Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 18 Ἰανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ Βίος του. Στὸν Κώδικα 227 Πετρουπόλεως κατὰ τὴν 9η Ἰουνίου σημειώνεται ἡ «μνήμη ἀνακομιδῆς τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου». Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου ἀναφέρονται τὰ ἀκόλουθα δίστιχα:
«Κύριλλον ὑμνῶ τοῦ Κυρίου μου φίλον
καὶ Κυρίας πρόμαχον Ἀειπαρθένου».
«Θανὼν Κύριλλος τῆς Ἀλεξάνδρου Πάπαςπρὸς Κύριον μετῆλθε πάντων Κυρίων».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς κῦρος οὐράνιον, θεολογία ἡ σή, βραβεύει ἐν Πνεύματι, τῇ Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ, τὴν χάριν τὴν ἔνθεον· σὺ γὰρ καθυπογράψας τῆς Τριάδος τὴν δόξαν, μύστης τῆς Θεοτόκου, καὶ ὑπέρμαχος ὤφθης, παρ’ ἧς λαμπρῶς δεδόξασαι, Ἱεράρχα Κύριλλε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.Τῇ σοφίᾳ τῇ θείᾳ καλλωπιζόμενος, τῆς Συνόδου τῆς τρίτης ἐδείχθης ἔξαρχος, καὶ καθεῖλες τὸν δεινὸν Πάτερ Νεστόριον, καὶ Θεοτόκον τὴν Ἁγνήν, ἀνεκήρυξας λαμπρῶς, ὦ Κύριλλε Ἱεράρχα, Ἀλεξανδρέων ἡ δόξα, τῆς Ἐκκλησίας ὁ διδάσκαλος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς τῶν αἱρέσεων πλοκὰς διαρρήξας, ἐν τῇ δυνάμει τοῦ Χριστοῦ θείοις λόγοις, τὴν Ἐκκλησίαν Κύριλλε ἐπλούτισας, πάντα τὰ ζιζάνια, Νεστορίου ἐκκόψας· ὅθεν καὶ παρίστασαι, σὺν Ἀγγέλων χορείαις, Χριστῷ πρεσβεύων μάκαρ ἐκτενῶς, πᾶσι πταισμάτων, δωρήσασθαι ἄφεσιν.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.Ἄβυσσον ἡμῖν, δογμάτων θεολογίας, ἔβλυσας σαφῶς, ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ Σωτῆρος, τὰς αἱρέσεις κατακλύζουσαν μακάριε, καὶ τὸ ποίμνιον ἀλώβητον, τρικυμίαις διασώζουσαν· τῶν περάτων καὶ γὰρ Ὅσιε, ὑπάρχεις καθηγητής, ὡς τὰ θεῖα σοφῶν.
Μεγαλυνάριον.Ρήτωρ εὐσεβείας ἀναδειχθείς, δογμάτων τὸν λόγον, θεηγόρως διατρανοῖς, καὶ τὴν τοῦ Σωτῆρος, πανάφθορον Μητέρα, κηρύττεις Θεοτόκον, πάνσοφε Κύριλλε.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Προύσης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξανδρος, Ἐπίσκοπος Προύσης, ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους. Κατὰ τὴν 22α Ὀκτωβρίου φέρεται ἀορίστως μνήμη Ἀλεξάνδρου Ἐπισκόπου μὲ σύντομο συναξαριστικὸ ὑπόμνημα καὶ ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης θέτει τὸ ἐρώτημα μήπως πρόκειται περὶ τοῦ αὐτοῦ προσώπου.
Ὁ Ἅγιος Ἀνανίας ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀνανίας ἐτελειώθηκε διὰ ξίφους.Οἱ Ἅγιοι Διομήδης, Ὀρέστης καὶ Ρόδων οἱ Μάρτυρες
Εἶναι ἄγνωστο ποῦ καὶ πότε ἄθλησαν οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Διομήδης, Ὀρέστης καὶ Ρόδων. Στὸν Κώδικα 1575 φ. 112 τῆς Παρισινῆς Βιβλιοθήκης καὶ τὸν τῆς Λαύρας Δ 10 φ.15 εὑρίσκεται πλήρης Ἀκολουθία αὐτῶν, ποιήμα τοῦ ὑμνογράφου Ἰωσήφ.Οἱ Ἅγιοι Φηλικιανὸς καὶ Πρίμος οἱ Μάρτυρες οἱ αὐτάδελφοι
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φηλικιανὸς καὶ Πρίμος ἐμαρτύρησαν στὴ Ρώμη, τὸ 286 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος Φηλικιανὸς ἦταν σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἐτῶν. Τὸ 640 μ.Χ., ὁ Πάπας Θεόδωρος Α’ ἀνεκόμισε τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτῶν καὶ τὰ κατέθεσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου Ρώμης.Οἱ Ἁγίες Μάρθα, Μαρία, Μαριάμνη, Θέκλα καὶ Ἐνναθὰ οἱ Ὁσιομάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Ὁσιομάρτυρες Μάρθα, Μαρία, Μαριάμνη, Θέκλα καὶ Ἐνναθὰ ἢ Ἐννεὶμ κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀζᾶ τῆς Περσίας καὶ ἀπὸ γονεῖς πλουσιώτατους. Ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306 – 337 μ.Χ.) καὶ βασιλέως τῶν Περσῶν Σαβωρίου Β’ (310 – 379 μ.Χ.). Ἀσπασθεῖσες τὸ Χριστιανισμὸ ἔγιναν Κανονικές (κατηγορία μοναζουσῶν, οἱ ὁποῖες δὲν ἀποχωροῦσαν ἀπὸ τὸν κόσμο ἀλλὰ ἐζοῦσαν μακριὰ τῶν κοσμικῶν ἀπολαύσεων, ἀφιερωμένες στὴ διακονία τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ πλησίον), ἀπεῖχαν ἀπὸ κάθε κοσμικὴ ἐπίδειξη καὶ εἶχαν τεθεῖ ὑπὸ τὴν Πνευματικὴ καθοδήγηση κάποιου ἱερέως ὀνομαζομένου Παύλου. Αὐτὸς ὅμως κατακρατοῦσε τὰ χρήματα τοῦ ναοῦ, στὸ ὁποῖο ὑπηρετοῦσαν καὶ οἱ πέντε Κανονικὲς παρθένοι, καθὼς καὶ κάθε ἄλλη προσφορὰ ποὺ ἐγινόταν γιὰ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς, γενόμενος ἔτσι πλουσιώτατος.
Κατὰ τὸν κινηθέντα διωγμὸ ἐναντίων τῶν Χριστιανῶν ὑπὸ τοῦ βασιλέως Σαβωρίου, καταγγέλθηκαν ἀπὸ κάποιον Πέρση, ποὺ ὀνομαζόταν Νιρσῆς, καὶ ἔτσι ὁ Παῦλος καὶ οἱ Κανονικὲς συνελήφθησαν καὶ ὁδηγήθηκαν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, ὁ ὁποῖος τοὺς ἀπείλησε μὲ θανάτωση καὶ δήμευση τῶν περιουσιῶν τους, ἐὰν δὲν ἀρνοῦνταν τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους. Πτοηθεὶς ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ ὁ φιλοχρήματος ἱερεὺς Παῦλος, ἀσπάσθηκε τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία.Οἱ Κανονικὲς παρθένοι ὅμως ἀρνηθεῖσες νὰ προδώσουν τὴν πατρώα εὐσέβειά τους καταδικάσθηκαν σὲ θάνατο καὶ ἐξετελέσθηκαν διὰ χειρὸς τοῦ τέως πνευματικοῦ τους ὁδηγοῦ καὶ ἤδη ἐξομώτου φιλάργυρου Παύλου. Ἀλλὰ καὶ αὐτοῦ ἡ τύχη ὑπῆρξε οἰκτρότερη. Τὴ νύχτα, ἔμπιστοι ὑπηρέτες τοῦ ἀρχιμάγου τὸν ἀπαγχόνισαν καὶ ἔτσι ἀπώλεσε καὶ τὴν ψυχή του καὶ τὰ χρήματα, ἕνεκα τῶν ὁποίων διέπραξε τὸ εἰδεχθέστερο ἔγκλημα. Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων ἑορτάζεται ἰδιαίτερα στὴν Κρήτη καὶ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ αὐτὲς καὶ στὶς 26 Σεπτεμβρίου.
Οἱ Ἁγίες Τρεῖς Παρθενομάρτυρες ἐκ Χίου
Οἱ Ἁγίες τρεῖς Παρθενομάρτυρες κατάγονταν ἀπὸ τὴ Χίο καὶ ἐμαρτύρησαν διὰ ξίφους.Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ὁ ἐν Συρίᾳ ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Ἰουλιανὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Δύση. Πουλήθηκε ὡς σκλάβος στὴ Συρία, ἀλλὰ ὅταν ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία του ἔγινε μοναχὸς ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Ἐφραίμ († 28 Ἰανουαρίου). Μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ μοναχικὸ βίο, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 370 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Μαξιμιανὸς ὁ ἐκ Συρακουσῶν
Ὁ Ὅσιος Μαξιμιανὸς ἐγεννήθηκε στὴ Σικελία καὶ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τῆς Ρώμης, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Ἐπισκόπου Ρώμης († 12 Μαρτίου). Ὁ Μαξιμιανὸς ὑπηρέτησε ὡς ἀποκρισάριος στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἐπισκόπων Ρώμης Πελαγίου Β’ (579 – 590 μ.Χ.) καὶ Γρηγορίου Α’ τοῦ Διαλόγου (590 – 604 μ.Χ.). Ὁ Γρηγόριος τὸν ἐκάλεσε νὰ ἐπιστρέψει πίσω στὴ Ρώμη καὶ τὸν ἐξέλεξε, τὸ 591 μ.Χ., Ἐπίσκοπο Συρακουσῶν.Ὁ Ἅγιος Μαξιμιανὸς ἐποίμανε γιὰ τρία ἔτη τὸ ποίμνιό του θεοφιλῶς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 594 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Κύρος
Ὁ Ὅσιος Κύρος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Στὸν Πατμιακὸ Κώδικα 266, στὶς 12 Νοεμβρίου, ἀναγράφεται: «Τὰ ἐγκαίνια τοῦ εὐκτηρίου τοῦ ἀββᾶ Κύρου ἐν τῷ Σπαρακίῳ».Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ὁ Ἱεραπόστολος ἐξ Ἰρλανδίας
Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Γκάρταν τῆς Δονεγάλης στὴν Ἰρλανδία στὶς 7 Δεκεμβρίου τοῦ 521 μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ βασιλικὴ οἰκογένεια. Ἐμαθήτευσε πλησίον διακεκριμένων διδασκάλων καὶ ἐνωρὶς ἀπεφάσισε νὰ ἀκολουθήσει τὸ μοναχικὸ βίο. Μετὰ τὴν εἰς πρεσβύτερον χειροτονία του ἐργάσθηκε ὡς ἱεραπόστολος στὴν Ἰρλανδία καὶ ἵδρυσε μοναστήρια στὶς περιοχὲς Ντέρρυ καὶ Ντάροου.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν πατρίδα του γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Κάποτε παρεκάλεσε τὸν παλαιό του διδάσκαλο Φιννιανὸ νὰ τοῦ ἐπιτρέψει νὰ ἀντιγράψει τὸ Ψαλτήριό του, ἀλλ’ ὁ Φιννιανός, ἄγνωστο γιατί, ἀρνήθηκε νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του. Ὁ Κολούμπα τὸ ἀντέγραψε χωρὶς τὴν ἄδεια τοῦ Φιννιανοῦ, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀνεκάλυψε τὴν πράξη τοῦ μαθητοῦ του, ἐζήτησε νὰ κρατήσει τὸ ἀντίγραφο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὸ γεγονὸς ἔλαβε διαστάσεις καὶ ἔφθασε πρὸς ἐκδίκαση μέχρι τοῦ βασιλέους Ντέρμοτ, ὁ ὁποῖος ἀποφάνθηκε ὑπὲρ τοῦ Φιννιανοῦ. Ὁ Ὅσιος δυσαρεστήθηκε ἀκόμη περισσότερο, ὅταν ὁ βασιλεὺς Ντέρμοτ διέταξε τὴν ἐκτέλεση κάποιου ἐχθροῦ του, πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος εἶχε προσφέρει ἄσυλο ἐντὸς τῆς μονῆς.Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁδήγησε δύο ἰρλανδικὰ φύλα σὲ μικρὴ πολεμικὴ σύρραξη, στὴν ὁποία καὶ ὁ Ὅσιος διεδραμάτισε κάποιο ρόλο ἀσυμβίβαστο πρὸς τὴν ἱερατική του ἰδιότητα. Γιὰ τὴν πράξη του αὐτὴ καταδικάσθηκε ἀπὸ Σύνοδο σὲ ἀφορισμό, ἡ ποινή του ὅμως μετατράπηκε σὲ ἰσόβια ἐξορία, μετὰ ἀπὸ μεσιτεία καὶ παράκληση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, καλουμένου καὶ αὐτοῦ Φιννιανοῦ.
Ὁ Ὅσιος συνοδευόμενος ἀπὸ δώδεκα μαθητές του, ἀναχώρησε γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του πατρίδα καὶ ἐγκαταστάθηκε σὲ μία μικρὴ νῆσο, καλουμένη Ἰόνα, κοντὰ στὶς ἀκτὲς τῆς Σκωτίας. Μὲ τὴν παρουσία του, τὸ ἄγνωστο αὐτὸ νησὶ κατέστη περίφημο καὶ θεωρεῖται μέχρι σήμερα ἁγία νῆσος. Ἐκεὶ ἵδρυσε περιώνυμη μονὴ μὲ ἑκατοντάδες μοναχῶν, ποὺ ἀγωνίζονταν νὰ εὐαρεστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἄσκησή τους. Ἐπὶ πλέον ἡ μονὴ αὐτὴ ἔγινε τὸ σπουδαιότερο ἴσως ἐκκλησιαστικὸ κέντρο καὶ διδακτήριο κληρικῶν καὶ ἱεραποστόλων τῆς Κελτικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁρμώμενοι ὁ Ὅσιος Κολούμπα καὶ οἱ μαθητές του ἐκήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο στὴ Σκωτία. Κατὰ τὴν παράδοση, ὁ ἀκάματος αὐτὸς ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἵδρυσε στὴ Σκωτία καὶ Βόρεια Ἀγγλία περὶ τὶς ἑκατὸ μονές, πιθανότερο ὅμως εἶναι ὅτι μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς ἱδρύθηκαν
ἀπὸ τοὺς μαθητές του.Ὁ Ὅσιος Κολούμπα ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη κάποιο Σάββατο ἢ Κυριακὴ πρὸς τὴν 9η Ἰουνίου τοῦ 597 μ.Χ. Τὴν προηγούμενη ἡμέρα, κατὰ μία ὡραία παράδοση, τὸ γέρικο λευκὸ ἄλογό του, τοῦ ὁποίου ἐπέβαινε ἐπὶ πολλὰ χρόνια κατὰ τὶς ἀτέλειωτες ἱεραποστολικὲς περιοδεῖες του, ἦλθε μὲ δάκρυα καὶ ἀπέθεσε τὴν κεφαλή του ἐπὶ τοῦ στήθους τοῦ Ὁσίου. Ὅταν τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ἐνωρὶς τὸ πρωΐ, οἱ μοναχοὶ ἐσηκώθηκαν γιὰ τὸν Ὄρθρο, εἶδαν τὸ ναὸ ἀπαστράπτοντα ἀπὸ οὐράνιο φῶς καὶ εἰσελθόντες εὑρῆκαν τὸν κοιμηθέντα πνευματικό τους πατέρα νὰ προσεύχεται ἐνώπιον τοῦ θυσιαστηρίου.
Ὁ Ὅσιος Βαϊθινὸς μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κολούμπα
Ὁ Ὅσιος Βαϊθινὸς ἢ Κομίνος ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Κολούμπα († 9 Ἰουνίου). Διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς τῆς νήσου Ἰόνα, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 598 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ ἐν Λαυκῇ Λίμνῃ Ἀσκήσας
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος, κατὰ κόσμον Κοσμᾶς, ἐγεννήθηκε, τὸ 1337, στὴ Μόσχα ἀπὸ εὐσεβὴ καὶ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ ἐνωρὶς ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Σιμονὼφ τῆς ὁποίας, τὸ 1390, ἀναδείχθηκε ἡγούμενος. Πολυάριθμοι προσκυνητὲς ἐπισκέπτονταν τὴ μονή, γιὰ νὰ δοῦν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία καὶ τὶς πνευματικὲς συμβουλές του. Ὀ Ὅσιος, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴ δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἄρχισε νὰ ψάχνει γιὰ τὴν τέλεια ἐρημία καὶ ἡσυχία. Ἔτσι, μετὰ ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τῆς Θεοτόκου, τῆς ὁποίας μιὰ νύχτα ἄκουσε τὴ φωνὴ μέσα σὲ οὐράνιο φῶς, ὁδήγησε τὰ βήματά του στὴν περιοχὴ τῆς Λευκῆς Λίμνης, στὴν περιοχὴ Βολογκόντσκαϊα, καὶ ἄρχισε νὰ ἀσκεῖται ὡς ἐρημίτης. Ἐκεῖ, τὸ 1397, ἄρχισε νὰ κτίζει ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν ἄρχισε νὰ αὐξάνει καὶ τὸ Τυπικὸ τῆς μονῆς, ποὺ ἔγραψε ὁ Ὅσιος γιὰ τὴν Ἀδελφότητα, προέβλεπε μὲ αὐστηροὺς κανόνες τὴν ἄσκηση καὶ τὴ σιωπή. Ὁ Ὅσιος Κύριλλος εἶχε ὁμιλήσει προσωπικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Στέργιο τοῦ Ραντονὲζ († 5 Ἰουλίου) καὶ εἶχε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας.Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1427.
Ὁ Ἅγιος Κύριλλος ὁ Θαυματουργός
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος τοῦ Βὲλσκ ἔζησε τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. στὸ Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Περὶ τῆς ὑπάρξεως, τοῦ βίου καὶ τῶν θαυμάτων του πληροφορούμεθα ἀπὸ ἕνα χειρόγραφο, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὰ θαύματά του. Σύμφωνα μὲ αὐτὸ ὁ Ὅσιος ἦταν ὑπάλληλος ἑνὸς κυβερνήτου τοῦ Νόβγκοροντ καὶ ἔζησε, πρὶν ἀκόμη ἡ πόλη περιέλθει στὴ διοίκηση τῶν πριγκίπων τῆς Μόσχας, δηλαδὴ πρὶν τὸ 1478. Ὁ Ἅγιος ἐπνίγηκε στὸν ποταμὸ Βάγκα, ὅπως πληροφορούμεθα ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ κοιμητηρίου τοῦ χωριοῦ Βὲλσκ καὶ ἐνταφιάσθηκε κοντὰ στὸ ναὸ τοῦ κοιμητηρίου. Ὁ ναὸς ἀργότερα ἐκτίσθηκε σὲ παραπλήσιο χῶρο καὶ ὁ τάφος τοῦ Ἁγίου ξεχάσθηκε.
Περὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ. (ὄχι ἀργότερα ἀπὸ τὸ 1517), μετὰ ἀπὸ ἕνα ὅραμα ποὺ εἶδε μία γυναίκα τοῦ παραπλήσιου χωριοῦ, τὰ ἱερὰ λείψανά του ξαναευρέθησαν. Ἔτσι οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ Βὲλσκ μετέφεραν τὰ λείψανα σὲ παρεκκλήσιο ποὺ ἀνήγειραν γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ κοντὰ στὴν ἐκκλησία. Ἀμέσως ἀρχίζουννὰ παρατηροῦνται θαυμαστὰ γεγονότα.
Τὸ 1587, οἱ ἱερεῖς τοῦ Βέλσκ, χωρὶς τὴν εὐλογία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ, μετακίνησαν τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εὑρισκόταν στὸ κοιμητήριο. Φαίνεται ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἀρχίζει νὰ καλλιεργεῖται ἡ τιμὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Μετὰ ἀπὸ μία πυρκαγιὰ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Νικολάου, αὐτὰ ποὺ ἀπέμειναν ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τοποθετήθηκαν στὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Κατόπιν πρωτοβουλίας τοῦ τοπικοῦ κλήρου, τὸ 1780, καὶ χωρὶς νὰ ἔχει γίνει ἐπίσημη ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητός του, ἡ ἑορτὴ τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου διακόπηκε. Τότε ἐπῆραν τὰ λείψανά του ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ τὰ ἐνταφίασαν στὸν τόπο ποὺ εὑρισκόταν ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ποὺ εἶχε καεῖ. Παρ’ ὅλα ταῦτα δὲν ἐσταμάτησε ἡ τιμὴ τὴν ὁποία ἀπέδιδε ὁ λαὸς πρὸς τὸν Ἅγιο Κύριλλο. Συνεχίσθηκε, ὅπως μᾶς ἀποδεικνύουν κάποιες μαρτυρίες, τουλάχιστον μέχρι τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ στὴν ἐκκλησία τοῦ κοιμητηρίου τοῦ Βὲλσκ εὑρισκόταν ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου.Τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου συγκαταλέγεται στὸν κατάλογο τῶν Ἁγίων ποὺ διαβάζεται κατὰ τὴν ἑορτὴ πάντων τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὀποῖοι ἐφώτισαν τὴ Ρωσικὴ γῆ, καὶ ἡ ὁποία ἑορτάζεται τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Κούστσκϊυ ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴ Ρωσία καὶ ἐμόνασε στὴ μονὴ τοῦ Ἀλεξάνδρου ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς πόλεως Κούστα, ἡ ὁποία εὑρισκόταν στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Κούστα, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴ λίμνη Κοῦμπεν καὶ περίπου 40 χιλιόμετρα ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, τῆς ὁποίας σήμερα σώζονται μονάχα λίγα οἰκοδομήματα. Ἡ μονὴ ἱδρύθηκε στὶς ἀρχὲς τοῦ 15ου αἰῶνος μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, ἕνα μοναχὸ τοῦ διπλανοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ.
Ἀπὸ ἐκεῖνα ἀκριβῶς τὰ μέρη προέρχονται οἱ πιὸ ἀρχαῖες ἁγιολογικὲς μαρτυρίες σχετικὰ μὲ τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο: πρόκειται γιὰ μία σύντομη διήγηση ποὺ διαδόθηκε ἀπὸ τὸ μοναχὸ τῆς μονῆς Παΐσιο Γιαρλάβωφ, μετέπειτα ἡγούμενο στὴ Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Οἱ πληροφορίες ποὺ παρατέθηκαν ἀπὸ τὸν Παΐσιο διευρύνθηκαν ἀπὸ σχετικὲς προφορικὲς μαρτυρίες τῶν μαθητῶν τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, συγκεκριμένα τῶν μοναχῶν Συμεὼν καὶ Σάββα, καὶ παρεῖχαν ὑλικὸ γιὰ τὴ σύνθεση τοῦ Βίου τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου, τοῦ ὁποίου συγγραφέας εἶναι, κατὰ πᾶσα πιθανότητα, ἕνας μοναχὸς τοῦ ἴδιου μοναστηριοῦ ποὺ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἵδρυσε. Ὁ Βίος, ποὺ παραδίδεται ἀπὸ σπάνια χειρόγραφα τοῦ 17ου -19ου αἰῶνος μ.Χ., εἶναι ἀκόμη καὶ τώρα ἀνέκδοτος.
Σύμφωνα μὲ τὶς πηγές, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐγεννήθηκε τὸ 1371 στὴν πόλη Βολογκντὰ καὶ στὸ βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀλέξιος. Ὄντας ἀκόμη νέος ἐγκατέλειψε τὸ πατρικό του σπίτι καί, ὡς προσκυνητής, ἔφθασε στὸ μοναστήρι Σπασο – Καμέννϊυ, ποὺ εὑρισκόταν ἐπάνω σ’ ἕνα νησὶ τῆς λίμνης Κοῦμπεν καὶ εἶχε ἱδρυθεῖ τὸν 13ο αἰώνα μ.Χ. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ὁ Διονύσιος, ἕνας Ἕλληνας μοναχός, ποὺ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἔτσι διηγεῖται ὁ Παΐσιος Γιαροσλάβωφ: «Στὴ συνέχεια, φθάνει στὸ Καμένσκϊυ, μὲ ἡγούμενο τὸν Διονύσιο, ἕνας νέος μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξιος, προερχόμενος ἀπὸ τὴν πόλη Βολογκντά, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν ἐνδύσει μὲ τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Ὁ ἡγούμενος ἐξετίμησε τὴν ὑπακοή του, τοῦ ἔδωσε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ τὸν ὀνόμασε Ἀλέξανδρο. Τὸ ἐμπιστεύθηκε, τοῦ ἐδίδαξε τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐκεῖνος ἀναδείχθηκε ἀργότερα σὲ σεβάσμιο στάρετς, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια μὲ ὑπακοή». Ὁ Βίος δὲν παραλείπει νὰ περιγράψει τὶς μοναχικὲς ἀρετὲς τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου. Ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία, ἀσκητικὸ κανόνα προσευχῆς καὶ ἔφερνε μὲ ζῆλο εἰς πέρας τὰ καθήκοντα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Ἔτσι γρήγορα ἐκέρδισε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀδελφῶν του. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ σεβασμὸς μὲ τὸν ὁποῖο τὸν περιέβαλαν σύντομα ἔγινε βάρος στὴν ταπεινὴ καρδιὰ τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ἔτσι, ἀπεφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει κρυφὰ τὸ μοναστήρι καὶ νὰ ζήσει σὲ ἡσυχία. Ἀφοῦ περιπλανήθηκε γιὰ ὁρισμένες ἡμέρες στὰ δάση, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐσταμάτησε σὲ μία ἔρημη ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Σγιανζέμα κοντὰ στὴ λίμνη Κοῦμπεν. Ἐν τούτοις ἡ φήμη τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ μοναχοῦ διαδόθηκε πολὺ γρήγορα καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ κάτοικοι τῶν κοντινῶν χωριῶν συνέτρεχαν σ’ αὐτόν, τὸν ἀνάγκασε νὰ ἐγκαταλείψει καὶ ἐκεῖνον τὸν τόπο.
Κατέφυγε στὴν ἐκβολὴ τοῦ ποταμοῦ Κούστα, κοντὰ στὴν ὄχθη τῆς λίμνης Κοῦμπεν. Ἐδῶ, σ’ ἕνα τόπο ἀπομονωμένο, εὑρῆκε ἕνα κελὶ κατειλημμένο ἀπὸ ἕναν μοναχὸ τοῦ μοναστηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, τὸν Εὐθύμιο. Γιὰ λίγο καιρὸ οἱ δύο μοναχοὶ ἔζησαν μαζί. Στὴ συνέχεια ὁ Εὐθύμιος παρέδωσε τὸ κελὶ στὸ συμμοναστή του καὶ μεταφέρθηκε στὸ μέρος ποὺ πρὶν ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶχε ἐγκαταλείψει, ὅπου ἀργότερα ἵδρυσε ἕνα μοναστήρι ἀφιερωμένο στὴν Ἀνάληψη. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Βίος, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐζοῦσε σὲ ἀπομόνωση, καλλιεργώντας τὴ γῆ μὲ μία τσάπα καὶ σπέρνοντας δημητριακά. Στὴ συνέχεια κοντά του προσῆλθαν ἕνας στάρετς καὶ τρεῖς ἀδελφοί. Τότε ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐπῆγε στὸν Ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Ροστώβ, γιὰ νὰ ζητήσει τὴν εὐλογία του, ὥστε νὰ μπορέσει νὰ κτίσει μία ἐκκλησία.
Ἡ ἕδρα τοῦ Ροστὼβ ἦταν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ κατειλημμένη ἀπὸ τὸν Διονύσιο τὸν Ἕλληνα, ἤδη ἡγούμενο τοῦ μονασηριοῦ Σπασο – Καμέννϊυ, πού, χειροτονούμενος Ἀρχιεπίσκοπος τὸ 1418, ἐποίμανε τὴν ἐπισκοπή του μέχρι τὸ θάνατό του, τὸ 1425. Ὁ Ἐπίσκοπος Διονύσιος, ἀφοῦ τὸν ἐγνώριζε, διότι ὁ Ὅσιος εἶχε μαθητεύσει κοντά του πνευματικά, τὸν εὐλόγησε καὶ τοῦ ἔδωσε ὅ,τι ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης. Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν εὐλογία, ἀναχώρησε. Ἔτσι ξεκίνησε τὴν κατασκευὴ τῆς Σκήτης.
Στὴν κατασκευὴ τοῦ μοναστηριοῦ, τοῦ ὁποίου ὁ ναὸς ἀφιερώθηκε στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου συνέβαλε ἐπίσης ὁ οἰκεῖος πρίγκιπας Δημήτριος Βασίλεβιτς Ζαοζέρσκϊυ, ὁ ὁποῖος ἐσκοτώθηκε σὲ μία μάχη ἐνάντια στοὺς Τατάρους, τὸ 1429. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ μοναστήρι ἀπολάμβανε τῆς προστασίας τῆς συζύγου τοῦ Δημητρίου, Μαρίας, ἡ ὁποία ἐδώρισε τὶς εἰκόνες καὶ τὸ Εὐαγγέλιο στὴ νέα ἐκκλησία καὶ συχνὰ ἀπέστελλε ὑλικὴ βοήθεια στὴν πτωχὴ κοινότητα. Στὴν πριγκίπισσα Μαρία, ἡ ὁποία συχνὰ ἐπισκεπτόταν τὸν Ὅσιο, ὁ Ἀλέξανδρος προέβλεψε τὴν ἡμερομηνία τοῦ θανάτου της.
Ὁ Βίος περιγράφει ἐπίσης ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ἀπὸ τὴν πνευματικότητα καὶ ἀπὸ τὴν ἄσκηση τοῦ Ὁσίου. Ὡς ἡγούμενος δὲν μετέβαλε τὸν αὐστηρὸ κανόνα ζωῆς: ἀκολουθοῦσε αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή, ἔδιδε τὰ πάντα στοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς πτωχούς. Συγκεκριμένα, μὲ τὴν διήγηση ὁρισμένων θαυμαστῶν γεγονότων, ὅπως ἡ συνάντηση τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου μὲ πέντε Τατάρους καὶ τὸ ἐπεισόδιο μὲ τὸν ληστὴ τοῦ σιταριοῦ, ὁ Βίος ὑπογραμμίζει τὴν πραότητα καὶ τὴν φιλευσπλαχνία τοῦ Ὁσίου. Ἐπίσης, διαπραγματεύεται τὰ σωματικὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου: μετρίου ὕψους, πολὺ λεπτός, εἶχε ἕνα πρόσωπο στρογγυλό, μὲ μάτια γεμάτα ἡρεμία καὶ γενειάδα στρογγυλὴ ποὺ ἔφθανε μέχρι τὸ στέρνο του, ἐνῶ τὰ μαλλιά, ἀκόμα σκοῦρα, μόλις εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀσπρίζουν. Προτοῦ κοιμηθεῖ, ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος παρέδωσε στοὺς ἀδελφούς του τὴν πνευματική του διαθήκη. Ὁ Βίος ἀναφέρει τὰ ἀκόλουθα ποὺ ὁ Ὅσιος ἀπηύθυνε στὴ μοναστικὴ κοινότητά του: «Πλέον μὲ ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις, ἀδελφοί, ἀλλὰ ἐσεῖς παραμείνετε σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, διατηρεῖστε τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη, στολισθεῖτε μὲ καθαρότητα, μὴν ξεχνᾶτε νὰ εἶσθε φιλόξενοι, μὴν ἀποδίδετε ἀξία στὰ ἀγαθὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ στὴ δόξα αὐτῆς τῆς ζωῆς. Στὴ θέση τους νὰ ἀναμένετε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὰ οὐράνια ἀγαθά». Κατόπιν, παρήγγειλε στοὺς μαθητές του Συμεὼν καὶ Σάββα νὰ κτίσουν μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο. Μετὰ παρέδωσε τὸ πνεῦμά του εἰρηνικὰ καὶ κοιμήθηκε ὁσίως, τὸ 1439.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ ἀρκετὰ γρήγορα ὁ τάφος του ἔγινε ἀντικείμενο εὐλάβειας καὶ τιμῆς.
Στὸν εὐλογημένο τόπο τῆς ταφῆς του συνέβησαν πολλὲς θεραπείες σὲ ἐκείνους ποὺ ἔρχονταν μὲ πίστη καὶ ἰδιαίτερα σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔπασχαν ἀπὸ δαιμόνιο. Ἔτσι ἐκεῖνο τὸ μέρος ὀνομάσθηκε «Σκήτη τοῦ Ἀλεξάνδρου».Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὸν Ὅσιο Ἀλέξανδρο, τὴν Τρίτη Κυριακὴ τῆς Παντηκοστῆς, ἑορτὴ τῆς Συνάξεως ὅλων τῶν Ἁγίων ποὺ ἔζησαν στὴν περιοχὴ τῆς Βολογκντά.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἐρημίτης
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοφάνους τοῦ Ἐρημίτου τὴν 10η Ίανουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Μέγας Συναξαριστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου