Όπως όλοι γνωρίζουμε και ζούμε, η Αγία μας Ορθόδοξη Εκκλησία, το Σώμα δηλ. του Χριστού, είναι Εκκλησία των Μυστηρίων. Το πρώτο από τα μυστήρια, το εισαγωγικό μυστήριο, που μας εισάγει και μας κάνει οργανικά μέλη της Εκκλησίας, είναι το μυστήριο του Βαπτίσματος.
Στην Π.Δ. έχουμε τύπους του πραγματικού Βαπτίσματος, με τελευταίο το βάπτισμα μετανοίας του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος κλείνει την Π.Δ. και ανοίγει την Κ. Διαθήκη. «Ιωάννης εβάπτισεν βάπτισμα μετανοίας τω λαώ λέγων εις τον ερχόμενον μετ’ αυτόν ίνα πιστεύσωσιν, τουτ’ έστιν εις τον Ιησούν» (Πράξ. 19,4). Ο Ιωάννης βάπτισε βάπτισμα μετανοίας και έλεγε στο λαό να πιστεύουν σ’ Εκείνον που έρχεται μετά από αυτόν, δηλ. στον Ιησού Χριστό.
Ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός με το παράδειγμά Του αγίασε το Βάπτισμα, όταν βαπτίστηκε από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή στον Ιορδάνη ποταμό. Τέλος, ο Ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, μετά την ανάστασή Του, δίνει στους Αποστόλους την τελευταία Του εντολή: «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» (Ματθ. 20, 18-19). Πηγαίνετε και κάνετε όλο τον κόσμο μαθητές μου, βαπτίζοντες αυτούς στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτή τη θεία εντολή του βαπτίσματος, η Εκκλησία μας την τηρεί εξ αρχής και φυσικά θα συνεχίσει να την ζει και να την εφαρμόζει μέχρι συντελείας των αιώνων.
Το μυστήριο του Βαπτίσματος είναι αναγκαίο και υποχρεωτικό για τη σωτηρία των ανθρώπων, γι’ αυτό και δεν αμφισβητείται από κανέναν πιστό Χριστιανό, που γνωρίζει έστω και στοιχειωδώς κάποια πράγματα της Χριστιανικής ζωής.
***
Εκείνο όμως για το οποίο χρειάζεται να μιλήσουμε και το οποίο έχει άμεση σχέση με το ίδιο το μυστήριο του βαπτίσματος, είναι το θέμα «ανάδοχος».
Είναι ανάγκη να εξετάσουμε τις πτυχές του θέματος αυτού, διότι, δυστυχώς, αρκετοί είναι οι Χριστιανοί που αναλαμβάνουν την ευθύνη του να γίνουν ανάδοχοι (νονοί), χωρίς να γνωρίζουν τις σοβαρές υποχρεώσεις και ευθύνες που συνεπάγεται η πράξη τους αυτή, νομίζοντας ότι το να βαπτίσει κανείς ένα παιδί ή έναν μεγάλο άνθρωπο, αυτό δεν είναι παρά μια κοινωνική εκδήλωση, που σκοπό έχει να συνδέσει περισσότερο φιλικά τις οικογένειες και τους ανθρώπους. Πιστεύουν δηλ. ότι το μυστήριo του βαπτίσματος και το να γίνει κανείς νονός, είναι απλά μια κοινωνική εκδήλωση.
Ας δούμε λοιπόν: α) Τι είναι ο ανάδοχος (ο νονός ή η νονά) και πότε εμφανίστηκε.
Ανάδοχος είναι το πρόσωπο, άνδρας ή γυναίκα, που στέκεται εγγυητής στην Εκκλησία για την πίστη του βαπτιζομένου και αναλαμβάνει τη φροντίδα μετά το βάπτισμα να τον στερεώνει στην Χριστιανική πίστη.
Ο θεσμός αυτός του αναδόχου εμφανίζεται στη μορφή που γνωρίζουμε για πρώτη φορά τον β΄ αι. Βλέπουμε τα στοιχεία του να υπάρχουν εξ αρχής στη ζωή της Εκκλησίας, όπως μας περιγράφει ο Λουκάς στις Πράξεις των Αποστόλων. Όταν ο Ρωμαίος εκατόνταρχος Κορνήλιος έδειξε την επιθυμία να βαπτιστεί, ο απ. Πέτρος, θεώρησε πολύ βασικό να ρωτήσει τους απεσταλμένους του εκατόνταρχου για το ποιόν του ανθρώπου. Φυσικά όλοι μαζί βεβαίωσαν ότι ήταν δίκαιος, αξιόπιστος, «φοβούμενος τον Θεόν και μαρτυρούμενος από όλον το έθνος των Ιουδαίων» (Πράξ. 10,22).
Ο θεσμός λοιπόν του αναδόχου ξεκινά από μία βασική εκκλησιαστική προϋπόθεση. Ότι ο υποψήφιος πρέπει να είναι εχέγγυος, γνωστός, να έχει δώσει καλή μαρτυρία προς τα έξω, να έχει δηλ. δώσει δείγματα ακεραιότητας και ειλικρινών διαθέσεων για την Χριστιανική πίστη και ζωή, που θα λάβει με το βάπτισμα. Αλλά και η ίδια η πρώτη χριστιανική κοινότητα δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον και θετικό προβληματισμό για τους Εθνικούς, με καλές διαθέσεις, που ζητούσαν να ενταχθούν στην νέα πίστη. Αυτό το βλέπουμε καθαρά στις συζητήσεις της Αποστολικής Συνόδου των Ιεροσολύμων το 49 μ.Χ. αλλά και στις επιστολές του απ. Παύλου.
Από την περιγραφή που εκθέτει ο Λουκάς στο 10 κεφ. των Πράξεων, βλέπουμε την αναγκαία συλλογή πειστικών αποδείξεων πριν από την Κατήχηση και την Βάπτιση. Εμφανίζεται και εδραιώνεται ο ανάδοχος, που θα καθιερωθεί κατά τον β΄ αι. Όπως δηλ. το καθ’ αυτό τελετουργικό της Εκκλησίας μας, ξεκίνησε με ουσιώδη σπερματική μορφή στις πρώτες Χριστιανικές κοινότητες και κατόπιν απλώθηκε σαν «δένδρον ευσκιόφυλλον», το ίδιο συνέβη και με τον ανάδοχο στο θέμα του βαπτίσματος.
Ο πρώτος που κάνει ειδική αναφορά για ανάδοχο είναι ο Τερτυλλιανός στο έργο του (De baptismo). Ακόμα ο Ιππόλυτος Ρώμης παρουσιάζει με ανεπτυγμένη μορφή τον σημαντικότατο ρόλο του αναδόχου, όπως αυτός υπάρχει στην αποστολική παράδοση που κατέχει.
Αυτός όμως που με απαράμιλλο ύφος περιγράφει τη φυσιογνωμία του αναδόχου και άρα την αναγκαιότητά του για το βάπτισμα, δεν είναι άλλος από τον Ιερό Χρυσόστομο.
Όπως γνωρίζουμε, στην αρχή βαπτίζονταν και σε μεγάλη ηλικία, διότι ώριμοι άνθρωποι γνώριζαν το Χριστό και πίστευαν, αλλά και διότι είχε επικρατήσει μια τάση να αναβάλλουν το βάπτισμα, όσοι πίστευαν στο Χριστό, για το τέλος της ζωής τους. Το ελατήριο ήταν ότι, επειδή το βάπτισμα, δεν απαλλάσσει μόνο από την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος [*], αλλά και από τις προσωπικές αμαρτίες, ανέβαλλαν το βάπτισμα, ώστε καθαροί να μεταβούν στην άλλη ζωή. Και αυτός ακόμη ο Μ. Κων/νος, που τόση πίστη είχε δείξει στη ζωή του, το βάπτισμά του το ανέβαλε στις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Μαρτυρείται δε, ότι από τη στιγμή της βαπτίσεώς του μέχρι την ημέρα του θανάτου του, δεν αποχωρίστηκε τον λευκό χιτώνα του Βαπτίσματος. Την τάση όμως αυτή, το να βαπτίζονται δηλ. μεγάλοι, ακριβώς διότι δεν είναι σωστή, δεν την υιοθέτησε η αγία μας Εκκλησία. Γι’ αυτό και πάλι νωρίς εξέλειπε. Φυσικά εξ αρχής υπήρχε και ο νηπιοβαπτισμός. Εφ’ όσον δε επικρατούςε στην αρχαία Εκκλησία και το βάπτισμα των ενηλίκων (μέχρι τον δ΄ αι.), οι ανάδοχοι που εξελέγονταν, ήταν του ίδιου φύλου με αυτόν που θα βαπτίζονταν.
Ήδη είπαμε ότι έργο των αναδόχων ήταν κυρίως η εγγύησις απέναντι στην Εκκλησία, για το ηθικό ποιόν του υποψηφίου προς βάπτιση, η παρακολούθησις στην πνευματική γνώση και πρόοδο και η συμπαράστασις κατά την τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος. Για τους σοβαρότατους αυτούς λόγους, ο ανάδοχος όφειλε να είναι όχι μόνο βαπτισμένος Χριστιανός ο ίδιος, αλλά και ζωντανό και συνειδητό μέλος της Εκκλησίας, να ζει δηλ. συνειδητά τη μυστηριακή και αγωνιστική ζωή του Ευαγγελίου και όχι να είναι μόνο κατ’ όνομα Χριστιανός, όπως δυστυχώς συμβαίνει σε αρκετές των περιπτώσεων.
Μέσα από την Εκκλ. Ιστορία βλέπουμε ότι, κυρίως στη Δύση, μέχρι τον ε΄ αι. ανάδοχοι μπορούσαν να γίνουν και οι ίδιοι οι γονείς του τέκνου που λάμβανε το βάπτισμα. Όμως αυτό απαγορεύθηκε από τις αρχές του θ΄ αι. (Σύνοδος του Mainz 813). Ακόμα, λόγω του ότι ο ανάδοχος θεωρήθηκε ως πνευματικός πατέρας (ή μητέρα) του βαπτιζόμενου, από πολύ νωρίς, εξ’ αιτίας της πνευματικής αυτής συγγένειας, απαγορεύτηκε από την Εκκλησία η τέλεσις γάμου μεταξύ αναδόχου και αναδεκτής και μεταξύ αναδεξαμένης και αναδεκτού. Η Εκκλησία δηλ., που καθοδηγείται από το Άγιο Πνεύμα, θεώρησε την κατά πνεύμα συγγένεια δια του βαπτίσματος, μεγαλύτερη και σοβαρότερη και από αυτήν την κατά σάρκα συγγένεια των συνδεδεμένων προσώπων. Η απαγόρευσις αυτή μάλιστα επεκτάθηκε και σε άλλα μέλη της οικογένειας του αναδεκτού ή της αναδεκτής.
Στο Βυζάντιο, η πνευματική αυτή συγγένεια που προέρχεται μέσω του βαπτίσματος, μεταξύ αναδόχου και αναδεκτού ή αναδεκτής με όλες τις απαγορεύσεις και τις ευθύνες που συνεπάγεται, έχει επικυρωθεί και από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 530. Επίσης πολύ χαρακτηριστικός είναι ο νγ΄ κανόνας της εν Τρούλω Συνόδου, ο οποίος κάνει ειδική αναφορά ακριβώς στην πνευματική συγγένεια που προέρχεται δια του βαπτίσματος.
Και μόνο λοιπόν απ’ αυτό, από την πνευματική δηλ. συγγένεια που δημιουργείται δια του βαπτίσματος, διαφαίνεται καθαρά πόσο μεγάλο πράγμα είναι το να αναλαμβάνει κανείς τον ρόλο του αναδόχου. Για τις βαρύτατες ευθύνες του αναδόχου ο Άγ. Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης τονίζει: Εκ των πρώτων πρέπει να αποδειχθεί, ότι απέχει από κάθε «αθεότητα και αγνωσία του όντως καλού», «ώστε ν’ αξιωθεί δια της ιεράς αυτού μεσιτείας» και «των θείων τυχείν και Θεού». Να αποδειχθεί δηλ. ότι είναι αδιάβλητος ενώπιον του Θεού και ότι η βιοτή και πολιτεία του είναι ένθεος.
Σήμερα που λόγω της μετακίνησης των πληθυσμών και γενικώς της παγκοσμιοποίησης τα δεδομένα έχουν αλλάξει και ώριμοι πλέον άνθρωποι εντάσσονται καθημερινώς στο σώμα της Εκκλησίας, θα πρέπει και πάλι όσοι αναλαμβάνουν το ρόλο και το διακόνημα του αναδόχου, να μελετήσουν σοβαρά τις προϋποθέσεις και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, τις ευθύνες του ρόλου αυτού, και κατόπιν, συνειδητά πλέον, να αποδέχονται την ευθύνη του αναδόχου.
Ας δούμε τώρα: β) Ποιες είναι αυτές οι υποχρεώσεις του αναδόχου; Μετά την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού, οι ανάδοχοι ανεδέχοντο ν’ αναπληρώσουν την φυσική έλλειψη της πίστεως και της μετανοίας στα νήπια, φροντίζοντας μαζί με τους γονείς του νηπίου για την κατά Χριστόν μόρφωση και ανατροφή του. Πράγματι· στην αρχαία Εκκλησία που υπήρχε γνήσιος ζήλος, τότε και μόνο, μετά δηλ. την Ομολογία Πίστεως, ο αρχιερέας τον σφράγιζε με το σημείο του σταυρού και έδινε την έγκριση, ώστε οι ιερείς να τον καταγράψουν ως ανάδοχο στα δελτία της Εκκλησίας, μαζί με τον υποψήφιο για την βάπτιση αναδεκτό του. Οποία τιμή αλλά και ευθύνη για τον ανάδοχο.*** Ας ακούσουμε τον ιερό Χρυσόστομο να μας περιγράφει την προσωπικότητα του αυθεντικού αναδόχου:
Θέλετε να απευθύνουμε τώρα το λόγο στους αναδόχους σας, για να μάθουν και εκείνοι ποιών αμοιβών αξιώνονται, εάν δείξουν για εσάς πολύ φροντίδα και αντιθέτως ποια τιμωρία τους αναμένει αν αμελήσουν; Για να το εννοήσεις σκέψου, αγαπητέ, εκείνους που γίνονται εγγυητές και ανάδοχοι προσώπων που δανείζονται χρήματα, ότι περισσότερο από τον υπεύθυνο και δανειζόμενο, εκείνοι υφίστανται την αγωνία και τον φόβο. Αν δηλ. αυτός που δανείστηκε, φανεί συνεπής, με την συνέπειά του κατέστησε ελαφρό το φορτίο, που ανέλαβε ο εγγυητής. Αν αντιθέτως φανεί αγνώμονας και ασυνεπής, τότε του ετοίμασε τέλεια την καταστροφή. Γι’ αυτό και ένας σοφός συμβουλεύει τα εξής: «Εάν εγγυηθής, ετοιμάσου να πληρώσεις» (Σοφ. Σειράχ η΄, 13). Εάν λοιπόν όσοι αναδέχονται άλλους για χρήματα είναι απολύτως υπεύθυνοι για ολόκληρο το ποσό, περισσότερο είναι υπεύθυνοι εκείνοι που αναδέχονται άλλους και εγγυώνται για πνευματικά θέματα και για την αρετή. Ναι· πολύ ενδιαφέρον πρέπει να επιδεικνύουν γι’ αυτούς που αναλαμβάνουν, προτρέποντάς τους, συμβουλεύοντάς τους, διορθώνοντας τα σφάλματά τους και δείχνοντάς τους πατρική αγάπη.
[Και συνεχίζει ο ιερός πατήρ].
Ας μη νομίζουν αυτοί, ότι το να είναι ανάδοχοι είναι τυπικό και τυχαίο πράγμα, αλλά ας μάθουν καλά, ότι και αυτοί γίνονται συμμέτοχοι της πνευματικής ωφέλειας των αναδεκτών, εάν με τις συμβουλές τους τους χειραγωγήσουν στην οδό της αρετής, και ας γνωρίζουν πάλι ότι αν δείξουν αμέλεια και αδιαφορία, θα επιφέρουν στον εαυτό τους μεγάλη καταδίκη. Γι’ αυτόν τον λόγο και επικρατεί η συνήθεια και πατέρες ή μητέρες πνευματικούς να τους ονομάζουν αυτούς τους αναδόχους, για να μάθουν πόση επιμέλεια πρέπει να δείχνουν για να μορφώνουν πνευματικά όσους αναλαμβάνουν. Διότι, εάν εκείνους που δεν έχουν καμία ιδιαίτερη σχέση με εμάς, πρέπει να τους κινήσουμε τον κύριο ζήλο της αρετής, πολύ περισσότερο οφείλουμε να επιτελέσουμε το καθήκον απέναντι σ’ εκείνον, τον οποίο αναδεχόμαστε ως πνευματικό μας τέκνο. Για τον λόγον λοιπόν αυτόν, μάθετε και οι ανάδοχοι ότι δεν σας απειλεί μικρός κίνδυνος, εάν δείξετε στο καθήκον αυτό αμέλεια (Ι. Χρυσοστόμου, Β΄ Κατήχησις).
Και τίθεται τώρα το ερώτημα: Οι ανάδοχοι σήμερα γνωρίζουν την αποστολή τους; Έχουν συνειδητοποιήσει ότι το καθήκον τους δεν εξαντλείται στο να αγοράζουν ενδύματα και δώρα στα παιδιά που αναλαμβάνουν, αλλά το κύριο και βασικό καθήκον τους είναι να διδάξουν την ορθή πίστη στα πνευματικά τους τέκνα; Γνωρίζουν πρώτα οι ίδιοι την Ορθόδοξη πίστη, και ζουν σωστά οι ίδιοι την Χριστιανική ζωή για να μπορέσουν στην συνέχεια να την μεταδώσουν στις ψυχές που έχουν αναλάβει;
Έχουμε συνειδητοποιήσει ότι αν κάποιος ζει μέσα σε βαριά ηθικά παραπτώματα, αν δεν μετανοήσει και δεν αλλάξει τρόπο ζωής δεν μπορεί να γίνει ανάδοχος;
Κατανοήσαμε ότι όσοι συζούν παράνομα ή έχουν τελέσει τον λεγόμενο πολιτικό γάμο, έχουν αποκόψει τον εαυτό τους από το σώμα της Εκκλησίας και άρα δεν μπορούν και δεν έχουν το δικαίωμα να εγγυηθούν για την ψυχή του άλλου;
Πραγματικά πώς είναι δυνατόν να κατηχήσει μια ψυχή και να την οδηγήσει στην αλήθεια ένας που έχει ξεφύγει από την οδό της αληθείας;
Είναι συγκλονιστικό αλλά και σωτήριο να συνειδητοποιήσει ο ανάδοχος ότι θα δώσει λόγο στον Θεό για την ψυχή ή τις ψυχές που έχει αναλάβει.
Και επειδή έτσι έχουν τα πράγματα, είναι δηλ. τόσο σοβαρή η υπόθεση το να γίνει κανείς ανάδοχος, γι’ αυτό και δεν μπορούν ν’ αναλάβουν τον ρόλο αυτό οι μη Χριστιανοί. Δεν μπορούν να γίνουν ανάδοχοι οι άθεοι και άπιστοι, οι αλλόθρησκοι, οι αιρετικοί, οι σχισματικοί, οι αφορισμένοι, όσοι ανήκουν σε αποκρυφιστικά τάγματα και οργανώσεις και γενικώς όσοι έχουν έκλυτο βίο και έχουν καταδικαστεί για ηθικά παραπτώματα. Ακόμα δεν μπορούν να αναλάβουν το ρόλο του αναδόχου όσοι δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους και γενικώς οι ακαταλόγιστοι, όπως τα μικρά παιδιά, όσοι πάσχουν διανοητικώς κ.λπ. Επίσης δεν μπορούν να γίνουν ανάδοχοι οι γονείς του τέκνου, οι κληρικοί όλων των βαθμών και οι μοναχοί. Μόνο σε ειδικές και έκτακτες περιπτώσεις μπορεί να γίνει εξαίρεσις ως προς τους μοναχούς, κατόπιν όμως αδείας του Επισκόπου και γενικώς της προϊσταμένης εκκλησιαστικής αρχής.***
Είπαμε στην αρχή ότι το θέμα μας δεν είναι αυτό καθ’ εαυτό το μυστήριο του βαπτίσματος, αλλά ο ανάδοχος. Στο σημείο όμως αυτό και σε συνδυασμό με τον ανάδοχο, είναι ανάγκη να πούμε κάποια πράγματα για το βάπτισμα των παιδιών. Και τούτο, διότι μέσα στα τόσα πολλά και παράδοξα της εποχής μας, βλέπουμε και τούτο! Να υπάρχουν δηλ. γονείς που αποκτούν ένα ή και περισσότερα παιδιά, και να αρνούνται να τα βαπτίσουν. Τα αφήνουν να μεγαλώσουν αβάπτιστα με τη δικαιολογία, να μεγαλώσουν και αν μόνα τους το ζητήσουν, τότε τα βαφτίζουμε. Έτσι υπάρχουν σήμερα παιδιά οικογενειών, κυρίως σε μεγάλες πόλεις, που πηγαίνουν στο σχολείο, και όμως δεν έχουν δεχθεί την χάρη του αγίου μυστηρίου. Προχωρούν μάλιστα οι γονείς και δίνουν όνομα στο παιδί τους ή στα παιδιά τους, χωρίς όμως αυτά να περάσουν από τα αγιασμένα ύδατα της κολυμβήθρας.
Βέβαια στο «επιχείρημα» των γονέων ότι τ’ αφήνουν να μεγαλώσουν και εάν μόνα τους το ζητήσουν, τότε θα τα βαφτίσουν, θα μπορούσε κανείς να απαντήσει ότι αν θέλουν να είναι συνεπείς με τη θεωρία τους, τότε δεν θα πρέπει ούτε στον ιατρό, ούτε στον παιδικό σταθμό, ούτε στο νηπιαγωγείο, ούτε στο σχολείο να τα πάνε, αν δεν μεγαλώσουν και δεν το ζητήσουν μόνα τους και γενικώς τίποτε να μην προσφέρουν στα τέκνα τους αν τα ίδια δεν συνειδητοποιήσουν απολύτως κάτι και δεν το ζητήσουν μόνα τους…
Αλήθεια, τι συμβαίνει με αυτούς τους γονείς; Είναι βέβαιο ότι στην καρδιά τους έχει περάσει η απιστία. Δεν πιστεύουν στο μυστήριο και τη μεγάλη του ωφελιμότητα. Και δεν είναι μόνο όσοι καλύπτουν τη σχέση τους με τον πολιτικό γάμο, που συνήθως ενεργούν με πράξεις που είναι αντίθετες με την Χριστιανική ζωή, είναι, δυστυχώς, και κανονικά στεφανωμένοι σύζυγοι, που όμως επηρεασμένοι από αθεϊστικές ιδεολογίες και από ένα νέο τρόπο ζωής που προβάλλεται κατά κόρον στα Μ.Μ.Ε., καταλήγουν στην απόφασή τους αυτή, με αποτέλεσμα να ζημιώνονται τα ίδια τους τα παιδιά και φυσικά ολόκληρη η οικογένεια… Δεν αποκλείεται όμως η στάση αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις να στηρίζεται και σε άγνοια, γι’ αυτό είναι ανάγκη να επισημανθούν κάποιες αλήθειες που διαφωτίζουν όσους αγνοούν τα πράγματα και διαθέτουν αγνή και ειλικρινή διάθεση.
Όπως τονίσαμε, εξ αρχής υπήρχε, αλλά κυρίως από τον δ΄ αι. είχε επικρατήσει σε ολόκληρη την Εκκλησία ο νηπιοβαπτισμός, δηλ. οι γονείς να βαπτίζουν τα τέκνα τους όταν αυτά βρίσκονται στην νηπιακή ηλικία. Βεβαίως τα νήπια δεν είναι σε θέση να εννοήσουν τι τους προσφέρεται με το άγιο βάπτισμα, ώστε συνειδητά να μετέχουν στο άγιο μυστήριο. Όμως είναι το ίδιο βέβαιο ότι η χάρις του Θεού ενεργεί εκεί όπου δεν υπάρχει αντίσταση και άρνηση. Φυσικά το νήπιο δεν προβάλλει καμία άρνηση στη χάρη του μυστηρίου, και επομένως η χάρις ενεργεί και φέρνει τα θαυμαστά αποτελέσματα που προσφέρει το Βάπτισμα. Αυτός που ενδιέτριψε περισσότερο στο θέμα του νηπιοβαπτισμού είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος ρωτάει τους γονείς: «Νήπιον έστι σοι;» Σου έδωσε ο Θεός παιδάκι; Βάπτισέ το. «Μη λαβέτω καιρόν η κακία». Πρόσεξε· μη το αφήνεις αβάπτιστο. «Εκ βρέφους αγιασθήτω, εξ ονύχων καθιερωθήτω τω Πνεύματι». Από τη βρεφική του ηλικία ας αγιασθεί· από πολύ μικρό ας καθιερωθεί με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Στρεφόμενος δ’ προς εκείνους οι οποίοι κρατούσαν ακόμα τα ειδωλολατρικά έθιμα, προσθέτει: «ουδέ δεί σοι περιαμμάτων και επασμάτων, οις ο πονηρός συνεισέρχεται, κλέπτων εις εαυτόν από του Θεού το σέβας, εν τοις κουφοτέροις. Δος αυτώ την Τριάδα, το μέγα και καλόν φυλακτήριον». Δηλ. δε σου χρειάζονται τραγούδια και επωδές και φυλαχτά (εννοεί ο άγιος, όσα από ειδωλολατρικές συνήθειες είχαν εισβάλει σε χριστιανικές οικογένειες), διότι μαζί με αυτά μπαίνει ο πονηρός. Αυτός ο πονηρός, κλέβει από τον Θεό και κάνει δικό του το σεβασμό που ανήκει στον Κύριο. Αυτά γίνονται από τους ολιγόμυαλους και κούφιους. Δώσε στο παιδί σου την Τριάδα, που είναι το μεγάλο και καλό φυλακτήριο.
Αυτά τα τόσο σοφά λόγια κηρύττει σε όλους τους Χριστιανούς γονείς ο μεγάλος αυτός Θεολόγος άγιος Γρηγόριος. Άλλωστε στο έργο αυτό του συνδέσμου του παιδιού με τον Θεό, έχουν οριστεί μαζί με τους γονείς και οι ανάδοχοι. Να βοηθήσουν δηλ. τον βαπτιζόμενο να εξελιχθεί σ’ έναν καλό και συνειδητοποιημένο Χριστιανό. Εδώ ακριβώς στηρίζεται και ο νηπιοβαπτισμός, στην πίστη δηλ. των γονέων και του αναδόχου.
Είναι λοιπόν ανάγκη να βαπτίζονται τα νήπια των γονέων που δεν έχουν απορρίψει συνειδητά την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη. Είναι ανάγκη, διότι μεγάλα και θαυμαστά είναι τα αποτελέσματα του αγίου βαπτίσματος σ’ αυτόν που λαμβάνει τη χάρη του μυστηρίου είτε συνειδητά, όταν είναι μεγάλος, είτε ασυνείδητα, όταν βρίσκεται στη νηπιακή του ηλικία. Όπως μας διδάσκει η Ορθόδοξη δογματική μας διδασκαλία, στο άγιο βάπτισμα συντελείται αναγέννησις, βαθειά και ριζική αλλοίωσις και μεταβολή της ανθρωπίνης φύσεώς μας. Αναγέννησις, πραγματική παλιγγενεσία, την οποία ο ίδιος ο Κύριός μας χαρακτήρισε ως «γέννησιν εξ ύδατος και Πνεύματος». Εάν αυτή δεν συντελεσθεί κατά το άγιο βάπτισμα, δεν μπορεί ο άνθρωπος να εισέλθει στη Βασιλεία των ουρανών. Αυτή ακριβώς την αλήθεια εκφράζει και ο ιερόςΚύριλλος Ιεροσολύμων στην τρίτη μυσταγωγική του κατήχηση, που με πολύ πόνο διακηρύττει, εκφράζοντας τη φωνή της Εκκλησίας, ότι «ει τις μη λάβη βάπτισμα, σωτηρίαν ουκ έχει». Όποιος δηλ. δεν λάβει το άγιο βάπτισμα, δεν μπορεί να σωθεί. Και προσθέτει: Μπορεί κανένας να είναι εκ φύσεως αγαθός, καλόγνωμος στις εκδηλώσεις του και τα καθημερινά του έργα. Όμως εάν δεν λάβει τη σφραγίδα του ύδατος, δηλ. δεν βαπτισθεί, «ου δύναται εισελθείν εις την Βασιλείαν των ουρανών».***
Αλλά να προσθέσουμε και τούτο. Πόσα νήπια κινδυνεύουν αρκετές φορές είτε από ασθένειες είτε από ατυχήματα, να φύγουν από τη ζωή αβάπτιστα; Πόσοι κίνδυνοι παραμονεύουν καθημερινώς μικρούς και μεγάλους; Τόσο υλικοί όσο και πνευματικοί. Και πόσο προσπαθεί ο διάβολος να προσβάλει και να ρίξει τον άνθρωπο στην αμαρτία και μάλιστα σε θανάσιμα αμαρτήματα…
Όλα αυτά λοιπόν θα πρέπει μαζί με τους γονείς να τα γνωρίζει και ο ανάδοχος και να προσπαθεί, αφού πρώτα ο ίδιος ζει τη ζωή της πίστεως, να μεταλαμπαδεύσει αυτή τη ζωή της χάριτος στο πνευματικό του τέκνο. Ναι· και θα του κάνει τα δώρα του και θα ενδιαφερθεί για την πρόοδό του στα μαθήματα και γενικώς στη ζωή και θα βοηθήσει και υλικώς αν χρειασθεί και αν υπάρχει εκ μέρους του αναδόχου και οικονομική δυνατότητα, αλλά κυρίως δεν θα πρέπει να λησμονεί ποτέ μα ποτέ ότι ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ο ανάδοχος είναι υπεύθυνος και τελικώς θα του ζητηθεί και λόγος.
Να δώσει ο Άγιος Θεός όσοι έχουν την ευλογία να είναι ανάδοχοι και όσοι θα γίνουν ανάδοχοι να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος του έργου τους, όχι βέβαια για να αποθαρρυνθούν, αλλά για να ξεκινήσουν και να ολοκληρώσουν σωστά το μεγάλο αυτό έργο του στηριγμού και της χριστιανικής κατηχήσεως των ψυχών που τους εμπιστεύονται οι γονείς και η Εκκλησία μας.
*Σημείωση: Στην Ορθόδοξη Θεολογία δεν δεχόμαστε πως ο άνθρωπος κληρονομεί κυριολεκτικά την «ενοχή» του Προπατορικού αμαρτήματος, αλλά τις επιπτώσεις του…
Από:http://www.oodegr.com/oode/orthod/praktikes/anadoxos_1.htmhttp://blogs.sch.gr/kantonopou/2010/07/05
Πηγή εἰκόνας:
Ἱ. Ἡσ. Ἀνάστασις Χριστοῦ-Ἐμμαούς Print this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου