Γ΄ ΜΕΡΟΣ
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
1) Ἀγάπη πρός τήν Ἐκκλησία. Ἄλλες προϋποθέσεις γιά παραμονή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μάννα μας. Γι’ αὐτό πρέπει «νά τήν ἀγαπᾶμε πολύ» τόνιζε ὁ Γέροντας Πορφύριος· καί συνέχιζε: «Νά μή δεχόμασθε νά κατακρίνουν τούς ἀντιπροσώπους της» . Αὐτοί πού κατακρίνουν, αὐτοί πού μέμφονται τἠν Ἐκκλησία δέν Τήν ἀγαποῦν, οὔτε βέβαια τήν Κεφαλή Της, πού εἶναι ὁ Χριστός. «Ὅλοι εἴμαστε Ἐκκλησία», δήλωνε ὁ Γέροντας· καί συμπλήρωνε: «Ὅσοι κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία γιά τά λάθη τῶν ἐκπροσώπων της, μέ σκοπό δῆθεν νά βοηθήσουν γιά τή διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος» . Ἄν θέλουμε νά διορθωθοῦν τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, θά πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τήν κάθαρση τοῦ κάθε ἀνθρώπου. «Τότε ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία», παρατηροῦσε ὁ Γέροντας, «ὅταν μέ τήν προσευχή μας ἀγκαλιάζομε κάθε μέλος Της καί κάνομε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε, κάνομε τό πᾶν, ὅπως Ἐκεῖνος» . Ὅταν κατηγοροῦμε τήν Ἐκκλησία, οὐσιαστικά χτυπᾶμε τόν ἑαυτό μας, τό σῶμα μας καί Αὐτόν, πού πιό πολύ ἀπό ὁποιονδήποτε, θά ἔπρεπε νά ἀγαπᾶμε: τόν Κύριο Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ πρώτη προϋπόθεση ἑπομένως, γιά νά παραμείνει ὁ ἄνθρωπος σάν ζωντανό κύτταρο μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγάπη πρός Αὐτήν καί ἡ μή κατάκριση τῶν κληρικῶν ἀλλά καί τῶν λαϊκῶν μελῶν Της. «Καί μέ τά μάτια μας νά δοῦμε κάτι ἀρνητικό νά γίνεται ἀπό κάποιον ἱερωμένο», δίδασκε ὁ Γέροντας, «νά μήν τό πιστεύουμε, οὔτε νά τό σκεπτόμαστε, οὔτε νά τό μεταφέρομε. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί κάθε ἄνθρωπο» . Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα, πού ὁ Γέροντας τό βρῆκε στό τόπο τῆς πρώτης του μετανοίας, δέν ἔχει καμμιά σχέση μέ τήν κατάκριση. «Στό Ἅγιον Ὄρος», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «τό πνεῦμα πού ἔμαθα ἦταν ὀρθόδοξο, βαθύ, ἅγιο, σιωπηλό, χωρίς ἔριδες, χωρίς καυγάδες καί χωρίς κατακρίσεις» .
Μία δεύτερη προϋπόθεση γιά νά εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ Θεανθρώπινου Σώματος, εἶναι τό νά τρεφόμαστε σωστά, νά ζωογονούμαστε μέ τή Θεία Χάρη. Πρέπει νά προσπαθοῦμε νά ζοῦμε τά μυστήρια, τήν ἱερά Ἐξομολόγηση καί μάλιστα τήν Θεία Κοινωνία. Ὀφείλουμε νά μετέχουμε τακτικά σ’ αὐτά, σύμφωνα μέ τήν καθοδήγηση τοῦ Πνευματικοῦ ὁδηγοῦ μας. «Σ’ αὐτά βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία», δίδασκε ὁ Γέροντας· καί συνέχιζε: «Προσφέρεται ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία μέ τά μυστήρια καί κυρίως μέ τήν Θεία Κοινωνία» . Τά μυστήρια μᾶς μεταδίδουν τήν Θεία Χάρη. Ὁ Γέροντας σάν μικρό παιδάκι χαιρόταν ὅταν, ἔπειτα ἀπό τήν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου, τοῦ εἶχε φύγει ὁ ἀφόρητος πόνος, πού τοῦ προκαλοῦσε ἕνα σπυρί. Αὐτή ἡ Θεία ἐπίσκεψη τόν εἶχε κάνει νά θαυμάσει τήν Θεία ἀγάπη, πού ἐκχέεται μέσα ἀπό τά Ἅγια Μυστήρια. Σ’ ὅποιον ἐρχόταν ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ἔλεγε: «Πάρε ἀπ’ αὐτό τό Εὐχέλαιο. Ὅ,τι πόνο ἔχεις, ἀπ’ αὐτό νά βάζεις» .
Ἕνα ἄλλο ἀπαραίτητο γιά τήν παραμονή μας στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἄσκηση: νηστεία, σωματικός κόπος, ἀγρυπνία, μετάνοιες καί γενικά κακοπάθεια. Αὐτά συνδυασμένα μέ τήν ταπείνωση καί τόν Θεῖο Ἔρωτα (ἀδιάλειπτη προσευχή μέ λαχτάρα, καρδιακό δόσιμο στόν Κύριο) καθαρίζουν τήν ψυχή καί τήν διαφυλάσσουν σ’ αὐτήν τήν ἁγνότητα, πού θέλει ὁ Θεός γιά τά μέλη τοῦ Σώματός Του .
Γιά νά παραμείνουμε στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά καλλιεργήσουμε τήν προσωπική σχέση μέ τόν Κύριο διά μέσου τῆς γνήσιας ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης. Δέν πρέπει νά μείνουμε στήν τήρηση κάποιων ἐξωτερικῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων. Ἡ ἀγγαρεία, ἀργά ἤ γρήγορα κουράζει τήν ψυχή. Ἡ ψυχή ἐπαναστατεῖ στήν αὐτοκαταπίεση, στόν ψυχοκαταναγκασμό καί διώχνει τή Θεία Χάρη . «Πολλές φορές», ἔλεγε ὁ διακριτικός π. Πορφύριος, «οὔτε ὁ κόπος, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε οἱ σταυροί προσελκύουν τή Χάρη. Ὑπάρχουν μυστικά. Τό οὐσιαστικότερο εἶναι νά φεύγεις ἀπ’ τόν τύπο καί νά πηγαίνεις τήν οὐσία» . Ὅταν κάποιος ἀγαπάει ἕνα πρόσωπο θέλει νά κουράζεται γι’ αὐτό τό πρόσωπο. Ἔτσι καί ὁ κόπος γιά τόν Χριστό, πρέπει νά γίνεται ἀπό ἀγάπη. «Ὅ,τι γίνεται», ἀποφαινόταν ἐμφαντικά ὁ Γέροντας, «νά γίνεται ἀπό ἀγάπη» · καί συνέχιζε: «Ἡ ἀγάπη ἐννοεῖ πάντα νά κάνει θυσίες. Σ’ ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια, κλωτσάει ἡ ψυχή, ἀντιδρᾶ. Ἡ ἀγάπη ἑλκύει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ» .
Ὁ τέλειος δρόμος γιά νά πᾶμε καί νά παραμείνουμε στόν Θεό καί στήν Ἐκκλησία, εἶναι ὁ Θεῖος Ἔρωτας καί ἡ ἀνιδιοτέλεια. Αὐτόν ἀκολούθησε ὁ Γέροντας Πορφύριος . Εἶναι ὁ δρόμος τῶν υἱῶν καί ὄχι τῶν δούλων ἤ τῶν μισθωτῶν. Γιά νά φθάσουμε στόν Θεῖο Ἔρωτα, πρέπει νά καλλιεργήσουμε τήν ζωντανή πίστη, δηλ. τήν πλήρη ἐμπιστοσύνη καί αὐτοπαράδοση στό ἅγιο Θέλημα Του. Ὁ δρόμος τοῦ Θείου Ἔρωτος καί τῆς ἀνιδιοτέλειας ἐπιτυγχάνεται μέ τήν τέλεια ἐμπιστοσύνη στό Θεό .
Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά καί νά παραμείνουμε στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, νά γίνουμε «ἕνα μέ ὅλους τούς τοῦ Χριστοῦ» . Αὐτό γίνεται μόνο διά τῆς ταπείνωσης καί τῆς ὑπακοῆς στόν Χριστό, ὁπότε ἀποκτοῦμε, ὅπως δίδασκε ὁ Γέροντας, ὅλοι « κοινό κέντρο τόν Χριστό» . Ἔχουμε τότε τό ἴδιο θέλημα, τό ἴδιο φρόνημα, τό ἴδιο πνεῦμα. Στήν Ἐκκλησία πράγματι γινόμαστε «ἕνα»:
α) σωματικά (ἀφοῦ ἔχουμε ὅλη τήν ἴδια φύση τήν ἀνθρώπινη, ἀλλά ἐπίσης καί ἀκόμη περισσότερο, διότι κοινωνοῦμε τήν ἴδια Τεθεωμένη Σάρκα καί τό ἴδιο Τεθεωμένο Αἷμα τοῦ Κυρίου).
β) πνευματικά (ἀφοῦ ἔχουμε ὅλοι τό ἴδιο πνεῦμα, τό ἴδιο θέλημα καί φρόνημα: τό Πανάγιον Θέλημα καί Φρόνημα τοῦ Κυρίου). Ἀκόμη γινόμαστε ἕνα καί
γ) κατά τήν ἐνέργεια (ἀφοῦ ὅλοι ἀποκτοῦμε τήν ἴδια ἐνέργεια : τήν τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ).
Ἡ ταπείνωση- ὑπακοή- ἀγάπη μᾶς σταθεροποιεῖ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, παρά τούς ὅποιους πειρασμούς. Ὁ ταπεινός ζεῖ ἀπό τώρα, μέσα στήν ἐπίγεια «ἄκτιστη Ἐκκλησία» . Ὁ Χριστός μας θέλει νά ταπεινωνόμαστε ὁ ἕνας στόν ἄλλο, κάνοντας ὑπομονή καί ὑπακοή, ἐκτός ἁμαρτίας, σέ ὅλους, κατά τό: «ὑποτασσόμενοι ἀλλήλοις ἐν φόβῳ Χριστοῦ» τοῦ Ἀπ. Παύλου. Διά τῆς ὑπακοῆς στόν Χριστό ἀποκτοῦμε ὅλοι τό ἴδιο θέλημα καί τό ἴδιο φρόνημα. Ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ πληρης ψυχοσωματική ἑνότης μας μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἄν δέν προσέξουμε καί χάσουμε τήν ταπείνωση-ὑπακοή-ἀγάπη πρός τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς μας, τότε εἶναι ἀδύνατο νά παραμείνουμε στήν Ἐκκλησία, ὅπου ἔχουμε τό Ἁγιοτριαδικό Φῶς. Τό φῶς συντηρεῖται μέ τήν ἔμπρακτη ταπείνωση (πού εἶναι ἡ ὑπακοή) καθώς καί μέ τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη.
Γιά νά παραμείνουμε στήν Ἐκκλησία, θά πρέπει ν΄ ἀγαποῦμε ὅλο καί περισσότερο τόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία, καθώς καί αὐτούς, πού εἶναι ἀκόμη ἐκτός Αὐτῆς. Ὁ Χριστός φανερώνεται στήν μεταξύ μας ἑνότητα . Τότε παραμένουμε στήν Ἐκκλησία, ὅταν ἀγαπᾶμε τούς ἀδελφούς μας ἀλλά καί ὅλο τόν κόσμο. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἔκανε σῶμα του. Ἄν δέν ἀγαποῦμε τούς ἄλλους, δέν ἀγαποῦμε οὔτε τόν Χριστό. Ἡ συνάντηση μέ τόν Χριστό γίνεται μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν δέν τά ἔχουμε καλά μέ τούς ἄλλους δέν κοινωνοῦμε μέ τόν Χριστό .
Τότε ζοῦμε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ἀγαποῦμε καί τούς «δυνάμει» ἀδελφούς μας, πού εἶναι ὅλος ὁ κόσμος. Ὅταν ἀγαποῦμε καί τούς εὑρισκομένους μακράν τῆς πίστεως ἀλλά καί τούς διατεθειμένους ἐχθρικά ἀπέναντι στόν Χριστό καί σ’ ἐμᾶς, τότε ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία. Ἐφ’ ὅσον ἀγαποῦμε τόν Χριστό, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγαποῦμε ὅ,τι καί Αὐτός ἀγαπᾶ, δηλ. ὅλους τούς ἀνθρώπους. «Κάποτε κάποιοι», σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ, «εἶπαν στό γέροντα Πορφύριο νά προσευχηθεῖ νά πεθάνει ὁ Στάλιν γιά νά γλυτώσει ὁ κόσμος ἀπό τά ἐγκλήματά του. Τούς ἀπάντησε ὅτι αὐτό δέν ἐπιτρέπεται καί πρέπει νά εὐχόμεθα νά μετανοήσει» . Θά πρέπει ν΄ ἀγαπήσουμε τόσο, ὥστε νά θέλουμε νά πεθάνουμε γιά ὅλους, ὅπως ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Στήν Ἐκκλησία παραμένουμε, ὅταν ἀγαπᾶμε, σεβόμενοι τό πρόσωπο, τήν ἰδιαιτερότητα καί τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Στήν Ἐκκλησία ἀγαπᾶμε τόν καθένα μέ ἰδιαίτερο – μοναδικό τρόπο, διότι ὁ καθένας εἶναι μοναδικός. Στήν Ἐκκλησία, καί μόνο σ’ Αὐτήν, διασώζεται καί τελειοποιεῖται τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου· ὁ ἄνθρωπος δέν γίνεται μᾶζα – πολτός. «Ὁ γέρων Πορφύριος», σύμφωνα μέ μαρτυρίες ἐπισκεπτῶν-πνευματικῶν του παιδιῶν, «ἀγαποῦσε ὅλους μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι μοναδική γιά τόν καθένα...Κάθε ἐπισκέπτης διαβεβαίωνε τούς ἄλλους ὅτι αὐτόν εἰδικά ὁ Γέροντας τόν ἀγαποῦσε περισσότερο ἀπό ὅλους» .
Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή καί ἡ μόνη, πού μᾶς κάνει νά παραμένουμε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο τήν διαφυλάσσουμε. Ἡ κοσμική ἀγάπη (αὐτή πού ὀνομάζεται «ἀγάπη», ἀλλά εἶναι ἐμπορική ἀνταποδοτική σχέση) μᾶς χωρίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι εἶναι ἰδιοτελής , ἐμπαθής καί κάνει διακρίσεις. Ὁ ἐν Χριστῷ ἀγαπῶν, ἀγαπᾶ ἀκόμη καί αὐτούς, πού τόν μισοῦν (δηλ. τούς ἐχθρούς του). Ἡ ἐν Χριστῶ ἀγάπη δέν παύει ποτέ. Εἶναι ἡ ἀγάπη «πού δέν ἐκπίπτει» .
Ὅποιος «ἀγαπάει», εὑρισκόμενος ἐκτός Ἐκκλησίας, ψέμματα λέει, ὅτι ἀγαπάει. Στήν πραγματικότητα βιώνει τήν ἀπόλυτη μοναξιά τῆς αὐτοφυλάκισης στή φιλαυτία του, ἡ ὁποία μόνο μέ τήν ζωή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ὑπερβαίνεται. Ὁ μή ζῶν ἐν τῷ Χριστῷ, δηλ. ἐν τῇ Ἐκκλησία, οὐσιαστικά μισεῖ καί ὑποκύπτει σέ ὅλα τά πάθη· μισεῖ ὅλο καί περισσότερο, δηλαδή ἀπομακρύνεται (μισεύει) ἀπό ὅλους τούς ἄλλους. Μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, μέ τόν Χριστό, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ξεπεράσει τήν ἄρρωστη ἀγάπη, πού ἔχει στόν ἑαυτό του καί νά ἀδειάσει τήν καρδιά του ἀπό τό ἐγώ του καί τά πάθη του . Μόνο ζώντας μυστηριακά καί ἀσκητικά μέ κέντρο τόν Χριστό, μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά δημιουργήσει χῶρο στήν καρδιά του, γιά νά χωρέσει ὁ ἄλλος (ὁ συνάνθρωπος) καί ὁ Ἄλλος (δηλ. ὁ Θεός). Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ζώντας στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, λέγει μέ πολύ δυναμικό τρόπο, ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά μᾶς χωρίσει ἀπ’ αὐτήν (Ρωμ. 8, 35-39). Καί ἀσφαλῶς οὔτε κάποιος φόβος, οὔτε κάποια ἄλλη ἀγάπη. Γι’ αὐτό οἱ ἀνθρώπινες προσκολλήσεις σέ πρόσωπα, πού στόν κοσμικό τρόπο ζωῆς ὀνομάζονται «ἀγάπες», ἐφ’ ὅσον ἀπομακρύνουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ψεύτικες καί αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι γρήγορα καί εὔκολα μετατρέπονται σέ ἀβυσσαλέο μῖσος .
2) Χωρισμός ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ζωή ἐκτός Αὐτῆς.
«Ἔξω, ἀπ’ τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία», δίδασκε ὁ Γέροντας Πορφύριος, ὁ γνήσιος ἀκόλουθος τῶν Ἁγίων Πατέρων, «δέν ὑπάρχει ζωή» . Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας ζωντανός ὀργανισμός, ἕνα Σῶμα ζωντανό, τό ὁποῖο συναποτελοῦν τά ἐπιμέρους μέλη του, ἐνῶ Κεφαλή Του εἶναι ὁ Χριστός. Ἐάν ἀποκοποῦν καί διασκορπιστοῦν τά μέλη, δέν μποροῦν νά ὑπάρξουν αὐτόνομα. Χάνονται καί καταστρέφονται, γιατί δέν τρέφονται. Κατ’ ἀναλογίαν καί οἱ πιστοί, ὅταν ἀποκοποῦν ἀπό τό ζωντανό ἐκκλησιαστικό Σῶμα, χάνουν τή δυνατότητα τῆς ὕπαρξης.
Ἡ ζωή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ζωή πρωτογόνων αὐτοβασανιζομένων ἀνθρώπων. Οἱ ἄνθρωποι πού ζοῦν ἐκτός Ἐκκλησίας μοιάζουν μέ τούς πρώτους ἀνθρώπους, πού ζοῦσαν στίς σπηλιές, στό σκοτάδι. «Μπαίνανε», ἔλεγε μέ ὄμορφο διηγηματικό τρόπο ὁ Γέροντας, «μές στίς σπηλιές χωρίς παράθυρα, κλείνανε καί τήν εἴσοδο μπροστά μέ πέτρες καί μέ κλαδιά, ὥστε νά μήν μπαίνει ὁ ἀέρας. Δέν καταλάβαιναν ὅτι ἔξω ὑπάρχει ἡ ζωή, τό ὀξυγόνο» . Ἡ ζωή, τό ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς εἶναι ὁ Χριστός. Χωρίς Αὐτόν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τό σκοτάδι, τήν ἀσφυξία, τήν πρόγευση τοῦ θανάτου. Ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ μοιάζει μέ τή ζωή σ’ ἕνα σκοτεινό, γεμᾶτο καπνό σπήλαιο, ὅπου «ὁ ἄνθρωπος», ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, «φθείρεται, ἀρρωσταίνει, καταστρέφεται, ἐνῶ ἔξω ζωογονεῖται» . Ὅταν γνωρίσει τήν Ἀλήθεια, τόν Χριστό, τότε εἶναι σάν νά βγαίνει ἀπό τή σπηλιά του στό φῶς, στόν ἥλιο. Ἡ ζωή μέ τό Χριστό εἶναι τό νά ζεῖς στό φῶς.
Ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ φυσιολογική ζωή, ἐνῶ ἡ ζωή ἐκτός Αὐτῆς εἶναι ἡ παρά φύσιν, ἡ δύσκολη καί γεμάτη ταλαιπωρίες ζωή. «Ποιό εἶναι τό πιό καλό;», ρωτοῦσε ὁ π. Πορφύριος, «Νά εἶσαι πράος, ταπεινός, ἥσυχος, νά ἔχεις μέσα σου ἀγάπη ἤ νά εἶσαι νευρικός, στενόχωρος, νά διαπληκτίζεσαι μέ τούς πάντες;» .
Δυστυχῶς, ἔλεγε ὁ Γέροντας, πολλοί ἄνθρωποι δέν ἔχουν καταλάβει τί εἶναι ἡ ὀρθοδοξία στό βάθος. Πολλοί τήν ἐκλαμβάνουν σάν μία ἀπό τίς πολλές θρησκεῖες. Τήν θεωροῦν σάν ἕνα τρόπο γιά νά πετύχουν τήν εὐδαιμονία, εἴτε σ’αὐτή, εἴτε καί στήν ἄλλη ζωή. Τηρώντας κάποιους ἐξωτερικούς τύπους, νομίζουν ὅτι θά ἐξευμενίσουν τό Θεό, γιά νά πετύχουν αὐτό, πού ἐκεῖνοι θέλουν. Ἔτσι, ἀντί νά θεραπεύονται δυστυχῶς δαιμονίζονται. Αὐτό συμβαίνει ἐπειδή ὑπηρετοῦν τό «ἴδιον θέλημα», δηλ. τόν ἐγωισμό καί τή φιλαυτία τους, θέλουν δέ καί τόν Θεό νά ὑπηρετήσει τό θέλημά τους. Γι΄αὐτούς «ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μία ἀγωνία κι’ ἕνα ἄγχος», παρατηροῦσε ὁ διακριτικός π. Πορφύριος· καί συμπλήρωνε:« Γι’ αὐτό πολλούς ἀπ’ τούς «θρήσκους» τούς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σέ τί χάλια βρίσκονται» . Ὁ θρησκευτικά ἄρρωστος ἄνθρωπος κάνει μετάνοιες, φωνάζει, κλαίει, τάχατες ταπεινώνεται, ἀλλά οὐσιαστικά ζεῖ ἕνα εἶδος κολάσεως .
Ὁ ἐγωισμός, σύμφωνα μέ τόν π. Πορφύριο, εἶναι ἡ αἰτία πού πλανώμεθα, φεύγουμε ἀπό τήν Ἀλήθεια καί ζοῦμε ἐκτός Ἐκκλησίας. Γιά νά κατανοήσουμε τό βάθος τῆς πίστεώς μας, πρέπει νά ἔχουμε ταπείνωση. «Ὁ ἐγωισμός», δίδασκε ὁ ταπεινός Γέροντας, «σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση» . Ἔτσι, ὁ ἐγωιστής δέν ἐντάσσεται σωστά στήν Ἐκκλησία Ὁ ἐγωισμός κάνει τόν ἄνθρωπο ἀνυπάκουο. Ἡ παρακοή στόν Γέροντα μας, στόν Πνευματικό μας πατέρα, μᾶς χωρίζει ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀπό τήν Θεία Χάρη .
Ἡ ἐξομολόγηση, ἡ μετάνοια, ἡ συγχώρηση τῶν ἄλλων, μᾶς ἐπανεισάγει ὑγιεῖς στήν Ἐκκλησία. Ὅταν δέν συγχωροῦμε τούς ἄλλους, ὅταν δέν ἀγαποῦμε, ὅταν ξεχωριζόμαστε ἀπό τούς ἄλλους, φερόμενοι ἐγωιστικά, δέν εἴμαστε χριστιανοί, βγαίνουμε πρακτικά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Πρέπει νά προσπαθοῦμε νά ἐνεργοποιηθοῦμε ἀπό τώρα στήν Ἐκκλησία, μέ τήν μετάνοια, τήν συγχωρητικότητα καί τήν ἀγάπη. «Ἄν δέν μποῦμε στήν Ἐκκλησία», τόνιζε ὁ Γέροντας Πορφύριος, «ἄν δέν γίνομε ἕνα μέ τήν ἐδῶ, τήν ἐπίγεια Ἐκκλησία, ὑπάρχει φόβος νά χάσομε καί τήν ἐπουράνια» .
Ἐπειδή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δέν εἶναι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν μᾶς ἀποκαλύπτουν ὅλα τά μυστήρια, διότι ὑπάρχει ὁ κίνδυνος διαστρέβλωσης ἀπό τούς ἀμυήτους . Τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρίσμα δέν μᾶς ἐξασφαλίζουν συνεχή παραμονή ἐντός τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἀπαιτεῖται ἡ δική μας συνεχής συνεργασία, γιά νά μυηθοῦμε στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ, δηλ. γιά νά ἐπιτευχθεῖ ἡ κάθαρση καί ὁ φωτισμός. Αὐτά ἐπιτυγχάνονται μέ τόν προσωπικό ἀγῶνα καί διά τῆς Θείας Χάρης, πού πήραμε μέ τά ἅγια αὐτά Μυστήρια. Ἀκόμη καί ὅταν εἴμαστε βαπτισμένοι καί χρισμένοι (ὁπότε θεωρητικά εἴμαστε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας), ἄν δέν προσέξουμε, χάνουμε αὐτήν τήν παραμονή μας στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νά μήν μποροῦμε νά κατανοήσουμε σωστά οὔτε τήν Ἁγία Γραφή οὔτε καί τούς ἁγίους Πατέρες. «Οἱ ἀμύητοι», διευκρίνιζε ὁ Γέροντας, «δέν μποροῦν νά καταλάβουν τό νόημα τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεοῦ» . Ἀμύητοι εἶναι αὐτοί, πού δέν ἔχουν μυηθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅσοι ἀνήκουν σέ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι χωρίς Ἅγιο Πνεῦμα, χωρίς Θεία Χάρη, διότι οἱ ἄλλες θρησκεῖες δέν εἶναι ἀληθινές τόνιζε ὁ Γέροντας . Δέν δείχνουν τόν ἀληθινό προορισμό στόν ἄνθρωπο, πού εἶναι νά γίνουμε ὅλοι ἕνα. Δέν γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός καί ὅτι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά γίνει «κατά Χάριν Θεός» . Πρέπει νά γίνουμε «ἕνα» μέ τόν Θεό καί μεταξύ μας. «Ἐκεῖ», τόνιζε συχνά ὁ π. Πορφύριος, «ὁλοκληρώνεται τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ» .
Οἱ ἐκτός Ἐκκλησίας ἄνθρωποι εἶναι ἀρρωστημένες προσωπικότητες, ἀφοῦ μόνον διά τῆς Θείας Χάριτος θεραπεύεται ἡ ἀνθρωπινη ὑπόσταση . Οἱ ἄνθρωποι, πού εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας, οἱ ἐγωιστές καί ὑπερήφανοι («μπερδεμένοι»), πολλές φορές ἐπιβάλλονται στούς νορμάλ καί στούς ἥσυχους, διότι ἔχουν πεῖσμα. Ὁ ἐγωισμός τους, τούς σπρώχνει στό νά θέλουν νά κυριαρχήσουν καί νά ἐξουσιάζουν τούς ἄλλους. Ὁ Γέροντας, τούς ἐκτός Ἐκκλησίας, τούς ὀνόμαζε «μπερδεμένους καί ἀπροσάρμοστους». Αὐτοί καταφέρνουν νά ὑποτάσσουν τούς ταπεινούς καί νορμάλ. Αὐτοί «ὑπερτεροῦν καί στόν κόσμο», παρατηροῦσε ὁ π. Πορφύριος, «γιατί αὐτοί εἶναι πιό πολλοί καί βρίσκουν ὁπαδούς» . Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ζεῖ κοσμικά καί δέν τηρεῖ τίς θεῖες ἐντολές, ἀκόμη καί ἄν ἔχει βαπτισθεῖ, ἀρνεῖται τόν Χριστό. Ἔτσι, παραμένει πρακτικά ἐκτός Ἐκκλησίας, δηλ. ἐκτός τοῦ μόνου ἀληθινοῦ ψυχοθεραπευτηρίου· ὁπότε εἶναι ψυχικά ἄρρωστος. Ὅσοι ἀρνοῦνται μέ τή ζωή τους, ἤ καί μέ τά λόγια τους, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ἀλήθεια, εἶναι καί παραμένουν ἄρρωστοι ψυχικά, ἀπροσάρμοστοι, μπερδεμένοι. «Εἶναι», ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας Πορφύριος, «σάν τά ἄρρωστα παιδιά, πού, ἐπειδή τούς ἔλειψαν οἱ γονεῖς ἤ χώρισαν ἤ μάλωσαν, ἔγιναν ἀπροσάρμοστα. Καί στίς αἱρέσεις πᾶνε ὅλοι οἱ μπερδεμένοι. Μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων» . Ὅσοι παραμένουν ἐκτός Ἐκκλησίας παραμένουν ἀθεράπευτοι, δοῦλοι τῶν παθῶν τους (ἐγωισμός, ὑπερηφάνεια, κενοδοξία, λύπη, πορνεία, γαστριμαργία, λαιμαργία, θυμός, μνησικακία κ.λ.π.), τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου.«Καί τότε», ἔλεγε μέ περίσκεψη ὁ Γέροντας, «ποῦ νά μπεῖ ὁ Χριστός, ποῦ νά σταθεῖ; Εἶναι ὅλα μέσα μας κατειλημμένα» .
Ὁ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας ἄνθρωπος βιώνει τήν κατάθλιψη καί ὅλα τά ἄλλα λεγόμενα «ψυχολογικά» (πού στήν οὐσία εἶναι πνευματικά, προκαλούμενα ἀπό τόν διάβολο) προβλήματα.
Ἡ κατάθλιψη καί τά διάφορα ἄλλα ψυχολογικά, εἶναι ὁ καρπός τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τήν Ἐκκλησία, δηλαδή ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. «Κύριον αἴτιον εἰς τήν κατάθλιψη», δίδασκε ὁ διακριτικός Γέροντας Πορφύριος, «καί σέ ὅλα αὐτά πού τά λένε πειρασμικά, σατανικά, ὅπως εἶναι ἡ νωθρότης, ἡ ἀκηδία, ἡ τεμπελιά, πού μαζί μ’αὐτά εἶναι τόσα ἄλλα ψυχολογικά, δηλαδή πειρασμικά πράγματα, εἶναι ὅτι ἔχεις μεγάλον ἐγωισμό μέσα σου» . Πίσω ἀπό τόν ἐγωισμό κρύβεται βέβαια τό δαιμόνιο τῆς φιλαυτίας. Ὁ ἐγωισμός εἶναι ἡ βάση, ἡ αἰτία τῆς εἰσαγωγῆς καί δράσης τοῦ πονηροῦ στόν ἄνθρωπο. Ὅσο αὐξάνεται ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, τόσο αὐξάνεται ἡ κατάθλιψη, τό ἄγχος καί ὅλα τά ἀνωτέρω λεγόμενα «ψυχολογικά» καί ψυχοσωματικά νοσήματα. «Ἤ θά ζοῦμε τόν Χριστό καί θά ἔχουμε τά θεῖα βιώματα καί τήν εὐτυχία» τόνιζε μέ ἔμφαση καί αὐθεντία ὁ Γέροντας, «ἤ θά ζοῦμε στή μελαγχολία καί στή λύπη» .
3)Ἐπανένταξη στήν Ἐκκλησία.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά ἐπανενταχθοῦμε στήν «ἐπίγεια ἄκτιστη Ἐκκλησία» . Ἡ ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στήν κλήση τοῦ Θεοῦ συνίσταται στήν Μετάνοια. «Γιά νά μετανοήσει ἡ ψυχή», παρατηροῦσε εὔστοχα ὁ Γέροντας Πορφύριος, «πρέπει νά ξυπνήσει...Ἐδῶ βρίσκεται ἡ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου...Ἡ μετάνοια διά τῆς Θείας Χάριτος κατορθοῦται. Ἁπλᾶ καί ἁπαλά ἐμεῖς θά κάνουμε μία κίνηση πρός τόν Θεό κι ἀπό κεῖ καί πέρα ἔρχεται ἡ Χάρις» .
Παρ΄ ὅλη τήν δωρεά τοῦ Θεοῦ νά μᾶς βάλει στόν Παράδεισο, στήν ἄναρχη καί ἄκτιστη Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, ἐμεῖς φανήκαμε ἀχάριστοι καί ὑπερόπτες. Συμμαχήσαμε μέ τόν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ καί χάσαμε τήν κοινωνία μέ τήν Τριαδική Θεότητα. «Ἡ σπλαχνική καρδιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα» ὅμως, δίδασκε ὁ Γέροντας, μᾶς ἔβαλε πάλι στήν Ἐκκλησία, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του . Ὁ κάθε ἄνθρωπος διά τῆς πίστεως καί τῶν Μυστηρίων, τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, τοῦ Ἁγίου Χρίσματος καί τῆς Μετανοίας ἔχει τή δυνατότητα νά ἐπανενταχθεῖ στήν Ἐκκλησία καί νά σωθεῖ. «Ἡ ἐλευθερία», τόνιζε ὁ π. Πορφύριος, «δέν κερδίζεται, ἄν δέν ἐλευθερώσουμε τό ἐσωτερικό μας ἀπό τά μπερδέματα καί τά πάθη. Καί αὐτό βέβαια μόνο σύν Χριστῷ γίνεται» .
Ἡ ἐπανένταξη στήν Ἐκκλησία εἶναι μία νέα γέννηση. «Μόλις...μποῦμε στήν πνευματική ζωή», δίδασκε ὁ Γέροντας Πορφύριος, «μόλις μποῦμε στόν Χριστό, ἀλλάζουν ὅλα...Παύει ἡ ἁμαρτία καί ζεῖ ὁ Χριστός» . Ἡ Χάρη μεταδίδεται μέ τό ἄγγιγμα τῶν θεουμένων στούς δεχομένους τόν φωτισμό. Ὁ Χριστός, ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, κινεῖται πρῶτος πρός τόν ἄνθρωπο . Ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκρίνεται μέ τήν συμμετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας (προσευχή, ἄσκηση, ὑπακοή, μυστηριακή ζωή) .
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπεῖ στό φῶς τοῦ Χριστοῦ, παρατηροῦσε ὁ μακαριστός ὅσιος Γέροντας, τότε θεραπεύεται ἀπό τό μπέρδεμα, πού τοῦ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία . «Ὁ Χριστός», ἔλεγε, «τό πάθος τό μεταβάλλει σέ χαρά» . Ἡ σύγχυση, ἡ ἀκαταστασία καί ἡ ταραχή κυριαρχοῦν στό νοῦ καί τήν διάνοια τῶν μακράν τοῦ Θεοῦ ἀνθρώπων. Ἀντίθετα, στόν μετανοημένο, βασιλεύει ἡ εἰρήνη- Χριστός. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ τό ἐπιβεβαιώνει: «θλῖψις καὶ στενοχωρία ἐπὶ πᾶσαν ψυχὴν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τὸ κακόν͵ Ἰουδαίου τε πρῶτον καὶ Ἕλληνος· δόξα δὲ καὶ τιμὴ καὶ εἰρήνη παντὶ τῷ ἐργαζομένῳ τὸ ἀγαθόν» .
Ὅλη ἡ ζωή τῶν ἁγίων καθώς καί ὅλη ἡ Δημιουργία, μᾶς καλοῦν ὥστε νά ἐπανενταχθοῦμε στήν Ἐκκλησία. Μέ τούς βίους τῶν ἁγίων ὁμιλεῖ-καλεῖ ὁ Θεός. Γιά νά ἐπανενσωματωθοῦμε ἐνεργῶς στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά ἀποθάνουμε ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο, μιμούμενοι τόν ἀσκητικό βίο τῶν ἁγίων μας. Ἡ Δημιουργία (ὅλος ὁ κτιστός κόσμος), ἡ μελέτη τῆς ὀμορφιᾶς καί τελειότητάς της, μᾶς βοηθεῖ ὥστε ν’ ἀγαπήσουμε τόν Κτίστη καί Δημιουργό τῶν πάντων, νά ἐπανενταχθοῦμε στήν Ἐκκλησία Του καί νά φθάσουμε στήν ἐπουράνια Βασιλεία Του. «Ὅταν λέμε ἐπουράνια», ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας, «μή νομίζομε ὅτι θά βροῦμε στήν ἄλλη ζωή κήπους μέ λουλούδια, βουνά καί νερά καί πουλιά. Δέν ἔχει ἐκεῖ τίς ἐπίγειες ὀμορφιές, εἶναι κάτι ἄλλο, κάτι πολύ ὑψηλό. Ἀλλά γιά νά πᾶμε στό κάτι ἄλλο, πρέπει νά περάσομε ἀπ’ αὐτά, ἀπ’ τίς γήινες εἰκόνες κι’ ὀμορφιές» . Προέτρεπε ὁ Γέροντας τά πνευματικά του παιδιά, νά ἐκμεταλλεύονται τίς ὡραῖες στιγμές. Οἱ ὡραῖες στιγμές προδιαθέτουν τήν ψυχή σέ προσευχή, τήν καθιστοῦν λεπτή, εὐγενική, ποιητική. «Ὅταν σᾶς ἐνθουσιάζει ἕνα ὡραῖο τοπίο, ἕνα ἐκκλησάκι, κάτι ὡραῖο, νά μή μένετε ἐκεῖ, νά πηγαίνετε πέραν αὐτοῦ», παραινοῦσε ὁ Γέροντας Πορφύριος, «νά προχωρεῖτε σέ δοξολογία γιά ὅλα τά ὡραῖα, γιά νά ζεῖτε τόν μόνον Ὡραῖον. Ὅλα εἶναι ἅγια, καί ἡ θάλασσα καί τό μπάνιο καί τό φαγητό. Ὅλα νά τά χαίρεσθε. Ὅλα μας πλουτίζουν, ὅλα μας ὁδηγοῦν στή μεγάλη Ἀγάπη, ὅλα μας ὁδηγοῦν στόν Χριστό» .
Ὁ μοναχισμός εἶναι μία διαδικασία τῆς ἐπανένταξης καί παραμονῆς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μοναχική κουρά ἐκφράζει αὐτήν τήν ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου γιά μετάνοια, ὑπακοή στόν Θεό καί ἀφιέρωση διά τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀγάπης σ’ Αὐτόν. Ἀντιστοιχεῖ, κατά κάποιο τρόπο, στό Βάπτισμα καί τό Χρῖσμα τῶν Κατηχουμένων τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῶν σημερινῶν. Στόν μοναχό, πού μετανοεῖ ἀληθινά, ἔρχεται ἡ Θεία Χάρις καί πραγματοποιεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδίας του. Ὁ ὑποψήφιος μοναχός ἀντιστοιχεῖ κάπως στόν κατηχούμενο τῆς πρώτης Ἐκκλησίας . Κατά τήν διάρκειά της δοκιμασίας, ὁ δόκιμος μοναχός περνᾶ μέσα ἀπό τήν μετάνοια καί τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. «Ὅταν ὁλοκληρώνεται ἡ μετάνοια, γίνεται ἡ μοναχική κουρά, πού λέγεται δεύτερο Βάπτισμα . Ἡ μοναχική κουρά λέγεται καί εἶναι μυστήριο, διότι ὁ μοναχός βιώνει τήν φωτιστική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε τό δεύτερο Βάπτισμα, κατά τόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, εἶναι τό Βάπτισμα τοῦ Πνεύματος, ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ, ἡ ἀπόκτηση τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Τό ὅτι κατά τήν μοναχική κουρά λέγεται: «καί τῶν ἁμαρτιῶν σου καθαίρῃ καί υἱός φωτός γίνῃ» , δείχνει ὅτι ὁ μοναχός πρό τῆς κουρᾶς ζεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς. Καί μέ τήν κουρά ἀποκτᾶ τόν φωτισμό τοῦ νοῦ» .
Δυστυχῶς μετά τό Ἅγιο Βάπτισμα, ὅλοι μας, δέν φυλάξαμε ἐνεργό τήν Χάρη. Καλούμαστε διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας καί ἐξομολογήσεως νά ἐπανενεργοποίησουμε τήν «μπαζωμένη» (σύμφωνα μέ τήν ἐπιτυχημένη ἔκφραση τοῦ π. Παϊσίου ) ἀπό τά ἁμαρτωλά πάθη Θεία Χάρη καί νά ἐπανενταχθοῦμε ἐνεργῶς στήν Ἐκκλησία. Καλούμαστε νά ἀφιερωθοῦμε στόν Χριστό καί νά Τόν ἀγαπήσουμε «ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας καί διανοίας» . Τότε ἐπανεντασσόμαστε στήν Ἐκκλησία. «Κύριο μέλημά μας», τόνιζε ὁ Γέροντας Πορφύριος, «εἶναι νά ἀφοσιωθοῦμε στόν Χριστό, νά ἑνωθοῦμε μέ τήν Ἐκκλησία. Ἄν μποῦμε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μπαίνομε στήν Ἐκκλησία» . Τότε γινόμαστε ἄκτιστοι κατά Χάριν .
Ὅταν ἐπανενταχθοῦμε καί παραμείνουμε ἐνεργῶς στήν Ἐκκλησία, τότε ζοῦμε τήν ἔνθεη τρέλα μέσα μας καί μεταξύ μας. Τότε ἑλκύουμε καί τούς ἄλλους. Γι’ αὐτό (ἔλεγε ὁ Γέροντας) γράφει στίς Πράξεις ὅτι «συνεχῶς αὐξάνονταν οἱ σωζόμενοι, ἐφόσον ἔβλεπαν ὅλους τούς χριστιανούς νά εἶναι «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας αἰνοῦντες τόν Θεόν»» . Ὅταν εἴμαστε ὀργανικά ἐνταγμένοι μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅταν ζοῦμε τό Μυστήριο τῆς ἑνότητας μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μεταξύ μας, τότε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι αἰσθανόμενοι τήν εἰρήνη καί τήν ἀγάπη, πού βιώνουμε, ἑλκύονται στήν πίστη. «Χαρά μου», ἔλεγε ὁ ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, «ἀπόκτησε τό πνεῦμα τῆς εἰρήνης καί τότε χιλιάδες ψυχές θά σωθοῦν κοντά σου» . Ἡ ἀληθινή Εἰρήνη εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἀληθινή εἰρήνη, ἡ γνήσια ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν συνάνθρωπο εἶναι Θεία ἐνέργεια, γνήσιο συστατικό τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἐνεργεῖ μέσα στό κάθε ἀληθινό μέλος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ εἰρήνη, ἡ πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον ἀγάπη, ἡ ἔνθεη τρέλα λείπουν ἀπό τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὅσο παραμένει ἀνένταχτος στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἀμέτοχος στή ζωή Της. Ὅταν τά ἀνακαλύψει σέ κάποιον ἀληθινό φορέα τους, τότε ὑπάρχει πιθανότητα νά ἑλκυσθεῖ καί ἐκεῖνος στό Χριστό. Ἔτσι γίνεται ἡ ἀληθινή ἱεραποστολή .
Print this post
Ποιμαντορική εγκύκλιος Χριστουγέννων Μητροπολίτου Κυθήρων Σεραφείμ
-
Πνευματική χαρά καί ἀγαλλίασις, χαροποιά σκιρτήματα καί εὐφροσύνη καρδίας
ἀναδύονται ἀπό τά τρίσβαθα τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου διά τό κοσμοσωτήριο καί
κοσμο...
Πριν από 21 ώρες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου