α) Γιατί η Ανάσταση του Χριστού εικονογραφείται με την κάθοδο στον Άδη
β) Τί είναι ο Άδης
γ) Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη
δ) Γιατί κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη
ε) Πώς ανεγνώρισε ο Άδης τον Χριστό και ποιοί σώθηκαν
στ) Η αξία του Μ. Σαββάτου
ζ) Η τριήμερη έγερση του Χριστού
η) Η αξία της Κυριακής
θ) Ο Χριστός ανέστησε τον Εαυτό Του ως Θεός
ι) Γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε σε όλους μετά την Ανάσταση
ια) Οι ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού
ιβ) Η εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες
ιγ) Η εμφάνιση του Χριστού στην Παναγία
ιδ) Η εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς και η χορήγηση του Αγίου Πνεύματος
ιε) Ο Αναστάς Χριστός και ο Απόστολος Θωμάς
ιστ) Η φανέρωση του Χριστού στην λίμνη της Τιβεριάδος
ιζ) Πώς νοείται η λήψη τροφής από τον Αναστάντα Χριστό
ιη) Το αναστημένο σώμα του Χριστού
ιθ) Η Ανάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους
κ) Η έννοια του Πάσχα
κα) Πάσχα νομικό, Πάσχα θείας Χάριτος, Πάσχα μέλλοντος αιώνος
κβ) Η προσωπική μέθεξη του μυστηρίου της Αναστάσεως
β) Τί είναι ο Άδης
γ) Η διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη
δ) Γιατί κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη
ε) Πώς ανεγνώρισε ο Άδης τον Χριστό και ποιοί σώθηκαν
στ) Η αξία του Μ. Σαββάτου
ζ) Η τριήμερη έγερση του Χριστού
η) Η αξία της Κυριακής
θ) Ο Χριστός ανέστησε τον Εαυτό Του ως Θεός
ι) Γιατί ο Χριστός δεν εμφανίστηκε σε όλους μετά την Ανάσταση
ια) Οι ένδεκα εμφανίσεις του Αναστάντος Χριστού
ιβ) Η εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες
ιγ) Η εμφάνιση του Χριστού στην Παναγία
ιδ) Η εμφάνιση του Χριστού στους Μαθητάς και η χορήγηση του Αγίου Πνεύματος
ιε) Ο Αναστάς Χριστός και ο Απόστολος Θωμάς
ιστ) Η φανέρωση του Χριστού στην λίμνη της Τιβεριάδος
ιζ) Πώς νοείται η λήψη τροφής από τον Αναστάντα Χριστό
ιη) Το αναστημένο σώμα του Χριστού
ιθ) Η Ανάσταση του Χριστού ωφέλησε και τους αγγέλους
κ) Η έννοια του Πάσχα
κα) Πάσχα νομικό, Πάσχα θείας Χάριτος, Πάσχα μέλλοντος αιώνος
κβ) Η προσωπική μέθεξη του μυστηρίου της Αναστάσεως
Η Ανάσταση του Χριστού
Η Ανάσταση του Χριστού είναι το μεγαλύτερο γεγονός μέσα στην ιστορία. Είναι αυτό που διαφοροποιεί τον Χριστιανισμό από οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Οι άλλες θρησκείες έχουν αρχηγούς θνητούς, ενώ Κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο αναστημένος Χριστός. Η Ανάσταση του Χριστού είναι η ανανέωση της ανθρωπίνης φύσεως, η ανάπλαση του ανθρωπίνου γένους, η βίωση της εσχατολογικής πραγματικότητος. Όταν μιλούμε για την Ανάσταση δεν την ξεχωρίζουμε από τον Σταυρό, αφού Σταυρός και Ανάσταση είναι οι δύο πόλοι του λυτρωτικού βιώματος, όπως προσευχόμαστε στην Εκκλησία, "διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω. Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον υμνούμεν την ανάστασιν αυτού", ή όπως ψάλλουμε, "τόν Σταυρόν σου προσκυνούμεν, Δέσποτα, και την αγίαν Σου Ανάστασιν δοξάζομεν".
Στην Εκκλησία κάνουμε διαρκώς λόγο για την Ανάσταση του Χριστού που έχει μεγάλη σημασία για την ζωή του πιστού. Δεν πιστεύουμε σε κοινωνικές επαναστάσεις, αφού το μεγαλύτερο καλό στην Οικουμένη προήλθε από την Ανάσταση και όχι από κάποια ανθρώπινη κοινωνική επανάσταση. Κι αν συσχετίσουμε την Ανάσταση με την αληθινή επανάσταση, τότε βρισκόμαστε στην αλήθεια, από την άποψη ότι δια της Αναστάσεως του Χριστού ο άνθρωπος επανήλθε στην αρχική του θέση και ανέβηκε ακόμη ψηλότερα. Η λέξη επανάσταση προέρχεται από το ρήμα επανίστημι, που σημαίνει επανέρχομαι στην προηγούμενη θέση. Αυτή η επανόρθωση, η αποκατάσταση του ανθρώπου έγινε με την Ανάσταση του Χριστού.
Ο Απόστολος Παύλος σαφώς διακηρύσσει: "Ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών" (Α' Κορ. ιε', 17). Η αληθινότητα και η δυναμικότητα της πίστεως οφείλεται στο λαμπρό γεγονός της Αναστάσεως του Χριστού. Χωρίς αυτήν οι Χριστιανοί είναι "ελεεινότεροι πάντων ανθρώπων" (Α' Κορ. ιε', 19).
α'
Η Ανάσταση του Χριστού εορτάζεται από την Εκκλησία από την στιγμή της καταβάσεώς Του στον Άδη, όπου ελευθέρωσε τις ψυχές των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης από το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Έτσι την πανηγυρίζει η Εκκλησία μας. Στα λειτουργικά κείμενα φαίνεται καθαρά ότι ο πανηγυρισμός της Αναστάσεως αρχίζει από την Μ. Παρασκευή, όπως το βλέπουμε στην ακολουθία του όρθρου του Μ. Σαββάτου, όπου γίνεται και η περιφορά του Επιταφίου. Και οι ομιλίες των Πατέρων κατά την Μ. Παρασκευή στην πραγματικότητα είναι αναστάσιμες και νικητήριες.
Αυτό φαίνεται και από την ιερή αγιογραφία της Αναστάσεως. Η Εκκλησία καθόρισε να θεωρήται ως πραγματική εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού η κάθοδός Του στον Άδη. Βέβαια, υπάρχουν και εικόνες της Αναστάσεως που περιγράφουν την εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρες και τους Μαθητάς, αλλά η κατ’ εξοχήν εικόνα της Αναστάσεως είναι η συντριβή του θανάτου, που έγινε με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, όταν η ψυχή μαζί με την θεότητα κατήλθε στον Άδη και ελευθέρωσε τις ψυχές των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, που τον περίμεναν ως Λυτρωτή.
Η εικονογράφηση της Αναστάσεως με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη γίνεται για πολλούς και σοβαρούς θεολογικούς λόγους. Πρώτον, γιατί κανείς δεν είδε τον Χριστό την ώρα που αναστήθηκε, αφού εξήλθε από τον τάφο "εσφραγισμένου του μνήματος". Ο σεισμός που έγινε και η κάθοδος του αγγέλου που σήκωσε την πλάκα του τάφου, έγινε για να βεβαιωθούν οι Μυροφόρες γυναίκες ότι αναστήθηκε ο Χριστός. Δεύτερον, γιατί, όταν η ψυχή του Χριστού ενωμένη με την θεότητα κατήλθε στον Άδη, συνέτριψε το κράτος του θανάτου και του διαβόλου, αφού με τον δικό Του θάνατο νίκησε τον θάνατο. Φαίνεται καθαρά στην Ορθόδοξη Παράδοση, ότι με τον θάνατο του Χριστού καταργήθηκε ολοκληρωτικά το κράτος του θανάτου. Άλλωστε, ψάλλουμε στην Εκκλησία: "Χριστός ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας...". Η θριαμβευτική νίκη Του εναντίον του θανάτου έγινε ακριβώς την ώρα που η ψυχή του Χριστού ενωμένη με την θεότητα κατήργησε τον θάνατο. Τρίτον, ο Χριστός με την κάθοδό Του στον Άδη ελευθέρωσε τον Αδάμ και την Εύα από τον θάνατο. Έτσι, όπως δια του Αδάμ προήλθε η πτώση ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, αφού αυτός είναι ο γενάρχης μας, έτσι δια της αναστάσεως του Αδάμ γευόμαστε τους καρπούς της αναστάσεως και της σωτηρίας. Λόγω της ενότητος της ανθρωπίνης φύσεως ό,τι έγινε στον προπάτορα έγινε σε όλη την ανθρώπινη φύση.
Γι’ αυτούς τους λόγους η χαρακτηριστικότερη εικόνα της Αναστάσεως του Χριστού θεωρείται η κάθοδός Του στον Άδη, αφού, άλλωστε, όπως θα δούμε και στα επόμενα, η ουσία της εορτής της Αναστάσεως είναι η νέκρωση του θανάτου και η κατάργηση του διαβόλου: "Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν", ψάλλουμε στην Εκκλησία. Η καθαίρεση του Άδου και η νέκρωση του θανάτου είναι το βαθύτερο νόημα της αναστασίμου εορτής.
β'
Το ερώτημα είναι τί ακριβώς εννοούμε όταν κάνουμε λόγο για τον Άδη και την κάθοδο του Χριστού σε αυτόν. Υπάρχουν πολλά χωρία τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη, που αναφέρονται στον Άδη. Δεν θα τα παραθέσω όλα εδώ, γιατί ο σκοπός είναι να παρουσιασθή η διδασκαλία περί της νεκρώσεως και καταργήσεως του Άδου.
Είναι χαρακτηριστικό ένα χωρίο που παρουσιάζει τον λόγο του Χριστού: "Και σύ, Καπερναούμ η έως του ουρανού υψωθείσα, έως άδου καταβιβασθήση" (Ματθ. ια', 23). Εδώ σαφώς ο Χριστός χρησιμοποιεί την εικόνα του Άδου σε αντίθεση με τον ουρανό, ο οποίος ταυτίζεται με την δόξα της Καπερναούμ, που αξιώθηκε να δη τον Θεάνθρωπο Χριστό, οπότε ο Άδης σημαίνει την εσχάτη ταπείνωση και πτώση της, επειδή δεν αποδείχθηκε αξία αυτής της μεγάλης δωρεάς.
Η λέξη Άδης στην Καινή Διαθήκη αντιστοιχεί με την Εβραϊκή λέξη έήήήήη, (Σεώλ) που ερμηνεύεται ως άντρο, βάραθρο, άβυσσος, και δηλώνει το σκοτεινό και αόρατο βασίλειο των νεκρών, δηλαδή εκεί που ευρίσκονται τα πνεύματα των νεκρών.
Η λέξη Άδης προέρχεται από την ελληνική μυθολογία. Είναι "ο Αΐδης και Αϊδωνεύς, ο Υιός του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Διός, του Ποσειδώνος, της Ήρας, της Εστίας και της Δήμητρας". Κατά την μάχη των Τιτάνων ο Άδης έλαβε μέρος, φορώντας μια περικεφαλαία από δέρμα σκυλιού, που τον έκανε αόρατο από τους άλλους θεούς, και αυτό συνετέλεσε στην νίκη των θεών. Κατά την διανομή του κόσμου με κλήρο ο Άδης έλαβε την κυριαρχία του κάτω κόσμου, του κόσμου των νεκρών, όπου υπάρχει πυκνό σκοτάδι. Παρέμεινε εκεί ο Άδης, δεν βγήκε ποτέ, παρά μόνο μια φορά για να αρπάξη την Κόρη, θυγατέρα της Δήμητρας, και εκεί δέχεται τους νεκρούς, τους οποίους εξουσιάζει και στους οποίους κυριαρχεί.
Φυσικά, τόσο η Παλαιά Διαθήκη, όσο και η Καινή Διαθήκη δεν δέχονται αυτές τις θεωρίες για τον Άδη. Δεν θεωρούν ότι είναι κάποιος Θεός που εξουσιάζει τα πνεύματα των νεκρών, ο οποίος, όπως πιστευόταν στην αρχαία Ελλάδα, μερικές φορές ήταν και αγαθός, αλλά ότι είναι το κράτος και η εξουσία του θανάτου και του διαβόλου. Βέβαια, στην Παλαιά Διαθήκη θεωρείται σαν ένας χώρος στα κατώτατα μέρη της γής, αλλά αυτό πρέπει να εκληφθή συμβολικά, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής εκείνης, κατά τις οποίες η γη βρίσκεται στο μέσον, ο ουρανός πάνω από την γη και ο Άδης στα υποχθόνια ή υποκάτω της γής. Δεδομένου μάλιστα ότι οι ψυχές δεν είναι υλικές, αλλά άϋλες, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τον Άδη ως έναν ιδιαίτερο τόπο.
Έτσι, λοιπόν, η εικόνα του Άδου χρησιμοποιείται συμβολικά από την Αγία Γραφή για να δηλωθή το κράτος του θανάτου και του διαβόλου. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: "επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος, και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτών, ίνα δια του θανάτου καταργήση τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τούτ’ έστι τον διάβολον, και απαλλάξη τούτους, όσοι φόβω θανάτου δια παντός του ζήν ένοχοι ήσαν δουλείας" (Εβρ. β', 14-15). Το κράτος του θανάτου, δηλαδή, ταυτίζεται με την εξουσία του διαβόλου.
Γι’ αυτόν τον λόγο στην Ορθόδοξη Παράδοση ο Άδης δεν είναι απλώς ένας ιδιαίτερος τόπος, αλλά η κυριαρχία του θανάτου και του διαβόλου. Οι ψυχές των ανθρώπων που βρίσκονται στην εξουσία του διαβόλου και του θανάτου, λέμε ότι βρίσκονται στον Άδη. Με αυτήν την έννοια πρέπει να θεωρούμε την διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, ότι, δηλαδή, ο Χριστός μπήκε στην εξουσία του θανάτου, δέχθηκε να πεθάνη, οπότε με την δύναμη της θεότητός Του νίκησε τον θάνατο, τον κατέστησε εντελώς ανίσχυρο και αδύναμο, και έδωσε την δυνατότητα σε κάθε άνθρωπο, με την δική Του δύναμη και εξουσία, να αποφεύγη την κυριαρχία, την εξουσία και την δύναμη του θανάτου και του διαβόλου.
γ'
Για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη έχουμε μαρτυρία από την Καθολική Επιστολή του Αποστόλου Πέτρου, στην οποία λέγεται: "Χριστός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι, εν ω και τοις εν φυλακή πνεύμασι πορευθείς εκήρυξεν..." (Α' Πέτρ. γ', 18-19). Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Χριστός, με την θεότητά Του, κατέβηκε στην φυλακή των πνευμάτων, δηλαδή των ψυχών, και κήρυξε μετάνοια. Το ίδιο λέγει και σε άλλο σημείο στην ίδια επιστολή: "εις τούτο γαρ και νεκροίς ευηγγελίσθη, ίνα κριθώσι μεν κατά ανθρώπους σαρκί, ζώσι δε κατά Θεόν πνεύματι" (Α' Πέτρ. δ' 6).
Στην Παράδοση της Εκκλησίας γίνεται πολύς λόγος για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη με την έννοια ότι εισήλθε μέσα στο κράτος και το βασίλειο του θανάτου. Είναι συνταρακτικά τα τροπάρια που ψάλλονται κατά τον εσπερινό του Πάσχα, τα οποία αρχίζουν με την φράση "σήμερον ο Άδης στένων βοά". Παρουσιάζουν, δηλαδή, τον Άδη να φωνάζη με στεναγμό. Μεταξύ των άλλων λέγει ότι κατελύθη η εξουσία του, αφού ο Χριστός ελευθέρωσε όλους αυτούς που κατείχε από αιώνων. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια: "κατεπόθη μου το κράτος, ο ποιμήν εσταυρώθη και τον Αδάμ ανέστησεν, ώνπερ εβασίλευον εστέρημαι, και ούς κατέπιον ισχύσας πάντας εξήμεσα, εκκένωσε τους τάφους ο σταυρωθείς, ουκ ισχύει του θανάτου το κράτος".
Πολύ σημαντικός για το σημείο αυτό είναι και ο Κατηχητικός λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, που διαβάζουμε κατά την θεία Λειτουργία της Κυριακής του Πάσχα. Μεταξύ των άλλων λέγεται ότι ο Άδης όταν συνάντησε τον Χριστό "επικράνθη... κατηργήθη... ενεπαίχθη... ενεκρώθη... καθηρέθη... εδεσμεύθη". Στην συνέχεια λέγεται ότι ο Άδης, με τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, έλαβε θνητό σώμα και βρέθηκε ενώπιον του Θεού, έλαβε γή-χώμα και συνάντησε ουρανό, έλαβε αυτό που έβλεπε, δηλαδή ανθρώπινο σώμα, ανθρώπινη φύση, και νικήθηκε από αυτό που δεν έβλεπε, δηλαδή από την θεότητα.
Την διδασκαλία της Εκκλησίας για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη περιέγραψε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε ένα τροπάριο του Κανόνος του Πάσχα. Θα παρατεθή ολόκληρο, γιατί είναι γνωστότατο: "Κατήλθες εν τοις κατωτάτοις της γης και συνέτριψας μοχλούς αιωνίους, κατόχους πεπεδημένων, Χριστέ, και τριήμερος, ως εκ κήτους Ιωνάς εξανέστης του τάφου".
Ο άγιος Επιφάνιος, επίσκοπος Κύπρου, σε σχετική του ομιλία κάνει μια θαυμάσια περιγραφή της καθόδου του Χριστού στον Άδη και όλων εκείνων που συνέβησαν κατ’ αυτήν, ερμηνεύοντας σχετικό ψαλμό του Δαυίδ (Ψαλμ. κγ', 7-10). Με παραστατικό λόγο λέγει ότι ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη "θεοπρεπώς, πολεμικώς... δεσποτικώς", συνοδευόμενος όχι από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων, αλλά από μύριες, μυριάδες και χίλιες χιλιάδες αγγέλους. Πριν φθάση ο Χριστός στα ανήλια δεσμωτήρια του Άδου προέφθασε όλων ο αρχιστράτηγος Γαβριήλ για να τους αναγγείλη την έλευση του Χριστού, αφού άλλωστε αυτός ήταν εκείνος που ευηγγελίσθη την Παναγία. Είπε: "Άρατε πύλας οι άρχοντες υμών". Στην συνέχεια φώναξε ο αρχάγγελος Μιχαήλ: "καί επάρθητι πύλαι αιώνιοι". Οι δυνάμεις των αγγέλων είπαν: "απόστητε, πυλωροί, οι παράνομοι". Και οι άλλες εξουσίες: "συντρίβητε αι αλύσεις οι άλυτοι... Φοβήθητε, τύραννοι οι παράνομοι". Εμφανίστηκε ο Χριστός και προξένησε μεγάλο φόβο, ταραχή και φρίκη. Οπότε οι άρχοντες του Άδου φώναξαν δυνατά: "τίς εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;" Τότε όλες οι δυνάμεις των ουρανών φώναξαν: "Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω... Κύριος των δυνάμεων, αυτός εστίν ο βασιλεύς της δόξης" (Ψαλμ. κγ', 7-10).
Στην συνέχεια ο άγιος Επιφάνιος περιγράφει θαυμάσια την συνομιλία του Αδάμ με τον Χριστό. Ο Αδάμ άκουσε τα βήματα του Χριστού που ερχόταν, όπως τα άκουσε τότε στον Παράδεισο μετά την παράβαση και την παρακοή. Τότε αισθανόταν ταραχή και φόβο, τώρα όμως χαρά και ευφροσύνη. Μετανοημένος ο Αδάμ φώναξε σε όλες τις ψυχές: "Ο κύριός μου μετά πάντων". Και ο Χριστός απάντησε: "Και μετά του πνεύματός σου". Και αφού του έπιασε το χέρι, τον ανέστησε, αναφέροντας το τί έκανε για την σωτηρία του, καθώς επίσης για την σωτηρία όλου του ανθρωπίνου γένους.
δ'
Από όλα αυτά που αναφέραμε προηγουμένως φαίνεται ο σκοπός για τον οποίο ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη. Στην πραγματικότητα εισήλθε μέσα στο κράτος του διαβόλου για να το καταργήση. Θα δούμε κάπως αναλυτικότερα τα αίτια για τα οποία κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη.
Πρώτον, όπως είπαμε μέχρι τώρα, το έκανε για να συντρίψη τις πύλες του Άδου, στην πραγματικότητα για να καταργήση τον θάνατο και το κράτος του διαβόλου. Ήδη το γεγονός αυτό είχε προφητευθή στην Παλαιά Διαθήκη. Ο Προφητάναξ Δαυίδ είπε: "συνέτριψε πύλας χαλκάς και μοχλούς σιδηρούς συνέθλασεν" (Ψαλμ. ρστ', 16). Και ο Προφήτης Ησαΐας παρουσιάζει τον λόγο του Θεού: "εγώ έμπροσθέν σου πορεύσομαι και όρη ομαλιώ, θύρας χαλκάς συντρίψω και μοχλούς σιδηρούς συγκλάσω" (Ησ. με', 2). Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας αυτό το γεγονός, επισημαίνει ότι δεν είπε ότι άνοιξε χάλκινες πύλες, αλλά ότι τις συνέτριψε για να γίνη άχρηστο το δεσμωτήριο. Ούτε είπε ότι αφήρεσε τους μοχλούς, αλλά ότι τους συνέθλασε, ώστε να φανή αδύνατη η φυλακή, γιατί εκεί που δεν υπάρχει θύρα, ούτε μοχλός, εκεί κι αν εισέλθη κανείς δεν μπορεί να κρατηθή. Όταν ο Χριστός καταστρέφη και κομματιάζη κάτι, τότε κανείς δεν μπορεί να το επιδιορθώση.
Δεύτερον, κατέβηκε στον Άδη για να κυριεύση και να υποδουλώση τον διάβολο, ο οποίος τότε ήταν άρχοντας του θανάτου και του Άδου. Ο Ίδιος, άλλωστε, κατά την διάρκεια της ζωής Του, δίδασκε ότι δεν μπορεί κανείς να μπή μέσα στην οικία του δυνατού, να αρπάξη τα σκεύη του και να λεηλατήση το σπίτι του, εάν προηγουμένως δεν δέση τον ισχυρό (Ματθ. ιβ', 29). Έτσι, λοιπόν, με την κάθοδό Του στον Άδη ο Χριστός έδεσε τον διάβολο, που σημαίνει ότι αυτός δεν έχει πια καμμιά εξουσία επάνω στους ανθρώπους.
Τρίτον, κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη για να γεμίση τα πάντα με το φως της θεότητός Του. Ο Απόστολος Παύλος παρουσιάζει μια τέτοια διδασκαλία, όταν λέγη: "τό δε ανέβη τί εστιν ει μη ότι και κατέβη πρώτον εις τα κατώτερα μέρη της γής; ο καταβάς αυτός εστι και ο αναβάς υπεράνω πάντων των ουρανών, ίνα πληρώση τα πάντα" (Εφ. δ', 9). Έτσι, η κατάβαση του Χριστού και στα κατώτερα μέρη της γης έγινε για να πληρωθούν τα πάντα από το φως Του, και ουσιαστικά να καταργηθή και το κράτος του θανάτου. Βέβαια, πρέπει να γίνη διάκριση ότι άλλο είναι η ενέργεια του Θεού που πληροί τα πάντα, και άλλο η θεοποιός ενέργεια του Θεού που μετέχεται μόνον από τους θεουμένους. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεο-λόγος λέγει ότι έπρεπε να ευρεθούν προσκυνητές του Θεού όχι μόνο στα άνω, αλλά και στα κάτω, ώστε όλα να πληρωθούν και να γεμίσουν από την δόξα του Θεού. Μέσα σε αυτήν την προοπτική είναι γραμμένα και τα τροπάρια της Εκκλησίας μας: "Ίνα σου της δόξης τα πάντα πληρώσης καταπεφοίτηκας εν κατωτάτοις της γής". Και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός θα ψάλη πανηγυρικά: "Νύν πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε και γη και τα καταχθόνια. Εορταζέτω γούν πάσα Κτίσις την έγερσιν Χριστού εν ή εστερέωται".
Τέταρτον, κατέβηκε ο Χριστός στον Άδη, ώστε να επαναληφθούν και να γίνουν και εκεί όσα έγιναν στην γή. Όπως στην γη κήρυξε την ειρήνη, έδωσε άφεση αμαρτιών στους αμαρτωλούς, έδωσε το φως των οφθαλμών στους τυφλούς και έγινε αιτία σωτηρίας για όσους πίστευσαν, αλλά και έλεγχος απιστίας για όσους απείθησαν, το ίδιο έπρεπε να γίνη και στον Άδη, όπου υπήρχαν οι ψυχές αυτών που είχαν πεθάνει, ώστε ολόκληρη η ανθρώπινη φύση, όλη η ανθρωπότητα να ακούση το λυτρωτικό μήνυμα του Χριστού. Όπως στους κατοικούντας στην γη ανέτειλε ο ήλιος της δικαιοσύνης, έτσι και σε αυτούς που κατοικούσαν στο σκοτάδι και στην σκιά του θανάτου έπρεπε να λάμψη το φως του Θεού (άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός).
ε'
Μελετώντας την κάθοδο του Χριστού στον Άδη, πρέπει να απαντηθούν δύο ενδιαφέροντα ερωτήματα. Το πρώτον, πώς ο Άδης αναγνώρισε τα τραύματα του Χριστού, αφού ο Χριστός δεν είχε σώμα, αλλά μόνο ψυχή, και δεύτερον, αν σώθηκαν όλοι όσοι βρίσκονταν στον Άδη αιχμάλωτοι του θανάτου.
Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είναι σχολαστική, αλλά θεολογική, κυρίως δε και προ παντός ανθρωπολογική. Σχετίζεται με το ότι ο Χριστός προσέλαβε ψυχή και σώμα και ήταν ολοκληρωμένος και τέλειος άνθρωπος.
Το ερώτημα αυτό τίθεται γιατί σε ένα τροπάριο του Κανόνος του Μ. Σαββάτου λέγεται ότι ο Άδης επικράνθη βλέποντας άνθρωπο θνητό που είχε θεωθή και ήταν γεμάτος από τις πληγές του Σταυρού. "Ο Άδης, Λόγε, συναντήσας σοι, επικράνθη, βροτόν ορών τεθεωμένον, κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν, τω φρικτώ της μορφής δε διαπεφώνηκεν". Δηλαδή, ο Χριστός, καίτοι ήταν γεμάτος από πληγές, ταυτόχρονα ήταν παντοδύναμος.
Είναι γνωστόν ότι στον Άδη κατέβηκε η ψυχή του Χριστού μαζί με την θεότητα, αφού το σώμα μαζί με την θεότητα παρέμεινε στον τάφο. Οπότε, οι πληγές που είχε ο Χριστός ήταν ή πληγές της ψυχής ή πληγές της θεότητος. Το δεύτερο αποκλείεται, οπότε πρέπει να ομολογηθή ότι ήταν πληγές της ψυχής. Αλλά, πώς είναι δυνατόν οι πληγές του σώματος, που έγιναν πάνω στον Σταυρό να θεωρηθούν και πληγές της ψυχής;
Έχουμε αναφέρει σε προηγούμενη ανάλυση ότι κατά την διάρκεια του Πάθους, όταν έπασχε το σώμα, δεν συνέπασχε η θεότητα, αλλά παρέμεινε απαθής. Όμως, μαζί με το σώμα συνέπασχε και η ψυχή του Χριστού. Ο άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης εξηγεί ότι άλλες ενέργειες της ψυχής ενεργούν χωρίς την συνέργεια του σώματος, όπως ο νούς, η διάνοια και η δόξα, που ενεργούν και όταν ηρεμή το σώμα, και άλλες ενέργειες της ψυχής, όπως η φαντασία και η αίσθηση δεν μπορούν να ενεργούν χωρίς το σώμα. Έτσι, όταν μαστιγωνόταν το σώμα του Χριστού, τότε οι τύποι και οι αμυδρές φαντασίες των μαστίγων και των παθών χαράσσονταν και στην ψυχή του Χριστού. Επομένως, τα σημάδια του σώματος διαβιβάστηκαν και στην ψυχή, και αυτά είδε ο Άδης.
Άλλωστε, αυτό συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων. Ο Μ. Βασίλειος λέγει ότι εκείνοι που έπραξαν τα φαύλα και πονηρά θα αναστηθούν εις ονειδισμόν και αισχύνην "ενορώντες εν εαυτοίς το αίσχος και τους τύπους των αμαρτημένων".
Πραγματικά, αυτή η αισχύνη είναι φοβερωτέρα του σκότους και του πυρός του αιωνίου, αφού, όπως λέγει ο Μ. Βασίλειος, πάντοτε θα υπάρχουν στην μνήμη της ψυχής τα ίχνη της αμαρτίας που έγιναν με το σώμα τους, σαν μια βαφή που δεν ξεπλένεται και δεν ξεβάφει ποτέ. Ίσως μέσα σε αυτή την προοπτική μπορούμε να ερμηνεύσουμε το πώς ο πλούσιος στον Άδη είδε και γνώρισε την ψυχή του Λαζάρου, κατά την σχετική παραβολή του Χριστού.
Στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να πούμε ότι με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι δίκαιοι, όσοι είχαν φθάσει, κατά διαφόρους βαθμούς, στην θέωση. Ο άγιος Επιφάνιος θα πη ότι δεν σώθηκαν όλοι όσοι ευρίσκονταν εκεί, αλλά μόνον οι πιστεύσαντες. Και αυτό πρέπει να ερμηνευθή από την άποψη ότι αναγνώρισαν τον Χριστό όσοι είχαν κοινωνία με τον άσαρκο Λόγο, όσο ζούσαν στην ζωή.
Ξέρουμε από άλλες διδασκαλίες της Αγίας Γραφής και της πατερικής Παραδόσεως ότι ο φωτισμός και η θέωση υπήρχαν και στην Παλαιά Διαθήκη για όσους αξιώθηκαν να δούν τον άσαρκο Λόγο και είχαν φθάσει στην θέωση, με την διαφορά ότι δεν είχε ακόμη καταργηθή ο θάνατος, γι’ αυτό πήγαιναν στον Άδη. Ο Χριστός με την κάθοδό Του σε αυτόν κατήργησε το κράτος του θανάτου και όσοι είχαν κοινωνία μαζί Του πίστευσαν ότι Αυτός είναι δυνατός και κραταιός, ο σωτήρ των ανθρώπων, και έτσι ελευθερώθηκαν.
στ'
Η ημέρα του Μ. Σαββάτου, όταν η ψυχή του Χριστού με την θεότητα βρισκόταν στον Άδη και το σώμα μαζί με την θεότητα βρισκόταν στον τάφο, οπότε νικήθηκε το κράτος του διαβόλου και του θανάτου, θεωρείται μεγάλη ημέρα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, αφού συνδέεται με την ημέρα της Κυριακής.
Στα λειτουργικά κείμενα συσχετίζεται η εβδόμη ημέρα της δημιουργίας, κατά την οποία ο Θεός μετά την δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου "κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού", με την ημέρα του Μ. Σαββάτου, κατά την οποία κατέπαυσε και ο Χριστός από όλα εκείνα που έκανε για την σωτηρία του ανθρώπου. Γι’ αυτό, όπως ψάλλουμε, "τούτο γαρ εστι το ευλογημένον Σάββατον".
Στο βιβλίο της Γενέσεως βλέπουμε ότι, αφού ο Θεός δημιούργησε όλον τον κόσμο και τον άνθρωπο σε έξι ημέρες, κατά την εβδόμη ημέρα αναπαύθηκε από τα έργα που έκανε. Γράφει ο Μωϋσής: "Και ευλόγησεν ο Θεός την ημέραν την εβδόμην και ηγίασεν αυτήν, ότι εν αυτή κατέπαυσεν από πάντων των έργων αυτού, ών ήρξατο ο Θεός ποιήσαι" (Γεν. β', 3).
Γι’ αυτόν τον λόγο ο Μωϋσής καθόρισε, ώστε την εβδόμη ημέρα, το Σάββατο, που ερμηνεύεται ανάπαυση, να αναπαύωνται οι Ιουδαίοι και να αφιερώνεται η ημέρα στην λατρεία και την προσευχή. Η εντολή ήταν σαφής: "Και η ημέρα η πρώτη κληθήσεται αγία, και η ημέρα η εβδόμη κλητή αγία έσται υμίν, πάν έργον λατρευτόν ου ποιήσετε εν αυταίς, πλην όσα ποιηθήσεται πάση ψυχή, τούτο μόνον ποιηθήσεται υμίν" (Εξ. ιβ' 16).
Υπάρχει ερμηνεία κατά την οποία η εντολή της αργίας του Σαββάτου δόθηκε από τον Θεό κυρίως και προπαντός για την ανάπλαση και ανακαίνιση του ανθρώπου που θα γινόταν με την θυσία και τον θάνατο του Χριστού στον Σταυρό, με την κάθοδο του Χριστού στον Άδη και την κατάργηση της αμαρτίας και του θανάτου. (Ιωσήφ Καλοθέτης). Βέβαια, πρέπει να τονισθή ότι η αρχή της αναπλάσεως και ανακαινίσεως έγινε την ημέρα του Μ. Σαββάτου, αλλά η φανερά και αισθητή αρχή της παλιγγενεσίας έγινε την ημέρα της Κυριακής, όταν ο Χριστός αναστήθηκε αισθητώς από τον τάφο (άγ. Νικόδημος αγιορείτης). Γι’ αυτό και εμείς, καίτοι τιμούμε το Σάββατο, εν τούτοις τιμούμε περισσότερο την Κυριακή, που την θεωρούμε κυρίως ημέρα αναπλάσεως και αναδημιουργίας. Σεβόμαστε, πάντως και το Σάββατο, κατά τον λόγο του αγίου Γερμανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως: "Σεβαστέον ουν τούτο το Σάββατον, ως ημέραν της καθ’ ημάς αναπλάσεως".
Ο σαββατισμός στην ορθόδοξη Παράδοση έχει και μια άλλη σημασία. Στην ουσία συνιστά την κατάπαυση του ανθρώπου, τον ησυχασμό, την λεγομένη ιερά ησυχία με όλο το περιεχόμενό της. Ο Απόστολος Παύλος, αφού αναφέρει ότι ο σαββατισμός είναι απαραίτητος για τον λαό του Θεού, συνιστά: "Σπουδάσωμεν ουν εισελθείν εις εκείνην την κατάπαυσιν" (Εβρ. δ', 11). Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς θα πη ότι όταν ο άνθρωπος απομακρύνη κάθε λογισμό από τον νού και όταν με επιμονή και αδιάλειπτη προσευχή ο νούς επιστρέψη μέσα στην καρδιά, τότε εισέρχεται στην θεία κατάπαυση, δηλαδή στην θεοπτία, στην θεωρία του Θεού.
Αυτή η κατάπαυση, αυτός ο ησυχασμός δεν είναι αδράνεια, αλλά μεγάλη κίνηση. Όπως ο Θεός, καίτοι κατέπαυσε την εβδόμη ημέρα, εν τούτοις όμως εξακολουθούσε να διευθύνη τον κόσμο με την άκτιστη ενέργειά Του, έτσι και ο άνθρωπος, όταν βρίσκεται σε κατάσταση πνευματικής θεωρίας, κάνει το μεγαλύτερο έργο, ενώνεται με τον Θεό και στην συνέχεια αγαπά ό,τι αγαπά και ο Θεός. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι είναι δυνατόν να ζήση κανείς την Ανάσταση του Χριστού μέσα από την δική του κατάπαυση, δηλαδή μέσα από τον δικό του ησυχαστικό τρόπο ζωής. Όσο κανείς εισέρχεται στον θείο σαββατισμό, στην θεία κατάπαυση τόσο και βιώνει την ανάσταση. Η ευχή "καλή ανάσταση" πρέπει να συνοδεύεται και να ακολουθή από την ευχή "καλή κατάπαυση".
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....
Πηγή: http://www.pelagia.org/htm/b26.e.i_despotikes_eortes.10.htm
πηγή εἰκόνας:
http://www.saint.gr/photos/easter/Pasxa03.jpg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου