Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς Ἐπίσκοπος Παρίου
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀσεβῶν εἰκονομάχων. Ἐπειδὴ ἀγάπησε τὸν Θεὸ ἀπὸ βρέφος καὶ ἄσκησε κάθε ἀρετή, χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Παρίου. Αὐτός, σύμφωνα καὶ μὲ ὅσα ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τὸν Παῦλο, τὸν θεῖο καὶ μεγάλο Ἀπόστολο τοῦ Χριστοῦ, δὲν πείσθηκε νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν ἀσεβῆ αἵρεση ὅσων ἀθετοῦσαν τὴν πάνσεπτη εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ ὑπογράψει στὸν ἄδικο τόμο γιὰ τὴν κατάλυση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, πέρασε ὅλη του τὴ ζωὴ μὲ διωγμοὺς καὶ πειρασμοὺς καὶ θλίψεις καὶ στεναχώριες, μεταβαίνοντας ἀπὸ τόπο σὲ τόπο καὶ μετακινούμενος συνεχῶς. Ἀναφέρεται δὲ ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.) καὶ τοῦ Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.) διέμενε ἐξόριστος σὲ κάποιο μικρὸ νησὶ πρὸ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, ἀφοῦ ὑπεράσπισε τὰ πατρικὰ δόγματα καὶ μισώντας μέχρι τέλους τὶς διδασκαλίες τῶν κακόδοξων, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος χειροτόνησε διάκονο καὶ πρεσβύτερο τὸν μετέπειτα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ἅγιο Ἰγνάτιο A’ (τιμᾶται 23 Ὀκτωβρίου).
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς ἱερεὺς τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, ὁμολογίας διαλάμπεις τὴ αἴγλη, Ἱερομάρτυς ἔνδοξε Βασίλειε, τῶν εἰκονομάχων γάρ, τὴν ἀπάτην ἐλέγχων, πόνοις προσωμίλησας, ὑπὲρ τῆς ἀληθείας καὶ μεταστᾶς ἐν δόξῃ πρὸς Θεόν, τῶν σὲ τιμώντων, ἀπαύστως μνημόνευε.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Μάρτυρας ἐν Μπουζάου Ρουμανίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας μαρτύρησε τὸ ἔτος 372 μ.Χ. γιὰ τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ στὸ Μπουζάου τῆς Ρουμανίας.
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς Ἐπίσκοπος Παβίας
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανεῖς γονεῖς καὶ γεννήθηκε κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 7ου αἰῶνα μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ τὸ ἔτος 680 μ.Χ. ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Παβίας τῆς Λομβαρδίας. Ὡς Ἐπίσκοπος, ἀφοῦ καταπολέμησε σφοδρῶς τοὺς αἱρετικοὺς Μονοθελητές, ἐργάστηκε δραστήρια γιὰ τὴ συμφιλίωση Βυζαντίου καὶ Λομβαρδῶν. Ἡ διακονία του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἀσθενεῖς, σὲ κάποια ἐπιδημία ποὺ ἐνέσκηψε στὴ Λομβαρδία, ὑπῆρξε ἀξιοθαύμαστη.
Ὁ Ἅγιος Δαμιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 710 μ.Χ.
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα, ἡ βασίλισσα, ἦταν θυγατέρα τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’ τοῦ Κοπρώνυμου (741-775 μ.Χ.) καὶ τῆς τρίτης συζύγου του Εὐδοκίας. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα της διαμοίρασε ὅλα της τὰ ὑπάρχοντα στοὺς φτωχούς, σὲ ἐκκλησίες καὶ ἱδρύματα καὶ ἔγινε μητέρα πολλῶν ὀρφανῶν καὶ προστάτιδα χηρῶν. Μολονότι δέχθηκε πολλὲς παρακλήσεις καὶ πιέσθηκε ἀπὸ τὴν εὐσεβέστατη αὐγοῦστα Εἰρήνη τὴν Ἀθηναία (797-802 μ.Χ.) νὰ μείνει μαζί της καὶ νὰ συμβασιλεύσει, δὲν ἀποδέχθηκε.
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα ἐκάρη μοναχὴ ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Ταρασίου καὶ ἀποσύρθηκε στὴ μονὴ τῆς Ὁμονοίας ἢ Εὐμενείας, ἐκεῖ ἔζησε μὲ ἄσκηση καὶ προσευχὴ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 809 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Δήμης καὶ Πρωτῖων οἱ Μάρτυρες καὶ οἱ σὺν αὐτοὶς μαρτυρήσαντες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Δήμης ἢ Δημὴς καὶ Πρωτῖων, ἄθλησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.). Παρέστησαν αὐτόκλητοι στὸν ἡγεμόνα τῆς χώρας τους, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε ἐκεῖνος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τοὺς βασάνισαν ποικιλοτρόπως. Τοὺς γύμνωσαν καὶ τοὺς ἔδεσαν μὲ ἁλυσίδες καί, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν στὴ γῆ, τοὺς κτυποῦσαν ἀλύπητα, ὥστε φάνηκαν τὰ σπλάχνα αὐτῶν. Στὴ συνέχεια ὁ ἡγεμόνας τοὺς ἔκλεισε στὴ φυλακή, ὅπου τοὺς ἄφησε χωρὶς τροφὴ καὶ νερὸ ἐπὶ τριάντα ἡμέρες. Ὅμως Ἄγγελος Κυρίου τοὺς γιάτρεψε τὶς πληγὲς καὶ τοὺς ἔδιδε τροφὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, κατὰ τὸν λέγοντα «ἄρτον Ἀγγέλων ἔφαγεν ἄνθρωπος».
Ὅταν ὁ ἡγεμόνας τοὺς κάλεσε καὶ πάλι γιὰ νὰ τοὺς ἐξετάσει καὶ νὰ ἐλέγξει ἂν ἔχουν μεταστραφεῖ, τοὺς εἶδε σώους καὶ ὑγιεῖς. Μόλις τὰ πλήθη τῶν ἀσεβῶν εἶδαν τὸ θαῦμα τῆς διασώσεως τῶν Ἁγίων, ἔπεσαν στὰ πόδια τους καὶ κραύγαζαν: «Εἴμαστε Χριστιανοί». Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλισθοῦν.
Ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀρτέμων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καὶ ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας στὴ Λαοδικεία. Ἕνα χρόνο πρὶν τὸ θάνατό του, μπῆκε στὸ ναὸ τῶν Ἑλλήνων μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Σισίννιο καὶ κατέστρεψε τὰ εἴδωλα. Ὅταν ὁ ἄρχοντας τῆς χώρας πληροφορήθηκε ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες τὸ γεγονὸς αὐτό, ἀναχώρησε γιὰ νὰ συλλάβει τὸν Ἐπίσκοπο. Ἀρρώστησε ὅμως καὶ κινδύνευσε ἡ ὑγεία του. Ζήτησε τότε ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο νὰ προσευχηθεῖ γι’ αὐτὸν καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι ἐὰν ἀποκτοῦσε τὴν ὑγεία του, θὰ τοῦ κάνει χρυσὴ εἰκόνα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔγινε καλά, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Καισάρεια. Καὶ ὅταν βρῆκε στὸν δρόμο τὸν Ἅγιο Ἀρτέμονα, τὸν συνέλαβε, τὸν ἔδεσε καὶ συρόμενο τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή. Ἔπειτα προσπάθησε μὲ τὴ βία νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἅγιος ἔμεινε πιστὸς στὴν πατρῴα εὐσέβεια, τοῦ ἀπέκοψαν κάποια μέλῃ ἀπὸ τὶς σάρκες του καὶ τὰ ἕψησαν στὴ σχάρα. Στὴν συνέχεια ἔκαψαν ἕνα λέβητα, γιὰ νὰ ρίξουν τὸν Ἅγιο μέσα σὲ αὐτὸν καὶ νὰ καεῖ. Δυὸ ἀετοὶ σήκωσαν τὸν ἄρχοντα καὶ τὸν ἔριξαν μέσα ὅμως στὸ λέβητα. Ὁ Ἅγιος Ἀρτέμων τελειώθηκε μετὰ ἀπὸ λίγο διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Δαβίδ, Ἰωάννη καὶ Μηνᾷς οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες Δαβίδ, Ἰωάννης καὶ Μηνᾷς ἦταν μοναχοὶ καὶ τελειώθηκα τοξευόμενοι.
Μετακομιδὴ τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Θεοτόκου εἰς Κωνσταντινούπολη
Ἡ μετακομιδὴ τῆς Τιμίας Ζώνης ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ Ζήλας στὴν Κωνσταντινούπολη ἔγινε τὸ ἔτος 942 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου (913-959 μ.Χ.). Χειρόγραφο Μηναῖο τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. φέρει τὸ ἑξῆς δίστιχο κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτή:
«Ζώνην τιμίαν τὴ βασιλίδι δίδως
Βασίλισσα πάντιμε Θεογεννήτωρ».
Ὁ Ἅγιος Σέργιος Β’ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Σεργίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀναφέρεται σὲ χειρόγραφο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἁγιοταφιτικοῦ Μετοχῖου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ δὲ ἑορτὴ αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Μανουήλ, τῆς ὁποία χρημάτισε ἡγούμενος.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος καταγόταν ἀπὸ περιφανῆ οἰκογένεια τοῦ Βυζαντίου. Ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ ἱεροῦ Φωτίου, ἐνάρετος καὶ πολὺ μορφωμένος. Ὁ Ἅγιος ἦταν τόσο ταπεινός, ποὺ ὅταν μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχου Θεοφυλάκτου, 27 Φεβρουαρίου τοῦ ἔτους 956 μ.Χ., τοῦ πρότειναν νὰ ἀποδεχθεῖ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἀρνήθηκε καὶ ὑπέδειξε τὸν Πολύευκτο. Ἀνῆλθε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο σὲ μεγάλη ἡλικία, τὸ ἔτος 999 μ.Χ., ὅταν κλήθηκε ἀργότερα ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Β’ (976-1025 μ.Χ.), σὲ διαδοχὴ τοῦ Πατριάρχου Σισιννίου Β’. Συνεκάλεσε Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ βεβαίωσε τὰ ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Φωτίου κατὰ τῶν λατινικῶν καινοτομιῶν πραχθέντα. Ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του μεταφράστηκαν στὴ Ρωσικὴ γλῶσσα οἱ ἐκκλησιαστικοὶ νόμοι χάριν τῶν ἱερέων τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Σέργιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1019.
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ὅσιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος ἄθλησε στὴν Κύπρο. Ἡ Ἐκκλησία τιμάει τὴν μνήμη του στὶς 24 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος Ἐπίσκοπος Ριαζᾶν καὶ Μούρωμ
Ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἔζησε στὴ Ρωσία μεταξὺ τοῦ 13ου καὶ τοῦ 14ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ λόγω τῶν ἀρετῶν του ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ριαζᾶν καὶ Μούρωμ. Ἦταν ἐκεῖνος ποὺ διαπλέοντας θαυματουργικὰ νερό, μετέφερε τὴ θαυματουργικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ στὴν πόλη τοῦ Ριαζᾶν. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει, ἐπίσης, τὴ μνήμη του στὶς 210 Μαΐου, 10 Ἰουνίου, 3 καὶ 10 Ἰουλίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ἔζησε καὶ ἀνεδείχθη κατὰ τοὺς σκοτεινοὺς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας. Γεννήθηκε μᾶλλον λίγα χρόνια μετὰ τὸ ἔτος 1630 μ.Χ., στὸ χωριὸ Γόλιτσα τῶν Ἀγράφων, τῆς (τότε) ἐπαρχίας Φαναρῖου καὶ Νεοχωρίου, στὴ σημερινὴ κοινότητα Ἁγίου Ἀκακίου τοῦ νομοῦ Καρδίτσας. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετοι Χριστιανοί, μὲ τὴν ἐργασία τους κατόρθωσαν στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς τους μὲ αὐτάρκεια καὶ στοργικὰ εἶχαν ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀνατροφὴ τῶν δυὸ παιδιῶν τους ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός. Ὅμως ὁ πρόωρος θάνατος τοῦ πατέρα συγκλόνισε τὴν οἰκογένεια καὶ ἐπισκίασε τὴν εὐτυχία τους.
Ὁ Ἀναστάσιος, αὐτὸ ἦταν τὸ κοσμικὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου, ἔμεινε ὀρφανὸς σὲ πολὺ μικρὴ ἡλικία. Ἡ μητέρα τους μὲ τὴ βαθιὰ χριστιανικὴ πίστη καὶ τὴν εὐσέβειά της ἀγωνίζεται ἀγῶνα σκληρὸ «πρὸς τὰ τῆς χηρείας δεινά» καὶ ἀναλαμβάνει μόνη της τὸ βάρος τῆς οἰκογενειακῆς εὐθύνης. Ἐργάζεται ἀγόγγυστα γιὰ νὰ συντηρήσει τὰ δυὸ ἀνήλικα παιδιά της καὶ νὰ τὰ ἀναθρέψει μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.
Πολὺ σύντομα στὸ πλευρὸ τῆς γυναίκας βρέθηκε καὶ ὁ μικρὸς Ἀναστάσιος, γιὰ νὰ ἀναλάβει καὶ ἐκεῖνος ἕνα μέρος ἀπὸ τὶς εὐθύνες γιὰ τὴ συντήρηση τῆς οἰκογένειάς του.
Ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου εἶχε συγκλονίσει ἀπὸ νωρὶς τὴν καρδιὰ τοῦ Ἀναστασίου καὶ ἡ φλόγα τῆς θείας ἀγάπης θέρμαινε τὴν παιδική του ψυχή. Ἔνιωθε ζωηρὰ καὶ πολὺ ἔντονα τὴν κλίση καὶ τὸν ζῆλο πρὸς τὸν μοναχικὸ βίο. Γι’ αὐτὸ ἀπέφευγε τὸν θόρυβο τοῦ κόσμου καὶ ἀναζητοῦσε συχνὰ τὴν ἡσυχία σὲ τόπους ἐρημικούς. Ἐκεῖ, ἀφοσιωμένος στὸν Θεό, διέθετε ὅλο τὸν χρόνο του στὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία. Σύντομα ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὰ ἐγκόσμια καὶ σὲ ἡλικία εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἔφυγε πρὸς τὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς Βόλου. Κατέληξε στὸ μοναστῆρι τῆς Σουρβιᾶς, ποὺ εἶχε χτίσει ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ ἐν Ὀλύμπῳ, τὸ ὁποῖο βρίσκεται στὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνίτσας Βόλου καὶ εἶναι ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα.
Ὅταν ἔφθασε στὸ μοναστῆρι τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ καλοσύνη. Παρουσιάσθηκε στὸν ἡγούμενο καὶ μὲ ὅλο τὸν σεβασμὸ ἀνέφερε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς του. Ἐκεῖνος τὸν ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ τοῦ ἐξήγησε μὲ κάθε λεπτομέρεια τὶς δυσκολίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ αὐστηρὸ πρόγραμμα τῆς μονῆς. Ὁ Ἀναστάσιος ὅμως ἐπέμενε, δίνοντας τὴν ὑπόσχεση πὼς μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ὑπερνικήσει ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ θὰ ἀνταποκριθεῖ στὰ καθήκοντα ποὺ ὅριζε ἡ μοναχικὴ πολιτεία. Ὁ ἡγούμενος, ὡς ἔμπειρος πνευματικός, διέγνωσε τὸν ἔνθεο ζῆλο τοῦ Ἀναστασίου καὶ διαπίστωσε τὴν ἀμετακίνητη καὶ σταθερὴ ἀπόφασή του νὰ μονάσει. Ἔτσι τὸν δέχθηκε στὸ μοναστῆρι. Ἐκεῖ ὁ Ἀναστάσιος ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἀκάκιος. Καὶ τὴν ἴδια νύχτα ποὺ δέχθηκε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα καὶ περιεβλήθηκε τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα, ἀξιώθηκε μὲ θεία ὀπτασία. Εἶδε σὰν νὰ βαστοῦσε στὰ χέρια του μία ἀναμμένη λαμπάδα, ποὺ εἶχε φῶς ὑπέρλαμπρο καὶ φώτιζε ὅλο τὸν τόπο ἐκεῖνο.
Ὁ νέος μοναχὸς μὲ τὴν συμπεριφορά, τὴν ἐργατικότητα καὶ τὴν πνευματικότητά του κέρδισε τὴν ἀγάπη καὶ τὴν συμπάθεια ὅλων τῶν πατέρων τῆς μονῆς. Ὅμως, οἱ ἀνάγκες καὶ οἱ ἀπαιτήσεις τοῦ μοναστηριοῦ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσε πλέον, διότι πολὺ σύντομα εἶχε κατακτήσει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ ἁπλοῦ μοναχοῦ καὶ ἡ ψυχή του ἀναζητοῦσε ἄλλο χῶρο γιὰ ἀπόλυτη ἡσυχία καὶ μεγαλύτερη ἄσκηση.
Ἔτσι, μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1660-1670 μ.Χ., ἀναχωρεῖ γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἀρχικὰ ὁ Ὅσιος κατευθύνθηκε στὴν περιοχὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας καὶ κατέφυγε σὲ κάποιο σπήλαιο, κοντὰ στὴ «Σκήτη τοῦ Καυσοκαλύβη», ὅπου ἀσκήτεψε γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη μόρφωσή του, τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ ἀκολουθήσει ἕνα πρόγραμμα ἀσκήσεως καὶ πνευματικῆς ἐργασίας. Χωρὶς καμιὰ καθυστέρηση ἐπισκέπτεται μοναστήρια καὶ σκῆτες, ἐρημητήρια ἡσυχαστῶν καὶ σπήλαια ἀσκητῶν καὶ ἀναζητεῖ, «ὡς ἐλαφρῶς διψώσα ἐπὶ τᾶς πηγᾶς τῶν ὑδάτων», τοὺς ἐκλεκτοὺς καὶ δοκιμασμένους μοναχούς. Ὑποτάσσεται πρόθυμα σὲ αὐτούς, συνεργάζεται μαζί τους καὶ μαθητεύει μὲ ὑπομονὴ κοντά τους.
Ὁ Ὅσιος φθάνει τελικὰ στὸ μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καὶ μετὰ ἀπὸ σύντομη ἐπίσκεψη σὲ αὐτὸ ἀπομακρύνεται σὲ ἐρημικὴ τοποθεσία ἐπάνω στὸ μοναστῆρι, γιὰ νὰ ἡσυχάσει. Ἐκεῖ ἔμεινε πολὺ καιρὸ καὶ κάθε Σάββατο κατέβαινε στὸ μοναστῆρι καὶ ἐκκλησιαζόταν.
Ἑπόμενος σταθμός του ἦταν ἡ σκήτη τοῦ Παντοκράτορος, ὅπου συναντήθηκε μὲ τὸν γνωστὸ ἀπὸ τὸ μοναστῆρι τῆς Σουρβιᾶς γέροντα πνευματικό του, ποὺ εἶχε ἔλθει ἀπὸ τὴ Ζαγορὰ τοῦ Βόλου γιὰ νὰ σπουδάσει τὴ βυζαντινὴ μουσική. Ὁ γέροντας χάρηκε πάρα πολὺ ὅταν συναντήθηκε μὲ τὸν Ὅσιο καὶ ζήτησε νὰ τὸν πάρει μαζί του ὡς μοναχό. Ἐκεῖνος ὅμως ζήτησε τὴν εὐχή του καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μὴν ἐπιμείνει, διότι ἤθελε νὰ ἀσκητέψει μόνος του.
Ὕστερα ἀπὸ τὴν συνάντηση αὐτὴ ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπὸ τὴ σκήτη τοῦ Παντοκράτορος πρὸς ἄγνωστη κατεύθυνση καὶ μὲ συμβουλὴ τοῦ γέροντος πνευματικοῦ Γαλακτίωνος ᾖλθε στὰ Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐπάνω στὴ Μεταμόρφωση, γιὰ νὰ μονάσει. Ἐκεῖ ἀσκητεύοντας παρέμεινε εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια.
Κάποτε ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος εἶδε τὸν Ὅσιο Μάξιμο τὸν Καυσοκαλυβίτη (τιμᾶται 13 Ἰανουαρίου), μὲ κάτασπρη καὶ ἀστραφτερὴ ἱερατικὴ στολή, νὰ περιφέρεται καὶ νὰ θυμιατίζει ὅλο τὸ ναὸ καὶ ἕνα πλῆθος μοναχῶν μὲ τὴν ἴδια λευκὴ στολὴ νὰ τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ ὅταν ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος ρώτησε, «ποιοὶ ἤσαν αὐτοὶ ποὺ τὸν συνόδευαν», ὁ Ὅσιος Μάξιμος ἀπάντησε: «Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ Ὅσιοι Πατέρες ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῶν Καυσοκαλυβίων, οἱ ὁποῖοι χάρις σὲ αὐτὸν εὐρήκαν τὴ σωτηρία τους».
Ἐπειδὴ τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ ἡ περιοχὴ ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος ἦταν δύσβατη καὶ ἄνυδρη, ἀναγκάσθηκε νὰ μετακινηθεῖ χαμηλότερα πρὸς τὴ θάλασσα, πρὸς τὸ ἀκρωτῆρι τῆς Ἀθωνικῆς Χερσονήσου, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται ἡ σημερινὴ σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων (Ἁγίας Τριάδος). Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἀναζήτησε τὴν κατοικία του σὲ ἕνα μικρὸ σπήλαιο, τὸ ὁποῖο μέχρι σήμερα φέρει τὸ ὄνομά του. Μὲ τὶς σπάνιες ἀρετές του ἀναδείχθηκε κατὰ τὸν ὑμνῳδὸ «κορυφαῖος τῶν Ἀσκητῶν καὶ Θεοφόρων Πατέρων τὸ καύχημα».
Ὁ Ὅσιος Ἀκάκιος προέβλεψε καὶ προεῖπε τὴν κοίμησή του σὲ ὅλους τοὺς ὑποτακτικοὺς ποὺ μόναζαν κοντά του. Ἰδιαίτερα ὅμως στὸν μοναχὸ Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος ἔφθασε στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου ἀπὸ τὴν σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννης γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή του, εἶπε: «Ἐγὼ τώρα Ἀθανάσιε, πηγαίνω στράτα μακρὰ καὶ πλέον δὲν θὰ βλέπουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Νὰ ἔχεις τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας μας». Αὐτὰ ἦταν τὰ τελευταῖα λόγια του. Εὐλόγησε ἔπειτα τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, τὸ ἔτος 1730 μ.Χ. καὶ σὲ ἡλικία ἑκατὸ περίπου ἐτῶν.
Σύναξη Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μούρωμ Ρωσίας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Μούρωμ μεταφέρθηκε στὴν πόλη αὐτὴ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο τὸν Πρίγκιπα (τιμᾶται 3 Ἰουλίου), στὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰῶνα μ.Χ., ὅταν οἱ κάτοικοί της ἦταν ἀκόμη εἰδωλολάτρες. Ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος προσπαθοῦσε νὰ τοὺς διδάξει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ κηρύξει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ αὐτοὶ δὲν πίστευαν μέχρι ποὺ ἀποφάσισαν νὰ τὸν φονεύσουν. Ὁ Ἅγιος τότε προσευχήθηκε θερμὰ στὴν εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἄκουσε τὴν ἱκεσία του καὶ φώτισε τὶς καρδιὲς τῶν κατοίκων τοῦ Μούρωμ, οἱ ὁποῖοι δέχθηκαν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ βαπτίσθηκαν.
Ὅταν τὴν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Μούρωμ κατεῖχε ὁ Ἅγιος Βασίλειος, πῆρε τὴν εἰκόνα καὶ κρατώντας τὴν στὰ χέρια ἔπλευσε ἐπάνω στὰ νερά, ἔχοντας γιὰ σχεδία τὸν μανδύα του μέχρι τὸ Ριαζᾶν, ὅπου καὶ τοποθέτησε τὴν ἱερὰ εἰκόνα σὲ ναὸ τῆς πόλεως.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μπελινὶτς τῆς Ρωσίας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου φυλασσόταν ἀρχικὰ σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς τοῦ Μογκίλεβ τῆς Ρωσίας. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς Οὐνίας, τὸ ἔτος 1596, αὐτὴ περιῆλθε στὰ χέρια τῶν Οὐνιτῶν καὶ τοποθετήθηκε σὲ μία ἐκκλησία τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Μπελινίτς, τὸ ὁποῖο ἱδρύθηκε κατὰ τὰ ἔτη 1622-1624 ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τῆς Μεγάλης Λιθουανίας Λὲβ Σαπέγκα στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Ντρούτα, 45 χιλιόμετρα ἀπὸ τὸ Μογκίλεβ. Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἡ εἰκόνα ἀποδόθηκε στοὺς Ὀρθοδόξους, τὸ ἔτος 1876, μὲ τὴν ἀνακαίνιση τῆς μονῆς τοῦ Μπελινίτς. Ἐκεῖ, στὶς 12 Ἀπριλίου τοῦ 1876, τελέσθηκε ἀπὸ τὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο ἡ πρώτη Θεία Λειτουργία στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἑορτὴ τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας
Ἡ Ἰβηρία, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καλεῖται καὶ Γεωργία, ἑορτάζει τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὴν ἀνακήρυξη τῆς αὐτοκεφαλίας της. Στὴ δυτικὴ Ἰβηρία, ὅπου κατὰ τὴν ἀρχαιότατη παράδοση ἔσπειρε τὸ Εὐαγγέλιο ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ὑπῆρχαν ἤδη ἐπὶ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (325 μ.Χ.) οἱ Ἐπισκοπὲς Τραπεζοῦντος καὶ Πιτυοῦντος. Κατὰ τὸν 7ο αἰῶνα μ.Χ. ἀναφέρονται ἤδη δυὸ μητροπολιτικὰ κέντρα, ἡ ἕδρα τῆς Φάσιος καὶ ἡ τῆς Σεβαστοπόλεως, ὑπαγόμενα στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο. Ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ Μονομάχου καὶ τοῦ Ἀντιοχείας Πέτρου, ἡ Ἐκκλησία τῆς ἀνατολικῆς Ἰβηρίας ἀπέκτησε τὸ αὐτοκέφαλο, ἐνῷ ἡ ὑπόλοιπη ἦταν πρὸ πολλοῦ αὐτοκέφαλος. Ἐπὶ τσάρου Ἀλεξάνδρου Α’ ἡ Ρωσία, τὸ ἔτος 1801, προσήρτησε τὴ χώρα τῆς Γεωργίας στὴν δική της πολιτικὴ ἐξουσία καὶ ἡ Γεωργιανὴ Ἐκκλησία ἀπώλεσε τὸ αὐτοκέφαλο, ὑποτασσομένη στὴ Ρωσική. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Γεωργίας ἐπανέκτησε τὴν ἀνεξαρτησία της τὸ ἔτος 1917.
Print this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου