ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ - ΣΩΤΗΡΙΟΛΟΓΙΑ
Ὁ Γέροντας ἐκτός ἀπό τήν ἀλάνθαστη χριστολογία-θεολογία, ἔχει καί μιά βαθειά ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία-σωτηριολογία. Οἱ λεπτότατες παρατηρήσεις του ἔχουν τεράστια θεραπευτική σημασία καί ἀποτελεσματικότητα γιά τό σύγχρονο ψυχικά ἄρρωστο «χριστιανό».
Ἡ ἀντίληψή του γιά τήν ἁμαρτία ἐκφράζεται μέ τή χαρακτηριστική φράση: «Ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά» . Σύμφωνα μέ τόν Γέροντα, τό ξεμπέρδεμα ἀπό τήν ἁμαρτία γίνεται μόνο μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Τήν πρώτη κίνηση τήν κάνει ὁ Χριστός. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες…» . Μετά, οἱ ἄνθρωποι ἀποδέχονται αὐτό τό φῶς μέ τήν ἀγαθή τους προαίρεση, πού τήν ἐκφράζουν μέ τήν ἀγάπη τους ἀπέναντί Του, μέ τήν προσευχή, μέ τά μυστήρια.
Ὅμως ἀξίζει ἐδῶ νά παρουσιάσουμε μιά καίρια, ὅσο καί λεπτότατη, ἀνθρωπολογική παρατήρηση τοῦ Γέροντα, πού σχετίζεται μέ τήν ἀνθρώπινη βούληση-αὐτεξούσιο. Ἔλεγε ὅτι γιά νά κάνουμε τό καλό, πρέπει πρῶτα νά τό ἐπιθυμήσουμε καί νά τό ἀγαπήσουμε. Τό κάθε καλό «ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον, ἐκ τοῦ Πατρός τῶν φώτων» .Ὅμως, αὐτό τό καλό γιά νά τό οἰκειωθοῦμε προσωπικά, πρέπει νά τό θελήσουμε ἐλεύθερα καί νά τό ἀγαπήσουμε. Τότε ὁ Θεός ἐνεργεῖ.
Δέ χρειάζεται νά κυνηγᾶμε τό κακό. Δέν κυνηγᾶμε το σκοτάδι, ἀλλά στρεφόμαστε πρός τό Φῶς, δηλαδή τόν Χριστό. Συμβούλευε χαρακτηριστικά τά πνευματικά του παιδιά- γιά νά τά βοηθήσει στή πνευματική τους παλαίστρα- νά μήν ἀσχολοῦνται μέ τό κακό, μέ τά σκοτάδια. Ἀντίθετα ἔλεγε νά ἀνάψετε τό φῶς καί τά σκοτάδια θά φύγουν μόνα τους. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀφήσει νά κατοικήσει σ’ ὅλη τήν ψυχή του ὁ Χριστός, τότε τά δαιμόνια θά φύγουν μόνα τους… Στήν ψυχή, πού ὅλος ὁ χῶρος της εἶναι κατειλημμένος ἀπό τόν Χριστό, δέν μπορεῖ νά μπεῖ καί νά κατοικήσει ὁ διάβολος, ὅσο κι’ ἄν προσπαθήσει, διότι δέν χωράει, δέν ὑπάρχει κενή θέση γι’ αὐτόν .
Ἡ σωτηριολογία, ὁ τρόπος τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, πού διδάσκει ὁ Γέροντας, εἶναι θεμελιωμένος ἁγιοπατερικά καί ἐπιβεβαιωμένος ἐμπειρικά στή ζωή τῶν ἁγίων μας. Τό διάβολο καί τά πάθη πρέπει νά τά περιφρονοῦμε. Ἡ ψυχή εἶναι σάν ἕνα δωμάτιο. Ἄν τό δωμάτιο τό γεμίσουμε μέ τό καλό, ποῦ νά χωρέσει τό κακό; Ὅταν ἀνοίγουμε τό φῶς αὐτόματα φεύγει τό σκότος.
Διά τοῦτο δίδασκε ὁ σοφός καί διακριτικός Γέροντας ὅτι ἔργο μας εἶναι νά προσπαθήσουμε νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστός, πού εἶναι τό πᾶν, κάνει τά πάντα γιά τη σωτηρία μας. Δικό μας ἔργο εἶναι ἡ κατάφαση στή θεία ἐνέργεια, τό «ἄνοιγμα» πρός τόν Θεόν, τό «Ναί» πού πρέπει νά εἶναι σταθερό, διαρκές, γνήσιο καί πλῆρες.
Ἕνας εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος σύμφωνα μέ τό Γέροντα, ὥστε νά μποροῦμε νά λέμε συνεχῶς καί σωστά αὐτό τό «Ναί» πρός τόν Θεό: τό νά ἀγαπήσουμε, νά ἐρωτευθοῦμε τόν Χριστό. Τό ἔργο μας ἔλεγε, εἶναι νά προχωρήσουμε στήν οὐσία, στό φῶς τοῦ Χριστοῦ ἀφήνοντας τά τυπικά. Πρέπει νά Τόν ἀγαπήσουμε. Τότε κι’ Ἐκεῖνος θά μᾶς ἀγαπήσει καί θά μᾶς πλημμυρίσει μέ χαρά, ἀφοῦ εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀναφαίρετης χαρᾶς.
Γιά νά γνωρίσουμε ὅμως τόν Χριστό καί νά φωτισθοῦμε, πρέπει Ἐκεῖνος πρῶτος νά μᾶς γνωρίσει, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου . Μᾶς γνωρίζει δέ ὁ Χριστός, ὅταν ταπεινωθοῦμε καί Τόν ἀγαπήσουμε ἀνιδιοτελῶς. Αὐτά ἔλεγε ὁ σοφός βιβλικότατος Γέροντας. Τότε ἡ ψυχή θεραπεύεται. Τότε ὅλα ἀλλάζουν.
Γιά νά ἔρθει ὁ Χριστός μέσα στόν ἄνθρωπο πρέπει ἡ καρδιά νά εἶναι καθαρή καί νά ὑπάρχει ἀγάπη καί ταπείνωση.
Ἔλεγε χαρακτηριστικά πώς πολλοί πιστεύουν ὅτι ἡ χριστιανική ζωή εἶναι δυσάρεστη καί δύσκολη· ὁ Γέροντας ὅμως ἔλεγε ὅτι εἶναι εὐχάριστη καί εὔκολη, ἀλλά ἀπαιτεῖ δυό προϋποθέσεις: ταπείνωση καί ἀγάπη…Ἄν ἔρθει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, ὅλοι καί ὅλα ἀλλάζουν. Γιά νά γίνει ὅμως αὐτό, χρειάζεται πρῶτα νά ταπεινωθοῦμε . Τότε μόνος Του θά ἔλθει ὁ Χριστός καί θά ἀγκαλιάσει τήν ψυχή μας, ἀφοῦ θά ὑπάρχουν αὐτά πού Τόν εὐχαριστοῦν δηλ. καλή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη. Καί γιά νά ταπεινωθοῦμε θά πρέπει νά ζητήσουμε συγνώμη, ἄν ἔχουμε κάποιο κατάκριμα μέσα μας. Νά ρίχνουμε τό βάρος στόν ἑαυτό μας γιά κάθε τί πού συμβαίνει καί νά προσευχόμαστε μέ ἀγάπη ἀκόμη καί γι’ αὐτούς πού μᾶς συκοφαντοῦν.
Ἔλεγε πώς πρέπει νά ξεπεράσουμε τή μέση ὁδό τοῦ χριστιανοῦ, δηλαδή θά πρέπει νά μήν ἁμαρτάνουμε. Ἡ μέση ὁδός εἶναι πολύ δύσκολη καί ἐπικίνδυνη. Πρέπει νά ξεπεράσουμε τό στάδιο αὐτό καί ν’ ἀνέβουμε ψυλά. Τότε εἶναι ὅλα εὔκολα. Ὅταν δέν πέφτουμε σέ ἁμαρτίες τότε εἴμεθα ἐκτός τῆς μέσης ὁδοῦ καί εἴμεθα πραγματικοί χριστιανοί.
Κάποιος τόν ἐρώτησε: -Πῶς μποροῦμε Παππούλη μου, νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό; Ἀπάντησε πώς ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό, πραγματοποιεῖται ἀγαπώντας πρῶτα τήν κτίση καί τούς ἀνθρώπους. Σηκώνουμε τόν ἐσωτερικό μας ἑαυτό πρός τόν Θεό καί τόν ἐπικαλούμεθα. Βλέποντας ὅμως τή φύση, τά δένδρα, τά λουλούδια, τά πουλιά, τίς μέλισσες, τά ἄνθη, τή θάλασσα, τά ψάρια, τά ἄστρα, τό φεγγάρι, τόν ἥλιο, καί τά τόσα ἄλλα ὑπέροχα δημιουργήματά Του, στρέφουμε τό νοῦ πρός τόν Θεό. Δοξάζοντάς Τον μέσα ἀπ΄ αὐτά, προσπαθοῦμε νά κατανοήσουμε πόσο ὡραῖα καί θαυμάσια εἶναι καί ἀγωνιζόμαστε νά τά ἀγαπήσουμε. Ὅταν τά ἀγαπήσουμε ὅλα αὐτά, τότε ἡ ἀγάπη μας ἀνεβαίνει πρός τόν Δημιουργό μας καί ἔτσι πραγματικά καί ἀληθινά Τόν ἀγαπᾶμε.
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση ἑπομένως γιά νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν δημιουργημάτων. Πρό πάντων πρέπει νά ἀγαπήσουμε τόν συνάνθρωπό μας. Γι’ αὐτό πρέπει νά πραγματοποιοῦμε ἐπισκέψεις στά νοσοκομεῖα, στίς φυλακές, στά ὀρφανοτροφεῖα, στά γηροκομεῖα κ.λ.π. καί γι’ αὐτόν τό σκοπό καί μόνο, θά πρέπει νά γίνονται αὐτές. Τότε ἡ ἀγάπη μας εἶναι εἰλικρινής . Τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη, τή μετάνοια καί τήν ὑπακοή, ὅλα αὐτά, πού δίδασκε τά εἶχε, πρῶτα, βιώσει ὁ ἴδιος καί συνέχισε μέχρι τέλους νά τά ζεῖ.
ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΤΟΥ ΗΘΟΣ
ΥΠΑΚΟΗ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ - ΜΕΤΑΝΟΙΑ
Ἡ βαθειά ταπείνωση καί ἡ συναίσθηση τῆς ἄκρας ἁμαρτωλότητας συνέχουν τόν ἅγιο Γέροντα σ’ ὅλη του τή ζωή· κατ’ ἐξοχήν δέ αὐτά φανερώνονται στό «κύκνειο» ἆσμα του, τήν «ἐπιστολή του πρός τά πνευματικά του παιδιά». Ὅ,τι ἔκανε, τό ἔκανε δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων του Γερόντων, πού «ἀγάπησε πάρα πολύ». Ἡ πολλή του ἀγάπη τόν ὁδήγησε στήν «ἄκρα ὑπακοή», τουτέστιν στήν ἄκρα ταπείνωση, που εἶναι μίμηση Χριστοῦ. Ἡ ἄκρα ταπείνωση τόν ἔκανε δεκτικό τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεύματος.
«Αὐτό (δηλαδή ἠ ἄκρα ὑπακοή) μέ βοήθησε πάρα πολύ, αἰσθάνθηκα καί μεγάλη ἀγάπη καί πρός τόν Θεό καί πέρασα πάρα πολύ καλά» λέει πάλι, πολύ ταπεινά, «κρύπτων ἑαυτόν». Τό χάρισμα τῆς διοράσεως τοῦ δωρήθηκε στά 17 του χρόνια.
«Ἀλλά κατά παραχώρηση Θεοῦ, γιά τίς ἁμαρτίες μου» -πάλιν καί ἀείποτε μνημονεύει τῶν ἁμαρτιῶν του- «ἀρρώστησα πολύ καί οἱ Γέροντές μου, μοῦ εἶπαν νά πάω στούς γονεῖς μου στό χωριό μου…» . Ὅ,τι ποιεῖ, τό «ποιεῖ μετά ἐρωτήσεως», εὐλογίας καί ἐντολῆς τοῦ «μετά Θεόν θεοῦ του», τοῦ πνευματκοῦ του πατρός.
Ἡ ἀναμφισβήτητη γνησιότητα τῆς ὀρθόδοξης βιοτῆς τοῦ ὁσίου γέροντος διαλάμπει στή «χαρούμενη νέκρωση θελήματος καί φρονήματος», πού ζεῖ κάθε στιγμή. Τό ἦθος του, ἀσκητικό καί ταπεινό, φανερώνει τή συσταύρωση μέ τόν Χριστό, τόν «γενόμενον ὑπήκοον μέχρι θανάτου» .
Ἔλεγε χαρακτηριστικά, ὁ λαμπρός μιμητής τοῦ Πρώτου καί Μεγίστου Ὑποτακτικοῦ, ὅτι ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή τόν ἔσωσε καί ὅτι, ἐξ’ αἰτίας της τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός τό χάρισμα. Ἔκανε ἄκρα ὑπακοή στούς Γέροντές του μέ χαρά καί ἀγάπη. «Οἰκονομοῦσε» ἀκόμη καί τούς Γεροντάδες του, παραιτούμενος ἀπό κάθε «δικαίωμα». Θυμίζει ἐδῶ τόν ἅγιο Συμεών τό Νέο Θεολόγο καί τήν ἀφοσίωσή του στό Γέροντά του, τόν ὅσιο Συμεων τόν Εὐλαβή, τοῦ ὁποίου τά ἴχνη τῶν ποδῶν ἠσπάζετο ὁσάκις ἤθελε νά πάρει εὐλογία. «…Αὐτή ἡ εὐλογημένη ὑπακοή πολύ μέ ὠφέλησε. Μέ ἄλλαξε. Ἔγινα ξύπνιος, γρήγορος, πιό γερός στό σῶμα καί στήν ψυχή… Πάνω στήν ὑπακοή εἶχα σκύψει καί ἐγκύψει. Τά ὑπόλοιπα, πού ὁ Θεός ἔφερε στή ζωή μου, ἦλθαν μόνα τους. Καί τό χάρισμα τό προορατικό μοῦ δόθηκε ἀπ’ τόν Θεό ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς» .
Ὁ Γέροντας ἐδῶ ἐπιβεβαιώνει μέ τή ζωή του τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Σιναΐτη, πού γράφει στήν οὐρανοδρόμο Κλίμακα:
«Ἐξ ὑπακοῆς ταπείνωσις· ἐκ ταπεινώσεως διάκρισις· ἐκ διακρίσεως διόρασις· ἐκ δέ ταύτης προόρασις» . Πραγματικά ὁ ὅσιος Γέροντας ἀξιώθηκε τοῦ διορατικοῦ καί τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος, χάρη στή «χαρούμενη, ἄκρα ὑπακοή του» καί στήν ἐπιθυμία του νά ἀγαπήσει τόν Χριστό.
«Ἡ ὑπακοή» ἔλεγε «δείχνει τήν ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Κι ὁ Χριστός ἰδιαίτερα ἀγαπάει τούς ὑπάκουους. Γι’ αυτό λέει: “Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δέν ἐμέ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν” . Μές στήν Ἁγία Γραφή ὅλα εἶναι γραμμένα, ἀλλά κεκαλυμμένα» .
ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Ἡ ὑπακοή τοῦ Γέροντα εἶναι καθολική, ἀφορᾶ στήν Ἐκκλησία, ὄχι μόνο στούς ἀναγεννήσαντας αὐτόν πνευματικούς πατέρες τῶν Καυσοκαλυβίων. Εἶναι ἀπόλυτη πίστη καί ὑπακοή στήν Ἁγία Γραφή, στά ὀρθόδοξα δόγματα καί στούς Ἐπισκόπους, πού εἶναι «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ».
Ἔλεγε χαρακτηριστά: «Ἄν τά χαλάσω μέ τόν ἐπίσκοπο, ἄν ὁ ἐπίσκοπος εἶναι θυμωμένος μαζί μου, ἡ προσευχή μου δέν ἀνεβαίνει στόν οὐρανό» . Κάθε φατριαστική καί ἀποσχιστική τάση μέσα στήν Ἐκκλησία, τήν ἔβλεπε σάν ἀκρωτηριασμό καί διαίρεση τοῦ ἑνιαίου σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἀντιδροῦσε ἔντονα σ’ αὐτήν . Δέν ἤθελε οὔτε νά σκέφτεται διαφορετικά, ἀπό ὅ,τι μᾶς διδάσκει ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας.
Ἀρρώστησε βαρειά καί ἀναγκάστηκε, πάλι ἁπό ὑπακοή, νά ἀφήσει τήν ἀγαπημένη του ἡσυχία τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἔζησε γιά ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του, στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στήν Εὔβοια. Τότε συνέβη κάτι, πού φανέρωσε τήν βαθειά του ταπείνωση καί τήν ἄκρα του ὑπακοή πρός τήν Ἐκκλησία. Ὁ τοπικός ἐπίσκοπος (ὁ Παντελεήμων Φωστίνης) ἦλθε στό μοναστήρι μαζί μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ὄρους Σινᾶ, τόν Πορφύριο Γ΄. Ὁ Γέροντας, μέ τό χάρισμα πού εἶχε, εἶπε στόν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Σινᾶ κάτι, προσωπικό του. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐνθουσιάστηκε καί ἤθελε νά τόν χειροτονήσει, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἦταν μόλις εἴκοσι ἐτῶν. Ὁ ταπεινός Γέροντας ἠρνῆτο, ἀλλά τελικά ὑπήκουσε διότι, ὅπως ἔλεγε, δέν ἐπιτρέπεται νά μήν ὑπακούουμε στήν Ἐκκλησία.
Ἄν κάποιος χαλάσει τίς σχέσεις του μέ τήν Ἐκκλησία, ἡ προσευχή του δέν ἀνεβαίνει στό Θεό, δέν ἔχει καρπό. Ὁ Ἐπίσκοπος, ἔλεγε ὁ Γέροντας, -καταφάσκοντας στή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι «εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ».
Ἡ ὑπακοή εἶναι αὐτή, πού δίνει τήν ψυχική ὑγεία στόν ἄνθρωπο, διότι ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση ἑλκύει τή Θεία Χάρη, τήν «τά ἀσθενῆ θεραπεύουσαν καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσαν» . Ἡ Θεία Χάρη θεραπεύει ψυχοσωματικά τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ μαρτυρεῖ ὅτι «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν» .
Ἡ ὑπακοή τοῦ Γέροντα εἶναι «ἔλλογος»καί ἡ ταπείνωσή του γνησία. Γι’ αὐτό καί ξεπερνάει ὅλες τίς παγίδες τοῦ ἀρχεκάκου ἐχθροῦ χωρίς νά βλάπτεται. Τό Γεροντικό ἀναβιώνει καί ἐπιβεβαιώνεται πανηγυρικά στή ζωή τοῦ σύγχρονου ἁγίου Γέροντα . Ἡ ὑπακοή του συνδυάζετια μέ τήν ἀδιάλειπτη μετάνοια καί ἐξομολόγηση.
ΜΕΤΑΝΟΙΑ - ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΗ ΚΑΡΔΙΑ - ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Ὁ Γέροντας ζοῦσε τό ἱερό μυστήριο τῆς μετανοίας κάθε στιγμή. Γράφει στήν πνευματική του διαθήκη: «Καί ἐνῶ ἀπό μικρό παιδί εἶχα κάνει πολλές ἁμαρτίες, ὅταν ξαναπῆγα στόν κόσμο, συνέχισα τίς ἁμαρτίες, οἱ ὁποῖες μέχρι καί σήμερα ἔγιναν πάρα πολλές. Ὁ κόσμος ὅμως μέ πῆρε ἀπό καλό καί ὅλοι φωνάζουνε ὅτι εἶμαι ἅγιος. Ἐγώ ὅμως αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι ὁ πιό ἁμαρτωλός ἄνθρωπος τοῦ κόσμου. Ὅσα ἐνθυμόμουνα βεβαίως τά ἐξομολογήθηκα, ἀλλά γνωρίζω ὅτι γι’ αὐτά, πού ἐξομολογήθηκα μέ συγχώρησε ὁ Θεός· ἀλλ’ ὅμως τώρα ἔχω ἕνα συναίσθημα ὅτι καί τά πνευματικά μου ἁμαρτήματα εἶναι πάρα πολλά καί παρακαλῶ ὅσοι μέ ἔχετε γνωρίσει νά κάνετε προσευχή γιά μένα· διότι καί ἐγώ ὅταν ζοῦσα, πολύ ταπεινά ἔκανα προσευχή γιά σᾶς· ἀλλ’ ὅμως τώρα, πού θά πάω γιά τόν οὐρανό, ἔχω τό συναίσθημα ὅτι ὁ Θεός θά μοῦ πεῖ: τί θέλεις ἐσύ ἐδῶ; Ἐγώ ἕνα ἔχω νά Τοῦ πῶ· δέν εἶμαι ἄξιος Κύριε γιά ἐδῶ, ἀλλ’ ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη Σου ἄς κάμει γιά μένα. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα δέν ξέρω τί θά γίνει. Ἐπιθυμῶ ὅμως νά ἐνεργήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ… Παρακαλῶ ὅλους σας νά μέ συγχωρέσετε γιά ὅ,τι σᾶς στενοχώρησα» . Κείμενο ἔξοχο, ταπεινό, ἀποπνέον ἁγιότητα.
Ἡ βιοτή τοῦ Γέροντα ἦταν μία διαρκής ἐξομολόγηση· διά τοῦτο μποροῦσε νά ὁμολογεῖ ὅτι δέν ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπό αὐτό τό μυστήριο τῆς μετανοίας - ἐξομολογήσεως. Στόν ὀρθόδοξο χριστιανό δέν ὑπάρχει ἀδιέξοδο. Ὅ,τι κι’ ἄν κάνει ὅσο χαμηλά καί ἄν πέσει. Δέν μπορεῖ νά ἀπελπιστεῖ, ἐφόσον ὑπάρχει ἡ δυνατότητα τῆς ἀποκατάστασης τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό, διά τοῦ πνευματικοῦ. Ἁμαρτάνει κανείς , ὡς ἀδύναμος ἄνθρωπος, ἀλλά ἐξομολογεῖται καί ἔρχεται πάλι ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ μέσα του. Αὐτά τά ἔλεγε, ἀλλά καί τά ζοῦσε ὁ Γέροντας.
Ὁ τέλειος τρόπος ἀπαλλαγῆς ἀπό τό κακό εἶναι τό μυστήριο τῆς μετανοίας - ἐξομολογήσεως. Αὐτό τό Μυστήριο ἀποτελεῖ τήν τέλεια ἔκφραση τῆς θείας φιλανθρωπίας. Αὐτό διακήρυσσε συνεχῶς ὁ Γέροντας· αὐτό ζοῦσε καί μέ τή βοήθεια αὐτοῦ τοῦ ἁγιωτάτου μυστηρίου γαλήνευε, εἰρήνευε, χαιρόταν, ζοῦσε τή χαρά τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Γέροντας μέ τή σοφία τοῦ Θεοῦ καί τά πολλά του χαρίσματα, μᾶς ἀποκάλυψε καί μιά σπουδαία λειτουργία τῆς ἐξομολόγησης: αὐτήν τῆς θεραπείας τῶν ψυχικῶν τραυμάτων καί τῶν ἀρνητικῶν βιωμάτων τῶν προγόνων μας, πού ὑπάρχουν μέσα μας.
Ἐκτός ἀπό τήν εὐθύνη γιά τά δικά του παραπτώματα ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του καί τό βάρος τῶν βιωμάτων τῶν γονέων καί εἰδικά τῆς μητέρας του. Κατά τή διάρκεια τῆς ἐξομολογήσεως καί ἐνῶ ὁ ἱερέας προσεύχεται γιά τόν ἐξομολογούμενο, ἔρχεται ἡ Χάρις καί τόν ἐλευθερώνει ἀπό τό βάρος αὐτό. Γιά τόν Γέροντα αὐτή εἶναι ἡ «θεία ψυχανάλυση». Μάλιστα τόνιζε, ὅτι αὐτήν τήν ἱκανότητα τήν ἔχουν ὅλοι οἱ πνευματικοί πατέρες· τούς τήν ἔχει δώσει ὁ Θεός.
Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, λίγο πρίν κοιμηθεῖ, ἔκανε μία γενική ἐξομολόγηση σέ ὑπέργηρο πνευματικό.
Ἔλεγε ὅτι εἶναι πολύ ὠφέλιμο, ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ὁ ἄνθρωπος, νά κάνει μιά γενική ἐξομολόγηση. Νά ἀναφέρει ὄχι μόνον τίς ἁμαρτίες του, ἀλλά ὅλα τά βιώματά του, καθώς καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον, ἀντιμετώπισε τά διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς του. Ὁ πνευματικός ἐκείνη τήν ὥρα προσεύχεται καί ἐκπέμπει θεραπευτικές ἀκτῖνες «Θείας Χάρης» μέ τίς ὁποῖες θεραπεύονται τά ψυχικά τραύματα τοῦ ἐξομολογουμένου.
Ἔξοχες ἀνθρωπολογικές καί σωτηριολογικές ἀλήθειες, ἰδιαίτερα ἐπίκαιρες στή σύγχρονη ἐποχή, πού ἔχει περί πολλοῦ -λόγω τῆς ἀπομάκρυνσής της ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ-τή λεγόμενη «ψυχιατρική» καί τούς «λεγόμενους ψυχιάτρους» .
Ὁ Γέροντας ἔλεγε ἀπερίφραστα ὅτι αἰτία τῆς κατάθλιψης εἶναι ὁ ἐγωισμός καί θεραπεία της ἡ ταπείνωση. Μάλιστα τόνιζε ὅτι πίσω ἀπό ὅλα τά ψυχικά νοσήματα κρύβονται δαιμόνια. Οἱ ψυχολόγοι καί οἱ ψυχίατροι, ἐπειδή δέ θέλουν νά μιλήσουν γιά τό διάβολο, χρσιμοποιοῦν ἄλλες λέξεις: ψύχωση, νεύρωση, ἀνασφάλεια, στρές, ἄγχος, κατάθλιψη, μειωμένη αὐτοεκτίμηση, φοβία, ἔλλειψη αὐτοπεποίθησης κ.λ.π. .
Ἡ ἄκρα καί χαρούμενη ὑπακοή του, συνδυασμένη μέ τή ζωή τῆς μετανοίας-συνεχοῦς ἐξομολογήσεως, τόν ὁδήγησε στή γνήσια ταπεινοφροσύνη. Περιγράφοντας τή ζωή του στά Καυσοκαλύβια ἔλεγε ὅτι οἱ Γέροντές του ποτέ δέν τοῦ εἶπαν «μπράβο», οὔτε ὁ ἴδιος τό ζήτησε ποτέ. Στόν ἔπαινο δέν εἶχε μάθει ποτέ· οὔτε στό σπίτι του. Καί αὐτή ἡ ταπείνωση τόν ὠφέλησε πολύ, ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος.
Ἔζησε μέ τρόπο ἀφανή καί ταπεινό. Ἦταν βέβαιος ὅτι δέν ἔχει κανείς τίποτε νά πάρει ἀπό αὐτόν. Πίστευε ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἔχει τίποτα. Ἀντίθετα ἔλεγε, ὁ Χριστός μόνον ἔχει τό πᾶν.
Ὅταν φανέρωνε τίς ἐξαιρετικές ἐνέργειες τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ψυχή του, τό ἔκανε μόνον γιά νά φανερώνει τήν ἄπειρη ἀγάπη, πού ἔχει ὁ τέλειος Θεός στό ἀτελῆ κτιστό ἄνθρωπο. Συγκαταβαίνει ὁ Θεός, ἀγκαλιάζει ζεστά τόν κάθε ἄνθρωπο, τόν γεμίζει δῶρα καί χαρίσματα. Δυστυχῶς ὅμως, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι πάντα δεκτικός τῆς Χάρης, δέν ἀποδέχεται, δέν ἀξιοποιεῖ τόν προσφορά.
Ὁ Γέροντας εἶχε ἀνταποκριθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ τήν ὑπακοή του στούς γέροντές του. Διά τοῦτο καί φανέρωνε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τοῦ δόθηκε δωρεάν -ὅπως καί σέ ὅλους τούς ὀρθόδοξους χριστιανούς-μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Φανέρωνε ἔτσι τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ὁποῖα καί χρησιμοποιοῦσε εὐεργετώντας τούς συνανθρώπους του. Τό ἔκανε δέ, ὄχι γιά νά προβάλλει τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά νά δείξει στούς ἀδελφούς του πόση ἀγάπη μᾶς ἔχει ὁ Θεός. Ἔτσι τούς εἵλκυε στή χριστιανική ζωή.
Συμβούλευε ἕνα πνευματικό του παιδί κάποτε μέ τά ἑξῆς λόγια: «Διάβασε τό Εὐαγγέλιο, μάθε Το καλά. Καί ὅπου ἔχεις ἀπορίες ἔλα νά σ’ τό πῶ ἐγώ, ὁ ἀγράμματος, ὁ ταπεινός. Δέ λέω ἐγώ ὅτι εἶμαι χριστιανός, δέ λέω ὅτι εἶμαι ὀρθόδοξος. Ἐπιθυμῶ, θέλω, ἀγωνίζομαι, προσπαθῶ, μά δέν ἔχω γίνει χριστιανός..ὀρθόδοξος. Ἔτσι εἶναι τό αἴσθημά μου καί εἶναι ἀληθινό» .
Διηγεῖται ὁ π. Ἰωαννίκιος Κοτσώνης: «Μιά ἀπό τίς φορές, πού τόν ἐπισκέφθηκα , μοῦ εἶπε: “Ἀπορῶ κι’ ἐξίσταμαι, γιατί ὅλος αὐτός ὁ κόσμος ἔρχεται σ’ ἐμένα. Ἐγώ δέν αἰσθάνομαι νά λέω τίποτε σπουδαῖο. Ὅ,τι μέ φωτίζει ὁ Θεος ἐκείνη τήν ὥρα, αὐτό τούς λέω”» .
Ὁ σεσοφισμένος ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Γέροντας, ἐγνώριζε τήν πλάνη τῆς ψευτοταπείνωσης· διά τοῦτο ἐδίδασκε ὅτι δέν πρέπει νά ταπεινολογοῦμε, ἀλλά νά ταπεινοφρονοῦμε. Μπορεῖ κάποιος νά μιλάει γιά τίς ἁμαρτίες του καί νά εἶναι ὑπερήφανος· κι’ ἄλλος νά μιλάει γιά τίς ἀρετές του καί νά εἶναι ταπεινός, ἔλεγε.
Νά εἴμαστε ταπεινοί, ἀλλά νά μήν ταπεινολογοῦμε. Ἡ ταπεινολογία εἶναι παγίδα τοῦ διαβόλου, πού φέρνει τήν ἀπελπισία καί τήν ἀδράνεια, ἐνῶ ἡ ἀληθινή ταπείνωση φέρνει τήν ἐλπίδα καί τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ .
Σ’ ἕνα πνευματικό του τέκνο εἶπε ὁ Γέροντας: «Σοῦ ἔχει δώσει πολλά χαρίσματα ὁ Θέος. Σέ προίκισε μέ δῶρα σπάνια. Τό νιώθεις; Νά Τόν εὐχαριστεῖς συνεχῶς καί νά ταπεινώνεσαι στήν Ἀγάπη Του. Παρακάλει τόν Θεό, νά σοῦ στείλει τήν ἁγία ταπείνωση. Ὄχι αὐτή πού λέει, εἶμαι τελευταῖος, εἶμαι τιποτένιος. Αὐτή εἶναι σατανική ταπείνωση. Ἡ ἁγία ταπείνωση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ» .
Ἐξαιτίας τῆς μεγάλης του ταπείνωσης ὁ Θεός τοῦ χάρισε μιά λεπτότατη διάκριση. Πλεῖστα περιστατικά ἀποδεικνύουν ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν διακριτικός καί σοφός. Γιά παράδειγμα, στό θέμα τοῦ ἄν πρέπει νά καταφεύγουμε στήν ἰατρική βοήθεια ἤ ὄχι, ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἕνα ξεκάθαρο «ναί»- σύμφωνα καί μέ τήν κατάθεση τοῦ προσωπικοῦ του ἰατροῦ.
Ποτέ δέν ἀρνήθηκε τήν ἰατρική βοήθεια τῶν πολλῶν γιατρῶν-πνευματικῶν του παιδιῶν, ὅπως τοῦ καρδιολόγου του, Γ. Παπαζάχου. Αὐτός μιά μέρα τόν ἐρώτησε γιατί πολλοί πνευματικοί ἄνθρωποι, κυρίως μοναχοί, ἀρνοῦνται τήν ἰατρική βοήθεια, πιστεύοντας ὅτι θά τούς βοηθήσει κατ’ εὐθείαν ἡ Παναγία. Τοῦ ἀπάντησε ὁ Γέροντας ὅτι, εἶναι ἐγωισμός -πονηρή ἐνέργεια- νά νομίζει κανείς ὅτι ὁ Θεός θά κάνει, σ’ αὐτόν, κατ’ ἐξαίρεση ἀπό τούς πολλούς, θαυματουργική ἐπέμβαση.
Ὁ Θεός κάνει θαύματα καί τώρα, ἀλλά «ἐσύ» δέν πρέπει νά τό προσδοκᾶς γιά «σένα», ἔλεγε. Εἶναι ἐγωιστική ἐξαίρεση. Ἄλλωστε καί μέσω τῶν γιατρῶν ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐνεργεῖ. «Ἰατρούς καί φάρμακα Κύριος ἔδωκεν» , λέει ἡ Ἁγία Γραφή.
Δεχόταν δέ ὁ Γέροντας μόνο τήν κλασσική ἰατρική , πολλά κεφάλαια τῆς ὁποίας γνώριζε ἄριστα . Δέν δεχόταν τήν ὁμοιοπαθητική καί τίς ἄλλες ἐναλλακτικές θεραπευτικές ἀφοῦ ὅλες συνδέονται μέ τίς δαιμονικές ἀνατολικές θρησκεῖες ἤ εἶναι ἀπάτες (τσαρλατανικές μέθοδοι). Ὁ ἴδιος, ὁ π. Πορφύριος πολλές φορές κατέφυγε στούς γιατρούς γιά προσωπικά του προβλήματα ὑγείας.
Ἐκεῖ πού ἡ κλασσική ἰατρική δέν μπορούσε νά βοηθήσει, ἤ καί σέ ἄλλες ἀνίατες ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἐπιστήμη περιπτώσεις, τότε ὁ Γέροντας μέ τό θαυματουργικό του χάρισμα θεράπευε (τούς ἄλλους καί ὄχι τόν ἑαυτό του) χωρίς ἄλλη ἀνθρώπινη βοήθεια. Μόνη ἡ Θεία Χάρη πού ἐξεπέμπετο ἀπ’ αὐτόν θεράπευε ψυχικά καί σωματικά νοσήματα ποικίλα, ὅλων αὐτῶν πού προσέτρεχαν στήν ταπεινοσύνη του.
Ὅσον ἀφορᾶ στήν ἐργασία, ὁ Γέροντας, ὄχι μόνο ἐκτιμοῦσε τήν ἐργασία, ἀλλά γνώριζε καί τήν ἀξιολόγική της ἱεράρχηση. Σχολιάζοντας τή στάση τῆς Μαρίας ἔλεγε: «ἡ Μαρία δέν ἦταν τεμπέλα, ἡ Μαρία ἦταν καί Μάρθα, ἦταν ἐργατική ὅπως ἡ Μάρθα, ἀλλά εἶχε καί κάτι σπουδαῖο παραπάνω ἀπ’ αὐτήν: Ἤξερε νά βάζει σέ μιά σωστή σειρά τίς ἐργασίες της, τίς πνευματικές πάνω ἀπό τίς ὑλικές Ἤξερε, ὅτι εἶναι μεγάλο λάθος, ὅταν μᾶς μιλᾶ ὁ Χριστός, ἐμεῖς νά ἀσχολούμαστε μέ ὑλικές φροντίδες» .
Πολύ μεγάλη ἦταν ἡ διάκριση τοῦ Γέροντα στά λεγόμενα ψυχολογικά προβλήματα: Ὁ Γέροντας μιλοῦσε γιά τή διαφορά τῆς ταπεινοφροσύνης ἀπό τό πλέγμα τῆς κατωτερότητας. Ἔλεγε πώς ὁ ταπεινός δέν εἶναι μιά προσωπικότητα διαλυμένη. Ἔχει συνείδηση τῆς κατάστασής του, ἀλλά δέν ἔχει χάσει τό κέντρο τῆς προσωπικότητάς του. Ξέρει τήν ἁμαρτωλότητά του, τή μικρότητά του καί δέχεται τίς παρατηρήσεις τοῦ πνευματικοῦ του, τῶν ἀδελφῶν του. Λυπᾶται, ἀλλά δέν ἀπελπίζεται. Θλίβεται, ἀλλά δέν καταπίπτει, οὔτε καί ὀργίζεται.
Ὁ κυριευμένος ἀπό τό πλέγμα κατωτερότητας ἐξωτερικά, καί στήν ἀρχή, μοιάζει μέ τόν ταπεινό. Ἄν ὅμως λίγο κάποιος τόν θίξει ἤ τολμήσει νά τόν συμβουλεύσει, τότε τό ἀρρωστημένο ἐγώ ἐξανίσταται, ταράζεται, καί ὁ ἄνθρωπος χάνει κι’ αὐτή τή λίγη εἰρήνη πού ἔχει.
Τό ἴδιο, ἔλεγε ὁ Γέροντας, συμβαίνει καί μέ τόν παθολογικά μελαγχολικό σέ σχέση μέ τόν μετανοοῦντα ἁμαρτωλό. Ὁ μελαγχολικός περιστρέφεται κι’ ἀσχολεῖται μέ τόν ἑαυτό του καί μόνο. Ὁ ἁμαρτωλός, πού μετανοεῖ κι’ ἐξομολογεῖται βγαίνει ἀπ’ τόν ἑαυτό του.
Αὐτό τό σπουδαῖο ἔχει ἡ πίστη μας, τόν ἐξομολόγο. «Ἔτσι καί τό ‘πες στό Γέροντα κι’ ἔλαβες συγχώρεση, μή γυρνᾶς πίσω». Αὐτό τό τόνιζε πολύ .
Ὁ Γέροντας φανέρωνε σ’ ὅλη του τή ζωή, τήν ἄκρα ὑπακοή, ταπείνωση καί ἀγάπη του μέ τήν ἄκρα ἐργατικότητα μέχρι αὐτοθυσίας. Ἦταν ὑπερβαλλόντως ἐργατικός καί θυσιαστικός.
Περιγράφοντας τή ζωή του στά Καυσοκαλύβια ἔλεγε ὅτι οὔτε τή τεμπελιά ἐγνώριζε, οὔτε τό σῶμα του λυπόταν. Ὅσο περισσότερο διαμαρτυρότανε τό σῶμα του ἀπό τήν καταπόνηση τόσο περισσότερο τό παίδευε μέ τίς ἐργασίες, ὅπως περιγράφεται στίς σελίδες 62-64 τοῦ βιβλίου «Βίος καί Λόγοι».
Ἔλεγε χαρακτηριστά ὅτι δέ γίνεται κανείς χριστιανός μέ τήν τεμπελιά καί ὅτι χρειάζεται δουλειά, πολλή δουλειά . Συμπλήρωνε ἐπίσης, πώς ἡ ἀγάπη χρειάζεται θυσίες. Νά θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, πού στήν πραγματικότητα εἶναι τοῦ Θεοῦ .
Ὅλα αὐτά μᾶς θυμίζουν τά λόγια τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς: «Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό. Ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, ἐξαιτίας τοῦ ὑπερβολικοῦ πλούτου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀγαπᾶ τόν Θεό» .
Ὁ διακριτικός Γέροντας συμβούλευε ἄριστα σέ κάθε περίπτωση, ἀνάλογα μέ τόν ἐξομολογούμενο. Ἦταν ποιμένας καί καθοδηγητής, πνευματικός, γεμάτος ἀγάπη. Ὑπῆρξε ὁ πνευματικός, στόν ὁποῖον προσέτρεχαν πολλές πονεμένες ψυχές. Ἐξομολογοῦσε μέ τίς ὧρες ἤ καί ὁλόκληρα εἰκοσιτετράωρα. Ἄφηνε τόν ἐξομολογούμενο ἐλεύθερο, νά μιλήσει ἄνετα, καί νά πεῖ ὅ,τι τόν ἀπασχολοῦσε. Πρόσεχε τά πάντα ἀπό αὐτά, πού τοῦ ἔλεγε καί συγχρόνως «ἔβλεπε τήν ψυχή του διά τῆς προσευχῆς». Δέν τόνιζε ἰδιαίτερα τά σοβαρά παραπτώματα, ἀλλά ἐνεργοῦσε μέ πολλή διάκριση καί ἀνάλογα μέ τό πρόσωπο. Ἔκανε «ἐξατομικευμένη» ἀγωγή. Τόνιζε στόν ἐξομολογούμενο τό γεγονός ὅτι συγχωρέθηκε, καί ὅτι πρέπει νά προσεύχεται. Τοῦ ὅριζε τέλος, μετά ἀπό πόσες ἡμέρες νά μεταλάβη, χωρίς νά τόν κατακεραυνώνει γιά τά σοβαρά του ἁμαρτήματα. Αὐτό φανερώνει τήν διάκριση καί τό «θεοδίδακτον» τοῦ Γέροντα. Ὁ πνευματικός, σύμφωνα μέ τόν Μέγα Βασίλειο ἔχει τό δικαίωμα νά συντομεύει τόν χρόνο τῶν ἐπιτιμίων, ἄν βλέπει στόν μετανοοῦντα ἄνθρωπο ἔντονη καί βαθειά μετάνοια. Αὐτόν τόν κανόνα χρησιμοποιοῦσε ὁ διακριτικός Πνευματικός π. Πορφύριος.
Δίδασκε ὁ θεοδίδακτος Γέροντας, ὅτι σήμερα οἱ ἄνθρωποι ζητοῦν νά τούς ἀγαπήσουν οἱ ἄλλοι καί γι’ αὐτό ἀποτυγχάνουν. Τό σωστό εἶναι νά μήν ἐνδιαφερόμαστε ἄν μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλά νά ἀναρωτιόμαστε, ἄν ἐμεῖς ἀγαπᾶμε τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους. Μόνο ἔτσι γεμίζει ἡ ψυχή .
Τό πᾶν εἶναι νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τό Χριστό καί ὅλα τά προβλήματά του τακτοποιοῦνται.
Ὁ χριστιανικός ἀγώνας δέν πρέπει νά γίνεται μέ κηρύγματα καί ἀντιδικίες, ἀλλά μέ πραγματική μυστική ἀγάπη. Ὅταν ἀντιδικοῦμε, οἱ ἄλλοι ἀντιδροῦν. Ὅταν τούς ἀγαπᾶμε, συγκινοῦνται καί τούς κερδίζουμε. Ὅταν ἀγαπᾶμε τούς ἄλλους, στήν πραγματικότητα προσφέρουμε πρῶτα στόν ἑαυτό μας.
Πολύ τόνιζε στά πνευματικά του παιδιά τήν ἀποφυγή τῆς κενοδοξίας. Γράφει ὁ Γ. Παπαζάχος, ὁ καρδιολόγος του : Ὁ Γέροντας, σάν γιατρός μου, δέν “ἔβλεπε” μόνο τίς σωματικές μου ἀσθένειες. Προσπάθειά του νά βρῶ τήν ταπείνωση. Ἕνα ἀπόγευμα μοῦ τηλεφώνησε στό ἰατρεῖο, ἀκριβῶς μετά τήν ὑπερβολική ἐκδήλωση ἀγάπης ἑνός ζεύγους ἀσθενῶν μου, πού περιποιήθηκα. Μεταφέρω τά λόγια του: “Γιωργάκη, εἶμαι ὁ Γέροντας. Ἐμεῖς οἱ δυό θά πᾶμε μαζί στήν κόλαση. Θά ἀκούσουμε: Ἄφρον, ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ… Τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου ἀπήλαυσες, ἅ δέ ἡτοίμασας τίνι ἔσται;” Τόν διέκοψα: “Τί ἀπολαύσαμε, Γέροντα, σ’ αὐτή τή ζωή; Τό σαράβαλο αὐτοκίνητο, τό ἄδειο βιβλιάριο ἤ τόν ἀνύπαρκτο ὕπνο μας;” Ἀπάντησε ἀπότομα: “Τί εἶναι αὐτά πού λές; Δέ σοῦ λέει ὁ κόσμος: Τί καλός γιατρός πού εἶσαι; Μᾶς ἀγαπᾶς, μᾶς φροντίζεις, δέν μᾶς γδέρνεις. Καί σύ τά ἀποδέχεσαι, τά χάφτεις. Ἔ! Τόν ἔχασες τό μισθό σου. Τό ἴδιο παθαίνω καί ἐγώ. Μοῦ λένε πώς ἔχω “χαρίσματα”, πώς μπορῶ νά τούς ἀκουμήσω καί νά κάνω θαύματα, πώς εἶμαι ἅγιος. Καί τά χάφτω, ὁ ἀνόητος καί ἀδύναμος. Ἔ! Γι’ αὐτό σοῦ εἶπα ὅτι μαζί θά πᾶμε στήν κόλαση!“. “Ἄν εἶναι νά πᾶμε μαζί”, τοῦ ἀπάντησα, “πᾶμε καί στήν κόλαση!”. Kι’ ἐκεῖνος ἔκλεισε τό τηλέφωνο, λέγοντας: “Ἐγώ σοῦ μιλάω σοβαρά καί σύ πάντα ἀστειεύεσαι. Καλή μετάνοια καί στούς δυό μας”.
Ἄλλη μέρα ἤμουν βαρύθυμος, σκεπτόμενος ὅτι ἔφυγαν τά περισσότερα χρόνια μου ἄκαρπα μέσα ἀπό ἄχρηστες καθημερινές λεπτομέρειες. Τηλεφώνησε ὁ Γέροντας καί μέ ἀναπτέρωσε μέ δυό τρεῖς φράσεις του: “Ἄκουσες ποτέ, γιατρέ, τό ‘οὐ μη γεύσονται θανάτου’;. Μποροῦμε, ἄν θέλουμε, νά ἀποφύγουμε τήν πεθαμενίλα. Ἀρκεῖ νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό. Καί σύ ‘ἐξ’ ὅλης ταῆς καρδίας σου’, κύριε καρδιολόγε” (γελάει…)».
Σχετικά μέ τήν ἀγωγή τῶν παιδιῶν, συμβούλευε τούς γονεῖς, ὅτι δέν πρέπει νά πολεμοῦν τά παιδιά τους, ἀλλά τό σατανᾶ πού πολεμᾶ τά παιδιά τους.
Νά τούς λένε λίγα λόγια καί νά κάνουν πολύ προσευχή. Ἡ προσευχή κάνει θαύματα. Δέν πρέπει ἡ μητέρα νά ἀρκεῖται στό αἰσθητό χάδι στό παιδί της, ἀλλά νά ἀσκεῖται στό πνευματικό χάδι τῆς προσευχῆς. Ἡ σωτηρία τοῦ παιδιοῦ περνάει μέσα ἀπό τόν ἐξαγιασμό τῶν γονέων του.
Ὁ ἁγιασμός δέν εἶναι ἀκατόρθωτο πράγμα, εἶναι μάλιστα εὔκολος, φθάνει οἱ γονεῖς νά ἀποκτήσουν ταπείνωση καί ἀγάπη. Ἄν θέλει κάποιος, μπορεῖ νά ἁγιάσει καί μές στήν Ὁμόνοια, ἔλεγε χαρακτηριστικά .
Ἄν τίποτε σχεδόν δέν διορθώνεται στήν κοινωνία ἀπό γενιά σέ γενιά, εἶναι διότι οἱ γονεῖς δίνουν λάθος ἀγωγή στά παιδιά.
Τούς τρέφουν τήν κενοδοξία ἀπό τήν πρώτη στιγμή, μέ τά καλοπιάσματα καί τούς ἐπαίνους. Ἔτσι, τό παιδί γίνεται ἐγωιστής καί ἀπροσάρμοστος ἄνθρωπος.
Δυστυχῶς ἀσχολοῦνται οἱ γονεῖς μέ τίς ἐπιχειρήσεις τους, τήν καριέρα τους καί ξεχνοῦν ὅτι ἔχουν παιδιά. Ξεχνοῦν ὅτι ἡ κύρια ἀποστολή τους εἶναι νά τά μεγαλώσουν διαπαιδαγωγόντας τα ὀρθόδοξα, χριστιανικά. Τό θυμοῦνται ἤ μᾶλλον τούς τό θυμίζουν τά παιδιά ὅταν φθάσουν στήν ἐφηβία, ὁπότε ἀρχίζουν τίς παρακοές καί τίς ἀνηθικότητες. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι τέτοιοι γονεῖς εἶναι ἀποτυχημένοι σέ ΟΛΑ. Διότι ἄφησαν τά παιδικά χρόνια ἀνεκμετάλλευτα καί τώρα πλέον (πού τό παιδί πέρασε τά 11-12 χρόνια, καί ἔγινε ἔφηβος) «πέταξε τό πουλάκι». Ἄν φύγει τό πουλάκι ἀπό τό κλουβί, πολύ δύσκολα ἤ μᾶλλον ποτέ δέν ξαναπιάνεται. Οἱ γονεῖς αὐτοί, ἔφτιαξαν ἐγκληματίες γιά τήν κοινωνία.
Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέγει ὅτι, τότε φέρεις ἐπάξια τόν τίτλο τοῦ πατέρα καί τῆς μητέρας ὅταν ἀναγεννηθεῖς ἐσύ πνευματικά, ἀλλά συνάμα ὅταν βοηθήσεις καί τό παιδί σου νά ἀναγεννηθεῖ πνευματικά καί νά σωθεῖ.
Δέν εἶσαι γονιός μόνο ὅταν γεννᾶς ἀλλά γίνεσαι πραγματικός πατέρας καί μητέρα ὅταν ἀναγεννᾶς πνευματικά τό παιδί σου καί τό «ἀποκαθιστᾶς» ὄχι ὁδηγώντας το στό γάμο ἁπλῶς, ἀλλά στόν Παράδεισο. Ἄν δέν καταφέρεις νά τό σώσεις οὔτε καί σύ θά σωθεῖς.
Πάρα πολλοί γονεῖς καταριοῦνται τά παιδιά τους, ἔλεγε ὁ Γέροντας καί εὔχονται νά μήν τά εἶχαν, ἐξ’ αἰτίας τῆς κακῆς διαγωγῆς τους. Αὐτή ὅμως ὀφείλεται στήν κακή διαπαιδαγώγηση ἤ καί στήν τελεία ἔλλειψη διαπαιδαγώσης ἀπό τούς ἀνάξιους γονεῖς τους.
Γιά τό γάμο ἔλεγε ὅτι ὑπάρχει εὐτυχία μέσα στό γάμο, ἀλλά ἀπαιτεῖ μία προϋπόθεση: νά ἔχουν ἀποκτήσει οἱ σύζυγοι πνευματική περιουσία, ἀγαπώντας τόν Χριστό καί τηρώντας τίς ἐντολές Του. Ἔτσι θά φτάσουν νά ἀγαπιοῦνται ἀληθινά μεταξύ τους καί νά εἶναι εὐτυχισμένοι .
Γιά τίς ἀρρώστεις καί τίς διάφορες θλίψεις ἔλεγε: «…Οἱ ἀσθένειες μᾶς βγάζουν σέ καλό, ὅταν τίς ὑπομένουμε ἀγόγγυστα, παρακαλώντας τόν Θεό νά μᾶς συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες καί δοξάζοντας τό ὄνομά Του… Ἡ μεγάλη λύπη καί ἡ στενοχώρια δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, εἶναι παγίδα τοῦ διαβόλου… Νά γεμίσεις τήν ψυχή σου μέ Χριστό, μέ Θεῖο Ἔρωτα, μέ χαρά. Ἡ χαρά τοῦ Χριστοῦ θά σέ γιατρέψει» .
Ὁ Γέροντας ἦταν ἐμπειρικός διδάσκαλος. Καλεῖ, κατά τό «γεύσασθε καί ἴδετε» σέ μιά ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ . Ἦταν ἐπίσης ἐνθουσιαστικός .
Θεράπευε τίς σύγχρονες ψυχικές νόσους διδάσκοντας, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, ὅτι ἡ ἀνασφάλεια, ἡ θλίψη, ἡ κατάθλιψη εἶναι δαιμονικές ἐνέργειες. «Ἔχω πολλά νά σᾶς πῶ πάνω σ’ αὐτά πού ἔχω ἰδεῖ στή ζωή μου, ἀπό ἀνθρώπους, πού κατείχοντο ἀπό τέτοια συναισθήματα, δηλαδή σατανικά συναισθήματα. Δηλαδή ὁ διάβολος, ὁ κακός ἑαυτός μας κατορθώνει καί παίρνει ἀπό τήν μπαταρία τῆς ψυχῆς μας, πού ἔχει τή δύναμη γιά νά κάνομε τό καλό…αὐτός κατορθώνει καί μᾶς τήν κάνει θλίψη, κατάθλιψη καί ξέρω πῶς τά λένε οἱ λεγόμενοι ψυχίατροι. Ἐμεῖς δέν τά λέμε ἔτσι, τά λέμε σατανική ἐνέργεια. Λέμε ἀκηδία, λέμε λογισμοί, καί λέμε ὁ διάβολος τῆς ἀκηδίας, ὁ διάβολος τῆς πορνείας, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος, ὁ διάβολος. Διάφοροι διάβολοι, γιά κάθε σατανική ἐνέργεια πού μᾶς δημιουργοῦν» .
Τόνιζε μάλιστα ὅτι το μεγαλύτερο ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου εἶναι ὁ Τίμιος Σταυρός καί δεύτερο ἡ περιφρόνηση. «Ἄφησέ τον αὐτόν», ἔλεγε σέ πνευματικό του παιδί ὁ π. Πορφύριος(ἐννοώντας τό διάβολο). «Μήν τοῦ δίνεις σημασία. Ὅσο τοῦ δίνεις σημασία, τόσο περισσότερο σέ πλησιάζει. Ἄν θέλεις νά τόν διώξεις, νά τόν ἀπομακρύνεις ἀπό κοντά σου, πάψε νά τοῦ δίνεις σημασία. Περιφρόνησέ τον. Μόνο ἡ περιφρόνηση τοῦ ἀξίζει. Ἀπό τή στιγμή, πού θά ἀρχίσει νά τήν εἰσπράττει, θά ἀρχίσει καί νά ὑποχωρεῖ. Μέχρι πού, τελικά, θά τραπεῖ σέ φυγή. Ἡ περιφρόνηση ἀποτελεῖ τό δεύτερο ὅπλο, μετά τόν Τίμιο Σταυρό, κατά τοῦ διαβόλου! …Τήν δέ περιφρόνηση δέν τήν ἀντέχει. Γιατί εἶναι ὑπερόπτης καί σκάει ἀπό τό κακό του! »
Μέ τόν Τίμιο Σταυρό καί τά ἅγια Μυστήρια, μέ τήν ἐκκλησιαστικοποίησή μας, καταλύονται τά ἔργα τοῦ διαβόλου.
Ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ Θεία Χάρη, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ καί κάνει ὑπακοή στόν κανόνα τοῦ Πνευματικοῦ, θεραπεύει τά ψυχικά νοσήματα.
Ὁ Γέροντας συμβούλευε μάλιστα ὅτι δέν πρέπει νά ξαναθυμόμαστε τίς ἁμαρτίες πού ἐξομολογηθήκαμε διότι αὐτό κάνει κακό. Ὅταν κανείς νομίζει ὅτι δέν συγχωρήθηκε δείχνει ὀλιγοπιστία στό μυστήριο.
Ὁ ἄνθρωπος πού λυπᾶται ὑπερβολικά γιά τά παλαιά λάθη του, φθάνοντας μέχρι ἀπελπισίας, «παίζει τό παιγνίδι» τοῦ πονηροῦ. Ἐγκλωβίζεται, λόγῳ τῆς ἔλλειψης ταπείνωσης, στό αἴσθημα τῆς ἀπογοήτευσης καί τῆς λύπης, πού ὁδηγεῖ στήν ἀπροθυμία γιά τά πνευματικά, στήν ἀκηδία, στήν ἀπελπισία. Εἶναι μιά καλοστημένη παγίδα τοῦ πονηροῦ, πού ἔρχεται «ἀπό δεξιά», ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἔχει πληγωθεῖ. Τό πλήγωμα ὀφείλεται στόν ἐγωισμό καί στήν ὑψηλή ἰδέα (οἴηση), πού ἔχει κανείς γιά τόν ἑαυτό του. Δέν πρέπει νά χάνεται πολύτιμος χρόνος. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀγωνίζεται συνεχῶς νά θεραπευθεῖ.
Ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἁμαρτία ἔγκειται στό νά δεχτεῖ τόν Χριστό ἐντός του. Νά μπεῖ στήν Ἐκκλησία, νά δοθεῖ στό Θεῖο Ἔρωτα. Τότε ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τήν κρυμμένη «ἐντός αὐτοῦ» Βασιλεία πού τοῦ χαρίστηκε δωρεάν μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί Χρίσμα.
Μᾶς συμβουλεύει ὁ Γέροντας νά ἀγαπήσουμε τήν προσευχή, ὡς συνομιλία μέ τόν Κύριο, πρός τόν Ὁποῖον, θά πρέπει νά ἔχουμε διαρκῶς στραμμένο τό νοῦ μας.
Χρειάζεται ὅμως ἕνας λεπτός τρόπος. Ὁ πνευματικός ἀγώνας πρέπει νά γίνεται ἁπλά καί ἁπαλά, χωρίς βία. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο πρέπει νά μελετᾶμε τά λόγια τῶν πατέρων, νά ἀποστηθίζουμε ψαλμούς καί ἁγιογραφικά-πατερικά χωρία, νά ἐντρυφοῦμε στούς βίους τῶν ἁγίων καί νά τούς μιμούμαστε.
Πρέπει νά ἀφήνουμε τίς ἀδυναμίες καί τά πάθη μας· ἁπλῶς νά ἔχουμε τήν διάθεση νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτά. Ὅλη ἡ προσπάθειά μας θά πρέπει νά κατευθυνθεῖ στό νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό.
Ὁ Γέροντας ἀνήκει στούς υἱούς καί ὄχι στούς δούλους ἤ τούς μισθωτούς. Ἔλεγε, ἀναφερόμενος στούς τρόπους τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα γιά τή σωτηρία, ὅτι ὑπάρχουν ἐκτός ἀπό τόν Θεῖο Ἔρωτα καί πολλοί ἄλλοι τρόποι, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ ἐνθύμηση τοῦ θανάτου, τῆς κόλασης καί τοῦ διαβόλου. Αὐτοί ὅμως οἱ τρόποι ἁρμόζουν στούς δούλους· ἁρμόζουν σ’ αὐτούς πού πᾶνε ἀπό φόβο κοντά στό Θεό.
Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι αὐτοι οἱ τρόποι κουράζουν, προξενοῦν ἀντίδραση καί μερικές φορές ὁδηγοῦν στό ἀντίθετο στρατόπεδο.
Ἐκεῖνος προτιμοῦσε τόν «εὔκολο δρόμο», τό Θεῖο Ἔρωτα. Αὐτό τό τρόπο τόν βρίσκουμε στούς κανόνες τῶν ἁγίων, τῶν ὁσίων, τῶν ἀσκητῶν. Αὐτοί βρῆκαν τόν τρόπο νά ἀγαπήσουν τόν Θεό. Μποροῦμε, ἔλεγε ὁ Γέροντας, νά «κλέψουμε τόν τρόπο αὐτό». Πρέπει νά ριχτοῦμε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ὁ Γέροντας ἔβαζε τά καλογέρια του (γιά νά βοηθηθοῦν στήν προσπάθειά τους νά ἀγαπήσουν τόν Θεό) νά συγκεντρώνουν μέσα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες λέξεις πού φανερώνουν τό Θεῖο Ἔρωτα τῶν ἁγίων.
Ἡ ἄκρα του ταπείνωση, πού προῆλθε ἀπό τήν τέλεια ὑπακοή του, τόν γέμισε μέ πλῆθος χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἦταν πολυχαρισματοῦχος: διακριτικός, προορατικός, ἰαματικός, γλώσσας λαλῶν.
Ἰδιαίτερα τό χάρισμα τῆς διοράσεως τοῦ δόθηκε, ὅταν ἕνα πρωί εἶχε μεταβεῖ στό Κυριακό τῶν Καυσοκαλυβίων καί εἶχε σταθεῖ ἀθέατος στόν πρόναο. Ἦταν τότε, πού εἰσῆλθε ἕνας ἅγιος ρῶσος ἀσκητής, ὁ Γερο-Δημᾶς. Αὐτός, νομίζοντας ὅτι εἶναι μόνος του ἄρχισε νά κάνει στρωτές μετάνοιες, λέγοντας τήν εὐχή. Σέ λίγο ἔπεσε σέ ἔκσταση, λουσμένος μέσα στό ἄκτιστο Φῶς. Τότε ἦταν, πού ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀκτινοβολήθηκε καί στόν μικρό π. Πορφύριο. Μετέδωσε ὁ Γερο-Δημᾶς στό νεαρό ἀσκητή τά χαρίσματά του.
Κατόπιν, ὁ μικρός π. Πορφύριος, κοινώνησε καί ἔφυγε τρέχοντας στό δάσος. Ἔλεγε τήν Εὐχαριστία γιά τή Θεία Μετάληψη πλημμυρισμένος ἀπό μιά θεϊκή τρέλλα καί χαρά. Δόξαζε καί εὐχαριστοῦσε.
Σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ αὐτήκοου καθηγητοῦ Γ. Παπαζάχου, διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Λέγοντας “Δόοοξα Σοι ὁ Θεός” πῆγα νά κάνω ἕνα βῆμα καί βλέπω ὅτι δέν εἶχα βάρος. Τό βῆμα ἀντί νά πάει στό ἕνα μέτρο, πῆγε δέκα μέτρα πέρα· καί πήγαινα, λέει, ὅπως πᾶνε αὐτοί οἱ ἀστροναῦτες ἀπάνω στό φεγγάρι πού σάν νά εἶναι ἀπό βαμβάκι. Πατᾶς ἐδῶ καί βρίσκεσαι πέρα… Νόμιζα πώς δέν εἶμαι ἐγώ» . Ξαναζωντανεύουν σελίδες τῆς Φιλοκαλίας μπροστά στά μάτια τοῦ μελετητῆ τῆς χαρισματικῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Γέροντα .
Ὁ Γέροντας δόξαζε τόν Θεό μέ ὅλην του τήν ψυχή καί τό σῶμα του. Κάθε φορά πού βρισκόταν στό δάσος, ἄνοιγε τά χέρια του δοξάζοντας μέ μεγάλη φωνη τόν Θεό. Σ’ ἕναν ἀπό τούς περιπάτους του στό δάσος, τά χέρια του ἔμειναν ἀκίνητα, σέ ἔκσταση· ὅλο τό σῶμα του ἔγινε ἕνας ζωντανός σταυρός. Ὅταν γύρισε στό κελλί πνίγηκε στή συγκίνηση καί στά δάκρυα, πού κράτησαν ὡς τό βράδυ. Δέν μποροῦσε νά ψάλλει. Ἔλεγε συνέχεια τήν εὐχή χωρίς νά μπορεῖ νά κάνει τίποτε ἄλλο, γεμᾶτος εὐγνωμοσύνη γιά τή θεία ἐπίσκεψη.
Κατά τό ἀπόγευμα, ἐνῶ κοιτοῦσε πρός τή θάλασσα, «εἶδε» πίσω ἀπό τό βουνό τούς γέροντές του, πού ἐρχόντουσαν φορτωμένοι μέ τά δισάκια τους. Τό βουνό σάν νά ἦταν ἀπό τζάμι. Ὁ Γέροντας γιά πρώτη φορά γεύθηκε τή θεία δωρεά, πού λέγεται «διορατικό χάρισμα». Ὅταν τό φανέρωσε στόν γέροντα – πνευματικό του, ἐκεῖνος πολύ σοφά – διακριτικά τοῦ συνέστησε νά σιωπᾶ. Ἐπίσης τόν συμβούλευσε νά μή δίνει σημασία σ’ αὐτό, διότι ὁ διάβολος παρακολουθεῖ καί μποροῦσε βεβαίως νά τόν ἔρριχνε - ὅπως καί τόν κάθε χαρισματοῦχο - στήν ὑπερηφάνεια. Αὐτή εἶναι ἡ χειρότερη ἁμαρτία ἡ ὁποία καί μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι Χάριν» .
Κοντά στη διόραση καί στά ἄλλα του χαρίσματα ὁ Γέροντας εἶχε τήν προόραση και τό ἰαματικό χάρισμα .
Ἀλλά ὁ Γέροντας ἐκτός ἀπό χαρισματοῦχος ἦταν πράγματι καί θεόπτης. Στόν Ἅγιο Νικόλαο, στα Καλλίσια, τίς πιό πολλές ὧρες τίς διέθετε γιά ἐξομολόγηση καί βέβαια γιά προσευχή. Ὁ ἴδιος διηγεῖται πώς ἕνα βράδυ προσευχότανε μαζί μέ τήν ἀδελφή του στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Καθώς λέγανε τήν προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» τούς πλημμύρισε Θεῖο Φῶς. Το Φῶς αὐτό, πού ἔλουζε τήν Ἐκκλησία, τό εἶχε δεῖ καί ἡ μητέρα τους, πού τούς παρακολουθοῦσε ξάγρυπνη.
Μποροῦσε νά βοηθάει καί τά πνευματικά του παιδιά, νά ἔχουν παρόμοιες ἐμπειρίες. Σχετικά διηγεῖται πνευματικό του παιδί ὅτι ὁ Γέροντας ἤθελε τά πνευματικά του παιδιά νά προσεύχονται πολύ. Ὁ ἴδιος πίστευε ὅτι εἶναι ἐξαιρετικό προνόμιο τοῦ ἀνθρώπου νά μπορεῖ κάθε στιγμή νά συνομιλεῖ μέ τόν «Βασιλέα τῶν Βασιλευόντων» . Οἱ ἐπίγειοι ἄρχοντες εἶναι ἀπρόσιτοι, ὁ Κύριος τῶν πάντων εἶναι ἀνοιχτός σέ ἀκρόαση κάθε στιγμή.
Ὁ Γέροντας πίστευε πολύ στή δύναμη τῆς κοινῆς προσευχῆς στό λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὅπου εἰσί δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» .
Εἶχε συμφωνήσει μέ πνευματικό του παιδί νά προσεύχεται μαζί του στίς 10 μ.μ. κάθε βράδυ. Τό πρῶτο βράδυ τό ἀκτιστο Φῶς σάν φλόγες καί ἠλεκτρικό ρεῦμα περικύκλωσαν τό πνευματικό του παιδί, πού προσηύχετο στό δωμάτιό του. Τό ἴδιο καί πολύ πιό ἔντονα ἔγινε καί τό ἑπόμενα βράδυα, ἐνῶ μιά ἀπέραντη ἀγαλλίαση τόν πλημμύριζε. Ὁ Γέροντας τά «ἔβλεπε» ὅλα αὐτά «ἐν πνεύματι», νοερῶς, ἐνῶ προσηύχετο μακρυά του, στό δικό του δωμάτιο. Τό περιστατικό καταδεικνύει τήν ἁγιότητα τοῦ γέροντα, τήν πλούσια Χάρη, πού εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό καί τήν ἱκανότητά του νά Τήν διαχειρίζεται. Μποροῦσε νά στέλνει πακέττα-δῶρα Θείας Χάρης ἐκεῖ πού ἤθελε. Τώρα βέβαια ἀκόμη περισσότερο πρεσβεύει καί χαριτώνει ὅσους τόν παρακαλοῦν .
Ὁ Γέροντας ζοῦσε μέσα στ’ ἄστρα, μές στό ἄπειρο, στόν οὐρανό. Ζοῦσε ὑπέρ φύσιν, ἦταν «καινή κτίσις».
Τό χάρισμα τῆς διοράσεως, ποτέ δέν τό εἶχε ἐπιθυμήσει. Οὔτε ζήτησε ποτέ, ἀπ’ τόν Θεό νά τοῦ ἀποκαλύψει κάτι. Ὅταν ὅμως ἀναγνώρισε ὅτι τοῦ εἶχε δοθεῖ, ἡ ζωή του ἄλλαξε καί ἦταν ὅλος χαρά καί ἀγαλλίαση. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πολλαπλασίασε ὅλα τά χαρίσματα. «Ἔβλεπε» πολλά πράγματα, ἀλλά δέν μιλοῦσε, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος .
Ὁ Γέροντας ἔβλεπε τούς λόγους τῶν ὄντων. Μετά τη λήψη τοῦ χαρίσματος ἀπέκτησε τήν ἱκανότητα νά συνομιλεῖ μέ τά βράχια, τήν ἄλογη κτίση, μποροῦσε νά ἀκούσει τό ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν καί νά ἀναγνωρίσει τά πουλιά (τό εἶδος τους), πού ψάλλουν καί δοξολογοῦν τόν Πλάστη. Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔβλεπε τά πάντα.
Εἶχε ἐπίσης τό χάρισμα νά βρίσκει ὑπόγεια νερά, ὅπως διηγεῖται ὁ ἴδιος. Προσευχότανε καί ἔβρισκε νερό πολύ βαθιά. Νερό ἄφθονο καί ὡραῖο γιά τούς ἀνθρώπους πού τό ζητοῦσαν.
Ἡ ἀγάπη του στον Θεό ἐκφραζόταν μέ τήν σεμνοπρεπή στάση του στή Θεία Λατρεία. Διακρίθηκε ὡς εὐλαβέστατος λειτουργός- ἱερεύς.
Γράφει πνευματικό του παιδί ὅτι τελοῦσε μέ ἀπέραντη συναίσθηση καί εὐλάβεια τό Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Προσκομικῆς καί τῆς Θείας Λειτουργίας. Ὅταν ἔκανε τήν τελετή τῆς Ἱερᾶς Προσκομιδῆς κρατοῦσε τό πρόσφορο σάν νά κρατοῦσε τόν Ἴδιο τόν Κύριο. Ὅταν τό ἔκοβε πονοῦσε ἡ ψυχή του, διότι πίστευε ὅτι κόβει τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ Μας. Ὅταν ἔλεγε τίς εὐχές τίς τόνιζε καί τίς χρωμάτιζε μέ τέτοιο τρόπο πού σέ συγκλόνιζε. Σ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας ἔδινε τήν ἐντύπωση ὅτι εἶναι σέ ἄλλο κόσμο, στόν κόσμο τοῦ Θεοῦ .
Ὀ ἅγιος Γέροντας μελετοῦσε ἀχόρταγα τά λειτουργικά κείμενα.
Ἐμβάθυνε στήν ἔννοια τῆς κάθε λέξης καί ζοῦσε ὑπαρξιακά τό περιεχόμενό τους. Πάσχιζε νά μεταδώσει αὐτά τά βιώματά του καί στα πολυάριθμα πνευματικά του παιδιά. Ὅλα τά ἅγια γεγονότα, τά βίωνε μέ συγκλονιστικό τρόπο ἐπειδή ἦταν σέ μια κατάσταση ἀδιάλειπτης κοινωνίας μέ τόν «ἠγαπημένο» Ἰησοῦ.
Ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καί δίδασκε ἐξ’ ἐμπειρίας ὅτι ὅλα τά προβλήματα τά λύνει ἡ προσευχή. Προσπαθοῦσε νά ἑφαρμόσει αὐτά πού λέμε στή Θεία Λειτουργία: «…πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα» καί «γεννηθήτω τό θέλημά Σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς».
Μᾶς συμβούλευε νά ἔχουμε ἀγάπη, φλόγα στήν προσευχή. Νά μήν ἔχουμε ἄγχος, ἀλλά ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη καί στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Νά ἀφήσουμε τά τηλέφωνα, τίς ἐπικοινωνίες καί τά πολλά λόγια μέ τούς ἀνθρώπους. Ὅλα τά θέματά μας νά τά ἀναθέτουμε στόν Θεό καί ὅταν ἔχουμε ἕνα σοβαρό πρόβλημα ἤ δίλημμα νά προηγεῖται πολλή προσευχή καί νηστεία. Ἄν ὁ Κύριος δέ βοηθήσει, τί νά κάνουν οἱ δικές μας οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες;
Ἡ προσευχή γιά νά γίνει, ἔλεγε ὁ Γέροντας, πρέπει νά βρεθοῦμε στό κατάλληλο κλῖμα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά μᾶς τή διδάξει.
Ὅπως ἔλεγε ἄλλος φωτισμένος Γέροντας (ὁ Γερο-Παναγῆς ἀπό τήν Κύπρο), «γιά νά ἀνάψει τό φῶς πρέπει, προηγουμένως, νά ἔχουμε κάνει ἠλεκτρολογική ἐγκατάσταση».
Ἡ «ἐγκατάσταση», δηλ. οἱ προϋποθέσεις μιᾶς σωστῆς προσευχῆς εἶναι: α) ἡ προσευχή προετοιμασίας γιά τήν προσευχή, β) τό νά παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς δώσει δάκρυα, γ) τό θυμίαμα, δ) τό κερί, ε) ἡ ἡσυχία, στ) ἡ ἀμεριμνία, ζ) ἡ μελέτη, η) ἡ ἀποκοπή ἀπό ὅλους καί ὅλα, θ) τό καντηλάκι, ι) ἡ χαρά, ια) ἡ ἀπόλυτη ἐξάρτηση ἀπό τόν Θεό, ιβ) τό ἀπόλυτα ἄφημα στόν Κύριο.
Πρέπει, ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος, νά σκεπτόμαστε ὄμορφες εἰκόνες προετοιμάζοντας τήν ψυχή μας γιά προσευχή. Ἐπίσης, πολύ βοηθάει νά διαβάζουμε καί νά ψάλλουμε μέ ἀγάπη, μέ Θεῖο Ἔρωτα, ὁπότε ἔρχεται μέσα μας ἡ χαρά, ἡ εὐφροσύνη. Αὐτή εἶναι ἡ δική μας συμβολή στό νά μποῦμε στήν ἀληθινή προσευχή, τήν ὁποία τελικά μόνον ὁ Κύριος μᾶς τή δίνει. Γι’ αὐτό στή Θεία Λειτουργία παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς φωτίσει: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν φιλάνθρωπε Δέσποτα, τό τῆς Σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν ὀφθαλμούς διάνοιξον εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν» .
Ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ λαχτάρα, μέ συντριβή, μέ Θεῖο Ἔρωτα, μέ δάκρυα, ταπεινά.
Ὁ Γέροντας τόνιζε τήν ἀνάγκη νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό.
Αὐτό θά τό πετύχουμε μέ τό νά εἶναι ἡ προσευχή μας κατανυκτική, νά ἔχει δάκρυα (πού θά Τοῦ τά ζητήσουμε), νά γίνεται μέ ἁπλότητα, μέ συντριβή, μέ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι νά πάρουμε τή Θεία Χάρη. Πρέπει, ἔλεγε ὁ Γέροντας, νά προσευχόμαστε μέ θέρμη, μέ παρακλητικό ὕφος, ἀλλά καί μέ στοργή - ὅπως μιλᾶμε στά ἀγαπημένα μας πρόσωπα. Πρέπει ἡ ἀναφορά μας στόν Κύριο νά γίνεται μέ λαχτάρα, χωρίς ἄπρεπους τονισμούς· ὄχι μέ ξηρό ὕφος, ἀλλά μέ ὑπομονή, μέ ἀγαλλίαση, μέ προσδοκία καί ἐλπίδα, μέ πίστη καί ἡσυχία. Τά λόγια μας νά ἔχουν γλυκύτητα, πόθο γιά τό Χριστό μας, Θεῖο Ἔρωτα: «Ἰησοῦ μου, Χριστέ μου…». Νά προσευχόμαστε νοερῶς, ἀλλά κάποτε καί μέ τό στόμα, ἔχοντας πλήρη ἐπίγνωση ὅτι τίποτε δεν μποροῦμε νά καταφέρουμε χωρίς Αὐτόν.
Ἡ προσευχή ἦταν τό καταφύγιο τοῦ Γέροντα σέ ὅλες τίς θλιβερές καταστάσεις. Γι’ αὐτό καί συμβούλευε: ὅ,τι μᾶς στενοχωρεῖ πρέπει νά τό κάνουμε προσευχή. Ἐπίσης νά τό πηγαίνουμε στόν πνευματικό, νά τό ἐξομολογούμαστε καί ἔτσι αὐτό θά τελειώνει. Καί μᾶς παραπέμπει στόν ἀπόστολο Παῦλο ὁ ὁποῖος λέγει: “Τά μέν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δέ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος” .
Ἡ αὐτενεργοῦσα προσευχή ἐπιτυγχάνεται, ὅταν ἀγαπήσουμε πολύ τόν Χριστό. Τότε ἡ εὐχή λέγεται μόνη της, γιατί ὁ Χριστός εἶναι συνεχῶς στό μυαλό μας καί στήν καρδιά μας.
Ὁ ὅσιος Γέροντας, ἐπειδή «ἠγάπησε πολύ», διακρίθηκε ὡς νηπτικός, ἄνθρωπος τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἔλεγε, ἀναφερόμενος στή ζωή του στά Καυσοκαλύβια, ὅτι διάβαζε τό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο: «Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ Δαβίδ, Υἱοῦ…». Τό διάβαζε καί ἐνῶ ἐργαζόταν τό ἔλεγε μέσα του. Τόν ἐνδιέφερε νά ἔχει στό νοῦ του ἅγια λόγια. Τό ἔκανε αὐτό γιά νά ἔχει καθαρότητα στό νοῦ του.
Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι, δέν πρέπει ὁ χριστιανός νά δειλιάζει. Ἀντίθετα πρέπει νά λέγει μαζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» .
Θά πρέπει νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, τίποτε δεν μπορεῖ νά κάνει τόν Χριστό μας, νά πάψει νά μᾶς ἀγαπάει. Γι’ αὐτό μέ θάρρος πρέπει νά προχωροῦμε λέγοντας μαζί μέ τόν μεγάλο Ἀπόστολο: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἤ στενοχωρία, ἤ διωγμός, ἤ λιμός, ἤ γυμνότης, ἤ κίνδυνος, ἤ μάχαιρα; Καθώς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν, ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς» .
Νά εἴμαστε βέβαιοι ὅτι θά ζήσουμε νικηφόρα καί θά βροῦμε τήν Θεία Χάρη, ἀρκεῖ νά ἀγαπήσουμε τόν Χριστό μας. Σ’ αὐτό τό σημεῖο ὁ Γέροντας θυμόταν τό Γραφικό: «Ἐγώ τούς ἐμέ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δέ ἐμέ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν» .
Ἕνας ἀδελφός, πού ἀπολάμβανε μυστικά τήν παρουσία του, σημειώνει: «Καθισμένος στά βράχια ἤ κατάχαμα μᾶς ἀποκαλύπτε μυστήρια κι’ ἀλήθειες. Μιλώντας γιά τή μεγάλη σημασία, πού ἔχουν οἱ μετάνοιες καί δείχνοντάς μας τό σωστό τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά γίνεται ἡ “μετάνοια”, μᾶς ἑρμήνευε τή σημασία τῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στήν προσευχή καί τήν ἑνότητα τῆς ψυχοσωματικῆς ὑπόστασης τοῦ ἀνθρώπου.
Μά ἐκεῖνο πού φυσικά τόν ἔκανε νά λάμπει μέ παιδιάστικη χαρά ἦταν τό νά μιλάει γιά τή νοερά προσευχή. Μέ τήν καθαρή, λίγο ἀδύναμη φωνή του καί μέ μιά χαριτωμένη χειρονομία, ὑπογραμμίζοντας, ἔλεγε ἀργά μιά, μιά τίς λέξεις: “Κύριε, ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”.
Καί πρόσθεσε κάποτε σέ μία τέτοια συζήτηση: “Ἐμένα μοῦ ἔδωσε τή χάρη ὁ Θεός ν’ ἀσχοληθῶ πολύ μέ αὐτή τήν ἐργασία”. “Ἐργασία” ὀνόμαζε τήν ἄσκησή του στήν καρδιακή προσευχή. “Aὐτή ἡ ἐργασία εἶναι πολύ χρήσιμη γιά ὅλους τούς πιστούς. Καθαρίζει τήν ψυχή καί κρατάει τό νοῦ συγκεντρωμένο”. Στίς περισσότερες συζητήσεις κάτι θά ἔλεγε γιά τήν εὐχή. Ἀργότερα, ὅταν εἶχε πρόχειρα ἐγκαταβιώσει στό Μήλεσι τοῦ Ὠρωποῦ (πρίν ἀκόμη ἀνεγερθοῦν τά κτίρια τοῦ Ἡσυχαστηρίου) ὀνειρευότανε τή δημιουργία ἑνός χώρου κατάλληλου, πού θά ἀφιερωνότανε στήν “ἐργασία αὐτή”» .
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός τῆς διπλῆς ἀγάπης ἔνιωθε «ἕνα μέ ὅλους», ζοῦσε μέσα στήν «ἐπίγειο ἄκτιστο Ἐκκλησία». Ἡ βιοτή του καί τά λόγια του ἦταν ἔκφραση μιᾶς ἐκπληκτικῆς Ἐκκλησιολογίας.
Print this post
Επιστολή της ΠΕΘ προς τον Υπουργό Παιδείας για την πρόσληψη Θεολόγων κατά
τη Γ΄ φάση αναπληρωτών
-
Αθήνα, 21 Νοεμβρίου 2024
Αρ. Πρωτ.: 159
Προς
Το Υπουργείο Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού
α) Υπουργό κ. Κυριάκο Πιερρακάκη
β) Διεύθυνση Εκπαιδευτι...
Πριν από 2 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου