Η Αγία Σοφία είναι κτισμένη επάνω σε διάσελο και σε θέση περίβλεπτη. Είναι το πρώτο κτίσμα που χτυπάει στα μάτια σου όταν έρχεσαι από την Προποντίδα και περιπλέεις το ακρωτήριο του Serayburnu. Χάνεται για λίγο και ξαναφαίνεται από τον Κεράτιο. Τη θέση αυτή δεν τη διάλεξαν φυσικά οι Βυζαντινοί, την είχανε προ καιρού επισημάνει οι ειδωλολάτρες όταν έχτιζαν εκεί τους ναούς των. Ισορροπεί με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια, κάθεται σαν πελώρια πεταλίδα στο βράχο, σκαλίστηκε θαρρείς επάνω σε κάποιο εξόγκωμά του.
Η Αγία Σοφία υπήρξε επί οκτώ αιώνες o μεγαλύτερος περίκλειστος χώρος σε όλον τον κόσμο μέχρι της ανέγερσης του Καθεδρικού ναού της Σεβίλλης, και έχει κτισθεί σε μικρό σχετικώς χρονικό διάστημα – ο Καθεδρικός ναός της Σεβίλλης χτίζονταν (από το 1402 – 1509) επί 107 χρόνια. Είναι το πιο ανάλαφρο δαμασμένο κενό. Το σύνολο των στηριγμάτων του τρούλου στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης καταλαμβάνει το μισό, ενώ στην Αγία Σοφία μόλις το ένα δέκατο του ελεύθερου εσωτερικού χώρου. Του τρομακτικού συνάμα και ελκυστικού αυτού χώρου, που μιμείται το θολωτό Σύμπαν όπως το δημιούργησε ο Θεός και το περιόρισε ο άνθρωπος.
Η Αγία Σοφία φέρει κατάδηλα τα ίχνη της επαφής των ανθρώπων που δέχτηκε κάτω από τους θόλους της δια μέσου των αιώνων. Οι κίονες της έχουν αυλακωθεί εκεί που ακουμπούσαν τα κορμιά τους οι πιστοί όταν έσκυβαν να παρακολουθήσουν τις ιεροτελεστίες και τις τελετές, οι αγκώνες τους έσκαψαν, αφήσανε τα αποτυπώματα τους πάνω στα γείσα. Και στις παραστάδες της μεσαίας Βασιλικής Πύλης του εσωνάρθηκα τα πόδια των φρουρών βαθούλωσαν το μάρμαρο, σχημάτισαν τεχνητές μικρές γούρνες.
Το μαρμάρινο έδαφος τού κυρίως ναού είναι χωρισμένο σε τέσσερις ζώνες κάθετες στον κατά μήκος άξονα από τέσσερις μουντές γκρίζες ταινίες. Είναι οι τέσσερις ποταμοί τού Υπερπέραν, όπως τους βλέπει ο Κωνσταντίνος Γρίβας, o Γαίων, ο Φύσων, ο Τίγρης και ο Ευφράτης.
Ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς «ποταμούς» επαναλαμβάνουν τα συμμετρικά «νερά» τους οι πλάκες των μαρμάρων. Τρεις σειρές από 30 πλάκες η κάθε σειρά ανάμεσα σε δυο ποταμούς, έπειτα άλλες τρεις και άλλες τρεις.
Μπαίνει ο επισκέπτης από τη νότια είσοδο του Εσωνάρθηκα, κάτω από το ψηφιδωτό του Μ. Κωνσταντίνου και τού Ιουστινιανού που προσφέρουν τα δώρα τους στη Θεοτόκο. Δίπλα του, πλαγιασμένα στο έδαφος τα «φύλλα» της μπρούντζινης πόρτας της εισόδου. Ήταν η παλαιότερη – 9ος αιώνας – από τις μνημειακές μπρούντζινες πόρτες. Στις αρχές του l4ου οι Φλωρεντινοί έφεραν από τη Βενετία μαστόρους για να «χύσουν» την πόρτα του Βαπτιστηρίου τους. Προηγουμένως οι Βενετσιάνοι καλούσαν Βυζαντινούς τεχνίτες για τις δικές τους μπρούντζινες πόρτες.
Πάνω από τα μαρμάρινα παραπέτα, βλέπεις σκαλισμένα στο περβάζι, πάνω στο μάρμαρο γράμματα ρωσικά, βυζαντινά, φράγκικα, αραβοπερσικά… Είναι αυτοί που λαχτάρησαν να συνδεθούν με την Ιστορία και αποτύπωσαν τα ίχνη των ανώνυμων ονομάτων τους. Αλλού χαραγμένα εννιάπετρα που έχουνε σκύψει επάνω τους ώρες ολάκερες παίζοντας, ποιοι άραγε; Οι πιστοί κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων αγρυπνιών; Ή μήπως οι στρατιώτες, οι σκοποί, οι χασομέρηδες που ήθελαν να διασκεδάσουν την ανία τους και τη μοναξιά τους;
Η Α’ Αγία Σοφία θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο αλλά οικοδομήθηκε από το γιο του Κωνστάντιο (337-361). Τα εγκαίνιά της έγιναν το 346.
Ο Σωκράτης, που έγραψε την Ιστορία της Εκκλησίας από το 305-439, αναφέρει: «… κατά, τον καιρόν τούτον (επί πατριάρχου Μακεδονίου) ο βασιλεύς την Μεγάλην Εκκλησίαν έκτιζεν, ήτις Σοφία μεν προσαγορεύεται νυν, συνήπται δε τη έπωνύμω Ειρήνη …» Από τη φράση αυτή του Σωκράτη αλλά και από τις ανασκαφές (Ramaganoglu, 1945) προκύπτει ότι η Α’ Αγία Σοφία, που χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ναού του Απόλλωνος, είχε άμεση επαφή προς Β με την Αγία Ειρήνη και βρίσκονταν ανάμεσα σ’ αυτήν και στη σημερινή Αγία Σοφία.
Η Β’ Αγία Σοφία χτίστηκε πάλι από τον Κωνστάντιο προς Ν της πρώτης, στη σημερινή θέση της Αγίας Σοφίας του Ιουστινιανού. Ήταν μια μεγαλόπρεπη βασιλική με τρεις αψίδες και πέντε κλίτη. Στην προς Δ είσοδο της είχε ωραίο πρόπυλο με αέτωμα και κιονοστοιχία. Τα εγκαίνια της Β’ Μεγάλης Εκκλησίας έγιναν από τον πατριάρχη Ευδόξιο το 360.
Οι ναοί αυτοί υπέστησαν ζημιές κατά καιρούς, καταστράφηκαν από πυρκαγιές. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου του 381 επί Θεοδοσίου Α’ (378-395) πυρπολήθηκαν από τους αρειανούς. Κατά την εξορία του Χρυσοστόμου από τούς οπαδούς του το 404.
Η Γ’ Μεγάλη Εκκλησία είναι έργο τού Θεοδοσίου Β’ (408-450). Στην πραγματικότητα δεν ήταν ανοικοδόμηση παρά επιδιόρθωση και συνένωση διαφόρων τμημάτων της Α’ και Β’ Αγίας Σοφίας με ορισμένες προσθέσεις και παραλλαγές. Τα εγκαίνιά της έγιναν το 415.
Κατά τη στάση του Νίκα καταστράφηκαν από πυρκαγιές τόσο η Αγία Ειρήνη όσο και η Γ’ Αγία Σοφία του Θεοδοσίου Β’. Μετά την καταστολή της στάσεως ο Ιουστινιανός (527-565) αμέσως απεφάσισε το χτίσιμο της σημερινής Δ’ Αγίας Σοφίας επάνω στα ερείπια της βασιλικής του Κωνστάντιου. Έπειτα από 40 μέρες έθεσε τα θεμέλια και μετά πέντε χρόνια, το Δεκέμβριο του 537 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού από τον πατριάρχη Μηνά, και είναι γνωστή η φράση: «Δόξα τω Θεώ, τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον έπιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών!»
Ως προς τον χρόνο αποπεράτωσης της Δ’ Αγίας Σοφίας υπάρχει ωστόσο και άλλη άποψη. Ο Ιουστινιανός, πριν αρχίσει η ανέγερση του ναού, απαλλοτρίωσε τα οικόπεδα και κατεδάφισε όλα τα κτίσματα από τα πέριξ της οικοδομής χώρο. Το 539 (επτά χρόνια μετά τη στάση του Νίκα) ο Ιουστινιανός άρχισε το γκρέμισμα του εσωτερικού της Β’ Μεγάλης Εκκλησίας καθώς και ορισμένες μεταρρυθμίσεις, ενώ ταυτοχρόνως συγκέντρωνε υλικό από τα πέρατα της αυτοκρατορίας. Μάρμαρα και πελώριοι μονολιθικοί κίονες φορτωμένοι επάνω σε σχεδίες κατέφθαναν από την Προικόννησο, την Εύβοια, την Αθήνα, τους Δελφούς, τη Θεσσαλία, τη Λακωνία, τη Ρώμη, την Έφεσο, τη Φρυγία, την Αίγυπτο. Έτσι, η συγκέντρωση του υλικού και το καθάρισμα της παλαιάς βασιλικής του Κωνστάντιου καθώς και η ανέγερση της Αγίας Σοφίας κράτησε συνολικά είκοσι χρόνια και τα εγκαίνια του ναού έγιναν το 552, τον πρώτο χρόνο της πατριαρχείας του Ευτύχιου. Ας σημειωθεί ότι τα ταξίδια από τέτοιες αποστάσεις διαρκούσαν μήνες, και η μεταφορά τεράστιων όγκων είτε δια ξηράς είτε δια θαλάσσης απαιτούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ξεκινώντας για την εν Φλωρεντία ψευδοσύνοδο ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος με τη συνοδεία του, όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο έργο του «Γεννήθηκα το 1402», για να φθάσουν από την Πόλη στη Βενετία χρειάστηκαν (27 Νοεμβρ. 1437-8 Φεβρ. 1438) 69 ολόκληρες μέρες!
Οι οικοδόμοι της Αγίας Σοφίας ήταν οι μεγαλύτεροι στην ειδικότητα τους επιστήμονες της ελληνικής Ανατολής. Ο «μηχανικός» Ανθέμιος, που ο ιατρός αδελφός του Αλέξανδρος ο Τραλλιανός, από τους οπαδούς της Σχολής του Γαληνού, συνέγραψε σε 12 τόμους περί θεραπείας νοσημάτων «Βιβλίον θεραπευτικόν», και ο αρχιτέκτων Ισίδωρος που μεγάλωσε κάτω από την τεμαχισμένη σκιά του ναού των Διδύμων στη Μίλητο, χρησιμοποίησαν και μεταρρύθμισαν τα «ερείπια» της βασιλικής του Κωνστάντιου και δημιούργησαν απ’ αυτή την «αναπροσαρμογή» ένα αριστούργημα φαντασίας και τόλμης. Γκρέμισαν τους τοίχους και τις κιονοστοιχίες που χώριζαν το μεσαίο κλίτος της βασιλικής από τα παράπλευρα και αποκάλυψαν ένα τεράστιο χώρο. Οι κιονοστοιχίες αυτές «μεταφέρθηκαν» δίπλα στις κιονοστοιχίες των ακραίων κλιτών που έμειναν περίπου με το αρχικό τους εύρος. Έτσι, το μεσαίο κλίτος της Αγίας Σοφίας έχει διπλάσιο φάρδος από τα παράπλευρα (18,29 μ. με 38,07 μ., R. Van Nice).
Η βασική δομή της Αγίας Σοφίας έχει σχήμα κιβωρίου (ciborium, baldaquin, πέργολον, κουβούκλιο). Τέσσερις πελώριοι πεσσοί, ο καθένας βάσεως 100 τ.μ. περίπου, στηρίζουν τέσσερα μεγάλα τόξα, στις κορυφές των οποίων καθώς και στα σχηματιζόμενα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα (λοφία) στηρίζεται ο τρούλος.
Για να εξισορροπηθούν οι πλάγιες ωθήσεις κατασκευάσθηκαν προς Α και Δ δύο μεγάλα ημιθόλια (τεταρτοσφαίρια) που υποβαστάζονται από τρεις μικρότερους θόλους και από χαμηλότερους πεσσούς. Προς Β και Ν δεν υπήρχαν ημιθόλια παρά τα μεγάλα τόξα κατέληγαν σε τύμπανα, η κορυφή των οποίων φωτίζονταν από μεγάλα τρίλοβα παράθυρα. Ο χώρος επομένως γύρω από τον τρούλο υποχωρούσε, τα σφαιρικά τρίγωνα υποχωρούσαν και ο τρούλος φαινόταν αιωρούμενος επάνω στο κενό, περιιπτάμενος. Αν λάβει κανείς υπόψιν του τον φωτισμό από τα 15 παράθυρα του ανατολικού και του δυτικού ημιθολίου καθώς και από τα παράθυρα των τύμπανων, εκ των οποίων το υψηλότερο, τρίλοβο με δύο κιονίσκους – όπως περίπου το παράθυρο της δυτικής πλευράς – και ακόμη τα 40 παράθυρα της βάσης του τρούλου (ο φωτισμός του ναού ήταν τότε διπλάσιος από τον σημερινό), θα δικαίωνε τη φράση του Προκόπιου: «φαίης αν ουκ έξωθεν καταλάμπεσθαι ηλίω τον χώρον αλλά την αιγλην εν αυτώ φύεσθαι».
Ο βράχος ωστόσο που σήκωσε στη ράχη του τον ειδωλολατρικό ναό του Απόλλωνα επί τόσους αιώνες, στάθηκε αδύναμος να αντέξει κάτω από το συνολικό βάρος της νέας οικοδομής. Παρόλο που οι πεσσοί κατασκευάστηκαν ικανοί να επωμισθούν τα βάρη και τις ωθήσεις του τρούλου, το υπέδαφος των πετρωμάτων, που ανήκαν στη Δεβόνιο περίοδο, υπέστη μια πλαστική παραμόρφωση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η βαθμιαία καθίζηση των θεμελίων της οικοδομής. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τού θεμελιωτή της Μηχανικής του εδάφους (μιας επιστήμης που ξεκίνησε 1387 χρόνια μετά το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας) και καθηγητή της Ροβερτείου Σχολής της Πόλης Karl Terzhagi, η πίεση που εξασκούν οι πεσσοί, τα αντερείσματα, οι θόλοι, οι τοίχοι κ.λ.π. επάνω στο βράχο είναι ίση με 105 τόννους ανά τετραγωνικό μέτρο!
Οι τέσσερις πεσσοί, και κυρίως ο βορειοανατολικός, απόκλιναν από την κατακόρυφο και απομακρύνθηκαν από το κέντρο του τετραγώνου. Έτσι, έπειτα από τους αλλεπάλληλους σεισμούς του Αυγούστου 553,Ιανουαρίου 557 και Μαίου 558, κατέρρευσε το μεγάλο ανατολικό τόξο, η αψίδα και μέρος του τρούλου. Την αποκατάσταση της οικοδομής ανέλαβε, όπως είναι γνωστό, ο ανιψιός του Ισιδώρου, Ισίδωρος ο νεότερος. Η πρώτη αυτή μεγάλη αναστήλωση, όπως παρατηρεί ο Μιχελής στη μελέτη του: Η αισθητική της Αγίας Σοφίας, δεν ήταν μια επιδιόρθωση βλαβών ή και απλή ανοικοδόμηση παρά μια «δεύτερη έκδοση» του αρχιτεκτονικού έργου.
Ο νέος Ισίδωρος ενίσχυσε τα μεγάλα τόξα, ελάττωσε το φωτισμό του ναού περιορίζοντας τον αριθμό των παραθύρων στα μεγάλα ημιθόλια από δεκαπέντε σε πέντε και αντικαθιστώντας το τρίλοβο παράθυρο των τύμπανων με πέντε μικρότερα. Τόνισε ελαφρώς τον κατακόρυφο άξονα του ναού ανακατασκευάζοντας υψηλότερο τον τρούλο – όχι τόσο ώστε να μη γίνεται ορατή η κορυφή του από την μεσαία βασιλική πύλη. Με τις τεχνικές και αισθητικές μεταλλαγές που επέφερε, πρόσθεσε τη δική του άποψη και αναστήλωσε μια νέα Αγία Σοφία ισοδύναμη με την πρώτη και την κληροδότησε στους επόμενους αιώνες. Τα εγκαίνια της Μεγάλης Εκκλησίας έγιναν για δεύτερη φορά, κατά το τριακοστό έκτο έτος τής βασιλείας του Ιουστινιανού, στις 24 Δεκεμβρίου τού 563.
Το εσωτερικό της Αγίας Σοφίας αποκαλύπτει μια πρωτόφαντη θέα, ένα καταπληκτικό κενό αιχμαλωτισμένο από ένα ανάλαφρο κτίσμα. Μια ενότητα χώρου, από τον οποίον απουσιάζει κάθε «πλαστικότητα», κάθε συμπύκνωση όγκου. Η εσωτερική επιφάνεια του ναού τερματίζεται σε επίπεδα «διαφράγματα» διάτρητα από φως, από οπτικά περάσματα, «οι τοίχοι κρέμονται ωσάν παραπετάσματα», απλώνονται παντού μαρμάρινα βήλα.
Το βλέμμα ακολουθώντας τον κατακόρυφο άξονα χάνεται στον απόμακρο τρούλο, ενώ κατά μήκος οδηγείται στο ανατολικό μέρος τού ναού όπου το υποδέχεται η αψίδα του βήματος. Αντίθετα, τα πελώρια τύμπανα και οι κιονοστοιχίες των πλάγιων πλευρών «συστέλλουν», το διάστημα, το κάνουν υποθετικό, το υποψιάζεται η φαντασία πίσω από τα ανοίγματα, από τα ενδιάμεσα των κιόνων, από τη γειτονική παρουσία του τεμαχισμένου φωτισμού. Η Αγία Σοφία είναι δρομικός ναός, είναι βασιλική με τρούλο.
Ένα κύριο μέλημα των αρχιτεκτόνων ήταν να υποκρύψουν και να εξαφανίσουν τα όργανα στηρίξεως. Τα μεγάλα τόξα υποβαστάζουν τον τρούλο ωστόσο είναι αόρατα, οι πεσσοί που υποβαστάζουν τα τόξα έχουν απαλειφθεί. Αυτοί οι γιγαντιαίοι στύλοι, που η περίμετρος της βάσης τους ξεπερνάει τα 40 μέτρα και το εμβαδόν της τα 100 τετρ. μέτρα, έχουν καταστεί οπτικώς ανύπαρκτοι.
Οι πλευρές τους που βλέπουν προς το μεσαίο κλίτος αποτελούν τμήμα των κιονοστοιχιών, συμπληρώνουν, στην αρχή και στο τέλος, τους τέσσερις μεγάλους πράσινους κίονες. Οι προς A και Δ πλευρές τους καμπυλώνονται, συνεχίζουν την κυλινδρική κίνηση που έχουν οι τέσσερις (προς Α και Δ) κόγχες, αποτελούνε και εδώ συμπλήρωμα των δύο μικρών ενδιάμεσων κιόνων της κόγχης. Το φάρδος τους – και επομένως όγκος τους – συγχωνεύεται με τα στενά κλίτη που εμφιλοχωρούν ανάμεσα στο μεσαίο κλίτος και στα παράπλευρα και κάνουν το ναό πεντάκλιτο!
Ακόμη, οι προς Α χαμηλότεροι πεσσοί που επωμίζονται το βάρος των μεγάλων ημιθολίων, ταυτίζονται με την κυλινδρικότητα της αψίδας.
Αντίθετα με την εντύπωση που προκαλεί το απροσμέτρητο κενό του εσωτερικού της Αγίας Σοφίας, όλα τα προσιτά στον άνθρωπο μέλη του ναού, οι κίονες, οι βαθμίδες, τα διαβατικά, οι πύλες, τα γείσα… όλα αυτά είναι καμωμένα στην ανθρώπινη κλίμακα. Ακόμη και οι πλάκες της μαρμάρινης επένδυσης διατεταγμένες κατά ζώνες, οι ταινίες που τις διαχωρίζουν, οι ουρανοί των διαβατικών, ο μωσαϊκός διάκοσμος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ανθρώπινο μέτρο ενισχύει και εξαίρει το υπερμέγεθες της οικοδομής.
Η ίδια οικοδομή ωστόσο, το περικάλυμμα αυτού τού απείρου διαστήματος είναι ενσωματωμένη σε άλλη κλίμακα, μια κλίμακα υπερβατική. Όταν ανεβαίνει κανείς από τον κοχλία στα υπερώα νομίζει πως έφθασε στο ζενίθ. Όμως το ύψος αυτό είναι λιγότερο από το τέταρτο του συνολικού ύψους του ναού από το έδαφος ως την κορυφή του τρούλου. Και οι στέγες ακόμη των παράπλευρων κλιτών βρίσκονται πιο χαμηλά από το μισό του ίδιου ύψους! Όσοι χαρακτηρίζουν την αναλογία αυτή τερατώδη, περιορίστηκαν να διατυπώσουν τη γνώμη τους εξετάζοντας το πλάνο του ναού. Δεν πήραν υπόψη την οπτική εντύπωση – ακόμη και για το θεατή που βρίσκεται στα υπερώα – τις οπτικές «διορθώσεις», των αποστάσεων. Δεν πήραν υπόψη τους πως, οπτικά, οι επιφάνειες όσο απομακρύνονται «μικραίνουν» με το τετράγωνο, και οι χώροι με τον κύβο της αποστάσεως!
Παρόλο που ο κατακόρυφος άξονας έχει ρόλο κυρίαρχο και η κλιμάκωση των θόλων υψώνεται σε ένα εκθαμβωτικό, υπερούσιο κενό, η παρουσία του ορίζοντα δίνει στην Αγία Σοφία ένα τόνο ηρεμίας, γαλήνης και ελληνικότητας. Τρεις κορνίζες οριζόντιες περιτρέχουν τη βάση των υπερώων, τις βάσεις των τύμπανων και των ημιθολίων και τέλος την κρηπίδα του τρούλου. Τα τρία ύψη τους (οι αποστάσεις από το έδαφος) αποτελούν μια συνεχή αvαλoγία (γ:β=β:α=9:5). Το τρίτο ύψος ως προς το δεύτερο και το δεύτερο ως προς το πρώτο έχουν τον ίδιο λόγο (9:5).
Κατά τοyς μετέπειτα βυζαντινούς αιώνες οι διάδοχοι του Ιουστινιανού συντήρησαν και εξωράισαν την Αγία Σοφία. Στο τέλος του 9ου αιώνα ο Βασίλειος Α’ επισκεύασε το μεγάλο δυτικό τόξο που υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσει. Το 989 ο τρούλος του ναού κατέπεσε εν μέρει από σεισμό και αναγέρθηκε επί Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Επισκευές έγιναν και στις αρχές του 11ου και του l4ου αιώνα και ο Ανδρόνικος Β’ στήριξε με αντερείσματα τους ανατολικούς τοίχους τής βασιλικής. Τον Μάιο του 1346 κατέρρευσε το ανατολικό ημιθόλιο και η βλάβη επιδιορθώθηκε επί Άννας της Σαβοΐας, συζύγου του Ανδρόνικου Γ’ (1328-1341). Μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου η βασιλομήτωρ Άννα – ο γιος της Ιωάννης Ε’ ήταν μόλις 9 ετών – αντιτάχθηκε στον μέγα δομέστικο Ιωάννη Καντακουζηνό, o οποίος διηύθυνε ουσιαστικά το κράτος ζώντος του Ανδρόνικου, και ως φίλος του επιστήθιος θα έπρεπε να αναλάβει την αντιβασιλεία. Για να ανταποκριθεί στα έξοδα του εμφύλιου πολέμου η Άννα της Σαβοΐας έδωσε ενέχυρο στους Βενετούς τα διαμάντια και τα κοσμήματα του στέμματος έναντι 30.000 δουκάτων. Το ποσόν αυτό ουδέποτε επεστράφη και ο θησαυρός του στέμματος παραμένει έκτοτε στο θησαυροφυλάκιο του Αγίου Μάρκου. Το 1350 ο μέγας πρίγκιπας της Μόσχας έστειλε χρηματική βοήθεια για την επιδιόρθωση της Αγίας Σοφίας και, σαν να μην έφθανε η κατάντια της αποδοχής εξωτερικής αρωγής για τέτοιο σκοπό, η ευλαβής προσφορά χρησιμοποιήθηκε για στρατολόγηση Τούρκων μισθοφόρων (Νικ. Γρηγοράς)!
Τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας παρέμειναν εν μέρει ακάλυπτα μέχρι του 1847, όπως γίνεται φανερό από μαρτυρίες περιηγητών που είδαν εικόνες ψηφιδωτών, άλλες ευδιάκριτες και άλλες αμυδρά ορατές. Ο προσκυνητής Αντώνιος, αρχιεπίσκοπος του Novgorod το 1200, ο Evliya Celebi κατά τον l7ον αιώνα, ο Cornelius Loos από τη Στοκχόλμη κατά το 1710 και πολλοί άλλοι εξέφρασαν κατά καιρούς τη γνώμη τους για τη λαμπρότητα ακόμη και για την καλή ή κακή κατάσταση του εσωτερικού διακόσμου στην περίφημη αυτή εκκλησία της Πόλης. Γενικά, είναι βέβαιο ότι υπήρχαν αγιογραφίες μωσαϊκών με θέματα από την Καινή Διαθήκη στις ημικυλινδρικές (καμαρωτές) οροφές και στα σταυροθόλια των κατηχουμενίων (υπερώων) του ναού, η ζωή και τα πάθη του Χριστού, ακόμη και πορτραίτα Προφητών, Διδασκάλων, Ιεραρχών κ.α., πράγμα που παρατήρησαν και οι Ελβετοί αρχιτέκτονες αδελφοί Giuseppe και Gaspar Fosatti.
Η πρώτη συστηματική ανακαίνιση του ναού επί Οθωμανών έγινε από τούς προαναφερθέντες αρχιτέκτονες ανάμεσα στα 1847 και 1849 επί σουλτάνου Abdul Mecit, οπότε οι εικόνες σ’ όλο το οικοδόμημα επικαλύφθηκαν με ασβέστη, αφού προηγουμένως είχανε καθαρισθεί!
Το 1930 ο Kemal Ataturk επέτρεψε στο Αμερικανικό Βυζαντινολογικό Ινστιτούτο να εξετάσει και να αποκαλύψει τις μωσαϊκές εικόνες της Αγίας Σοφίας. Οι εργασίες άρχισαν το 1932 υπό την επίβλεψη του διευθυντού και ιδρυτού του Ινστιτούτου Θωμά Whittemore με τη μελέτη και φωτογράφηση των τοίχων της οικοδομής και διάρκεσαν ένα έτος.
Πρώτα πρώτα καθαρίστηκαν τα τύμπανα του Εσωνάρθηκα που βρίσκονται επάνω από τις πύλες που οδηγούν στον κυρίως ναό. Εκεί αποκαλύφθηκαν οκτώ μεγάλοι σταυροί, κόκκινοι επάνω σε χρυσό φόντο, δεξιά και αριστερά της μεσαίας βασιλικής πύλης. Ακολούθως μέσα στο ναό καθαρίστηκαν τα επιχρίσματα στους ημικυλινδρικούς ουρανούς των διαβατικών που διασχίζουν τους ελάσσονες δυτικούς πεσσούς. Και στη διακόσμηση μεν της οροφής του νοτιοδυτικού πεσσού αποκαλύφθηκαν χρυσά τετράγωνα σε αργυρό φόντο, στον δε αντίστοιχο βορειοδυτικό χρυσοί κύκλοι μέσα σε τετράγωνα σε βάθος επίσης αργυρό.
Στις 24 Οκτωβρίου 1934 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το επί πέντε αιώνες βακούφιον της Αγίας Σοφίας μετετράπη σε Μουσείο. Εν τω μεταξύ οι εργασίες της αποκαταστάσεως των μωσαϊκών εξακολουθούσαν.
Στο τύμπανο της μεσαίας βασιλικής πύλης έχει αποκαλυφθεί, μέσα σε ημικύκλιο, ωραία παράσταση του Χριστού επάνω σε θρόνο, που κρατάει ευαγγέλιο και ευλογεί με το δεξί του χέρι. Δεξιά και αριστερά, μέσα σε στηθάρια, η Θεοτόκος και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ (κατά τον Whittemore). Στο κάτω αριστερό μέρος της εικόνας είναι ζωγραφισμένος γονυπετής αυτοκράτωρ, φορεμένος χλαμύδα και διβηθήσιον με ταβλία (ετερόχρωμα εμβλήματα), σε στάση μετανοίας και με τα χέρια ανοιχτά να παρακαλούν το Χριστό. Κατά την πάροδο των εργασιών ήρθαν στο φως και πολλές άλλες ψηφιδωτές αναπαραστάσεις, κάποιες σε καλύτερη κατάσταση από άλλες, ανεκτίμητης αξίας, με τα σημερινά δεδομένα.
Ο Θωμάς Whittemore, διευθυντής και ιδρυτής του αμερικανικού Βυζαντινού Ινστιτούτου, πέθανε στις 8 Ιουνίου 1950 στη Washington σε ηλικία 80 ετών. Είχε αφιερώσει τη ζωή του στην αποκάλυψη μωσαϊκών και εξέδωσε 12 τόμους σχετικούς με τις εργασίες του. Η εργασία της αποκαλύψεως του μωσαϊκού της Δεήσεως στα νότια υπερώα (1934-1938) εξεδόθη σε μετά το θάνατο του το 1952, σε ιδιαίτερο τόμο, όπου αναγράφονται οι στίχοι, αναφερόμενοι πιθανώς στην παράσταση της Δεήσεως:
«Ειδ’ εξεκαύθης εις έρωτα τον άνω και τον νοητόν κόσμον εν τύπω βλέπε Χριστος με ούτος, ου Θρόνος λαμπρός πόλος αυτή δε μήτηρ, ης μόνης αγνής τόκος ούτος δε λύχνος, ου λόγος φως και τρόπος.»
Είναι συγκινητική επίσης η επιμνημόσυνη, τρόπον τινά, επίκληση των εκδοτών γραμμένη με ελληνικούς χαρακτήρες:
«Μνήσθητι, Κύριε, των καρποφορούντων και καλλιεργούντων εν ταις αγίαις σου εκκλησίαις».
Όμως, η φράση που έχει συνδεθεί στην ιστορία με την Αγία Σοφία είναι αυτή του Ιουστινιανού:
Νενίκηκά σε Σολομών!
Πηγή: http://www.cmkon.org/AgiaSofia.htm
http://vatopaidi.wordpress.com/2010/05/2
Πηγή φωτογραφίας:
http://koukios.files.wordpress.com/2009/12/agia_sofia300.jpg
Η Αγία Σοφία υπήρξε επί οκτώ αιώνες o μεγαλύτερος περίκλειστος χώρος σε όλον τον κόσμο μέχρι της ανέγερσης του Καθεδρικού ναού της Σεβίλλης, και έχει κτισθεί σε μικρό σχετικώς χρονικό διάστημα – ο Καθεδρικός ναός της Σεβίλλης χτίζονταν (από το 1402 – 1509) επί 107 χρόνια. Είναι το πιο ανάλαφρο δαμασμένο κενό. Το σύνολο των στηριγμάτων του τρούλου στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης καταλαμβάνει το μισό, ενώ στην Αγία Σοφία μόλις το ένα δέκατο του ελεύθερου εσωτερικού χώρου. Του τρομακτικού συνάμα και ελκυστικού αυτού χώρου, που μιμείται το θολωτό Σύμπαν όπως το δημιούργησε ο Θεός και το περιόρισε ο άνθρωπος.
Η Αγία Σοφία φέρει κατάδηλα τα ίχνη της επαφής των ανθρώπων που δέχτηκε κάτω από τους θόλους της δια μέσου των αιώνων. Οι κίονες της έχουν αυλακωθεί εκεί που ακουμπούσαν τα κορμιά τους οι πιστοί όταν έσκυβαν να παρακολουθήσουν τις ιεροτελεστίες και τις τελετές, οι αγκώνες τους έσκαψαν, αφήσανε τα αποτυπώματα τους πάνω στα γείσα. Και στις παραστάδες της μεσαίας Βασιλικής Πύλης του εσωνάρθηκα τα πόδια των φρουρών βαθούλωσαν το μάρμαρο, σχημάτισαν τεχνητές μικρές γούρνες.
Το μαρμάρινο έδαφος τού κυρίως ναού είναι χωρισμένο σε τέσσερις ζώνες κάθετες στον κατά μήκος άξονα από τέσσερις μουντές γκρίζες ταινίες. Είναι οι τέσσερις ποταμοί τού Υπερπέραν, όπως τους βλέπει ο Κωνσταντίνος Γρίβας, o Γαίων, ο Φύσων, ο Τίγρης και ο Ευφράτης.
Ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς «ποταμούς» επαναλαμβάνουν τα συμμετρικά «νερά» τους οι πλάκες των μαρμάρων. Τρεις σειρές από 30 πλάκες η κάθε σειρά ανάμεσα σε δυο ποταμούς, έπειτα άλλες τρεις και άλλες τρεις.
Μπαίνει ο επισκέπτης από τη νότια είσοδο του Εσωνάρθηκα, κάτω από το ψηφιδωτό του Μ. Κωνσταντίνου και τού Ιουστινιανού που προσφέρουν τα δώρα τους στη Θεοτόκο. Δίπλα του, πλαγιασμένα στο έδαφος τα «φύλλα» της μπρούντζινης πόρτας της εισόδου. Ήταν η παλαιότερη – 9ος αιώνας – από τις μνημειακές μπρούντζινες πόρτες. Στις αρχές του l4ου οι Φλωρεντινοί έφεραν από τη Βενετία μαστόρους για να «χύσουν» την πόρτα του Βαπτιστηρίου τους. Προηγουμένως οι Βενετσιάνοι καλούσαν Βυζαντινούς τεχνίτες για τις δικές τους μπρούντζινες πόρτες.
Πάνω από τα μαρμάρινα παραπέτα, βλέπεις σκαλισμένα στο περβάζι, πάνω στο μάρμαρο γράμματα ρωσικά, βυζαντινά, φράγκικα, αραβοπερσικά… Είναι αυτοί που λαχτάρησαν να συνδεθούν με την Ιστορία και αποτύπωσαν τα ίχνη των ανώνυμων ονομάτων τους. Αλλού χαραγμένα εννιάπετρα που έχουνε σκύψει επάνω τους ώρες ολάκερες παίζοντας, ποιοι άραγε; Οι πιστοί κατά τη διάρκεια των ατέλειωτων αγρυπνιών; Ή μήπως οι στρατιώτες, οι σκοποί, οι χασομέρηδες που ήθελαν να διασκεδάσουν την ανία τους και τη μοναξιά τους;
Η Α’ Αγία Σοφία θεμελιώθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο αλλά οικοδομήθηκε από το γιο του Κωνστάντιο (337-361). Τα εγκαίνιά της έγιναν το 346.
Ο Σωκράτης, που έγραψε την Ιστορία της Εκκλησίας από το 305-439, αναφέρει: «… κατά, τον καιρόν τούτον (επί πατριάρχου Μακεδονίου) ο βασιλεύς την Μεγάλην Εκκλησίαν έκτιζεν, ήτις Σοφία μεν προσαγορεύεται νυν, συνήπται δε τη έπωνύμω Ειρήνη …» Από τη φράση αυτή του Σωκράτη αλλά και από τις ανασκαφές (Ramaganoglu, 1945) προκύπτει ότι η Α’ Αγία Σοφία, που χτίστηκε πάνω στα ερείπια του ναού του Απόλλωνος, είχε άμεση επαφή προς Β με την Αγία Ειρήνη και βρίσκονταν ανάμεσα σ’ αυτήν και στη σημερινή Αγία Σοφία.
Η Β’ Αγία Σοφία χτίστηκε πάλι από τον Κωνστάντιο προς Ν της πρώτης, στη σημερινή θέση της Αγίας Σοφίας του Ιουστινιανού. Ήταν μια μεγαλόπρεπη βασιλική με τρεις αψίδες και πέντε κλίτη. Στην προς Δ είσοδο της είχε ωραίο πρόπυλο με αέτωμα και κιονοστοιχία. Τα εγκαίνια της Β’ Μεγάλης Εκκλησίας έγιναν από τον πατριάρχη Ευδόξιο το 360.
Οι ναοί αυτοί υπέστησαν ζημιές κατά καιρούς, καταστράφηκαν από πυρκαγιές. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου του 381 επί Θεοδοσίου Α’ (378-395) πυρπολήθηκαν από τους αρειανούς. Κατά την εξορία του Χρυσοστόμου από τούς οπαδούς του το 404.
Η Γ’ Μεγάλη Εκκλησία είναι έργο τού Θεοδοσίου Β’ (408-450). Στην πραγματικότητα δεν ήταν ανοικοδόμηση παρά επιδιόρθωση και συνένωση διαφόρων τμημάτων της Α’ και Β’ Αγίας Σοφίας με ορισμένες προσθέσεις και παραλλαγές. Τα εγκαίνιά της έγιναν το 415.
Κατά τη στάση του Νίκα καταστράφηκαν από πυρκαγιές τόσο η Αγία Ειρήνη όσο και η Γ’ Αγία Σοφία του Θεοδοσίου Β’. Μετά την καταστολή της στάσεως ο Ιουστινιανός (527-565) αμέσως απεφάσισε το χτίσιμο της σημερινής Δ’ Αγίας Σοφίας επάνω στα ερείπια της βασιλικής του Κωνστάντιου. Έπειτα από 40 μέρες έθεσε τα θεμέλια και μετά πέντε χρόνια, το Δεκέμβριο του 537 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού από τον πατριάρχη Μηνά, και είναι γνωστή η φράση: «Δόξα τω Θεώ, τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον έπιτελέσαι. Νενίκηκά σε Σολομών!»
Ως προς τον χρόνο αποπεράτωσης της Δ’ Αγίας Σοφίας υπάρχει ωστόσο και άλλη άποψη. Ο Ιουστινιανός, πριν αρχίσει η ανέγερση του ναού, απαλλοτρίωσε τα οικόπεδα και κατεδάφισε όλα τα κτίσματα από τα πέριξ της οικοδομής χώρο. Το 539 (επτά χρόνια μετά τη στάση του Νίκα) ο Ιουστινιανός άρχισε το γκρέμισμα του εσωτερικού της Β’ Μεγάλης Εκκλησίας καθώς και ορισμένες μεταρρυθμίσεις, ενώ ταυτοχρόνως συγκέντρωνε υλικό από τα πέρατα της αυτοκρατορίας. Μάρμαρα και πελώριοι μονολιθικοί κίονες φορτωμένοι επάνω σε σχεδίες κατέφθαναν από την Προικόννησο, την Εύβοια, την Αθήνα, τους Δελφούς, τη Θεσσαλία, τη Λακωνία, τη Ρώμη, την Έφεσο, τη Φρυγία, την Αίγυπτο. Έτσι, η συγκέντρωση του υλικού και το καθάρισμα της παλαιάς βασιλικής του Κωνστάντιου καθώς και η ανέγερση της Αγίας Σοφίας κράτησε συνολικά είκοσι χρόνια και τα εγκαίνια του ναού έγιναν το 552, τον πρώτο χρόνο της πατριαρχείας του Ευτύχιου. Ας σημειωθεί ότι τα ταξίδια από τέτοιες αποστάσεις διαρκούσαν μήνες, και η μεταφορά τεράστιων όγκων είτε δια ξηράς είτε δια θαλάσσης απαιτούσε μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ξεκινώντας για την εν Φλωρεντία ψευδοσύνοδο ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος με τη συνοδεία του, όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο έργο του «Γεννήθηκα το 1402», για να φθάσουν από την Πόλη στη Βενετία χρειάστηκαν (27 Νοεμβρ. 1437-8 Φεβρ. 1438) 69 ολόκληρες μέρες!
Οι οικοδόμοι της Αγίας Σοφίας ήταν οι μεγαλύτεροι στην ειδικότητα τους επιστήμονες της ελληνικής Ανατολής. Ο «μηχανικός» Ανθέμιος, που ο ιατρός αδελφός του Αλέξανδρος ο Τραλλιανός, από τους οπαδούς της Σχολής του Γαληνού, συνέγραψε σε 12 τόμους περί θεραπείας νοσημάτων «Βιβλίον θεραπευτικόν», και ο αρχιτέκτων Ισίδωρος που μεγάλωσε κάτω από την τεμαχισμένη σκιά του ναού των Διδύμων στη Μίλητο, χρησιμοποίησαν και μεταρρύθμισαν τα «ερείπια» της βασιλικής του Κωνστάντιου και δημιούργησαν απ’ αυτή την «αναπροσαρμογή» ένα αριστούργημα φαντασίας και τόλμης. Γκρέμισαν τους τοίχους και τις κιονοστοιχίες που χώριζαν το μεσαίο κλίτος της βασιλικής από τα παράπλευρα και αποκάλυψαν ένα τεράστιο χώρο. Οι κιονοστοιχίες αυτές «μεταφέρθηκαν» δίπλα στις κιονοστοιχίες των ακραίων κλιτών που έμειναν περίπου με το αρχικό τους εύρος. Έτσι, το μεσαίο κλίτος της Αγίας Σοφίας έχει διπλάσιο φάρδος από τα παράπλευρα (18,29 μ. με 38,07 μ., R. Van Nice).
Η βασική δομή της Αγίας Σοφίας έχει σχήμα κιβωρίου (ciborium, baldaquin, πέργολον, κουβούκλιο). Τέσσερις πελώριοι πεσσοί, ο καθένας βάσεως 100 τ.μ. περίπου, στηρίζουν τέσσερα μεγάλα τόξα, στις κορυφές των οποίων καθώς και στα σχηματιζόμενα τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα (λοφία) στηρίζεται ο τρούλος.
Για να εξισορροπηθούν οι πλάγιες ωθήσεις κατασκευάσθηκαν προς Α και Δ δύο μεγάλα ημιθόλια (τεταρτοσφαίρια) που υποβαστάζονται από τρεις μικρότερους θόλους και από χαμηλότερους πεσσούς. Προς Β και Ν δεν υπήρχαν ημιθόλια παρά τα μεγάλα τόξα κατέληγαν σε τύμπανα, η κορυφή των οποίων φωτίζονταν από μεγάλα τρίλοβα παράθυρα. Ο χώρος επομένως γύρω από τον τρούλο υποχωρούσε, τα σφαιρικά τρίγωνα υποχωρούσαν και ο τρούλος φαινόταν αιωρούμενος επάνω στο κενό, περιιπτάμενος. Αν λάβει κανείς υπόψιν του τον φωτισμό από τα 15 παράθυρα του ανατολικού και του δυτικού ημιθολίου καθώς και από τα παράθυρα των τύμπανων, εκ των οποίων το υψηλότερο, τρίλοβο με δύο κιονίσκους – όπως περίπου το παράθυρο της δυτικής πλευράς – και ακόμη τα 40 παράθυρα της βάσης του τρούλου (ο φωτισμός του ναού ήταν τότε διπλάσιος από τον σημερινό), θα δικαίωνε τη φράση του Προκόπιου: «φαίης αν ουκ έξωθεν καταλάμπεσθαι ηλίω τον χώρον αλλά την αιγλην εν αυτώ φύεσθαι».
Ο βράχος ωστόσο που σήκωσε στη ράχη του τον ειδωλολατρικό ναό του Απόλλωνα επί τόσους αιώνες, στάθηκε αδύναμος να αντέξει κάτω από το συνολικό βάρος της νέας οικοδομής. Παρόλο που οι πεσσοί κατασκευάστηκαν ικανοί να επωμισθούν τα βάρη και τις ωθήσεις του τρούλου, το υπέδαφος των πετρωμάτων, που ανήκαν στη Δεβόνιο περίοδο, υπέστη μια πλαστική παραμόρφωση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η βαθμιαία καθίζηση των θεμελίων της οικοδομής. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς τού θεμελιωτή της Μηχανικής του εδάφους (μιας επιστήμης που ξεκίνησε 1387 χρόνια μετά το χτίσιμο της Αγίας Σοφίας) και καθηγητή της Ροβερτείου Σχολής της Πόλης Karl Terzhagi, η πίεση που εξασκούν οι πεσσοί, τα αντερείσματα, οι θόλοι, οι τοίχοι κ.λ.π. επάνω στο βράχο είναι ίση με 105 τόννους ανά τετραγωνικό μέτρο!
Οι τέσσερις πεσσοί, και κυρίως ο βορειοανατολικός, απόκλιναν από την κατακόρυφο και απομακρύνθηκαν από το κέντρο του τετραγώνου. Έτσι, έπειτα από τους αλλεπάλληλους σεισμούς του Αυγούστου 553,Ιανουαρίου 557 και Μαίου 558, κατέρρευσε το μεγάλο ανατολικό τόξο, η αψίδα και μέρος του τρούλου. Την αποκατάσταση της οικοδομής ανέλαβε, όπως είναι γνωστό, ο ανιψιός του Ισιδώρου, Ισίδωρος ο νεότερος. Η πρώτη αυτή μεγάλη αναστήλωση, όπως παρατηρεί ο Μιχελής στη μελέτη του: Η αισθητική της Αγίας Σοφίας, δεν ήταν μια επιδιόρθωση βλαβών ή και απλή ανοικοδόμηση παρά μια «δεύτερη έκδοση» του αρχιτεκτονικού έργου.
Ο νέος Ισίδωρος ενίσχυσε τα μεγάλα τόξα, ελάττωσε το φωτισμό του ναού περιορίζοντας τον αριθμό των παραθύρων στα μεγάλα ημιθόλια από δεκαπέντε σε πέντε και αντικαθιστώντας το τρίλοβο παράθυρο των τύμπανων με πέντε μικρότερα. Τόνισε ελαφρώς τον κατακόρυφο άξονα του ναού ανακατασκευάζοντας υψηλότερο τον τρούλο – όχι τόσο ώστε να μη γίνεται ορατή η κορυφή του από την μεσαία βασιλική πύλη. Με τις τεχνικές και αισθητικές μεταλλαγές που επέφερε, πρόσθεσε τη δική του άποψη και αναστήλωσε μια νέα Αγία Σοφία ισοδύναμη με την πρώτη και την κληροδότησε στους επόμενους αιώνες. Τα εγκαίνια της Μεγάλης Εκκλησίας έγιναν για δεύτερη φορά, κατά το τριακοστό έκτο έτος τής βασιλείας του Ιουστινιανού, στις 24 Δεκεμβρίου τού 563.
Το εσωτερικό της Αγίας Σοφίας αποκαλύπτει μια πρωτόφαντη θέα, ένα καταπληκτικό κενό αιχμαλωτισμένο από ένα ανάλαφρο κτίσμα. Μια ενότητα χώρου, από τον οποίον απουσιάζει κάθε «πλαστικότητα», κάθε συμπύκνωση όγκου. Η εσωτερική επιφάνεια του ναού τερματίζεται σε επίπεδα «διαφράγματα» διάτρητα από φως, από οπτικά περάσματα, «οι τοίχοι κρέμονται ωσάν παραπετάσματα», απλώνονται παντού μαρμάρινα βήλα.
Το βλέμμα ακολουθώντας τον κατακόρυφο άξονα χάνεται στον απόμακρο τρούλο, ενώ κατά μήκος οδηγείται στο ανατολικό μέρος τού ναού όπου το υποδέχεται η αψίδα του βήματος. Αντίθετα, τα πελώρια τύμπανα και οι κιονοστοιχίες των πλάγιων πλευρών «συστέλλουν», το διάστημα, το κάνουν υποθετικό, το υποψιάζεται η φαντασία πίσω από τα ανοίγματα, από τα ενδιάμεσα των κιόνων, από τη γειτονική παρουσία του τεμαχισμένου φωτισμού. Η Αγία Σοφία είναι δρομικός ναός, είναι βασιλική με τρούλο.
Ένα κύριο μέλημα των αρχιτεκτόνων ήταν να υποκρύψουν και να εξαφανίσουν τα όργανα στηρίξεως. Τα μεγάλα τόξα υποβαστάζουν τον τρούλο ωστόσο είναι αόρατα, οι πεσσοί που υποβαστάζουν τα τόξα έχουν απαλειφθεί. Αυτοί οι γιγαντιαίοι στύλοι, που η περίμετρος της βάσης τους ξεπερνάει τα 40 μέτρα και το εμβαδόν της τα 100 τετρ. μέτρα, έχουν καταστεί οπτικώς ανύπαρκτοι.
Οι πλευρές τους που βλέπουν προς το μεσαίο κλίτος αποτελούν τμήμα των κιονοστοιχιών, συμπληρώνουν, στην αρχή και στο τέλος, τους τέσσερις μεγάλους πράσινους κίονες. Οι προς A και Δ πλευρές τους καμπυλώνονται, συνεχίζουν την κυλινδρική κίνηση που έχουν οι τέσσερις (προς Α και Δ) κόγχες, αποτελούνε και εδώ συμπλήρωμα των δύο μικρών ενδιάμεσων κιόνων της κόγχης. Το φάρδος τους – και επομένως όγκος τους – συγχωνεύεται με τα στενά κλίτη που εμφιλοχωρούν ανάμεσα στο μεσαίο κλίτος και στα παράπλευρα και κάνουν το ναό πεντάκλιτο!
Ακόμη, οι προς Α χαμηλότεροι πεσσοί που επωμίζονται το βάρος των μεγάλων ημιθολίων, ταυτίζονται με την κυλινδρικότητα της αψίδας.
Αντίθετα με την εντύπωση που προκαλεί το απροσμέτρητο κενό του εσωτερικού της Αγίας Σοφίας, όλα τα προσιτά στον άνθρωπο μέλη του ναού, οι κίονες, οι βαθμίδες, τα διαβατικά, οι πύλες, τα γείσα… όλα αυτά είναι καμωμένα στην ανθρώπινη κλίμακα. Ακόμη και οι πλάκες της μαρμάρινης επένδυσης διατεταγμένες κατά ζώνες, οι ταινίες που τις διαχωρίζουν, οι ουρανοί των διαβατικών, ο μωσαϊκός διάκοσμος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ανθρώπινο μέτρο ενισχύει και εξαίρει το υπερμέγεθες της οικοδομής.
Η ίδια οικοδομή ωστόσο, το περικάλυμμα αυτού τού απείρου διαστήματος είναι ενσωματωμένη σε άλλη κλίμακα, μια κλίμακα υπερβατική. Όταν ανεβαίνει κανείς από τον κοχλία στα υπερώα νομίζει πως έφθασε στο ζενίθ. Όμως το ύψος αυτό είναι λιγότερο από το τέταρτο του συνολικού ύψους του ναού από το έδαφος ως την κορυφή του τρούλου. Και οι στέγες ακόμη των παράπλευρων κλιτών βρίσκονται πιο χαμηλά από το μισό του ίδιου ύψους! Όσοι χαρακτηρίζουν την αναλογία αυτή τερατώδη, περιορίστηκαν να διατυπώσουν τη γνώμη τους εξετάζοντας το πλάνο του ναού. Δεν πήραν υπόψη την οπτική εντύπωση – ακόμη και για το θεατή που βρίσκεται στα υπερώα – τις οπτικές «διορθώσεις», των αποστάσεων. Δεν πήραν υπόψη τους πως, οπτικά, οι επιφάνειες όσο απομακρύνονται «μικραίνουν» με το τετράγωνο, και οι χώροι με τον κύβο της αποστάσεως!
Παρόλο που ο κατακόρυφος άξονας έχει ρόλο κυρίαρχο και η κλιμάκωση των θόλων υψώνεται σε ένα εκθαμβωτικό, υπερούσιο κενό, η παρουσία του ορίζοντα δίνει στην Αγία Σοφία ένα τόνο ηρεμίας, γαλήνης και ελληνικότητας. Τρεις κορνίζες οριζόντιες περιτρέχουν τη βάση των υπερώων, τις βάσεις των τύμπανων και των ημιθολίων και τέλος την κρηπίδα του τρούλου. Τα τρία ύψη τους (οι αποστάσεις από το έδαφος) αποτελούν μια συνεχή αvαλoγία (γ:β=β:α=9:5). Το τρίτο ύψος ως προς το δεύτερο και το δεύτερο ως προς το πρώτο έχουν τον ίδιο λόγο (9:5).
Κατά τοyς μετέπειτα βυζαντινούς αιώνες οι διάδοχοι του Ιουστινιανού συντήρησαν και εξωράισαν την Αγία Σοφία. Στο τέλος του 9ου αιώνα ο Βασίλειος Α’ επισκεύασε το μεγάλο δυτικό τόξο που υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσει. Το 989 ο τρούλος του ναού κατέπεσε εν μέρει από σεισμό και αναγέρθηκε επί Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου. Επισκευές έγιναν και στις αρχές του 11ου και του l4ου αιώνα και ο Ανδρόνικος Β’ στήριξε με αντερείσματα τους ανατολικούς τοίχους τής βασιλικής. Τον Μάιο του 1346 κατέρρευσε το ανατολικό ημιθόλιο και η βλάβη επιδιορθώθηκε επί Άννας της Σαβοΐας, συζύγου του Ανδρόνικου Γ’ (1328-1341). Μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου η βασιλομήτωρ Άννα – ο γιος της Ιωάννης Ε’ ήταν μόλις 9 ετών – αντιτάχθηκε στον μέγα δομέστικο Ιωάννη Καντακουζηνό, o οποίος διηύθυνε ουσιαστικά το κράτος ζώντος του Ανδρόνικου, και ως φίλος του επιστήθιος θα έπρεπε να αναλάβει την αντιβασιλεία. Για να ανταποκριθεί στα έξοδα του εμφύλιου πολέμου η Άννα της Σαβοΐας έδωσε ενέχυρο στους Βενετούς τα διαμάντια και τα κοσμήματα του στέμματος έναντι 30.000 δουκάτων. Το ποσόν αυτό ουδέποτε επεστράφη και ο θησαυρός του στέμματος παραμένει έκτοτε στο θησαυροφυλάκιο του Αγίου Μάρκου. Το 1350 ο μέγας πρίγκιπας της Μόσχας έστειλε χρηματική βοήθεια για την επιδιόρθωση της Αγίας Σοφίας και, σαν να μην έφθανε η κατάντια της αποδοχής εξωτερικής αρωγής για τέτοιο σκοπό, η ευλαβής προσφορά χρησιμοποιήθηκε για στρατολόγηση Τούρκων μισθοφόρων (Νικ. Γρηγοράς)!
Τα μωσαϊκά της Αγίας Σοφίας παρέμειναν εν μέρει ακάλυπτα μέχρι του 1847, όπως γίνεται φανερό από μαρτυρίες περιηγητών που είδαν εικόνες ψηφιδωτών, άλλες ευδιάκριτες και άλλες αμυδρά ορατές. Ο προσκυνητής Αντώνιος, αρχιεπίσκοπος του Novgorod το 1200, ο Evliya Celebi κατά τον l7ον αιώνα, ο Cornelius Loos από τη Στοκχόλμη κατά το 1710 και πολλοί άλλοι εξέφρασαν κατά καιρούς τη γνώμη τους για τη λαμπρότητα ακόμη και για την καλή ή κακή κατάσταση του εσωτερικού διακόσμου στην περίφημη αυτή εκκλησία της Πόλης. Γενικά, είναι βέβαιο ότι υπήρχαν αγιογραφίες μωσαϊκών με θέματα από την Καινή Διαθήκη στις ημικυλινδρικές (καμαρωτές) οροφές και στα σταυροθόλια των κατηχουμενίων (υπερώων) του ναού, η ζωή και τα πάθη του Χριστού, ακόμη και πορτραίτα Προφητών, Διδασκάλων, Ιεραρχών κ.α., πράγμα που παρατήρησαν και οι Ελβετοί αρχιτέκτονες αδελφοί Giuseppe και Gaspar Fosatti.
Η πρώτη συστηματική ανακαίνιση του ναού επί Οθωμανών έγινε από τούς προαναφερθέντες αρχιτέκτονες ανάμεσα στα 1847 και 1849 επί σουλτάνου Abdul Mecit, οπότε οι εικόνες σ’ όλο το οικοδόμημα επικαλύφθηκαν με ασβέστη, αφού προηγουμένως είχανε καθαρισθεί!
Το 1930 ο Kemal Ataturk επέτρεψε στο Αμερικανικό Βυζαντινολογικό Ινστιτούτο να εξετάσει και να αποκαλύψει τις μωσαϊκές εικόνες της Αγίας Σοφίας. Οι εργασίες άρχισαν το 1932 υπό την επίβλεψη του διευθυντού και ιδρυτού του Ινστιτούτου Θωμά Whittemore με τη μελέτη και φωτογράφηση των τοίχων της οικοδομής και διάρκεσαν ένα έτος.
Πρώτα πρώτα καθαρίστηκαν τα τύμπανα του Εσωνάρθηκα που βρίσκονται επάνω από τις πύλες που οδηγούν στον κυρίως ναό. Εκεί αποκαλύφθηκαν οκτώ μεγάλοι σταυροί, κόκκινοι επάνω σε χρυσό φόντο, δεξιά και αριστερά της μεσαίας βασιλικής πύλης. Ακολούθως μέσα στο ναό καθαρίστηκαν τα επιχρίσματα στους ημικυλινδρικούς ουρανούς των διαβατικών που διασχίζουν τους ελάσσονες δυτικούς πεσσούς. Και στη διακόσμηση μεν της οροφής του νοτιοδυτικού πεσσού αποκαλύφθηκαν χρυσά τετράγωνα σε αργυρό φόντο, στον δε αντίστοιχο βορειοδυτικό χρυσοί κύκλοι μέσα σε τετράγωνα σε βάθος επίσης αργυρό.
Στις 24 Οκτωβρίου 1934 με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το επί πέντε αιώνες βακούφιον της Αγίας Σοφίας μετετράπη σε Μουσείο. Εν τω μεταξύ οι εργασίες της αποκαταστάσεως των μωσαϊκών εξακολουθούσαν.
Στο τύμπανο της μεσαίας βασιλικής πύλης έχει αποκαλυφθεί, μέσα σε ημικύκλιο, ωραία παράσταση του Χριστού επάνω σε θρόνο, που κρατάει ευαγγέλιο και ευλογεί με το δεξί του χέρι. Δεξιά και αριστερά, μέσα σε στηθάρια, η Θεοτόκος και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ (κατά τον Whittemore). Στο κάτω αριστερό μέρος της εικόνας είναι ζωγραφισμένος γονυπετής αυτοκράτωρ, φορεμένος χλαμύδα και διβηθήσιον με ταβλία (ετερόχρωμα εμβλήματα), σε στάση μετανοίας και με τα χέρια ανοιχτά να παρακαλούν το Χριστό. Κατά την πάροδο των εργασιών ήρθαν στο φως και πολλές άλλες ψηφιδωτές αναπαραστάσεις, κάποιες σε καλύτερη κατάσταση από άλλες, ανεκτίμητης αξίας, με τα σημερινά δεδομένα.
Ο Θωμάς Whittemore, διευθυντής και ιδρυτής του αμερικανικού Βυζαντινού Ινστιτούτου, πέθανε στις 8 Ιουνίου 1950 στη Washington σε ηλικία 80 ετών. Είχε αφιερώσει τη ζωή του στην αποκάλυψη μωσαϊκών και εξέδωσε 12 τόμους σχετικούς με τις εργασίες του. Η εργασία της αποκαλύψεως του μωσαϊκού της Δεήσεως στα νότια υπερώα (1934-1938) εξεδόθη σε μετά το θάνατο του το 1952, σε ιδιαίτερο τόμο, όπου αναγράφονται οι στίχοι, αναφερόμενοι πιθανώς στην παράσταση της Δεήσεως:
«Ειδ’ εξεκαύθης εις έρωτα τον άνω και τον νοητόν κόσμον εν τύπω βλέπε Χριστος με ούτος, ου Θρόνος λαμπρός πόλος αυτή δε μήτηρ, ης μόνης αγνής τόκος ούτος δε λύχνος, ου λόγος φως και τρόπος.»
Είναι συγκινητική επίσης η επιμνημόσυνη, τρόπον τινά, επίκληση των εκδοτών γραμμένη με ελληνικούς χαρακτήρες:
«Μνήσθητι, Κύριε, των καρποφορούντων και καλλιεργούντων εν ταις αγίαις σου εκκλησίαις».
Όμως, η φράση που έχει συνδεθεί στην ιστορία με την Αγία Σοφία είναι αυτή του Ιουστινιανού:
Νενίκηκά σε Σολομών!
Πηγή: http://www.cmkon.org/AgiaSofia.htm
http://vatopaidi.wordpress.com/2010/05/2
Πηγή φωτογραφίας:
http://koukios.files.wordpress.com/2009/12/agia_sofia300.jpg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου