Πού είναι ο άγιος Κωνσταντίνος σήμερα;
VatopaidiFriend: Σας παρουσιάζουμε μερικά μόνο δείγματα της αγιότητας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μακάρι όλες οι χώρες του κόσμου (και η Ελλάδα) να είχαν έναν κυβερνήτη με έστω ένα μικρό ψήγμα της δικής του εκπληκτικής καλωσύνης και φωτισμού. Δυστυχώς όμως στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό δεν συμβαίνει.
Περί των ευεργεσιών του Κωνσταντίνου προς τους πένητας και τους ενδεείς.
Διένειμε πλουσίως χρήματα εις τους ενδεείς, εδεικνύετο μάλιστα φιλάνθρωπος και ευεργετικός ακόμη και εις τους εκτός Εκκλησίας παρουσιαζομένους εις αυτόν· εις τους θλιβερούς και ελεεινούς επαίτας της αγοράς εφρόντιζε να δοθούν όχι μόνον χρήματα και αναγκαία τροφή, αλλά και εύσχημος (= αξιοπρεπής και ωραία) ενδυμασία, εις εκείνους δε οι οποίοι είχον ευημερία αλλά λόγω μεταβολής συνθηκών βίου εδυστύχησαν παρείχε πλουσιωτέρας χορηγίας. Παρέχων με βασιλικόν φρόνημα μεγαλοδώρους ευεργεσίας προς τοιαύτα πρόσωπα, εις άλλους μεν εδώριζεν αγροτικά κτήματα, άλλους δε ετίμα με διάφορα αξιώματα. Και δι’ όσους μεν περιέπεσαν εις ορφανίαν εφρόντιζεν ως πατήρ, των δε χηρών ανεκούφιζε την εγκατάλειψιν με την ειδικήν μέριμναν· και μάλιστα υπάνδρευε κόρας αι οποίαι μετά τον θάνατον του πατρός των είχον μείνει ορφαναί με γνωρίμους του και πλουσίους άνδρας, έπραττε δε ταύτα αφού προηγουμένως προσέφερεν εις τας νύμφας όσα έπρεπε να εισφέρουν ως προίκα δια τον γάμον. Όπως δε ο ανατέλλων ήλιος μεταδίδει εις όλους αφθόνως τας μαρμαρυγάς του φωτός, κατά παρόμοιον τρόπον και ο Κωνσταντίνος, εμφανιζόμενος εμπρός εις τα ανάκτορα με την ανατολήν του ηλίου ωσάν να ανέτελλε μαζί με τον φωστήρα του ουρανού, εξέπεμπε φωταυγείας της καλοκαγαθίας του εις όλους όσοι προσήρχοντο εις αυτόν. Δεν ήτο δυνατόν απλώς να τον πλησιάση κανείς χωρίς ν’ απολαύση κάποιον αγαθόν ούτε ήτο δυνατόν να απογοητευθούν όσοι ήλπισαν να λάβουν την βοήθειάν του. (Ευσέβιου, Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως, Λόγος Α΄, 43)
Πώς ηνείχετο (ανεχόταν) και τους άφρονας.
Επιπροσθέτως ηνείχετο με ανεξικακίαν και μερικούς οι οποίοι ήσαν ερεθισμένοι εναντίον του, παραγγέλων και εις αυτούς με ήρεμον και πράον φωνήν να είναι σώφρονες και όχι στασιασταί. Μερικοί από αυτούς, σεβόμενοι τας παραινέσεις, απηλλάγησαν από τας επιδιώξεις των, τους δε αθεραπεύτους προς σώφρονα λογισμόν παρέδιδεν εις την διάθεσιν του Θεού, μη επιθυμών ποτέ να λάβη ο ίδιος μέτρα εναντίον οποιουδήποτε. Τούτο συνέβη ευλόγως και εις την Αφρικήν. Οι διαφωνούντες εκεί έφθασαν εις τοιούτον σημείον εντάσεως, ώστε να προβούν και εις ωρισμένας τολμηράς ενεργείας· ως φαίνεται, πονηρός δαίμων εβάσκαινε την αφθονίαν των υπαρχόντων τώρα αγαθών και παρεκίνει τους άνδρας εις ατόπους πράξεις, ωσάν δια να κινήση κατ’ αυτών τον θυμόν του βασιλέως. Αλλ’ ο φθόνος δεν εκέρδισε, διότι ο βασιλεύς εθεώρησε γελοία τα πραττόμενα και εδήλωσεν ότι τα θεωρεί κινούμενα από τον πονηρόν, εφ’ όσον τοιαύται τολμηραί ενέργειαι δεν ανήκουν εις σώφρονας άνδρας, αλλ’ ή εις εντελώς παράφρονας ή εις δαιμονιζομένους, οι οποίοι πρέπει μάλλον να ελεούνται παρά να τιμωρούνται, ενώ αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς δεν ζημιώνεται κατά κανένα τρόπον από την μανίαν των παραφρόνων παρά μόνον μέχρι της συμπαθείας προς αυτούς από υπερβολικήν φιλανθρωπίαν. (Α΄, 45)
Φιλάνθρωπος μεταχείρισις των αιχμαλώτων στρατιωτών.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον είχε συνηθίσει από παλαιά ο βασιλεύς να προσωρή και να οδηγή τον στρατόν εις την μάχην, τοποθετών τον Θεόν επάνω από την ζωήν του, προτιμών να πράττη τα πάντα σύμφωνα με την θέλησίν Του και φειδόμενος τον θάνατον των πολλών. Όθεν επρονόει και περί της σωτηρίας των εχθρών όσον και των ιδικών του. Δια τούτο συνίστα εις τους στρατιώτας του, όταν κερδίζουν μάχην, να φείδωνται (=να λυπούνται) της ζωής των αιχμαλώτων και να μη λησμονούν ότι είναι άνθρωποι της ιδίας φύσεως. Και οσάκις έβλεπε να είναι ασυγκράτητοι οι θυμοί των στρατιωτών, τους εχαλιναγώγει με προσφοράν χρημάτων, καθορίζων να δίδεται ωρισμένη ποσότης χρυσού εις τον συλλαμβάνοντα αιχμάλωτον. Τούτο εύρεν ως δέλεαρ δια την σωτηρίαν των ανθρώπων η σύνεσις του βασιλέως, ώστε ακόμη και από τους βαρβάρους εσώζοντο πολυάριθμοι, με το να εξαγοράζεται η ζωή των δια του χρυσού από τον βασιλέα. (Β΄, 13)
Συνέχεια περί των προσευχών εις την σκηνήν.
Αυτάς τας πράξεις και πολυαρίθμους άλλας ομοίας με αυτάς ηρέσκετο να πράττη ο βασιλεύς και άλλοτε. Κατά την παρούσαν δε στιγμήν, κλεισμένος εις την σκηνήν του, όπως συνήθιζε προ της μάχης, αφιερώνετο εις τας προσευχάς προς τον Θεόν, αποφεύγων κάθε άνεσιν και τρυφηλήν διαβίωσιν, ασκών εαυτόν με νηστείαν και κάκωσιν του σώματος και επικαλούμενος το έλεος του Θεού με ικεσίας, δια να τον έχη προστάτην και βοηθόν και να πράττη όσα ο Θεός τού εμβάλλη εις την διάνοιαν. Και αυτός μεν εφρόντιζεν αγρύπνως περί των κοινών, ευχόμενος υπέρ της σωτηρίας τόσον των εχθρών όσον και των ιδικών του. (Β΄, 14)
Πώς ετίμα πολλούς με δωρεάς και προαγωγάς εις αξιώματα.
Ενώ τόσα έπραττεν ο βασιλεύς προς οικοδομήν και δόξαν της Εκκλησίας του Θεού και προέβαινεν εις πάσαν ενέργειαν προς διαφήμισιν της διδασκαλίας του Σωτήρος, δεν περιεφρόνει ούτε τας κοσμικάς υποθέσεις, αλλά και από αυτής της απόψεως παρείχε συνεχώς παντοειδείς ευεργεσίας εις τους κατοίκους όλων των επαρχιών, αφ’ ενός μεν δεικνύων κοινήν προς όλους πατρικήν κηδεμονίαν, αφ’ ετέρου δε τιμών με διάφορα αξιώματα τους γνωρίμους του και χορηγών όλα εις όλους με μεγαλόψυχον διάθεσιν. Δεν συνέβαινε κανείς να ζητήση χάριν από τον βασιλέα και να αποτύχη του σκοπού του ούτε να ελπίση κανείς απόκτησιν αγαθών και να αστοχήση της προσδοκίας του. Μερικοί μεν έλαβον δώρα εις χρήματα, μερικοί εις κτήματα, άλλοι εδέχθησαν το αξίωμα του υπάρχουν, άλλοι του συγκλητικού και μερικοί του υπάτου, πολλοί ανεδείχθησαν διοικηταί επαρχιών και άλλοι έλαβον τον βαθμόν του κόμητος πρώτης ή δευτέρας ή τρίτης τάξεως, πολυάριθμοι δε άλλοι μετείχον πλείστων άλλων τιμητικών αξιωμάτων. Διότι ο βασιλεύς με την επιθυμίαν του να τιμήση περισσοτέρους επενόει διάφορα αξιώματα. (Δ΄, 1)
Απαλλαγή από το τέταρτον της φορολογίας.
Πώς δε εφρόντιζε να παρασκευάζη την ευημερίαν και του συνόλου των πολιτών, θα το αντιληφθή κανείς από ένα παράδειγμα ευεργετικόν δι’ όλους γενικώς και ευγνωμόνως αναγνωριζόμενον ακόμη έως σήμερα. Αφαιρέσας το έν τέταρτον από τας ετησίας φορολογικάς εισφοράς δια την γην, το εδώριζεν εις τους ιδιοκτήρας των αγρών, ούτως ώστε, αν υπολογίση κανείς ότι η αφαίρεσις γίνεται κατ’ έτος, είναι ως να μένουν οι αγροί αφορολόγητοι επί έν έτος κάθε τέσσαρα. Η ενέργεια αυτή επικυρωθείσα με νόμον και επιβληθείσα και εις τους μετέπειτα χρόνους, διαιώνιζε την μνήμην της διακυβερνήσεως του βασιλέως όχι μόνον εις την παρούσαν γενεάν αλλά και εις τα παιδιά αυτών και τους διαδόχους τούτων. (Δ΄, 2)
Ότι εχορήγει από το ιδιωτικόν του ταμείον εις τους ηττημένους εις δίκας χρηματικής φύσεως.
Εις περιπτώσεις δικαστικών υποθέσεων, δια να μη φύγη ο καταδικασθείς ολιγώτερον ικανοποιημένος από τον νικητήν, ο βασιλεύς εδώριζεν από τα ιδικά του εις τους νικημένους, άλλοτε κτήματα, άλλοτε χρήματα, επιτρέπων ούτω εις τον ηττηθέντα να είναι εξ ίσου με τον νικητήν ευχαριστημένος, αφού ηξιώθη να παρουσιασθή ενώπιόν του. Διότι άλλως εφρόνει ότι δεν ήτο επιτρεπτόν να αποχωρήσει κανείς κατηφής και λυπημένος, αφού ενεφανίσθη εις τοιούτον βασιλέα. Ούτω λοιπόν έφευγον από την δίκην και οι δύο με φαιδρά και χαρούμενα πρόσωπα. Όλοι δε γενικώς εθαύμαζον δια την μεγαλοψυχίαν του βασιλέως. (Δ΄, 4)
Πώς οι Χριστιανοί απήλαυον ειρήνης δια των ενθέρμων προσευχών του Κωνσταντίνου.
Ούτω λοιπόν, καθώς τα έθνη εις όλα τα σημεία της οικουμένης διηυθύνοντο ωσάν από ένα κυβερνήτην και απεδέχοντο την διακυβέρνησιν από τον θεράποντα (=υπηρέτη) του Θεού, ενώ κανείς πλέον δεν παρηνώχλει την αυτοκρατορίαν των Ρωμαίων, όλοι οι πολίται διήγον τον βίον των με ευστάθειαν και αταραξίαν. Ο δε βασιλεύς κρίνας ότι αι ευχαί των θεοσεβών συντελούν μεγάλως εις την διαφύλαξιν όλων των αγαθών, ησθάνθη την ανάγκην να τας εξασφαλίση, αφ’ ενός μεν γιγνόμςνο; ο ίδιος ικέτης του Θεού, αφ’ ετέρου δε παραγγέλλων εις τους προεστώτας των Εκκλησιών να προσφέρουν δεήσεις υπέρ αυτού. (Δ΄, 14)
Περί του ζήλου του εις την προσευχήν και της τιμής του προς την εορτήν του Πάσχα.
Ο ίδιος δε ο βασιλεύς ως μέτοχος των ιερών μυστηρίων κατά τακτήν ώραν εκάστης ημέρας εκλείετο εις τα εσώτερα διαμερίσματα των ανακτόρων του ιδιαιτέρως, συνωμίλει μόνος με μόνον τον Θεόν και με θερμάς δεήσεις γονυπετής παρεκάλει δι’ όσα εχρειάζετο. Κατά δε τας ημέρας της σωτηρίου εορτής, εντείνων της άσκησιν, ετέλει τας θείας ιεροφαντίας με όλην την ρώμην της ψυχής και του σώματος, αφ’ ενός μεν ζων εις τελείαν αγνείαν βίου, αφ’ ετέρου δε προεξάρχων όλων εις τον εορτασμόν. Την δε ιεράν αγρυπνίαν μετέβαλλεν εις ημερινά φώτα, διότι άνθρωποι εις τούτο διωρισμένοι ήναπτον κίονας κηρού εις ολόκληρον την πόλιν και λαμπάδες πυρός εφώτιζον πάντα τόπον, ούτως ώστε η μυστική διανυκτέρευσις να είναι φωτεινοτέρα λαμπράς ημέρας. Όταν δε εξημέρωνε, μιμούμενος τας ευεργεσίας του Σωτήρος, ήπλωνε την ευεργετικήν του χείρα εις όλα τα έθνη, τους λαούς και τους δήμους, δωρίζων πλουσίως τα πάντα εις πάντας. (Δ΄, 22)
Δωρεαί εις τας εκκλησίας και διανομαί εις τας παρθένους και τους πένητας.
Εις τας εκκλησίας δε του Θεού παρείχεν ιδιαιτέρως πλείστας δωρεάς, προσφέρων αλλού μεν αγρούς αλλού δε σίτον προς διανομήν εις πτωχούς άνδρας, ορφανά, παιδία και χήρας γυναίκας. Προενόει ακόμη με πολλήν φροντίδα δια την εξασφάλισιν ενδυμάτων δια τους γυμνούς και ρακενδύτους. Κατ’ εξοχήν δε ετίμα εκείνους οι οποίοι είχον αφιερώσει τον βίον των εις την κατά Θεόν φιλοσοφίαν. Τον χορόν μάλιστα των παρθένων (= δηλαδή τις μοναχές) σχεδόν ελάτρευε, πεπεισμένος ότι εις τας ψυχάς αυτών των προσώπων ενοικεί ο ίδιος ο Θεός εις τον οποίον αφιερώθησαν. (Δ΄, 28)
Λογογραφίαι και ομιλίαι του Κωνσταντίνου.
Αυτός δε ο ίδιος, καλλιεργών την διάνοιάν του με τους ενθέους λόγους, διήρχετο τας νυκτερινάς ώρας άγρυπνος, συντάσσων δε λόγους ανέτως ενεφανίζετο συχνάκις προς εκφώνησίν των, φρονών ότι αρμόζει να κυβερνά τους πολίτας με παιδευτικόν λόγον και να καταστήση όλην την βασιλείαν του λογικήν. Δια τούτο δε αυτός με συνεκάλει συναθρήσεις, πολυάριθμα δε πλήθη έσπευδον εις το ακροατήριον δια ν’ ακούσουν τον βασιλέα φιλοσοφούντα. Οσάκις δε έφθανε καιρός να θίξη θεολογικόν θέμα, εσηκώνετο οπωσδήποτε αμέσως όρθιος και με συνεσταλμένον πρόσωπον και ήρεμον φωνήν εφαίνετο ωσάν να μυή τους παρόντας με πάσαν ευλάβειαν εις την θείαν διδασκαλίαν· έπειτα, όταν οι ακροαταί τον επευφήμουν με εγκωμιαστικάς φωνάς, ένευε προς αυτούς να κυττάζουν άνω εις τον ουρανόν και μόνον τον ύψιστον βασιλέα να υπερθαυμάζουν και τιμούν με επαίνους σεβασμού. Υποδιαιρών δε τα θέματα, αρχικώς μεν ήλεγχε την πολύθεον πλάνην, παριστάνων ως απάτην και οχύρωμα αθεότητος την δεισιδαιμονίαν των εθνών, έπειτα δε καθίστα γνωστήν την μοναρχικήν θεότητα, διεξήρχετο δε εις το εξής το θέμα της προνοίας της καθολικής και της επί μέρους. Έπειτα κατέβαινεν εις την σωτήριον οικονομίαν, αποδεικνύων ότι αύτη επραγματοποιήθη κατ’ ανάγκην και κατά τον προσήκοντα λόγον, προχωρών δε από εδώ ανέπτυσσε την περί θείας κρίσεως διδασκαλίαν. Εις το σημείον δε τούτο ήγγιζε πληκτικώς (= χτυπούσε) την συνείδησιν των ακροατών, ελέγχων τους άρπαγας, τους πλεονέκτας και τους εκδότους εις άπληστον φιλοχρηματίαν. Ωσάν να εκτύπα δε και να εμάστιζε με τον λόγον έκαμνε μερικούς από τους παρισταμένους γνωρίμους να σκύβουν κάτω πληττόμενοι την συνείδησιν. Υπενθύμιζεν αυτούς με εντυπωσιακάς εκφράσεις ότι θα δώσουν λόγον δια τας ενεργείας των· διότι εις αυτόν μεν ο ύψιστος Θεός παρέσχε την βασιλείαν των επί γης, αυτός δε κατά μίμησιν της εξουσίας του υψίστου ανέθεσεν εις αυτούς τας επί μέρους διοικήσεις, όλοι όμως θα δώσουν εν καιρώ λόγον περί των πράξεών των εις τον μέγαν βασιλέα. Ταύτα εμαρτύρει συνεχώς, ταύτα υπενθύμιζε, τούτων ήτο διδάσκαλος. Αλλ’ αυτός μεν βασιζόμενος εις την γνησίαν πίστιν ταύτα εφρόνει και εξήγγειλεν, εκείνοι όμως ήσαν αμελείς και κωφοί εις τα αγαθά, με την γλώσσαν μεν και τας εγκωμιαστικάς φωνάς επικροτούντες τα λεγόμενα, με τα έργα δε αδιαφορούντες δι’ αυτά λόγω απληστίας. (Δ΄, 29)
Ότι εις ένα πλεονέκτην υπέδειξε τα μέτρα μνήματος προς καταισχύνην.
Ούτω κάποτε, παραλαβών ένα από τους αξιωματούχους του, είπεν, «και έως πού, ω εσύ, θα προωθήσωμεν την απληστίαν;». Έπειτα χαράξας εις το έδαφος τα μέτρα του αναστήματος ανδρός με το δόρυ το οποίον εκράτει εις χείρας είπεν, «και όλον τον πλούτον του κόσμου αν κερδίσης και ολόκληρον την γην αν αποκτήσης, δεν θα παραλάβης μαζί σου τίποτε πέραν τούτου εγώ του τεμαχίου γης, αν το επιτύχης και αυτό». Αλλά λέγων και πράττων αυτά ο μακάριος δεν έπεισε κανένα, τα πράγματα δε έπεισαν καθαρώς ότι οι λόγοι του βασιλέως ωμοίαζον με προφητείας και όχι με απλά λόγια.
http://vatopaidi.wordpress.com/2010/05/
Περί των ευεργεσιών του Κωνσταντίνου προς τους πένητας και τους ενδεείς.
Διένειμε πλουσίως χρήματα εις τους ενδεείς, εδεικνύετο μάλιστα φιλάνθρωπος και ευεργετικός ακόμη και εις τους εκτός Εκκλησίας παρουσιαζομένους εις αυτόν· εις τους θλιβερούς και ελεεινούς επαίτας της αγοράς εφρόντιζε να δοθούν όχι μόνον χρήματα και αναγκαία τροφή, αλλά και εύσχημος (= αξιοπρεπής και ωραία) ενδυμασία, εις εκείνους δε οι οποίοι είχον ευημερία αλλά λόγω μεταβολής συνθηκών βίου εδυστύχησαν παρείχε πλουσιωτέρας χορηγίας. Παρέχων με βασιλικόν φρόνημα μεγαλοδώρους ευεργεσίας προς τοιαύτα πρόσωπα, εις άλλους μεν εδώριζεν αγροτικά κτήματα, άλλους δε ετίμα με διάφορα αξιώματα. Και δι’ όσους μεν περιέπεσαν εις ορφανίαν εφρόντιζεν ως πατήρ, των δε χηρών ανεκούφιζε την εγκατάλειψιν με την ειδικήν μέριμναν· και μάλιστα υπάνδρευε κόρας αι οποίαι μετά τον θάνατον του πατρός των είχον μείνει ορφαναί με γνωρίμους του και πλουσίους άνδρας, έπραττε δε ταύτα αφού προηγουμένως προσέφερεν εις τας νύμφας όσα έπρεπε να εισφέρουν ως προίκα δια τον γάμον. Όπως δε ο ανατέλλων ήλιος μεταδίδει εις όλους αφθόνως τας μαρμαρυγάς του φωτός, κατά παρόμοιον τρόπον και ο Κωνσταντίνος, εμφανιζόμενος εμπρός εις τα ανάκτορα με την ανατολήν του ηλίου ωσάν να ανέτελλε μαζί με τον φωστήρα του ουρανού, εξέπεμπε φωταυγείας της καλοκαγαθίας του εις όλους όσοι προσήρχοντο εις αυτόν. Δεν ήτο δυνατόν απλώς να τον πλησιάση κανείς χωρίς ν’ απολαύση κάποιον αγαθόν ούτε ήτο δυνατόν να απογοητευθούν όσοι ήλπισαν να λάβουν την βοήθειάν του. (Ευσέβιου, Εις τον βίον του μακαρίου Κωνσταντίνου βασιλέως, Λόγος Α΄, 43)
Πώς ηνείχετο (ανεχόταν) και τους άφρονας.
Επιπροσθέτως ηνείχετο με ανεξικακίαν και μερικούς οι οποίοι ήσαν ερεθισμένοι εναντίον του, παραγγέλων και εις αυτούς με ήρεμον και πράον φωνήν να είναι σώφρονες και όχι στασιασταί. Μερικοί από αυτούς, σεβόμενοι τας παραινέσεις, απηλλάγησαν από τας επιδιώξεις των, τους δε αθεραπεύτους προς σώφρονα λογισμόν παρέδιδεν εις την διάθεσιν του Θεού, μη επιθυμών ποτέ να λάβη ο ίδιος μέτρα εναντίον οποιουδήποτε. Τούτο συνέβη ευλόγως και εις την Αφρικήν. Οι διαφωνούντες εκεί έφθασαν εις τοιούτον σημείον εντάσεως, ώστε να προβούν και εις ωρισμένας τολμηράς ενεργείας· ως φαίνεται, πονηρός δαίμων εβάσκαινε την αφθονίαν των υπαρχόντων τώρα αγαθών και παρεκίνει τους άνδρας εις ατόπους πράξεις, ωσάν δια να κινήση κατ’ αυτών τον θυμόν του βασιλέως. Αλλ’ ο φθόνος δεν εκέρδισε, διότι ο βασιλεύς εθεώρησε γελοία τα πραττόμενα και εδήλωσεν ότι τα θεωρεί κινούμενα από τον πονηρόν, εφ’ όσον τοιαύται τολμηραί ενέργειαι δεν ανήκουν εις σώφρονας άνδρας, αλλ’ ή εις εντελώς παράφρονας ή εις δαιμονιζομένους, οι οποίοι πρέπει μάλλον να ελεούνται παρά να τιμωρούνται, ενώ αυτός ο ίδιος ο βασιλεύς δεν ζημιώνεται κατά κανένα τρόπον από την μανίαν των παραφρόνων παρά μόνον μέχρι της συμπαθείας προς αυτούς από υπερβολικήν φιλανθρωπίαν. (Α΄, 45)
Φιλάνθρωπος μεταχείρισις των αιχμαλώτων στρατιωτών.
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίον είχε συνηθίσει από παλαιά ο βασιλεύς να προσωρή και να οδηγή τον στρατόν εις την μάχην, τοποθετών τον Θεόν επάνω από την ζωήν του, προτιμών να πράττη τα πάντα σύμφωνα με την θέλησίν Του και φειδόμενος τον θάνατον των πολλών. Όθεν επρονόει και περί της σωτηρίας των εχθρών όσον και των ιδικών του. Δια τούτο συνίστα εις τους στρατιώτας του, όταν κερδίζουν μάχην, να φείδωνται (=να λυπούνται) της ζωής των αιχμαλώτων και να μη λησμονούν ότι είναι άνθρωποι της ιδίας φύσεως. Και οσάκις έβλεπε να είναι ασυγκράτητοι οι θυμοί των στρατιωτών, τους εχαλιναγώγει με προσφοράν χρημάτων, καθορίζων να δίδεται ωρισμένη ποσότης χρυσού εις τον συλλαμβάνοντα αιχμάλωτον. Τούτο εύρεν ως δέλεαρ δια την σωτηρίαν των ανθρώπων η σύνεσις του βασιλέως, ώστε ακόμη και από τους βαρβάρους εσώζοντο πολυάριθμοι, με το να εξαγοράζεται η ζωή των δια του χρυσού από τον βασιλέα. (Β΄, 13)
Συνέχεια περί των προσευχών εις την σκηνήν.
Αυτάς τας πράξεις και πολυαρίθμους άλλας ομοίας με αυτάς ηρέσκετο να πράττη ο βασιλεύς και άλλοτε. Κατά την παρούσαν δε στιγμήν, κλεισμένος εις την σκηνήν του, όπως συνήθιζε προ της μάχης, αφιερώνετο εις τας προσευχάς προς τον Θεόν, αποφεύγων κάθε άνεσιν και τρυφηλήν διαβίωσιν, ασκών εαυτόν με νηστείαν και κάκωσιν του σώματος και επικαλούμενος το έλεος του Θεού με ικεσίας, δια να τον έχη προστάτην και βοηθόν και να πράττη όσα ο Θεός τού εμβάλλη εις την διάνοιαν. Και αυτός μεν εφρόντιζεν αγρύπνως περί των κοινών, ευχόμενος υπέρ της σωτηρίας τόσον των εχθρών όσον και των ιδικών του. (Β΄, 14)
Πώς ετίμα πολλούς με δωρεάς και προαγωγάς εις αξιώματα.
Ενώ τόσα έπραττεν ο βασιλεύς προς οικοδομήν και δόξαν της Εκκλησίας του Θεού και προέβαινεν εις πάσαν ενέργειαν προς διαφήμισιν της διδασκαλίας του Σωτήρος, δεν περιεφρόνει ούτε τας κοσμικάς υποθέσεις, αλλά και από αυτής της απόψεως παρείχε συνεχώς παντοειδείς ευεργεσίας εις τους κατοίκους όλων των επαρχιών, αφ’ ενός μεν δεικνύων κοινήν προς όλους πατρικήν κηδεμονίαν, αφ’ ετέρου δε τιμών με διάφορα αξιώματα τους γνωρίμους του και χορηγών όλα εις όλους με μεγαλόψυχον διάθεσιν. Δεν συνέβαινε κανείς να ζητήση χάριν από τον βασιλέα και να αποτύχη του σκοπού του ούτε να ελπίση κανείς απόκτησιν αγαθών και να αστοχήση της προσδοκίας του. Μερικοί μεν έλαβον δώρα εις χρήματα, μερικοί εις κτήματα, άλλοι εδέχθησαν το αξίωμα του υπάρχουν, άλλοι του συγκλητικού και μερικοί του υπάτου, πολλοί ανεδείχθησαν διοικηταί επαρχιών και άλλοι έλαβον τον βαθμόν του κόμητος πρώτης ή δευτέρας ή τρίτης τάξεως, πολυάριθμοι δε άλλοι μετείχον πλείστων άλλων τιμητικών αξιωμάτων. Διότι ο βασιλεύς με την επιθυμίαν του να τιμήση περισσοτέρους επενόει διάφορα αξιώματα. (Δ΄, 1)
Απαλλαγή από το τέταρτον της φορολογίας.
Πώς δε εφρόντιζε να παρασκευάζη την ευημερίαν και του συνόλου των πολιτών, θα το αντιληφθή κανείς από ένα παράδειγμα ευεργετικόν δι’ όλους γενικώς και ευγνωμόνως αναγνωριζόμενον ακόμη έως σήμερα. Αφαιρέσας το έν τέταρτον από τας ετησίας φορολογικάς εισφοράς δια την γην, το εδώριζεν εις τους ιδιοκτήρας των αγρών, ούτως ώστε, αν υπολογίση κανείς ότι η αφαίρεσις γίνεται κατ’ έτος, είναι ως να μένουν οι αγροί αφορολόγητοι επί έν έτος κάθε τέσσαρα. Η ενέργεια αυτή επικυρωθείσα με νόμον και επιβληθείσα και εις τους μετέπειτα χρόνους, διαιώνιζε την μνήμην της διακυβερνήσεως του βασιλέως όχι μόνον εις την παρούσαν γενεάν αλλά και εις τα παιδιά αυτών και τους διαδόχους τούτων. (Δ΄, 2)
Ότι εχορήγει από το ιδιωτικόν του ταμείον εις τους ηττημένους εις δίκας χρηματικής φύσεως.
Εις περιπτώσεις δικαστικών υποθέσεων, δια να μη φύγη ο καταδικασθείς ολιγώτερον ικανοποιημένος από τον νικητήν, ο βασιλεύς εδώριζεν από τα ιδικά του εις τους νικημένους, άλλοτε κτήματα, άλλοτε χρήματα, επιτρέπων ούτω εις τον ηττηθέντα να είναι εξ ίσου με τον νικητήν ευχαριστημένος, αφού ηξιώθη να παρουσιασθή ενώπιόν του. Διότι άλλως εφρόνει ότι δεν ήτο επιτρεπτόν να αποχωρήσει κανείς κατηφής και λυπημένος, αφού ενεφανίσθη εις τοιούτον βασιλέα. Ούτω λοιπόν έφευγον από την δίκην και οι δύο με φαιδρά και χαρούμενα πρόσωπα. Όλοι δε γενικώς εθαύμαζον δια την μεγαλοψυχίαν του βασιλέως. (Δ΄, 4)
Πώς οι Χριστιανοί απήλαυον ειρήνης δια των ενθέρμων προσευχών του Κωνσταντίνου.
Ούτω λοιπόν, καθώς τα έθνη εις όλα τα σημεία της οικουμένης διηυθύνοντο ωσάν από ένα κυβερνήτην και απεδέχοντο την διακυβέρνησιν από τον θεράποντα (=υπηρέτη) του Θεού, ενώ κανείς πλέον δεν παρηνώχλει την αυτοκρατορίαν των Ρωμαίων, όλοι οι πολίται διήγον τον βίον των με ευστάθειαν και αταραξίαν. Ο δε βασιλεύς κρίνας ότι αι ευχαί των θεοσεβών συντελούν μεγάλως εις την διαφύλαξιν όλων των αγαθών, ησθάνθη την ανάγκην να τας εξασφαλίση, αφ’ ενός μεν γιγνόμςνο; ο ίδιος ικέτης του Θεού, αφ’ ετέρου δε παραγγέλλων εις τους προεστώτας των Εκκλησιών να προσφέρουν δεήσεις υπέρ αυτού. (Δ΄, 14)
Περί του ζήλου του εις την προσευχήν και της τιμής του προς την εορτήν του Πάσχα.
Ο ίδιος δε ο βασιλεύς ως μέτοχος των ιερών μυστηρίων κατά τακτήν ώραν εκάστης ημέρας εκλείετο εις τα εσώτερα διαμερίσματα των ανακτόρων του ιδιαιτέρως, συνωμίλει μόνος με μόνον τον Θεόν και με θερμάς δεήσεις γονυπετής παρεκάλει δι’ όσα εχρειάζετο. Κατά δε τας ημέρας της σωτηρίου εορτής, εντείνων της άσκησιν, ετέλει τας θείας ιεροφαντίας με όλην την ρώμην της ψυχής και του σώματος, αφ’ ενός μεν ζων εις τελείαν αγνείαν βίου, αφ’ ετέρου δε προεξάρχων όλων εις τον εορτασμόν. Την δε ιεράν αγρυπνίαν μετέβαλλεν εις ημερινά φώτα, διότι άνθρωποι εις τούτο διωρισμένοι ήναπτον κίονας κηρού εις ολόκληρον την πόλιν και λαμπάδες πυρός εφώτιζον πάντα τόπον, ούτως ώστε η μυστική διανυκτέρευσις να είναι φωτεινοτέρα λαμπράς ημέρας. Όταν δε εξημέρωνε, μιμούμενος τας ευεργεσίας του Σωτήρος, ήπλωνε την ευεργετικήν του χείρα εις όλα τα έθνη, τους λαούς και τους δήμους, δωρίζων πλουσίως τα πάντα εις πάντας. (Δ΄, 22)
Δωρεαί εις τας εκκλησίας και διανομαί εις τας παρθένους και τους πένητας.
Εις τας εκκλησίας δε του Θεού παρείχεν ιδιαιτέρως πλείστας δωρεάς, προσφέρων αλλού μεν αγρούς αλλού δε σίτον προς διανομήν εις πτωχούς άνδρας, ορφανά, παιδία και χήρας γυναίκας. Προενόει ακόμη με πολλήν φροντίδα δια την εξασφάλισιν ενδυμάτων δια τους γυμνούς και ρακενδύτους. Κατ’ εξοχήν δε ετίμα εκείνους οι οποίοι είχον αφιερώσει τον βίον των εις την κατά Θεόν φιλοσοφίαν. Τον χορόν μάλιστα των παρθένων (= δηλαδή τις μοναχές) σχεδόν ελάτρευε, πεπεισμένος ότι εις τας ψυχάς αυτών των προσώπων ενοικεί ο ίδιος ο Θεός εις τον οποίον αφιερώθησαν. (Δ΄, 28)
Λογογραφίαι και ομιλίαι του Κωνσταντίνου.
Αυτός δε ο ίδιος, καλλιεργών την διάνοιάν του με τους ενθέους λόγους, διήρχετο τας νυκτερινάς ώρας άγρυπνος, συντάσσων δε λόγους ανέτως ενεφανίζετο συχνάκις προς εκφώνησίν των, φρονών ότι αρμόζει να κυβερνά τους πολίτας με παιδευτικόν λόγον και να καταστήση όλην την βασιλείαν του λογικήν. Δια τούτο δε αυτός με συνεκάλει συναθρήσεις, πολυάριθμα δε πλήθη έσπευδον εις το ακροατήριον δια ν’ ακούσουν τον βασιλέα φιλοσοφούντα. Οσάκις δε έφθανε καιρός να θίξη θεολογικόν θέμα, εσηκώνετο οπωσδήποτε αμέσως όρθιος και με συνεσταλμένον πρόσωπον και ήρεμον φωνήν εφαίνετο ωσάν να μυή τους παρόντας με πάσαν ευλάβειαν εις την θείαν διδασκαλίαν· έπειτα, όταν οι ακροαταί τον επευφήμουν με εγκωμιαστικάς φωνάς, ένευε προς αυτούς να κυττάζουν άνω εις τον ουρανόν και μόνον τον ύψιστον βασιλέα να υπερθαυμάζουν και τιμούν με επαίνους σεβασμού. Υποδιαιρών δε τα θέματα, αρχικώς μεν ήλεγχε την πολύθεον πλάνην, παριστάνων ως απάτην και οχύρωμα αθεότητος την δεισιδαιμονίαν των εθνών, έπειτα δε καθίστα γνωστήν την μοναρχικήν θεότητα, διεξήρχετο δε εις το εξής το θέμα της προνοίας της καθολικής και της επί μέρους. Έπειτα κατέβαινεν εις την σωτήριον οικονομίαν, αποδεικνύων ότι αύτη επραγματοποιήθη κατ’ ανάγκην και κατά τον προσήκοντα λόγον, προχωρών δε από εδώ ανέπτυσσε την περί θείας κρίσεως διδασκαλίαν. Εις το σημείον δε τούτο ήγγιζε πληκτικώς (= χτυπούσε) την συνείδησιν των ακροατών, ελέγχων τους άρπαγας, τους πλεονέκτας και τους εκδότους εις άπληστον φιλοχρηματίαν. Ωσάν να εκτύπα δε και να εμάστιζε με τον λόγον έκαμνε μερικούς από τους παρισταμένους γνωρίμους να σκύβουν κάτω πληττόμενοι την συνείδησιν. Υπενθύμιζεν αυτούς με εντυπωσιακάς εκφράσεις ότι θα δώσουν λόγον δια τας ενεργείας των· διότι εις αυτόν μεν ο ύψιστος Θεός παρέσχε την βασιλείαν των επί γης, αυτός δε κατά μίμησιν της εξουσίας του υψίστου ανέθεσεν εις αυτούς τας επί μέρους διοικήσεις, όλοι όμως θα δώσουν εν καιρώ λόγον περί των πράξεών των εις τον μέγαν βασιλέα. Ταύτα εμαρτύρει συνεχώς, ταύτα υπενθύμιζε, τούτων ήτο διδάσκαλος. Αλλ’ αυτός μεν βασιζόμενος εις την γνησίαν πίστιν ταύτα εφρόνει και εξήγγειλεν, εκείνοι όμως ήσαν αμελείς και κωφοί εις τα αγαθά, με την γλώσσαν μεν και τας εγκωμιαστικάς φωνάς επικροτούντες τα λεγόμενα, με τα έργα δε αδιαφορούντες δι’ αυτά λόγω απληστίας. (Δ΄, 29)
Ότι εις ένα πλεονέκτην υπέδειξε τα μέτρα μνήματος προς καταισχύνην.
Ούτω κάποτε, παραλαβών ένα από τους αξιωματούχους του, είπεν, «και έως πού, ω εσύ, θα προωθήσωμεν την απληστίαν;». Έπειτα χαράξας εις το έδαφος τα μέτρα του αναστήματος ανδρός με το δόρυ το οποίον εκράτει εις χείρας είπεν, «και όλον τον πλούτον του κόσμου αν κερδίσης και ολόκληρον την γην αν αποκτήσης, δεν θα παραλάβης μαζί σου τίποτε πέραν τούτου εγώ του τεμαχίου γης, αν το επιτύχης και αυτό». Αλλά λέγων και πράττων αυτά ο μακάριος δεν έπεισε κανένα, τα πράγματα δε έπεισαν καθαρώς ότι οι λόγοι του βασιλέως ωμοίαζον με προφητείας και όχι με απλά λόγια.
http://vatopaidi.wordpress.com/2010/05/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου