1)Ἡ ζωή στήν Ἐκκλησία.
Α) Ἡ ζωή στήν Ἐκκλησία εἶναι ζωή ἐν τῷ Πατρί καί ἐν τῷ Υἱῷ καί ἐν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι.
Ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι ζωή ἐν τῆ Ἁγίᾳ Τριάδι. «Στήν Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός ἑνωμένος μέ τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί μέ τόν Πατέρα καί μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα» θεολογεῖ ὁ π. Πορφύριος· καί συνεχίζει: «Ἡ Ἁγία Τριάδα καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα»[1]. Ὅταν ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, ζοῦμε τόν Χριστό, ἀλλά καί τόν Πατέρα καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Τό πῶς γίνεται αὐτό, δέν μποροῦμε μόνοι μας νά τό προσεγγίσουμε. Μᾶς τό διδάσκει τό Ἅγιο Πνεῦμα. Εἶναι μυστήριο ἡ Πνευματική ζωή. Ἡ ζωή ἐν Χριστῷ «εἶναι πολύ λεπτό θέμα»[2], ἔλεγε ὁ Γέροντας. Εἶναι ἡ ἁγιοπνευματική ζωή. Εἶναι ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ὁ τρόπος, πού τή ζοῦμε εἶναι Πνευματοδίδακτος, μυστικός, ἀκατάληπτος καί ὑπέρλογος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο, πού μᾶς ἀποκαλύπτει τόν Χριστό καί τήν ἐν Χριστῷ ζωή. «Ἔσονται πάντες διδακτοί Θεοῦ»[3], λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ.
Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Αὐτό, πού μᾶς διδάσκει καί μᾶς καθοδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν»[4]. Tό Ἅγιο Πνεῦμα, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, μᾶς καθοδηγεῖ στό πιστευτέον (δόγμα) καί στό πρακτέον (ἦθος), ἀποκαλύπτοντάς μας τό γνήσια ὀρθόδοξο δόγμα καί ἦθος. Ὁ π. Πορφύριος, Πνευματέμφορος διδάσκαλος, δίδασκε τά ἴδια μέ τούς παλαιότερους ἁγίους Πατέρες, ἐπειδή «ἄκουγε», ὅπως καί αὐτοί, τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα, πού τόν δίδασκε μυστικά μέσα του. Διηγεῖται πνευματικό του παιδί[5]: «Ὅταν διαβάζω ἀσκητικά βιβλία, σημειώνω μέ ἔκπληξη στό περιθώριο: αὐτό τό εἶπε ἀκριβῶς ὁ γέροντας ἤ τό ἔπραττε στήν ζωή του»[6], παρόλο πού ὁ Γέροντας δέν εἶχε μελετήσει τούς Ἁγίους Πατέρες.
Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας σοφίζονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Γέροντας εἶχε αὐτήν τήν Θεία σοφία . Ἄν καί δέν εἶχε ἐγκύκλιες σπουδές, ὅμως ἔκανε θαυμαστές ἁγιοπνευματικές ἀναλύσεις, στά ἁγιογραφικά καί στά πατερικά κείμενα. Διηγεῖται ἄλλο πνευματικό του παιδί: «Στή... συνάντηση, πού εἶχα μαζί του, ἄρχισε νά μοῦ λέει αὐτολεξεί, ὁλόκληρα ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰωάννου τῆς Κλίμακος! Ἦταν καταπληκτικός! Ἡ δέ ἑρμηνεία, πού ἔδιδε, δέν ἦταν μόνον αὐθεντική, ἦταν καί διασταλτική! Ἀπό κάθε λέξη ἔβγαζε καί ἕνα βαθύ νόημα, πού ξεπερνοῦσε κατά πολύ τήν γραμματική της ἑρμηνεία! Ἐγώ, μέ πολύ μεγάλη δυσκολία τόν παρακολουθοῦσα! Ἐάν δέν ντρεπόμουν, θά… τὄβαζα στά πόδια! Καί ἐκεῖνος, σάν νά τό ἔκανε σκοπίμως… ἐξακολουθοῦσε νά μέ βομβαρδίζει μέ ὁλόκληρες περικοπές καί νά δίδει τέτοιες σοφές ἑρμηνεῖες, πού κυριολεκτικά, μέ ἄφηνε ἄφωνο!»[7].
Ἡ ζωή μας μές στήν Ἐκκλησία, εἶναι ζωή ἐν τῷ Χριστῷ καί γιά τόν Χριστό. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παντοδύναμος καί Παντογνώστης Κύριος, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι στήν Ἐκκλησία, ἄν δέν εἶσαι μέ τόν Χριστό, τόν Νυμφίο, τόν «κάλλει ὡραῖο»[8]. «Νυμφίος, ὁ Χριστός, νύμφη, ἡ καθεμία ψυχή»[9], συνήθιζε νά λέγει ὁ Γέροντας. Ὅποιος ζεῖ μέ τόν Χριστό, ἔλεγε πάλι, «γίνεται ἕνα μαζί Του, (ἕνα) μέ τήν Ἐκκλησία Του»[10]. Ζεῖ μιά τελείως διαφορετική ζωή ἀπό τούς ἄλλους.
Ἡ ζηλευτή καί ἄγνωστη γιά τόν κοσμικό ἄνθρωπο ἁγιοπνευματική ζωή , ἡ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ζωή, «εἶναι», ὅπως ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, «χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση»[11].
Αὐτή ἡ βίωση εἶναι μία συνεχής δυναμική ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστιανός ἀναζητᾶ συνεχῶς καί πρωτίστως αὐτήν τήν «Βασιλεία» ἡ ὁποία, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος, «ἐντός ἡμῶν ἐστίν»[12]. Ἐπιδιώκει μέ κάθε τρόπο ὁ πιστός νά ἐπιτύχει αὐτό καί μόνο: τό νά κυριαρχήσει, τό νά βασιλεύσει ὁ Χριστός μέσα του. Ὅταν ἀρνηθοῦμε τήν «διακυβέρνηση» τῆς ὕπαρξής μας ἀπό τό ἐγωιστικό θέλημά μας, ὅταν ξεπεράσουμε τήν ψυχρή λογικοκρατία μας, ὅταν ζήσουμε τό ὑπέρλογο (καί ὄχι παράλογο) μυστήριο τῆς πίστεως, ὅταν ἐμπιστευθοῦμε τήν διακυβέρνηση τῆς ὕπαρξής μας στόν Χριστό, τότε, πράγματι «ἔρχεται μέσα μας ὁ Χριστός κι’ ἐμεῖς εἴμαστε μέσα Του»[13] ἔλεγε ὁ Γέροντας.
Ὁ Χριστός μᾶς προετοιμάζει, μᾶς ἀξιώνει νά εἰσέλθουμε στήν Βασιλεία Του, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἐκεῖνος μᾶς γνωρίζεται καί μᾶς «μεταμορφώνει», δίνοντάς μας «ἔνδυμα γάμου», ἄν δεῖ ὅτι ὑπάρχει μέσα μας ἡ διάθεση νά ταπεινωθοῦμε καί νά Τόν ἀγαπήσουμε. Ἐκεῖνος μᾶς καθιστᾶ ἄξιους τῆς Βασιλείας του. Αὐτό ὑποδηλώνει ὁ Γέροντας, ὅταν γράφει στήν πνευματική διαθήκη του, ὅτι εὔχεται ν’ἀγαπήσουμε τά πνευματικά του παιδιά τό Θεό, πού εἶναι τό πᾶν, «γιά νά μᾶς ἀξιώσει (ὁ Θεός) νά μποῦμε στήν ἐπίγειο ἄκτιστη Ἐκκλησία Του, γιατί ἀπ’ ἐδῶ πρέπει ν’ἀρχίσουμε»[14]. Κριτήριο τοῦ ἄν ἀγαπᾶ ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό εἶναι τό ἄν τηρεῖ τίς ἐντολές Του[15]. Ἡ εἴσοδος στήν Ἐκκλησία εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ (καί ὄχι κατόρθωμα τοῦ ἀνθρώπου), σ’ αὐτούς πού τηροῦν τίς ἐντολές Του. Αὐτοί ἀποδεικνύουν ἔμπρακτα ὅτι Τόν ἀγαποῦν.
Ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία ἀρχίζει μέ τό Ἅγιο Βάπτισμά μας. Ἄν ὅμως δέν προσέξουμε, μπορεῖ νά ἀποκοποῦμε ἤ νά βρεθοῦμε σέ μία προβληματική σχέση μ’ Αὐτήν, ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μας[16]. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς γεννᾶ, μᾶς ζωοποιεῖ, μᾶς ἀναγεννᾶ καί μᾶς τρέφει. «Τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας», τόνιζε ὁ Γέροντας, «τρέφεται, ἁγιάζεται, ζεῖ μέ τόν Χριστό»[17]. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίνει τήν «ἐν Χριστῷ ὕπαρξη» (Μυστήριο τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος). Μᾶς δίνει ἐπίσης τήν ζωή, τήν κίνηση καί τήν ἐνεργοποίηση αὐτῆς τῆς «ὕπαρξης», διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Μυστήριο τοῦ ἁγίου Χρίσματος). Μᾶς φροντίζει τέλος, γιά νά συντηρήσουμε αὐτήν τήν «ὕπαρξη», τρέφοντάς μας μέ τήν τεθεωμένη Σάρκα καί τό τεθεωμένο Αἷμα τοῦ Θεανθρώπου ( Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας)[18]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν προσέξει καί μολύνει τήν ψυχή του μέ ἁμαρτίες- δυστυχῶς αὐτό συμβαίνει πάντα- ἡ Ἐκκλησία σέ συνεργασία μαζί του, τόν ἀναγεννᾶ πάλι διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Μυστήριο τῆς Μετανοίας)[19].
Στήν Ἐκκλησία, ζώντας ἀσκητικά καί μυστηριακά, μετανοοῦμε καί θανατώνουμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν παλαιό ἄνθρωπο.Ὅταν νεκρωθεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»[20], τότε ὁ Χριστιανός «δέν δίδει σημασία στόν διάβολο οὔτε καί στό κακό»[21] τόνιζε ὁ π. Πορφύριος. Γίνεται ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης. «Ἐκεῖνο πού τόν ἀπασχολεῖ» τότε, δίδασκε ὁ Γέροντας, «εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία στόν Χριστό καί (ἡ ἀγάπη) στόν συνάνθρωπό του»[22]. Ἀπομακρύνεται τότε κάθε φόβος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη διώχνει τόν φόβο καί φέρνει τήν εἰρήνη καί τή χαρά. Ὁ γέροντας Πορφύριος, ζώντας μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, εἶχε διαπιστώσει ἐμπειρικά αὐτό, πού γράφει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής, ὅτι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον»[23]. Γι’ αὐτό λέγει σέ μιά ἠχογραφημένη συνομιλία του μέ ἔμφαση καί μέ μία γεμάτη πραότητα βεβαιότητα: «Ὁ φίλος, ὁ ἀδελφός (ἐνν. ὁ Χριστός)…! Πῶς τό φωνάζει αὐτό ὅμως…! Καί πόσο…! Τί βάθος κρύβεται μέσα σ’ αὐτό…! Πολύ βάθος! Δηλαδή εἶναι τό θάρρος, δέν θέλει τό φόβο ὁ Χριστός, δέν τόνε θέλει τό φόβο». Ἔχει πεῖ σχετικῶς ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης, «ὁ δέ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ»[24]. Ἄρα καί ἡ ἐμπιστοσύνη, τό θάρρος, ἡ καλή παρρησία εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης[25].
Μέσα στήν Ἐκκλησία ξεπερνᾶμε τόν φόβο τοῦ θανάτου· ἔχουμε τήν βεβαιότητα τῆς ἀθανασίας. Πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα θυμᾶται, τί ἔλεγε ὁ Γέροντας σχετικά μέ τόν θάνατο: «Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Δέν ὑπάρχει θάνατος. Δέν εἶναι παρά ἡ «γέννησίς μας στήν ἄλλη ζωή». Τότε (διηγεῖται αὐτό τό πνευματικό του παιδί) ἦρθε στή μνήμη μου αὐτό, πού ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής λέει γιά τόν θάνατο: Ὅπως τό κυοφορούμενο γιά νά ζήσει, ὅταν γεννηθεῖ, πρέπει νά τελειοποιήσει μέσα στή μήτρα τῆς μητέρας του, ὅλα τά σωματικά ὄργανα, ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος γιά νά ζήσει στήν ἄλλη ζωή, ὅταν θά γεννηθεῖ σ’ αὐτήν, διά τοῦ θανάτου, πρέπει νά τελειοποιήσει ὅλα τά πνευματικά του ὄργανα. Ἀλλοιῶς θά πεθάνει· κι’ αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός θάνατος»[26]. Ἡ νίκη πάνω στό θάνατο, ἡ αἴσθηση καί ἡ βεβαιότητα τῆς ἀθανασίας, εἶναι ἕνα βίωμα «κοινό σέ ὅλους τούς ἁγίους καί στό γέροντα Πορφύριο. Λέγει στήν προαναφερθεῖσα ἠχογραφημένη συνομιλία του: «Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ πρέπει ν’ ἀγαπήσει τό Χριστό, κι ὅταν ἀγαπήσει τό Χριστό ἀπαλλάττεται ἀπ’ τό διάβολο, ἀπό τήν κόλαση καί ἀπό τό θάνατο»[27]. «Δέν εἶναι αὐτά λόγια εἰπωμένα ἀπό κάποιον πού συνέλαβε αὐτή τήν ἀλήθεια μέ τήν σκέψη του. Εἶναι λόγια βγαλμένα ἀπό ἕνα ἀληθινό προσωπικό βίωμα καί γι’ αὐτό ἔχουν τήν ἀξία μαρτυρίας αὐτόπτου μάρτυρος»[28].
Ζώντας στήν Ἐκκλησία ἀπαλλασσόμαστε ἀπό κάθε ἄλλη φοβία, ἀνασφάλεια καί ἄγχος. Οἱ θλίψεις, ὁ διάβολος, ὁ θάνατος, ἡ κόλαση εἶναι σάν νά μήν ὑπάρχουν. Ὁ Γέροντας, πού ἦταν ζωντανό μέλος Της διακήρυττε: «Ἅμα φθάσομε στό βαθμό νά αἰσθανόμαστε τή χαρά, τήν ἀγάπη, τή λατρεία τοῦ Θεοῦ χωρίς καμμία φοβία, φθάνομε νά λέμε: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[29]. Αὐτό τό μυστήριο μπορεῖ νά τό φθάσει ὁ καθένας»[30].
Δέν μπορεῖ ὅμως νά γίνει κάθαρση παθῶν διά τῆς Μετανοίας καί φωτισμός διά τῆς Θείας Χάριτος, ἐάν δέν ὑπάρχει πνευματικός ὁδηγός, δηλ. Γέροντας. Γενικῶς στήν ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχουμε αὐτήν τήν ἀλήθεια καί πνευματική γνώση: Τά πνευματικά χαρίσματα μεταδίδονται ἀπό τόν Γέροντα στόν ὑποτακτικό, (ἀπό τόν Πνευματικό πατέρα στό πνευματικό παιδί) ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς ἀγάπης (ἡ ὁποία ἔμπρακτα ἐκδηλώνεται διά τῆς χαρούμενης ὑπακοῆς τοῦ ὑποτακτικοῦ-πνευματικοῦ παιδιοῦ), πού τρέφει ὁ ὑποτακτικός-πνευματικό παιδί στό Γέροντα του[31].
Στήν ἀγαπητική σχέση Γέροντος- ὑποτακτικοῦ (ἀντίστοιχα Πνευματικοῦ πατρός- πνευματικοῦ τέκνου) φανερώνεται τό μυστήριο τῆς «ἐν Χριστῷ» ἑνότητος, φανερώνεται τό βαθύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό πού Τήν συγκροτεῖ καί Τήν χαρακτηρίζει. Περιγράφοντας τήν ζωή του ὡς ὑποτακτικοῦ στά Καυσοκαλύβια, ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος: «Τόν πρόσεχα (τόν Γέροντα μου) νά πάρω κάτι, νά τόν μιμηθῶ. Τόν ἀγαποῦσα, τόν εὐλαβόμουνα, τόν ἔβλεπα καί ὠφελιόμουνα. Μοῦ ἀρκοῦσε μόνο πού τόν ἔβλεπα»[32]. Αὐτά τά λόγια τοῦ Γέροντα, θυμίζουν τό περιστατικό μέ τόν Ἅγιο Ἀντώνιο, ὅπου ἐκεῖνος ὁ σιωπηλός ἀσκητής- ἐπισκέπτης ἔπαιρνε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσῳ τοῦ Ὁσίου[33], μόνο μέ τό πού τόν ἔβλεπε.
Ἡ ἄκτιστη Θεία Χάρη μεταδίδεται μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπό τόν Πνευματικό πατέρα στό πνευματικό παιδί. Αὐτό συνέβαινε καί στήν σχέση τοῦ μικροῦ Πορφύριου μέ τόν Γέροντά του. Μεταδίδονταν ἡ Θεία Χάρη ἀπό τόν Γέροντα στόν ὑποτακτικό, ἀπό τόν Γερο-Παντελεήμονα στόν μικρό π. Πορφύριο, ἐξ αἰτίας τῆς τέλειας «ἐν Χριστῷ» ἀγάπης, πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ τους. «Μέ ὠφέλησε πολύ αὐτό, πού κολλήθηκε ἡ καρδιά μου πάνω στήν καρδιά του»[34], ἔλεγε ὁ Γέροντας. Καί συμπλήρωνε: «πιστεύω ὅτι μέ τήν ὑπακοή, πού τοῦ ἔκανα καί μέ τήν ἀγάπη, πού τοῦ εἶχα, μ' ἐπισκέφθηκε κι ἐμένα ἡ Χάρη»[35].
Ἡ ἀγάπη πράγματι γίνεται ὁ ἀγωγός, πού μεταφέρει τή Θεία Χάρη ἀπό τόν Γέροντα στόν ὑποτακτικό. Ἡ ἀγάπη συνδέει δύο πρόσωπα καί αὐτά ἀλληλοπεριχωροῦνται, κοινωνοῦν τό καθένα στά χαρίσματα τοῦ ἄλλου. «Ἡ ἀγάπη, λέει ὁ πατήρ Σωφρόνιος (τοῦ Ἔσσεξ), μεταφέρει τήν ὕπαρξη τοῦ ἀγαπῶντος προσώπου, εἰς τό ἀγαπώμενο ὄν καί οὕτως ἀφομοιώνει τήν ζωή τοῦ ἀγαπώμενου. Ἡ ἀγάπη ἔχει δυνατότητα νά μεταφέρει ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀγαπῶντος, στήν καρδιά τοῦ ἀγαπωμένου τήν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος»[36].
Ἡ ζωή ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, μᾶς ἑνοποιεῖ μέ τόν Χριστό, ἀλλά καί μεταξύ μας. Διαμορφώνεται ἔτσι μία τέλεια κοινωνία ἀγάπης, κατά τό πρότυπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μόνο διά μέσου τῆς Θείας Χάρης μποροῦν δυό ἄνθρωποι, ἔλεγε ὁ Γέροντας, νά γίνουν ἕνα[37]. Ἡ εὐχή φέρνει τήν Θεία Χάρη καί ἑνώνονται ἔτσι δύο ἄνθρωποι, πού μπορεῖ νά εἶναι χιλιόμετρα μακρυά. Ἑνώνονται μέ μυστικό τρόπο. Αὐτή ἡ ἕνωση δίνει πολύ χαρά στά πρόσωπα, πού τήν κατορθώνουν. Μποροῦμε νά ἑνωθοῦμε, ἄν κάνουμε μυστική ζωή, χωρίς νά λέμε λόγια περί ἀγάπης. Αὐτός πού ἀγαπᾶ ἀκτινοβολεῖ στόν ἀγαπώμενο καί γενικά στό περιβάλλον του τήν Θεία Χάρη[38]. Αὐτή ἡ δύναμη τῆς Ἀγάπης, ἡ Θεία ἐνέργεια, ἡ Θεία Χάρη, «πάει πλούσια, ἀλλά ἁπαλά, σάν «θροῦς», καθώς τό γράφει ἡ Παλαιά Διαθήκη: «οὖς ζηλώσεως ἀκροᾶται πάντα καί θροῦς γογγυσμῶν οὐκ ἀποκρύπτεται»[39]. (Δηλαδή: Τό προσεκτικό αὐτί τοῦ Θεοῦ ἀκούει τό κάθετί· ἀκόμη καί τά ψιθυριστά παράπονα, δέν μποροῦν νά κρυφτοῦν ἀπ' Αὐτόν)[40]. Δυστυχῶς καί ἡ κακή δύναμη, ἡ κατάκριση, ὁ γογγυσμός, ὁ ψιθυρισμός- ἀκόμη καί ὁ ἐσωτερικός- προχωροῦν κατά τόν ἴδιο τρόπο (ὡς θροῦς, πού γίνεται ἀντιληπτός ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί τούς ἀνθρώπους) καί ἐπηρρεάζουν τό περιβάλλον αὐτοῦ, πού τήν ἐκπέμπει. «Μπορεῖς», δίδασκε ὁ Γέροντας, «νά μάθεις νά στέλνεις καλή δύναμη στόν ἄλλο κι ἐκεῖνος νά σέ πλησιάζει, χωρίς νά ξέρει τό γιατί»[41]. Νά ὁ τρόπος ὥστε νά «κερδίσουμε» ἀληθινά τόν ἄλλο, ὄχι γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά γιά τόν Χριστό: Προσευχόμενοι μυστικά, μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν ἄλλο, τόν κερδίζουμε. Τοῦ δημιουργοῦμε στήν ψυχή μιά μακάρια «πνευματική ζεστασιά», διά τῆς Θείας Χάριτος, πού τοῦ στέλνουμε. Ἐκεῖνος τότε, νιώθει εὐχάριστα καί θέλει νά εἶναι κοντά μας καί νά γίνει ἕνα μαζί μας.
Ἡ ζωή στήν Ἐκκλησία, εἶναι ζωή ἀληθινῆς ἐλευθερίας, διότι εἶναι ζωή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί «οὗ τό Πνεῦμα Κυρίου ἐλευθερία»[42]. Στήν Ἐκκλησία διά τῆς ἔνταξής μας μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρῖσμα, ἀποκτᾶμε τίς ὀντολογικές προϋποθέσεις γιά νά φθάσουμε στήν ἀληθινή ἐλευθερία, πού εἶναι ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τά πάθη καί τήν δουλεία στήν φθορά, τήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο[43]. Ἀποκτᾶμε τήν δυνατότητα «τέκνα Θεοῦ γενέσθαι»[44], ἐάν φυλάξουμε τήν Χάρη ἐνεργό διά τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν, ἀσκούμενοι καί ζώντας μυστηριακά. «Ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία τοῦ πιστοῦ» σημειώνει ὁ καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, «ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς χαρισματικῆς[45] ἐλευθερίας καί μάλιστα στό μέτρο τῆς ὑποταγῆς τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, στήν ἄκτιστη ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ»[46].
Στήν Ἐκκλησία εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ὑπακοή στούς Ἐπισκόπους, ὅταν «ὀρθοτομοῦν τόν λόγον τῆς ἀληθείας»[47]. Γιά νά διατηρήσουμε τήν ἐν Χριστῷ ἑνότητά μας, θά πρέπει νά ὑπακούουμε στούς Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι «εἰς τύπον καί τόπον»[48] Χριστοῦ. Ὁ Γέροντας παρατηροῦσε μέ σοφία ὅτι «ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία, ὑπακούομε στόν ἴδιο τόν Χριστό»[49], ὁ Ὁποῖος θέλει νά γίνουμε ὅλοι οἱ Χριστιανοί μία ἑνότητα, μία ποίμνη μ’ ἕναν ποιμένα[50].
Ἡ λειτουργική ζωή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή μᾶς βοηθεῖ στό νά ἀποκτήσουμε τήν μεταξύ μας ἑνότητα, διότι μᾶς ἑνώνει μέ τό κοινό κέντρο ὅλων μας, πού εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα. Στήν κοινή λατρεία, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί κατ΄ ἐξοχήν στή Θεία Λειτουργία, δημιουργοῦνται οἱ καλλίτερες προϋποθέσεις γιά νά ἀγαπήσουμε τόν Κύριο, νά ἑνωθοῦμε μαζί Του, ἀλλά καί μεταξύ μας. «Δημιουργεῖται μία ἀτμόσφαιρα πνευματική», ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, «πού ὅλοι μπαίνουν εὔκολα μέσα σ' αὐτή»[51]. Ὅλοι ἑνώνονται καί παίρνουν μία βαθειά πνευματική ὠφέλεια. Τό Ἅγιο Πνεῦμα «λεπτύνει»[52] τίς ψυχές τῶν ἐκκλησιαζομένων, ἀνάβοντας μέσα τους τήν διπλῆ ἀγάπη: πρός τόν Θεό καί πρός τόν ἀδελφό. Συγκροτεῖται ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, φανερώνεται τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ[53]. Ἰδιαίτερα στίς ἀγρυπνίες, δημιουργεῖται αὐτή ἡ ὑπέροχη πνευματική ἑνοποιός ἀτμόσφαιρα. Ὁ Γέροντας ζοῦσε στή λατρεία τό Μυστήριο τῆς ἑνότητας, τό Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, τήν Θεία ἀγάπη. Ἰδιαίτερα τό ζοῦσε στίς σκητιώτικες ἀγρυπνίες τῶν Καυσοκαλυβίων. Παρατηρεῖ, ὁ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος π. Πορφύριος ὅτι, ὅταν εἶναι ὅλοι ἑνωμένοι στήν κοινή λατρεία, (ὅπως συνέβαινε στίς Καυσοκαλυβιώτικες ἀγρυπνίες, πού εἶχε ζήσει στά ἐφηβικά του χρόνια), τότε ἡ προσευχή γίνεται εὔκολα καί ὁ ἄνθρωπος συναισθάνεται, πόσο τόν ἀγαπάει ὁ Θεός[54]. Δημιουργεῖται ἕνας «εἰρηνικός πνευματικός ἀνεμοστρόβιλος», πού εὔκολα συμπαρασύρει τούς ἀγρυπνούντας σέ πνευματική ἀνάταση. Τότε ὅλοι γεμίζουν ἀπό ἀγάπη γιά τόν Χριστό.
Μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχουν μόνο δύο «δρόμοι» σωτηρίας (γάμος ἤ μοναχισμός). Σώζεται καί ὁ ἄγαμος, μένοντας στό σπίτι του, ἀρκεῖ ν’ ἀγαπάει τόν Χριστό, τηρώντας τίς ἐντολές (φυσικά ζώντας μέ ἁγνότητα). Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, στά χρόνια τοῦ ὁποίου δέν ὑπῆρχε μοναχισμός μέ τήν σημερινή μορφή, συνιστᾶ ὡς καλό τό: «ἄνδρα γυναικός μή ἅπτεσθαι»[55]. Ἐπίσης λέγει: «τοῖς ἀγάμοις καὶ ταῖς χήραις͵ καλὸν αὐτοῖς ἐὰν μείνωσιν ὡς κἀγώ»[56], δηλ. ἁπλῶς ἄγαμοι, χωρίς τήν ἔνταξή τους σέ κάποια συγκεκριμένη μοναστική ἀδελφότητα. Στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διαφυλάσσεται ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου. Δέν μπαίνουμε σέ καλούπια, μονόδρομους ἤ προκρούστεια διλήμματα. Ὁ «Δρόμος μας»[57] εἶναι ὁ Χριστός. Τότε κανείς «βρίσκει τό δρόμο του», ὄχι ὅταν ἔρχεται εἰς γάμου κοινωνίαν, οὔτε ὅταν γίνεται μοναχός, ἀλλ’ ὅταν ἀγαπήσει τόν Χριστό. Τότε «ἀποκαθίσταται ὁ νέος/ἡ νέα», ὅταν βρεῖ τόν Χριστό, ἤ καλλίτερα ὅταν τόν/τήν βρεῖ ὁ Χριστός[58], ἑλκυόμενος ἀπό τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη τοῦ νέου/τῆς νέας πρός Αὐτόν. Ὁ Γέροντας, συμφωνόντας ἀπόλυτα μέ τόν ἅγιο Παῦλο, βίωνε καί δίδασκε στά πνευματικά του παιδιά, αὐτήν τήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, διαφοροποιούμενος ριζικά ἀπό τά κοινωνικά στερεότυπα. Σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ, σέ κάποιον «πού ἀντιμετώπιζε δίλημμα γάμου ἤ παρθενίας, ὁ Γέροντας πρόσφερε πολλές προοπτικές σωτηρίας» λέγοντας: «Μήν ταλαιπωρεῖσαι ἄδικα, καταπιέζοντας τόν ἑαυτό σου ν' ἀποφασίσεις τώρα νά διαλέξεις. Ἄφησε τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερο ἀπό τή ἐπίμονη αὐτή σκέψη καί δῶσε ὅλη τήν προσοχή σου, πῶς νά ἀγαπήσεις τόν Χριστό, πού σέ ἀγαπᾶ... Μπορεῖ νά κάνεις οἰκογένεια, μπορεῖ νά πᾶς ὅπου σοῦ ἀρέσει, νά ἀφιερωθεῖς. Μπορεῖ ὅμως καί νά μήν κάνεις τίποτε ἀπ' αὐτά, νά μείνεις στό σπίτι σου, ὅπως εἶσαι τώρα. Πάλι σώζεσαι, φτάνει ν' ἀγαπᾶς τό Χριστό. Ὁ Χριστός θά φέρει τή λύση, πού σοῦ ταιριάζει περισσότερο, πού θά μιλήσει καθαρά στήν ψυχή σου. Μή στενοχωρεῖσαι. Καί τώρα ἐπάνω στό δρόμο τοῦ Χριστοῦ εἶσαι»[59].
Ὁ Μοναχισμός εἶναι ἕνα ἀκόμη Μυστήριο, πού λειτουργεῖται-τελεσιουργεῖται μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὁ Μοναχισμός εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Τό πρῶτο ὄνομα τῆς μοναχικῆς ζωῆς ἦταν: ἀποστολική ζωή[60]. Ἡ μοναχική βιοτή εἶναι ἡ συνεπέστερη μίμηση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καί τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ μοναχική κουρά εἶναι δεύτερο βάπτισμα καί δεύτερος φωτισμός (πρβλ. π. Ἰω. Ρωμανίδη: Περί τῆς ἐμπειρίας τῆς θεώσεως[61]). Εἶναι βάπτισμα μετανοίας, πού ἄν ἀξιοποιηθεῖ, ὁδηγεῖ τόν νεόκουρο στόν φωτισμό καί τήν θέωση. Τό Ἅγιο Πνεῦμα προσεύχεται («κράζει ἀββᾶ ὁ Πατήρ»[62]) ἐντός τοῦ ἀληθινοῦ μοναχοῦ, ὅπως καί ἐντός τοῦ φωτιζομένου ἀπό τό ἅγιο Χρῖσμα χριστιανοῦ.
Ὁ μακαριστός π. Πορφύριος εἶχε προσωπική ἐμπειρία ὅλων αὐτῶν. Τήν ἡμέρα τῆς μοναχικῆς του κουρᾶς εἶχε τά μάτια του γεμᾶτα δάκρυα διότι «ἄκουγε ἐντός του τή φωνή τοῦ Χριστοῦ»[63]. Δέν ἤθελε νά μιλάει σέ κανέναν. Δέν ἤθελε οὔτε νά ψάλλει. Ἡσυχία καί σιωπή...«Ὅταν εἶσαι σ’ αὐτή τήν κατάσταση», ἔλεγε ὅτι, σιωπᾶς καί ἀπομονώνεσαι[64] «γιά ν' ἀκούεις καθαρά τή φωνή τοῦ Χριστοῦ»[65]. Τό Ἅγιο Πνεῦμα κράζει ἐντός τοῦ φωτισμένου ἀνθρώπου: «Πατέρα!». Ἡ Χάρη τῆς μοναστικῆς κουρᾶς εἶναι, σύμφωνα μέ τήν ἁγιοπατερική ἐμπειρία, ἴδια μέ τήν Βαπτισματική καί τήν τοῦ Ἁγίου Χρίσματος Θεία Χάρη[66]. «Αὐτός, πού μπαίνει στό μοναστήρι καί τά δίνει ὅλα στό Χριστό» τόνιζε ὁ Γέροντας, «μπαίνει στήν Ἐκκλησία»[67].
Ἡ μοναχική ζωή εἶναι πρότυπη χριστιανική ἐκκλησιαστικοποιημένη ζωή. Οἱ μοναχοί ζοῦν μυστικά, ἀνιδιοτελῶς, συνεχίζοντας τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν, ὅπως αὐτή περιγράφεται στά πρῶτα κεφάλαια τῶν Πράξεων. Θά λέγαμε ὅτι ζοῦν κατά πρότυπο τρόπο μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὠφελοῦν μυστικά, τά μέγιστα, τήν Ἐκκλησία μέ τίς προσευχές τους, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας[68]. Κάνουν μία ζωή μυστική, «κεκρυμμένη» ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά φανερή στόν Θεό[69]. Κατά τόν ἴδιο τρόπο καλεῖται νά ζήσει καί ὁ κάθε χριστιανός. Δηλαδή νά ζήσει μέ συνεχεῖς προσευχές, μέ ἀδιάλειπτη λατρεία πρός τόν Θεόν, μέ ὑπακοή στούς πνευματικούς του πατέρες, μέ κοινοβιακή ζωή, μέ ἀφανή εὐεργεσία ὅλων, χωρίς νά τρέφει τήν κενοδοξία του. Ὁ Μοναχισμός κατ’ ἐξοχήν προσπαθεῖ νά μιμηθεῖ τήν ἀγγελικό τρόπο ζωῆς. Οἱ ἄγγελοι, ἔλεγε ὁ Γέροντας, πρέπει νά εἶναι τό πρότυπό μας. Ἡ δοξολογία, πού εἶναι ἡ συνεχής προσευχή τῶν ἀγγέλων, πρέπει νά εἶναι καί ἡ δική μας προσευχή. Οἱ ἄνθρωποι μέσα στήν Ἐκκλησία, καλοῦνται νά μιμηθοῦν τούς μοναχούς καί τούς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι διαρκῶς δοξολογοῦν τόν Θεό[70]. Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι «ὁ Θεός θέλει νά ὁμοιωθοῦμε μέ τούς ἀγγέλους»[71]. Πρέπει νά φθάσουμε ὅπως οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι, στήν ἀνιδιοτελή προσευχή, πού εἶναι ἡ διαρκής δοξολογία. Ἡ προσευχή: «Γεννηθήτω τό θέλημά Σου»[72], συνδυασμένη μέ τήν διαρκή δοξολογία, εἶναι, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος, τά «ἀνώτερα μαθηματικά τῆς θρησκείας μας»[73], ἡ καλλίτερη προσευχή, ὅμοια μέ τήν ἀγγελική.
Μέσα στήν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος βιώνει τόν Παράδεισο, τόν Θεῖο Ἔρωτα, τήν Θεία τρέλλα καί γίνεται «κατά Χάριν ἄκτιστος»[74]. Ἐκεῖνος, πού εἰσέρχεται στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μοιάζει μέ τό σίδηρο, πού μπαίνει στήν φωτιά. Σιγά-σιγά γίνεται καί αὐτός φῶς καί φωτιά. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν»[75], μᾶς εἶπε ὁ Κύριος. Ὅποιος Τήν ἀναζητεῖ, θά Τήν βρεῖ καί θά Τήν βιώσει προσωπικά. Θά εἰσέλθει στόν Χριστό καί ὁ Χριστός θά ἔλθει μέσα του. Γίνεται τότε ὁ πιστός κατά Χάριν Χριστός, ἀφοῦ μετέχει στίς θεῖες ἐνέργειες τοῦ Χριστοῦ. Αὐτές οἱ ἐνέργειες εἶναι Φῶς καί Φωτιά πνευματική, ἡ ὁποία καθαρίζει καί φωτίζει. «Συμβαίνει», δίδασκε ὁ Γέροντας, «ὅπως μ’ἕνα κομμάτι σίδηρο, πού τοποθετημένο μές στή φωτιά γίνεται φωτιά καί φῶς, (ἐνῶ) ἔξω ἀπ’τή φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι»[76].
Μπορεῖ ἄραγε ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι συνέχεια φῶς; Μπορεῖ, θά μᾶς πεῖ ὁ Ἁγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἀρκεῖ νά προσθέτει συνεχῶς φλόγα στή φλόγα[77]· φωτιά στή πνευματική φωτιά, πού ἄναψε τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του. Ἡ παραμονή μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι μία παθητική κατάσταση ἀλλά μία ἄκρως ἐνεργητική βιοτή. Ἡ προσπάθεια πρέπει νά εἶναι συνεχής καί ἡ πορεία ἀνοδική. «Ὁ γέρων Πορφύριος, ἔλεγε μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους, ὅτι ὁ πιστός πρέπει νά εἶναι μέσα στήν Ἐκκλησία. Αὐτό σημαίνει ἑνωμένος μέ τό Χριστό καί μέ ὅλους τοῦ Χριστοῦ ... Ἀλλά αὐτό τό νά εἶναι κανείς μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι τυπικό, ὅπως ἡ ἐγγραφή κάποιου ὡς μέλους ἑνός συλλόγου, ἤ ἡ τέλεση ...τοῦ Βαπτίσματος. Διότι δέν ἀρκεῖ νά μπεῖ κανείς στήν Ἐκκλησία μιά φορά (μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα). Αὐτό πρέπει νά σημαίνει ἡ διαθήκη του (Ἐπιστολή τοῦ πατρός Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά)[78], στήν ὁποία εὔχεται νά μποῦμε στήν «ἐπίγειο ἄκτιστη Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»»[79].
Εἰσερχόμενοι στήν «ἐπίγεια ἄκτιστη Ἐκκλησία»[80] μπαίνουμε σέ μιά ἄλλη «διάσταση», ἤ μᾶλλον εἰσερχόμαστε ἐκεῖ, πού δέν ὑπάρχει καμμία χωροχρονική διάσταση, ἀλλά «τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός»[81]. Εἰσορμοῦμε στό ἀδιάστατον, στό ἄναρχον, στό ἀτελεύτητον, στό αἰώνιον, στό ἀΐδιον, στό ἀπερινόητον μυστήριον τοῦ Θεοῦ. Μετέχουμε στήν ζωή τοῦ Θεοῦ· ἐκεῖ, ὅπου δέν ὑπάρχει θάνατος, φθορά, χρόνος, χῶρος, διάβολος, ἀσθένεια, πόνος, λύπη ἤ στεναγμός. Μπαίνουμε στήν «περιοχή» τῆς νίκης καί τοῦ Νικητῆ, στήν «χώρα» τοῦ Ἀχωρήτου, στόν τρόπο τοῦ «εἶναι σύν καί ἐν Αὐτῷ». Εἰσερχόμεθα στήν διαμονή «ἐν Αὐτῷ», τῷ Δημιουργῷ καί Προνοητῇ τῶν ἁπάντων, ὁδηγούμεθα «εἰς τό εἶναι» μετά τοῦ στοργικοῦ Πατέρα καί Ἀδελφοῦ, τοῦ ἀείποτε προτρέποντος ἡμᾶς εἰς τό ἀενάως κατατρυφᾶν Αὐτοῦ: «Κατατρύφησον τοῦ Κυρίου καί δώσει τά αἰτήματα τῆς καρδίας σου»[82].
Οἱ ἐνέργειες τῆς Θείας Χάριτος στήν Ἐκκλησία δέν ἐξηγοῦνται πλήρως. Ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι μία ζωή «ἐν Χάριτι». Ὁ θεῖος φόβος δέν λειτουργεῖ καταπιεστικά στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ, ἀλλά θεραπευτικά, ἀφοῦ ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή καί γνήσια μετάνοια. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀρχικά, καί στή συνέχεια ὅλη ἡ πρωτοχριστιανική κοινότητα, εἶχαν αὐτό τό βίωμα τῆς ἀγαλλιάσεως. Ὅπως δίδασκε ὁ Γέροντας: «ἀγαπιόντουσαν, χαιρόταν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον εἶχαν ἑνωθεῖ»[83]. Αὐτή ἡ ζηλευτή ἑνότητα, ἀποτέλεσμα τῆς ἐσωτερικῆς πλήρωσης μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἦταν τό ἠχηρότερο ἱεραποστολικό κήρυγμα διότι, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, «ἀκτινοβολεῖ αὐτό τό βίωμα καί τό ζοῦνε κι’ ἄλλοι»[84]. Ἡ Θεία Χάρη, ἡ Θεία Ἐνέργεια εἶναι ἡ ζωή ἡ ἀληθινή, ὁ Παράδεισος ἐπί γῆς· αὐτή μᾶς ζεῖ, μᾶς τρέφει, μᾶς χαροποιεῖ, μᾶς γεμίζει, εἶναι τό πᾶν, γίνεται τό πᾶν γιά τόν πιστό.
Τά ἀνωτέρω φανερώνονται στή ζωή ὅλων τῶν Ἁγίων, ὅπως εἶναι καταγραμμένη στά Συναξάρια τους. Ὁ Γέροντας βίωνε συχνότατα (ἄν ὄχι ἀδιάλειπτα) στό κελλάκι του στά Καυσοκαλύβια (Ἱερόν Κελλίον: Ἅγιος Γεώργιος) αὐτήν τήν παραδείσια κατάσταση, ψάλλοντας καί προσευχόμενος μέ τά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας. «Μοῦ ἄρεσαν», ἔλεγε, «αὐτά πού ἔχουν Θεῖο Ἔρωτα. Ἦταν μοιρολόϊ, ἐρωτικό τραγούδι»[85]. Στούς ἀνθρώπους φαινόταν σάν νά ἔχει χάσει τά λογικά του[86], ἀλλά ὁ ἴδιος ζοῦσε τήν μακαριότητα τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος γίνεται «τοῖς πᾶσι τά πάντα»[87]. Δάκρυα χαρᾶς πλημμύριζαν τά μάτια του. Τρεφόταν μέ τήν Θεία Χάρη. «Ἦταν ἡ ζωή μου αὐτή. Ζοῦσα μέ τήν Χάρι τοῦ Κυρίου, ὄχι μέ τή δική μου δύναμη»[88], ἔλεγε.
Στήν Ἐκκλησία σωζόμαστε ὡς κοινότητα καί ὄχι ὡς ἄτομα. Κάνουμε φοβερό λάθος, ἐάν προσευχόμαστε γιά τήν ἀτομική μας σωτηρία. «Τούς ἄλλους πρέπει ν’ ἀγαπᾶμε», ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος, «καί νά προσευχόμαστε νά μή χαθεῖ κανείς, νά μποῦν ὅλοι στήν Ἐκκλησία»[89]. Ζοῦμε στήν Ἐκκλησία, ὅταν σκεπτόμαστε μόνιμα τούς ἄλλους. Ὅταν κάνουμε ὅ,τι ἀναπαύει τούς ἄλλους, ὅπως ἐκεῖνοι τό θέλουν (ἐκτός ἁμαρτίας βέβαια). Ἄν ξεχωρίζουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τούς ἄλλους, τότε τόν χωρίζουμε ἀπό τήν Θεία Χάρη. Μέσα στήν Ἐκκλησία ζοῦμε γιά νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι καί ὄχι μόνο ἐμεῖς. Κέντρο εἶναι οἱ ἄλλοι. Νά ξεχνοῦμε τόν ἑαυτό μας. Πρέπει, δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, μ’αὐτήν τήν ἐπιθυμία νά πηγαίνουμε «στό μοναστῆρι ἤ στήν ἔρημο»[90]. «Κανείς» τόνιζε ὁ Γέροντας, «δέν πρέπει νά θέλει νά σωθεῖ μόνος του χωρίς νά σωθοῦν καί οἱ ἄλλοι» [91].
Ἕνας ἄλλος σύγχρονος «ἁγιορείτης ἅγιος, ὁ ὅσιος Σιλουανός, μέ δάκρυα στά μάτια παρακαλοῦσε τόν Θεό: «Κύριε,... δῶσε...σ’ ὅλο τόν κόσμο νά Σέ γνωρίση μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα»[92]. «Ὤ Κύριε, δῶσε μας τὴν ἀγάπη Σου αὐτή, σ' ὅλο τὸν κόσμο!»[93]. Ὁ ἅγ. Σιλουανὸς ἐπιθυμεῖ αὐτήν τήν ἐμπειρία πού ἔζησε καί ζεῖ ὁ ἴδιος, δηλ. τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά του (πού εἶναι ὁ ἀρραβώνας τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἡ πρόγευση τῆς σωτηρίας), αὐτήν νά τήν ζήσουν καί ὅλοι οἱ ἄνθρωποι (παρακαλεῖ δηλ. γιά τήν σωτηρία ὅλης τῆς γῆς). Ὁ ἴδιος ἐπίσης, γράφει γιά μία ἀποκάλυψη πού εἶχε ὁ μεγάλος ἅγιος Παρθένιος τοῦ Κιέβου. Ὁ ἅγιος αὐτός πῆρε τό ἑξῆς μήνυμα ἀπό τήν Κυρία Θεοτόκο: «Ἀληθινὸς μοναχὸς (καί κατ’ ἐπέκτασιν ἀληθινός χριστιανός) εἶναι αὐτὸς, ποὺ μεσιτεύει γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο»[94].
Ἡ ἀγάπη κάνει τόν ἄνθρωπο, πού τήν ἔχει, νά προτιμάει νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι, παρά νά σωθεῖ ὁ ἴδιος. Ὁ ἄλλος εἴμαστε ἐμεῖς. Πρέπει νά τόν ἀγαποῦμε «μυστικά», χωρίς νά τοῦ τό δείχνουμε πολύ. Ἄν τοῦ δείχνουμε ἐμφαντικά τήν ἀγάπη μας, μπορεῖ νά νιώθει καταπιεσμένος καί ὑποχρεωμένος. Δίδασκε ὁ Γέροντας: «Ν’ ἀγαπᾶτε μέ τήν καρδιά μυστικά. Νά ἀγκαλιάζεις τήν ψυχή τοῦ ἄλλου καί τῶν παιδιῶν σου μέ τή καρδιά σου καί νά προσεύχεσαι: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με». Θά ἔχεις τά μάτια τῆς ψυχῆς σου, προσηλωμένα ἐδῶ στό στέρνο, στήν καρδιά τοῦ ἄλλου καί θά λές τήν εὐχή, ὄχι «ἐλέησον τόν δοῦλον σου τάδε», ἀλλά «ἐλέησόν με» (νά μήν ἀλλάζουμε τήν εὐχή)· ἄλλωστε ὁ ἄλλος εἴμαστε ἐμεῖς[95].
- Ναί, ναί τοῦ εἶπα (ἀπάντησε τό πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα), ἡ ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»[96].
Εἶπε κάποτε ὁ Γέροντας σέ πνευματικό του παιδί: «Παρακαλῶ τό Θεό νά βάλει ὅλους τούς ἀνθρώπους στόν παράδεισο καί ἐμένα στήν κόλαση. Εἶναι πολύ ἐφάμαρτο αὐτό;»[97]. Λαχταροῦσε νά σωθεῖ ὅλος ὁ κόσμος καί τελευταῖος αὐτός. Ὁ ἁγιασμός καί ἡ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, πρέπει νά εἶναι καί ἡ δική μας λαχτάρα. Ὅταν ἐπιθυμήσουμε τή σωτηρία ὅλων[98], τότε θά γίνουμε εὐτυχισμένοι, «μακάριοι»[99] , μιμηταί τοῦ Χριστοῦ, ὅμοιοι μέ τόν Θεό. «Μηδείς ζητείτω τό ἑαυτοῦ, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»[100], μᾶς διδάσκει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄλλος, «ὁ πλησίον, ὅποιος κι ἄν εἶναι, εἶναι «σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας»», τόνιζε ὁ π. Πορφύριος, «εἶναι ἀδελφός μας»[101]. Δέν μποροῦμε τόν μισήσουμε, νά τόν κατηγορήσουμε, συμπλήρωνε[102]. Ὁ συνάνθρωπος εἶναι σάρκα ἀπό τήν σάρκα μας καί σύμφωνα μέ τόν ἀψευδή λόγο τοῦ Θεοῦ: «οὐδείς τήν ἑαυτοῦ σάρκα ἐμίσησεν»[103].
Ὁ ἄνθρωπος ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία «πετάει» - «διαγράφει» τόν ἑαυτό του. Ζεῖ γιά τόν Θεό καί γιά τόν πλησίον του, πού εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος. Τόν κάθε ἄνθρωπο τόν βλέπει σάν τόν Χριστό[104]. Ὁ χριστιανός ζεῖ μέσα στό μυστήριο τοῦ νά μήν ὑπάρχει αὐτός, ἀλλά νά ζεῖ ὁ Χριστός μέσα του[105] καί νά ἐνεργεῖ δι' αὐτοῦ. Ἄν δέν ζεῖ ἔτσι, ἁμαρτάνει. Διότι ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Τοῦ Θεοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν ἁμαρτία πᾶν τό παρ' ἡμῶν γινόμενον»[106]. Ὁ Χριστιανός ζεῖ μέσα στό Χριστό διά τῆς διπλῆς ἀγάπης: τῆς πρός τόν Χριστό καί τῆς πρός τόν πλησίον. Γιά νά ἐπιτευχθεῖ αὐτό, πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά νεκρώσει τόν παλαιό ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»[107]. Πρῶτο πάθος, πού πρέπει νά νεκρωθεῖ, εἶναι ἡ φιλαυτία καί ἡ ἀδιαφορία γιά τήν σωτηρία τῶν ἄλλων. Γι’ αὐτό καί θά πρέπει νά προσευχόμαστε συστηματικά γιά τούς ἄλλους[108]. Στήν Ἐκκλησία καλούμαστε νά ταυτιστοῦμε μέ τούς ἄλλους, χωρίς ὅμως νά χάσουμε τά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου μας. Γι’ αὐτό προσευχόμενοι γιά τούς ἄλλους, λέμε «ἐλέησόν με» καί ὄχι «ἐλέησέ τους»[109]. Εἶναι αὐτό, ἕνας τρόπος γιά νά ἀγαπήσουμε ἀληθινά τόν ἄλλο, σάν τόν ἑαυτό μας. «Τούς κάνομε ἔτσι» ὅλους «ἕνα μέ τόν ἑαυτό μας»[110]. «Πιό πολύ θά προσεύχεσθε» ἔλεγε ὁ Γέροντας, «γιά τούς ἄλλους παρά γιά τόν ἑαυτό σας. Θά λέτε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί θά ἔχετε μέσα σας πάντοτε καί τούς ἄλλους»[111].
Στήν Ἐκκλησία, ὅλα τά μέλη Της, ἀσκοῦμε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή καί τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν ἔργων τῶν ἁγίων Πατέρων. Σπουδάζομε, σύμφωνα μέ τήν χαριτωμένη ὁρολογία τοῦ π. Πορφυρίου, στό «Πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίας»[112]. Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή ἀγαπᾶμε τόν Θεό, καί ὁ νοῦς μας γίνεται νήφων (=γρηγορών) καί εὐλύγιστος. «Ἡ εὐλυγισία τοῦ νοῦ», παρατηροῦσε ὁ Γέροντας, «ἔρχεται ἀπ' τήν ἐγρήγορση. Ἐγρήγορση εἶναι ὁ ἔρως γιά τόν Θεό»[113]. Ὅ,τι σκεπτόμαστε αὐτό καί ἀγαπᾶμε. Ὅταν σκεπτόμαστε τόν Χριστό καί προσευχόμαστε, τότε σιγά- σιγά θά Τόν ἀγαπήσουμε.
«Μνήμη Θεοῦ», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «θ' ἀποκτήσετε μέ τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...», μέ τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, μέ τούς ὕμνους, μέ τό νά φέρνετε στό νοῦ σας τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί χωρία ἀπ΄ τήν Ἁγία Γραφή κι ἀπό ἄλλα πνευματικά βιβλία»[114].
Στήν Ἐκκλησία ζοῦμε ἀπό τώρα τό Μυστήριο τοῦ ὀγδόου αἰῶνα, δηλ. τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Στή λατρεία καί μάλιστα στή Θεία Λειτουργία ζοῦμε τόν Παράδεισο ἀπό τώρα. «Ἡ ἀγάπη, ἡ λατρεία πρός τόν Θεό, ἡ λαχτάρα, ἡ ἕνωσις μετά τοῦ Θεοῦ, ἡ ἕνωσις μετά τῆς Ἐκκλησίας», δίδασκε ὁ μακαριστός π. Πορφύριος «εἶναι ὁ ἐπί γῆς Παράδεισος»[115]. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιά νά λειτουργεῖ[116]. Ἔχει τό ἱερατικό ἀξίωμα, τήν γενική ἱερωσύνη καί καλεῖται νά ζεῖ λειτουργικά, εὐχαριστιακά, δοξολογητικά,ὡς ἐπίγειος ἄγγελος. «Ὁ Θεός θέλει», ἔλεγε ὁ Γέροντας, νά ὁμοιωθοῦμε μέ τούς ἀγγέλους»[117]. Ὡς ἱερέας ὅλης τῆς κτίσεως πρέπει νά προσφέρει εὐχαριστιακά τά πάντα, καθώς καί τόν ἑαυτό του, στόν Πανάγαθο Θεό[118].
Ὅταν ζεῖ ἔτσι, δηλ. λατρευτικά, εὐχαριστιακά, τότε βιώνει τόν Παράδεισο. Λατρεία σημαίνει ἀγάπη στόν μέγιστο βαθμό. Ὅποιος μετέχει οὐσιαστικά καί ζεῖ τήν λατρευτική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός ἀγαπᾶ τόν Χριστό στόν μέγιστο βαθμό. Αὐτός τότε ζεῖ τό Χριστό, ζεῖ δηλ. μέσα στόν Παράδεισο. Ἔλεγε, γεμᾶτος ἐνθουσιασμό ὁ Γέροντας: «Ὅποιος ζεῖ τόν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μία τρέλα! Ἡ ζωή αὐτή εἶναι...χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση...εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»[119].
Ἡ πίστις, ὁ Θεῖος Ἔρωτας, κάνει τόν ἄνθρωπο νά μήν αἰσθάνεται τόν σωματικό πόνο. Αὐτό συνέβαινε στούς ἁγίους μάρτυρες, ὅταν τούς βασάνιζαν ποικιλότροπα. Ὁ Γέροντας ζώντας μέ τήν ἔντονη ἀγάπη στόν Θεό κάποτε ὑπέστη, χωρίς νά πονέσει, μία πολύ ἐπώδυνη (στή συνήθη ἰατρική πράξη) χειρουργική ἐπέμβαση χωρίς ἀναισθησία[120].
Στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦν τά μέλη μέ τήν Κεφαλή. Ὁ Θεός ἀκούει τά αἰτήματα τῶν μελῶν τοῦ σώματός Του καί ὅταν κρίνει ὅτι εἶναι γιά τό καλό τους τά ἐκπληρώνει.
Δίδασκε- σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ- ὁ Γέροντας: «Ὅταν ὁ Θεός δέν μᾶς δίνει κάτι, πού ἐπίμονα τοῦ ζητοῦμε, τότε δύο πράγματα μποροῦν νά συμβαίνουν: Ἤ δέν μᾶς τό δίνει γιά τό καλό μας, ἤ ἐμεῖς δέν ξέρουμε πῶς καί πότε νά τοῦ τό ζητήσουμε, χωρίς νά ἀποκλείεται νά συμβαίνουν καί τά δύο μαζί. Ὅσον ἀφορᾶ τήν πρώτη περίπτωση, κανείς δέν μπορεῖ νά γνωρίζει τό γιατί. Καί τοῦτο, διότι εἶναι ἀνεξερεύνητες οἱ βουλές τοῦ Κυρίου! Γι’ αὐτό σιωπῶ. Γιά τήν δεύτερη, ὅμως, περίπτωση, θά μποροῦσα νά σοῦ πῶ πάρα πολλά. Πρῶτα-πρῶτα, ὅταν ζητᾶμε κάτι ἀπό τόν Θεό, δέν πρέπει νά στυλώνουμε τά πόδια μας καί νά τοῦ λέμε: Τώρα θέλω αὐτό. Διότι, κάτι τέτοιο, δέν εἶναι μόνον ἀπαράδεκτον, ἀλλά ἀποτελεῖ καί μεγάλη ἀσέβεια πρός τόν Δημιουργό μας. Ποιός εἶσαι ἐσύ, ἤ ἄν θέλεις, ποιός εἶμαι ἐγώ, πού μπορῶ νά ζητήσω ἀπαιτητικά κάτι ἀπό τόν Θεό μας καί μάλιστα νά τοῦ προσδιορίσω καί τόν χρόνο χορηγήσεώς του;»[121].
Στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦμε μεταξύ μας μέ τρόπο μυστικό. Τό ἴδιο θά συμβαίνει καί στή μέλλουσα ζωή. Περιγράφει πνευματικό του παιδί, τήν ἐπικοινωνία πού εἶχαν μεταξύ τους χωρίς τηλέφωνο: «Κάθε φορά πού ἤθελε νά τοῦ κάνω ἐξετάσεις αἰσθανόμουν, ὅτι μέ ἤθελε. Ἔπαιρνα τά φιαλίδια καί πήγαινα. «Ἦρθες; Μοῦ ἔλεγε, ἐγώ σέ καλοῦσα». Κάποτε, παρ’ ὅτι εἶχα ἀνησυχία, καί αἰσθανόμουν τήν κλήση του, καθυστέρησα νά πάω, γιατί ἤμουν μπλεγμένος. Ὅταν ἔφθασα, μοῦ εἶπε «Ποῦ ἤσουν; Ἐγώ σέ φώναζα, σέ φώναζα κι ἐσύ δέν ἐρχόσουν»»[122]. Μέ τρόπο μυστικό, θά ἐπικοινωνοῦμε καί στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἔλεγε ὁ Γέροντας[123].
Στήν Ἐκκλησία μποροῦμε νά παρακολουθοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο καί αἰσθανόμαστε τήν ὑπαρξιακή κατάστασή του διά τῆς προσευχῆς. Ὁ Γέροντας παρακολουθοῡσε μέ τήν προσευχή τά πνευματικά του παιδιά[124]. Τά παρακολουθοῦσε ἀπό μακρυά. Διηγεῖται ἕνα ἀπό αὐτά: «Ἕνα πρωῒ στό γραφεῖο μου διάβαζα ἀπό τή φιλοκαλία τόν Ἀββᾶ Κασσιανό. Μοῦ τηλεφώνησε ὁ Παππούλης καί μοῦ εἶπε: «Τί λέει ὁ Ἀββᾶς Κασσιανός ἐκεῖ πού διαβάζεις»; Καί μοῦ ἐπανέλαβε σέ μετάφραση αὐτό, πού μόλις εἶχα διαβάσει»[125].
Ἡ Θεία Χάρη ἀκτινοβολεῖται. Μέσα στό ἑνιαῖο καί ἑνοποιό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Θεία ἐνέργεια περνάει ἀπό τό ἕνα μέλος στό ἄλλο. Ἄν ὑπάρχει δεκτικότητα, δηλαδή ἀγάπη γιά τόν Κύριο καί τόν συνάνθρωπο, τότε τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μεταγγίζουμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο τήν ἄκτιστη ζωή, πού εἶναι ὁ Χριστός καί τά Θεῖα Του χαρίσματα. Ὅπως τά κύτταρα τοῦ σώματος ἐπηρρεάζουν τό ἕνα τό ἄλλο, κατ' ἀναλογίαν καί τά ζωντανά ἔμψυχα κύτταρα τοῦ Θεανδρικοῦ σώματος ἀλληλοπεριχωροῦνται, ἀλληλοχαριτώνονται καί ἀλληλοαγιάζονται. «Τό ἐκχείλισμα καί τό περίσσευμα τῆς Χάριτος», διηγεῖται ὁ Γεροντας, ἀναφερόμενος στό περιστατικό τῆς συνάντησης του μέ τόν ἁγιασμένο Ρῶσο Γέροντα Δημᾶ[127], «ἦλθε σ' ἐμένανε τόν ταπεινό, ὅταν εἶδα αὐτόν, τόν Γερο-Δημᾶ, στό Κυριακό νά κάνει τίς μετάνοιές του καί ν' ἀναλύεται σέ λυγμούς στήν προσευχή του»[128]. Ὁ Γερο- Δημᾶς, ἀφανής ἅγιος τῶν Καυσοκαλυβίων, κάνοντας μετάνοιες καί νοερά προσευχή ἔπεσε σέ ἔκσταση μεταδίδοντας ταυτόχρονα τή Θεία Χάρη καί στόν νεαρό τότε, Γέροντα Πορφύριο. «Μέ τίς μετάνοιες αὐτουνοῦ», διηγεῖται ὁ Γέροντας, «τόσο πολύ τόν ἐπεσκίασε ἡ Χάρη, ὥστε ἀκτινοβόλησε καί σ' ἐμένα. Τότε ξέσπασε καί σ' ἐμένα ὁ πλοῦτος τῆς Χάριτος»[129]. Ὁ νεαρός τότε π. Πορφύριος εἶχε δεκτικότητα καί γι’ αὐτό δέχτηκε αὐτήν τήν Θεία ἀκτινοβολία. Τό κλειδί εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὁ Γέροντας ἀλλά καί ὁ καθένας μας δέχεται τήν Θεία Χάρη, στό μέτρο πού ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο.
Οἱ ἄνθρωποι μέσα, ἀλλά καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀλληλοεπηρρεαζόμαστε. Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μποροῦμε νά ἐπικοινωνοῦμε μυστικά καί νά βοηθοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ἐπιδροῦμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Τά καλά μας αἰσθήματα ἀσκοῦν καλή ἐπιρροή στούς ἄλλους[130] καί ἀντιστρόφως. Ἔλεγε κάποτε ὁ Γέροντας σέ πνευματικό του παιδί: « Ὅταν κάποιος ἐχθρός σου σέ βρίζει, σέ βλαστημάει, ἐσύ νά βλέπεις τήν ψυχούλα του καί νά τή χαϊδεύεις μέ τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη. Ὅταν ἡ κόρη σου κάνει ἀταξίες μήν τήν κοιτάζεις, κάνε πώς δέν δίνεις προσοχή καί χάϊδεψε τήν ψυχούλα της μέ ἀγάπη καί προσευχή καί νά δεῖς πῶς θά ἡσυχάσει. Τά καλά σου αἰσθήματα ἐπιδροῦν στούς ἄλλους καλά καί τά κακά σου κακά». «Τό ξέρω» ἀπάντησε τό πνευματικό του παιδί καί συνέχισε:
«Βλέπω πώς ὅταν δέν αἰσθάνομαι καλά γιά κάποιον εἶναι καί αὐτός κακός μαζί μου κι’ ὅταν αἰσθάνομαι ὄμορφα εἶναι μαζί μου καλός κι’ αὐτός»[131].
Ἡ ἀγωνία, ἡ ἀνυπονομησία, οἱ ἀρνητικές μας σκέψεις γιά τόν συνάνθρωπο, ὅπως καί οἱ θετικές τόν ἐπηρρεάζουν.Ὑπάρχει ἡ μή λεκτική ἐπικοινωνία, διά τῆς σκέψεως. Ὁ Γέροντας- σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ- στό παρακάτω περιστατικό κάνει παρατήρηση στό συγκεκριμένο πρόσωπο, πού καταγράφει τό περιστατικό, διότι εἶχε ἀρνητικές σκέψεις γιά τόν Γέροντα: «Ἐσύ κάθεσαι τόσες ὧρες κλεισμένος μέσα στό αὐτοκίνητο καί κλαῖς τήν… μοίρα σου καί μέ ἐνοχλεῖς συνέχεια καί δέν μέ ἀφήνεις νά κοιμηθῶ. - Πότε σᾶς ἐνόχλησα ἐγώ Παππούλη; Ἐγώ τόσες ὧρες δέν ἄνοιξα τό στόμα μου! Οὔτε βγῆκα ἀπό τό αὐτοκίνητο. Τί εἶναι ὅλα αὐτά πού μοῦ λέτε σήμερα καί μέ στενοχωρεῖτε; Δέν μοῦ φθάνουν οἱ τόσες ἄλλες στενοχώριες; -Δέν ξέρω τί λές ἐσύ. Ἐγώ ξέρω, ὅτι τόσες ὧρες μέ ἐνοχλοῦσες. Συνέχεια ἔλεγες: Πότε θά ξυπνήσει; Ἀκόμη θά κοιμηθεῖ; Γιά ποιόν ὕπνο μιλᾶς; Μέ ἄφησες ἐσύ νά κοιμηθῶ, ἔστω καί ἕνα λεπτό; Μέ ταλαιπώρησες, εὐλογημένε, πολύ!»[132].
Μέσα στήν Ἐκκλησία, διά τῆς κοινῆς, συγχρονισμένης προσευχῆς[133] ὑπάρχει ἀλληλοεπικοινωνία μεταξύ ὅλων τῶν μελῶν τοῦ σώματος καί μετάδοση τῆς Θείας Χάρης. Στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦμε μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας. Σκοπός αὐτῆς τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας, εἶναι νά ἀποκτήσουμε πνευματικά αἰσθητήρια ὄργανα, ζώντας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὑπάρχει ἐπικοινωνία τῶν μελῶν τῆς ἐπίγειας-στρατευομένης καί τῆς οὐράνιας- θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας. Μποροῦμε νά ἔχουμε ἐπικοινωνία μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας. Ὁ Γέροντας ἀξιώθηκε νά δεῖ σωματικά τόν ἅγιο Γεράσιμο καί νά συνομιλήσουν[134]. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἐπικοινωνοῦμε νοερῶς μέ τούς ἁγίους μας καί αὐτοί ἀμέσως μᾶς ἀκοῦνε καί μᾶς βοηθοῦν. Κάποτε ὁ Γέροντας εἶπε σέ πνευματικά του παιδιά: «Ὅταν μέ θέλετε καί δέν μπορεῖτε νά μέ βρῆτε, φωνάξτε με, πέστε μου τί θέλετε κι’ ἐγώ θά τό ἀκούσω»[135]. Ἄλλη φορά εἶπε: «Ὅταν φύγω ἀπό αὐτή τή ζωή καί μέ χρειάζεστε, φωνάξτε με καί ‘γώ θά εἶμαι δίπλα σας, νά! ἐπαδά (κι’ἔδειξε μέ τό χέρι τή διπλανή θέση μας)»[136]. Μάλιστα ὅταν ὁ ἄνθρωπος χωρίζεται ἀπό τό σῶμα, τότε βιώνει πιό ἔντονα τήν ἑνότητα μέ τά ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας: «Ὅταν φύγω ἀπ’ τή ζωή αὐτή, θά ‘ναι πιό καλά. Θά εἶμαι πιό κοντά σας»[137].
Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐπικοινωνία καί μέ τούς κεκοιμημένους. Σύμφωνα μέ περιστατικό, πού διηγεῖται πνευματικό του παιδί, ἐπιβεβαιώνεται τό γεγονός τῆς ἐπικοινωνίας τῶν ζώντων μέ τούς κεκοιμημένους, ἐάν τό θέλει βέβαια καί ὁ Θεός[138]. Ὁ π. Πορφύριος εἶχε καί τό Χάρισμα τῆς ἀγάπης καί τῆς κοινωνίας μέ τά μέλη τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας[139].
Ὅποιος ζεῖ ὀργανικά ἐνταγμένος, μέσα στήν Ἐκκλησία, κοινωνεῖ μέ ὅλα τά μέλη Της, ὅπου καί ἄν βρίσκονται αὐτά, διότι βιώνει τήν κοινωνία καί ἕνωση μέ τόν Χριστό. «Γιά τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ», δίδασκε ὁ Γέροντας, «δέν ὑπάρχει ἀπόσταση ἔστω κι΄ ἄν εἶναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Ὅπου κι’ ἄν βρισκόμαστε, εἴμαστε ὅλοι μαζί»[140]. Ὅταν κάποτε, ὁ π. Πορφύριος εἶχε ἀρρωστήσει βαριά, οἱ γιατροί προβληματιζόντουσαν, ἄν ἔπρεπε νά τόν κατεβάσουν στήν Ἀθήνα ἤ ὄχι. Ὁ Γέροντας δέν ἤθελε, καί ὅπως διηγεῖται πνευματικό του παιδί ἔλεγε, ὅτι « θά πεθάνει ἀπ’τό καυσαέριο κι ἀπ’τήν ταλαιπωρία, τήν ψυχική μέσα στό νοσοκομεῖο». Οἱ γιατροί προβληματίζονταν. Τότε τηλεφώνησε ἐκ μέρους τοῦ πατρός Σωφρονίου (τοῦ Ἔσσεξ) ἕνας μοναχός καί εἶπε ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος λέει: «ἐπ’ οὐδενί νά κάνετε κάτι, τό ὁποῖο δέν θέλει ὁ Γέροντας Πορφύριος. Ὁ Γέροντας Πορφύριος εἶναι –εἶπε ἐπί λέξει- «ἕνα ἀσκί γεμάτο ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα καί ὅ,τι σᾶς λέει αὐτό πρέπει νά κάνετε»…Ἔτσι ὁ Γέροντας δέν κατέβηκε καί σιγά-σιγά μέ τίς ὁδηγίες, πού ὁ ἴδιος μᾶς ἔδινε γιά τήν θεραπεία του, ἔγινε καλά»[141]. Ὁ π. Σωφρόνιος ἐπικοινωνοῦσε πνευματικά μέ τόν π. Πορφύριο, ἄν καί βρίσκονταν χιλιόμετρα μακρυά.
«Εἴμαστε» ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ὁ νοῦς μας. «Βλέπουμε» ὁ ἕνας τόν ἄλλο ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα πού ἔχουμε. Αὐτά ἐπιβεβαιώνονται ἀπό πολλά περιστατικά πού σχετίζονται μέ τόν Γέροντα. Δέν εἴμαστε ἐκεῖ πού εἶναι τό σῶμα μας, ἀλλά ἐκεῖ πού εἶναι ὁ νοῦς μας[142]. Ἑπομένως: Στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ὄχι μόνον κοινωνία μεταξύ τῶν μελῶν, ἀλλά καί μετάβαση-μετακίνηση ἀπό τά ἕνα σημεῖο στό ἄλλο[143]. Ἡ συμπροσευχή μπορεῖ νά γίνεται, ἐνῶ τά σώματα βρίσκονται σέ ἀπόσταση[144]. Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει τό φαινόμενο - γεγονός τῆς ἁρπαγῆς. «Ὁ Γέροντας», διηγεῖται πνευματικό του παιδί, «ἀγαποῦσε πολύ τό μοναστήρι τοῦ Essex (στήν Ἀγγλία). Πολλές φορές «πήγαινε» ἐκεῖ ἐν πνεύματι, ἐνῶ σωματικά ποτέ δέν εἶχε πάει στήν Ἀγγλία, καί συμπροσηύχετο. Κάποτε ἔλεγε σέ πνευματικό του παιδί γι’ αὐτό τό ἐκκλησάκι, στό παλιό κτίριο τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Essex: «Εἶναι σκοτεινό, ἔτσι, κατανυκτικό. Μοῦ ἀρέσει πολύ, νά πηγαίνω, ἐγώ ἐκεῖ τήν ὥρα πού κάνουνε ἀκολουθία τό πρωί, τό βράδυ, καί νά προσεύχομαι μαζί τους»[145].
Στήν Ἐκκλησία εἶναι δυνατόν νά ἔχουμε καί αἴσθηση σωματικῆς παρουσίας τοῦ ἄλλου, πού βρίσκεται μακρυά μας[146]. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα καί ὁ καθένας μας κύτταρο του. Ὅπως ὑπάρχει ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν κυττάρων πού συναπαρτίζουν τό ἴδιο σῶμα, ἔτσι ὑπάρχουν διάφορες μορφές ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν μελῶν, μέσα στό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνας χαρισματικός τρόπος ἐπικοινωνίας αὐτῶν εἶναι ἡ μετάβαση καί ἡ ἁρπαγή.
Ὁ Γέροντας εἶχε ἰδιαίτερα πάρει τήν δυνατότητα-Χάρισμα ἀπό τόν Θεό τῆς μετάβασης καί τῆς ἁρπαγῆς[147]. Σύμφωνα μέ μαρτυρία πνευματικοῦ του παιδιοῦ- ἱερομονάχου πού ζοῦσε στήν Ἀμερική- ὁ π. Πορφύριος τόν ἐπισκεπτόταν συχνά ἐν Πνεύματι, ἐκεῖ πού ἔμενε[148](δηλαδή στό σπίτι του στήν Ἀμερική). Ὑπάρχουν καί ἄλλα πολλά ἀνάλογα περιστατικά μεταβάσεως-ἁρπαγῆς[149].
Τό Ἅγιο Πνεῦμα κατευθύνει καί ἁγιάζει κάθε ζωντανό κύτταρο τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό διανέμει καί τά διάφορα χαρίσματα Του. Τά χαρίσματα δίδονται σ' αὐτούς, πού δέν τά ζητοῦν[150], στούς ταπεινόφρονες, σ' αὐτούς, πού δέν θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἄξιο γι' αὐτά. Ὁ π. Πορφύριος ἦταν ἕνας ἀπό αὐτούς[151]. Διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Ὁ Γερο-Δημᾶς μοῦ μετέδωσε τό Χάρισμα τῆς εὐχῆς καί τό διορατικό»[152]. Τά χαρίσματα δίδονται γιά λόγους θεραπευτικούς τῶν μελῶν τοῦ Ἐκκλησιαστικού Σώματος. « Τό Χάρισμα μοῦ τό ἔδωσε ὁ Θεός γιά νά γίνω καλός»[153], ἔλεγε ὁ ἄκρως ταπεινός Γέροντας.
Ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἀντιληπτή ἀπό ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, αὐτά πού εἶναι ζωντανά, πραγματικά ἐνταγμένα, ἐντός Της. Γίνεται αἰσθητή σ΄ αὐτούς, πού ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, μέ ὑπακοή καί ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση, ἀπαρνούμενοι τελείως τόν ἑαυτό τους. Ἀναπτύσσονται τότε, ἤ μᾶλλον, ἐνεργοποιοῦνται τά πνευματικά αἰσθητήρια, πού ἤδη ἔχουν λάβει μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Ἡ μετάνοια ἀπομακρύνει ὅ,τι μέχρι τότε τά ἐμπόδιζε νά λειτουργήσουν. Ἡ ἄκτιστη θεοποιός Θεία Χάρη ἐμπλουτίζει τό σῶμα καί τήν ψυχή τους, μεταμορφώνοντας τά αἰσθητήριά τους, ὥστε νά μποροῦν πλέον νά βλέπουν, νά ἀκοῦνε καί νά αἰσθάνονται τό Ἄκτιστο Φῶς, τόν πνευματικό κόσμο. Αὐτό συνέβη καί στόν Γέροντα, ὅταν ἦταν ἀκόμη πολύ νέος[154].
Μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἡ ὁποία γίνεται αἰσθητή ἀπό αὐτούς, πού Ἐκεῖνος θέλει[155]. Ὁ Γέροντας εὐωδίαζε[156], διότι εἶχε ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του. Ἡ εὐωδία πού ἐξέπεμπε ἦταν ἁγιοπνευματική ἐνέργεια, σύμφωνα μέ τό λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς: «Χριστοῦ εὐωδία ἐσμὲν τῷ Θεῷ, ἐν τοῖς σῳζομένοις καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις»[157].
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ π. Πορφυρίου: Τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, δίδονται μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί μάλιστα στούς ὑπάκουους[158]. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι «ἔγινα ξύπνιος, γρήγορος, πιό γερός στό σῶμα καί στήν ψυχή... Καί τό Χάρισμα τό προορατικό μοῦ δόθηκε ἀπ’ τόν Θεό ἐξαιτίας τῆς ὑπακοῆς»[159]. Πράγματι ἔκανε, ὅπως ἔλεγε, «ἄκρα ὑπακοή»[160] στούς Γεροντάδες του, ἀλλά ἐπίσης καί «χαρούμενη»[161] ὑπακοή. Συνάμα ἀγάπησε μέ μία φοβερή ἔνταση τόν Θεό[162]. Γι’ αὐτό καί γέμισε μέ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι καί σήμερα ἐνεργό. Ἀναζητεῖ ἀνθρώπους δεκτικούς γιά νά ἀναπαυθεῖ. Οἱ δεκτικοί εἶναι οἱ ταπεινοί. Ταπεινοί εἶναι ὅσοι ὑπακούουν. Ὁ Γέροντας ἐπιβεβαιώνει μέ τή ζωή του τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Σιναΐτη, πού γράφει στήν οὐρανοδρόμο Κλίμακα: «Ἐξ ὑπακοῆς ταπείνωσις· ἐκ ταπεινώσεως διάκρισις· ἐκ διακρίσεως διόρασις· ἐκ δέ ταύτης προόρασις»[163].
Ὁ ὅσιος Γέρων ἀξιώθηκε τοῦ διορατικοῦ[164] καί τοῦ προορατικοῦ[165] χαρίσματος. Σέ κάποια περίσταση μάλιστα, ὁ π. Πορφύριος, προγνώρισε ἐπερχόμενο θάνατο καί προετοίμασε κατάλληλα τό πνευματικό του παιδί[166]. Σχετικά μέ τό διορατικό Χάρισμα πού τοῦ δόθηκε σέ τόσο νεαρά ἡλικία ἔλεγε, ὅτι: α) Δέν εἶναι ἐπιστήμη, δέν εἶναι τέχνη, εἶναι Χάρις. β) Ἡ Θεία Χάρις δέν λανθάνει ποτέ. γ) Ὅταν ἐνεργεῖ ἡ Θεία Χάρις, ὁ ἄνθρωπος πλημμυρίζει χαρά, ἀλλά αὐτή τή χαρά πρέπει νά τή διακρίνουμε ἀπό τήν ψεύτικη χαρά, τήν ἀπομίμηση χαρᾶς, πού προσφέρει τό κακό σ’ αὐτόν, πού τό διαπράττει. δ) Ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει τήν Θεία Χάρι, δέν σκέφτεται ποτέ νά τήν χρησιμοποιήσει ὅπως αὐτός θέλει, ἀλλά ἐνεργεῖ ὅπως ἡ Θεία Χάρις τοῦ ὑποδεικνύει καί ε) Γιά νά ἐνεργήσει ἡ Θεία Χάρις μέσῳ ἑνός ἀνθρώπου, πρέπει αὐτός νά ἔχει τήν ἁγία ταπείνωση, (γιατί ὑπάρχει καί ἀρρωστημένη ταπείνωση) καί νά βρίσκεται στήν κατάλληλη πνευματική κατάσταση. Δέν πρέπει βέβαια νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ πρωτοβουλία ἀνήκει στήν Θεία Χάρι, τήν ὁποία ὁ χριστιανός ἐπικαλεῖται μέ τήν προσευχή. Ἐπίσης εἶναι σημαντικό νά τονιστεῖ ὅτι αὐτή ἡ προσευχή δέν εἶναι ἀπαιτητική, ἀλλά ἀπόθεσις ὅλης τῆς ζωῆς μας στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ Μας[167].
Μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχει ποικιλία χαρισμάτων, τά ὁποῖα δίδονται ἀπό τόν διανομέα τῶν χαρισμάτων, δηλ. ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα στά ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Γέροντας, ὡς γνήσιο τέκνο τῆς Ἐκκλησίας καί «κατά Χάριν υἱός Θεοῦ» ἦτο πολυχαρισματοῦχος. Μέσα στά ποικίλα χαρίσματα, πού τοῦ εἶχε δώσει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ Γέροντας εἶχε τό Χάρισμα τοῦ νά βρίσκει νερό καί νά διακριβώνει τήν ποιότητά του[168].
Στήν Ἐκκλησία βιώνουμε πολλές φορές τό θαῦμα. Ὁ Γέροντας εἶχε ἀπό τόν Θεό τό Χάρισμα τῆς θαυματουργίας καί μάλιστα τῆς ἐκδιώξεως τῶν δαιμόνων, καθώς καί τό ἰαματικό Χάρισμα[169]. Πολλές φορές θαυματουργοῦσε κρυφά. Ἐπίσης θαυματουργοῦσε καί θεράπευε ἀπό μακρυά[170]. Πόσα ἄραγε, δέν ἄλλαξαν μέ τίς θερμές προσευχές, πού ἀνέπεμπε μυστικά, ἀποφεύγοντας κάθε ἀνθρώπινο ἔπαινο ἤ ἀναγνώριση;![171]. Στήν Ἐκκλησία, ὁ Θεός διά τῶν Ἁγίων, μᾶς θεραπεύει ἀπό τίς σωματικές ἀλλά καί τίς πνευματικές μας ἀσθένειες. Ὁ Γέροντας μέ τό θεραπευτικό[172] καί μάλιστα κατά τοῦ καρκίνου Χάρισμα[173] του τό ἐπιβεβαιώνει. Ἀκόμη καί αὐτός ὁ θάνατος δέν μᾶς χωρίζει ἀπό τούς ἁγίους μας, οὔτε μᾶς στερεῖ τίς θεραπευτικές τους προσευχές. Τό ἰαματικό Χάρισμα, ἄν θέλει ὁ Θεός, διατηρεῖται μετά θάνατον καί μάλιστα σέ ἐντονώτερο βαθμό[174].
Στήν Ἐκκλησία, τά θαύματα γίνονται κατά κύριο λόγο μυστικά, γιά νά μήν καταπιέζεται ἡ συνείδηση τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Θεός δέν μᾶς πειθαναγκάζει. Ἐνεργεῖ, διά τῶν Ἁγίων Του κρυφά, μέ λεπτότητα καί πολύ σεβασμό στήν ἐλευθερία μας. «Καί ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ζητοῦσαν ἀπό τόν Χριστό «σημεῖον», δηλαδή θαῦμα, τούς ἀπάντησε ὅτι δέν θά τούς δοθεῖ ἄλλο σημεῖον, ἐκτός ἀπό τό σημεῖον τῆς Ἀναστάσεώς Του, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἔγινε κατά τρόπο ἐντυπωσιακό, οὔτε ἐνώπιον ὅλων, ὥστε νά καταπιέσει τή συνείδησή τους νά τήν δεχθοῦν»[175].
Μεταξύ τῶν ποικίλων χαρισμάτων τοῦ Παρακλήτου εἶναι τό Χάρισμα τῆς ὑλοποίησης. Τά ὑλικά πράγματα δημιουργοῦνται μέ θαυματουργικό τρόπο ἀπό τό μή ὄν ἤ πολλαπλασιάζονται -ἐάν θέλει ὁ Θεός- μέ τίς προσευχές τῶν Ἁγίων. Τό Χάρισμα τῆς ὑλοποίησης τό εἶχε ὁ Γέροντας. Ὅμως «οἱ ὑλοποιήσεις εἶναι δυό εἰδῶν», ἔλεγε «εἶναι ἡ κακιά καί ἡ καλή...Μπορεῖ ἕνας νά κάνει προσευχή πού οἱ ἄλλοι δέν ἔχουνε λάδι καί βασανίζονται γιατί τούς ἔχει λείψει τό λάδι, νά ν’ ἀνοίξει τά χέρια του καί νά γεμίσουν τά κιούπια μέ λάδι. Ἔ, μπορεῖ καί ἕνας γκουρού νά κάνει κάτι ἄλλο, μιά ἄλλη ὑλοποίηση, ἀλλά δέν εἶναι ἡ ἴδια, δέν εἶναι τοῦ ἀγαθοῦ πνεύματος»[176]. Γιά παράδειγμα ὁ γκουρού Σάι Μπάμπα ἔκανε λουκουμάδες ἀπό ἄμμο καί τά πρόσφερε στούς καλεσμένους του[177]. Τό πιθανότερο βέβαια εἶναι ὅτι ὅλο αὐτό τό «θαῦμα» ἦταν ἕνα ταχυδακτυλουργικό τρύκ[178] ἤ μία δαιμονική ἀπάτη. Ὁ π. Πορφύριος, ἀντίθετα, εἶχε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀποδεδειγμένα πολύ πλούσια, ὥστε μποροῦσε νά δημιουργεῖ ὕλη[179].
Τά ποικίλα Χαρίσματα πού διανέμει ὁ Βασιλεύς τῶν Οὐρανῶν, τό Πανάγιον Πνεῦμα χορηγοῦνται γιά τήν θεραπεία τῶν σωματικῶν ἀλλά κυρίως τῶν πνευματικῶν μας ἀσθενειῶν. Αὐτός εἶναι ὁ κύριος ρόλος τῆς Ἐκκλησίας.
[5] Χρησιμοποιοῦμε: α)μέ φειδώ καί β)μέ ἐπιφύλαξη μαρτυρίες τῶν πολλῶν πνευματικῶν παιδιῶν τοῦ Γέροντα καί γ)πάντα ἐφόσον συνάδουν μέ τό γενικώτερο πνεῦμα τοῦ π. Πορφυρίου καί τήν διαχρονική ἀλήθεια τῆς πίστεως πού διαφυλάσσεται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Πρβλ. καί στό τέλος τῆς Εἰσαγωγῆς τῆς παρόντος ἔργου.
[6] Ἱερό Γυναικεῖον Ἡσυχαστήριον «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Θαυμαστά γεγονότα καί συμβουλές τοῦ ΓέροντοςΠορφυρίου, Ἐκδόσεις Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Μήλεσι 2006 (στό ἑξῆς:Θαυμαστά γεγονότα),σελ. 24.
[7] Ἀναργύρου Καλλιάτσου, Ὁ πατήρ Πορφύριος. Ὁ διορατικός, ὁ προορατικός, ὁ ἰαματικός, ΣΤ΄ἔκδοσις, Ἐκδόσεις : Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Ἀθῆναι 2005 (Στό ἑξῆς: Ὁ πατήρ Πορφύριος), σελ. 34-35.
[16] Πρβλ. Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 69-71, ὅπου ὁ Γέροντας περιγράφει μία παρακοή του καί τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματά της στήν πνευματική του κατάσταση.
[18] Πρβλ. Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου Ἱερομονάχου, Νέος Συναξαριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Τόμος Δέκατος, Ἰούνιος, Ἐκδόσεις Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2005, σελ. 245. (Βίος τοῦ ἁγίου Πατρός ἡμῶν Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καί ἀνάλυση τῶν ἔργων του).
[31] Βλ. Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Ἅγιος Ἐφραίμ, Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, Ἔκδοση Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Ἅγιος Ἐφραίμ», Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους, 2000, σελ. 176.
[36] Ἀρχ. Μάξιμου Κυρίτση: Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία μέ τίτλο: Ἡ ἀποτελεσματικότητα τοῦ Πνευματικοῦ καί τοῦ Ψυχιάτρου στήν ψυχοσωματική ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου.
Πηγή: http://www.alopsis.gr/alopsis/psych2.htm. Καί συνεχίζει: «Μ' ἕνα παράδειγμα: Ὅπως ἡ ἀτμόσφαιρα ἔχει τήν δυνατότητα νά ἀφομοιώνει τόν ἥλιο καί νά διεισδύει ὁ ἥλιος μέσα ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα καί νά διαπερνᾶ τίς ἀκτίνες του σέ ὅλα τά ὄντα, χωρίς νά παθαίνει τίποτα ἡ ἀτμόσφαιρα· ὄχι μόνο δέν παθαίνει, ἀλλά φωτίζεται περισσότερο. Καί ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ ἡλίου ἀκόμα καί μέσα ἀπό τό νερό περνᾶ, χωρίς τό νερό νά παθαίνει τίποτα, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ Ἀγάπη· ἡ Εὐαγγελική ὅμως Ἀγάπη, τοῦ Θεοῦ ἡ Ἀγάπη, διεισδύει ἀπό τό ἕνα πρόσωπο στόν ἄλλο χωρίς νά καταργεῖ τό ἄλλο πρόσωπο, χωρίς νά δεσμεύει καί χωρίς νά αἰχμαλωτίζει τό πρόσωπο, ἀλλά νά τό ἑνώνει Θεοπρεπῶς καί νά γίνονται ταυτόχρονα δύο πράγματα. Νά ἑνώνεται ἡ φύσις ἡ μία, γιατί οὐσιαστικά, ὅπως εἴπαμε, μία εἶναι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου, νά ἑνώνεται ἐν Χριστῷ, διατηρώντας τήν προσωπική ὕπαρξη καί ἐλευθερία πού ἔχει ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς.».
[41] Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, Α' ἔκδοση, 2002, σελ. 381-2. Βλέπε καί τό συλλογικό ἔργο: 2000 χρόνια μετά. Ἔκδ. Ἀκρίτας, σ. 372.
[48] Πρβλ. Ἁγ. Ἱγνατίου Θεοφόρου, TLG, Work #001 3.3.1.1 to Work #001 3.3.1.4 «Ὁμοίως πάντες ἐντρεπέσθωσαν τοὺς διακόνους ὡς Ἰησοῦν Χριστόν͵ ὡς καὶ τὸν ἐπίσκοπον ὄντα τύπον τοῦ πατρός͵ τοὺς δὲ πρεσβυτέρους ὡς συνέδριον Θεοῦ καὶ ὡς σύνδεσμον ἀποστόλων· χωρὶς τούτων ἐκκλησία οὐ καλεῖται».
[53] Βλ. Ἱερομονάχου Σάββα Ἁγιορείτου, Τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία καί πῶς θά τή ζήσουμε, Ἔκδοση Ἱεροῦ Κελλίου «Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου», Β΄ἔκδοση, Κερασιά, Ἅγιον Ὄρος 2009, σελ. 50-61.
[59] Κ. Γιαννιτσιώτη ,«Κοντά στό Γέροντα Πορφύριο»(Ἕνα πνευματικοπαίδι του θυμᾶται), Ἐκδ. Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ἀθήνα 1995 (στό ἑξῆς: Κοντά στό Γέροντα Πορφύριο), σελ. 367.
[62] Γαλ. 4, 6: «Ὅτι δέ ἐστε υἱοί͵ ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν͵ κράζον͵ Ἀββᾶ ὁ Πατήρ».
[64] Πρβλ. Ἁγ. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ὕμνος Κη΄:1, No 174 , S.C, Paris 1971, σελ 294:«Ἐάσατε τῇ κέλλῃ με μόνον ἐγκεκλεισμένον,...».
[77] Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ, Λόγος Α’, στ. 48, ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, ἔκδ. 9η, Ὠρωπός 2002, σελ. 48- 49.
[78] Ἱερομονάχου Πορφυρίου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά, Ἐν Καυσοκαλυβίοις τῇ 4/17 Ἰουνίου 1991, στό: Αἰκατερίνας μοναχῆς, Ὁ ὅσιος Γέρων Πορφύριος, Ἡ ἀγαπῶσα καρδία, Ἐκδόσεις Ἐφραιμιάς, Κονταριώτισσα Κατερίνης, σελ. 355-357.
[80] Ἱερομονάχου Πορφυρίου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά, Ἐν Καυσοκαλυβίοις τῇ 4/17 Ἰουνίου 1991, στό Αἰκατερίνας μοναχῆς, Ὁ ὅσιος Γέρων Πορφύριος, Ἡ ἀγαπῶσα καρδία, Ἐκδόσεις Ἐφραιμιάς, Κονταριώτισσα Κατερίνης, σελ. 355-357.
[92] Ἀρχ. Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, Γ΄ Ἔκδοση, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου - Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 1985, σελ. 398.
[94] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, Δέκατη ἔκδοση, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἂγγλίας 2003, σελ. 581-582.
[104] Πρβλ. Βίος καί Λόγοι, σελ. 390 ὅπου παρατίθεται τό ἀπόσπασμα ἀπό τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τό ὁποῖο ἀγαποῦσε πολύ ὁ Γέροντας: «Ὅλους τούς πιστούς ὀφείλουμε νά τούς βλέπουμε σάν ἕνα καί νά σκεπτόμαστε ὅτι στόν καθένα ἀπό αὐτούς εἶναι ὁ Χριστός» (Ἁγ. Συμεών Νέου Θεολόγου, Κεφάλαια Θεολογικά καί Πρακτικά ρ΄,
SC 51· Α΄ Ἰω. 4, 20).
[116] Βλ. . Ἱερ. Σάββα Ἁγιορείτου, Τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία καί πῶς θά τή ζήσουμε, Ἔκδοση Ἱεροῦ Κελλίου «Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου», Β΄ἔκδοση, Κερασιά, Ἅγιον Ὄρος 2009,(στό ἑξῆς Τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία) σελ. 18.
[160] Ἱερομονάχου Πορφυρίου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά, Ἐν Καυσοκαλυβίοις τή 4/17 Ἰουνίου 1991.
[162] Πρβλ. Ἱερομονάχου Πορφυρίου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά, Ἐν Καυσοκαλυβίοις τή 4/17 Ἰουνίου 1991.
[163] Ἰωάννου Σιναΐτου, «Κλῖμαξ», Λόγος Δ΄, «Περί ὑπακοῆς», στ. 105, ἔκδ. Ἱ.Μ. Παρακλήτου, ἔκδ. 9η, Ὠρωπός 2002, σελ. 104.
[176] Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Τό πνεῦμα τό ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές, ἔκδ. Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Κ.Π. 3. Ἀπομαγνητοφωνημένη συνομιλία τοῦ γέροντος Πορφυρίου μέ φίλους τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού ἔγινε τό 1989.
[178] Βλ. Ἀνωνύμου, Σάι Μπάμπα, Sai Baba, Λεξικό τοῦ σκεπτικιστῆ, http://www.skepdic.gr/Entries/Sigma/saibaba.htm, ὅπου ἀποδεικνύονται οἱ ἀπάτες-«θαύματά του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου