Οι Άγιοι Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ οἱ Μάρτυρες
Οι Άγιοι Μάρτυρες Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Περσία, ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἄθλη σαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.). Ὁ πατέρ ας τους ἦταν πυρολάτρης, ὅπως ὅλοι οἱ Πέρσες. Ἡ μητέρα του ὅμως, εὐσεβέστατη Χριστιαν ή, ἐμπιστεύθηκε αὐτοὺς στὸν εὐλαβὴ πρεσβύτερο Εὔνικο, γιὰ τὴ χριστιανικὴ αὐτῶν ἀγωγὴ καὶ μόρφωση. Στρατιωτικοὶ τὸ ἐπάγγελμα, ἀπεστάλησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Βαλτάνου στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρεσβευτὲς εἰρήνης. Ἀφιχθέντες στὴ Χαλκηδόν α εἶδαν τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα, μὲ τὴνπαρουσία πλήθους κόσμου, κατοίκων τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη.Τοῦτο τοὺς ἐλύπησε πολὺ καὶ οἰκτείρησαν τὸ κράτος, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ὁποίου ἔγινε ἔνοχος τέτοιας ἀσέβειας. Ἕνεκα τούτου καταγγέλθηκαν ὑπὸ τοῦ κουβικουλάριου Ἰνδικοῦ πρὸς τὸν Ἰουλιανό, προσαχθέντες δὲ ἀνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ μὴ πεισθέντες νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ τοὺς ἐχτύπησαν σκληρά, διεπέρασαν τοὺς ἀστραγάλους μὲ περόνες, ἔκαψαν τὶς μασχάλες μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τοὺς ἐβασάνισαν ποικιλότροπα, τοὺς μετέφεραν, τὸ 363 μ.Χ., στὸ τεῖχος τοῦ Κωνσταντίνου κοντὰ στὴ Θράκη, σὲ γκρεμῶδες μέρος καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Τὰ τίμια λείψανά τους, περισυλλεγέντα ὑπὸ πιστῶν Χριστιανῶν, ἐνταφιάσθηκαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.Ὡς ἐννεάριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φῆλιξ σὺν αὐτοῖς, Ἑρμείας καὶ Περεγρῖνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ μακάριος· διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ὡς χορὸς θεόπλοκος κατηρτισμένοι, Ἀθληταὶ ἐννάριθμοι, ἀνδραγαθεῖτε εὐκλεῶς, ἐν ὁμονοίᾳ κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ τὸ κραταίωμα.
Μεγαλυνάριον.Χαίροις Ἀθλοφόρων παρεμβολή, Ἴσαυρε παμμάκαρ, καὶ οἱ σύναθλοι οἱ κλεινοί· Χαίρετε γενναῖοι, ὁπλῖται τοῦ Κυρίου, Ἀγγέλων συμπολῖται, καὶ ἰσοστάσιοι.
Ὁ Ἅγιος Ἴσαυρος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες
Ἀπὸ τοὺς Μάρτυρες αὐτοὺς οἱ τρεῖς πρῶτοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, οἱ δὲ λοιποὶ ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνιάδα τῆς Ἰλλυρίας καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Νουμεριανοῦ (283 – 284 μ.Χ.). Ὁ Ἴσαυρος ὑπῆρξε διάκονος στὴν Ἀθήνα, ἀφοῦ δὲ παρέλαβε καὶ τοὺς ἀσπασθέντας τὸ Χριστιανισμὸ συμπολίτες του Βασίλειο καὶ Ἰννοκέντιο, εὑρῆκαν ἐντὸς σπηλαίου κρυπτόμενους τοὺς ἐπίσης Χριστιανοὺς Φήλικα, Ἑρμεία καὶ Περεγρίνο, μὲ τοὺς ὁποίους, ἀδελφωθέντες, ἐζοῦσαν φυλάττοντες τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ μοχθοῦντες πρὸς ἐξάπλωση τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας. Καταγγελθέντες στὸν ἔπαρχο Τριπόντιο, συνελήφθησαν, ἀρνηθέντες δὲ νὰ ἀποκηρύξουν τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους, οἱ μὲν Φῆλιξ, Ἑρμείας καὶ Περεγρίνος ἀποκεφαλίσθηκαν ὑπ’ αὐτοῦ, ὁ δὲ Ἴσαυρος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεστάλησαν πρὸς τὸν υἱὸ τοῦ Τριποντίου Ἀπολλώνιο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς ἐβασάνισε ἀνηλεῶς, τοὺς ἀπέκοψε, τὸ 284 μ.Χ., τὶς κεφαλές.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.Ὡς ἐννε
άριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φῆλιξ σὺν αὐτοῖς, Ἑρμείας καὶ Περεγρῖνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ
μακάριος· διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ὡς χορὸς θεόπλοκος κατηρτισμένοι, Ἀθληταὶ ἐννάριθμοι, ἀνδραγαθεῖτε εὐκλεῶς, ἐν ὁμονοίᾳ κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ τὸ κραταίωμα.
Μεγαλυνάριον.Χαίροις Ἀθλοφόρων παρεμβολή, Ἴσαυρε παμμάκαρ, καὶ οἱ σύναθλοι οἱ κλεινοί· Χαίρετε γενναῖοι, ὁπλῖται τοῦ Κυρίου, Ἀγγέλων συμπολῖται, καὶ ἰσοστάσιοι.
Ὁ Ἅγιος Ἀντίδιος ὁ Ἱερομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀντίδιος, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπαιζανσὸν τῆς Γαλλίας, ἐμαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Βανδάλους, τὸ 265 μ.Χ.Ὁ Ἅγιος Μοντανὸς ὁ Μάρτυρας ἐξ Ἰταλίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μοντανὸς ἦταν Ρωμαῖος στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε περὶ τὸ 300 μ.Χ., στὴν περιοχὴ τῆς Καμπανίας (Ταρρακίνα), ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ βαριὰ πέτρα καὶ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Τὸ ἱερὸ λείψανο περισυνελέγη ἀπὸ εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς τῆς νήσου Πόνζα καὶ φυλάχθηκε σὲ ἱερὸ χῶρο στὴν πόλη Γκαέτα τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας.Ὁ Ἅγιος Ἀλβανὸς ὁ Πρωτομάρτυρας ἐκ Βρετανίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλβανὸς ἔζησε στὴν πόλη Βερουλὰμ καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης στρατιώτης τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ τῆς Βρετανίας. Ὁ Ἅγιος Βεδέας γράφει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλβανὸς ἔζησε καὶ ἄθλησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἂν καὶ οἱ σύγχρονοι ἱστορικοὶ ἔχουν ἐκφράσει διαφωνίες γιὰ τὴ θέση αὐτὴ καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι πρέπει νὰ ἔζησε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (254 μ.Χ.) ἢ τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου (209 μ.Χ.). Κατ’ αὐτὴ τὴ μαρτυρικὴ περίοδο ὁ Ἅγιος Ἀλβανὸς προσέφερε φιλοξενία καὶ καταφύγιο στὸ διωκόμενο Χριστιανὸ ἱερέα Ἀμφίπαλο, τοῦ ὁποίου ἡ ἁγιότητα τόση ἐντύπωση τοῦ ἔκανε, ὥστε τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν κατηχήσει καὶ νὰ τὸν βαπτίσει. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Λίγο ἀργότερα διέρρευσε ἡ πληροφορία ὅτι ὁ ἱερέας ἐκρυβόταν στὴν οἰκία τοῦ Ἁγίου. Ὁ κυβερνήτης ἔστειλε ἀμέσως ἀπόσπασμα γιὰ νὰ τὸν συλλάβει. Ὁ Ἅγιος ἐφυγάδευσε τὸν ἱερέα, γιὰ νὰ κηρύξει ἀλλοῦ τὸ σωτηριῶδες μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί, ἀφοῦ ἐφόρεσε ὁ ἴδιος τὰ ἱερατικὰ ἐνδύματα, παραδόθηκε στοὺς στρατιῶτες οἱ ὁποῖοι τὸν ἀποκεφάλισαν. Στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του ἀνοικοδομήθηκε μεγάλη μονή.Ὁ Ἅγιος Φιλονίδης ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κουρίου
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλονίδης καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὑπηρετῶν ὡς Ἐπίσκοπος Κουρίου τῆς Κύπρου συνελήφθη ἕνεκα τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου του ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος Μαξίμου καὶ μὲ ἄλλους τρεῖς Χριστιανούς, τὸν Ἀριστοκλῆ, τὸν Δημητριανὸ καὶ τὸν Ἀθανάσιο († 23 Ἰουνίου), ἐρρίφθηκε στὴ φυλακή. Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ, παρὰ τὶς κακοποιήσεις καὶ τὶς ἀπειλές, ὁ Ἐπίσκοπος Φιλονίδης δὲν ἔπαψε νὰ διδάσκει τὸν Χριστό, ἐπιτυχῶν μάλιστα νὰ ἑλκύσει πρὸς Αὐτὸν εἰδωλολάτρες ἐγκληματίες συγκρετούμενούς του. Ὁ Μάξιμος, ὀργισμένος γιὰ τὴ δράση αὐτὴ τοῦ Ἱεράρχου, ἀφοῦ μὲ σκληρὰ βασανιστήρια ἐτελείωσε τοὺς τρεῖς συγκρατουμένους του Χριστιανούς, διέταξε νὰ εἰσβάλουν στὴ φυλακὴ μεθυσμένοι στρατιῶτες καί, ἀφοῦ ἀπομονώσουν τὸν Ἅγιο Φιλονίδη σὲ σκοτεινὸ κελί, νὰ προσβάλουν τὴν τιμὴ τοῦ σώματος αὐτοῦ. Πληροφορηθεὶς τοῦτο ὁ Ἅγιος ἀπὸ κάποιον κρυπτοχριστιανὸ στρατιώτη, ἐκάλεσε κοντά του μερικοὺς ἀπὸ τοὺς κρατούμενους ἀδελφούς του καὶ τοὺς ἐφανέρωσε τὶς διαθέσεις τοῦ ἄρχοντος καὶ τὴν ἀπόφασή του γιὰ αὐτοθυσία. Ἤθελε νὰ μὴ σκανδαλισθεῖ κανένας ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ θὰ πέθαινε. Ἀφοῦ ἔδεσε τὴν κεφαλὴ αὐτοῦ, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ἡ μακρὰ κόμη του καὶ ἐκάλυψε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸν ἐπενδυτὴ του, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν φρουρῶν, ἀνῆλθε σὲ ὑψηλὸ μέρος, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἐγκρεμίσθηκε, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ μολυσμὸ τοῦ σώματος. Προτοῦ τὸ μαρτυρικὸ σῶμα ἀγγίξει τὴ γῆ, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ Ἱερομάρτυρος ἐλεύθερη ἐπέταξε στὸν οὐρανό. Οἱ εἰδωλολάτρες ἔβαλαν τὸ τίμιο λείψανό του σὲ ἕνα σάκο καὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Μὰ αὐτὴ δὲν τὸ ἐκράτησε. Τὸ ἀπέθεσε στὴν ἀμμουδιά, ὅπου ἀνευρέθηκε ἀπὸ πιστοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τὸ παρέλαβαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Φιλονίδου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στὶς 30 Αὐγούστου, ὡς ἀναφέρεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 631.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἀναχωρητής
Ἀπὸ τὸν Εὐεργετινὸ φαίνεται ὅτι ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.Ὁ Ὅσιος Πιώρ
Ὁ Ὅσιος Πιὼρ καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Εἰκοσαετής, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου συνάντησε τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του. Ἀργότερα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ διδασκάλου του, ἀποσύρθηκε στὰ ἐνδότερα τῆς ἐρήμου καὶ ἐκεῖ πλέον ἔζησε μὲ σκληρὴ ἄσκηση. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ ἡλικία ἑκατὸ περίπου ἐτῶν, πρὶν τὸ 395 μ.Χ.Περὶ αὐτοῦ λέγεται, ὅτι, ἀφοῦ ὁρκίσθηκε νὰ μὴ ξαναδεῖ τοὺς συγγενεῖς του, μετὰ πενήντα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία, μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἐπισκόπου, ἐδέχθηκε τὴν ἀδελφή του, ἡ ὁποία ἐζήτησε νὰ τὸν δεῖ, πρὶν πεθάνει, μὲ κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς.
Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ὁ ἐν Ρουφιαναῖς
Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Φρυγία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία κατείχετο ὑπὸ ἰσχυρῆς κλίσεως πρὸς τὰ θεῖα, πλὴν ὅμως ὁ εἰδωλολάτρης πατέρας του τὸν ἐπέπληττε γι’ αὐτό, πολλὲς φορὲς δὲ τὸν ἐνέπαιζε. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ πατέρα του ἀνάγκασε τὸν Ὑπάτιο, σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, νὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατρικὸ οἶκο καὶ νὰ καταφύγει σὲ κοινόβιο τῆς Ἁλμυρισσοῦ τῆς Θράκης, ὅπου ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἀργότερα, τὸ 400 μ.Χ., ἐπιθυμῶν ἀκόμη περισσότερο ἀσκητικὸ βίο, συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ δύο ἄλλους συμμοναστές, τοὺς Τιμόθεο καὶ Μοσχίωνα, μετέβη στὴν ἀκατοίκητη καὶ ἔρημη μονὴ τοῦ Ρουφίνου ἢ Ρουφινιανῶν, κοντὰ στὴ Χαλκηδόνα, τὴν ὁποία κατέστησαν κατοικήσιμη καὶ ἐχρησιμοποίησαν ὡς ἀσκητήριο. Στὴ μονὴ αὐτὴ παρέμεινε ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ἀρκετὸ καιρό, ἀκολούθως δὲ ἐπέστρεψε στὸ κοινόβιο τῆς Ἁλμυρισοῦ. Οἱ μοναχοὶ ὅμως τῆς μονῆς Ρουφίνου ἔσπευσαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐπέτυχαν ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τοῦ κοινοβίου τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὑπατίου στὴ μονή τους ὡς ἡγήτορος αὐτῆς. Ἡ φήμη καὶ ἡ θαυματουργικὴ χάρη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶχε προικίσει τὸν Ὅσιο, εἵλκυσε πρὸς τὴ μονὴ καὶ ἄλλους ζηλωτὲς τῆς μοναχικῆς πολιτείας, οἱ ὁποῖοι, τεθέντες ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του, ἐζοῦσαν μὲ εὐαγγελικὴ ἀκρίβεια, φροντίζοντες γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους καὶ τῶν πλησίον τους. Μὲ τὰ προϊόντα τῶν κόπων τους ἐβοηθοῦσαν τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς καὶ μὲ τοὺς λόγους, συμβουλὲς καὶ ἀρετές τους ἐστήριζαν τοὺς πιστοὺς καὶ προσείλκυαν τοὺς εἰδωλολάτρες.Σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν ὁ Ὅσιος, ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἀφοῦ, κατόπιν παρακλήσεώς του, μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλήσι τῆς μονῆς καὶ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τὸ 446 μ.Χ., παρέδωσε τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν Κύριο.
Ὁ Ὅσιος Βησσαρίων ὁ Ἀναχωρητής
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Βησσαρίωνος τιμᾶται τὴν 20η Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.Ὁ Ὅσιος Ἄβιτος
Ὁ Ὅσιος Ἄβιτος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Ὀρλὰν τῆς Γαλλίας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 530 μ.Χ.Ὁ Ἅγιος Ἰμέριος Ἐπίσκοπος Ἀμελίας
Ὁ Ἅγιος Ἰμέριος ἐγεννήθηκε στὴν Καλαβρία κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀναχωρητὴς καὶ μοναχὸς ἀρχικά, καὶ κατόπιν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἀμέλια τῆς Ὀμβρικῆς τῆς Ἰταλίας. Ἦταν αὐστηρὰ προσηλωμένος στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὴν προσευχὴ καὶ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του.Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 560 μ.Χ. Περὶ τὸ 965 μ.Χ. τὰ ἱερὰ λείψανά του μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Λιουτπρανδο (962 – 972 μ.Χ.) στὴν πόλη τῆς Κρεμόνας.
Ὁ Ἅγιος Νέκταν ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρυρας Νέκταν ἐγεννήθηκε στὴν Οὐαλία κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. ὡς πρωτότοκος υἱὸς τοῦ βασιλέως Ἁγίου Βρυχανοῦ τοῦ Μπρένκοκ, καὶ εἶχε 24 ἀδέλφια, τὰ ὁποῖα ἐτάχθησαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ: ὁρισμένα ἔζησαν ὡς ἐρημίτες, ἄλλα ἵδρυσαν μονὲς καὶ ναούς.Ὁ Ἅγιος Νέκταν, ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴν Οὐαλία, ἀκούσας περὶ τοῦ σπουδαίου ἐρημίτου τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, Ἁγίου Ἀντωνίου, ἐμπνεύσθηκε καὶ ἀπεφάσισε νὰ μιμηθεῖ τὸν τρόπο ζωῆς ἐκείνου. Μετέβη στὴ βόρειο ἀκτὴ τοῦ Ντεβονσάϊρ στὸ Χάρτλαντ, ὅπου καὶ ἐμόνασε ἐπὶ πολλὰ ἔτη. Ἔπεσε ὅμως θύμα ἀπαγωγῆς ὑπὸ δύο ληστῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ὁ Ἅγιος προσπάθησε νὰ τοὺς κηρύξει τὸ θεῖο λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλή. Τότε, θαυματουργικά, ἐθεάθηκε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου νὰ συλλέγει τὴν κεφαλή του ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ νὰ τὴν φέρει ἐπὶ μεγάλη ἀπόσταση μέχρι μιὰ πηγὴ παρακείμενη στὸ κελί του, ὅπου καὶ τὴν ἀπέθεσε. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ληστές, ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκοψε τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου, ἰδὼν τὸ θέαμα τοῦτο, παρεφρόνησε καὶ ὁ ἄλλος, μεταστραφεῖς στὴ χριστιανικὴ πίστη, περισυνέλεξε μὲ σεβασμὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ ἐνταφίασε στὸ κελί του.
Ἔκτοτε πολλὰ θαύματα ἔλαβαν χώρα γύρω ἀπὸ τὸ χῶρο, ὅπου ἀναπαύονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου.Ὁ σωζόμενος Βίος του εἶναι τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ἐνῶ ὑπάρχει στὴ Ρωσία, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Σουρώζ, παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στοὺς Ἁγίους Συμεὼν καὶ Ἄννα, ὅπου ἑορτάζεται, ἐπίσης, ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέκταν.
Οἱ Ὅσιοι Ἀδούλφιος καὶ Βοτούλφιος ὁ Ὁμολογητής , οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Ἀδούλφιος καὶ Βοτούλφιος ἐγεννήθηκαν, ἔζησαν κατὰ Χριστὸν καὶ ἀσκήτεψαν στὴν Ἀγγλία. Ἐκοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 680 μ.Χ., καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετακομίσθηκαν στὸ Ἀββαεῖο τοῦ Θόρνεϋ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐθελβόλδιο, Ἐπίσκοπο Οὐΐντσεστερ, τὸ 972 μ.Χ.Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Βοτουλφίου τιμᾶται σήμερα στὴν Ἀγγλία, στὶς 25 Ἰουνίου στὴ Σκωτία καὶ τὴν 1η Δεκεμβρίου (ἑορτὴ τῆς μετακομιδῆς τῶν λειψάνων αὐτοῦ).
Ὁ Ἅγιος Γουνδούλφιος Ἐπίσκοπος Γαλλίας
Ὁ Ἅγιος Γουνδούλφιος ἐγεννήθηκε τὸ 530 μ.Χ. στὴν πόλη Ἀκουϊτέν, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Μπορντὼ τῆς Γαλλίας. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τονγκρὲ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Μπουργκέζ, τὸ 559 μ.Χ.Ὁ Ὅσιος Ἐρβέος ὁ ἐν Γαλλία
Ὁ Ὅσιος Ἐρβέος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Βρετάνη τῆς Γαλλίας. Περὶ τοῦ Βίου του διασώζονται ἐλάχιστες ἀξιόπιστες πληροφορίες. Ἐγεννήθηκε τυφλὸς καὶ ὅταν ὁ πατέρας του ἀπέθανε, ἡ μητέρα του ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἔτσι, ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ βίο κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Ἁγίου Καδοκίου († 24 Ἰανουαρίου), καὶ ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 575 μ.Χ.Ὁ Ὅσιος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενειῶν τῶν ὀφθαλμῶν.
Ὁ Ἅγιος Σάλβα ὁ Μάρτυρας ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάλβα καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀχαλτσίχε τῆς Γεωργίας καὶ ἐμαρτύρησε τὸ 1227. Καταγόταν ἀπὸ πριγκιπικὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν στολισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ πολλὲς ἀρετές. Ἐπὶ βασιλίσσης Θάμαρ τῆς Μεγάλης (1184 – 1212) διορίσθηκε στρατηγὸς καὶ κυβερνήτης τῆς ἐπαρχίας Ἀχαλτσίχε. Ἡ μεγάλη του ἀνδρεία τὸν ὁδήγησε, σὲ νίκη κατὰ τοῦ Σελτζούκου σουλτάνου Ρουκναλντίν, τὸ 1203, στὴν περιοχὴ τοῦ Μπασιάνι, καὶ ἔτσι ἡ Γεωργία ἔζησε μὲ ἀδιατάρακτη εἰρήνη ποὺ διήρκησε πολλὰ χρόνια.Ὅταν ἡ βασίλισσα Θάμαρ ἀπέθανε, στὸ θρόνο ἀνέβηκε ὁ υἱός της Γεώργιος, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ πολὺ νέος, μόλις 29 ἐτῶν, τὸ 1223. Ἐπειδὴ τὰ παιδιά του ἦταν ἀνήλικα, τὴ διακυβέρνηση τοῦ βασιλείου ἀνέλαβε ἡ ἀδελφή του Ρουσουντὰν († 1247), ποὺ ἐστερεῖτο διοικητικῶν χαρισμάτων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν παρακμὴ τοῦ κράτους.Οἱ Πέρσες ἄρχισαν νὰ λεηλατοῦν καὶ νὰ ἐρημώνουν τὶς νοτιοανατολικὲς περιοχὲς τῆς Ἀρμενίας καὶ ὅταν τὸ κράτος ἄρχισε νὰ ἀπειλεῖται σοβαρά, τότε ἡ βασίλισσα Ρουσουντὰν ἀπεφάσισε νὰ ἀποστείλει ἐναντίον τῶν εἰσβολέων στρατό. Ἡ μάχη ἔγινε στὴν περιοχὴ Γάρνισι. Οἱ Γεωργιανοὶ ἔχασαν καὶ οἱ Πέρσες κατευθύνονταν πρὸς τὴ Γεωργία. Ὁ Μάρτυς Σάλβα αἰχμαλωτίσθηκε. Οἱ Πέρσες τὸν ἐπῆραν μαζί τους καὶ τιμώντας τον γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν καταγωγή του, τοῦ παρεχώρησαν καὶ μία ἔπαυλη σὲ ἕνα μικρὸ νησί, στὴν πόλη Ἀρνταμπάνι, γιὰ νὰ ζήσει μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις. Μετὰ λίγο καιρό, ὁ σάχης Τζαλὰλ ἀλ Ντὶν Μπινγκμπούρνου ἐκάλεσε τὸν Σάλβα καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἐκεῖνος ἔδωσε μὲ πνευματικὴ γενναιότητα μαρτυρία ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ἐβασάνισαν σκληρὰ καὶ τὸν ἔκλεισαν ἡμιθανὴ σὲ ἕνα κελί, ὅπου παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη του ψυχὴ στὸν Θεό, τὸ 1227.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου