Οι Άγιοι Βαρθολομαίος και Βαρνάβας
Ο Βαρθολομαίος ήταν από τους δώδεκα Απόστολους του Κυρίου και κήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ινδούς. Αλλά στην Ουρβανούπολη οι ειδωλολάτρες τον σταύρωσαν, και έτσι ένδοξα τελείωσε τη ζωή του με το μαρτύριο. Ο Βαρνάβας ήταν Ιουδαίος Λευίτης, από την Κύπρο. Άλλα στα χρόνια των Αποστόλων κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ. Βασικός συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου ο Βαρνάβας, κήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στην Ιερουσαλήμ, στη Ρώμη, στην Αλεξάνδρεια και στη γενέτειρά του Κύπρο. Εκεί λιθοβολήθηκε από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες, και στη συνέχεια τον έκαψαν. Ο Βαρνάβας υπήρξε μεγάλη και ένδοξη εκκλησιαστική φυσιογνωμία, που διακρίθηκε για τη φλογερή του πίστη και για την ικανότητα του στο κήρυγμα του θείου λόγου. Και οι δύο Απόστολοι συνέβαλαν κατά τον καλύτερο τρόπο στην εκπλήρωση της προφητείας του Κυρίου, ότι "εις πάντα τα έθνη δει πρώτον κηρυχθήναι το ευαγγέλιον". Δηλαδή, πρέπει σε όλα τα έθνη, σύμφωνα με το θείο σχέδιο να κηρυχθεί προηγουμένως το Ευαγγέλιο, για να είναι το κήρυγμα αυτό έλεγχος για εκείνους που δε θα πιστέψουν.
Απολυτίκιον. Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Θεία όργανα, του Παρακλήτου, και εκφάντορες, του Θεού Λόγου, ανεδείχθητε θεόπται Απόστολοι, Βαρθολομαίε των Δώδεκα σύσκηνε, και Βαρνάβα ως υιός παρακλήσεως. Αλλά αιτήσασθε, Χριστόν τον Θεόν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Θεία όργανα, του Παρακλήτου, και εκφάντορες, του Θεού Λόγου, ανεδείχθητε θεόπται Απόστολοι, Βαρθολομαίε των Δώδεκα σύσκηνε, και Βαρνάβα ως υιός παρακλήσεως. Αλλά αιτήσασθε, Χριστόν τον Θεόν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον Ήχος δ'. Επεφάνης σήμερον.
Ώφθης μέγας ήλιος τη Εκκλησία, διδαγμάτων λάμψεσι, και θαυμασίων φοβερών, φωταγωγών τους τιμώντας σε, Βαρθολομαίε Κυρίου Απόστολε.
Σύναξη Υπεραγίας Θεοτόκου εν τω "Αδειν"
δηλαδή η παράδοση από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ του ύμνου "Άξιον Εστίν"
δηλαδή η παράδοση από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ του ύμνου "Άξιον Εστίν"
Η παράδοση αυτή του γνωστού ύμνου " Άξιον Εστίν", έγινε με θαυματουργικό τρόπο σε κάποιο κελί της Μονής Παντοκράτορας του Αγίου Όρους, που επονομάζεται " Άξιον Εστίν", η δε τοποθεσία ονομάζεται "Άδειν". ο δε Άγγελος που παρέδωσε τον ύμνο αυτό σε κάποιο μοναχό, ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.
Απολυτίκιον. Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Πατέρων αθροίσθητε, πασά του Άθω πληθύς, πιστώς εορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, και φαιδρώς αλαλάζοντες, πάντες εν ευφροσύνη, του Θεού γαρ η Μήτηρ, νυν παρά του Αγγέλου, παραδόξως υμνείται διό ως Θεοτόκον αεί ταύτην δοξάζομεν.
Ο Άγιος Θεόπεμπτος μαζί με άλλους τέσσερις
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος μαζὶ μὲ ἄλλους 4 Μάρτυρες. Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης ὑποθέτει ὅτι δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ πρόκειται περὶ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Θεοπέμπτου, ὁ ὁποῖος ἑορτάζει στὶς 7 Φεβρουαρίου. Οἱ Συναξαριστὲς ἀναφέρουν μόνο ὅτι ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.
Ο Όσιος Βαρνάβας ο θαυματουργός ο εν Λεμεσώ
Βραβεύει και τιμά και δοξάζει ο Κύριος εκείνους, που είναι αφοσιωμένοι σ' Αυτόν και μάλιστα, όταν πεθαίνουν για την αγάπη και τη δόξα του.
«Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των οσίων αυτού» (Ψαλμ. ριε', 6).
Τούτα τα λόγια του ψαλμωδού βρίσκουν πλήρη την εφαρμογή τους και στον όσιο Βαρνάβα τον θαυματουργό.
Τη μνήμη του γιορτάζουμε στις 11 Ιουνίου μαζί με τη μνήμη του Αποστόλου Βαρνάβα, που είναι ο Ιδρυτής και προστάτης της Εκκλησίας της Κύπρου.
Ας σημειωθεί, πως με το όνομα αυτό είναι γνωστά στην Εκκλησία της νήσου μας πέντε πρόσωπα.
Ο απόστολος Βαρνάβας,
δύο αρχιεπίσκοποι της Κύπρου,
ο άγιος Βαρνάβας, που τιμάται μαζί με τον όσιο Ιλαρίωνα στην Περιστερώνα Μόρφου
και ο Αγιός μας.
Πόθεν κατήγετο, ποίοι ήσαν οι γονείς του και πότε έζησε ο Άγιος μας αυτός, δεν γνωρίζουμε.
Δυστυχώς στη χειρόγραφο ακολουθία του δεν υπάρχει συναξάρι. Και στη Βάσα που έζησε κι ασκήτεψε, δεν υπάρχουν ζωντανές παραδόσεις για τη ζωή του.
Ο Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, που στο χρονικό του γράφει και για τους αγίους που έζησαν στην Κύπρο ή ήρθαν από γειτονικές χώρες σ' αυτή, μας λέγει ότι ο όσιος Βαρνάβας υπήρξε ένας από τους 300 κληρικούς και λαϊκούς, που είναι γνωστοί με το όνομα Αλαμανοί και που κατέφυγαν στην Κύπρο μετά την κατάληψη της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Ήταν όμως πράγματι ο Άγιός μας ένας από αυτούς; Η ακολουθία του δεν μας λέγει τίποτε. Τουναντίον ο υμνογράφος του στο δοξαστικό των αίνων λέγει ρητά και κατηγορηματικά: «Των μοναστών την καλλονήν, και των Βάσεων βλάστημα και κλέος»..., πράγμα που δείχνει πως ο όσιός μας υπήρξε γέννημα και θρέμμα και δόξα της Βάσας. Ο υμνογράφος μάλιστα ορίζει και σαν χρόνο που άσκησε το «εν εσχάταις των ημερών».
Ας μην επιμένουμε όμως στο σημείο αυτό. Σημασία δεν έχει που γεννήθηκε ο όσιος και ποιοι ήσαν οι γονείς του. Σημασία έχει που έζησε και πως. Και στο ερώτημα αυτό η απάντηση είναι απλή. Ο Άγιός μας σύμφωνα με τις παραδόσεις των κατοίκων της Βάσας και την ακολουθία του, ασκήτεψε σε μια σπηλιά που βρίσκεται στα δυτικά του χωριού και στη ρίζα ενός πέτρινου γκρεμού από άσπρα υδατώδη πετρώματα.
Ο Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, που στο χρονικό του γράφει και για τους αγίους που έζησαν στην Κύπρο ή ήρθαν από γειτονικές χώρες σ' αυτή, μας λέγει ότι ο όσιος Βαρνάβας υπήρξε ένας από τους 300 κληρικούς και λαϊκούς, που είναι γνωστοί με το όνομα Αλαμανοί και που κατέφυγαν στην Κύπρο μετά την κατάληψη της Παλαιστίνης από τους Σαρακηνούς. Ήταν όμως πράγματι ο Άγιός μας ένας από αυτούς; Η ακολουθία του δεν μας λέγει τίποτε. Τουναντίον ο υμνογράφος του στο δοξαστικό των αίνων λέγει ρητά και κατηγορηματικά: «Των μοναστών την καλλονήν, και των Βάσεων βλάστημα και κλέος»..., πράγμα που δείχνει πως ο όσιός μας υπήρξε γέννημα και θρέμμα και δόξα της Βάσας. Ο υμνογράφος μάλιστα ορίζει και σαν χρόνο που άσκησε το «εν εσχάταις των ημερών».
Ας μην επιμένουμε όμως στο σημείο αυτό. Σημασία δεν έχει που γεννήθηκε ο όσιος και ποιοι ήσαν οι γονείς του. Σημασία έχει που έζησε και πως. Και στο ερώτημα αυτό η απάντηση είναι απλή. Ο Άγιός μας σύμφωνα με τις παραδόσεις των κατοίκων της Βάσας και την ακολουθία του, ασκήτεψε σε μια σπηλιά που βρίσκεται στα δυτικά του χωριού και στη ρίζα ενός πέτρινου γκρεμού από άσπρα υδατώδη πετρώματα.
Σ' αυτή τη σπηλιά που έχει μήκος 28 πόδια, πλάτος 16 και ύψος 8 έζησε ο Άγιος τη ζωή του, μια ζωή δοσμένη εξ ολοκλήρου στον Θεό και στη δόξα του Θεού.
Από την παιδική του ηλικία η ψυχή του γεμάτη καλοσύνη κι ευσέβεια, ξεκουραζόταν μονάχα στη μελέτη του Νόμου του Θεού. Η προσταγή του Κυρίου «ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον πατέρα υμών τον εν τοις ουρανοίς» (Ματθ ε', 16), αντηχούσε συνεχώς στ' αυτιά του. Τούτα τα λόγια έχοντας σαν σύνθημα ο Άγιος στη ζωή του καλλιεργούσε με προσοχή και συστηματικά τον χαρακτήρα του. Μ' αυτό τον τρόπο απέκτησε με τον καιρό ένα ήθος και μια σεμνότητα θαυμαστή. Μα και τα λόγια του προφήτου Ιερεμίου «αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εκ νεότη ας αυτού» (Θρήν. Ιερ. γ', 27), δηλαδή είναι καλό για τον άνθρωπο, όταν σηκώνει με πίστη κι υπομονή τον ζυγό των θλίψεων από τη νεότητά του, τα είχε πάντα μπροστά του. Και συνεπής στις υποχρεώσεις του απέναντι του Θεού, θεώρησε απ' την αρχή «πάντα σκύβαλα είναι» του κόσμου τ' αγαθά, προκειμένου να κερδίσει τον Χριστό. Γι' αυτόν τον λόγο δεν δίστασε ποτές να αναλάβει στους ώμους του με χαρά το βαρύ φορτίο των πιο μεγάλων υποχρεώσεων κι ευθυνών, μα και καθηκόντων. Πειθαρχεί με ζήλο σε όλα τα προστάγματα του ευαγγελικού νόμου και φροντίζει κι αγωνίζεται ν' αποφεύγει κάθε κακία κι αμαρτία. Όπως δε ο πιστός στρατιώτης παραμένει πάντα άγρυπνος φρουρός κι ουδέποτε παραδίδει τα όπλα του στον εχθρό, έτσι κι ο νεαρός αθλητής Βαρνάβας. Πιστός στις υποχρεώσεις του παραμένει πάντα άγρυπνος και παλεύει σταθερά ενάντια στους ορατούς κι αόρατους εχθρούς, που αδιάκοπα ζητούσαν να τον συντρίψουν. Με τη σκέψη προσηλωμένη στα λόγια του Αποστόλου «ο κόσμος παράγεται και η επιθυμία αυτού, ο δε ποιών το θέλημα του Κυρίου μένει εις τον αιώνα» (Α' Ιωάν. β', 17), εγκατέλειψε τον κόσμο και τα του κόσμου και κλείσθηκε, όπως είπαμε, από νωρίς στη σπηλιά του.
Εκεί προσφέρει ολόκληρο τον εαυτό του στον Θεό.
Αγαπά τον μεγάλο Πατέρα με όλη τη δύναμη της ψυχής και του μυαλού του.
Κύριο μέλημα και φροντίδα του έταξε την αρετή. Κι από το ένα πρωί ως το άλλο αγωνίζεται σκληρά πως να τηρήσει όλα τα εντάλματα του ευαγγελικού νόμου. Μελετούσε με προσοχή το Ευαγγέλιο, προσευχόταν με ευλάβεια κι όταν εργαζόταν, τη σκέψη του είχε πάντα εστραμμένη στην αγία μορφή του Εσταυρωμένου Ιησού. Έτσι το πνεύμα ήταν ειρηνικό.
Η καρδιά του έπλεε σε πέλαγο γαλήνης. Κι η ψυχή του νοερά πετούσε διαρκώς στους ουράνιους κόσμους, όπου η αιώνια μακαριότης έχει στημένο το βασίλειο της.
Παρά τις δυσκολίες, μέσα στην απλότητα της ζωής του, πέτυχε ν' απολαμβάνει πλήρη ανάπαυση. Στην απόκτηση αυτού του αγαθού πολύ τον βοήθησε ο συνεχής αγώνας του ενάντια στους τρεις μεγάλους εχθρούς κάθε ανθρώπου:
τον κόσμο, τον διάβολο και τη σάρκα.
Η παράδοση και μόνον σ' έναν από τους εχθρούς αυτούς σημαίνει αιχμαλωσία και απώλεια της σωτηρίας. Τους εχθρούς αυτούς επεσήμαναν όλοι οι άγιοι. Κι ενάντιά τους αγωνίσθηκαν με πίστη και καρτερικότητα κι επιμονή σ' όλη τους τη ζωή. Έτσι πετύχαιναν την ανάπαυση.
Την ανάπαυση ζητά κι επιδιώκει και κάθε άνθρωπος που έχει κατανοήσει βαθιά τον προορισμό του. Μα την ανάπαυση δεν μπορεί να βρει, αν δεν αγωνίζεται να εφαρμόζει στη ζωή του κάθε μέρα τα παραγγέλματα της θρησκείας. Μακριά απ' αυτήν, μακριά από τη ζωντανή κι αληθινή πίστη στον Θεό, ο άνθρωπος ένα μόνο βρίσκει κι απολαμβάνει: Την αγωνία, τον φόβο, τις τύψεις, το άγχος, την καταστροφή.
Αυτό βεβαιώνουν με τη ζωή τους όλοι οι παλιοί και σύγχρονοι άπιστοι κι αποστάτες. «Ουκ εστί χαίρειν τοις ασεβέσι» διακηρύττει ο λόγος του Θεού. Και προσθέτει αλλού. «Μωρού και ασεβούς πάσαι αι ημέραι της ζωής αυτού πένθος» (Σοφ. Σειράχ κβ', 12). Του μωρού και ασεβούς όλες οι μέρες της ζωής του είναι μέρες θλίψεως και πόνου, μέρες πένθους. Ας καυχώνται για ένα διάστημα οι ασεβείς και άπιστοι κι ας ειρωνεύονται τους πιστούς και θρησκευομένους. Το τέλος τους θα είναι αυτό, που βεβαιώνει ο ψαλμωδός με τα λόγια. «Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου και παρήλθαν και ιδού ουκ ην και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού» (Ψαλμ. λστ', 35-36). Δηλαδή είδα τον ασεβή να ακμάζει, να υπερυψώνεται πανίσχυρος και να απλώνει την επιρροή του σαν τις κέδρους του Λιβάνου. Και όταν ξαναπέρασα απ' εκεί και τον ζήτησα, δεν βρήκα ούτε αυτόν, ούτε και τον τόπο που ήταν στηριγμένος κι υψωμένος.
Τα γνωρίζει αυτά ο Άγιος. Γνωρίζει πως «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α' Ιωάν. ε', 19). Γι' αυτό αφού ξέφυγε «τα μιάσματα του κόσμου εν επιγνώσει του Κυρίου και Σωτήρος Ιησού Χριστού» (Β' Πέτρ. β'20), βιώνει στη σπηλιά του ήσυχα, ντυμένος το ιερό ένδυμα του μοναχού. Από τη στιγμή που μπήκε εκεί μέσα διακρίθηκε σε όλα στην ασκητική του πολιτεία και με τον καιρό έγινε η φωτεινή λαμπάδα, που σκορπούσε το γλυκύ φως της ολόγυρα.
Εκτός από τη μελέτη την τακτική του λόγου του Θεού, εκεί στη σπηλιά περνά πολλές ώρες με την προσευχή.
Μελέτη, προσοχή, προσευχή και νηστεία αυστηρή, ιδού τα όπλα με τα οποία καθημερινά αγωνίζεται και κατορθώνει να νικήσει. Κάτι περισσότερο. Κατορθώνει να αναπτύξει μιαν αυταπάρνηση υποδειγματική, μιαν εγκαρτέρηση ζηλευτή, μιαν προσήλωση στα θεία θαυμαστή και με τον καιρό ν' αναδειχθεί, κατά τον υμνογράφο του, «στήλη έμψυχος της εγκράτειας και στύλος άσειστος της Εκκλησίας».
Στο πρόσωπό του αναγνωρίζουν όλοι οι ειλικρινείς και απροκατάληπτοι μελετητές της ζωής του, το ενδιαίτημα του Πνεύματος το λαμπρό. Τον συνόμιλο των αγγέλων, τον ισάγγελο πάνω στη γη. Με την προσεκτική και άμεμπτη πολιτεία του, η όλη προσωπικότητά του κατέστη απαράμιλλος κι η ηθική τελειότητα του ανέφικτος. Μια προσωπικότητα «πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάν. α', 14). Μια προσωπικότητα θεωμένη.
Μια τέτοια φυσιογνωμία σαν κι αυτή, ήταν πολύ φυσικό να προσελκύσει επάνω της πλούσια την εύνοια και την ευλογία του Ουρανού. Γιατί ο δίκαιος και Πανάγαθος Θεός προσφέρει πάντα άφθονες τις δωρεές και τη χάρη του σ' εκείνους που τον αγαπούν. Αυτό συνέβη και με τον ιερό Βαρνάβα.
Η ευλογία του Θεού τον επεσκίασε πλουσιοπάροχα και τον κατέστησε κι εδώ στη γη ακένωτη πηγή θαυμάτων κι ευεργεσιών.
Με πνεύμα πραότητος και δύναμη λόγου δίδασκε κάθε φορά εκεί νους που σαν διψασμένα ελάφια κατέφευγαν στη σπηλιά του, για να τον ιδούν και τον συμβουλευθούν. Ποθούσε να βλέπει ο Άγιος παντού να βασιλεύει «το πνεύμα της πίστεως». Διψούσε όλοι οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών να ζουν σαν κι αυτόν «εν απλότητι και ειλικρίνεια Θεού» (Β' Κορ. α', 12).
Γι' αυτό ακούραστα δίδασκε και συμβούλευε κι ευεργετούσε όλους. Τους ευεργετούσε όχι μονάχα με τη διδασκαλία του, αλλά και με τα πάμπολλα θαύματα του.
Θαυματουργούσε όσο καιρό ζούσε.
Θαυματουργεί και μετά θάνατο.
Ήταν κι είναι πάντα το γαλήνιο λιμάνι στο οποίο εύρισκαν και βρίσκουν τη γαλήνη και την ανάπαυση της ψυχής όσοι κατέφευγαν και καταφεύγουν στη χάρη του.
Εκεί στη σπηλιά κοιμήθηκε κάποια μέρα ο ασκητής. Ένα μεγάλο θαύμα συνόδευσε κατά τον υμνογράφο την κοίμησή του. «Θαύμα υπέρ έννοιαν εν τη κοιμήσει σου γέγονεν, οσιόφρον θεσπέσιε, ηνίκα το πλήθος των Βάσεων επέστη αθρόον ώσπερ γαρ ήλιος το πρόσωπον σου εξανατέταλκεν». Και σε άλλο τροπάριο αναγράφεται: «Τρυφάς, δόξαν και πλούτον, και πάσαν άλλην βιοτικήν ηδυπάθειαν, σκύβαλα κατά Παύλον, εκ νεότητας, σοφέ, ηγησάμενος, και τον χρηστόν του Κυρίου, επάρας ζυγόν, εις ύψος θείων αρετών, σεαυτόν ανυψώσας δι' ασκήσεως όθεν η του Πνεύματος εν σοι σκηνώσασα χάρις, Βαρνάβα όσιε, πολλών θαυμάτων, και παραδόξων, αυτουργών σε κατέστησε, πόθω τοις προσερχομένοις μετ' ευλάβειας και πίστεως...».
Δυστυχώς ο χρόνος κι η αμέλεια των χριστιανών, πολύ συνέβαλαν στο να καλύψει ένας πέπλος λήθης τη ζωή του Αγίου και τα θαύματά του. Αφού και την εκκλησία που ήταν κτισμένη στ' όνομά του την γκρέμισαν οι κάτοικοι περί τα τέλη του 19ου αιώνα, για να κτίσουν εκεί τη σημερινή έπ' ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ευτυχώς που τα λείψανα του αγίου δεν χάθηκαν.
Σ' αυτή την καινούργια εκκλησία φυλάσσονται τα οστά της λεκάνης με το κάτω άκρον της σπονδυλικής στήλης, ένα οστούν του μηρού και μερικά άλλα, καθώς και η τιμία κάρα.
Επίσης εδώ βρίσκονται και δύο εικόνες του Αγίου, μια παλαιά και μια νεώτερη που εικονίζει τον Άγιο να φέρει τούτη την επιγραφή: «Ιησού μνήμη φωτίζει τον νουν και εκδιώκει τους δαίμονας».
Πόση σοφία στις λίγες αυτές λέξεις! Η θύμηση του Ιησού, η αναφορά του Ιησού στο στόμα μας φωτίζει τον νου. Κάτι περισσότερο. Διώχνει και τους δαίμονες. «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν».
Η επίκληση αυτή ας είναι πάντα στο στόμα μας. Με τη χάρη και τη βοήθεια του ονόματος του Ιησού η σκέψη θα φωτίζεται, ο νους θα γαληνεύει κι οι δαίμονες θα φυγαδεύονται. Ας κρατηθεί με προσοχή η φράση αυτή στην καρδιά μας. Κι ας αναφέρεται συχνά. Μεγάλο, πολύ μεγάλο θα είναι το κέρδος.
Οι ευλαβείς κάτοικοι της προνομιούχου κοινότητος, ανήγειραν πρόσφατα εκ βάθρων ένα καινούργιο ναό, στον οποίο τοποθέτησαν τόσο τις αγίες εικόνες, όσο και τα ιερά λείψανα του πολιούχου Αγίου τους.
Με τη σκέψη αγνή και καθάρια, ας μεταφερθούμε κι εμείς που διαβάζουμε τούτες τις γραμμές νοερά μπροστά στην ιερή θήκη των λειψάνων του κι αφού γονατίσουμε κι ευλαβικά τα προσκυνήσουμε, ας πούμε με πίστη:
Πάτερ Βαρνάβα Θεόπνευστε,
ως κεκρυμμένος ημίν,
θησαυρός πεφανέρωσαι
εν σπηλαίω κείμενος
και σημείοις και τέρασιν
ευωδιάζων ψυχής των πίστει σοι
προσερχομένων, Θεομακάριστε,
όθεν βοώμέν σοι
και ημάς εξάρπασον των δυσχερών
σου ταις παρακλήσεσιν
ανευφημούντας σε.
Δια των πρεσβειών του Οσίου Πατρός ημών Βαρνάβα, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Απολυτίκιο Ήχος γ'
Χαίρει έχουσα Βάσεων πόλις, θείαν λάρνακα των σων λειψάνων, αναβρύουσαν πηγάς των ιάσεων, και διασώζουσαν παν τας εκ θλίψεων, τους σοι προστρέχοντας, πάτερ, εκ πίστεως Βαρνάβα όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Ο Άγιος Μητροφάνης Τσί-Σούνγκ (Κινέζος) και οι μαζί μ' αυτόν μαρτυρήσαντες: Τατιανή η Πρεσβυτέρα του, Ησαΐας και Ιωάννης οι γιοι του, Μαρία η νύφη του και άλλοι 222 Κινέζοι Μάρτυρες
Λεπτομέρειες για τη ζωή αυτών των αγίων της ορθοδοξίας, μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο "Συναξάριον Ορθοδόξων Κινέζων Μαρτύρων", του Γεωργίου Ε. Πιπεράκη, Αθήναι 1997.
Ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός, Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας
Ο σταυρός ο διωγμός η θλίψη ο πειρασμός είναι ο κλήρος της Εκκλησίας και του αληθινού Χριστιανού. Δεν υπάρχει ορθόδοξη Εκκλησία που να μην έζησε τον δικό της διωγμό. Αλλά ούτε και υπήρξε άγιος που να μην πέρασε από το δικό του καμίνι των θλίψεων, των διωγμών, των πειρασμών.
Καθηγητής χειρουργικής 1877 – 1961
Μια συγκλονιστική σταυρική μαρτυρία είναι και αυτής της μορφής του οσίου Λουκά αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας του ιατρού καθηγητού τοπογραφικής ανατομίας και χειρουργικής. Άνθρωπος με σπάνια ταλέντα και πνευματικά χαρίσματα, με εκπληκτική επιστημονική κατάρτιση, διακόνησε τον άνθρωπο ως ποιμένας και γιατρός, με αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση και αγάπη.
Πρώτα χρόνιαΟ Άγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντιν του Φέλιξ Βόϊνο-Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κερτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Άσκηση ιατρικής - οικογένειαΤο 1904, με το ξέσπασμα του Ρώσο-Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε σαν χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίγιεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος εργάζεται σε ένα μικρό νοσοκομείο. Οι επιτυχίες του είναι τόσο πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Πρώτη σύλληψη – θάνατος της γυναίκας τουΤο 1917 ο άγιος Λουκάς βρίσκεται στην Τασκένδη. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η Εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος.
Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες μέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά το θάνατό της, ο γιατρός εμπιστεύθηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Καθηγητής Πανεπιστημίου – χειροτονία σε ιερέαΤο 1920 εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης στην έδρα της τοπογραφικής Ανατομίας και Χειρουργικής. Δημοσίευσε σημαντικότατες επιστημονικές μελέτες, και απέσπασε τα ανώτατα κρατικά βραβεία.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ, στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 και μια βδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Χειροτονία σε ΕπίσκοποΤο καλοκαίρι του 1922 η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του Επισκόπου τον π. Βαλεντίν-Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα-καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο Επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια ταξίδεψε ως το Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί Επίσκοπος.
Φυλακή – συγγραφικό έργο - εξορίαΤο γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο Επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» το οποίο, όμως, δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. (Κρατική Πολιτική Διεύθυνση) αποφάσισαν να απομακρύνουν τον Επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τραίνου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο Επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρ’ όλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του Επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσηςΕνώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο Επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ. Στο νοσοκομείο του Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Η κατάστασή του ήταν απελπιστική.
Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ.
Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Τουρουχάνσκ – Πλάχινο - επιστροφήΣτη συνέχεια η G.P.U. τον στέλνει ακόμη 2000χλμ μακρύτερα, στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες.
Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλε με πολλή αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους άθεους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον Επίσκοπο-γιατρό: αυτή τη φορά τον έστελναν πέρα από τον αρκτικό κύκλο στο Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του Επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του.
Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω της αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη, οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του Επισκόπου. Οι αρνητές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο Επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον Επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε: ήταν ελεύθερος! Όπως ήταν φυσικό ο Επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς, εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και των συνεργατών του, γεγονός που τον οδηγεί στην παραίτηση από την έδρα του Επισκόπου. Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον βγάλουν από την μέση.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο Επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από τον ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο Άγιος εξορίστηκε για μία ακόμη φορά στη Σιβηρία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Δοκιμασίες – πρόβλημα όρασης – δύο χρόνια ηρεμίαςΜετά την ανάρρωσή του, περνά μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον Επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας χάνει την όρασή του από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.
Την ίδια περίοδο, εκδίδονται τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», χωρίς όμως να αναγράφεται το αξίωμά του. Εν καιρώ, επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Σύλληψη για 4η φορά – αγαθοεργίες - εξορίαΟ Επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από τον φάκελο που του διατηρούσαν στο Κόμμα μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητες του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και τον μισθό του σε αγαθοεργίες: βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στην εξορία.
Καθηγητής χειρουργικής 1877 – 1961
Μια συγκλονιστική σταυρική μαρτυρία είναι και αυτής της μορφής του οσίου Λουκά αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας του ιατρού καθηγητού τοπογραφικής ανατομίας και χειρουργικής. Άνθρωπος με σπάνια ταλέντα και πνευματικά χαρίσματα, με εκπληκτική επιστημονική κατάρτιση, διακόνησε τον άνθρωπο ως ποιμένας και γιατρός, με αξιοθαύμαστη αυταπάρνηση και αγάπη.
Πρώτα χρόνιαΟ Άγιος Αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντιν του Φέλιξ Βόϊνο-Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 στο Κερτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Άσκηση ιατρικής - οικογένειαΤο 1904, με το ξέσπασμα του Ρώσο-Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε σαν χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίγιεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Πριν ακόμη τελειώσει ο πόλεμος εργάζεται σε ένα μικρό νοσοκομείο. Οι επιτυχίες του είναι τόσο πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Πρώτη σύλληψη – θάνατος της γυναίκας τουΤο 1917 ο άγιος Λουκάς βρίσκεται στην Τασκένδη. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η Εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος.
Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες μέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά το θάνατό της, ο γιατρός εμπιστεύθηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Καθηγητής Πανεπιστημίου – χειροτονία σε ιερέαΤο 1920 εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης στην έδρα της τοπογραφικής Ανατομίας και Χειρουργικής. Δημοσίευσε σημαντικότατες επιστημονικές μελέτες, και απέσπασε τα ανώτατα κρατικά βραβεία.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ, στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 και μια βδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Χειροτονία σε ΕπίσκοποΤο καλοκαίρι του 1922 η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του Επισκόπου τον π. Βαλεντίν-Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα-καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο Επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια ταξίδεψε ως το Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί Επίσκοπος.
Φυλακή – συγγραφικό έργο - εξορίαΤο γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο Επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» το οποίο, όμως, δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. (Κρατική Πολιτική Διεύθυνση) αποφάσισαν να απομακρύνουν τον Επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τραίνου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο Επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρ’ όλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του Επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσηςΕνώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο Επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ. Στο νοσοκομείο του Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια. Η κατάστασή του ήταν απελπιστική.
Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ.
Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Τουρουχάνσκ – Πλάχινο - επιστροφήΣτη συνέχεια η G.P.U. τον στέλνει ακόμη 2000χλμ μακρύτερα, στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες.
Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλε με πολλή αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους άθεους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον Επίσκοπο-γιατρό: αυτή τη φορά τον έστελναν πέρα από τον αρκτικό κύκλο στο Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του Επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν κάτι πολύ επικίνδυνο για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του.
Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω της αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη, οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του Επισκόπου. Οι αρνητές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο Επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρ’ όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον Επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε: ήταν ελεύθερος! Όπως ήταν φυσικό ο Επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς, εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και των συνεργατών του, γεγονός που τον οδηγεί στην παραίτηση από την έδρα του Επισκόπου. Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον βγάλουν από την μέση.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο Επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από τον ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο Άγιος εξορίστηκε για μία ακόμη φορά στη Σιβηρία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα, ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Δοκιμασίες – πρόβλημα όρασης – δύο χρόνια ηρεμίαςΜετά την ανάρρωσή του, περνά μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον Επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιεροσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας χάνει την όρασή του από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.
Την ίδια περίοδο, εκδίδονται τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», χωρίς όμως να αναγράφεται το αξίωμά του. Εν καιρώ, επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Σύλληψη για 4η φορά – αγαθοεργίες - εξορίαΟ Επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από τον φάκελο που του διατηρούσαν στο Κόμμα μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητες του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και τον μισθό του σε αγαθοεργίες: βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στην εξορία.
Προσφορά στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο – προαγωγή σε Αρχιεπίσκοπος – τιμητικά βραβείαΌταν στις 21 Ιουνίου 1941 τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο άγιος, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Το Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρ’ όλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίας και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ιερούς ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο Επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε Αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ. Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο Αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1945 ο Αρχιεπίσκοπος Λουκάς παρασημοφορήθηκε «για την ηρωική εργασία του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» . Ένα χρόνο αργότερα, το 1946, λόγω της μεγάλης του προσφοράς στην ιατρική επιστήμη – μετά από 11 χρόνια φυλακίσεων και εξορίας – τιμάται με το βραβείο Στάλιν. Τον ίδιο καιρό λαμβάνει τιμητική διάκριση από τον Πατριάρχη Αλέξιο και αποκτά δικαίωμα να φέρει τον αδαμάντινο σταυρό στην αρχιερατική μήτρα.
Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας – κήρυγμα - εξορία
Στα 70 του χρόνια γίνεται Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους απόρους της περιοχής.
Στρέφει το ενδιαφέρον του στα εκκλησιαστικά καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν νέες εκκλησίες. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς.
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ο Αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία: το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα τον Χριστό» , σημειώνει ο ίδιος.
Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (περίπου 4500 σελ.), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία» .
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1955 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Χρουστσόφ, ο οποίος ξεκινά νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να τους δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στον μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός τους όλο και ελαττώνεται... Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να τα καταφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου» .
Η αγάπη του κόσμου προς τον Αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι και άθεοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Κοίμηση – ανακήρυξη σε Άγιος
Ο Αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 80 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά και τον καιρό που απομένει περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά, την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961, ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος-γιατρός Λουκάς Βόϊνο-Γιασενέτσκι.
Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του Αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρισαν από γυναικούλες με άσπρα μαντήλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά-σιγά μπροστά από τη σωρό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντήλια, ο ύμνος: Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον υμάς. Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία: -Κηδεύουμε τον Αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχθηκε Άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία
Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του που τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος.
Στις 24-25 Μαΐου 1996 ήρθε και η επίσημη ανακήρυξή του από το Πατριαρχείο της Ρωσίας.
Την Άνοιξη του 1942 αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίας και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ιερούς ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο Επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε Αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ. Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο Αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1945 ο Αρχιεπίσκοπος Λουκάς παρασημοφορήθηκε «για την ηρωική εργασία του στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» . Ένα χρόνο αργότερα, το 1946, λόγω της μεγάλης του προσφοράς στην ιατρική επιστήμη – μετά από 11 χρόνια φυλακίσεων και εξορίας – τιμάται με το βραβείο Στάλιν. Τον ίδιο καιρό λαμβάνει τιμητική διάκριση από τον Πατριάρχη Αλέξιο και αποκτά δικαίωμα να φέρει τον αδαμάντινο σταυρό στην αρχιερατική μήτρα.
Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας – κήρυγμα - εξορία
Στα 70 του χρόνια γίνεται Αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους απόρους της περιοχής.
Στρέφει το ενδιαφέρον του στα εκκλησιαστικά καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν νέες εκκλησίες. Ταυτόχρονα, προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς.
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ο Αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία: το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα τον Χριστό» , σημειώνει ο ίδιος.
Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (περίπου 4500 σελ.), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία» .
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1955 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Χρουστσόφ, ο οποίος ξεκινά νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να τους δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στον μεγαλύτερο γιο του Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός τους όλο και ελαττώνεται... Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να τα καταφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου» .
Η αγάπη του κόσμου προς τον Αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι και άθεοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Κοίμηση – ανακήρυξη σε Άγιος
Ο Αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 80 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 λειτουργεί για τελευταία φορά και τον καιρό που απομένει περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά, την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961, ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο Αρχιεπίσκοπος-γιατρός Λουκάς Βόϊνο-Γιασενέτσκι.
Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του Αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρισαν από γυναικούλες με άσπρα μαντήλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά-σιγά μπροστά από τη σωρό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρεις σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντήλια, ο ύμνος: Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον υμάς. Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία: -Κηδεύουμε τον Αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 ανακηρύχθηκε Άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία
Στις 17 Μαρτίου 1996 έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του που τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τρεις ημέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996, τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος.
Στις 24-25 Μαΐου 1996 ήρθε και η επίσημη ανακήρυξή του από το Πατριαρχείο της Ρωσίας.
Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ καὶ στὶς 28 Ἰανουαρίου.Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἵδρυσε στὴν πόλη Νόβο – Τόργκα ξενώνα, ὅπου κατοικοῦσαν αἰχμάλωτοι ἢ καταδικασμένοι, καὶ διακονοῦσε τοὺς πάντες μὲ αὐταπάρνηση. Ὁμοίως στὴ δεξιὰ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Τβέρτς, πλησίον τοῦ ξενῶνος, ἵδρυσε ναὸ τὸ 1038, καὶ τὴ μονὴ Νοβοτόρζσκϊυ τῶν Ἁγίων Βόριδος καὶ Γκλέμπ. Τὰ ἱερὰ λείψανά του μετεκομίσθησαν στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, τὸ 1572.
Ὁ Ὅσιος Βλιθάριος τῆς Σεζάννης
Ὁ Ὅσιος Βλιθάριος ἐγεννήθηκε στὴ Σκωτία κατὰ τὸν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἦλθε στὴν περιοχὴ τῆς Σεζάννης τῆς Γαλλίας μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Φουρσά († 16 Ἰανουαρίου, ὅπου διῆλθε τὸ βίο του ὡς ἀναχωρητὴς μὲ σκληρὴ ἄσκηση καὶ προσευχή. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἐραβάλδιος ὁ Ἐρημίτης ἐκ Βρετανίας
Ὁ Ὅσιος Ἐραβάλδιος ἐγεννήθηκε καὶ ἔζησε στὴ Βρετανία κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. Ἔγινε ἐρημίτης καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια ἀσκητικοῦ βίου, ἦλθε σὲ μία ἐνορία τῆς πόλεως Μπεριέν, ὅπου καθοδηγοῦσε πνευματικὰ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκεῖ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας τῆς Βετλούγκα
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Οὔστιουγκ τῆς Ρωσίας. Ἔχοντας μέσα στὴν καρδιά του ἀναμμένη τὴ φλόγα τῆς ἱερωσύνης, ἐχειροτονήθηκε ἱερέας καὶ διακονοῦσε σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐνορίες τῆς πόλεως. Ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸ μοναχικὸ βίο, τὸ 1417, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐγκαταστάθηκε στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βετλούγκα, ὅπου ἔζησε ἐπὶ εἴκοσι ὀκτὼ χρόνια μὲ ἄσκηση καὶ προσευχή. Κοντά του δὲν εὕρισκαν πνευματικοὶ ἀνάπαυση μόνο οἱ πιστοί, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄγρια ζῶα τοῦ δάσους, τὰ ὁποῖα ἐπλησίαζαν τὸν Ὅσιο μὲ εὐχαρίστηση καὶ ἀσφάλεια, διότι ἔνιωθαν τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν φύση. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, τὸ 1439, τὸν ἐπισκέφθηκε ὁ Ὅσιος Μακάριος τοῦ Ζχελτοβὸντ († 25 Ἰουλίου) γιὰ νὰ τὸν συμβουλευθεῖ καὶ νὰ λάβει τὴν εὐχή του.
Ὁ Ὅσιος Βαρνάβας ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ βαθὺ γήρας, τὸ 1445. Στὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του ἱδρύθηκε κοινοβιακὴ μονὴ ἀφιερωμένη στὸ ὄνομά του καὶ τὸ βίο του συνέγραψε, τὸ 1639, ὁ ἱερομόναχος τῆς μονῆς Ἰωσήφ (Ντιάντκυν), ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀνέλαβε τὴν εὐθύνη τῆς ἐκτυπώσεως πνευματικῶν βιβλίων στὴ Μόσχα.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ὁσίου εὑρέθησαν θαυματουργικὰ ἐπὶ Πατριάρχου Μόσχας Ἰωάσαφ, τὸ 1639.Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου στὴ θέση τῆς μονῆς τοῦ Ὁσίου ἐδημιουργήθηκε ἡ πόλη Βαρναβὶν καὶ τὸ καθολικὸ τοῦ μοναστηριοῦ ἐγινε ὁ καθεδρικὸς ναὸς τῆς νέας πόλεως, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὴ τὸ ὄνομα τοῦ Ὁσίου.
Μέγας Συναξαριστής
http://anavaseis.blogspot.com/
Print this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου