Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 512 μ.Χ. καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου. Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεία Κώμη τῆς Φρυγίας καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀλεξάνδρου, σχολαρίου ὑπὸ τὸν στρατηγὸ Βελισσάριο καὶ τῆς Συνεσίας. Διδάχθηκε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ βαπτίσθηκε Χριστιανὸς ἀπὸ τὸν ἱερέα Ἠσύχιο, ὁ ὁποῖος ἦταν παππούς του καὶ λειτουργοῦσε στὴν Ἐκκλησία τῆς Αὐγουστοπόλεως. Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι ὁ Ἠσύχιος εἶχε τὸ ὀρφίκιο τοῦ σκευοφύλακος καὶ λόγω τῆς ἁγιότητας τοῦ βίου του εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε ἀναγνώστης ἀπὸ τὸν τότε Ἐπίσκοπο Ἀμασείας στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Οὐρβικίου. Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος καὶ εἰσῆλθε σὲ μονὴ τῆς Ἀμασείας, ποὺ εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς Μελέτιο καὶ Σέλευκο, τῆς ὁποίας ἀργότερα ἀνεδείχθη καὶ ἡγούμενος.
Τὰ χρόνια ποὺ ἀκολούθησαν δὲν ἦταν εἰρηνικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, λόγω τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν ποὺ δίδασκαν νέοι Ὠριγενιστὲς καὶ κρυπτομονοφυσίτες. Οἱ ἔριδες τῶν μοναχῶν τῆς Παλαιστίνης περὶ τοῦ Ὠριγένους ἀποτελοῦν τὴν Τρίτη καὶ τελευταία φάση τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων. Προοίμιο αὐτῶν ὑπῆρξε ἡ κατὰ τὸ ἔτος 507 μ.Χ. διάσταση λογίων μοναχῶν τῆς Μεγάλης Λαύρας πρὸς τὸν ἡγούμενο αὐτῆς, τὸν Ὅσιο Σάββα τὸν Ἠγιασμένο, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Λαύρα καὶ ἵδρυσαν περὶ τὸ 514 μ.Χ. τὴ Νέα Λαύρα, ἡ ὁποία κατέστη κέντρο τοῦ ὠριγενισμοῦ. Οἱ ἀντιωριγενιστὲς μοναχοὶ ἔκαναν ἔκκληση πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ νὰ καταδικάσει τὸν Ὠριγένη. Τὴν αἴτηση αὐτὴ ὑποστήριξε ὁ Πατριάρχης Μηνᾷς.
Ἔτσι, τὸ ἔτος 543 μ.Χ., συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, ὕστερα ἀπὸ πρόσκληση τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾷ, μὲ σκοπὸ τὴν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Διὰ διατάγματος ποὺ ἐκδόθηκε τὸ ἔτος 543 μ.Χ. ὁ Ἰουστινιανὸς ἐστράφη κατὰ τῶν αἱρετικῶν. Καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένους, θεώρησε τὰ συγγράμματα αὐτοῦ κακόδοξα καὶ καταδίκασε αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὠριγένους. Διὰ τρίτου διατάγματος ὁ Ἰουστινιανός, τὸ ἔτος 544 μ.Χ., καταδίκασε τὰ «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ α) τὸν Θεόδωρο Μοψουεστίας καὶ τὰ αἱρετικά του συγγράμματα, β) τὰ κατὰ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ὑπὲρ τοῦ Νεστορίου συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου καὶ γ) τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρὸς τὸν Πέρση Μάρη.
Ὅταν τὸ ἔτος 552 μ.Χ. κοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Μηνᾷς, ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ᾖλθε ἀπὸ τὴν Ἀμάσεια στὴ Βασιλεύουσα καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Οἱ ταραχὲς ὅμως τῶν αἱρετικῶν συνεχίζονταν καὶ ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Η Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 553 μ.Χ. ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου, ἐπικύρωσε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου καὶ προέβη στὴν καταδίκαση τῶν «Τριῶν Κεφαλάιων». Ὁ σκοπὸς ὅμως τῆς καταδίκης τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων» δὲν ἐπετεύχθη, διότι οἱ μονοφυσῖτες ἐνέμεναν στὴν ἀπόσχιση καὶ στὶς αἱρετικὲς δοξασίες τους. Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰουστινιανὸς τὸ ἔτος 564 μ.Χ. ἐξέδωσε διάταγμα, διὰ τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τὸν ἀφθαρτοδοκητισμό. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶχε διατυπωθεῖ ἀπὸ τὸν καταφυγόντα στὴν Αἴγυπτο μονοφυσίτη Ἐπίσκοπο Ἁλικαρνασσοῦ Ἰουλιανό. Συγκεκριμένα ὁ Ἰουλιανὸς δίδασκε ὅτι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἤδη ἀπὸ τῆς συλλήψεως καὶ γεννήσεως Αὐτοῦ, ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καὶ ἑπομένως τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν (πείνας, δίψας, καμάτου, ἱδρῶτος, δακρύων κ.τ.λ) – τῶν λεγομένων «ἀδιαβλήτων παθῶν» - καὶ μόνο «κατ’ οἰκονομίαν» καὶ «κατὰ χάριν» φαινόταν ὑποκείμενο σὲ αὐτά. Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος καὶ οἱ λοιποὶ Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, πρὸς τοὺς ὁποίου ἀπευθύνθηκε, δὲν δέχθηκαν τὸ δυσσεβὲς διάταγμα. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Ἅγιος, τὸ ἔτος 565 μ.Χ., καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὑπὸ Συνόδου ἐρήμην, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νὰ παρουσιασθεῖ καὶ ἐξορίσθηκε ἀρχικὰ στὴν Πρίγκηπο. Στὸ Συναξάρι του ἀναφέρεται ὅτι μετὰ κατέφυγε σὲ μοναστῆρι τῆς Ἀμασείας στὸ ὁποῖο ζοῦσε ἀσκητικὰ καὶ ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα.
Μετὰ ἀπὸ δώδεκα χρόνια ἐξορίας, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστίνος ὁ Β’, τὸ ἔτος 577 μ.Χ., ἀποθανόντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἰωάννου τοῦ Γ’, ἐπανέφερε μὲ τιμὴ καὶ δόξα τὸν Ἅγιο στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὴν δεύτερη πατριαρχία του ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχή του ἔσωσε τὸν λαὸ ποὺ μαστιζόταν ἀπὸ θανατηφόρα ἐπιδημία. Τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά του καὶ ὁ ἀγῶνας του γιὰ τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τὸν ὁδήγησαν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀποκρισάριο τῆς Ρώμης Γρηγόριο, τὸν μετέπειτα Πάπα, λόγω τῶν δοξασιῶν του περὶ ἀναστάσεως σαρκός.
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 582 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐναποτέθηκε στὸ θυσιαστήριο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, μετὰ τὴν κρηπῖδα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπου κατέκειντο καὶ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἀνδρέου, Τιμοθέου καὶ Λουκᾶ τῶν Ἀποστόλων.
Σῴζονται ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ «Περὶ Εὐχαριστίας», «Ἐπιστολὴ πρὸς Πάπαν Βιγίλιον περὶ τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» καὶ «Συνοδικὴ Ἐπιστολή». Τρία ἄλλα ἔργα του χάθηκαν, ἤτοι τὸ «Περὶ ἀναστάσεως σαρκός», τὸ «Κατὰ Ἀφθαρτοδοκητῶν» καὶ τὸ «Κατὰ τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου». Τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ μαθητής του Εὐστράτιος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ'. Τὴν ὡραιότητα.
Βίον οὐράνιον, Πάτερ κτησάμενος, σκεῦος ἐπάξιον, ὤφθης τῆς χάριτος, λόγω καὶ πράξει βέβαιων, τὴν θείαν σοὶ χορηγίαν ὅθεν ἱεράτευσας, ἰσαγγέλως τῷ Κτίσαντι, ἔνδοξε Εὐτύχιε, Ἐκκλησίας ὡράισμα, ἣν φύλαττε ταὶς σαὶς προστασίαις, πάσης ἀνάγκης ἀνωτέραν.
Ἡ Ὁσία Πλατωνὶς
Ἡ Ὁσία Πλατωνὶς ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς Νισίβεως καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη περὶ τὸ ἔτος 300 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι ἑκατὸν εἴκοσι Μάρτυρες ἐν Περσίδι
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν ἐπὶ βασιλέως τῆς Περσίας Σαβωρίου (325-379 μ.Χ.). Ὁ ἀσεβὴς βασιλέας τῶν Περσῶν, ἀφοῦ κυρίευσε τὴν ἐπικράτεια τῶν Βυζαντινῶν καὶ κατέστρεψε πολλὰ κάστρα καὶ χῶρες, συνέλαβε πολλοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς. Ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλοι σφαγιάσθηκαν καὶ ἄλλοι πέθαναν στὸν δρόμο ἀπὸ κακουχίες. Οἱ ἑκατὸν εἴκοσι Μάρτυρες ὁδηγήθηκαν στὴν Περσία δεμένοι μὲ ἁλυσίδες καὶ κλείσθηκαν στὴ φυλακή. Ἐπειδὴ οἱ Ἅγιοι ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ ἀρνοῦνταν νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ὁ Σαβώριος τοὺς ἔριξε μέσα σὲ φωτιὰ καὶ ἔτσι τελειώθηκε ὁ βίος τους.
Τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων ἔγινε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 344-347 μ.Χ.
Ἡ Ἁγία Πλατωνὶς ἡ Μάρτυρας καὶ οἱ δυὸ σὺν αὐτὴ Μάρτυρες
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πλατωνὶς μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους δυὸ Χριστιανοὺς στὸν Ἀσκάλωνα τῆς Παλαιστίνης.
Ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Σιρμίου
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Εἰρηναίου τὴν 26η Μαρτίου καθὼς καὶ τὴν 23η Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου. Σήμερα τιμᾶται ὁ Ἅγιος Εἰρηναῖος ὑπὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ρουμανίας.
Οἱ Ἅγιοι Τιμόθεος καὶ Διογένης οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τιμόθεος καὶ Διογένης μαρτύρησαν στὴ Μακεδονία, πιθανῶς τὸ ἔτος 345 μ.Χ., θανατούμενοι ἀπὸ αἱρετικοὺς Ἀρειανούς.
Ὁ Ἅγιος Τερβίλλιος ὁ πρίγκιπας
Ὁ Ἅγιος Τερβίλλιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 566 μ.Χ. στὴν Οὐαλία καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Ἰωὴλ τοῦ Β’. Ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ βίο στὴν περιοχὴ τοῦ Λάντερφελ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 660 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Βυζάντιος
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, γι’ αὐτὸ καὶ ἔλαβε τὸ ἐπώνυμο Βυζάντιος. Ἀφοῦ ᾖλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, μόνασε στὰ ὅρια τῆς μονῆς Μεγίστης Λαύρας. Διὰ τῆς συντόνου ἀσκήσεως, τῆς ἄκρας ἡσυχίας καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε θερμὸς μύστης, ἔφθασε σὲ ὕψος τελειότητας καὶ δεχόταν τροφὴ ἀπὸ Ἄγγελο. Ὁ Ὅσιος, ποὺ ἦταν διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στὴ νηπτικὴ φιλοσοφία, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1310.
Συνεορτάζει μετὰ τῶν λοιπῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων τὴν Β’ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου, ἀναφερόμενος στὸ β’ τροπάριο τῆς γ’ Ὠδῆς τοῦ Κανόνος τῆς κοινῆς αὐτῶν Ἀκολουθίας.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὀφείλει τὴν ἐπωνυμία του στὸ ὄρος Σινά, ὅπου ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Γεννήθηκε τὸ ἔτος 1255 στὸ χωριὸ Κούκουλο, πλησίων τῶν Κλαζομενῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπὸ εὐλαβεῖς καὶ πλούσιους γονεῖς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους, παράλληλα μὲ τοὺς εὐσεβεῖς διδασκάλους του, ἔμαθε τὰ πρῶτα ἱερὰ γράμματα. Κατόπιν πῆγε στὴν Κύπρο, ὅπου ἔζησε γιὰ μικρὸ χρονικὸ διάστημα κοντὰ σὲ κάποιον ἐνάρετο μοναχὸ καὶ ἔγινε καὶ ὁ ἴδιος δόκιμος καὶ στὴ συνέχεια μετάβη στὸ ὄρος Σινά. Ἐκεῖ ἔλαβε τὴ μοναχικὴ κουρὰ καὶ ἔζησε ἀσκώντας τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη, μὲ αὐστηρὴ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχή. Ἀπὸ τὸ Σινὰ ἀναχώρησε γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα, ὡς ἐπισκέπτης καὶ προσκυνητὴς τοῦ Παναγίου Τάφου καὶ τῶν λοιπῶν προσκυνημάτων τῆς Παλαιστίνης καὶ κατόπιν ᾖλθε στὴν Κρήτη, στοὺς Καλοὺς Λιμένες, ὅπου διδάχθηκε τὴ νοερὰ προσευχὴ ἀπὸ τὸν ἐρημίτη Ἀρσένιο τὸν Ἁγιοφαραγγίτη.
Στὴν συνέχεια μετέβη μὲ πλοῖο στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε ὅλες τὶς μονές, τὶς σκῆτες καὶ τὰ κελιά, καθὼς καὶ τοὺς δύσβατους καὶ ἐρημικοὺς τόπους του, κατοίκησε κατ’ ἀρχὴν στὴ σκήτη τοῦ Μαγουλά, ποὺ βρισκόταν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Φιλοθέου καὶ μετὰ στὶς Καρυὲς καὶ σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ Ἄθω.
Σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέρη, ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν περιοχὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἔχτιζε κελιὰ γιὰ ὅσους ἔρχονταν πρὸς αὐτόν. Αὐτοὶ ἦταν στὸ σύνολό τους ἐπιφανεῖς ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἀκούσουν τὴν ψυχωφελέστατη διδασκαλία του καὶ νὰ μονάσουν κοντά του. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀγαποῦσε τὴν ἀναχώρηση καὶ δὲν ἤθελε «οὐδ’ ἐπὶ στιγμὴν νὰ ἀποχωρισθῆ ἀπὸ τὴν θεωρίαν», μετέβαινε σὲ δύσβατα καὶ ἀπόκρημνα μέρη, ὅπου ἦταν δύσκολο νὰ τὸν πλησιάσουν πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ νὰ τοῦ ἐκφράσουν τὴν εὐλάβειά τους, διαταράζοντας ἔτσι τὴν ἡσυχία ποὺ τόσο ποθοῦσε.
Ὁ Ὅσιος, λοιπόν, ὑπῆρξε ἐξαιρετικὴ φυσιογνωμία στὴν ἐποχή του καὶ διακρίθηκε προπαντὸς ὡς ὁ πρῶτος καὶ μεγάλος συστηματικὸς δάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον μὲ τὸν ἁμαρτωλόν».
Φεύγοντας ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν Καταλανῶν πειρατῶν ποὺ ἐπανειλημμένως τὸ λυμαίνονταν ἐκείνη τὴν ἐποχή, μετέβη στὴν Σερβία καὶ Βουλγαρία, στὶς πόλεις Κωνσταντινούπολη, Θεσσαλονίκη καὶ Ἀλεξανδρούπολη καὶ στὰ νησιὰ Χῖο καὶ Μυτιλήνη, μεταφέροντας παντοῦ τὸ μήνυμα τῆς ἀθωνικῆς μοναστικῆς πολιτείας. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, ὁ Ὅσιος Γρηγόριος, δὲν ἱκανοποίησε τὴν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορα Ἀνδρονίκου Β’ τοῦ Παλαιολόγου (1282-1328) νὰ προσέλθει στὰ ἀνάκτορα.
Ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ᾖλθε στὸ Κατακεκρυωμένον ὄρος τῆς Θρᾴκης, στὰ σύνορα Βυζαντίου καὶ Βουλγαρίας, ἀγωνιζόμενος τὸν ἡσυχαστικὸ ἀγῶνα. Τελικὰ ἐπανῆλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος, γενόμενος πανηγυρικὰ δεκτὸς ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔπειτα μετέβη καὶ πάλι στὸ ὄρος Κατακεκρυωμένον, ἵδρυσε πολλὰ μοναστήρια καὶ ἔγινε εἰσηγητὴς τοῦ ἡσυχασμοῦ καὶ στοὺς Σλάβους καὶ τοὺς Βούλγαρους, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στὰ Παρόρια τὸ 1331 καὶ πάλι τὸ 1335.
Σκοπὸς τῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου ἦταν ἡ συνειδητοποίηση τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος, ποὺ χορηγήθηκε στὸν ἄνθρωπο ἀλλὰ βρίσκεται κρυμμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. «Οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς πέφτουν στὴν ἁμαρτία ἀπὸ ἀμέλεια καὶ ἁμαρτωλὴ συνήθεια στὴν ἀναισθησία καὶ στὴν τύφλωση καὶ δὲν ξέρουμε πιὰ ἀκόμη καὶ ἂν ὑπάρχει Θεός, ποιοὶ εἴμαστε, τί μποροῦμε νὰ φθάσουμε, νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, παιδιὰ φωτός, παιδιὰ καὶ μέλῃ Χριστοῦ. Εἴχαμε βαπτισθεῖ σὲ ὥριμη ἡλικία; Δὲν διακρίναμε παρὰ τὸ νερὸ καὶ ὄχι τὸ Πνεῦμα. Κι ἂν ἀκόμη εἴμαστε ἀναγεννημένοι μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, πιστεύουμε μὲ νεκρὴ καὶ ἀδρανῆ πίστη… Καταντήσαμε σάρκα καὶ συμπεριφερόμαστε ἀκολουθώντας τὴ σάρκα… Ὑπάρχουν δυὸ τρόποι νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δεχθήκαμε μυστηριακὰ μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα: α) Ἡ δωρεὰ αὐτὴ ἀποκαλύπτεται μὲ τρόπο γενικὸ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τῶν ἐντολῶν καὶ μὲ θυσία ἐπίπονων προσπαθειῶν καὶ β) Ἐκδηλώνεται στὴ ζωὴ ὑποταγῆς (στὸν πνευματικὸ πατέρα), μὲ τὴν μεθοδικὴ καὶ ἐξακολουθητικὴ ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, δηλαδὴ τὴν μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη ὁδὸς εἶναι ἡ πιὸ μακρινή, ἐνῷ ἡ δεύτερη ἡ πιὸ σύντομη, μὲ τὸν ὄρο νὰ ἔχεις μάθει νὰ ἀνασκάπτεις τὴ γῆ θαρραλέα καὶ ἐπίμονα γιὰ νὰ ἀποκαλύψεις τὸ χρυσάφι».
Ἡ κυριότερη ἀπασχόληση τοῦ Ὁσίου ἦταν νὰ προφυλάξει τοὺς μαθητές του ἀπὸ φανταστικὲς ὀπτασίες, ποὺ ὄχι μόνο προέρχονται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀκόμη συχνότερα προκαλοῦνται ἀπὸ τὸ δαίμονα. «Ἐραστὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ εἶσαι πολὺ προσεκτικός. Ὅταν, ἀπασχολούμενος στὴν ἐργασία σου, βλέπεις ἕνα φῶς ἢ μία φλόγα, μέσα σου ἢ ἔξω ἀπὸ ἐσένα, τὴν αὐτολεγόμενη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, Ἀγγέλους ἢ Ἁγίους, μὴν τὴν παραδεχθεῖς. Θὰ κινδυνεύσεις νὰ τὴν πάθεις. Μὴν ἐπιτρέπεις, πολὺ περισσότερο, στὸ πνεῦμα σου νὰ ἐνδυναμωθεῖ ἀπὸ αὐτή. Ὅλοι οἱ ἐξωτερικοὶ αὐτοὶ ἐπίπλαστοι σχηματισμοὶ ἔχουν ἀποτέλεσμα νὰ πλανήσουν τὴν ψυχή. Ἡ ἀληθινὴ ἀρχὴ τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἔρμη τῆς καρδιᾶς ποὺ κατακαίει τὰ πάθη, προκαλεῖ τὴν εὐφροσύνη καὶ τὴν χαρὰ στὴν ψυχὴ καὶ συμμορφώνει τὴν καρδιὰ σὲ μία βέβαιη ἀγάπη καὶ ἕνα συναίσθημα ἀδιαφιλονίκητης πληρότητος».
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης «ἐπιμένει ἐδῶ, πάνω σὲ οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ τῆς Ὀρθόδοξης μυστικῆς παράδοσης. Ἡ φαντασία κάτω ἀπὸ ὅλες τὶς ἑκούσιες καὶ ἀκούσιες μορφὲς εἶναι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος ἐχθρὸς τῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό».
Ἀπὸ τοὺς πολυπληθεῖς μαθητὲς καὶ διαδόχους τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ποὺ συγκεντρώθηκαν κοντά του πολὺ νωρίς, ἰδιαίτερα ὅταν βρισκόταν στὴν περιοχὴ τοῦ χειμάρρου Χρέντελι, μᾶς εἶναι γνωστοὶ οἱ ἑξῆς: ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ ἐξ Εὐβοίας, ὁ συμπολίτης του Ἰωσὴφ ποὺ ἀγωνίσθηκε κατὰ τῶν Λατίνων, ὁ ἀββᾶς Νικόλαος ἐξ Ἀθηνῶν ποὺ ἀντιστάθηκε ἐπίσης κατὰ τῶν Λατίνων καὶ μάλιστα κατὰ τοῦ λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Η’ τοῦ Παλαιολόγου καὶ ὑπέστη γι’ αὐτὸ πολλὰ δεινά, ὁ Μᾶρκος ἀπὸ τὶς Κλαζομενὲς ποὺ ὑπῆρξε θεωρητικὸς καὶ ἐνάρετος ἀσκητὴς καὶ μαρτυρεῖται ὅτι εἶδε τὴν Παναγία νὰ σκεπάζει τὸ Ἅγιον Ὄρος δορυφορούμενη ἀπὸ Ἀρχαγγέλους καὶ Ἀγγέλους, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος ὁ Α’, ὁ Ἰάκωβος ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας τῆς ἀρετῆς του ἔγινε Ἐπίσκοπος, ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ Κλήμης.
Ὅλοι αὐτοὶ διέπρεψαν μὲ τὴ στάση τους στὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητας, γι’ αὐτὸ καὶ μερικοὶ ἔφθασαν μέχρι τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Κάποιοι ἄλλοι μάλιστα ἀποτέλεσαν καὶ τοὺς πρώτους μοναχοὺς τῆς μονῆς Γρηγορίου, καθὼς κατέβηκαν ἀπὸ τὴ δύσβατη περιοχὴ ὅπου βρίσκονταν πρὸς τὴν παραλία, στὴ σημερινὴ θέση της, προβαίνοντας ταυτόχρονα στὴν ἵδρυση καὶ τὴν τέλεια ἀποκατάστασή της σὲ κοινόβιο.
Μετὰ ἀπὸ μικρὴ ἀσθένεια ὁ Ὅσιος Γρηγόριος κοιμήθηκε στὶς 27 Νοεμβρίου 1347. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του, ἐπίσης, στὶς 11 Φεβρουαρίου καὶ στὶς 27 Νοεμβρίου.
Τὰ Νηπτικὰ Ἔργα τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου διασῴζονται στὴν Πατρολογία καὶ στὴ Φιλοκαλία. Μεταξὺ τῶν συγγραμμάτων του πρέπει νὰ μνημονευθοῦν δυὸ δοκίμια, τὸ «Περὶ ἡσυχίας καὶ περὶ τῶν δυὸ τρόπων τῆς προσευχῆς» καὶ τὸ «Περὶ τοῦ πῶς δεῖ καθέζεσθαι τὸν ἡσυχάζοντα εἰς τὴν εὐχήν».
Ὁ Ὅσιος Ροῦφος ὁ Ἀσκητὴς
Ὁ Ὅσιος Ροῦφος ἔζησε ὡς ἐρημίτης στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. Διακρινόταν γιὰ τὴν ὑπακοή του καὶ τιμόταν ὡς λάτρης τῆς ἐργασίας καὶ τῆς νηστείας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὶς μακρινὲς Σπηλιὲς τῆς Λαύρας.
Ὁ Ἅγιος Ἀφώνιος Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ
Ὁ Ἅγιος Ἀφώνιος γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἦταν ἡγούμενος στὴ μονὴ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλὲμπ τῆς περιοχῆς Περεγιασλὰβ – Ζαλέσκιυ. Τὸ ἔτος 1635 ἐξελέγη Μητροπολίτης Νόβγκοροντ, ἀλλὰ ἐξαιτίας τοῦ γήρατος καὶ μιᾶς ἀσθένειας, τὸ 1649, ἄφησε τὴν ἐπισκοπικὴ ἕδρα καὶ ἐγκαταστάθηκε στὸ μοναστῆρι Τσουτύνσκιυ.
Ὁ Ἅγιος κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1652 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ προαύλιο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐπάνω στὸν τάφο του ἐτελεῖτο ἡ Ἀκολουθία τῶν κεκοιμημένων.
Ὁ Ἅγιος Γεννάδιος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Γεννάδιος ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ προτροπὴ τοῦ ἡγουμένου αὐτῆς, ὡς συνοδίτης τῶν μοναχῶν Βονιφατίου καὶ Εὐδοκίμου ποὺ ὅδευαν πρὸς τὸ μαρτύριο. Οἱ δυὸ αὐτοὶ μοναχοί, ἀφοῦ δείλιασαν πρὸ τῶν βασάνων καὶ ἀρνήθηκαν τὸν Χριστό, κατήγγειλαν ὡς αἴτιο τῆς πορείας τους πρὸς τὸ μαρτύριο, τὸν Γεννάδιο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους, κλείσθηκε στὴ φυλακὴ καὶ βασανίσθηκε ἀνηλεῶς. Ἐπειδὴ δὲν ἀρνήθηκε τὸν Χριστό, καταδικάσθηκε, τὸ ἔτος 1818, στὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο καὶ ἔλαβε ἔτσι τὸ ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
Οἱ Ἅγιοι Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος, Μιχαὴλ καὶ Γεώργιος οἱ Νεομάρτυρες ἐκ Σαμοθράκης
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καὶ ὁ νεότερος Γεώργιος κατάγονταν ἀπὸ τὴ Σαμοθράκη, ὁ δὲ Μιχαὴλ ἀπὸ τὴν Κύπρο.
Κατὰ τὴν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἡ νῆσος Σαμοθράκη κατελήφθη ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνούς, ποὺ ᾖλθαν ἀπὸ τὴν Ἄβυδο καὶ τὴν Τένεδο καὶ φόνευσαν τοὺς Χριστιανοὺς κατοίκους, τὶς δὲ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ διαμοίρασαν στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Αἴγυπτο. Τότε συνέλαβαν καὶ τοὺς τέσσερις Μάρτυρες μαζὶ μὲ τὸν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ὅμως φοβήθηκε καὶ ἀλλαξοπίστησε καὶ τοὺς πούλησαν σὲ Τούρκους σὲ διάφορα μέρη. Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἐλευθερώθηκε, οἱ πέντε Νεομάρτυρες ἐπέστρεψαν στὴ Σαμοθράκη καὶ ἀκολούθησαν τὸ χριστιανικὸ βίο.
Ἐκείνη τὴν περίοδο διορίσθηκε στὸ ὑπουργεῖο τοῦ καδῆ τῆς Μάκρης κάποιος σκληρὸς Ἀπτουρραχμᾶν ἀφέντης λεγόμενος, ἀπάνθρωπος καὶ ζηλωτὴς τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ. Αὐτός, τὸ ἔτος 1836, συνέλαβε τοὺς Μάρτυρες, τοὺς ὁποίους φυλάκισε καὶ βασάνισε. Παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὰ φρικώδη βασανιστήρια οἱ Μάρτυρες ὁμολογοῦσαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε ὁ καδὴς ἔγραψε στὴν Κωνσταντινούπολη πρὸς τὸν ἀφέντη τῆς Βασάφ, ὁ ὁποῖος ἦταν μυστικὸς γραμματεὺς τοῦ σουλτάνου Μαχμούτ, τὰ σχετικὰ μὲ τοὺς Μάρτυρες καὶ ὅτι ἀρνήθηκαν τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Ἡ ἀπόφαση ποὺ ᾖλθε ἦταν καταδικαστική. Πρῶτος μαρτύρησε ὁ γέροντας Μιχαήλ, τὸν ὁποῖο κατέκοψαν σὲ κομμάτια μὲ τὰ ξίφη τους. Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος καὶ Γεώργιος κρεμάστηκαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸ στέφανο τῆς ἀθλήσεως. Τὸν δὲ πολυπαθῆ Μανουὴλ τὸν ἔριξαν πάνω σὲ σιδερένια τσιγκέλια καὶ καρφώθηκε σταυρωειδῶς. Ἔτσι ἔριξαν καὶ τὸν μακάριο μικρὸ Γεώργιο, ἀλλὰ ὢ τοῦ θαύματος! Τὰ καρφιὰ λύγισαν καὶ δὲν καρφώθηκε κανένα στὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸν ἔριξαν πάνω σὲ σιδερένια σουβλιὰ καὶ τὸν πατοῦσαν γιὰ ἂν καρφωθεῖ τὸ σῶμα του. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ὁ Μάρτυρας Μανουὴλ σύντομα παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ὁ δὲ Μάρτυς Γεώργιος ἔμεινε καρφωμένος εἴκοσι τέσσερις ὧρες μὲ ὀδύνη ἀφόρητη. Οἱ Ἀγαρηνοί, ὅταν εἶδαν ὅτι μετὰ ἀπὸ τόσο διάστημα ἀκόμα ζεῖ, τὸν πυροβόλησαν στὴν κεφαλὴ καὶ ἔτσι τελείωσε τὸν βίο του καὶ αὐτὸς ὁ ἀοίδιμος.
Οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἔλαβαν τὴν ἄδεια, ἐνταφίασαν τὰ λείψανα τῶν Μαρτύρων στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν.
Ἡ Σύναξή τους ἑορτάζεται καὶ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμά.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σαμοθράκης λαμπτῆρες καὶ τῆς Μάκρης ἀγλάισμα, Νεομάρτυρες θεῖοι ἀληθῶς ἀνεδείχθητε, ἀθλήσαντες στερρῶς ὑπὲρ Χριστοῦ, καὶ λύσαντες τὴν πλάνην τοῦ ἐχθροῦ, Μανουὴλ σὺν Θεοδώρω καὶ Μιχαήλ, καὶ οἱ διττοὶ Γεώργιοι, δόξα τῷ ἐνισχύσαντι ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγούντι δι' ὑμῶν, ἠμὶν χάριν καὶ ἔλεος.
http://anavaseis.blogspot.com/2010/04/6.html#more
Print this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου