το αφήσουν από τα χέρια τους». Νοιώθει μάλιστα και «υπερήφανος που είναι άθεος» (σ.29). Αυτό δε το επαναλαμβάνει συχνά στη διαδρομή των 571 σελίδων του. Και στη σ.63 γράφει ότι: «ο Θεός είναι μια ολέθρια αυταπάτη», Στις σ.125-170 καταγίνεται με το να καταρρίψει «τα επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του Θεού, και, στις σ. 171-233 προσπαθεί να αποδείξει «γιατί είναι σχεδόν βέβαιος ότι δεν υπάρχει Θεός».
Ο «βιολόγος» Ρ. Ντόκινς, μαχητικός υπέρμαχος της θεωρίας του Δαρβίνου, χαρακτηρίσθηκε και «Ροτβάϊλερ» του «Δαρβινισμού».
Ο Alister McGrath ήταν συνάδελφος του Ντόκινς, στο ακαδημαϊκό προσωπικό και αυτός του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Αγαπούσαν αμφότεροι τις φυσικές επιστήμες και η πορεία τους αρχικώς ήταν κοινή. Ο McGrath, στο τέλος της δεκαετίας του '60 ήταν «αθεϊστής». Και θυμάται ότι «ανυπομονούσε για το θάνατο της θρησκείας με μια δόση σκοτεινής ευχαρίστησης. Το μέλλον φάνταζε φωτεινό... και άθεο». Σπούδασε Χημεία και έλαβε το διδακτορικό του για έρευνα στη «μοριακή βιοφυσική». Αναφέρεται και ως βιολόγος.
Έβλεπε όμως ότι η θρησκεία «επανέκαμπτε», παρά το ότι ο θάνατός της είχε προβλεφθεί με σιγουριά και μάλιστα σε χρόνο πριν από μια γενεά. Και ότι, ο Θεός όχι μόνον δεν είναι «νεκρός», όπως είχε διακηρύξει ο Γερμανός φιλόσοφος Νίτσε στο βιβλίο του «Το λυκόφως των θεών» αλλά, τουναντίον, «δεν φαίνεται ποτέ να υπήρξε περισσότερο ζωντανός». Στη συνέχεια πείσθηκε ότι ο Χριστιανισμός ήταν μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα και, διανοητικώς, μια πιο προκλητική κοσμοθεωρία, εν συγκρίσει προς τον αθεϊσμό. Και επειδή εκτιμούσε την ελεύθερη σκέψη, μετεπήδησε στη θεολογία και ως εκ τούτου οι δρόμοι τους με τον Ντόκινς πήραν διαφορετική πορεία.
Ο Ντόκινς έγραψε, μεταξύ άλλων, και τα βιβλία: α) «Το εγωιστικό γονίδιο» και β) το «Η περί Θεού αυταπάτη». Ο δε McGrath, καθηγητής σήμερα Ιστορικής Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, με πλούσιο συγγραφικό έργο, έγραψε και τα βιβλία: α) «Το Λυκόφως του αθεϊσμού», και β) «Η αυταπάτη του Ντόκινς» .
Κατά τον McGrath, ο Ντόκινς στο βιβλίο του «Η περί Θεού αυταπάτη» αποφθέγγεται χωρίς να επιχειρηματολογεί η να αποδεικνύει. Η επιστημονική του ανάλυση είναι φοβερά ελαχίστη, και υπάρχει πολλή ψευδοεπιστημονική εικασία. Εκφράζει δε τη λύπη του διότι «ένας τόσο ταλαντούχος εκλαϊκευτής με παθιασμένο ενδιαφέρον για αντικειμενική ανάλυση των δεδομένων μαρτυριών, μετετράπη σ' έναν τόσο επιθετικό αντιθρησκευτικό προπαγανδιστή». Και λυπείται ακόμη διότι «παραποιεί τόσο φρικτά τις φυσικές επιστήμες, σε μια προσπάθεια να προωθηθεί ο αθεϊστικός φονταμενταλισμός».
Είναι γνωστή η φράση του Ντοστογιέφσκι: « Αν δεν υπάρχει Θεός, τότε όλα επιτρέπονται». Αυτή τη φράση θυμήθηκα όταν στις 10.4.2009 διάβασα στην «Καθημερινή» πρωτοσέλιδη τη δημοσίευση: Γκαζάκια στη Ι. Μητρόπολη Αθηνών. Στο ρεπορτάζ της δε με τίτλο: Τέσσερις εκκλησίες, στόχοι εμπρηστικών επιθέσεων, εκτός από τους δύο αυτούς Ι. Ναούς, αναφέρονταν και ο Άγιος Δημήτριος και η Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης.
Αυθημερόν, εστάλη με FAX «παρέμβαση» του γράφοντος το παρόν πόνημα, με τίτλο: "Αν και όχι τόσο αναμενόμενο, ήταν όμως επόμενο, η οποία δημοσιεύθηκε εντός πλαισίου στις 17.4.2009, Μεγάλη Παρασκευή του Πάσχα, και ήταν η ακόλουθη: (Παραλείπεται προς εξοικονόμηση χώρου).
Στους «Αδελφούς Καραμαζώφ» ο Ντοστογιέφσκι βάζει στο στόμα ενός «γεροαμαρτωλού» να λέει: «...κι αν δεν υπήρχε Θεός θα έπρεπε να τον ανακαλύψουμε». Επρόκειτο δε για τον Βολταίρο. «Αν δε η ύπαρξη Θεού είναι ένα ψέμμα έλεγε ο Ντοστογιέφσκι- προτιμώ να είμαι με το ψέμμα παρά με την αλήθεια».

Επίλογος
Η Επιστήμη είναι η γνώση του επιστητού, του δυναμένου δηλαδή να γίνει γνωστό. Η λέξη αυτή προέρχεται από το ρήμα επίσταμαι, που σημαίνει γνωρίζω καλώς. Ερευνά δε με την παρατήρηση και το πείραμα. Και δια της «επαγωγής» προάγεται από τα «μερικό» στην συναγωγή γενικότερων συμπερασμάτων. Η «παραγωγική» δε μέθοδος γνώσεως, προχωρεί από το «γενικό» στο «μερικό».
Η «επαγωγική μέθοδος» δια της παρατηρήσεως και του πειράματος είναι η μέθοδος της Φυσικής Επιστήμης.
Α'
Στην περίπτωση της προελεύσεως του Σύμπαντος, δεν είναι παρόντα τα γεγονότα, και δεν είναι εφικτή η πειραματική τους αναπαραγωγή, ώστε να πραγματοποιηθούν παρατηρήσεις. Εξ ανάγκης, επομένως, η Επιστήμη χρησιμοποιεί επιστημονικές θεωρίες προς απόδειξη, βασιζόμενες και σε «αξιώματα», σε «αρχές» και «σταθερές», που η επιστήμη τις δέχεται ως «αλήθειες» άνευ αποδείξεως. Βασίζεται, επομένως, στον «επιστημονισμό», την επιστημονική δηλαδή τάση και θεώρηση, κατά την οποία «η επιστήμη έχει απόλυτο κύρος και είναι η μόνη πηγή αξιόπιστων γνώσεων». Αυτό όμως αποδεικνύεται ως μη αληθές, εις ό,τι αφορά τουλάχιστον στις γνώσεις μας για την προέλευση του Σύμπαντος. ..
Η «Αρχή, επί παραδείγματι, της Σχετικότητος και της Απροσδιοριστίας» του Werner Heisenberg, έχει κλονίσει εκ βάθρων πολλές επιστημονικές θεωρίες και βέβαιες μέχρι τότε επιστημονικές γνώσεις. Έχει δε αποδείξει ότι υπάρχει ένας θεμελιώδης περιορισμός στη γνώση του φυσικού κόσμου και μια αβεβαιότητα για το τι «κρύβεται» πίσω από τη «βεβαιότητα για τη σταθερή δομή του κόσμου».
Ο Στίβεν Χόκινγκ, αγνωστικιστής μάλλον περί την πίστη, στο βιβλίο του «Το χρονικό του χρόνου», στη σ.190 έχει γράψει ότι: «Λίγοι είναι εκείνοι, οι οποίοι αρνούνται την αξία η τη χρησιμότητα της ανθρωπικής αρχής». Αναφέρεται σε αυτήν διεξοδικώς και στη σ.193 καταλήγει: «...όλα αυτά σημαίνουν ότι οι αρχικές συνθήκες του Σύμπαντος θα έπρεπε πραγματικά να είχαν επιλεγεί εξαιρετικά προσεκτικά....θα ήταν όμως πολύ δύσκολο να εξηγήσει κανείς γιατί το Σύμπαν άρχισε να υπάρχει με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, εκτός εάν επικαλεσθεί μια Θεία Πρόνοια, που αποσκοπούσε στη δημιουργία νοημόνων όντων, όπως εμείς».
Η Χριστιανική Κοσμοθεωρία, μελετώντας επιστημονικώς και αυτή τα του κόσμου και της ζωής, αναφερομένη στην «Ανθρωπική Αρχή» (Anthropic principle), κατέληξε στο ότι: «Ολόκληρο το Σύμπαν, από τη στιγμή της δημιουργίας του, φαίνεται να έχει σχεδιασθεί έτσι ώστε να δεχθεί την κορωνίδα της δημιουργίας, τον άνθρωπο». Βασίζεται δε στο ότι, «αν οι φυσικοί νόμοι ήσαν διαφορετικοί από αυτούς που είναι, δεν θα υπήρχε ζωή, επομένως, ούτε ο άνθρωπος».
Β'
Μετα την «ανίχνευση της ακτινοβολίας των μικροκυμάτων» το 1965, άρχισε από την ΝASA με τον δορυφόρο CΒΕ ( Cosmic Background Explorer) ο «χρυσός αιώνας στην κοσμολογία». Διότι η κοσμική αυτή αρχέγονος ακτινοβολία των μικροκυμάτων από την Μεγάλη Έκρηξη, είναι ένα «απολίθωμα φωτός», και αφορά μια καθοριστική στιγμή στην εξέλιξη του Σύμπαντος, στον σχηματισμό των γαλαξιών. Και αποδεικνύεται πηγή σε πληροφορίες και γνώσεις.
Οι επιστήμονες ελπίζουν τώρα ότι θα πολλαπλασιάσουν τις γνώσεις τους για την προέλευση του κόσμου και κατ' επέκταση της ζωής, με τις τεράστιες δυνατότητες, που θα τους προσφέρει το πείραμα του CΕRΝ. Δηλαδή, το Ευρωπαϊκό Εργαστήριο για τη Φυσική των Στοιχειωδών Σωματιδίων με τον «μεγάλο επιταχυντή συγκρουόμενων αδρονίων LCH (Large Hadron Collider). Έχει σχήμα δακτυλίου περιμέτρου 27 χιλιομέτρων, σε σήραγγα 100 και πλέον μέτρων κάτω από την επιφάνεια της Γης. Επιδιώκουν με το πείραμα αυτό, από τις συγκρούσεις δεσμών πρωτονίων κινουμένων σε αντίθετη κατεύθυνση με ταχύτητα πλησιάζουσα εκείνη του φωτός (το οποίο διανύει σε ένα δευτερόλεπτο απόσταση 7,5 φορές τον γύρο της Γης), ώστε να προκύψουν τα «αδρόνια» (=υποατομικά σωματίδια), από τα οποία θα δημιουργήσουν το «θεμελιώδες σωματίδιο», δηλαδή το ελαχιστότατο τμήμα «ύλης και ενέργειας», ώστε να κατανοήσουν το πως προέκυψε η μάζα της ύλης . Το «θεμελιώδες σωμάτιο» είναι το «μποζόνιο του Χίγγς» (Peter Higgs, θεωρητικός φυσικός), το οποίο ονομάσθηκε και God particle= σωματίδιο Θεός ή «θεϊκό σωματίδιο ή και «σωματίδιον του Θεού». Προσπαθούν δε για τον σκοπό αυτό να πετύχουν τις ενεργειακές συνθήκες οι οποίες -κατά τους υπολογισμούς τους- επικρατούσαν ένα δις ή τρισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου μετά τη Μεγάλη Έκρηξη (Big Bang) από την οποία προέκυψε το Σύμπαν, κατά τη θεωρία του Hawking. Αν όμως δεν αποδειχθεί το θεωρητικώς σχεδιασθέν με μαθηματικούς υπολογισμούς «μποζόνιο του Χίγγς», το στοιχειώδες αυτό σωμάτιο «ύλης και ενέργειας», τότε θα καταρρεύσει οριστικά και η θεωρία του Καθιερωμένου Προτύπου της «νέας Φυσικής», πάνω στο οποίο έχει στηριχθεί η θεωρία της σύγχρονης ερμηνείας του Σύμπαντος.
Όμως: «Γιατί» έγινε η έκρηξη; Τι προϋπήρξε αυτής; Μήπως ένα διαστελλόμενο Σύμπαν το οποίο υπέστη «Μεγάλη Σύνθλιψη» με την ενέργεια της αντιβαρύτητας και εξαφανίσθηκε, όπως δηλαδή προβλέπεται, ενδεχομένως, να συμβεί και με το υπάρχον; Το «πως», επίσης, βρέθηκε και με ποια δύναμη τόση ύλη του Σύμπαντος συγκεντρωμένη σε ένα τόσο μικρό όγκο, όσο το μέγεθος ενός «ρεβιθιού» ή «μπιζελιού»; Και «γιατί» έγινε το Σύμπαν; Και «γιατί» με την Μεγάλη Έκρηξη να προκύψει το απερίγραπτων διαστάσεων υπάρχον Σύμπαν, άστρα του οποίου απέχουν από τη Γη μας χιλιάδες και εκατομμύρια έτη φωτός, αφού κάποτε θα καταστραφεί;
Είναι αυτά ερωτήματα για τα οποία η Επιστήμη, το και πιθανότερο, ουδέποτε θα μπορέσει να απαντήσει.
Είναι λογικώς ακατανόητο, πάντως, το ότι υπάρχουν επιστήμονες, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο κόσμος , το μεγαλοπρεπές αυτό «κόσμημα» κατά τους Πυθαγόρειους, και η ζωή προέκυψαν «εκ του μηδενός», ωσάν από μια «αυτόματη γένεση» ή από «τύχη». Όταν, ακόμη και για την απλούστερη των κατασκευών, χρειάζεται ένας κατασκευαστής με γνώση, προδιαγραφές στόχου και επιδίωξη σκοπού. Ή ωσάν να ήταν δυνατόν από κάποια αόρατη «δημιουργό τύχη» να προκύψει από ένα μικρό σπιτάκι μια πολυκατοικία από μόνη της, χωρίς τον σχεδιαστή, τον μηχανικό της στατικής μελέτης, τους μαστόρους και το απαραίτητο εκπαιδευμένο προσωπικό, με τις ποικίλες επιδεξιότητες για την επίλυση των παρουσιαζομένων κάθε στιγμή ποικίλων προβλημάτων...Ή από μόνο του, έστω, ένα «κινητό τηλέφωνο»...χωρίς τον ευφυέστατο και επιδέξιο κατασκευαστή του.
Δ'
Ο Δαρβίνος διετύπωσε τη θεωρία του το 1859, προσπαθώντας να εξηγήσει την αφθονία της ποικιλότητας στη φύση δια της φυσικής επιλογής. Ο Μέντελ ανακάλυψε τους μηχανισμούς της κληρονομικότητας το 1856, χωρίς να τους πολυπροσέξουν τότε οι επιστήμονες. Και μόλις το 1900 άρχισε να διαμορφώνεται η «γενετική» ως επιστήμη και να εμπλουτίζονται οι γνώσεις για μεταβίβαση κληρονομουμένων ιδιοτήτων στους απογόνους. Με τους οποίους, προφανώς, ο Δαρβίνος ουδόλως ασχολήθηκε. Ούτε, επίσης, και με τη σχέση τους για τη σταθερότητα των ειδών.
Η θεωρία του Δαρβίνου ήταν μια θεωρία φυσική χωρίς μεταφυσικές προεκτάσεις, και ο Δαρβίνος «δεν ασχολήθηκε με την προέλευση της ζωής αλλά μόνον με την εξέλιξή της». Την εκμεταλλεύτηκαν όμως, ακόμη και με «αλχημείες», «λαθροχειρίες» και «πλαστογραφίες» τύπου Χαίκελ, και φιλοσοφικές ιδεοληψίες τύπου Μπύχνερ, για να στηρίξουν τον υλισμό τους και την αντιθρησκευτική τους προπαγάνδα. Τόσο και έτσι ώστε, αυτός ο ίδιος ο Δαρβίνος να διαμαρτυρηθεί. Τον είχαν μάλιστα παρουσιάσει και ως «άθεο», όπως τους εξυπηρετούσε , ενώ κατά δήλωσή του ουδέποτε υπήρξε «αθεϊστής».
Στην σημερινή εποχή, με τον εκπεσμό και των «αξιών της ζωής», ο υλισμός επανέρχεται επιθετικότερος, και με «εξελικτικούς βιολόγους» σαν τον Ντόκινς, ο οποίος έγραψε το βιβλίο «Η περί Θεού αυταπάτη». Και είναι ένας από τους πρωτεργάτες διαφημιστικής εκστρατείας με το σύνθημα, «Πιθανότατα δεν υπάρχει Θεός». Είναι, πάντως, δυσκολότερο να αποδείξει κανείς επιχειρηματολογών την μη ύπαρξη του Θεού, από το να παραδεχθεί εκ της αντικειμενικής πραγματικότητας την ύπαρξη Θεού δημιουργού.
Ο Mc.Grath συνάδελφος του R.Dawkins, στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και αυτός, έγραψε το βιβλίο, «Η αυταπάτη του Ντόκινς». Θα ήταν όμως πολύ ενδιαφέρον να διαβάσει κανείς και το βιβλίο ενός άλλου «άπιστου», ο οποίος με αφοπλιστική ειλικρίνεια περιγράφει την «μεταστροφή του στην πίστη» από ένα «τυχαίο» γεγονός, το οποίο του συνέβη με έναν άρρωστό του, όταν ως θεράπων ιατρός με αλτρουιστικά κίνητρα βρέθηκε στην Αφρική, στο φτωχό χωριό Εκού, στο δέλτα του Νίγηρα ποταμοϋ. Και από την αθεΐα μετεστράφη στην πίστη. Πρόκειται για το βιβλίο του Francis Collins: «Η γλώσσα του Θεού». Είναι δε ο Collins εκείνος, ο οποίος μαζί με τον Craig Venter, οι δυο τους από κοινού, ανακοίνωσαν σε όλον τον κόσμο την αποκωδικοποίηση του D.N.A. το 2000, από τον Λευκό Οίκο των Η.Π.Α.
Ε'
Μετά την αποκωδικοποίηση του D.N.A. , δηλαδή, την «ανάγνωση του βιβλίου της ζωής» και την ανάπτυξη της «γονιδιακής γενετικής», πολλοί ερευνηταί της «Εξελικτικής Βιολογίας» και της «Εξελικτικής Αναπτυξιακής Βιολογίας» ανεζήτησαν στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε να αποδειχθεί η ορθότητα της θεωρίας του Δαρβίνου. Με την «εξέλιξη της εξελικτικής βιολογίας», πάντως, συνέβαλαν στη διαλεύκανση πολλών σκοτεινών σημείων της. Ευρέθησαν όμως και προ πολλών δυσκολιών.
Στο βιβλίο του «Η καταγωγή του ανθρώπου», στη σ. 24, ο Δαρβίνος έχει γράψει ότι, «οι πρώτες φάσεις -  αναπτύξεως του άνθρωπου βρίσκονται πολύ κοντύτερα στους πιθήκους...». Και ότι η ομοιότητα η οποία παρατηρείται ανάμεσα στο χέρι του ανθρώπου ή του πιθήκου...η...η...είναι ανεξήγητη, εκτός αν παραδεχτούμε την καταγωγή τους από ένα κοινό γεννήτορα (σ.44). Και, «κατά συνέπεια θα έπρεπε να παραδεχτούμε ειλικρινά την κοινή μας καταγωγή»(σ.45).
Οι εξελικτικοί βιολόγοι, όμως, όπως αναλυτικώς παρουσιάσθηκαν τα δεδομένα από επιστήμονες της Εξελικτικής Αναπτυξιακής Βιολογίας, εμφανίζονται κάπως αποστασιοποιούμενοι από τον Δαρβίνο: α) Κάποιοι από αυτούς θεωρούν ότι, «δεν μπορούν να πιστώσουν τα γονίδια ως τους κύριους καθοδηγητές της εξέλιξης», β) Άλλοι διεπίστωσαν ότι, «τα κενά στο αρχείο των απολιθωμάτων, ως γεγονότα, περιορίζουν το πεδίο των πιθανοτήτων πάνω στις οποίες θα μπορούσε να δράσει η επιλογή» του Δαρβίνου, γ) Άλλοι δε αμφισβητούν «το γενεαλογικό δένδρο του Δαρβίνου» για την «εμφάνιση και εξέλιξη των ειδών», δ) Κάποιοι άλλοι διακρίνουν στο γονιδίωμα ζώντων «δακτυλικά αποτυπώματα» μόνον, και αυτά όχι σταθερώς, για την πρόκληση ενός «πολυμορφισμού» προσαρμογής του είδους στο περιβάλλον, στα πλαίσια μόνον του είδους, όχι όμως και εμφάνιση νέων ειδών, ε) Άλλοι ακόμη, ζητούν μέχρι και την «ριζική αναθεώρηση αυτής ταύτης της θεωρίας του Δαρβίνου».
ΣΤ'
Η υλιστική θεώρηση της ζωής, η οποία βλέπει τη ζωή στο επίπεδο της φυσικής και της χημείας, υποστηρίζει ότι κάθε μορφή ζωής και αυτή του ανθρώπου, έχει προέλθει από έναν μονοκύτταρο οργανισμό, ο οποίος έχει αναδυθεί από την ανόργανη ύλη. Συνιστά δε αυτός και τον εξελικτικό σύνδεσμο μεταξύ της νεκρής ύλης και των ζωνοργανισμών. Αυτός ο μονοκύτταρος οργανισμός, με αυτοοργάνωση και αυτοαντιγραφή, έγινε  αφ' εαυτού φορέας του κληρονομικού κώδικα, για πειθαρχημένη κληρονομική αναπαραγωγή του κάθε ζώντος. Είναι όμως πέρα από κάθε λογική να υποστηρίζει κανείς ότι η νεκρή ύλη, από μόνη της, απέκτησε τέτοιες δυνατότητες ενέργειας, δράσεως και εφαρμογής με στόχο και σκοπό.
Ο «Αφιλοσόφητος Αθεϊσμός», ο οποίος εξέθρεψε την υλιστική προπαγάνδα, περισσότερο αχαλίνωτος τελευταίως, «εμπαίζει και διακωμωδεί την πίστη σε Θεό δημιουργό, και μάλιστα με σοφίσματα ευκόλως αναιρούμενα». Αυτό, βεβαίως, δεν είναι η «γλώσσα της επιστήμης», η οποία, ως γνωστόν, με την παρατήρηση και το πείραμα προάγεται δια της επαγωγής στη συναγωγή γενικότερων συμπερασμάτων.
Η «τύχη» προς ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, δεν είναι απλή «σύμπτωση», όταν μάλιστα σε αυτήν προσδίδονται και άλλες έννοιες. Και δεν είναι νοητό να μη εκπλήσσεται ο άνθρωπος και να μη αναζητά τις αιτίες των εκπλήξεών μας, ενώ οι «υλισταί» ισχυρίζονται ότι με την «τύχη», ως ένα «από μηχανής θεό», δημιουργούνται και συμβαίνουν τα πάντα. «Η πιθανότητα της παραγωγής της ζωής από «τύχη» ή «σύμπτωση» είναι πρακτικώς αδύνατη στα χρονικά πλαίσια της υπάρξεως της ζωής επί της Γης». Προσκρούει δε ακόμη περισσότερο στην προέλευση του ανθρώπου, με τα ένστικτα, τον λόγο, την λογική, την κρίση, τη συνείδηση και πολλά άλλα. Ενώ «ευφυέστερη και λογικότερη φαίνεται η εντελέχεια του Αριστοτέλη, κατά την οποία το έμβια όντα κατευθύνονται προς σκοπούς».
Ζ'
Υπάρχει βεβαίως και μια πραγματικότητα «πέρα από τα όρια τοϋ επιστητού». Ωσάν, δηλαδή, να υπάρχει ένας «φράχτης» πίσω από τον οποίο δεν μπορούν οι ανθρώπινες γνώσεις να επεκταθούν. Όσο δε κι αν θαυμάσια ανθρώπινα μυαλά θα μεταθέτουν τα όρια του φράχτη αυτού σε βάθος, στον χώρο τού αγνώστου, πάντοτε θα υπάρχει ένας χώρος πίσω από αυτόν, τον οποίο ουδέποτε θα μπορέσει να προσπελάσει η ανθρώπινη γνώση. Είναι ο χώρος των «επέκεινα», ο «μετά τα φυσικά», κατά τον φιλόσοφο Αριστοτέλη. Είναι ο χώρος της «μεταφυσικής», ο χώρος της «πίστεως»... ή τού «μυστηρίου».
Στο όνομα τού ορθού λόγου, όμως, για τη δημιουργία τού κόσμου και της ζωής εχρειάζετο, προφανώς, ένας σχεδιαστής. Σχεδιαστής με νου, θέληση και δύναμη πραγματοποιήσεως των σχεδίων του, με κατεύθυνση βάσει προγράμματος και επιδίωξη σκοπού, με μεθοδικότητα στη δημιουργία και έλεγχο εκτελέσεως, ώστε δια της κληρονομικότητας να τηρούνται οι προδιαγραφές και να μένουν αναλλοίωτες οι διαδικασίες της επαναληπτικότητας, την οποία σοφός νους περιέκλεισε στον κληρονομικό κώδικα τού D.N.A.
Αυτά αναγνωρίζουν και το ομολογοϋν παγκοσμίου κύρους επιστήμονες. Μάλιστα, έχει λεχθεί για την καταπληκτική αρμονία των φυσικών νόμων προς τις ανάγκες της ζωής και τού ανθρώπου ότι: «Το Σύμπαν έγινε έτσι, διότι ο Θεός θέλησε κάποτε να δημιουργηθεί ο άνθρωπος».
Υπάρχουν δεδομένα από επιστημονικής σκοπιάς, τα οποία συνηγορούν ευθέως, η δια της μεθόδου τού αποκλεισμού, υπέρ της υπάρξεως Δημιουργού τού Σύμπαντος. Αρκετά δε από αυτά έχουν συμπεριληφθεί στο βιβλίο του, «Η προέλευση τού κόσμου και της ζωής, και οι θεωρίες της εξελίξεως». Όπου και παραπέμπει.
Εξέλιξη, πράγματι, υπήρξε. Αυτή όμως συνετελέσθη και συνεχίζεται στα πλαίσια τού είδους και μόνον, με τη δημιουργία ποικιλιών καλυτέρας προσαρμογής στις εκασταχού συνθήκες περιβάλλοντος και διαβιώσεως. Στον άνθρωπο δε, επί πλέον, με την ιδιαιτερότητα τού νου του και την βουλητική του προαγωγή από σωρεία ερεθισμάτων, ποικίλων επινοήσεων και θαυμαστών εμπνεύσεων!
Η'
Από την αποκρυπτογράφηση τού γονιδιώματος των διαφόρων οργανισμών προκύπτει ότι αυτό είναι δομημένο με τα ίδια για όλους απλά υλικά: υδατάνθρακες, χημικές ρίζες φωσφόρου, αδενίνη, θυμίνη, κυτοσίνη και γουανίνη.
Με απλότητα στη σύλληψη, όπως αρμόζει στην ύπαρξη πρακτικού νου με σοφία, ακόμη και για τη χρήση των «υλικών». Και γιατί τάχα θα έπρεπε ο άνθρωπος να είναι δομημένος με διαφορετικής φύσεως υλικά, από ό,τι τα διάφορα είδη ζώων; Ή γιατί τα ένζυμα και οι ορμόνες, εφ' όσον εκπληρώνουν τον ίδιο σκοπό, θα έπρεπε να είναι διαφορετικά στα διάφορα είδη των ζώων, και στον άνθρωπο; Τα ανάλογα, άλλωστε, συμβαίνουν στην καθ' ημέραν πράξη με τον κοινό ανθρώπινο νου και σε πολλές κατασκευές. Για το κτίσιμο π.χ. κάθε οικοδομήματος, με τα ίδια η παραπλήσια υλικά: Νερό, άμμο, χαλίκι, ασβέστη, τσιμέντο, πέτρες, τούβλα, σίδερα, αναλόγως των αναγκών του σκοπού τον οποίο πρόκειται να εκπληρώσουν.
Με κάποιες διαφορές στον αριθμό των γονιδίων τους, υπάρχει το σκουλήκι, το ποντίκι, ο σκύλος, ο πίθηκος, χωρίς να μπορεί να πει κανείς ότι το σκουλήκι, όπως το γνωρίζουμε θα μπορέσει κάποτε  να εξελιχθεί σε άνθρωπο. Ούτε ακόμη και ο πίθηκος, παρά το ότι διαφορά τους στο D.N.A είναι μόλις 1,3%, ίσως και μόνον 1,1%.
Το D.N.A όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος ή τόπου κατοικίας στη γη, είναι πανομοιότυπο κατά 99,9%. Δεν είναι, επομένως, νοητό να υποστηρίζεται γονιδιακή υπεροχή κάποιων ανθρώπων έναντι άλλων, ανάλογα το χρώμα ή τη φυλή, προς υποστήριξη φυλετικών ή άλλων διακρίσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου