«Αὐτοκράτωρ ἐστὶ τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός». Ὁ εὐσεβὴς λογισμὸς εἶναι κυρίαρχος καὶ ἐξουσιαστὴς ἐπὶ τῶν παθῶν. Αὐτὸ μὲ περίσσια ἀνδρεία ἀπέδειξαν οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ Μακκαβαίοι μὲ τὴ στάση τους ἀπέναντι στὸν βασιλιὰ τῆς Συρίας Ἀντίοχο, ὅταν αὐτὸς τοὺς ἔταξε δόξες, τιμὲς καὶ ἐπίγειες ἀπολαύσεις, ἂν αὐτοὶ καταπατοῦσαν τὸν Μωσαϊκὸ νόμο καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ ἀπαγορευμένα φαγητὰ ποὺ τοὺς πρόσφερε.
Προηγήθηκε ὁ ἐνενηκονταετὴς διδάσκαλός τους, Ἐλεάζαρος, ποὺ ἐφάρμοσε στὸ ἔπακρο τὸ νόμο ποὺ τοὺς δίδασκε, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Ἀντίοχος νὰ τὸν ρίξει στὴ φωτιά. Ἐμπνεόμενα ἀπὸ τὴ θυσία τοῦ γέροντα διδασκάλου τους, τὰ ἑπτὰ ἀδέλφια κράτησαν τὴν ἴδια γενναία στάση ἀπέναντι στὸ βασιλιά, ὅταν τοὺς κάλεσε μπροστά του.
Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀντίοχος προσπάθησε νὰ τοὺς κολακεύσει μὲ διάφορα ἐγκώμια γιὰ τὴ νιότη τους. Τοὺς εἶπε ὅτι ἂν ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα ποὺ τοὺς πρόσφερε, θὰ ἀπολάμβαναν μεγάλες τιμές, καὶ φυσικὰ θὰ τοὺς ἔσῳζε ἀπὸ τὸ θάνατο. Τότε οἱ ἑπτὰ ἀδελφοὶ ἀπάντησαν στὸν Ἀντίοχο: «χαλεπώτερον γὰρ αὐτοῦ τοῦ θανάτου νομίζομεν εἶναι σου τὸν ἐπὶ τῇ παρανόμῳ σωτηρία ἡμῶν ἔλεον». Δηλαδή, εἶναι περισσότερο ἐπιβλαβὴς καὶ ἀπ’ αὐτὸν τὸ θάνατο, νομίζουμε, ἡ συμπάθειά σου γιὰ τὴν παράνομη σωτηρία μας. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Ἀντίοχος, μὲ τροχούς, φωτιὰ καὶ ἀκόντια, ἕναν – ἕναν τοὺς σκότωσε ὅλους.
Ὅταν εἶδε αὐτὸ ἡ μητέρα τους Σολομονή, ρίχτηκε μόνη της στὴ φωτιὰ καὶ ἔτσι ὅλοι μαζὶ πῆραν τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῶν Μακκαβαίων τὸν ἑπτάριθμον δῆμον, σὺν τῇ μητρὶ Σολομονῇ τῇ ἁγίᾳ, καὶ Ἐλεάζαρ ἅμα εὐφημήσωμεν· οὗτοι γὰρ ἠρίστευσαν, δι’ ἀγώνων νομίμων, ὡς φρουροὶ καὶ φύλακες, τῶν τοῦ Νόμου δογμάτων· καὶ νῦν ὡς καλλιμάρτυρες Χριστοῦ, ὑπὲρ τοῦ κόσμου, ἀπαύστως πρεσβεύουσι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Σοφίας Θεοῦ, οἱ στῦλοι οἱ ἑπτάριθμοι, καὶ θείου φωτός, οἱ λύχνοι οἱ ἑπτάφωτοι, Μακκαβαῖοι πάνσοφοι, πρὸ Μαρτύρων μέγιστοι Μάρτυρες, σὺν αὐτοῖς τὸν πάντων Θεόν, αἰτεῖσθε σωθῆναι τοὺς τιμῶντας ὑμᾶς.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἡ ἑπτάκλωνος συνδρομή, ὄρπηκες ὡραῖοι, Μακκαβαίων τῆς πατριᾶς, σὺν μητρὶ τῇ θείᾳ, ἅμα καὶ διδασκάλῳ, οἱ εὐκλεεῖς τοῦ Νόμου, καὶ θεῖοι φύλακες.
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι ἐννέα μάρτυρες, Λέοντιος, Ἄττος, Ἀλέξανδρος, Κινδέας, Μνησίθεος, Κυριακός, Μηναῖος, Κατοῦνος καὶ Εὐκλής, ἔζησαν τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανου καὶ τοῦ ἡγεμόνα Φλαβιανοῦ, στὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας.
Ὁ χριστιανισμὸς ἦταν μέσα τους ἀπὸ πολλὴ μικρὴ ἡλικία καὶ κρατήθηκε ἔτσι καὶ ἀφοῦ μεγάλωσαν. Ἕνα βράδυ λοιπόν, ἀποφάσισαν ὅτι θέλουν νὰ μαρτυρήσουν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ἔτσι πῆγαν στὸν εἰδωλολατρικὸ ναὸ τῆς Ἀρτέμιδος καὶ κατέστρεψαν ὅλα τὰ ἀγάλματα ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Μετὰ τὴν ἐνέργειά τους αὐτή, ἀμέσως συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ τοὺς ἀνέκριναν, τοὺς ὑπέβαλαν σὲ βασανιστήρια.
Πρῶτα τοὺς ἔκαψαν τὰ πλευρά, μετὰ χρησιμοποιώντας σιδερένια νύχια τοὺς ἔσκισαν τὶς σάρκες, καὶ στὴ συνέχεια πῆραν ἀναμμένους δαυλοὺς καὶ τοὺς τρύπησαν τὰ μάτια. Μετὰ τοὺς ἔκλεισαν σὲ μία ἀπάνθρωπη φυλακή, χωρὶς νερὸ καὶ τροφή. Μετὰ ἀπὸ λίγο χρόνο τοὺς ἔβγαλαν καὶ τοὺς ἔριξαν σὲ ἕνα κλουβὶ μὲ θηρία γιὰ νὰ τοὺς κατασπαράξουν. Αὐτὰ ὅμως, παρὰ τὴν πεῖνα τους, καθόντουσαν ἤρεμα καὶ δὲν πλησίαζαν τοὺς Ἁγίους. Ὅσοι εἶδαν αὐτὸ τὸ θαυμαστὸ γεγονός, πράγματι ἐξεπλάγησαν καὶ φώναξαν μὲ μία φωνὴ «Μέγας ὁ Θεὸς τῶν Χριστιανῶν». Καὶ τότε ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἀμέσως ἀκούστηκαν βροντὲς καὶ ἄρχισαν νὰ πέφτουν ἀστραπές, βροχή, ἐνῷ συγχρόνως ἀκούγονταν μία φωνή, ἡ ὁποία προσκαλοῦσε τοὺς Ἁγίους στὸν οὐρανό. Μόλις οἱ Ἅγιοι ἄκουσαν αὐτὴν τὴν φωνή, χάρηκαν πάρα πολύ. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ τύραννος νευρίασε τόσο πολὺ ποὺ διέταξε νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν.
Ἔτσι λοιπὸν ὁλοκληρώθηκε τὸ μαρτύριο τῶν ἐννέα Ἁγίων καὶ πέρασαν στὴν αἰώνια Βασιλεία.
Ὁ Ἅγιος Πάπας ὁ νέος
«Εἰς σάκκον βληθεῖς, καὶ θίβη ἐγκλεισθεῖς, καὶ εἰς θάλασσαν ριφθεῖς, τελειούται».
Ὁ Ἅγιος Ἐλεαζάρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τοῦ ἔκαψαν τὸ κεφάλι.
Ὁ Ἅγιος Κήρυκος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ἀποκεφαλισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Πολύευκτος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε, ἀφοῦ τὸν ἔχωσαν μέσα σὲ κοπριά.
Οἱ Ἅγιοι Μήνης (ἢ Μηνός) καὶ Μηναῖος καὶ οἱ λοιποὶ ἐν τῷ Βιγλεντίῳ, πλησίον τοῦ χαλκοῦ Τετραπύλου
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.
Ἡ Ἁγία Ἐλέσα ἡ Ὁσιομάρτυς
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο καὶ ἦταν κόρη ἐνὸς πλούσιου Ἕλληνα, ποὺ ὀνομαζόταν Ἑλλάδιος. Ἡ δὲ μητέρα της Εὐγενία, ἦταν στεῖρα ἀλλὰ θεοσεβὴς χριστιανή. Ἔτσι διὰ τῆς προσευχῆς ἀπόκτησε θαυματουργικὰ τὴν Ἐλέσα, ποὺ ἀνέθρεψε σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κάτω ἀπὸ τὶς δυσκολίες τοῦ εἰδωλολάτρη ἄντρα της.
Σὲ ἡλικία 14 χρονῶν ἡ Ἐλέσα ἔμεινε ὀρφανὴ ἀπὸ μητέρα καὶ ἔτσι ἔμεινε αὐτὴ κυρία τοῦ πλούσιου σπιτιοῦ τοῦ πατέρα της. Ἀμέτρητες τότε οἱ εὐεργεσίες καὶ οἱ ἐλεημοσύνες ποὺ ἔκανε στοὺς στερημένους καὶ πάσχοντες συνανθρώπους της. Κάποτε ὅμως ὁ πατέρας της τὴν παρακίνησε νὰ παντρευτεῖ κάποιον ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἄρχοντες, αὐτὴ ὅμως ἀρνήθηκε διότι ἡ κλήση της ἦταν ἄλλη, αὐτὴ τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας. Ἔτσι ὅταν κάποτε ὁ πατέρας της ἔφυγε γιὰ κάποιο ταξίδι, ἡ Ἐλέσα μοίρασε ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχοὺς καὶ μὲ τὶς πιὸ πιστὲς δοῦλες της, διέφυγε στὰ Κύθηρα. Ἐκεῖ διὰ τῆς προσευχῆς, ἔκανε πολλὰ θαύματα.
Ὅταν ὅμως ὁ πατέρας της ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ ταξίδι καὶ ἔμαθε τὰ γεγονότα, θύμωσε πολὺ καὶ ἀφοῦ ἀνακάλυψε ποὺ βρισκόταν ἡ Ἐλέσα, ἀναχώρησε γιὰ νὰ τὴ φέρει πίσω. Ἀλλὰ ἡ γνώμη τῆς Ἐλέσας ἦταν ἀντίθετη αὐτῆς τοῦ εἰδωλολάτρη πατέρα.
Τότε αὐτός, ἀφοῦ ἀνελέητα τὴ βασάνισε, τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισε καὶ ἔτσι πανάξια ἔλαβε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
(Ἡ μνήμη τῆς συγκεκριμένης Ἁγίας δὲν ἀναφέρεται πουθενὰ στοὺς Συναξαριστές. Τὴν βρίσκουμε σὰν μάρτυρα μόνο στὰ Κύθηρα).
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐκ στείρας ἐβλάστησας, καθάπερ ἄνθος τερπνόν, πατρὸς δὲ μισήσασα, τὴν ἀθεΐαν στερρῶς, Ἐλέσα πανένδοξε, ἔλαμψας ἐν τῇ νήσῳ τῶν Κυθήρων ὁσίως, ἤθλησας δὲ ἐν ταύτῃ, καὶ λαμπρῶς ἐδοξάσθης· καὶ νῦν ἀναπηγάζεις, τὰ θεῖα δωρήματα.
Κοντάκιον.Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν Κυθήροις ἔλαμψας ἀμέμπτῳ βίῳ, καὶ λαμπρῶς ἠγώνισαι, ὑπὲρ Χριστοῦ μαρτυρικῶς· ὅθεν ἀξίως δεδόξασαι, Ὁσιομάρτυς Ἐλέσα πανένδοξε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ὦ Ἐλέσα νύμφη Χριστοῦ, Παρθενομαρτύρων, ἀκροθίνιον εὐκλεές· χαίροις Κυθήρων, ὡράϊσμα καὶ σκέπη, σεμνὴ Ὁσιομάρτυς, Ἀγγέλων σύσκηνε.
Ὁ Ἅγιος Τιμόθεος ὁ Θαυματουργός Ἀρχιεπίσκοπος Προκοννήσου (Προικοννήσου)
Ἔζησε στὰ μέσα του 6ου αἰῶνα, ἐπὶ βασιλέων Ἰουστίνου τοῦ Θράκας καὶ ἀνεψιοῦ του Ἰουστινιανοῦ τοῦ Μεγάλου.
Λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς, ἔγινε ἐπίσκοπος Προκοννήσου ἢ Προικοννήσου, καὶ ποὺ σήμερα λέγεται Μαρμαράς. Τὰ ποιμαντικά του καθήκοντα ἐξάσκησε ἄριστα διὰ τῆς πραότητάς του καὶ διὰ τῆς προσευχῆς. Κάποτε μάλιστα θεράπευσε καὶ τὴν κόρη τοῦ βασιλιὰ Ἰουστινιανοῦ ἀπὸ δαιμόνιο.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὴν 1η Αὐγούστου. Ἀργότερα ἡ βασίλισσα Θεοδώρα, πρὸς ἔνδειξη εὐγνωμοσύνης στὸν Ἅγιο, ἔκτισε Μονὴ στὸ ὄνομά του, ἐκεῖ ὅπου βρέθηκε τὸ ἅγιο λείψανό του. Ἐκεῖ κοντὰ μάλιστα, βρέθηκε καὶ πηγὴ ἁγιάσματος.
Ὁ Ἅγιος Ethelwald (Ἀγγλοσάξωνας)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθήναι 1985.
http://anavaseis.blogspot.com/2010/08/1.html
Μέγας Συναξαριστής Print this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου