Απόσπασμα από το βιβλίο «Στάρετς Σάββας Ο Παρηγορητής»
π.Ιωάννου Φωτόπουλου
Ἡ ἀγάπη εἶναι τό μεγαλύτερο καί ἀνώτερο ἀπό ὅλα τά ἀγαθά.
Αὐτή ἐλαφρώνει ἐμᾶς ἀπό ὅλα τά βάρη καί μᾶς δίνει τή δύναμη νά ὑπομείνουμε τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς.
Ἡ ἀγάπη δέ γνωρίζει ὅρια, ὅλα τά ἀγκαλιάζει.
Δέν ὑπάρχει τίποτε γλυκύτερο τῆς ἀγάπης, τίποτε πιό δυνατό, πιό ὑψηλό, πιό πλατύ πιό τερπνό, πιό τέλειο ἤ καλύτερο, οὔτε στόν οὐρανό, οὔτε στή γῆ, διότι ἡ ἀγάπη γεννᾶται ἀπό τό Θεό καί μπορεῖ νά βρεῖ ἀνάπαυση μόνο στό Θεό.
Ἡ μέγιστη ἐντολή στό νόμο τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ
ἀγάπη: «ἀγαπήσει Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδιάς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου»(Μαρκ.12,30)
«Ἐάν τίς ἀγαπᾶ με , τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ΄αὐτῷ ποιήσομεν»(Ἰω.14,23).
Ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό ἐξυψώνει τήν ψυχή καί ἡ ψυχή, ἀφοῦ ἀγαπήσει τό Θεό, ἐπιδιώκει τά ὑψηλότερα καί τελειότερα καί δέν κρατεῖται ἀπό τίποτε το γήινο.
Ἡ ἀγάπη εἰλικρινής, εὐφρόσυνη, χαρούμενη, μέ εύσέβεια, μέ ὑπομονή, μέ πιστότητα, μέ φρόνιση, μέ μεγαλοψυχία, μέ ἀνδρεία, ποτέ δέ ζητᾶ τά δικά της, γιατί ὅποιος ἀρχίσει νά
ζητᾶ τά δικά του, τότε δέν ἀγαπᾶ.
Ἡ ἀγάπη μέ περίσκεψη, ταπεινή, μέ εὐθύτητα, χωρίς μαλθακότητα, χωρίς ἐπιπολαιότητα,
δεν ἐπιδιώκει τά μάταια, εἶναι νηφάλια, ἁγνή, ἥσυχη, ἄγρυπνη πάνω στίς αἰσθήσεις της.
δεν ἐπιδιώκει τά μάταια, εἶναι νηφάλια, ἁγνή, ἥσυχη, ἄγρυπνη πάνω στίς αἰσθήσεις της.
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὑπάκουη καί εὐπειθής παραδομένη στό Θεό καί εὐγνώμων σ’ Αὐτόν. Δέν παύει νά ἐλπίζει σ’ Αὐτόν, ἀκόμη κι ὅταν ἐγκαταλείπεται, γιατί ἡ ἀγάπη ὑποβάλλεται σέ
δοκιμασία.
Ὅποιος ἀγαπᾶ, ἐκεῖνος γιά τόν Ἀγαπημένο το πρέπει νά ὑπομένει μέ χαρά ὅλες τίς συμφορές καί τίς λύπες καί, σ’ ὁποιαδήποτε δυστυχία καί ἄν πέσει, δέν ἀπομακρύνεται
ἀπ΄Αὐτόν. Ὅποιος δέν εἶναι ἐτοιμος νά κάμει ὑπομονή καί νά παραδώσει τόν ἑαυτό τού στό θέλημα τοῦ Ἀγαπημένου, ἐκεῖνος δέν εἶναι ἄξιος νά ὀνομάζεται ἀγπημένος τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος ἀγαπᾶ τό Θεό, ἐκεῖνος ἀδιαλείπτως τόν σκέπτεται:
«Ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἠ καρδία
ὑμῶν» (Ματθ. 6,21)
Ἡ ἀγάπη στό Θεό πυρπολεῖ τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἀνάμνηση τῶν εὐεργεσιῶν του πού ἐκχέονται στό ἀνθρώπινο γένος, καί γενικά ἀλλά καί ἐπιμέρους, προσωπικά στόν καθένα. Καί ποιός δέν ἀγαπᾶ τούς εὐεργέτες του;
Στόν ἄνθρωπο εἶναι χαρακτηριστικό νά ἀγαπᾶ κάθε ὡραῖο ἀπό τά δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Πῶς νά μήν ἀγαπήσει τόν ἴδιο τό Δημιουργό;
Πρέπει μέ προθυμία νά προσευχόμαστε στό Πανάγιο Πνεῦμα γιά νά μᾶς χαρίσει τό οὐράνιο δῶρο, τή θεία ἀγάπη, ἡ ὁποῖα ἐκχέεται στίς καρδιές μας μόνο διά τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος (Ρωμ. 5,5) .
Ὅποιος ἑλκύεται ἀπό τίς ἁμαρτίες καί δέν ἐναντιώνεται σ’ αὐτές, σ’ αὐτόν δέ θά δεῖς γνωρίσματα τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό. Ὅποιος ὅμως ἀγαπᾶ τό Θεό μέ ὅλη τήν καρδιά του,
ἐκεῖνος, προτιμώντας ἀπό ὁτιδήποτε στόν κόσμο τό Θεό, ἀπό τήν ἀγάπη Του πρός Αὐτον ἐγκαταλείπει καί πλοῦτο καί δόξα καί ἡδονές καί ὅλη τή γοητεία τοῦ κόσμου καί
ἀπομακρύνεται ἀκόμη καί ἀπό τούς πλησίον του, ἄν τόν ἐμποδίζουν ἀπό τη σωτηρία τῆς ψυχῆς του: «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ.10,37)
Ὅποιος ἀληθινά ἀγαπᾶ τό Θεό, ἐκεῖνος πορσπαθεῖ σέ ὅλα νά τηρεῖ τό θέλημά Τού, φοβούμενος νά λυπήσει τό Θεό ὄχι μόνο μέ τήν παράβαση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ στήν πράξη,
ἀλλά ἀκόμη καί μέ τόν ἁμαρτωλό λόγο ἤ τό λογισμό.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι σάν τό κρασί πού εὐφραίνει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου (Ψαλμ.103,15). Δοκίμασαν αὐτό τό θεῖο ποτό οἱ ἀκρατεῖς κι ἔγιναν δίκαιοι΄ τό δοκίμασαν οἱ
πλούσιοι καί πόθησαν τήν πτωχεία΄ τό δοκίμασαν οἱ ἄσωτοι καί ἔγιναν σώφρονες΄ τό δοκίμασαν οἱ ἀδύναμοι κι ἔγιναν ἀνίκητοι΄ τό δοκίμασαν οἱ ἀμαθεῖς καί ἐσοφίσθησαν΄ τό
δοκίμασαν οἱ θλιμμένοι καί εὐράνθηκαν33 .(33Ἡ παράγραφοςαὐτή εἶναι παραλλαγή ἀποσπάσματος ἀπό τον 72ο (83ο τῆς ρωσικῆς μεταφράσεως) Λόγο τοῦ Ἀββᾶ Ἱσαάκ τοῦ Σύρου.)
Τά δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τά ὁποῖα ἐκχέονται σέ ὅσους ἀγαποῦν τό Θεό εἶναι ἀναρίθμητα. Καί ὅσοι ἀξιώνονται νά τά λάβουν ὀνομάζονται ὄχι μόνο τέκνα τοῦ
Θεοῦ ἀλλά καί φίλοι Του.
Ἀπό ὅλες τίς ἀρετές μας ἠ ἀγάπη εἶναι ἡ πιό εὐάρεστη στό Θεό ἐπειδή σ’ αὐτήν ἔχουμε τήρηση ὅλου τοῦ νόμου: «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ….» (Α’Κορ.13,4-8).
Ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό μπορεῖ νά ἀνάψει στήν ψυχή μόνο μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἕως ὅτου ὁ ἄνθρωπος ἀγαπήσει τό Θεό μέ ὅλη τή δύναμή του καί προσκολληθεῖ σ’ Αὐτόν μέ ὅλη του τήν καρδιά, μέχρι τότε δέν τοῦ χαρίζεται ἀνάπαυση ἀπό τό Θεό.
Ἀγάπη εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός!
Ὅποιος ἀπό τούς θνητούς ἀξιώθηκε τοῦ ὑψηλότατου δώρου τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνος μόνο μέ τό σῶμα παραμένει στη γῆ, ἐνῷ ἡ μακαρία του ψυχή βρίσκεται στά οὐράνια σκηνώματα καί εὐφαραίνεται διά τῆς μακαρίας κοινωνίας μέ τόν οὐράνιο Παράκλητο, ὅπως ἡ νύφη μέ τό Νυμφίο της.
Δεύτερη ἐντολή, ὅμοια μέ τήν πρώτη τῆς ἀγάπης πρός τό Θεό, εἶναι ἡ ἐντολή τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον:
«ἀγαπήσεις τον πλησίον σου ὡς ἑαυτόν» (Ματθ.22,39). Σ’ αὐτές τις δύο ἐντολές βασίζονται ὅλος ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί ὅλες οἱ προφητεῖες.
Τήν ἀγάπη πού δείχνουμε στόν πλησίον, ὁ Κύριος τήν καταλογιζει στόν Ἑαυτό Του καί γιά ἐκείνην τήν ἀγάπη μᾶς ἀξιώνει τῆς αἰωνίου μακαριότητος. Γι’ αὐτό μᾶς διαβεβαιώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: «Ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισεῖ, ψεύστης ἐστίν, ὁ γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφό ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἑώρακε
πῶς δύναται ἀγαπᾶν;» (Α΄Ἰω.4,20).
Πόσο εὐάρεστη εἶναι στό Θεό ἡ πρός ἀλλήλους ἀγάπη!
«Ἐν τούτῳ γνώσκονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχετε ἐν ἀλλήλοις (Ἰω.13,35).
Σέ ὅποιον ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖνος κανέναν καί ποτέ δεν ἀποστρέφεται.
«Ὁ άγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτί μένει, και σκάνδαλον ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν΄ ὁ δέ μισῶν τόν ἀδελφό αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καί οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει, ὅτι ἡ
σκοτία ἐτύφλωσε τούς ὀφθαλμούς αὐτοῦ»(Α΄Ἰω.2,10-11).
Γιά τούς μισανθρώπους ὁ Ἅγιος Εὐαγγελιστής προφέρει τά ἑξῆς φοβερά λόγια: «Πᾶς ὁ μισῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί». (Α΄Ἰω.3,15).
Ἡ ἀγάπη ἠρεμεῖ καί πλαταίνει τήν καρδιά, τή ζωογονεῖ, ἐνῶ τό μῖσος τή βασανίζει, τή στενοχωρεῖ καί τῆς δημιουργεῖ ἀνησυχία.
Ὅποιος μισεῖ τούς ἄλλους, ἐκεῖνος βασανίζει καί τυραννεῖ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Εἶναι ὁ πιό ἀνόητος τῶν ἀνοήτων.
Ἀγάπησε τόν κάθε ἄνθρωπο, παρ΄ὅλες τίς ἁμαρτίες του.
Ὅλοι εἴμαστε ἔνοχοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη τή θεία εὐσπλαχνία. Γι΄ αὐτό, ἀγαπώντας ὁ ἕνας τόν ἄλλο, πρέπει νά ὑπομένουμε ὁ ἔνας τόν ἄλλο καί νά
συγχωροῦμε τά λάθη που κάνουν οἱ ἄλλοι εἰς βάρος μας. Ἐκ τοῦ πλησίον σου ἐξαρτᾶται ἡ σωτηρία σου.
«Τεκνία μου, μή ἀγαπῶμεν λόγῳ, μηδέ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ έν ἔργῳ καί ἀληθείᾳ»(Α΄Ἰω.3,18).
Πρόσεχε μέ κάθε τρόπο τήν καρδιά σου, δηλαδή τήν εἰλικρίνεια τῆς καρδιᾶς σου, τήν ἱκανότητα νά συναισθάνεσαι τούς πλησίον σου στίς χαρές καί τίς λύπες τους καί σάν
θανατηφόρο δηλητήριο ἀπόφυγε την ψυχρότητα καί τήν ἀδιαφορία στίς διάφορες δυστυχίες καί συμφορές, στίς ἀρρώστειες καί τίς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων, διότι μέ τή συναίσθηση ἐκφράζεται ἡ ἀγάπη καί ἡ χριστιανική καλωσύνη.
Καί ξέρουμε ὅτι μέσα στήν ἀγάπη βρίσκεται ὅλος ὁ θεῖος νόμος.
ψηφιοποίηση κειμένου Κατερίνα.
http://anavaseis.blogspot.com/2010/05/blog-post_8263.html#more
Print this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου