Γενέσιον τοῦ Τιμίου ἐνδόξου Προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου
Ἡ Ἐκκλησία, τρία μόνο Γενέθλια τιμᾶ καὶ ἑορτάζει: α. τοῦ Δεσπότου καὶ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, β. τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, καὶ γ. τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Τὰ γεγονότα τῆς γεννήσεως τοῦ Τιμίου Προδρόμου ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὸ α’ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του.
Γράφει, λοιπόν, ὅτι στὶς ἡμέρες τοῦ βασιλέως Ἡρώδη ἐζοῦσε στὴν Ἰουδαία κάποιος ἱερέας ποὺ λεγόταν Ζαχαρίας. Εἶχε σύζυγό του τὴν Ἐλισάβετ, ἡ ὁποία ἦταν ἀπόγονος τοῦ Προφήτου Ἀαρών. Ἦσαν καὶ οἱ δύο ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καὶ ἐζοῦσαν μὲ δικαιοσύνη, φόβο Θεοῦ, εὐλάβεια, σωφροσύνη, καὶ ἐτηροῦσαν τὶς θεῖες ἐντολές. Γιὰ πολλὰ χρόνια ἱκέτευαν τὸν Κύριο νὰ τοὺς εὐλογήσει μὲ τὴ χαρὰ τῆς τεκνογονίας, ἀλλὰ δὲν εἶχαν ἀποκτήσει, παρὰ τὴ θερμὴ προσευχή τους, παιδί. Ὁ Ζαχαρίας καὶ ἡ στείρα σύζυγός του Ἐλισάβετ εἶχαν φθάσει σὲ βαθὺ γήρας καὶ δὲν εἶχαν πλέον ἐλπίδα νὰ τεκνοποιήσουν.
Ἐνῶ ὁ ἱερέας Ζαχαρίας εὑρισκόταν μία ἡμέρα στὸ ναὸ καὶ ἐθυμίαζε στὸ ἱερὸ Βῆμα, ἐφανερώθηκε σ’ αὐτὸν Ἄγγελος Κυρίου, γιὰ νὰ προμηνύσει τὴ γέννηση τοῦ ἐπιγείου καὶ ἔνσαρκου ἄγγελου, τοῦ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου. Βλέποντάς τον ὁ Ζαχαρίας ἐταράχθηκε καὶ ἐφοβήθηκε τόσο πολὺ ὥστε ἔμεινε ἐκστατικός. Τότε ὁ Ἄγγελος Κυρίου τοῦ εἶπε: «Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία. Γιατὶ ὁ Θεὸς ἐδέχθηκε τὴν προσευχή σου καὶ ἡ γυναίκα σου, ἡ Ἐλισάβετ, θὰ γεννήσει υἱό. Καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰωάννη. Καὶ θὰ δοκιμάσεις μεγάλη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση. Πολλοὶ θὰ χαροῦν γιὰ τὴ γέννησή του, γιατὶ θὰ εἶναι μεγάλος καὶ περιφανὴς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Θὰ λάβει ὅλο τὸ πλήρωμα τῆς Θείας Χάριτος καὶ θὰ γεμίσει ἀπὸ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ἀκόμη θὰ κυοφορεῖται στὴν κοιλία τῆς μητέρας του Ἐλισάβετ. Καὶ μὲ τὸ κήρυγμά του θὰ ἐπιστρέψουν πολλοὶ Ἰσραηλῖτες στὴ γνώση τοῦ Ἀληθινοῦ Θεοῦ, τοῦ Κυρίου αὐτῶν».
Ἀκούγοντας ἔκπληκτος ὁ Ζαχαρίας τὸ μήνυμα τοῦ Ἀγγέλου, κατεπλάγη καὶ τὸν ἐρώτησε γεμάτος ἀπορία: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει αὐτό; Καὶ μὲ ποιὸ τρόπο θὰ τὸ γνωρίσω καὶ θὰ τὸ πιστέψω, ὅταν εἶμαι γέροντας στὴν ἡλικία καὶ ἡ γυναίκα μου ὑπέργηρη καὶ στείρα;». Τότε ὁ Ἄγγελος τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ποὺ παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ ἀπέστειλε ὁ Θεὸς νὰ σοῦ φέρω αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία. Καὶ ἰδού, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστεψες στὰ λόγια μου, θὰ μείνεις ἄλαλος μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅσα σοῦ προανήγγειλα, δηλαδὴ μέχρι νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἰωάννης».
Πράγματι ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ Ζαχαρίας ἔμεινε βουβὸς καὶ ἄλαλος, ἕως ὅτου ἡ Ἐλισάβετ ἔτεκε τὸν Πρόδρομο.
Τὴν ὄγδοη ἡμέρα οἱ συγγενεῖς ἦλθαν γιὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν περιτομὴ τοῦ παιδιοῦ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ ὀνομάσουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρία. Ἀλλὰ ἡ Ἐλισάβετ τοὺς εἶπε ὅτι θὰ ὀνομαστεῖ Ἰωάννης. Στὴν ἀπορία τους, πῶς θὰ λάβει τὸ ὄνομα αὐτό, ἐπειδὴ κανένας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς δὲν εἶχε τὸ ὄνομα αὐτό, ὁ Ζαχαρίας ἐζήτησε μία μικρὴ πλάκα ἐπὶ τῆς ὁποίας ἔγραψε τὰ ἀκόλουθα: «Ἰωάννης εἶναι τὸ ὄνομά του». Καὶ ἐξεπλάγησαν ὅλοι. Ὁ Ζαχαρίας δὲ ἄνοιξε ἀμέσως τὸ στόμα του καὶ εὐλογοῦσε τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ὁ δὲ Ἰωάννης καθημερινὰ ἀναδεικνυόταν ὡς ἔμψυχο ὄργανο τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, πλήρης τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, στήλη κάθε ἀρετῆς καὶ εὐσέβειας.Κατὰ τοὺς τελευταίους βυζαντινοὺς χρόνους, ἡ ἑορτὴ αὐτὴ ἐτελεῖτο στὸ ναὸ τοῦ Προδρόμου τῆς Πέτρας, μὲ τὴν παρουσία τοῦ αὐτοκράτορος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.Προφῆτα καὶ Πρόδρομε, τ[πης παρουσίας Χριστοῦ, ἀξίως εὐφημῆσαί σε, οὐκ εὐποροῦμεν ἡμεῖς, οἱ πόθῳ τιμῶντές σε· στείρωσις γὰρ τεκούσης, καὶ πατρὸς ἀφωνία, λέλυνται τῇ ἐνδόξῳ, καὶ σεπτῇ σου γεννήσει, καὶ σάρκωσις Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, κόσμῳ κηρύττεται.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Ἡ πρὶν στεῖρα σήμερον, Χριστοῦ τὸν Πρόδρομον τίκτει, καὶ αὐτὸς τὸ πλήρωμα, πάσης τῆς προφητείας· ὃνπερ γὰρ, προανεκήρυξαν οἱ Προφῆται, τοῦτον δή, ἐν Ἰορδάνῃ χειροθετήσας, ἀνεδείχθη Θεοῦ Λόγου, Προφήτης κῆρυξ, ὁμοῦ καὶ Πρόδρομος.
Μεγαλυνάριον.Ἄνθος τὸ θεόσδοτον ἐκφυέν, σήμερον ἐκ στείρας, εὐωδίας ἁγιασμοῦ, ἔπλησε τὰ πάντα, τὴν ἔρημον τὰ ὄρη, τῶν ποταμῶν τὰ ῥεῖθρα, Χριστοῦ ὁ Πρόδρομος.
Σύναξις Ζαχαρίου καὶ Ἐλισάβετ τῶν Δικαίων γονέων τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ
Σήμερα ἐτελεῖτο ἡ Σύναξις τῶν γονέων τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τοῦ γενεσίου αὐτοῦ, Ἁγίων Δικαίων Ζαχαρίου καὶ Ἐλισάβετ.Ὁ Ἅγιος Νικήτας Ἐπίσκοπος Ρεμεσιάνας τῆς Ρουμανίας
Ὁ Ἅγιος Νικήτας, Ἐπίσκοπος Ρεμεσιάνας, ἔζησε τὸν 4ο καὶ 5ο μ.Χ. αἰώνα καὶ ἐγεννήθηκε στὴ Δεκία, τὸ 338 μ.Χ. Στοιχεῖα γιὰ τὴ δράση του σώζονται στὸ ἔργο τοῦ Παυλίνου († 431 μ.Χ.), Ἐπισκόπου Νόλλης, τὸν Γεννάδιο τῆς Μασσαλίας († 492 – 505 μ.Χ.), τὸν Κασσιόδωρο († 575 μ.Χ.), καὶ τὸν Ὅσιο Ἱερώνυμο.
Ὁ Ἅγιο Νικήτας συμμετεῖχε ὡς πρεσβύτερος στὴ Σύνοδο τῆς Ρώμης, ποὺ συγκλήθηκε τὸ 369 μ.Χ., κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 370 – 371 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρεμεσιάνας καὶ ἔγραψε τὸ πρῶτό του ἔργο «Περὶ πίστεως». Διακρινόμενος γιὰ τοὺς ἀγῶνές του κατὰ τῶν αἱρετικῶν ἔλαβε μέρος στὴ Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας, τὸ 378 μ.Χ., ὡς καὶ σὲ ἄλλες. Διέπρεψε στὸ κήρυγμα, στὴν ἱεραποστολικὴ ἐργασία, τὴ συγγραφικὴ δύναμη καὶ τὴν ποιμαντικὴ δράση, γι’ αὐτὸ καὶ ἀποκαλέσθηκε «Ἀπόστολος τῶν Δακο-Ρουμάνων».Ὁ Ὅσιος Νικήτας ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 420 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Γκερμόκιος ἐκ Κορνουάλης
Ὁ Ὅσιος Γκερμόκιος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.Ἡ Ἁγία Ἀλένα ἡ Μάρτυς ἐκ Βρυξελλῶν
Ἡ Ἁγία Ἀλένα καταγόταν ἀπὸ τὶς Βρυξέλλες καὶ ἔζησε τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἐβαπτίσθηκε Χριστιανή, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζουν οἱ ἐθνικοὶ γονεῖς της, καὶ ἐμαρτύρησε τὸ 640 μ.Χ.Ὁ Ὅσιος Ἰβὰν ἐκ Τσεχίας
Ὁ Ὅσιος Ἰβάν, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 903 μ.Χ.Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Ἱλαρίων (Τβαλοέλι) ἔζησε στὴ Γεωργία κατὰ τὸ 10ο καὶ 11ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Καχούλι τῆς περιοχῆς Σάμζχε καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1401.Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Ντύμσκ, ἐγεννήθηκε στὸ Νόβγκοροντ, περὶ τὸ 1157. Μία ἡμέρα, ἐνῶ ἦταν στὸ ναὸ καὶ προσευχόταν, ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Κυρίου: «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν, καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι». Τότε ὁ Ὅσιος ἐγκατέλειψε τὰ πάντα καὶ ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο, ὑποτασσόμενος πνευματικὰ στὸν Ὅσιο Βαρλαὰμ τοῦ Χουτὺν († 6 Νοεμβρίου), ὁ ὁποῖος τὸν ὅρισε διάδοχό του μετὰ τὴν κοίμησή του. Ὁ Ὅσιος δὲν ἀποδέχθηκε τὴ θέση αὐτή, ἀλλὰ κατέφυγε στὴν περιοχὴ τῆς λίμνης Ντύμα κοντὰ στὸ Τιχβίν, γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση. Ἐκεῖ ἵδρυσε μοναστήρι στὸ ὁποῖο, μετὰ ἀπὸ πνευματικοὺς ἀγῶνες, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1224.
Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Νέου
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Νέου τιμᾶται τὴν 12η Ἰουνίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του, καθὼς καὶ τὴν 2α Ἰουνίου μὲ ἀφορμὴ θαύματος μὲ τὸ ὁποῖο ἐσώθηκε ἡ πόλη Σουτσεάβα, στὴν ὁποία φυλάσσονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου. Ἡ μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων, ἔγινε στὴν πόλη Σουτσεάβα, ἀπὸ τὴν πόλη Ζιολκίεβ τῆς Πολωνίας, τὸ 1783 μ.Χ.Οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης οἱ Δίκαιοι οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης κατάγονταν ἀπὸ εὐσεβὴ οἰκογένεια καὶ ἦσαν τέκνα τοῦ Ἰσιδώρου καὶ τῆς Βαρβάρας. Ἐμαρτύρησαν ἀπὸ ἐθνικούς, τὸ 1569, στὴν πόλη Μενούγκα τῆς Ρωσίας, ὁ μὲν Ἰάκωβος σὲ ἡλικία 3 ἐτῶν, ὁ δὲ Ἰωάννης σὲ ἡλικία 5 ἐτῶν.Ὁ Ἅγιος Παναγιώτης ὁ Νεομάρτυρας ὁ Καισαρεύς
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Παναγιώτης ὁ Καισαρεὺς καταγόταν ἀπὸ τὸ Δελβινάκι τῆς Β. Ἠπείρου καὶ ἐμαρτύρησε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ τὴν πίστη του στὸ Χριστὸ σὲ ἡλικία 20 ἐτῶν, τὸ 1765, ἐνῶ κατ’ ἄλλους τὸ μαρτύριό του ἔλαβε χώρα τὸ 1767. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε μὲ εὐλάβεια ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὸ ναὸ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὴν Κωνσταντινούπολη.Ὁ Ἅγιος Γεράσιμος ὁ Ἱερομάρτυρας ἐν Ἀρχαγγέλσκ Σιβηρίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Γερασίμου.Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος ὁ Κολλυβᾶς, ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἐξέχουσες μορφὲς τοῦ μοναστικοῦ φρονήματος τοῦ 18ου αἰῶνος, καθὼς καὶ μία φωτισμένη μορφὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἀθανάσιος Τούλιος καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Πάρου. Ὁ ἴδιος ξεχώρισε σὲ μία δύσκολη ἐποχὴ γιὰ τὸ Ἑλληνικὸ γένος, γιὰ τὴ θεολογικὴ κατάρτισή του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ θύραθεν παιδεία του, ἀφοῦ διετέλεσε διδάσκαλος καὶ σχολάρχης.
Ὁ Ὅσιος ἐγεννήθηκε τὸ 1722 ἢ 1723, στὸ Κῶστο τῆς Πάρου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀθανάσιος. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Ἀπόστολος Τούλιος μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴ Σίφνο, ἀλλὰ ἐκατοίκησε στὸ Κῶστο, ἀφοῦ ἐνυμφεύθηκε Κωστιανή. Ἐκεῖ ἐδιδάχθηκε τὰ πρῶτα του γράμματα στὰ ὁποῖα ἔδειξε ἰδιαίτερη κλίση, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ πατέρας του τὸν ἔστειλε στὴ Σχολὴ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Ναούσης Πάρου. Στὴν συνέχεια τὸν ἀπέστειλε στὴ Σχολὴ τοῦ Παναγίου Τάφου στὴ Σίφνο καὶ κατόπιν μὲ ἔξοδα τῆς Μονῆς Ἁγίου Ἀντωνίου Κεφάλου στὴ Σχολὴ τῆς Ἄνδρου, ἂν καὶ οἱ βιογράφοι του δὲν συμφωνοῦν ὄλοι μὲ αὐτό. Τὸ 1745, σὲ ἡλικία 23 ἐτῶν ἀποχαιρετᾶ τοὺς γονεῖς του καὶ φθάνει στὴ Σμύρνη, ὅπου ἐγγράφεται στὴν Εὐαγγελικὴ Σχολή. Μιὰ σχολὴ ὅπου ἐφοίτησαν ὁ Ἀδαμάντιος Κοραῆς καὶ ὁ Νικόλαος Καλλιβούρτσης, δηλαδὴ ὁ μετέπειτα στενός του συνεργάτης Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, παραμένοντας ἐκεῖ γιὰ ἕξι ἔτη. Ὅταν πληροφορήθηκε τὴ λειτουργία τῆς Ἀθωνιάδας Σχολῆς μὲ διευθυντὴ τὸ Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, ἀπὸ τὴν Πάτρα, ἐγγράφεται ἀμέσως (1751), τὴν ἐποχὴ ποὺ ἀναλαμβάνει Διευθυντὴς ὁ Διάκονος τότε, Εὐγένιος Βούλγαρης. Ἀπὸ τὸ Νεόφυτο ἐκπαιδεύτηκε στὰ «Γραμματικὰ» καὶ στὰ «Περὶ Συντάξεως» τοῦ Θεοδώρου Γαζῆ, ἐνῶ ἀπὸ τὸν Εὐγένιο στὰ φιλοσοφικὰ μαθήματα καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς. Κατόπιν ἐκπαιδεύεται στὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ποιμαντική, ἐνῶ σταδιακὰ ἀρχίζει νὰ ξεχωρίζει γιὰ τὶς ἰκανότητές του. Ἡ διαρκὴς ἀνέλιξή του τὸν καθιστᾶ «δεξὶ χέρι» τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη καὶ σὲ ἡλικία 35 ἐτῶν, ἀναλαμβάνει τὴ θέση τοῦ καθηγητοῦ τῆς Σχολῆς.
Ἡ φήμη του γιὰ τὶς ἰκανότητές του ἐμαθεύθηκε ἀνάμεσα στὴν ὑπόδουλη ὀρθόδοξη κοινότητα, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Θεσσαλονικεῖς τὸν ζητοῦν γιὰ τὴ Διεύθυνση τῆς Σχολῆς τους. Μὲ παρότρυνση ἀλλὰ καὶ πίεση τοῦ Εὐγένιου Βούλγαρη δέχεται, ἂν καὶ ἀρχικὰ προέβαλε κάποιες ἐνστάσεις. Ἔτσι διευθύνει τὴ Σχολὴ ἐπιτυχῶς γιὰ τέσσερα χρόνια (1758 – 1762), ὅταν καὶ τὸ 1762 ἡ Σχολὴ κλείνει λόγῳ ἐπιδημίας πανώλης. Ἔτσι καταφεύγει σὲ μία σχολὴ στὴν Κέρκυρα, ποὺ τὴ διευθύνει ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης. Ἐκεῖ τελικὰ ὁλοκληρώνει τὶς σπουδές του καὶ ὁδηγεῖται στὸ Μεσολόγγι, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ συμμαθητοῦ του στὴν Ἀθωνιάδα Παναγιώτη Παλαμᾶ, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ἀπὸ τὸ 1760 τὴν Παλαμιαία Σχολή. Μετὰ τὰ Ὀρλωφικὰ (1768 – 1774), ἡ Παλαμιαία Σχολὴ εὑρίσκεται σὲ ἀκμὴ μὲ τὸν Ἀθανάσιο νὰ διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο, ὅμως τότε λαμβάνει τιμητικὴ πρόσκληση ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο ἀναφέροντάς του: «Ἡ μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διὰ γραμμάτων Συνοδικῶν τὸν παρακαλεῖ ν’ ἀπέλθει εἰς Ἅγιον Ὄρος ὡς διδάσκαλος καὶ σχολάρχης τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς μετὰ τὸν ἀοίδιμον Εὐγένιον».
Ὁ ἴδιος δέχεται ἄμεσα καὶ παρεπιδημεῖ στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου συναντᾶ τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, ὁ ὁποῖος τὸν προτρέπει νὰ χειροτονηθεῖ. Ὁ Ἀθανάσιος ὑπακούει καὶ χειροτονεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο πρεσβύτερος. Τὸ 1777, πικραμένος ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίσθηκαν οἱ Κολλυβάδες καὶ μετὰ ἀπὸ κάλεσμα ἐπιστρέφει ὡς Σχολάρχης στὴ Σχολὴ τῆς Θεσσαλονίκης. Διευθύνει τὴ Σχολὴ γιὰ 6 ἔτη (1777 – 1783) ἢ γιὰ ἄλλους 8 ἔτη (1777 – 1785). Τὸ ποίμνιο τῆς Θεσσαλονίκης τὸν γνωρίζει πλέον καὶ ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος ὡς Ἱερέα. Τώρα μὲ νέα Πατριαρχικὴ ἐπιστολὴ καλεῖται νὰ ἀναλάβει τὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τοῦ ζητοῦν μάλιστα νὰ καθορίσει μόνος του τὸ ὕψος τῆς ἀμοιβῆς του. Ὁ ἴδιος ὅμως θὰ ἀπαντήσει: «Τὰς μὲν ἀρχιερατείας τιμῶ καὶ προσκυνῶ ἀλλ’ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος. Ἂν ἐκαταλάμβανα ὅτι ἔκαμνα περισσότερον καρπὸν εἰς τὴν Βασιλεύουσαν πόλιν, ἤθελα ἔλθει αὐτόκλητος. Ἐπειδὴ ὅμως, ὡς στοχάζομαι, αὐτοῦ εἶναι κάποια ἐμπόδια, διὰ τοῦτο, ἄφετέ μέ, παρακαλῶ, ἐδῶ εἰς τὰ πέριξ νὰ ὠφελῶ ὅσον δύναμαι τοὺς ἀδελφούς μου καὶ τὸ Γένος μου». Καὶ τὸν ἄφησαν...
Ἡ ὁριστική του ἀπόφαση εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα του, τὴν Πάρο. Καὶ ἐνῶ τὸ πλοῖο κατευθύνεται πρὸς τὸ νότιο Αἰγαῖο, ξεσπάει ὁ Ρωσοτουρκικὸς πόλεμος καὶ τὸ πλοῖο ἀναγκάζεται νὰ προσορμισθεῖ στὴ Χίο (5 – 6 Νοεμβρίου 1786, 64 ἐτῶν). Ἀποσύρεται στὸ μονύδριο τῆς Ἁγίας Τριάδας. Ἐκεῖ μελετᾶ καὶ προσεύχεται. Ξεκινᾶ τὸ Θεολογικὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ τὴ Λογικὴ τοῦ ἀοιδίμου Εὐγένιου Βούλγαρη. Ὅταν τελειώνει ὁ πόλεμος, δέχεται νὰ παραμείνει στὴ Χίο, στὰ χέρια τῆς βουλήσεως τοῦ Θεοῦ. Τελικὰ θὰ παραμείνει ἐκεῖ τρεῖς δεκαετίες. Ἡ «Φιλοσοφικὴ Σχολή», ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσαν, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του γνωρίζει τεράστια ἀκμὴ καὶ ἀνάλογη φήμη. Τὸ 1812, 90 ἐτῶν πλέον, παραιτεῖται.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ πὼς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς διωκόμενους Κολλυβάδες μοναχοὺς (ὅπως ὑποτιμητικὰ τοὺς ἀποκαλοῦσαν, λόγῳ τῆς θεολογικῆς διαμάχης γιὰ τὴ χρήση τῶν Κολλύβων), οἱ ὁποῖοι μὲ ἰσχυρὰ ἐπιχειρήματα, προσπάθησαν καὶ τελικὰ κατάφεραν νὰ διατηρήσουν, ἀπὸ τὶς νοθεῖες τοῦ Πρωτεσταντισμοῦ καὶ τῆς Οὐνίας, τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἐδέχθηκε σφοδρὸ διωγμὸ στὸ Πατριαρχεῖο, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, τὸν Ἅγιο Μακάριο Νοταρᾶ, τὸν Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, τὸν Ἀγάπιο τὸν Κύπριο, τὸν Ἰάκωβο τὸν Πελοποννήσιο καὶ τὸν Χριστόφορο Προδρομίτη, γιὰ τὸν ἀγώνα τους ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας. Ὁ ἴδιος καθαιρεῖται ἀπὸ ἱερέας καὶ καταδικάζονται οἱ ὑπόλοιποι. Διώκονται καὶ ἐξορίζονται ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐνῶ ὁ Ἀθανάσιος ὁδηγεῖται, ὅπως προαναφέρθηκε, στὴ Θεσσαλονίκη. Ἡ πίκρα ὅμως τῶν διωγμῶν αὐτῶν ἔγινε τὸ νερὸ ποὺ ἐπότισε μὲ τοὺς διασκορπισμένους Κολλυβάδες τὸ Ὀρθόδοξο Γένος σὲ μία δύσκολη καὶ μεταβατικὴ ἱστορικὴ ἐποχή.
Τὸ 1771 ἐντέλει, ἡ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία διαπίστωσε τὶς συκοφαντίες καὶ τοὺς ἀθωώνει. Μεταξὺ ἄλλων ἡ ἀθώωση ἀναφέρει:
«Δύναται πολλάκις καὶ συρραφεῖσα διαβολὴ ὑποκλέψαι τοῖς ἀνεγκλήτοις καὶ ἀναιτίου καταδίκης αἰτία γενέσθαι πρὸς ἄνδρας ἀθώους καὶ ἀμετόχους τῶν κατ’ αὐτῶν λαληθέντων... Ἐπειδὴ τοιγαροῦν καὶ ὁ κὺρ Ἀθανάσιος ὁ Πάριος, ἀνὴρ ὢν οὐ τῶν εὐκαταφρονήτων, σοφίας τὲ μετασχηκὼς τῆς θύραθεν καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς καὶ καλῶς μεμνημένος τὰ θεῖα... ἀθῶος ὑπάρχει... ἔχων καὶ τὸ ἐνεργοῦν τῆς ἱερωσύνης αὐτοῦ ἀκωλύτως...».
Στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀποσύρθηκε σὲ ἕνα ἀπόμερο μέρος τῆς Χίου, τὰ Ρεστά, ὅπου ὑπῆρχε μονύδριο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ἐκεῖ μαζί του ἡσύχαζε καὶ ὁ μαθητὴς καὶ φίλος του Νικηφόρος καὶ ὁ Ἱεροδιάκονος Ἰωσὴφ ἀπὸ τὰ Φουρνὰ τῶν Ἀγράφων, ὁ ὁποῖος εἶχε χρηματίσει καὶ δάσκαλος στὴ Σχολή. Ἐδῶ συγγράφει τὸ πόνημά του «ἀλεξίκακον πνευματικὸν» κατὰ τῶν τότε «ἐκσυγχρονιστῶν» ποὺ ἀντέλεγαν καὶ ἐφέρονταν καταφρονητικὰ σὲ ζητήματα τῶν Θείων Γραφῶν. Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του παθαίνει ἀποπληξία. Ὁ ἴδιος προετοιμάσθηκε πνευματικά, μετέλαβε καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μιὰ ἡμέρα μετά, στὶς 24 Ἰουνίου 1813. Στὰ προπύλαια τοῦ ναοῦ ἐθαψαν τὸ σεπτό του σκήνωμα, ἐνῶ οἱ συνασκητὲς στὸ κελί του βρῆκαν μόνο μία τριμμένη στολή, ἕνα μελανοδοχεῖο καὶ ἕνα λυχνάρι. Τὰ ὀστά του τοποθετήθηκαν στὸ ὀστεοφυλάκιο τοῦ ναϋδρίου, ἀλλὰ ἀποτεφρώθηκαν κατὰ τὴ μεγάλη πυρκαγιά, τὸ 1822.Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου εἶναι πλούσιο καὶ πολὺ σημαντικό. Ἀφορᾶ σχεδὸν ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς χριστιανικῆς δράσεως (βίοι Ἁγίων, δογματικά, κοινωνικά, λειτουργικά, παιδαγωγικά, ποιμαντικά) καὶ ἀξιολογεῖται σήμερα τὴ βιβλική, κοινωνικὴ καὶ δογματική του κατάρτιση, ὡς ἕνα ἐξαιρετικὸ δεῖγμα ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς διακονίας.
Μνήμη Θαύματος Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ὡραιοτάτης ἐν Ἀκαρνανίᾳ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.http://anavaseis.blogspot.com/2010/06/24.html
Μέγας Συναξαριστής Print this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου