Τού Papyrus 52
Επειδή τα στοιχεία που φέραμε στο φως στο πρώτο άρθρο μας για το "Πίστευε και μη Ερεύνα" θορύβησαν ορισμένους αντιχριστιανούς που με παρερμηνείες προσπαθούν να κατηγορήσουν την Εκκλησία ως δήθεν "σκοταδιστική" και τους χάλασαν τη "συνταγή", καταβλήθηκε προσπάθεια από κάποιο αντιχριστιανικό μπλογκ να αλλοιωθούν τα λόγια του πρώτου μας άρθρου, και να δοθούν δήθεν περισσότερα στοιχεία. Υποτίθεται ότι αυτά τα στοιχεία και η αλλοίωση τών λόγων μας επιβεβαίωναν το αντιχριστιανικό δόγμα ότι η Εκκλησία εισήγαγε το "Πίστευε και μη Ερεύνα", και ότι πιστεύει σε αυτό. Κι εμείς λοιπόν με τη σειρά μας, στο δεύτερο αυτό άρθρο θα αποδείξουμε πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι το αντιχριστιανικό δόγμα: "πίστευε και μη ερεύνα", υπήρχε ΗΔΗ στην αρχαία Ελλάδα, και διδασκόταν από επιφανείς αρχαίους Έλληνες Σοφούς!
Εισαγωγή
Με αφορμή ένα άρθρο που αναρτήθηκε πρόσφατα σε κάποιο blog, θεωρήσαμε χρήσιμο να επανέλθουμε για μία ακόμη φορά σε αυτό το ζήτημα φιλολογικής ταλαιπωρίας, το οποίο όπως θα δούμε δεν είναι παρά ένα ανούσιο παιχνίδι με τις λέξεις, ένα ιδεολογικό πυροτέχνημα για επιφανειακές συζητήσεις.
Χωρίς να έχουμε κάνει κάποια λεπτομερή έρευνα, το ρητό αυτό, κατά γράμμα, έχει προκύψει τουλάχιστον εδώ και ενάμιση αιώνα, καθώς εμείς το βρήκαμε συχνά σε κείμενα που χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Μπορεί φυσικά να είναι και παλαιότερο, αν και ο Χρήστος Γιανναράς θεωρεί ότι είναι «ένα σύνθημα άγνωστης προέλευσης»[1].
Στα τελευταία χρόνια, κυκλοφορούσε συνήθως ως ένα ρητό που υποτίθεται υπήρχε αυτούσιο μέσα στην Αγία Γραφή με την έννοια της ανεξέταστης αποδοχής διαφόρων θρησκευτικών προτάσεων.
Έγραφε σχετικά ο καθηγητής Νικ. Ματσούκας:
«Παρ’ ημίν σε θέματα θεολογικά ή εκκλησιαστικά υπάρχει ασυλία και ο κάθε διανοούμενος μπορεί να λέει ό,τι θέλει χωρίς ντροπή -όπως ότι στην Αγία Γραφή βρίσκεται το πίστευε και μη ερεύνα!»[2].
Με τον καιρό έγινε κατανοητό ότι τελικά δεν υπήρχε στην Αγία Γραφή, οπότε το αντιχριστιανικό αυτό ευφυολόγημα έμεινε για λίγο στα αζήτητα.
Βεβαίως, όσοι θεολόγοι απαντούσαν ότι τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει στις Γραφές, δεν εννοούσαν μόνο ότι δεν υπάρχει αυτούσιο, αλλά επιχειρηματολογούσαν ταυτόχρονα ότι δεν έχει και καμία σχέση με την Εκκλησιαστική Πίστη.
Ο παραδοσιακός Παν. Τρεμπέλας έγραφε:
«Η πίστις, η εκζητουμένη υπό της θεολογίας ούτε εκτυφλωτική είναι, ούτε ταυτίζεται προς την ευπιστίαν. Το […]‘’πίστευε και μη ερεύνα’’ δεν είναι αξίωμα ευαγγελικόν […] Η υπό της θεολογίας εκζητουμένη πίστις δεν ταυτίζεται προς την ευπιστίαν […] το λογικόν δεν αποτυφλούται ουδέ καταδουλούται υπό της πίστεως» [3].
Το ίδιο και ο δογματολόγος Ν. Ματσούκας:
«Aτυχώς […] επιστήμονες ή περί τα πράγματα της πίστης ασχολούμενοι, εξαιτίας ελαττωματικής και ατροφικής γνώσης των χριστιανικών αληθειών, νομίζουν ότι πίστη σημαίνει μια αδύναμη αφέλεια ή ότι η Αγία Γραφή διδάσκει το πίστευε και μη ερεύνα» [4].
Θα ζητήσουμε σε αυτό το σημείο από τους αναγνώστες λίγη υπομονή πριν παρουσιάσουμε τη θέση της Βιβλικής και ταυτόχρονα Πατερικής θεολογίας για το ζήτημα του «Πίστευε και μη ερεύνα» διότι προέχουν μερικές απαντήσεις για το ζήτημα της προ-χριστιανικής εμφάνισής του.
Το «Πίστευε και μη ερεύνα» της προχριστιανικής εποχής: Ξενοφώντας, Σωκράτης, Πλάτωνας, Ερμητικά κείμενα, Αρριανός, Ιουλιανός, Πρόκλος
Στη σημερινή εποχή της ψηφιακής αναζήτησης (η οποία δίνει τη δυνατότητα να μετατρέπονται σε «ερευνητές» και άνθρωποι που ουδέποτε σε άλλη περίπτωση θα κάθονταν να ανοίξουν βιβλία για να μελετήσουν το οτιδήποτε), βρήκαν, λέει, μία φράση που τους μοιάζει εξωτερικά πολύ με το «Πίστευε και μη ερεύνα». Η φράση αυτή ανήκει στον Θεόδοτο επίσκοπο Αγκύρας, και βρίσκεται σε μια ομιλία του η οποία διαβάστηκε κατά τη διάρκεια των εργασιών της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου (η οποία έγινε στην Έφεσο το έτος 431 και διήρκεσε περίπου 40 ημέρες).
Η φράση αυτή είναι:
Πράγματι, είναι μια φράση που μοιάζει πολύ, αλλά θέλει μεγάλη προσπάθεια να καταλάβει κάποιος τη σημασία αυτού του ευρήματος το οποίο με …θριαμβολογικό τόνο παρουσιάζουν κάποια blogs με μια γαρνιτούρα από σοβαρή αμάθεια, καθώς ονομάζουν την ομιλία του Θεόδοτου …«θεόπνευστη»! Φαίνεται πως κάπου «πήρε το αυτί τους» για το κύρος των Οικουμενικών Συνόδων, είδαν ότι η ομιλία διαβάστηκε στις εργασίες της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, οπότε μπέρδεψαν στο μυαλό τους την όλη κατάσταση και ονόμασαν την ομιλία θεόπνευστη. Δεν γνωρίζουν ασφαλώς ότι για την Εκκλησία, η θεοπνευστία που σχετίζεται με τις Συνόδους, δεν βρίσκεται σε κάθε εισήγηση, ομιλία ή επιστολή μεμονωμένου Θεολόγου ή Πατέρα, αλλά στις τελικές αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων (οι οποίες μάλιστα, για να είναι έγκυρες, πρέπει να γίνουν πρώτα γνωστές και αποδεκτές από το σύνολο του Εκκλησιαστικού Σώματος, λαού και κλήρου, διαδικασία που ολοκληρώνεται με σχετικές επιστολές προς όλες τις εκκλησιαστικές περιφέρειες).
Δηλ. αυτή η παράθεση μιας φράσης του Θεόδοτου, δεν θα μπορούσε να αποδείξει απολύτως τίποτε.
Όμως για να μην μπερδευόμαστε αυτή τη στιγμή, θα δούμε παρακάτω με λεπτομέρεια τι ακριβώς σημαίνει η φράση αυτή του Θεοδότου Αγκύρας όπως και άλλες παρόμοιες που έχουν διατυπώσει Πατέρες της Εκκλησίας.
Ένα επιχείρημα πάντως που έχει χρησιμοποιηθεί για ανάλογα ζητήματα είναι το εξής:
«Είναι δύσκολο να καταλάβεις την έννοια του θεού και αδύνατο να τη διατυπώσεις... δεν είναι δυνατό να καταλάβεις με κάτι ατελές το τέλειο... τα σώματα μπορούμε να τα δούμε με τα μάτια μας και με τη γλώσσα μας μπορούμε να μιλήσουμε για όσα φαίνονται δεν μπορεί όμως να γίνει κατανοητό από τις αισθήσεις μας ό,τι είναι ασώματο, ό,τι δε φαίνεται, ό,τι δεν έχει σχήμα και ό,τι δεν έχει υλική υπόσταση... ό,τι είναι αδύνατο να καθορίσεις, αυτό είναι ο θεός».
Είναι σα να τους βλέπουμε μπροστά μας τους επίδοξους (παρ)ερμηνευτές της Ορθοδοξίας, να ψάχνουν να βρουν ποιος Πατέρας της Εκκλησίας είπε τα λόγια αυτά.
Μην κουράζονται όμως…
Διότι το παράθεμα είναι παρμένο από τη συλλογή κειμένων που κυκλοφόρησε κάτω από το όνομα του Ερμή Τρισμεγίστου, και αποτελεί μια επεξηγηματική εκδοχή του «Πίστευε και μη Ερεύνα», ειδωλολατρικής προέλευσης, μόνο που διατυπώνεται με την προειδοποίηση «καταλαβέσθαι ου δυνατόν»[6]!
Μάλιστα, τα Ερμητικά επιχειρήματα μας θυμίζουν πολύ την διατύπωση που έκανε μόλις τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο πολύ γνωστός αρχαίος ιστορικός, ο Αρριανός (περ. 95-175 μ.Χ.). Ο οποίος εκτός από ιστορικός, ήταν και εκδότης μιας σειράς διαλέξεων του Επίκτητου (από την εποχή που ο Αρριανός ήταν μαθητής του φιλοσόφου)[7], και παρ’ όλ’ αυτά διατύπωσε το «Πίστευε και μη Ερεύνα», μια έννοια που μέχρι τώρα κάποιοι είχαν την εντύπωση ότι αφορά τη χριστιανική γραμματεία:
«Πλην γε δη ότι ουκ ακριβή εξεταστήν χρη είναι των υπέρ του θείου εκ παλαιού μεμυθευμένων. Τα γαρ τοι κατά το εικός ξυντιθέντι ου πιστά, επειδάν το θείον τις προσθή τω λόγω, ου πάντη άπιστα φαίνεται».
που σημαίνει:
«Δεν πρέπει κανείς να λεπτολογεί σχετικά με όσα από τα παλιά χρόνια διέσωσαν οι μύθοι για τους θεούς. Γιατί, αυτά που για όποιον επιχειρήσει να τα ερμηνεύσει με τη λογική φαίνονται απίστευτα, αν προσθέσει στη λογική το θεϊκό στοιχείο, δε φαίνονται εντελώς απίστευτα» [8].
Και μάλλον, η διατύπωση του Αρριανού μας φέρνει στο νου μια ακόμη παλαιότερη επίκληση του περιεχομένου της περίφημης ρήσης, την οποία σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, έκανε ο περίφημος φιλόσοφος Σωκράτης τον 5ο αιώνα π.Χ.!
Διαβάζουμε σε ένα εξαιρετικά διδακτικό εδάφιο του Στοβαίου για τις απαρχές του «Πίστευε και μη Ερεύνα»:
«Ότι μεν γαρ τα θεία υπέρ ημάς, παντί δήλον· απόχρη δε το κρείττον της δυνάμεως αυτούς σέβειν. Οίοι δ' εισίν, ούτε ευρείν ράδιον ούτε ζητείν θεμιτόν· ουδέ γαρ δεσποτών φύσιν η πράξιν δούλους δεί ειδέναι, οίς ουδέν πλέον υπηρεσίας προσήκει. Πότε γαρ, ω Αισχίνη, Σωκράτους ακήκοέ τις ουρανίων πέρι λέγοντος η γραμμάς εις επανόρθωσιν παραινούντος μανθάνειν;».
Δηλαδή:
«Είναι φανερό στον καθένα ότι τα θεϊκά πράγματα είναι πάνω από τις δυνατότητες μας· είναι ικανοποιητικό να σέβονται όλοι ό,τι είναι πάνω από τη δύναμη τους. Τι είναι οι θεοί, αυτό ούτε είναι εύκολο να το βρει κάποιος ούτε είναι θεμιτό να το αναζητεί· διότι τη φύση ή τις ενέργειες των κυρίων τους δεν πρέπει να τις ξέρουν οι δούλοι, που δεν έχουν άλλο καθήκον από το να τους υπηρετούν. Διότι πότε, Αισχίνη, έχει ακούσει κάποιος το Σωκράτη να μιλά για τα ουράνια ή να συμβουλεύει να μαθαίνουμε για διόρθωση των γραμμών;»[9].
Άλλωστε η τοποθέτηση του Ξενοφώντα δεν απέχει πολύ από τα όσα αντιλαμβάνονται και σύγχρονοι μελετητές για το μέτρο της ευσέβειας στην Κλασική Ελλάδα:
«Για άλλους λόγους πάλι, η κοινή γνώμη της Αθήνας δε δέχεται με επιείκεια τα επιστημονικά πειράματα. Οι αστρονόμοι και οι επιστήμονες εμφανίζονται εύκολα ως βλάσφημοι, αφού, σε αυτή την περίπτωση, η βλασφημία συνίσταται στην αποϊεροποίηση του ουρανού και των άστρων, τα οποία λατρεύονται σαν θεότητες. Ο Πρωταγόρας εξορίστηκε, ο Αναξαγόρας οδηγήθηκε στη φυλακή και δεν αποφυλακίστηκε παρά με τη βοήθεια του ίδιου του Περικλή, αλλά έφυγε από την Αθήνα, η οποία δεν ήταν ασφαλώς η πρωτεύουσα της ελευθερίας της σκέψης. Ακόμη και ο Σωκράτης πιστεύει ότι δεν είναι και τόσο χρήσιμο να ερευνά κανείς την τροχιά των άστρων, τις κινήσεις των πλανητών και τα αίτια τους»[10].
Τα ίδια, φυσικά, διαπιστώνει και ο καθηγητής Dodds:
«Στο τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα π.Χ.» συναντάμε «διωγμούς των διανοούμενων για λόγους θρησκευτικούς» καθώς «η έλλειψη πίστης στο υπερφυσικό και η διδασκαλία της αστρονομίας αποτελούσαν αξιόποινα αδικήματα»[11].
Και ο Ξενοφώντας, ιδιαίτερα ενοχλημένος από τις συκοφαντίες κατά του Σωκράτη, σημειώνει στα «απομνημονεύματα» του:
«Κανείς ποτέ δεν είδε τον Σωκράτη να κάνει ούτε τον άκουσε να λέει τίποτε ασεβές ή ανόσιο. Γιατί δεν συζητούσε για τη φύση του σύμπαντος, όπως έκαναν οι περισσότεροι από τους άλλους φιλοσόφους, εξετάζοντας πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, όπως τον αποκαλούν οι σοφιστές, και από ποιους φυσικούς νόμους διέπεται το κάθε ουράνιο σώμα, αλλά και όσους ασχολούνταν με τέτοια πράγματα τους αποδείκνυε ανόητους [...] Γι' αυτούς τους ανθρώπους ο Σωκράτης σκεφτόταν και τα ακόλουθα· [...] αυτοί που ερευνούν τα θεία νομίζουν πως, αφού μάθουν σε ποιους φυσικούς νόμους τούτα υπόκεινται, θα δημιουργούν, όταν θέλουν, ανέμους και βροχές και τις εποχές του έτους και ό,τι άλλο από αυτά χρειάζονται· ή δεν ελπίζουν τίποτα από αυτά, αλλά είναι αρκετό γι' αυτούς να μάθουν με ποιο τρόπο γίνεται το καθένα. Γι' αυτούς λοιπόν που ασχολούνταν με τα πράγματα τούτα, αυτά έλεγε. Ο ίδιος όμως μιλούσε πάντα για τα ανθρώπινα...»[12].
Όπως καταλαβαίνουμε, αν και δεν είμαστε βέβαιοι από πότε ξεκίνησε, είδαμε πάντως ότι το «Πίστευε και μη Ερεύνα» είναι σίγουρα αιώνες παλαιότερο του Χριστιανισμού.
Μα νόμισαν κάποιοι bloggers ότι επειδή έμαθαν να γράφουν δύο όρους-κλειδιά σε μια μηχανή αναζήτησης, και επειδή πήραν το ύφος του μεγάλου διδασκάλου και πολύ έπαρση, θα έμεναν αναπάντητες οι φλυαρίες τους;
Διότι για φλυαρίες πρόκειται, όταν το «Πίστευε και μη Ερεύνα» βλέπουμε πράγματι να χρησιμοποιείται στον αρχαίο μας πολιτισμό, τον οποίο τόσο συχνά μας φέρνουν διάφοροι ως παράδειγμα προόδου σε αντιδιαστολή όμως με τον Χριστιανισμό. Και οι bloggers αυτοί, αν και αυτοονομάζονται «ερευνητές ανακριβειών», εντούτοις έχουν βαθιά άγνοια για το γεγονός ότι το ρητό εμφανίζεται κατ’ επανάληψιν σε κείμενα της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.
Και φυσικά, ούτε και οι ισχυρισμοί περί του εδαφίου από τον ‘Τίμαιο’ [40d] θα μείνουν ανεξέταστοι, και μόνο αφού κλείσουν τα ζητήματα αυτά θα προχωρήσουμε στην ανάλυση της Βιβλικής και ταυτόχρονα Πατερικής θέσης σχετικά με την πίστη, και κατά πόσο αυτή επιτυγχάνεται με ανεξέταστη αποδοχή διαφόρων θρησκευτικών προτάσεων («Πίστευε και μη Ερεύνα») ή κατορθώνεται με έρευνα, και ποιου είδους έρευνα είναι αυτή.
Στο ζήτημα λοιπόν του «Πίστευε και μη Ερεύνα», εμπλέκεται και ένα πλατωνικό εδάφιο από τον ‘’Τίμαιο’’, το 40d, που σε μετάφραση λέει τα εξής:
«Όσο για τις άλλες θεότητες, η γνώση και η εξιστόρηση της γέννησής τους ξεπερνά τις δυνάμεις μας. Πρέπει να εμπιστευτούμε όσους μίλησαν γι’ αυτά τα πράγματα στο παρελθόν, αφού, ως απόγονοι οι ίδιοι των θεών όπως ισχυρίστηκαν ότι είναι, γνώριζαν καλά τους προγόνους τους. Είναι αδύνατον να αμφισβητήσει κανείς τα λεγόμενα των παιδιών των θεών, ακόμα κι όταν μιλούν χωρίς εύλογες και αναγκαίες αποδείξεις».
Στο προηγούμενο άρθρο της ΟΟΔΕ για το θέμα αυτό, είχε γραφτεί ότι η φράση με τα έντονα κόκκινα γράμματα δεν είναι παρά μία διαφορετική διατύπωση του «Πίστευε και μη Ερεύνα» (αν και είχε επισημανθεί στο ίδιο άρθρο, ότι ίσως να μην είναι ο Πλάτωνας ο πρώτος που τη χρησιμοποίησε, αλλά απλά την επανέλαβε).
Η απαντητική τοποθέτηση των «ερευνητών»-bloggers, ήταν η επίκληση του ερμηνευτικού σχολίου του καθ. Βασίλη Κάλφα ο οποίος θεωρεί ότι η φράση αυτή του Πλάτωνα έχει ειρωνική χροιά, και άρα, δεν πρέπει να κατανοηθεί κυριολεκτικά.
Βεβαίως, η πρόταση αυτή δεν είναι και η μοναδική που έχει υπάρξει. Προφανώς είναι μια αποδεκτή ερμηνεία, όχι όμως και η μοναδική. Ένας παλαιότερος μεν, αλλά αξιόλογος μελετητής, ο πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός Ιωάννης Καλιτσουνάκις, έγραφε:
«Η καρδία είχε νικήσει και παρ' αυτώ τας τυχόν αμφιβολίας του πνεύματος του, εν δε τω ‘’Τιμαίω’’ (40, d) αναγνωρίζει την παραδεδομένην ομηρικήν και ησιόδειον γένεσιν και σειράν αυτών ‘’καίπερ άνευ τε εικότων και αναγκαίων αποδείξεων’’ λεγομένων»[13].
Βεβαίως, αυτό που βαραίνει ακόμη περισσότερο, είναι ότι η ερμηνευτική πρόταση του Ιω. Καλιτσουνάκη (ο οποίος δεν βλέπει ειρωνεία στο εδάφιο) είναι απολύτως δυνατή στην φιλοσοφική σκέψη σχολιαστών της ύστερης αρχαιότητας. Είναι εντυπωσιακό ότι ο αυτοκράτορας Ιουλιανός δε βρίσκει καμία ειρωνική χροιά στο απόσπασμα, και μάλιστα επιχειρηματολογεί σχετικά:
«Αλλά άκου τι λέει ο Πλάτωνας· «Το δέος, Πρώταρχε, για τα ονόματα των θεών δεν είναι ανθρώπινο [...] [...] Αυτά λέγονται στον ‘’Φίληβο’’ και παρόμοια στον ‘’Τίμαιο’’· πρέπει άπλα και χωρίς αποδείξεις να πιστεύουμε όσα λένε οι ποιητές για τους θεούς. Τα κείμενα αυτά στα παρέθεσα για να μην παρερμηνεύσεις την πλατωνική διδασκαλία, όπως πολλοί Πλατωνικοί, από το γεγονός ότι ο Σωκράτης έχει στη φύση του την ειρωνία. Στο κείμενο αυτό άλλωστε δεν πρόκειται για το Σωκράτη αλλά είναι ο Τίμαιος που τα λέει αυτά και μόνο ειρωνικός δεν είναι»[14].
Η μαρτυρία αυτή του Ιουλιανού είναι σημαντική για δύο λόγους:
α) Γνωρίζουμε με βεβαιότητα όχι μόνο την αγάπη του Ιουλιανού για τον Πλάτωνα, αλλά και την ευρύτητα της παιδείας του αυτοκράτορα. Τίποτα δεν αποκλείει ο Ιουλιανός να διδάχθηκε, να άκουσε ή να διάβασε αυτή την ερμηνεία στο εδάφιο του Τίμαιου. Σε κάθε περίπτωση όμως, ήταν μια ερμηνεία που θεώρησε την γραφή του Πλάτωνα κυριολεκτική και καθόλου ειρωνική, ερμηνεία που μπορούσε να σταθεί στη φιλοσοφική σκέψη της εποχής.
β) Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ένας νεο-πλατωνικός και φανατικός αντιχριστιανός όπως ο Ιουλιανός δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα να αποδεχτεί το «Πίστευε και μη ερεύνα»!
Αλλά δεν θα μείνουμε εδώ, καθώς και ο μεταγενέστερος Πρόκλος (412-485 μ.Χ.), κανέναν ενδοιασμό δεν έχει για μία κυριολεκτική ερμηνεία του πλατωνικού αποσπάσματος. Ας δούμε πως το ερμηνεύει στο «Υπόμνημα του στον Τίμαιο», αυτός ο σημαντικός νεοπλατωνικός, Αθηναίος και μάλιστα επικεφαλής της Ακαδημίας[15].
«Αυτός που γνωρίζει τα πράγματα με μια απλή νόηση, ακόμα και στα ζητήματα που φαίνονται δυσδιάκριτα και δυσεπίλητα, βρίσκει τον δρόμο της λύσης ανατρέχοντας στη θεϊκή γνώση και στη θεόπνευστη νόηση, μέσω της οποίας όλα γίνονται φανερά και γνωστά· γιατί όλα υπάρχουν μέσα στους θεούς και αυτό που έχει συμπεριλάβει από πριν τα πάντα μπορεί να συμπληρώσει και τα άλλα με τη γνώση του. Αυτό, λοιπόν, έχει κάνει εδώ και ο Τίμαιος (σελ. 507) [...] Οι ψυχές αυτού του είδους επιστρέφουν στους προγόνους τους και γεμίζουν με θεόπνευστη νόηση από εκείνους· η γνώση τους είναι θεόπνευστη, συνδέεται με τον θεό μέσω του θεϊκού φωτός και βρίσκεται υπεράνω κάθε άλλης γνώσης που επιτυγχάνεται είτε μέσω πιθανών επιχειρημάτων είτε μέσω αποδείξεων· γιατί η γνώση που προέρχεται από τα πιθανά επιχειρήματα ασχολείται (σελ. 508) με τη φύση και με τις γενικές αρχές που υπάρχουν μέσα στα άτομα· η γνώση που προέρχεται από τις αποδείξεις ασχολείται με την ασώματη ουσία και με τα αντικείμενα της επιστήμης· μόνο η θεόπνευστη γνώση ενώνεται με τους ίδιους τους θεούς (σελ. 509)»[16].
Άρα, οι φίλοι bloggers μπορούν πλέον να δουν ότι η άνευ ειρωνικής χροιάς αποδοχή του πλατωνικού εδαφίου είναι ένα ιστορικό και φιλολογικό γεγονός που μπορεί να συζητηθεί ή να σχολιαστεί, όμως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Παρενθετικά, θα θυμίσουμε ότι το έχουμε ξαναπεί πως θα πρέπει να μάθουν να είναι προσεκτικοί όταν διατυπώνουν πομπώδεις τίτλους χωρίς να έχουν κοπιάσει στην έρευνα για να βρουν και άλλες πλευρές ενός ζητήματος. Θα θέλαμε λοιπόν να δούμε αν θα δείξουν το σχετικό θάρρος και να παραδεχτούν το λάθος τους για τα όσα υβριστικά έγραψαν.
Παίρνοντας όμως αφορμή από την ερμηνεία του Πρόκλου, θα κάνουμε μια εισαγωγή στο κεφάλαιο που θα ακολουθήσει.
Θα πούμε λοιπόν ότι η Θέωση ως δυνατότητα πλησιάσματος και γνώσης στα του Θεού πέρα από την φυσική επιστήμη, είναι μια σαφής θέση των Πατέρων της Εκκλησίας. Βεβαίως η Θέωση δεν συνδέεται με κάποιο άσκοπο κυνήγι της γνώσης, αλλά κατακτιέται ως προϊόν της αγάπης για τον Θεό και έχει σωτηριολογικό σκοπό, και κάθε θεία γνώση μεταδίδεται από τους θεούμενους στους άλλους ανθρώπους.
Όπως είδαμε, καθόλου δεν εμποδίζεται ο Πρόκλος να υιοθετήσει μια, ας πούμε, «παρόμοια» με τους Πατέρες θέση. Ο Πρόκλος δεν βλέπει καθόλου ειρωνικά το εδάφιο του Πλάτωνα, ούτε είναι διατεθειμένος βέβαια να παραδεχτεί ότι υπάρχει περίπτωση να αποδεχτεί κάτι χωρίς καμία έρευνα. Ακριβώς, και οι Πατέρες της Εκκλησίας απορρίπτουν εντελώς το ζήτημα της αποδοχής κάποιων ανεξέταστων καταστάσεων. Δέχονται απόλυτα την έρευνα, μόνο που η μέθοδος της έρευνας αυτής -όταν ο άνθρωπος φτάσει στα όρια της φυσικής επιστήμης- είναι πλέον μιας άλλης τάξης, είναι μια έρευνα που κατακτιέται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο και λέγεται Θέωση.
Είναι μια μέθοδος έρευνας που, τηρουμένων των αναλογιών, αποδέχεται απόλυτα ο Πρόκλος που επί της ουσίας συμφωνεί πως ο Πλάτωνας πράγματι μιλάει για αποδοχή δεδομένων χωρίς αποδείξεις προερχόμενες από την φυσική επιστήμη. Προσθέτει όμως ο Πρόκλος την ερμηνεία, ότι δεν θα μείνουν τα πράγματα χωρίς έρευνα, απλά θα υπάρξει κάποιου τύπου «μεταφυσική» έρευνα και πληροφόρηση.
Οπωσδήποτε, η παραπάνω ερμηνεία του Πρόκλου είναι εντυπωσιακά «χριστιανική» και φέρνει στο νου μας μια βασική αιτία εκχριστιανισμού, που ήταν η διά μέσου του νεοπλατωνισμού:
«Στους κύκλους των λογίων ειδωλολατρών επικρατούσε τον τέταρτο αιώνα μια τάση συγκρητισμού και ανοχής όλων των θρησκειών: ‘’δε φτάνει κανείς από ένα μόνο δρόμο σ' ένα τόσο μεγάλο μυστήριο’’. Έτσι, ένας ειδωλολάτρης αξιωματούχος μπορούσε με σχετικά ήσυχη συνείδηση να δεχτεί το τυπικό μέρος της χριστιανικής λατρείας [...] Στη θρησκευτική μεταστροφή των λογίων είχαν συντελέσει δύο κυρίως παράγοντες: το θρησκευτικό κίνημα, που είχε τις ρίζες του στο νεοπλατωνισμό, και η διατήρηση της κλίμακας των κοινωνικών αξιών που αποτελούσαν τη βάση της ελληνορωμαϊκής παιδείας. Η νέα θρησκευτική έμφαση που δόθηκε στο νεοπλατωνισμό όπως και η λατρεία του Ύψιστου Θεού και του Αήττητου Ηλίου, ήταν ένα σύμπτωμα της ριζικής αλλαγής που είχε υποστεί η μη χριστιανική σκέψη τον τρίτο αιώνα»[17].
Αφού λοιπόν διαμέσου Ξενοφώντα και Σωκράτη, Πλάτωνα, Ερμή Τρισμέγιστου, Αρριανού, Ιουλιανού και Πρόκλου, δόθηκε μια σαφής απάντηση ότι το «Πίστευε και μη ερεύνα» υπήρχε κανονικότατα στη μη χριστιανική σκέψη ανά τους αιώνες, προχωρούμε σε μια εξέταση της έννοιας της Εκκλησιαστικής Πίστης.
Η αγεφύρωτη απόσταση ανάμεσα στο «Πίστευε και μη ερεύνα» και στην Εκκλησιαστική Πίστη
Ξεκινώντας την τοποθέτησή μας στο ζήτημα του «Πίστευε και μη ερεύνα» και της σύνδεσής του με την Εκκλησιαστική Πίστη, θα ξεκαθαρίσουμε ότι, κατά την άποψή μας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε φορά που γίνεται χρήση αυτού του ρητού ενάντια στην Ορθόδοξη Πίστη, υπονοείται μια υποταγή σε κάποια αυθεντία με ανεξέταστη αποδοχή αρχών και αξιωμάτων.
Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Να πούμε αρχικά ότι, αν και αποτελεί κάτι το παράδοξο, εντούτοις υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν καταλάβει τι σημαίνει θεϊσμός, από τη μία, και τι σημαίνει από την άλλη Εκκλησιαστική Πίστη στον Τριαδικό Θεό.
Ο Alister McGrath, ένας πανέξυπνος άνθρωπος, μοριακός βιοφυσικός και θρησκειολόγος, παίρνοντας αφορμή από την ανεύθυνη επιχειρηματολογία του Ρ. Ντόκινς (του συγγραφέα του γνωστού βιβλίου «Η περί θεού Αυταπάτη»), γράφει στο βιβλίο του «Η Αυταπάτη του Dawkins»:
«[Οι άθεοι λένε ότι] Πολλοί άνθρωποι, όμως, πιστεύουν στον Θεό. Γιατί; Επειδή θέλουν παρηγοριά. Συνεπώς, [οι άθεοι, ισχυρίζονται πως όσοι πιστεύουν] «προβάλλουν» ή «εξαντικειμενικεύουν» τις επιθυμίες τους κι αυτό το ονομάζουν «Θεό». Άρα αυτός ο μη υπαρκτός «Θεός» είναι απλώς η προβολή της ανθρώπινης επιθυμίας» [18].
Και συνεχίζει ο Alister McGrath απαντώντας ότι το να θέλεις να μην υπάρχει Θεός δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι αυτό είναι και …αλήθεια, και φυσικά το εν λόγω επιχείρημα του Ντόκινς, το οποίο υπονοεί ότι όλες οι κοσμοθεωρίες αποτελούν απαντήσεις σε ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες, θα πρέπει υποχρεωτικά -αν θέλει να παραμένει τίμιο- να συμπεριλάβει και τον …αθεϊσμό[19]!
Εδώ λοιπόν, εκτός από μια θαυμάσια ανατροπή του συγγραφέα στα επιχειρήματα του Ντόκινς, ο οποίος έχει κάνει το σφάλμα να μην λάβει υπόψη του την ψυχολογική ανάγκη κάποιου να είναι άθεος, βλέπουμε και μια σειρά από συνήθη ευφυολογήματα περί θεού αντενδείξεων που έχει αναπτύξει ο αθεϊσμός και ο αγνωστικισμός: ότι είναι ψυχολογική ανάγκη, επιθυμία, αυθυποβολή, ασφάλεια, «αν δεν υπήρχε θάνατος δεν θα υπήρχε Θεός» κ.λπ. κ.λπ.
Ελάχιστοι όμως έχουν παρατηρήσει ότι τα εν λόγω επιχειρήματα, αφορούν μόνο τον θεϊσμό, αλλά όχι την Εκκλησιαστική Πίστη στον Τριαδικό Θεό!
Η Εκκλησιαστική Πίστη δεν είναι θεϊσμός, δηλ. δεν αφορά μια απρόσωπη «ανώτερη δύναμη», για την οποία επιχειρηματολογούμε για την απόδειξη της με όρους φιλοσοφικούς περί «πρώτης αρχής», περί «πρώτου ακινήτου», περί «ενστίκτου που οδηγεί όλους τους λαούς σε κάποιον θεό» κ.λπ. Η περίπτωση του θεϊσμού είναι αυτή που πιθανόν θα απαιτήσει «πίστευε και μη ερεύνα», τουλάχιστο ως προς το είδος του «θεού» στο οποίο θα καταλήξει η κάθε στοχαστική αναζήτηση, η οποία θα απαιτήσει και κάποια αξιώματα στην πορεία της σκέψης της.
Είναι όμως πραγματικότητα, ότι σε όσους επικαλούνται αερολογίες περί ανεξέταστης αποδοχής της Εκκλησιαστικής Πίστης, χρειάζεται μια ενημέρωση η οποία να ξεκινά από το «Α» και να θυμίζει ότι ΟΥΔΕΠΟΤΕ υπήρξε ανεξέταστη αποδοχή από την Εκκλησία, αλλά το αντίθετο, η πίστη στον Τριαδικό Θεό ξεκίνησε από την βασικότερη αρχή που θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει για να καταλήξει σε βεβαιότητες: την εμπειρική γνώση και το βίωμα!
Για ποιον Θεό μας μιλάει η πρώτη εκκλησία; Για τον θεό του ενστίκτου; Για τον θεό της ψυχολογίας; Για τον θεό των επιθυμιών;
Ασφαλώς όχι!
Η πρώτη χριστιανική κοινότητα, η αρχική Εκκλησία μας λέει ξεκάθαρα ότι εμείς «σας γράφουμε για το ζωοποιό Λόγο, που υπήρχε εξαρχής. Εμείς τον έχουμε ακούσει και τον έχουμε δει με τα ίδια μας τα μάτια. Μάλιστα τον είδαμε από κοντά, και τα χέρια μας τον ψηλάφησαν. Όταν η ζωή φανερώθηκε, την είδαμε με τα μάτια μας. Καταθέτουμε, λοιπόν, τη μαρτυρία μας και σας μιλάμε για την αιώνια ζωή που ήταν με τον Πατέρα, φανερώθηκε όμως σ’ εμάς. Αυτό που είδαμε κι ακούσαμε, το αναγγέλλουμε σ’ εσάς, για να συμμετάσχετε κι εσείς μ’ εμάς στην ίδια κοινωνία, που είναι η κοινωνία με τον Πατέρα και με τον Υιό του τον Ιησού Χριστό»[20].
Είναι σαφές λοιπόν ότι όσον αφορά τα θεμέλια αυτής της Εκκλησιαστικής Πίστης, το ρητό «Πίστευε και μη Ερεύνα» παρουσιάζεται ως μια τραγική παρανόηση!
Ακόμη και για εμάς, που δεν ήμασταν μπροστά στο θεμελιώδες γεγονός της πίστης μας που ακούει στο όνομα Ιησούς Χριστός, υπάρχει μήπως κάποια εντολή για ανεξέλεγκτη αποδοχή θεολογικών προτάσεων; Ασφαλώς και όχι. Η πίστη μας δεν έχει καμία σχέση με κάτι τέτοιο αφού:
Εδώ δεν υπάρχει κάποια θεωρία περί ανεξέλεγκτης αποδοχής κάποιων απροσδιόριστων καταστάσεων. Αντιθέτως, βλέπουμε ότι η πρώτη Εκκλησία ονομάζει την πίστη της, ελπίδα σε κάτι υπαρκτό, κάτι που έχει υπόσταση και μπορεί να ελεγχθεί!
Κάποιοι δηλ. μας μιλάνε αφελώς για ένα δήθεν «Πίστευε και μη Ερεύνα» και εμείς το βλέπουμε να συντρίβεται από το αγιογραφικό «έστι δε πίστις Πραγμάτων Έλεγχος»!
Και πως γίνεται αυτός «ο έλεγχος των πραγμάτων που δεν βλέπονται»; Μα και αυτό υπάρχει. Πλήρης μεθοδολογία για αρχαρίους διατυπωμένη από τον Ιησού:
«Εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστε και ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»[22].
Και πάλι λοιπόν, ενώ μας μιλάνε για τα δήθεν «Πίστευε και μη Ερεύνα» εμείς βλέπουμε το ακριβώς αντίθετο, τον τρόπο του «Γνώσεσθε την Αλήθειαν»!
Μας μιλάνε για δήθεν «Πίστευε και μη Ερεύνα» και εμείς βλέπουμε κλήση σε βίωμα, σε «πείραμα», σε συγκεκριμένο δρόμο, συγκεκριμένο τρόπο, με συγκεκριμένα βήματα!
Ας ακολουθήσουν τον δρόμο όσοι αμφισβητούν. Αλλά προσοχή: εδώ δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Η πρόταση για γνώση της αλήθειας ΔΕΝ λέει πουθενά:
- κάνε ότι προσεύχεσαι,
- παρίστανε ότι αγαπάς,
- φόρα απλώς ένα ράσο,
- πήγαινε από έθιμο για εξομολόγηση,
- κάνε υποκριτικούς Σταυρούς,
- λάβε από συνήθεια την Θεία Κοινωνία.
Εδώ δεν χωράνε τεχνάσματα. Ο δρόμος για την Αλήθεια είναι ένας, και περνά απαραίτητα μέσα από το ΑΛΗΘΩΣ και ποτέ από το «υποκριτικώς». Έστω και ένα μικρό βήμα να γίνει, αυτό θα πρέπει να έχει πάντα ως γνώμονα το ΑΛΗΘΩΣ.
Όποιος λοιπόν ακολουθήσει τον δρόμο αυτό, θα φτάσει στο «Γνώσεσθε την Αλήθειαν» και έτσι, ξεκάθαρα απορρίπτει ο Χριστός, οι Πατέρες, η Εκκλησία, κάθε προσπάθεια του οποιουδήποτε να παραχαράξει τη γνήσια διδασκαλία και να μιλήσει για «Πίστευε και μη Ερεύνα».
Άρα, επαναλαμβάνουμε, ας ξεχάσουν κάποιοι τις επιχειρηματολογίες για θεούς της ψυχολογίας, των ενστίκτων, της ανάγκης. Αυτά τα επιχειρήματα δεν αφορούν τα θεμέλια της Εκκλησιαστικής Πίστης.
Βεβαίως, οι Πατέρες της Εκκλησίας συχνά αναφέρθηκαν σε πολλές από τις γνωστές «ενδείξεις περί Θεού» και μάλιστα, ίσως μερικοί δεν έχουν προσέξει ότι τέτοιες ενδείξεις χρησιμοποιούνται ακόμη και στην Αγία Γραφή: «Πας γαρ οίκος κατασκευάζεται υπό τινός, ο δε πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ. 3,4).
Αυτές όμως οι ενδείξεις δεν διαχωρίστηκαν ΠΟΤΕ από το γεγονός Χριστός, με αποτέλεσμα να μην τεθεί ποτέ σε ισχύ κάποιου είδους «πίστευε και μη ερεύνα» και αναζήτησης μέσω στοχασμού.
Αντιθέτως, πάντα προηγείται το βίωμα δίπλα στον Θεάνθρωπο Χριστό ή το βίωμα μίμησης του Θεανθρώπου με όλο το πλάτος και το βάθος της ύπαρξής μας, και κατόπιν ακολουθεί η ενασχόληση με μια σειρά ενδείξεων που καταλήγει φυσικά όχι στον οποιοδήποτε τυχαίο Θεό (όπως λένε κάποιοι αφελώς «όλοι οι Θεοί είναι ίδιοι, όλοι πιστεύουμε στον ίδιο Θεό» κ.λπ.), αλλά σε έναν και μόνο και πολύ συγκεκριμένο Θεό:
Τον Ένα και Τριαδικό Θεό, τον οποίο γνωρίσαμε διαμέσου του Θεανθρώπου Υιού, αυτού που Έπαθε, Σταυρώθηκε και Αναστήθηκε μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης ΙΣΤΟΡΙΑΣ, στη μοναδική φορά που μαρτυρείται ΙΣΤΟΡΙΚΑ στην ανθρωπότητα όχι η γνωστή αναζήτηση του ανθρώπου για τον Θεό, αλλά αντιθέτως, η αναζήτηση του Θεού για τον άνθρωπο, με σκοπό, από Αγάπη να του δείξει τον Δρόμο μιας επ’ άπειρο προόδου προς το «καθ’ ομοίωσιν», επιτυγχάνοντας την πολυπόθητη Σωτηρία, δηλ. την ιδανική κατάσταση της υπάρξεώς του, Σωματικής και Ψυχικής. Η Σωτηρία αυτή, είναι τελικά μια «εν Χριστώ» Σωτηρία, μοναδική και ανεπανάληπτη, χωρίς άλλες όμοιες ή παρόμοιες, ακριβώς όσο μοναδικός και ανεπανάληπτος είναι και ο ίδιος ο Χριστός και η Σωτηρία αυτή επιτυγχάνεται μόνο με μίμηση Χριστού.
Γι’ αυτό ποτέ δεν μπόρεσαν οι Πατέρες να αποδεχτούν οποιαδήποτε άλλη λατρεία, γι’ αυτό υπήρξε και υπάρχει τόση δυσκολία με τις αιρέσεις.
Δεν μπορεί η Εκκλησία ως κοινωνία Ανάστασης να «ξεχάσει» ότι έχει γνωρίσει έναν και συγκεκριμένο Χριστό και Θεό, μέσω της μετοχής των μελών της σε μια συνεχή πορεία χιλιάδων χρόνων που φτάνει μέχρι και το ίδιο το ΙΣΤΟΡΙΚΟ γεγονός «Χριστός» και η οποία περιλαμβάνει άπειρα όμοια εν Χριστώ βιώματα ανθρώπων τα οποία βασίζονται στην κοινή πορεία μίμησης Χριστού.
Δεν μπορεί η Εκκλησία να «ξεχάσει» ότι έχει γνωρίσει έναν και συγκεκριμένο Χριστό και Θεό, μέσω της μετοχής των μελών της σε μια συνεχή πορεία Μυστηριακής ζωής και ακριβών ανατυπώσεων του βιώματος της πρώτης Εκκλησίας, τα οποία συντελούνται μέσα στην άχρονη κιβωτό που ονομάζεται Θεία Λατρεία («άχρονη» σε σημείο να γίνεται λόγος για το ότι ο Χριστός Γεννάται ή Σταυρώνεται ΣΗΜΕΡΑ).
Δεν μπορεί η Εκκλησία να «ξεχάσει» αυτό που είδε και ξέρει, ή να κάνει εύκολες υποχωρήσεις όταν γνωρίζει πως η εν Χριστώ Σωτηρία, στηρίζεται στη μίμηση της ανεπανάληπτης μοναδικότητας του Ιησού Χριστού, όπως αυτή έχει εξαρχής βιωθεί.
Οι Πατερικές προτάσεις για τον τρόπο προσέγγισης των μυστηρίων του Θεού
Αφού είδαμε τα πρώτα στοιχεία, ότι η Βιβλική Παράδοση, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μετάδοση εκείνων των εμπειριών Χριστού της πρώτης κοινότητας που είναι απαραίτητες για να συμμετάσχουμε κι εμείς στην ίδια κοινωνία με τον Θεό[23] (και όχι πλήρης εξιστόρηση ή βιογραφία), ας εξετάσουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια εκείνες τις Πατερικές ρήσεις που κάποιοι θεωρούν ότι ομοιάζουν με το «πίστευε και μη ερεύνα» της αρχαίας ελληνικής ευσέβειας.
Πέρα λοιπόν από τη φράση του Θεοδότου, «πίστευε τω θαύματι και μή ερεύνα λογισμοίς το γενόμενον»[24] έχουμε και άλλες παρόμοιες εκφράσεις από τον Μ. Αθανάσιο («πίστευε εις πατέρα, μη ερευνήσεις δε το πράγμα»[25]), από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο («Πιστεύω εις ένα Θεόν Πατέρα παντοκράτορα. Πιστεύω, ουκ ερευνώ... ου διώκω το ακατάληπτον... ου μετρώ το αμέτρητον»[26]), από τον Εφραίμ τον Σύρο («πίστευε, μη ερευνών... ο Θεός ο Πατήρ έπεμψε τον μονογενή Υιόν... εσαρκώθη εν μήτρα της αγίας Παρθένου»[27]) κ.ά.
Σε μια πίστη που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ζωή, σχέση και βίωμα με όλες τις αισθήσεις, εμπειρία όρασης, αφής και ακοής, «πραγμάτων έλεγχος» και πράξη μίμησης Χριστού, το να μιλάμε για «εντολές» περί μη έρευνας ακούγεται μάλλον αστείο…
Γι’ αυτό είπαμε ότι δεν υπάρχει καμιά απαγορευτική έννοια στις παραπάνω πατερικές ρήσεις, οι οποίες δεν είναι παρά αυτονόητες διευκρινήσεις:
«Όταν η πατερική θεολογία επιμένει και επισημαίνει την αποφατική οδό, λέγοντας ότι ο Θεός είναι ακατάληπτος, δεν αποσκοπεί να προβάλει έναν αγνωστικισμό ή σκοταδισμό ή την ανάγκη μιας αφελούς πίστης χωρίς έρευνα, κατά τη διασκεδαστική ρήση: πίστευε και μη ερεύνα. Απλούστατα, θέλει να μας πει ότι με την απλή παρατήρηση, με την επιστήμη και με τη φιλοσοφία δεν μπορείτε να γνωρίσετε το Θεό»[28].
Ο λόγος ύπαρξης τέτοιων Πατερικών διευκρινήσεων είναι απαραίτητος και απόλυτα λογικός, αν σκεφτούμε ότι η Εκκλησία για αιώνες ήρθε αντιμέτωπη με το γεγονός της αίρεσης, επειδή κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι η φυσική επιστήμη δεν διαθέτει τα εργαλεία να εξετάσει τα του Θεού, πράγματα μιας άλλης φύσης και ουσίας.
Κάθε φορά που οι άνθρωποι αρνούνταν να μελετήσουν τον κάθε χώρο με τις δικές του μεθόδους και προϋποθέσεις, δημιουργούνταν ταραχώδεις αιρέσεις.
Και ενώ, η εκκλησιαστική ιστορία, ιστορία των δογμάτων, η λειτουργική, η υμνογραφία, τα χειρόγραφα της Αγίας Γραφής, η αρχιτεκτονική, η τέχνη, τα Κανονικά και Αγιογραφικά κείμενα και τόσα άλλα, εξετάζονται με τις μεθόδους της φυσικής επιστήμης και γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν τα σχετικά πανεπιστημιακά τμήματα, τα εργαλεία αυτά είναι ανίσχυρα για να μας οδηγήσουν στη γνώση των μυστηρίων του Θεού.
Αν κάποιος με τα εργαλεία αυτά επιχειρήσει να φτάσει στην -κατά το δυνατό για την ανθρώπινη φύση- γνώση του Θεού, τότε αποτυγχάνει με μαθηματική ακρίβεια και αν επιμείνει, τότε δημιουργεί την αίρεση, αφού δεν ακολουθεί την εκκλησιαστική οδό μίμησης του Χριστού, αλλά τον στοχασμό.
Αυτή η λάθος μέθοδος, οδηγεί σε λάθος δρόμο, και τελικά σε λάθος Χριστό, όμως αυτό δεν πρέπει να συμβεί διότι ο Χριστός είναι ο Δρόμος, η Αλήθεια και η Ζωή και κάθε λάθος Χριστός είναι μή Δρόμος, μή Αλήθεια και μή Ζωή. Οι συνέπειες της αίρεσης είναι προφανείς και δεδομένες στην υπόθεση της πορείας μας προς την ιδανικότητα της φύσης μας.
Αν π.χ. ο Νεστοριανισμός στοχάζεται και λέει ότι ο Χριστός μπήκε απλά σε ένα ανθρώπινο κουφάρι για να κατοικήσει, που είναι τελικά η ένωση του Θεού με την ανθρώπινη φύση και κατά συνέπεια η δυνατότητα αφθαρτοποίησής της στην αιωνιότητα; Πού είναι η δυνατότητα μετοχής της στα του Θεού, εφόσον η Σωτηρία περιλαμβάνει και την ιδανική κατάσταση του ανθρώπινου Σώματος;
Οι Πατέρες έχουν γνώση, θέλουν να αποφύγει ο άνθρωπος τους λάθος δρόμους, και γι’ αυτό τον ενημερώνουν. Δεν μένουν όμως εκεί, αλλά δείχνουν και τον δρόμο, τον οποίο αν ακολουθήσουν οι άνθρωποι θα οδηγηθούν στην ορθή έρευνα των ακατάληπτων περί Θεού ζητημάτων.
Γράφει ο Μ. Βασίλειος:
«Και ποιος θα έχη την ικανότητα και την τόλμην να εισχώρηση εις τα άδυτα; Ή ποίος θα ειμπορέση να ίδη τα απόρρητα; Διότι και το να ίδη κανείς αυτά, είναι ακατόρθωτον, και το να ερμηνεύση διά λόγων, όσα διά της διανοίας συλλαβή, εξόχως δύσκολον. Επειδή όμως και μόνον όταν προτιμήσωμεν να πράξωμεν τα πρέποντα, ο δίκαιος κριτής μας επιφυλάσσει όχι ευκαταφρόνητον ανταμοιβήν, ας μη διστάσωμεν να προχωρήσωμεν εις την εξέτασιν […] εάν με την βοήθειαν του Αγίου Πνεύματος δεν απομακρυνθώμεν από το νόημα της Αγίας Γραφής, τότε και ημείς δεν θα κριθώμεν ως τελείως άξιοι απορρίψεως, και εις την Εκκλησίαν του θεού με την βοήθειαν της θείας χάριτος θα παράσχωμεν κάποιαν οικοδομήν και ωφέλειαν»[29].
Ενώ λοιπόν, κατά τον Μ. Βασίλειο, είναι απόρρητα τα μυστήρια του Θεού και απρόσιτος η θέα αυτών, μας προτρέπει να μην διστάζουμε στην έρευνα με την βοήθεια πάντα του Αγίου Πνεύματος, και μάλιστα υπάρχει Θεία δωρεά για την έρευνα αυτή[30]!
Επίσης, ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς μας πληροφορεί πως ο Θεός δεν στερεί από τον άνθρωπο τη «γνώση των μυστηρίων» ή την «κατανόηση των κρυπτών» τα οποία μπορεί να πετύχει όταν ενωθεί με το Θεό (όχι βέβαια με ένωση «κατά την ουσία» αλλά «κατά την ενέργεια»)[31].
Όπως μας εξηγεί και ο Όσιος Θεόδωρος Εδέσσης (7ος αι.) στο έργο του με τίτλο «Θεωρητικό»:
«Ή γνώση είναι κατά φύση και υπέρ φύση [...] Κατά φύση λέμε τη γνώση που αποκτά η ψυχή περί της κτίσεως από την έρευνα και την αναζήτηση, μεταχειριζόμενη τα φυσικά μέσα και τις δυνάμεις [...] Υπερφυσική όμως είναι η γνώση που έρχεται στο νου πέρα από τη φυσική του μέθοδο και δύναμη [...] Αυτή η γνώση δίνεται μόνο από το Θεό, όταν βρει το νου να είναι πολύ καθαρμένος από κάθε υλική προσκόλληση και να κατέχεται από θείο έρωτα»[32].
Τα ίδια σημειώνει και ο όσιος Νικήτας Στηθάτος:
«Εκείνος που ακόμη καλύπτεται από την καταχνιά του γήινου φρονήματος, φωνάζει στο Θεό: ‘’Ξεσκέπασε τα μάτια μου για να δω τα θαυμάσια του νόμου Σου’’. Γιατί η άγνοια του χοϊκού νου... σκεπάζει τα μάτια της ψυχής...[από το] να εννοεί τα θεία... όταν ξεσκεπαστούν τα μάτια της [ψυχής] με τη μετάνοια, η ψυχή τα βλέπει καθαρά, τ' ακούει με γνώση και τα νοεί με σύνεση... και γεννά στην καρδιά της υψηλά νοήματα περί αυτών... αποκτά σαφή γνώση· και με λόγο σοφίας Θεού διηγείται σε όλους τα θαυμάσια αγαθά του Θεού... και παρακινεί όλους να γίνουν μέτοχοι τους»[33].
Γίνεται φανερό λοιπόν ότι καμία απολύτως έρευνα δεν είναι απαγορευμένη. Όμως, θα πρέπει ο άνθρωπος να αποφύγει τον μάταιο κόπο να προσπαθεί να προσεγγίσει το άπειρο των μυστηρίων του Θεού με τον στοχασμό επάνω σε κάποια δεδομένα. Ακόμη και η κοινή λογική θα οδηγούσε κάθε άνθρωπο να μην σπαταλήσει την πολύτιμη ζωή του για να καταμετρήσει με ένα αριθμητήριο το άπειρο και το αμέτρητο.
Άρα, όπως ακριβώς ο Χριστός είπε ότι «εάν υμείς μείνητε εν τω λόγω τω εμώ, αληθώς μαθηταί μου εστε και ΓΝΩΣΕΣΘΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑΝ»[34], έτσι και οι Πατέρες διδάσκουν ότι η Γνώση αυτή είναι αποτέλεσμα μιας αληθινής εν Χριστώ μαθητείας, αποτέλεσμα ενός θείου έρωτα που οδηγεί σε Εκκλησιαστική και Μυστηριακή ζωή και απομάκρυνση του νου, του σώματος και της ψυχής από το υλιστικό φρόνημα (Κάθαρση), και ανοίγει τον δρόμο για την έλευση του Αγίου Πνεύματος (Φωτισμός και τελικά Θέωση). Και τότε μόνο φαίνεται ο ορθός δρόμος για την έρευνα των θείων μυστηρίων.
Ο σπουδαίος δογματολόγος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ο Ιωάννης Δαμασκηνός, ο οποίος μάλιστα σε ένα ιδιαίτερα διδακτικό κείμενο, χρησιμοποιεί ως επίλογο τη φράση «πίστει μόνη απεριέργω δόξαζε»[35], στην πραγματικότητα, εξηγεί αναλυτικά το όλο ζήτημα.
Η Εκκλησιαστική Πίστη δεν είναι ειδωλολατρία. Άρα, τα όρια της ανθρώπινης γλώσσας δεν πρέπει να μας ξεγελάσουν και να μας αφήσουν να ταλαιπωρούμε το νου μας με παράδοξες εικόνες (όπως κάποιες γραφικές αντιτριαδικές αιρέσεις που θεωρούν «επιχείρημα» το να εμφανίζουν ένα σώμα με τρία κεφάλια και να λένε με θριαμβευτική ειρωνεία ότι αυτή είναι η …Αγία Τριάδα!).
Δεν πρέπει λοιπόν ο νους μας να στέκεται σε γνωστές εικόνες, διότι όπως λέει ο άγ. Ιωάννης «πολύ υπέρ πάσαν εικόνα και τύπον η αγία Τριάς»[36] και τελικά, η προσπάθεια του κτιστού ανθρώπου να συλλάβει το Άκτιστο στην ουσία του, θα καταλήξει σε μια σειρά από αδιέξοδες παρομοιώσεις και τίποτε άλλο:
«Πηγήν ζωής νόησον τον Πατέρα, ως ποταμόν γεννώντα τον Υιόν, θάλασσαν το πνεύμα το άγιον· και γαρ η πηγή και ο ποταμός και η θάλασσα μία φύσις εστί. Ρίζαν νόησον τον πατέρα, κλάδον τον Υιόν, καρπόν το Πνεύμα το άγιον [...] Ήλιος ο Πατήρ, ακτίνα έχων τον Υιόν, θερμόν το Πνεύμα το άγιον. μη τόκον ακούων εκ πατρός, σωματικόν τόκον νοήσης· μηδ' ότι Λόγον ακούων, λόγον σωματικόν υπολάβης· μηδέ Πνεύμα Θεού ακούων, άνεμον και αναπνοήν νοήσης»[37].
Βλέπει κανείς τον Ιωάννη Δαμασκηνό να έχει πρόβλημα να χρησιμοποιήσει τα μέσα της φυσικής επιστήμης;
Ασφαλώς όχι.
Τα χρησιμοποιεί ακριβώς για να αποδείξει κάτι: ότι όλες οι παραπάνω προσπάθειες μας μιλούν απλά για ήλιο και ακτίνες, ποταμό και ρυάκια, δένδρο και κλαδιά, όμως τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν είναι η Αγία Τριάδα!
Κι αν καθίσεις 100 χρόνια να σκεφτείς, δεν θα μπορέσεις να κάνεις ούτε ένα βήμα πέρα από τις γνωστές εικόνες του περιβάλλοντος σου. Καμία όμως απ’ αυτές τις εικόνες δεν είναι η Αγία Τριάδα διότι «πολύ υπέρ πάσαν εικόνα και τύπον η αγία Τριάς»[38].
Άρα, προσπαθείς να κατανοήσεις κάτι, για το οποίο οι κτιστές εικόνες που υπάρχουν γύρω σου δεν επαρκούν για να το περιγράψουν. Έτσι, ο Ιωάννης Δαμασκηνός θυμίζει επιπλέον στον άνθρωπο το δύσκολο έως αδύνατο εγχείρημα που επιδιώκει: θέλεις να πας απευθείας στο πιο δυσκολοδιάβατο ερώτημα, «πώς η Τριάς υπάρχει Τριάς;»[39] τη στιγμή που δεν μπορείς να κατανοήσεις ούτε καν τα του εαυτού σου, π.χ. «πώς υπάρχει σου η ψυχή; πού κινείται σου ο νους;»[40].
Άρα, η φράση του Ιωάννη, «πίστει μόνη απεριέργω δόξαζε» όπως και των άλλων Πατέρων (τις οποίες παρερμηνεύουν προσπαθώντας να τις εκμεταλλευτούν οι διάφοροι), δεν αποτελεί καμία απαγόρευση, αλλά είναι ένα απόλυτα συνεπές με την ορθόδοξη Θεολογία περί Κτιστού και Ακτίστου συμπέρασμα, και μια υπενθύμιση ότι ο άνθρωπος με κτιστά εργαλεία, δεν μπορεί να εξετάσει το Άκτιστο.
Και φυσικά ο λάθος δρόμος δεν είναι ανώδυνος, αφού ο κίνδυνος της αίρεσης παραμονεύει κάθε φορά που ο άνθρωπος με εμμονή θα προσπαθήσει να εξηγήσει το Άκτιστο με τα λάθος μέσα, έχοντας πολύ μεγάλη πιθανότητα να κατασταλάξει σε αποτυχημένα συμπεράσματα διότι η ουσία του Ακτίστου «όσω πολυπραγμονείται, επιπλέον κρύπτεται»[41], αφού μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι του μυαλού γεμάτο αδιέξοδα, που θυμίζει δύσκολες διανοητικές ασκήσεις όπως το να προσπαθήσει κάποιος να εξηγήσει σε έναν εκ γενετής τυφλό πώς είναι ακριβώς το κόκκινο χρώμα.
Άρα, οι Πατέρες όχι μόνο δεν απαγορεύουν την έρευνα, όχι μόνο δεν ζητούν την ανεξέταστη αποδοχή, αλλά αντιθέτως, συμβουλεύουν, ενημερώνουν και καθοδηγούν με λεπτομέρεια τον άνθρωπο στον ορθό τρόπο και δρόμο της έρευνας των μυστηρίων του Θεού.
«Πίστευε και μη ερεύνα» και Απόστολος Θωμάς
Κλείνοντας το παρόν άρθρο δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε και σε κάποιες παρερμηνείες που έχει υποστεί το σχετικό με τον Απόστολο Θωμά εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, το οποίο γράφει:
«Και απεκρίθη Θωμάς και είπεν αυτώ· ο Κύριός μου και ο Θεός μου. Λέγει αυτώ ο Ιησούς· ότι εώρακας με και πεπίστευκας· μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. 20,29).
Ας δούμε λοιπόν:
- Συμβαδίζει το εδάφιο με όλο το πνεύμα περί προτροπής σε εμπειρική έρευνα της Κ.Δ. όπως δείξαμε πιο πάνω;
- Στερεί ο Ιησούς από τον Άγιο και Απόστολο Θωμά την μακαριότητα επειδή ζήτησε να ερευνήσει για να πιστέψει;
Μα ασφαλώς και είναι εδάφιο ΥΠΕΡ της έρευνας και δεν καταλαβαίνουμε με ποιον τρόπο μερικοί, παρεξηγώντας το «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» ισχυρίζονται ότι δεν ευνοεί την κατά το δυνατόν έρευνα. Πώς είναι δυνατόν να μην παρατηρούν κάποιοι τα λόγια του Ιησού, το σημαντικότερο δηλαδή τμήμα αυτής της σκηνής με τον Απόστολο Θωμά;
Ποιος είναι εκείνος που λέει τα λόγια «Φέρε τον δάκτυλόν σου ώδε» και «Φέρε την χείρα σου»; Δεν είναι ο ίδιος ο Ιησούς;
Δεν είναι ο ίδιος ο Χριστός που επιτρέπει τις πράξεις αυτές και μάλιστα ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ σε αυτές;
Μπορεί ποτέ να αποτελέσει σύμφωνη με το πνεύμα της Κ.Δ. ερμηνευτική πρόταση, το ότι ο Ιησούς είναι δυνατόν να ΠΡΟΤΡΕΠΕΙ σε πράξεις ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΕΣ μόνο και μόνο επειδή του το ζήτησε κάποιος;
Είναι δυνατόν να προτρέπει ο Χριστός κάποιον σε πράξεις τόσο «ασύμβατες» με τη διδασκαλία Του, μόνο και μόνο για πει μετά στο Θωμά «ξέρεις, εξαιτίας αυτού που ΕΓΩ σε άφησα να κάνεις, σου στερώ τη μακαριότητα, αντί -το πιο λογικό- να σε ενημερώσω ότι δεν επιτρέπεται»;
Επιπλέον όμως, τι λέει ο Θωμάς όταν τελικά βλέπει το Χριστό; Δεν λέει τη φράση «είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου»;
Σύμφωνα όμως με την ίδια την πίστη της αρχέγονης Εκκλησίας όπως εκφράζεται στην Κ.Δ.:
«κανείς δεν μπορεί να πει: ‘’ο Ιησούς είναι ο Κύριος’’, παρά μόνο με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος» (Α΄ Κορ. 12,3).
Και το ξέρουμε αυτό καλά, διότι περίφημη είναι η ρήση του Ιησού πως στην αντίθετη περίπτωση, οι άνθρωποι «ακόμη κι αν αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς, δεν πρόκειται να πεισθούν» (Λουκ. 16,31).
Αλλά και η Πατερική γραμματεία συμβαδίζει με τα παραπάνω:
Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας σημειώνει ότι ο Χριστός είπε το «μακάριοι οι μη ιδόντες» όχι για να αποστερήσει τον Θωμά από τον μακαρισμό, αλλά για να παρηγορήσει και να ενισχύσει εκείνους που δεν θα είναι αυτόπτες[42].
Παρόμοια, ο άγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς γράφει ότι ο Ιησούς με τη φράση αυτή θέλησε να δείξει πως σε τίποτε δεν θα υστερούν οι μελλοντικές γενιές, από εκείνη τη γενιά των αυτοπτών μαρτύρων[43]. Ή μήπως ο απόστολος Θωμάς στερήθηκε τη μακαριότητα, επειδή ερεύνησε τον Κύριο; Δεν είναι ο Θωμάς μεταξύ τών 12 αγίων και μακαρίων Αποστόλων, ΣΥΝΘΡΟΝΟΣ και κατά πάντα ίσος με τους άλλους αποστόλους, που πίστεψαν ΠΡΙΝ ψηλαφίσουν τις πληγές τού Κυρίου; Το ότι είναι "μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες", σε καμία περίπτωση δεν εξαιρεί από τη μακαριότητα τους ιδόντες! Και η ίδια η θέση τού αποστόλου Θωμά στη χορεία τών Αποστόλων, χωρίς να υπολείπεται στο παραμικρό απ' αυτούς, αποτελεί διάψευση τών παρερμηνευτών.
Κατά συνέπεια, από πού προκύπτει η όλη παρερμηνεία, ότι η σκηνή με τον Απόστολο Θωμά δηλώνει απαγόρευση της έρευνας;
Επίλογος
Έγινε φανερό, ότι το «Πίστευε και μη Ερεύνα» με την συνηθισμένη του υποτιμητική χροιά που αναφέρεται στην ανεξέταστη αποδοχή διαφόρων θρησκευτικών προτάσεων, όχι μόνο δεν αφορά σε καμία περίπτωση την Εκκλησιαστική Πίστη, αλλά είναι πλήρως ασύμβατο με αυτή, ήδη από το περιεχόμενο της Κ.Δ.
Αντίθετα, το «Πίστευε και μη Ερεύνα» ως πρόταση περί ανεξέταστης αποδοχής θρησκευτικών προτάσεων (προφανώς για λόγους ευσέβειας), έχει μακρά παράδοση στην μη χριστιανική ελληνική γραμματεία των κλασικών, ελληνιστικών και ύστερης αρχαιότητας χρόνων.
Η Βιβλική και Πατερική γραμματεία, έχει πάντα ως πρόταση αποδοχής της πίστης την εξέταση του ιστορικού μηνύματος της Ενανθρώπισης και των φορέων του, την εξέταση των μνημείων και συμβόλων της εκκλησιαστικής ζωής, την εξέταση της αξιοπιστίας των χαρισματικών φορέων της πίστεως μέσω μιας προσωπικής σχέσης η οποία οδηγεί στην εμπιστοσύνη,[44] αλλά και την οδό της μίμησης Χριστού. ΠΟΤΕ όμως το «Πίστευε και μη Ερεύνα».
Για κάθε ζήτημα που κινείται έξω από τα όρια της φυσικής επιστήμης και αφορά τα μυστήρια του Θεού, η μέθοδος έρευνας είναι η οδός μίμησης Χριστού η οποία οδηγεί στην Κάθαρση, το Φωτισμό, και κατόπιν στη Θέωση, τα τρία επιμέρους βήματα που οδηγούν στη Σωτηριολογική γνώση περί Θεού και με την οποία έγιναν κατανοητά όλα τα Μυστήρια περί την Αγία Τριάδα, όπως η σχέση των Θείων Προσώπων, η Ενανθρώπιση και η ένωση των δύο Φύσεων του Χριστού, η διάκριση Ουσίας και Ενέργειας κ.λπ. [45].
Δυστυχώς, την οδό αυτή της Εκκλησιαστικής γνώσης, οι διαδικτυακοί …«μελετητές» της αρχαίας γραμματείας φαίνεται να την αγνοούν, αν και θα έπρεπε να τους είναι ήδη οικεία και περισσότερο κατανοητή, λόγω των μεταφυσικών προτάσεων περί «θείας έρευνας» που αναπτύχθηκαν στον νεοπλατωνισμό, τον οποίο «υποτίθεται» τόσο καλά γνωρίζουν...
Σημειώσεις:
[1] Γιανναράς Χρήστος, «Αλφαβητάρι της πίστης», 13η έκδ., Δόμος, Αθήνα 2006, σελ. 25.
[2] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Δ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999, σελ. 157, υποσημ. #62.
[3] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Εγκυκλοπαίδεια της θεολογίας - Πανεπιστημιακαί παραδόσεις αναθεωρηθείσαι», έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήναι 2000, σελ. 140-141.
[4] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 154.
[5] Βλ. Θεοδότου επισκόπου Αγκύρας, Ομιλία «εις την γένναν του Σωτήρος», PG 77, 1368D. "Ομολογώ τοιγαρούν τον αυτόν Θεόν και άνθρωπον, Θεόν μεν προ αιώνων, άνθρωπον δε γενόμενον εκ τού τόκου αρξάμενον, ου δύο, αλλ' ένα, ου φραζόμενον ως ένα, διττόν δε επινοούμενον: ουδέ γαρ μάχεσθαι δει τών λόγων την έννοιαν. Ου νοούμεν δύο, ομολογούμεν δε ένα: Το γαρ οικονομίαν και θαύματι συνημμένον ουδέ λόγος διίστησιν ουδέ έννοια. Ει δε τις επινοίαι διαστήσειε το συνημμένον, διαλελυμένον ενόησε και ψευδής η έννοια γίνεται, διαστήσασα <δηλονότι> το συνημμένον αεί. Δει ουν συνομολογούσαν έχειν τών λόγων την έννοιαν. Ένα λέγεις Χριστόν, τον αυτόν Θεόν και άνθρωπον; ουκούν ένα και νόει... μη ουν προς φύσεις διισταμένας καταγάγης τον λογισμόν, Θεού την άκραν θαυματουργήσαντος ένωσιν. Πίστευε τω θαύματι και μη ερεύνα λογισμοίς το γενόμενον. Μη καταλύσης το θαύμα, ευρείν τον λόγον φιλονεικών. ου γαρ μένει το θαύμα ού ο λόγος γνωρίζεται. Ει τού γενομένου γνώριμος ο λόγος, ουκέτι σημείον ουδέ θαύμα το γεγονός. ει δε σημείον και θαύμα, καταλιπών λογισμούς την πίστιν ανάλαβε, ομολογών ένα κύριον Ιησούν Χριστόν και Θεόν και άνθρωπον τον αυτόν ουδέ επινοίαις ουδέ λογισμοίς διιστάμενον, ίνα μη τα ενωθέντα λογισμοίς διαστήσαντες οικονομίαν σωτήριον αρνησώμεθα. Ει γαρ ένωσις Θεού και ανθρώπου δια τής οικονομίας γνωρίζεται, ο την ένωσιν διαστήσας την οικονομίαν ηρνήσατο. πιστεύσωμεν ουν τής οικονομίας τοις θαύμασιν, ίνα πιστευθείς ο Χριστός τοις ομολογούσι ταύτην την χάριν βασιλείαν ουρανών δωρήσηται, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι τού Χριστού, ώ η δόξα εις τους αιώνας. αμήν". Τα λόγια αυτά δεν μιλάνε για αόριστο "θαύμα", αλλά για το θαύμα τής ενσάρκωσης και ένωσης τών δύο φύσεων. Όπως θα θυμάται ο αναγνώστης, στο πρώτο σχετικό άρθρο μας γράφαμε ότι ΤΟ ΜΟΝΟ που δεν πρέπει να ερευνούμε, είναι η Ουσία του Θεού, όχι για άλλο λόγο, αλλά επειδή είναι αδύνατον να ερευνηθεί, μια και είναι ΑΜΕΘΕΚΤΗ από τα κτίσματα, και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ερευνηθεί. Το ίδιο λοιπόν λέει και αυτή η ομιλία. Λέει να μην ερευνούμε τον τρόπο που έγινε η ένωση Θεού και Ανθρώπου στην ενιαία Υπόσταση του Κυρίου Ιησού Χριστού, επειδή αυτό είναι ένα Θαυματουργικό γεγονός που δεν μπορεί να ερευνηθεί από τα κτίσματα. Αυτό σημαίνει, ότι για να ερευνήσει κάποιος το «πώς» της ένωσης Θεϊκής και Ανθρώπινης Υπόστασης στο πρόσωπο του Χριστού, πρέπει να γνωρίζει, όχι μόνο την Ανθρώπινη, αλλά και τη Θεϊκή Ουσία, για να μπορεί να ερευνήσει την ένωση δύο Φύσεων σε μία Υπόσταση, του Χριστού.
[6] Βλ. Ερμής Τρισμέγιστος, «Ερμού εκ του προς Τατ». Πρωτότυπο και μετάφραση στο: Στοβαίος, «Εκλογαί, Αποφθέγματα, Υποθήκαι», τόμ. #4. Βιβλίον πρώτον (κεφ. l-lx) - Βιβλίον δεύτερον (κεφ. i-vii)' (σειρά «Οι Έλληνες» #328), Κάκτος, Αθήνα 1995, σελ. 102.103 : «Θεόν νοήσαι μεν χαλεπόν. φράσαι δε αδύνατον...και το τέλειον τω ατελεί καταλαβέσθαι ου δυνατόν...οφθαλμοίς μεν γαρ τα σώματα θεατά, γλώττη δε τα ορατά λεκτά· το δε ασώματον και αφανές και ασχημάτιστον και μηδέ εξ ύλης υποκείμενον υπό των ημετέρων αισθήσεων καταληφθήναι ου δύναται...ο εξειπείν αδύνατον, τούτό εστιν ο θεός».
[7] Βλ. σχετικά στο: Kroh Paul, «Λεξικό αρχαίων συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 113.
[8] Αρριανού, «Αλεξάνδρου Ανάβασις», V-1,2. Η μετάφραση από το: Αρριανός Φλάβιος ο εκ Νικομηδείας, «Αλεξάνδρου Ανάβασις», τόμ. 2. Βιβλία ΙΙΙ, IV, V, εκδ. Ζήτρος, Αθήνα 2004, σελ. 389.
[9] Ξενοφώντος, «Επιστολή Προς Αισχίνην». Πρωτότυπο και μετάφραση στο: Στοβαίος, «Εκλογαί, Αποφθέγματα, Υποθήκαι», τόμ. #4. Βιβλίον πρώτον (κεφ. l-lx) - Βιβλίον δεύτερον (κεφ. i-vii) (σειρά «Οι Έλληνες» #328), Κάκτος, Αθήνα 1995, σελ. 106.107.
[10] Braudel Fernand, «Οι Μνήμες της Μεσογείου-Προϊστορία και Αρχαιότητα», Λιβάνης, Αθήνα 2000, σελ. 400.
[11] Eric Robertson Dodds, «Οι Έλληνες και το Παράλογο», έκδ. 2η αναθεωρημένη, Καρδαμίτσας, Αθήνα 1996, σελ. 123-124.
[12] Ξενοφώντος, «Απομνημονεύματα» Α, 12-16. Στο: Ξενοφών, Άπαντα #1. Απομνημονεύματα #1' (σειρά «Οι Έλληνες» #117), Κάκτος, Αθήνα 1993, σελ. 54-57.
[13] Καλιτσουνάκις Ιωάννης, «Πλάτων», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Πυρσός, Αθήνα 1927-1934, τόμ. 20, σελ. 312α.
[14] Ιουλιανός, «Προς Ηράκλειον κυνικόν», 24: «Αλλά του Πλάτωνος άκουε· «Το δ' εμόν δέος, ω Πρώταρχε προς τα των θεών ονόματα ουκ έστι ανθρώπινον [...] [...] ταύτα εν Φιλήβω λέγεται, και τοιαύτα έτερα πάλιν εν Τιμαίω· πιστεύειν γαρ απλώς αξιοί και χωρίς αποδείξεως λεγομένοις όσα υπέρ των θεών φασιν οι ποιηταί. Ταύτα δε παρέθηκα μη ποτέ σοι παράσχη πρόφασιν, ώσπερ οίμαι των Πλατωνικών πολλοίς, ο Σωκράτης είρων ων φύσει την πλατωνικήν ατιμάσαι δόξαν. Εκεί γαρ ουχ ο Σωκράτης, αλλ' ο Τίμαιος ταύτα λέγει ήκιστα ων είρων».
[15] Βλ. βιογραφικά στο άρθρο «Πρόκλος», στο: Howatson C. M., «Εγχειρίδιο Κλασικών Σπουδών» (τίτλ. πρωτ. «The Oxford Companion to Classical Literature»), εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996 (c1989), σελ. 630.
[16] Πρωτότυπο και μετάφραση στο: Πρόκλος, Άπαντα #28. Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος Δ΄ (σειρά «Οι Έλληνες» #648), Κάκτος, Αθήνα 2007, σελ. 506 κ.ε. : «Ο απλώς επιστήμων και εν τοις δοκούσι δυσγνώστοις και απόροις θεί τας της ευπορίας οδούς επί την θείαν γνώσιν ανατρέχων και την ένθεον νόησιν, δι' ης πάντα φανά και γνώριμα γίγνεται· πάντα γαρ εστιν εν θεοίς. το δε πάντα προειληφός δύναται και τα άλλα της εαυτού γνώσεως πληρούν. τούτο δη και ενταύθα πεποίηκεν ο Τίμαιος [...] αι δε τοιαύται ψυχαί και επιστρέφουσιν επί τους εαυτών προγόνους και πληρούνται παρ' εκείνων ενθέου νοήσεως, η δε γνώσις αυτών εστιν ενθουσιαστική, δια του θείου φωτός τω θεώ συναπτομένη, πάσης άλλης εξηρημένη γνώσεως της τε δι' εικότων και της αποδεικτικής· η μεν γαρ περί την φύσιν διατρίβει και τα καθ' όλου τα εν τοις καθ' έκαστα, η δε περί την ασώματον ουσίαν και τα επιστητά· μόνη δε η ένθεος γνώσις αυτοίς συνάπτεται τοις θεοίς».
[17] Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ, «Η Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμ. Α΄, Μέλισσα, Αθήνα 1979 (c1966), σελ. 62β.
[18] McGrath Alister, «Η Αυταπάτη του Dawkins», εκδ. Ουρανός, Αθήνα 2008, σελ. 68-69.
[19] McGrath Alister, «Η Αυταπάτη του Dawkins», ό.π.
[20] Επιστολή Α΄ Ιωάννου 1,1-3.
[21] Επιστολή προς Εβραίους 11,1.
[22] Ιω. 8,32.
[23] Επιστολή Α΄ Ιωάννου 1,1-3.
[24] Βλ. Θεοδότου επισκόπου Αγκύρας, Ομιλία «εις την γένναν του Σωτήρος», PG 77, 1368D.
[25] M. Αθανασίου, «Προς Αντίοχον άρχοντα», PG 28,600.
[26] Ι. Χρυσοστόμου, «Εις την παραβολήν περί συκής», PG 59,584.
[27] Εφραίμ Σύρου, «Περί τους καταζητούντας του Υιού την φύσιν», 205.
[28] Ματσούκας Α. Νίκος, «Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας», Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 288.
[29] Πρωτότυπο στο Μ. Βασιλείου, «Εις την Εξαήμερον», PG 29, 28 CD. Μετάφραση στο: Μ. Βασίλειος, «Η Εξαήμερος Δημιουργία» (μτφρ. Παπουτσόπουλος Χριστόφορος), έκδ. 5η, Ο Σωτήρ, Αθήνα 1998 (c1972), σελ. 35-36.
[30] Βλ. Ματσούκας Α. Νίκος, «Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου», 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 66.
[31] Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, 150 φυσικά, θεολογικά, ηθικά και πρακτικά κεφάλαια, 75-76 στο: Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 321-322.
[32] Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 2ος, εκδ. Δ΄, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 35.
[33] Όσιος Νικήτας Στηθάτος, «Δεύτερη εκατοντάδα φυσικών κεφαλαίων περί καθάρσεως του νου», 87 (πζ΄). Πρωτότυπο στην PG 108,944AB. Μετάφραση στην Φιλοκαλία των ιερών Νηπτικών' (μτφρ. Αντώνιος Γ. Γαλίτης), τόμ. 4ος, εκδ. Γ', εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 104.
[34] Ιω. 8,32.
[35] Ιω. Δαμασκηνός, PG 94,780C.
[36] Ιω. Δαμασκηνός, PG 94,780Β.
[37] Ιω. Δαμασκηνός, PG 94,780Β.
[38] Ιω. Δαμασκηνός, PG 94,780Β.
[39] Ιω. Δαμασκηνός, PG 94,780Α.
[40] Ιω. Δαμασκηνός, PG 94,780Β.
[41] Ιω. Δαμασκηνός, PG 94,780Α.
[42] Θεοφύλακτος Βουλγαρίας, «Ερμηνεία εις το κατά Ιωάννην ευαγγέλιον», PG 124,301Β: «Ουκ αποστερών δε τον Θωμάν του μακαρισμού, είπε τούτο, αλλά παραμυθούμενος τους μη ιδόντας».
[43] Γρηγόριος Παλαμάς, «Δεικνύσα το του Σαββάτου και το της Κυριακής μυστήριον», PG 151,233D: «Μακάριοι οι μη ιδόντες, και πιστεύσαντες, δεικνύς μηδέν έχειν πλέον εις δόξαν τους αυτόπτας γεγενημένους των δι' αυτών εις την προς την πίστιν εναγομένων».
[44] Γιανναράς Χρήστος, «Αλφαβητάρι της πίστης», 13η έκδ., Δόμος, Αθήνα 2006, σελ. 26 (βλ. και σελ. 25-29): «Αν πιστεύεις στο Θεό, δεν το κάνεις επειδή κάποιες θεωρητικές αρχές στο υπαγορεύουν ή κάποιος ιδρυματικός θεσμός σου εγγυάται την ύπαρξή του. Τον πιστεύεις, γιατί το πρόσωπο του, ή προσωπική ύπαρξη του Θεού, σου γεννάει εμπιστοσύνη. Τα έργα του και η ιστορική του «πράξη» -οι παρεμβολές του μέσα στην Ιστορία- σε κάνουν να θέλεις μια σχέση μαζί του. Βέβαια, η σχέση που θεμελιώνει την πίστη, μπορεί να είναι άμεση, μπορεί όμως να είναι και έμμεση σχέση. Όπως και με ένα ανθρώπινο πρόσωπο: Πιστεύω σε κάποιον, τον εμπιστεύομαι, όταν τον έχω συναντήσει, τον γνωρίζω, σχετίζομαι άμεσα μαζί του. Αλλά πιστεύω και σε κάποιον που δεν τον γνωρίζω προσωπικά, όταν οι μαρτυρίες έμπιστων σε μένα ανθρώπων εγγυώνται την αξιοπιστία του. Όπως πιστεύω και σε ένα καλλιτέχνη που ποτέ δεν γνώρισα, όταν το ίδιο το έργο του γεννάει μέσα μου εμπιστοσύνη και θαυμασμό για το πρόσωπο του».
[45] Βλ. Ρωμανίδης Σ. Ιωάννης, «Το προπατορικόν αμάρτημα», Πουρναράς, ανατύπωση Β΄ έκδ., Θεσσαλονίκη 2010 (c1957), σελ. λγ΄.
http://www.oodegr.com/oode/dogma/erevna2.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου