Τί θά πρέπει νά κάνουμε γιά νά ζήσουμε τήν Θεία Λατρείά:
ΙΙ. ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Ἡ Εἴσοδός μας στό ναό τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά εἶναι κάτι τό συγκλονιστικό. Πορευόμαστε «εἰς συνάντησίν Του». «Ὡς φοβερός ὁ τόπος οὗτος...οἶκος Θεοῦ». Ἄς ἔχουμε:
α) Ταπείνωση τελωνική
Πῶς ἄραγε θά σταθοῦμε μπροστά στό Θεό; Θά πρέπει νά σταθοῦμε μπροστά στόν Θεό ὅπως ὁ κατάδικος μπροστά στόν δικαστή. Ὅπως ὁ μακάριος τελώνης καί ὄχι ὅπως ὁ μεγάλαυχος Φαρισαῖος. Μαζί μέ τόν προφητάνακτα Δαυΐδ ἄς βοήσουμε νοερῶς: «σκώληξ εἰμί καί οὐκ ἄνθρωπος». Ἄς προχωρήσουμε πρός τό Ἅγιο Βῆμα μέ βαθειά συναίσθηση τοῦ χρέους καί τῆς ἀγένειας- ἀχαριστίας μας : «Χριστέ μου ἐσύ στέκεις στήν πόρτα μου καί ἐγώ σ’ ἀφήνω νά περιμένεις· δέν σοῦ ἀνοίγω. Πόσες φορές δέν μέ κάλεσες...Πόσες φορές δέν μοῦ κτύπησες τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μου. Πόσες φορές δέν μοῦ ζήτησες νά συνομιλήσουμε...Πόσες φορές δέν μέ νουθέτησες τόσο ἁπαλά, σχεδόν ἀνεπαίσθητα...πολύ πιό στοργικά ἀπό ὅτι τό κάνει μία μητέρα στό μωρό της. Εἶμαι ἀνάξιος Κύριε νά εἰσέλθω στό Ναό σου, ἀνάξιος νά σταθῶ μπροστά σου, ἀνάξιος νά Σοῦ ὁμιλήσω καί νά Σοῦ ζητήσω ὅτιδήποτε. Μόνο ἐλέησέ με καί μή μοῦ καταλογίσης τήν ἀφροσύνη μου καί τίς ἁμαρτίες μου...».
Ἔγραφε ὁ ἅγιος Σιλουανός: «Ἡ ἄρρωστη ψυχή εἶναι ὑπεροπτική, ἐνῶ ἡ ὑγιής ψυχή ἀγαπᾶ τήν ταπείνωση, ... Κι αὐτά τά γράφω τώρα ἀπό πόνο γιά τούς ἀνθρώπους, πού, ὅπως κι ἐγώ, εἶναι ὑπερήφανοι καί γι’ αὐτό πάσχουν. Τά γράφω γιά νά μάθουν τήν ταπείνωση καί νά βροῦν ἀνάπαυση κοντά στόν Θεό. Ἰσχυρίζονται μερικοί πώς ὅλα αὐτά γίνονταν "τῷ καιρῷ ἐκείνῳ", ἀλλά τώρα εἶναι πιά ξεπερασμένα. Γιά τόν Κύριο ὅμως τίποτε δέν μειώνεται οὔτε ἀλλάζει ποτέ. ... Ὅποιος ζητᾶ τή Χάρη, σ’ αὐτόν δίνει ὁ Κύριος τά πάντα - ὄχι γιατί εἴμαστε ἄξιοι, μά γιατί ὁ Κύριος εἶναι σπλαχνικός καί μᾶς ἀγαπᾶ. Τό νά μάθῃ κανείς τήν κατά Χριστόν ταπείνωση εἶναι μεγάλο ἀγαθό. Μ’ αὐτήν γίνεται εὔκολη καί εὐχάριστη ἡ ζωή καί ὅλα γίνονται ἀγαπητά στήν καρδιά. Μονάχα στούς ταπεινούς ἐμφανίζεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὁ Κύριος κι ἄν δέν ταπεινωθοῦμε δέν θά δοῦμε τόν Θεό. Ἡ ταπείνωση εἶναι τό φῶς, μέσα στό ὁποῖο μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό – Φῶς, ὅπως ψάλλεται: «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς». Τέτοιος εἶναι ὁ Παράδεισος τοῦ Κυρίου. Ὅλοι θά βρίσκονται μέσα στήν ἀγάπη καί ἀπό τήν κατά Χριστόν ταπείνωση ὅλοι θά χαίρονται νά βλέπουν τούς ἄλλους ἀνώτερούς τους. Ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ στούς μικρότερους κι αὐτοί χαίρονται, πού εἶναι μικροί»[1]. Ἡ χαρά στούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ πηγάζει ἀπό τήν ταπείνωση καί ὁδηγεῖ στήν ζωντανή Λατρεία τοῦ Ταπεινωτέρου πάντων πού εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς.
Μέ τό φῶς τῆς τελωνικῆς ταπείνωσης μποροῦμε νά δοῦμε τό φῶς τῆς μετανοίας, τό πρῶτο φῶς τοῦ Θεοῦ, τό πρῶτο ἄκτιστο φῶς. Πράγματι ἡ πρώτη μορφή ἀκτίστου φωτός, πού μπορεῖ νά δεῖ ὁ πιστός εἶναι ἡ μετάνοια καί ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς πού φέρνει αὐτή μέσα του. Ὅταν κανείς προχωρήσει στό ἔργο τῆς μετάνοιας θά δεῖ ἀκόμη καθαρότερα τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί θά βιώσει τά Θεῖα Μυστήρια. «Στούς ταπεινούς ἀποκαλύπτονται τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ», ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος.
β) Τό μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν...
Πολλές φορές μέσα στό ναό παρασυρόμαστε σέ κατακρίσεις. Κατακρίνουμε τόν ἱερέα ἤ τούς ψάλτες ἤ καί τούς ἀδελφούς λαϊκούς. Κάποιος νέος πού δέν κατέκρινε τίς δύο γυναῖκες πού στάθηκαν μπροστά του(ἐνῶ ἔπρεπε νά πᾶνε στό κλῖτος τῶν γυναικῶν) μέσα στήν ἐκκλησία, εἶδε κατόπιν τήν Ἁγία Τριάδα..
γ) Συγκέντρωση τοῦ νοῦ
Πρέπει νά κάνουμε ἔντονη προσπάθεια ὥστε νά κατευθύνουμε – συμμαζεύουμε τό νοῦ στήν καρδιά μας. Συνεχής ἄς εἶναι ἡ προσπάθεια ὥστε νά ἔχουμε ἀδιάλειπτη ἐσωτερική συνομιλία μέ τό Θεό μέσα μας, στήν καρδιά μας. (Ἄς ἐρευνήσουμε, ὥστε νά βροῦμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θά νιώθουμε καλλίτερα, θά «κάνουμε δικές μας» τίς αἰτήσεις. Ἴσως, μία προσπάθεια μέσα μας, νά τίς μεταγλωττίζουμε στή νέα ἑλληνική, νά βοηθοῦσε, ὥστε νά τίς ζοῦμε ἐντονώτερα).
δ) Προσοχή στά ἀναγινωσκόμενα καί ψαλλόμενα.
Ἡ προσοχή μας στά ἀναγινωσκόμενα καί τά ψαλλόμενα πρέπει νά εἶναι πολύ μεγάλη διότι αὐτά ἔχουν ἐνταχθεῖ στήν Λατρεία ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρας ὥστε νά μᾶς καταστήσουν ἱκανούς νά δεχθοῦμε τά Θεῖα δῶρα.
Ὁ Ἁγιος Νικόλαος ὁ Καββάσιλας ἀναλύοντας «ποιό εἶναι τό νόημα τῆς ὅλης ἱερουργίας (Θείας Λειτουργίας) συνοπτικά» γράφει: «Τῆς τελετῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων τό ἔργο μέν εἶναι ἡ μεταβολή τῶν (Τιμίων) Δώρων στό Θεῖο Σῶμα καί Αἷμα· τέλος (σκοπός) δέ,τό νά ἁγιασθοῦν οἱ πιστοί καί διά μέσου αὐτῶν (δηλ. τῶν Τιμίων Δώρων πού ἔγιναν Σῶμα καί Αἷμα) νά πάρουν ἄφεση ἁμαρτιῶν, νά κληρονομήσουν τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί τά ὅμοια μέ αὐτά (πνευματικά ἀγαθά). Αὐτό τό ἔργο καί τό σκοπό προπαρασκευάζουν καί ὁλοκληρώνουν οἱ προσευχές, οἱ ψαλμωδίες, τά ἁγιογραφικά ἀναγνώσματα καί ὅλα ἐκεῖνα πού τελοῦνται καί λέγονται πρίν καί μετά τόν καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων»[2].
ε)«Σαϊτευτικές προσευχές»
Μποροῦμε ἐπίσης, ὅπως δίδασκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, νά κάνουμε καί δικές σύντομες, ὡσάν «σαΐτες-βέλη προσευχές»[3]. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο βοηθοῦμε τήν ψυχή μας νά βιώσει βαθύτερα τά διαδραματιζόμενα στή Θεία Λειτουργία. Ὅσο πιό συγκεντρωμένος εἶναι ὁ νοῦς μας, τόσο οὐσιαστικώτερη μετοχή θά ἔχουμε στό Μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας.
Στ)Δάκρυα χαρᾶς ἤ μετανοίας.
Ὅταν ἐρχόμαστε σέ ἀληθινή αἴσθηση τοῦ Θεοῦ τότε τά μάτια μας βουρκώνουν...«τότε βαστᾶμε μαντῆλι» ἔλεγε ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Ὅταν δακρύζουμε ὁ ἅγιος ἄγγελος μας προσεύχεται μαζί μας. Πῳς νά παρασταθοῦμε καλλίτερα μπροστά στόν Κύριο παρά μέ δάκρυα μετανοίας ἤ καί χαρᾶς...
Ἔλεγε ἕνας ἐξαγιασμένος ἁγιορείτης: «’’Μετά φόβου Θεού, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε’’. Ποῦ πηγαίνεις; Νά πάρεις τόν Θεό. Τότες χαίρεσαι. Ἐάν μέν ἔχει προηγηθεῖ ἡ χαρά, δέν μπορεῖς παρά μέ δάκρυα νά προσέλθεις, δάκρυα χαρᾶς, νά προσέλθεις νά μεταλάβεις. Ὅταν ἔχουν προηγηθεῖ δάκρυα λύπης: ‘’Θεέ μου, συγχώρησέ μου τάς ἁμαρτίας μου. Εἰς τό ἔλεός Σου, εἰς τήν εὐσπλαγχνία Σου, στήν ἀγάπη Σου. Μᾶς τό εἶπες ὅτι "Θεός οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος" (Ἐξ. 34,6). Μᾶς τό εἶπες. Ἐκεῖ στηρίζομαι καί προσέρχομαι ἀναξίως’’. Οὐδείς ἄξιος, λέει καί ὁ ἱερεύς ὅταν προσεύχεται. Καί ἐκεῖ περισσότερο στηρίζεσαι καί προσέρχεσαι... Νά σᾶς πῶ, πολλοί ἀπό τούς πατέρας τούς Κατουνακιώτας, πολλοί πού ἐρχόντουσαν νά μεταλάβουν, δέν ἄκουες τίποτες, μόνο ἔβλεπες τά δάκρυα πού ἔτρεχαν καί τούς μετελάμβανες. Ε, ὁ γέρος αὐτός, νά ποῦμε, ὅλη τή Λειτουργία δέν μιλοῦσε καθόλου, ἀλλά ἤτανε σκυμμένος καί τώρα, εἴτε σέ θεωρία ἐρχότανε, εἴτε σέ βαθυτέρα ἔννοια τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. Διότι δωρεάν βαπτιστήκαμε, δωρεάν μᾶς ἔδωσε τό βάπτισμα, δωρεάν μᾶς ἔδωσε τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του, δωρεάν μᾶς δίδει καί τόν Παράδεισο. Δέν πληρώνουμε τίποτες»[4].
ζ)Συγκλονισμός ἀπό τήν Θεία συγκατάβαση καί ἀγάπη. «Ἐγκατάλειψη τοῦ κόσμου καί τῆς μέριμνας του».
Θά πρέπει νά κάνουμε συνεχή προσπάθεια γιά νά εἶναι ἐλεύθερος ὁ νοῦς μας ἀπό κάθετι ἄλλο ὥστε νά μπορεῖ νά παρακολουθεῖ τά λεγόμενα καί τελούμενα στή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας καί νά συγκλονίζεται ἀπό αὐτά.
«Πᾶσαν νῦν βιωτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν» μᾶς προτρέπει ὁ Χερουβικός ὕμνος. Δέν ἐπιτρέπεται ἐκείνη τήν ὥρα νά σκεπτόμαστε τά γήϊνα καί τά βιοτικά, ὅ,τι δήποτε ἄλλο πλήν τοῦ Θεοῦ. Ἄς συγκλονιζόμαστε κάθε φορά, πού μετέχουμε στήν ἀναίμακτη Θυσία, κατά τήν Ὁποία αὐτοπροσφέρεται γιά χάρη μας ὁ Κύριος Ἰησοῦς στόν Πατέρα. Ἄς Τόν δοξάζουμε καί ἄς Τόν εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἄπειρη θυσιαστική Του ἀγάπη. Ἄς μήν ξεχνᾶμε ὅτι κανείς δέν μᾶς ἀγάπησε καί δέν μᾶς ἀγαπᾶ, οὔτε θά μᾶς ἀγαπήσει ποτέ στό μέλλον, ὅπως Αὐτός. Ἄς μήν ξεχνοῦμε ὅτι μόνο ὁ Κύριος πέθανε μέ φρικτό θάνατο γιά χάρη μας καί συνεχίζει νά θυσιάζεται γιά μᾶς μυστηριακά σέ κάθε Θεία Λειτουργία.
Κανένας ἄλλος ἀπό αὐτούς πού ἰσχυρίζονται ὅτι μᾶς ἀγαποῦν δέν πέθανε· οὔτε ἐνδεχομένως θά εἶχε τήν διάθεση νά πάρει τή θέση μας, ὅταν θά βρεθοῦμε πρό τῶν πυλῶν τοῦ θανάτου. Ἄν καί ὀφείλουμε νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά πεθάνουμε γιά τόν πλησίον μας, ὅπως ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε: «Ὀφείλουμε νά ἀγαπᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο ὅπως Ἐκεῖνος ἀγάπησε ἐμᾶς», δηλαδή μέχρι θανάτου, ὅμως... πόσο εὔκολα προδίδουμε τήν ἀγάπη αὐτή!!!.
Ἄς παραδειγματιστοῦμε ἀπό τήν Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου κάθε φορά, πού τήν ξαναζοῦμε μέσα στή Θεία Λειτουργία. Ἄς καλλιεργήσουμε τήν πλήρη αὐταπαρνήσεως ἀγάπη, μιμούμενοι τόν Κύριο. Ἄς δεηθοῦμε τοῦ Χριστοῦ μας νά μᾶς χαρίσει, τήν ἀγάπη πρός τόν Ἴδιο καί πρός τούς ἀδελφούς μας, χωρίς ὅρια καί χωρίς διακρίσεις, τήν ἀγάπη πού φτάνει ἄν χρειαστεῖ μέχρι τόν θάνατο!
Γράφει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:«Ἐάν δέν ἐγκαταλείψει ὁ ἄνθρωπος ὅλην τήν ἐργασία αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν μπορεῖ νά λατρεύσει τόν Θεό. Διότι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι, τό νά μήν ἔχουμε στό νοῦ μας κάτι ξένο τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί νά ἀσχολούμαστε μ' αὐτό. Δηλαδή: ἡδονή ἤ κακία ἤ μῖσος ἤ πονηρό ζῆλο ἤ κάποια φαντασία καί φροντίδα γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα»[5]. Δέν πρέπει νά ὑπάρχει τίποτα ἄλλο στό νοῦ κατά τή λατρεία παρά μόνο τά λόγια τῶν ἀναπεμπομένων προσευχῶν.
«Ὅταν βλέπεις τόν Κύριο», λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «θυσιασμένο καί τοποθετημένο πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί τόν ἱερέα νά εὔχεται σκυμμένος ἐπάνω στό θῦμα καί ὅλους τούς παρευρισκομένους νά κοκκινίζουν ἀπό τό πολύτιμο ἐκεῖνο αἷμα, νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι μαζί μέ ἀνθρώπους καί στέκεσαι πάνω στή γῆ; Καί δέν μεταφέρεσαι ἀμέσως στούς οὐρανούς, βγάζοντας πρῶτα κάθε σαρκική σκέψη ἀπό τήν ψυχή;»[6].
η) Καθολική προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας
καί τῶν πάντων στόν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά προσφέρει τά πάντα στόν Θεό εὐχαριστώντας Τον. Πρό πάντων πρέπει νά προσφέρει τόν ἑαυτό του καθαρό. Αὐτή εἶναι ἡ λογική λατρεία πού ζητᾶ ὁ Κύριος καί ἡ ὁποία πρέπει νά εἶναι: «θυσία ζῶσα ἁγία εὐάρεστος».
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα - ἀλλά μέσα στήν κτίση ἔχει μιά ξεχωριστή θέση και ἀποστολή. Εἶναι ἡ κορωνίδα της καί ἔχει ἕνα διττό χαρακτηριστικό στή φύση του. Συναποτελεῖται ἀπό πνεῦμα και ὕλη. Ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ ἄνθρωπος εἶναι «μεθόριος», συμμετέχει καί τοῦ νοητοῦ καί τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου...
Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μεσίτης μεταξύ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς... εἶναι ὁ ἱερέας τῆς Δημιουργίας... Προσφέρει τήν κτίση πρός δόξα Θεοῦ ξεκινώντας ἀπό τόν ἑαυτό του, ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν; ... δοξάσετε δή τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καί ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν» (Α' Κορ. 6, 19-20). «Παρακαλῶ οὖν ἡμᾶς, ἀδελφοί, διά τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τά σώματα ἡμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τήν λογικήν λατρείαν ἡμῶν...» (Ρωμ. 12, 1).
Στή Θεία Λειτουργία καί μάλιστα στήν εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς εἶναι φανερό αὐτό πολύ ἔντονα. Προσφέρουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας στόν Κύριο καί μετά τά Τίμια Δῶρα. Γι’ αὐτό καί Τόν παρακαλοῦμε κατά τήν Ἁγία Ἀναφορά νά καταπέμψει τό Πανάγιό Του Πνεῦμα καί νά ἁγιάσει ἐμᾶς καθώς καί τά Τίμια Δῶρα.
Ἡ Ἁγία Ἀναφορά εἶναι τό κεντρικώτερο τμῆμα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀναφορά σημαίνει προσφορά τῆς θυσίας πού ἀναφέρεται, πού φέρεται ἄνω καί γίνεται δεκτή στό ἅγιο καί ὑπερουράνιο καί νοερό θυσιαστήριο (ἀπό τό ρῆμα ἀναφέρω=φέρω πρός τά ἄνω, ἀνυψώνω). Ἡ Θεία Λειτουργία «λέγεται ἀναφορά διότι φέρεται πάνω, πρός τόν Θεό»[7]. Ὄχι μόνο τά Τίμια Δῶρα ἀλλά καί μεῖς οἱ ἴδιοι. Γι' αὐτό θά πρέπει νά στεκόμαστε μέ εὐλάβεια καί μέ φόβο «στή φοβερή ὥρα τῆς ἀναφορᾶς. Διότι μέ ὅποια διάθεση καί μέ ὅποιο λογισμό στέκεται καθένας μας ἐκείνη τήν ὥρα, ἔτσι καί προσφέρεται πάνω πρός τόν Δεσπότη»[8].
Μέ τήν ἁγία Ἀναφορά τά τίμια Δῶρα δέν προσκομίζονται ἁπλῶς ἀπό τούς πιστούς καί τό λειτουργό πάνω στό γήινο θυσιαστήριο, ἀλλά ἀνυψώνονται μαζί μέ ὅλους τούς πιστούς, μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία στό ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο. Ὁ λειτουργός ἀνυψώνει τά Τίμια Δῶρα προσφέροντάς Τα στό Θεό, ἀφοῦ μᾶς ἔχει ἤδη προτρέψει νά ἀνυψωθοῦμε καί μεῖς πρός τόν Θεό προσφέροντας τόν ἑαυτό μας ἐξαγιασμένο· Θά πρέπει, ἀφοῦ ἀφήσουμε κάθε βιοτική μέριμνα, νά προσφέρουμε μέ βαθιά ἐσωτερική εἰρήνη - πού εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἔρχεται στούς ταπεινούς ἐργατες τῆς μετανοίας- τήν Εὐχαριστία μας καί τόν ἑαυτό μας στόν Πατέρα Μας Θεό («πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν Ἀναφορὰν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν»).
Στή φρικτή ὥρα τοῦ Καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, θά παρακαλέσουμε νά ἔλθει τό Ἃγιο Πνεῦμα, πρῶτα «ἐφ' ἡμᾶς».
-Γιατί;
-Γιά νά μᾶς ἁγιάσει καί νά μᾶς μεταποιήσει. Νά μᾶς κάνει ἱκανούς νά προσφέρουμε τούς ἑαυτούς μας θυσία ἁρμόζουσα στό Θεό Πατέρα, μαζί μέ τά προσκομισθέντα Τίμια Δῶρα. Νά μᾶς ἐπιτρέψει νά ἀνυψωθοῦμε καί νά γίνουμε δεκτοί στό ὑπερουράνιο θυσιαστήριο ὡς θυσία εὐάρεστη σ' Αὐτόν.
θ)Τέλεια «παράθεση»-«ἐγκατάλειψη» ὅλων στό Θεό: «Ἐαυτούς καί ἀλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ὑμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».
Πίστη καί ὄχι ἄγχος· τελεία ἐμπιστοσύνη στή Θεία Πρόνοια. Νά τί εἶναι ἀπαραίτητο κάθε στιγμή καί μάλιστα στήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας νά κάνουμε. Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε: «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν· μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον» (Μτ. 6, 34). Ποτέ ὁ Χριστιανός δέν πρέπει νά ἄγχεται, νά ἀπελπίζεται καί νά φοβᾶται ὅ,τιδήποτε. Τό ἄγχος φανερώνει ὀλιγοπιστία, ἐνῶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς ἔρχεται μέ τήν Θεία Χάρη, πού ἐπισκιάζει τούς πιστούς, τούς ταπεινούς, «τούς φοβουμένους τόν Κύριο», τούς ἐμπιστευομένους τήν ζωή τους καθώς καί τά πάντα σ’ Αὐτόν.
ι) Συμμετέχουμε στή Θεία Λειτουργία καί γενικά στήν προσευχή ὄχι μόνο μέ τήν ψυχή ἀλλά καί μέ τό σῶμα :
Πρέπει νά στεκόμαστε ὄρθιοι, τό κατά δύναμη καθώς καί νά κάνουμε μετάνοιες ὅταν ἁρμόζει (π.χ. στό σημεῖο πού ψάλλουμε : «Τήν ὄντως Θεοτόκον»). Πολύ ὠφέλιμο εἶναι νά κλίνουμε γόνυ (γονυκλισία) ὅταν πρέπει, καί νά σκύβουμε (κλίσις τῆς κεφαλῆς), ὅταν προτρεπόμαστε ἀπό τόν ἱερέα μέ τήν ἐκφώνηση: «τάς κεφαλάς ἡμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνωμεν».
Ἡ ὅλη μας στάση ἄς εἶναι εὐλαβική, κατανυκτική. Ἐπίσης ἄς στεκόμαστε μέ σιωπή καί ἄς ἔχουμε ἀκίνητο τό βλέμμα μας. Δέν πρέπει νά βλέπουμε ἐδῶ και ἐκεῖ. Ἄς προσηλώνουμε τό βλέμμα εἴτε σέ μιά εἰκόνα, εἴτε κάτω (τελωνικῶς). Πολύ βοηθᾶ στό νά συγκεντρωθοῦμε, τό νά ἔχουμε τό ἐγκόλπιο τῆς Θεία ς Λειτουργίας ἤ καί τήν πλήρη ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου (λειτουργική «φυλλάδα» μέ τόν ἑορταζόμενο ἅγιο) ἄν ὑπάρχει δυνατότητα, ὥστε νά παρακολουθοῦμε ἀνετώτερα τά λεγόμενα καί τελούμενα.
ια)Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ συναίσθηση καί ἡ πίστη ὅτι τά Ἅγια Μυστήρια εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Μή νομίσεις ὅτι εἶναι ψωμί καί κρασί. Οὔτε ὅπως τά ἄλλα φαγητά πηγαίνει στόν ἀφεδρῶνα. Ἀλλά ὅπως τό κερί ὅταν πλησιάσει στήν φωτιά, τίποτε δέν περισσεύει καί ὅλο γίνεται φωτιά, ἔτσι καί ἐδῶ νά πιστεύεις ὅτι τά μυστήρια γίνονται ἕνα μέ τήν οὐσία τοῦ σώματος. Γι΄ αὐτό καί ὅταν προσέρχεσθε, μή νομίζετε ὅτι ἀπό ἄνθρωπο μεταλαμβάνετε τό Θεῖο Σῶμα, ἀλλά σάν ἀπό αὐτά τά Σεραφείμ μέ τή λαβίδα τοῦ πυρός, τήν ὁποία εἶδε ὁ Ἡσαΐας νά νομίζετε ὅτι μεταλαμβάνετε τοῦ Θείου Σώματος. Καί σά νά ἀκουμπᾶμε μέ τά χείλη τή Θεία καί ἄχραντη πλευρά, ἔτσι νά μεταλαμβάνουμε τοῦ Σωτηρίου Αἵματος»[9].
ΙΙΙ. ΜΕΤΑ ΤΉ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
α) Εὐχαριστία
Ἡ εὐχαριστία γιά τή Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε, διαφυλάττει τή Θεία Χάρη, πού δεχθήκαμε κατά τή διάρκειά Της.
«Ἐκεῖνο πού φέρνει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο», λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «εἶναι ἡ καρδιά πού κινεῖται πάντοτε σέ ἀκατάπαυστη εὐχαριστία»[10].
Καί πάλι:«... ἐκεῖνος πού πῆρε ἀπό τόν Θεό δῶρο καί παραμένει ἀχάριστος, ἑτοιμάζει τήν στέρηση τοῦ δώρου. (Αὐτό συμβαίνει) διότι ἔκανε τόν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ἡ εὐχαριστία (εἶναι αὐτή πού) παρακαλεῖ τό Θεό γιά ἐμᾶς»[11]. Ὁ καλύτερος τρόπος γιά νά φυλάξουμε τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ, διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι τό νά τίς θυμόμαστε καί νά εὐχαριστοῦμε συνεχῶς τόν Κύριο γι' αὐτές. «Καλά συνέβησαν; Εὐλόγησε τόν Θεό καί μένει τά καλά. Κακά συνέβησαν; Εὐλόγησε τόν Θεό καί λύονται τά κακά. Διότι καί ὁ Ἰώβ ὅταν ἦταν πλούσιος εὐχαριστοῦσε καί ὅταν ἔγινε φτωχός δοξολογοῦσε. Οὔτε τότε ἅρπαξε, οὔτε τότε ἐβλασφήμησε»[12].
Ἡ εὐχαριστία μετά τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία μᾶς ταπεινώνει, μᾶς χαρίζει συντριβή καρδίας, ντροπή γιάτήν ἁμαρτωλή ἐμπαθῆ κατάστασή μας· μᾶς παρακινεῖ σέ ἐντονώτερο ἀγῶνα γιά τήν σωτηρία.
Ὁ εὐγνώμων πιστός ἀναφωνεῖ: «Ὤ! ὕψιστε βασιλεῦ τοῦ οὐρανοῦ, Θεέ μου, πῶς ἦλθες μέσα μου; τί σέ ἔφερε στήν καρδιά μου; Σέ μένα πού εἶμαι ἄθλιος, πτωχός, τυφλός καί γυμνός; Καί ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ : «Ἡ ἀγάπη».
Τότε ὁ πιστός συνεχίζει : Ὤ! ἀγάπη ἄκτιστος, Ὤ! ἀγάπη γλυκειά! Τί θέλεις σύ ἀπό ἐμένα;» -«Δέν θέλω ἄλλο παρά ἀγάπη! Δέν θέλω νά ἀνάψει ἄλλο πῦρ στό θυσιαστήριο τῆς καρδιᾶς σου, παρά τό πῦρ τῆς ἀγάπης μου. Διά νά κατακαύσει αὐτό τό πῦρ κάθε ἄλλη ἀγάπη καί κάθε ἴδιόν σου θέλημα καί νά μοῦ τό δώσει εἰς ὀσμήν εὐωδίας. Τοῦτο ἐζήτησα καί ζητῶ πάντοτε ἀπό λόγου σου, διότι ἐπιθυμῶ νά εἶμαι ὅλος ἰδικός σου καί σύ ὅλος ἰδικός μου. Πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν θέλει γίνει ποτέ, ἐάν δέν ὑποτάξεις τόν ἑαυτό σου, ἀλλά μένεις προσκολλημένος εἰς τήν ἀγάπην τοῦ ἑαυτοῦ σου, εἰς τήν ἰδίαν σου γνώμην καί εἰς κάθε ὄρεξιν καί φιλοτιμίαν σου. Σοῦ ζητῶ τό μίσος τοῦ ἑαυτοῦ σου διά νά σοῦ δώσω τήν ἀγάπην μου. Ζητῶ τήν καρδιάν σου διά νά ἑνωθεῖ μέ τήν ἰδικήν μου, ἥτις διά τοῦτο μοῦ ἠνοίχθη μέ τήν λόγχην ἐπάνω εἰς τόν σταυρόν. Ζητῶ ὅλον σέ διά νά εἶμαι καί ἐγώ ὅλος ἰδικός σου. Σύ βλέπεις ὅτι ἐγώ εἶμαι ἀσυγκρίτου τιμῆς καί ὅμως γίνομαι τόσης τιμῆς ὅσης εἶσαι ἐσύ. Ἀγόρασέ με λοιπόν. Ὤ! ψυχή μου ἀγαπημένη μέ τό νά δοθεῖς εἰς ἐμέ. Ἐγώ θέλω γλυκύτατόν μου τέκνον νά μήν θέλεις τίποτε, νά μήν ἀκούεις τίποτε, νά μήν βλέπεις τίποτε ἐκτός ἀπό ἐμέ καί ἀπό τό θέλημά μου. Διά νά θέλω καί ἐγώ κάθε πρᾶγμα εἰς σέ, νά ἀκούω εἰς σέ καί νά βλέπω εἰς σέ, εἰς τρόπον ὥστε τό ἰδικόν σου μηδέν περιερχόμενον εἰς τήν ἄβυσσον τῆς ἀπειρίας μου νά μεταβάλλεται εἰς ἐκείνην. Καί ἔτσι σύ θέλεις εἶσθαι εἰς ἐμέ ὅλος πληρέστατος εὐτυχέστατος καί μακάριος. Καί ἐγώ εἰς σέ ὅλος θεραπευμένος καί εὐχαριστημένος»[13].
Αὐτήν τήν προσευχή καλό εἶναι νά τήν λέμε μετά ἀπό κάθε Θεία Κοινωνία, σάν εὐχαριστία στόν Κύριο.
« Ὅταν ἀναλογιστεῖ ἡ ψυχή», παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής, «τίς εὐεργεσίες τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ ἀπό τήν ὥρα τῆς γεννήσεώς της, ἤ ἀπό πόσους κινδύνους πολλές φορές τήν ἐγλύτωσε ἤ σέ πόσα κακά ὑπέπεσε καί σέ βαρύτερα ἁμαρτήματα (πλημμελήματα) πολλές φορές μέ τή θέλησή της ξεγλύστρησε, καί παρά ταῦτα δέν παραδόθηκε, ὅπως θά ἦταν δίκαιο, στά πονηρά πνεύματα πού τήν ἐξαπάτησαν, σέ ἀπώλεια καί θάνατο, ἀλλά τήν διαφύλαξε μέ μακροθυμία ὁ φιλάνθρωπος Δεσπότης, παραβλέποντας τά βαρειά ἁμαρτήματα καί περιμένοντας τήν ἐπιστροφή της· κι ἐνῶ ἔγινε θεληματικά δοῦλος μέ τά πάθη στούς ἐχθρούς καί τά πονηρά πνεύματα, Αὐτός τήν διέτρεφε προστατεύοντάς την καί φροντίζοντάς την μέ ποικίλους τρόπους· καί τέλος μέ ἕνα ἀγαθό νεῦμα τήν ὁδήγησε στό δρόμο τῆς σωτηρίας... Ποιός τώρα πού ἔχει εὐσυνείδητη γνώμη καί σκέφτεται αὐτά, δέ θά βρίσκεται πάντοτε σέ συντριβή καρδιᾶς; Ἔχοντας τόσες πολλές εὐεργεσίες πού πῆρε ἐκ τῶν προτέρων ὡς ἐνέχυρα, χωρίς αὐτός νά ἔχει κάνει προηγουμένως κανένα καλό, δέ θά ἔχει πάντοτε βέβαιη ἐλπίδα; Ἀφοῦ σκεφτεῖ αὐτό, ὅτι ἄν καί ἐγώ δέν ἔκανα κανένα καλό, ἀντίθετα, ἁμάρτησα πολλά ἐνώπιόν Του, καί στριφογύρισα σέ ἀκαθαρσίες καί ἄλλες πολλές κακίες, Αὐτός δέν ἔκανε σέ μένα ἀνάλογα μέ τίς ἁμαρτίες μου, οὔτε μοῦ ἀνταπόδωσε σύμφωνα μέ τίς παρανομίες μου (Ψαλμ. 102, 10). Ἀντίθετα τόσες πολλές δωρεές καί χάρες (εὐεργεσίες θεϊκές) οἰκονόμησε γιά μένα. Ἄν ὁλοκληρωτικά ἀπό ἐδῶ καί πέρα δώσω τόν ἑαυτό μου νά δουλεύει σ' Αὐτόν (νά ἐργάζεται χωρίς ἀντίρρηση στό θέλημά Του, ὅπως ὁ δοῦλος δέν φέρνει ἀντίρρηση στόν κύριό του), νά δουλεύει μέ κάθε ἁγνή συμπεριφορά καί κατορθώνοντας τίς ἀρετές, πόσα ἀγαθά πνευματικά χαρίσματα (ἄραγε δέν) θά μέ καταξιώσει, δυναμώνοντάς με καί κατευθύνοντάς καί κατευοδώνοντας σέ κάθε ἔργο ἀγαθό;
Γι' αὐτό ἐκεῖνος πού ἔχει πάντοτε τέτοιες σκέψεις καί δέν ξεχνάει τίς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, βλέπει (ὅτι τά πράγματα εἶναι) δύσκολα (μέ) τόν ἑαυτό του (ντρέπεται νά βλέπει τήν κακή του κατάσταση) καί τόν βάζει στόν ἴσιο δρόμο καί τόν ὁδηγεῖ ἐπειγόντως πρός κάθε καλή ἄσκηση ἀρετῆς καί πρός κάθε ἐργασία, πού ἀφορᾶ στήν ἐνάρετη ζωή, καί εἶναι πάντοτε ἕτοιμος στό νά ἐκτελεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ»[14]. Τότε, μετά τήν Θεία Κοινωνία, τήν Θεία Λειτουργία, ἡ ψυχή ἐνθυμούμενη ὅλα αὐτά συντρίβεται, κατανύτεται καί ἀγαπάει περισσότερο τόν Δεσπότη (τέτοιον φιλανθρωπότατο Δεσπότη).
«Ἡ εὐχαριστία τοῦ λαμβάνοντος», σημειώνει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, «ἐρεθίζει τόν διδόντα τοῦ δοῦναι δωρήματα μεγαλύτερα τῶν προηγουμένων»[15] · καί ἄν αὐτό συμβαίνει μέ τούς ἀνθρώπους πολύ περισσότερο συμβαίνει μέ τόν Θεό πού εἶναι ἀγάπη. «Ἐκκαλεῖται (προκαλεῖ καί προσκαλεῖ) τήν φιλοτιμία τοῦ Δεσπότη ἡ εὐγνωμοσύνη γιά ὅσα ἔχουν δοθεῖ»[16].
«Τέτοιος εἶναι ὁ δικός μας Δεσπότης», λέγει θριαμβευτικά ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Καί συνεχίζει: «Ὅταν ἰδῆ ὅτι εἴμαστε εὐγνώμονες γιά ὅσα ἔχουν ἤδη συμβεῖ, δίνει ἐπί πλέον δωρεές καί ποτέ δέ σταματᾶ τήν εὐεργεσία, ἀμείβοντας τήν εὐγνωμοσύνη αὐτῶν πού ὑπακούουν»[17].
Πρέπει νά εὐχαριστοῦμε ἀληθινά γιά τήν Θεία Κοινωνία. Ἡ ἀληθινή εὐχαριστία, παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «διά μέσου τῶν ἔργων ἐκπληρώνεται ἀπό ἐμᾶς»[18] .
Τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, εὐχαριστοῦμε πραγματικά τόν Θεό γιά τή Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε. «Ἄς εὐχαριστοῦμε διότι εἴμαστε ἀπό τούς σωζομένους, συμβουλεύει ὁ Χρυσορρήμων, «καί ἐνῶ δέν μπορέσαμε νά σωθοῦμε ἀπό τά ἔργα μας, σωθήκαμε δωρεάν ἀπό τό Θεό. Τήν εὐχαριστία δέ, νά μήν τήν κάνουμε μόνο μέ λόγια ἀλλά καί μέ ἔργα καί μέ πράξεις. Διότι αὐτή ἡ εὐχαριστία εἶναι ἀκριβής, ὅταν κάνουμε αὐτά διά μέσου τῶν ὁποίων πρόκειται νά δοξάζεται ὁ Θεός. Διότι καί ἄν ( παρ΄ ὅλο πού) ὑβρίσαμε τόν βασιλέα ἀντί νά δικαστοῦμε τιμηθήκαμε, ἔπειτα (ἐν τούτοις) πάλι ὑβρίσαμε, καί πιαστήκαμε ἔτσι σέ ἔσχατη μορφή ἀχαριστίας, θά ἔπρεπε δίκαια νά τιμωρούμαστε μέ τήν βαρύτερη καταδίκη καί πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν προηγούμενη. Διότι δέν μᾶς ἀπέδειξε τόσο ἀχάριστους ἡ προηγούμενη ὕβρις, ὅπως αὐτή πού ἔγινε μετά τήν τιμή καί πολλή περιποίηση. Ἄς ἀποφύγουμε λοιπόν ἐκεῖνα ἀπό τά ὁποῖα ἀπαλλαχτήκαμε, καί ἄς εὐχαριστοῦμε ὄχι μόνο μέ τό στόμα... Διότι πῶς δέν εἶναι ἄτοπο, ὅταν οἱ μέν οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ἐσύ δέ, διά τόν ὁποῖον ἔγιναν οἱ οὐρανοί, πού δοξάζουν, κάνεις τέτοια πράγματα ὥστε νά βλασφημεῖται ἐξαιτίας σου ὁ Θεός, πού σέ ἔπλασε;»[19].
Β) Προσοχή ὥστε Θεία Λειτουργία νά εἶναι ὅλη ἡ ζωή μας (Λειτουργία μετά τήν λειτουργία)
Ἡ Λατρεία πρέπει νά εἶναι ἀδιάλειπτη. «Ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ».
Ἡ Θεία Λειτουργία δέν πρέπει νά σταματάει μέ τό «Δι' εὐχῶν...» τοῦ λειτουργοῦ, ἀλλά νά συνεχίζεται σ' ὅλη τή διάρκεια τῆς ἡμέρας, σ' ὅλη μας τή ζωή. Μέσα στό Ναό τοῦ Σύμπαντος καλούμαστε νά συνεχίζουμε τήν αἰώνια λειτουργία, μπροστά στόν Πανάγιο Τριαδικό Θεό. Νά ζοῦμε καί νά πράττουμε σ’ ὅλη μας τή ζωή, ὅπως καί μέσα στό Ναό τήν ὥρα τῆς προσφορᾶς τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ Θεία λατρεία πρέπει ν' ἀγκαλιάζει ὅλη τή ζωή μας.Θά πρέπει νά εἶναι ἀδιάλειπτη ὥστε νά ἐξαγιάζει τήν κάθε στιγμή. Πρέπει νά λατρεύουμε τό Θεό μέ ὁσιότητα καί δικαιοσύνη· μέ τήν ἐξάσκηση κάθε ἀρετῆς. Γι΄ αὐτό εἶναι ἀπαραίτητη ἡ βία, ἡ κακοπάθεια καί ἡ ταπεινοφροσύνη. Αὐτά μᾶς καθαρίζουν ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος καί μᾶς καθιστοῦν ἱκανούς νά λατρεύσουμε τόν Θεό καί νά ζοῦμε τήν κάθε εὐχαριστιακή σύναξη πολύ ἔντονα. Κάθε χρονική στιγμή, κάθε συμβάν, κάθε ἐνασχόλησή μας, κάθε τί πού ἀντιλαμβανόμαστε μέ τίς αἰσθήσεις μπορεῖ νά εἶναι ἀφορμή, πρώτη ὕλη γιά λατρεία, γιά εὐχαριστία. Κάθε βῆμα καί εὐχαριστία, κάθε στιγμή ἀφορμή γιά δοξολογία καί εὐχαριστία: «ἐν παντί» εὐχαριστία. Ἡ ζωή μας γίνεται τότε αὐτό πού πρέπει νά εἶναι πάντα: μιά διαρκής εὐχαριστία, μιά συνεχιζόμενη λειτουργία, μιά διαρκής λειτουργία μετά τήν λειτουργία[20].
Συγκεφαλαιώνοντας, γιά νά ζήσουμε τή Θεία Λειτουργία ἀπαιτεῖται:
1. Πρίν τή Θεία Λειτουργία
Α) Ζωντανή πίστή
Β)Κάθαρση ἀπό τά πάθη
Ø Πρέπει νά ἀγαπήσουμε τήν κακοπάθεια
Ø Πρέπει νά ἀγαπήσουμε καί ἐπιδιώξουμε τήν ταπείνωση
Ø Ἡ ἐργασία στήν καρδιά μας εἶναι τό κλειδί τῆς ἐπιτυχίας. Ἀπαιτεῖται ἀποκοπή ἀπό ὅλους καί ὅλα, ἔστω γιά ἕνα μικρό χρονικό διάστημα τῆς ἡμέρας. Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή με τό στόμα καί μέ τό νοῦ. Μετά-νοια (μετά-θεση τοῦ νοῦ ἀπό τά μάταια στό Θεό).
Ø Ἐκκοπή τοῦ μετεωρισμοῦ, στή διάρκεια ὅλου τοῦ 24ώρου.
Ø Ἀγάπη γιά τίς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρέπει νά γίνουμε φιλακόλουθοι, ἄνθρωποι τῆς προσευχῆς. Ἡ προσπάθεια ἀρχίζει ἀπό τό σπίτι μέ τό κλείσιμο τῆς τηλεόρασης.
Ø Μερικά πρακτικά ἐν ὄψει τῆς συμμετοχῆς μας στή Θεία Λειτουργία.
Ø Ἡσυχαστική ζωή κατά τό δυνατόν.
Ø Χωρισμός ἀπό τόν «κόσμο», δηλ. τό κοσμικό φρόνημα.
Γ) Εἰρήνη μέ τόν ἑαυτό μας καί μέ ὅλους (τίποτε νά μήν κάνουμε μέ βιασύνη-ἄγχος = δαιμονική κυριαρχία πάνω μας).
Δ) Αλληλοσυγχώρηση πρίν τή συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία
Ε) Εὐγνωμοσύνη γιά τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ.
Στ) Ἀγάπη γιά ὅλους.
2.Στή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας:
Α)Ταπείνωση τελωνική -ὅπως ὁ κατάδικος μπροστά στό δικαστή- «σκώληξ εἰμί καί οὐκ ἄνθρωπος». Συναίσθηση τοῦ χρέους καί τῆς ἀγένειας-ἀχαριστίας μας : «Χριστέ μου ἐσύ στέκεις στήν πόρτα μου καί ἐγώ σ’ἀφήνω νά περιμένεις· δέν σου ἀνοίγω».
Β) Τό μή κατακρίνειν
Γ) Πρέπει νά κάνουμε ἔντονη προσπάθεια γιά συγκέντρωση ὥστε νά κατευθύνουμε-συμμαζέψουμε τό νοῦ στήν καρδιά μας. Προσπάθεια ὥστε νά ἔχουμε ἐσωτερική συνομιλία μέ τό Θεό μέσα στήν καρδιά μας. (Ἀς προσπαθοῦμε νά κάνουμε δικές μας τίς αἰτήσεις καί –ἐάν μᾶς βοηθεῖ- νά τίς μεταγλωττίζουμε στήν νέα ἑλληνική ὥστε νά τίς ζοῦμε ἐντονώτερα). Μποροῦμε νά κάνουμε καί δικές μας σύντομες προσευχές, ὥστε νά βιώνουμε τά διαδραματιζόμενα στή Θεία Λειτουργία.
Δ) Προσοχή στά ἀναγινωσκόμενα καί ψαλλόμενα
Ε)«Σαϊτευτικές προσευχές» Στ)Δάκρυα χαρᾶς ἤ μετανοίας.
Ζ)Συγκλονισμός ἀπό τήν Θεία συγκατάβαση καί ἀγάπη. «Ἐγκατάλειψη τοῦ κόσμου καί τῆς μέριμνας του».
Η) Καθολική προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας
καί τῶν πάντων στόν Θεό.
Θ)Τέλεια «παράθεση»-«ἐγκατάλειψη» ὅλων στό Θεό:
Ι) Συμμετέχουμε στή Θεία Λειτουργία καί γενικά στήν προσευχή καί μέ τό σῶμα. Τό κατά δύναμιν ἡ ὅλη μας στάση πρέπει νά εἶναι εὐλαβική. Ἐπίσης νά στεκόμαστε μέ σιωπή καί νά ἔχουμε ἀκίνητο τό βλέμμα μας. Νά μήν τό περιφέρουμε ἐδῶ καί ἐκεῖ. Προσηλώνουμε τό βλέμμα εἴτε σέ μιά εἰκόνα, εἴτε κάτω (τελωνικῶς). Πολύ βοηθᾶ στό νά συγκεντρωθοῦμε τό νά ἔχουμε τό ἐγκόλπιο τῆς Θείας Λειτουργίας ἤ καί τήν πλήρη ἀκολουθία τοῦ ὄρθου, ἄν ὑπάρχει δυνατότητα, καί νά παρακολουθοῦμε τό λεγόμενα καί τελούμενα.
ΙΑ)Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ συναίσθηση καί ἡ πίστη ὅτι τά Ἅγια Μυστήρια εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
3. Μετά τή Θεία Λειτουργία
Α) Εὐχαριστία
Ø Ἡ εὐχαριστία γιά τή Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε διαφυλάττει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί τά αὐξάνει.
Ø Ἡ εὐχαριστία μετά τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία μᾶς ταπεινώνει, μᾶς χαρίζει συντριβή καρδίας, ντροπή γιά τήν ἁμαρτωλή, ἐμπαθῆ κατάστασή μας · μᾶς παρακινεῖ σέ ἐντονώτερο ἀγώνα γιά τή σωτηρία.
Ø Πρέπει νά εὐχαριστοῦμε ἀληθινά καί ἔμπρακτα γιά τή Θεία Κοινωνία μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν.
Β) Προσοχή ὥστε Θεία Λειτουργία νά εἶναι ὅλη ἡ ζωή μας
Επίλογος
Ἡ Θεία Λατρεία, καί πρό πάντων ἡ κορύφωσή της ἡ Θεία Λειτουργία, ἀποτελεῖ τή μέγιστη Θεϊκή δωρεά. Σ' αὐτήν προσφέρεται ὁ ἴδιος ὁ Δωρεοδότης Κύριος. Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ ζωή μας, εἶναι τό πᾶν γιά μᾶς, γιατί εἶναι ὁ Χριστός.
«Sine Dominico (esse) non possumus», διακήρυτταν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες, δηλ. «Χωρίς τήν Εὐχαριστία δέ μποροῦμε νά ζήσουμε»[21]. Εἶναι ἡ συγκεφαλαίωση τῆς ὅλης Οἰκονομίας. Σ' αὐτήν συνάγεται καί εὐχαριστεῖ ὅλη ἡ Ἐκκλησία καί ὅλη ἡ κτίση. Σ' αὐτήν φανερώνεται ἡ Ἁγία Τριάδα. Ἡ Θεία Λειτουργία συνιστᾶ τήν εὐλογημένη διαδικασία τῆς σωτηρίας μας, τῆς θέωσής μας. Ἀποτελεῖ τήν ὁδό, τόν τρόπο ζωῆς γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ «κατ' εἰκόνα» καί τήν ἐπίτευξη τοῦ «καθ' ὁμοίωσιν». Εἶναι ὁ τρόπος τῆς φανέρωσης τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀληθινῆς Ζωῆς. Καλούμαστε νά Τή ζοῦμε κάθε φορά, ὅσο γίνεται καί πιό ἔντονα. Οἱ τρόποι, τό κατά δύναμιν, εἰπώθηκαν. Ἐναπόκειται σέ μᾶς ἡ υἱοθέτησή τους.
Ἄν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ κάνουμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς τότε κάθε Θ. Λειτουργία θά εἶναι μία θεοκοινωνία, μιά ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου, μία μετοχή στή Ζωή. Χωρίς αὐτή τή Ζωή, ἡ ζωή δέν ἔχει ἔννοια εἶναι «ἀ-νόητη».
Διά τοῦτο καί στό βιβλίο πού φέρει τόν τίτλο «Διαταγαί τῶν Ἀποστόλων» ἀντηχεῖ ἀφυπνιστικός ὁ λόγος: «Μή χωρίζεστε ἀπό τό σύνολο. Ἀλλά νά συγκεντρώνεσθε ἀδιάκοπα. Καί νά μήν κολοβώνετε τήν Ἐκκλησία, ἀφαιρώντας τόν ἑαυτό σας καί κάνοντας τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ νά τοῦ λείπει ἕνα μέλος. Μή σκορπίζετε τούς ἑαυτούς σας, πού εἶναι μέλη τοῦ Χριστοῦ, μέ τό νά μή συναθροίζεστε. Ἔχετε κεφαλή τόν Χριστό, σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσή Του. Καί εἶναι μαζί σας καί κοινωνεῖ μέ σᾶς. Μήν ἀμελεῖτε λοιπόν, τόν ἑαυτό σας. Οὔτε νά στερεῖτε τόν Σωτῆρα ἀπό τά δικά Του μέλη. Οὔτε νά διαιρεῖτε τό σῶμα Του. Οὔτε νά σκορπίζετε τά μέλη Του. Οὔτε νά προτιμᾶτε ἀπ' τό θεϊκό λόγο τίς βιοτικές ἀνάγκες»[22]. Ὅταν ἀπουσιάζουμε σωματικά ἤ πνευματικά ἀπό τήν Θεία Λειτουργία, εἶναι σά νά στεροῦμε ἀπό τόν Χριστό ἕνα ἀπό τά μέλη τοῦ Σώματός Του.
Ἡ Θεία Λατρεία, ἡ Θεία Λειτουργία, τό Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μᾶς καθαρίζει ἀπό τά πάθη, «ἀπό κάθε ἁμαρτία», τηρουμένων τῶν προϋποθέσεων πού ἀναφέραμε. Μᾶς γεμίζει μέ τή Θεία Χάρη, μᾶς φωτίζει καί μᾶς θεώνει. Εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία αὐτή, πού μᾶς ὁδηγεῖ στήν τέλεια πρός τόν Θεό ἀγάπη καί ἕνωση[23], ἀλλά καί στή μεταξύ μας. Μᾶς παρέχει μιά πρόγευση τοῦ Παραδείσου, τῆς κοινωνίας τῶν ἁγίων καί τῆς ἄμετρης μακαριότητος τῆς Βασιλείας Του. Μέσα στή Θεία Λειτουργία, μέσα στή Θεία λατρεία ὁ πιστός κάνοντας τόν πνευματικό ἀγῶνα πού εἰπώθηκε, ἀντικρύζει τόν μέλλοντα αἰῶνα καί εἰσδύει σ' αὐτόν. Ἡ Ἐκκλησία εὔχεται: «Ἐλθέτω χάρις καί παρελθέτω ὁ κόσμος οὗτος. Ὡσαννά τῷ Θεῷ Δαβίδ· εἴ τις ἅγιός ἐστιν ἐρχέσθω· εἴ τις οὐκ ἔστι, μετανοείτω. Μαράν ἀθά. Ἀμήν»[24]. «Ὁ Κύριος ἐγγύς»...
Εἴθε νά ἀξιωνόμαστε νά λατρεύουμε πάντα εὐάρεστα τόν Κύριο τῆς Δόξης. Συναγμένοι στήν Σύναξη τῶν πάντων, νά ἀξιωθοῦμε νά συνεχίσουμε στήν αἰωνιότητα τήν Εὐχαριστία πρός τόν Θεό. Νά ζοῦμε στήν Αἰώνια Θεία Λειτουργία μαζί μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία καί μέ ὅλη τήν κτίση· διά πρεσβειῶν τῆς Ὑπερευλογημένης Θεοτόκου καί πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
[1] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ἁγ. Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, ἔκδοση 10η, 2003, σ. 371-72.
[2] Τοῦ Ἁγίου καί σοφωτάτου Νικολάου Καβάσιλα τοῦ καὶ Χαμαετοῦ, Εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν, Настоящият текст е издаден от R. Bornert, J. Gouillard, P. Périchon, and S. Salaville в серията «Сурс кретиен», том 4, Париж, 1967, Αʹ. Τίς ὁ νοῦς τῆς ἱερουργίας ὅλης ὡς ἐν κεφαλαίῳ. Βλ. καί Ἁγίου Νικολάου Καββάσιλα, Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας, Ἐκδόσεις «Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας», Γ΄ ἔκδοση, 1995, σελ. 21.
[3] Σαϊτευτικές ὀνομάζονται οἱ προσευχές αὐτές ἀπό τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.
[5] Ἁγ. Ἡσαΐα: Εὐεργετινός, τόμ. Δ, σελ. 48.
[6] Μ 48, 642.
[7]«Ἀναφορά λέγεται διά τό πρός Θεόν ἀναφέρεσθαι» (ἅγιος Ἀναστάσιος Σιναΐτης).
[8] «Ἐν τῇ φοβερᾷ ὥρᾳ τῆς ἀναφορᾶς. Οἵᾳ γάρ διαθέσει καί οἵῳ λογισμῷ παρίσταται ἕκαστος ὑμῶν κατ' ἐκείνην τήν ὥραν, οὕτως καί προσαναφέρεται τῷ Δεσπότῃ» (Μ 89, 833).
[9] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Μὴ ὅτι ἄρτος ἐστὶν ἴδῃς͵ μηδ΄ ὅτι οἶνός ἐστι νομίσῃς· οὐ γὰρ ὡς αἱ λοιπαὶ βρώσεις εἰς ἀφεδρῶνα χωρεῖ· ἄπαγε μὴ τοῦτο νόει· ἀλλὰ ὥσπερ κηρὸς πυρὶ προσομιλήσας οὐδὲν ἀπουσιάζει͵ οὐδὲν περισσεύει· οὕτω καὶ ὧδε νόμιζε συναναλίσκεσθαι τὰ μυστήρια τῇ τοῦ σώματος οὐσίᾳ. Διὸ καὶ προσερχόμενοι͵ μὴ ὡς ἐξ ἀνθρώπου νομίσητε μεταλαμβάνειν τοῦ Θείου σώματος͵ ἀλλ΄ ὡς ἐξ αὐτῶν τῶν Σεραφὶμ τῇ λαβίδι τοῦ πυρὸς͵ ἥνπερ Ἡσαΐας εἶδε͵ τοῦ Θείου σώματος μεταλαμβάνειν νομίζετε͵ καὶ ὡς τῆς θείας καὶ ἀχράντου πλευρᾶς ἐφαπτόμενοι τοῖς χείλεσιν͵ οὕτω τοῦ σωτηρίου αἵματος μεταλάβωμεν». (Work #027 49.345.41)
[10] Καλλίστου καί Ἰγνατίου Ξανθοπούλων, Φιλοκαλία, τόμ.Δ, σελ. 216-217, η.
[11] Πέτρου Δαμασκηνοῦ, Φιλοκαλία, τόμ. Γ, σελ. 94,10-29.
[12] Ἁγ.Ἰωάν. Χρυσσστόμου, Ὅτε ἦλθεν ἀπό τῆς ἐξορίας, ΕΠΕ 33,412.
[13] Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου: Ἀόρατος Πόλεμος, ἐκδόσεις Φῶς, Ἀθήνα 1957, σελ. 203-204.
[14] Ὁσίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, Φιλοκαλία, τόμ. Α΄, ἐκδόσεις «Ἀστήρ», Ἀθῆναι 1957, σελ. 128 -129.
[15] Ἀββᾶ Ἰσαάκ, Ἀσκητικά, σελ. 126.
[16] Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, ΕΠΕ 36, 88.
[17] Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Εἰς τήν Γένεσιν, ΜΑ, ΕΠΕ 3, 678-680.
[18] Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Εἰς τήν Γένεσιν, ΚΣΤ', ΕΠΕ 3, 128-130.
[20] Οἱ ἅγιοί μας δέν εἶχαν χρόνο γιά τίποτε ἄλλο· ὅπως καί οἱ ἅγιοι ἄγγελοι δόξαζαν καί συνεχίζουν «ἐς ἀεί» νά δοξάζουν, νά εὐλογοῦν καί νά εὐχαριστοῦν. Νά λατρεύουν τόν Τριαδικό Θεό.
[21] Josef A. Jungmann: La Liturgie des premiers siecles, p. 27. Στό: Μητρ. Νικοδήμου: Συναγμένοι στήν Εὐχαριστία, σελ. 48.
[22] Διαταγαί τῶν Ἀποστόλων διά Κλήμεντος Β', Β.Ε.Π., τ. 2, σ. 55. Στό: Μητρ. Νικοδήμου: Συναγμένοι στήν Εὐχαριστία, σελ. 49.
[23] «Ἡ ὁμολογία πού γίνεται ἀπό ὅλο τό λαό στό τέλος τῆς μυστικῆς ἱερουργίας μέ τό: ‘’Εἷς Ἅγιος’’ καί τά λοιπά, φανερώνει τήν πάνω ἀπό κάθε λογική καί κάθε νοῦ μυστική συνάθροιση καί ἕνωση πρός τό Ἕνα τῆς θείας ἁπλότητος, ἐκείνων πού μέ τρόπο σοφό καί μυστικό ἔχουν τελειωθεῖ κατά Θεόν. Ἕνωση ἡ ὁποία θά γίνει στήν ἄφθαρτη αἰωνιότητα τῶν νοητῶν. Στήν αἰωνιότητα αὐτή, ἀντικρύζοντας τό φῶς τῆς ἀόρατης καί ἀνείπωτης δόξας, οἱ τελειωθέντες γίνονται δεκτικοί, ὅπως οἱ οὐράνιες δυνάμεις, τῆς θείας καθαρότητος» (Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, Μυσταγωγία, σελ. 208).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου