Tί εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Γιά τόν Γέροντα Πορφύριο εἶναι το κορυφαῖο Μυστήριο, «τό μυστήριο τῶν μυστηρίων»[1]. Σύμφωνα καί μέ τόν π. Ἀθανάσιο Γιέβτιτς, ἡ Ἐκκλησία εἶναι «τό κεντρικό μυστήριο τοῦ Χριστιανισμοῦ»[2].
Ἀποτελεῖ ἡ Ἐκκλησία- ὅπως δίδασκε ὁ π. Πορφύριος- φανέρωση, ἀπόδειξη καί «ἔκφραση τῆς πολυποίκιλης σοφίας τοῦ Θεοῦ»[3]. Ἡ παν-σοφία Του, ἀλλά καί τό πολυ-ποίκιλον τῆς σοφίας Του φανερώθηκε στήν Ἐκκλησία Του. Ἡ Ἐκκλησία σύμφωνα μέ τόν ὁρισμό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τό σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ἀκατάληπτος, ἀπερινόητος, ἀπερίγραπτος, ἔτσι καί τό σῶμα Του, κατά τή θεότητά Του, εἶναι ἀπερίγραπτο, ἀκατάληπτο, ἀνερμήνευτο. «Πρόκειται περί «μεγάλου μυστηρίου», τοῦ μεγαλυτέρου εἰς ὅλους τούς κόσμους μας: περί τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας»[4], γράφει χαρακτηριστικά ὁ π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς (1894-1979).
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «θεῖο καθίδρυμα»[5], τόνιζε ὁ Γέροντας Πορφύριος καί, ἀκολουθώντας τόν Ἀπόστολο Παῦλο, δίδασκε ὅτι σ’ Αὐτήν «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»[6]. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄναρχη, ἄκτιστη, ἀτελεύτητη, αἰώνια, ὅπως καί ὁ Ἱδρυτής Της, ὁ Τριαδικός Θεός, εἶναι ἄναρχος, ἄκτιστος, ἀτελεύτητος, αἰώνιος.
«Ἡ Ἐκκλησία», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «ὑπῆρχε πρό τῶν αἰώνων, πρό τῶν ἀγγέλων, πρό τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου»[7], διότι ἡ πρώτη Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἅγιος Τριαδικός Θεός, τά Τρία ὁμότιμα, ὁμοούσια καί ὁμόδοξα Πρόσωπα τῆς «ἁπλῆς τριφώτου ἀρχικωτάτης Ἑνάδος»[8]. «Τό μυστήριο λοιπόν τῆς Ἐκκλησίας», παρατηρεῖ καί ὁ π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, «συνδέεται ἀχώριστα μέ τό μυστήριο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἔχοντας ὡς συνδετικό κρίκο τό μυστήριο τοῦ ἐνυποστάτου Θεανθρώπου»[9]. «Πρό καταβολῆς κόσμου»[10], διδάσκει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὑπῆρχε τό ἀπόρρητο καί ἄγνωστο στούς πάντες μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τό σχέδιο τῆς, διά τῆς Ἐκκλησίας, σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ καινή ζωή. Σύμφωνα μέ τόν μακαριστό Γέροντα Πορφύριο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ νέα ζωή, «ἡ ζωή ἐν Χριστῷ». Στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει θάνατος, διότι ὁ Χριστός τόν καταργεῖ. Ὅποιος ζεῖ ἐντός Της, δέν φοβᾶται τό θάνατο[11], ἀλλά ἐπίσης οὔτε τόν διάβολο, οὔτε τήν κόλαση[12]. Ἡ αἰωνιότητα, ἡ μετοχή στήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς Δημιουργίας, στήν αἰώνια μακαριότητα, εἶναι μιά πραγματικότητα, πού ἀρχίζει ἀπό ἐδῶ καί ἀπό τώρα, γι’ αὐτούς πού θέλουν, δηλ. γι’ αὐτούς πού ἐντάσσονται ὀργανικά στήν Ἐκκλησία[13]. Σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης τόν ἑξῆς λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐάν τις τόν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μή γεύσηται θανάτου εἰς τόν αἰῶνα»[14]. Ὁ Χριστός μέ τόν θάνατό του «ἐπάτησε τόν θάνατο»[15]. «Ὅποιος μπαίνει στήν Ἐκκλησία», διακήρυσσε ὁ Γέροντας, «σώζεται, γίνεται αἰώνιος...δέν πεθαίνει ποτέ»[16]. Δέν ὑπάρχουν δύο ζωές, μία πρό καί μία μετά θάνατον. «Μία εἶναι ἡ ζωή»[17], ἑνιαία. Οὐσιαστικά ἡ Ζωή εἶναι ὁ Χριστός[18]. Ἐάν κανείς ἐνταχθεῖ πραγματικά καί παραμείνει ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ἐντάσσεται σ’ αὐτήν τήν μία καί ἑνιαία Ζωή, πού εἶναι ὁ Χριστός. «Εἶμαι αἰώνιος»[19] διακήρυσσε πανηγυρικά ὁ Γέροντας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Παράδεισος. Ὅποιος ζεῖ ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ζεῖ στόν ἐπι γῆς Παράδεισο, ὁ ὁποῖος «εἶναι ὁμοιότατος μέ τόν ἐν οὐρανοῖς»[20]. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ Χριστός καί ὁ Παράδεισος, εἶναι ἡ ζωή μέσα στό φῶς καί στήν ἀγαλλίαση[21]. Στήν Ἐκκλησία «ζοῦμε τόν Χριστό»[22]. Ζοῦμε τήν Μία Ἀλήθεια, πού δέν εἶναι μία θεωρητική πρόταση - ἀξίωμα, ἀλλά εἶναι τό Ἕνα καί μοναδικό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτό εἶναι καί ἡ βίωση τοῦ Παραδείσου, ἀφοῦ «ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος»[23]. Γι’ αὐτό ὁ Παράδεισος εἶναι ὁ ἴδιος, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, στόν οὐρανό καί στή γῆ[24]. «Ἡ ἐνεργός μετοχή τοῦ ἀνθρώπου στή Θεία Χάρη κατά τήν παροῦσα ζωή» σημειώνει ὁ καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης «ἀποτελεῖ πρόγευση τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ταυτίζεται μέ τό ἄκτιστο φῶς τῆς Θείας Χάρης καί μέ τήν ἀΐδια Θεία ζωή»[25]. Προϋπόθεση γιά νά ζήσουμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ στόν οὐρανό εἶναι νά τήν ζήσουμε (νά τήν προγευθοῦμε), ἔστω κατ’ ἐλάχιστον, ἐδῶ στή γῆ. « Ἄν δέν φθάσει κανείς τουλάχιστον σέ κατάσταση μερικοῦ φωτισμοῦ, σ’ αὐτήν τήν ζωή», διδάσκει ὁ καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης «δέν μπορεῖ νά δεῖ τόν Θεόν ὡς Φῶς, οὔτε σ’ αὐτήν τήν ζωή, ἀλλά οὔτε καί στήν ἄλλη ζωή»[26]. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος θεολόγος σημειώνει ὅτι: «Τοσοῦτον τῆς Ἐκείνου θέας ἐκπέσομεν, κατά τήν ἀναλογίαν τῆς ἑκάστου ἡμῶν ἀπ’ ἐντεῦθεν ἀμβλυωπίας», καί συνεχίζει «καθ’ ὅσον τοῦ φωτός αὐτοῦ ἑκουσίως ἑαυτούς ὑστερήσαμεν ἐν τῇ παρούσῃ ζωῇ»[27].
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ «χῶρος» καί ὁ «τρόπος», ὅπου γίνεται ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωσις ὅλων διά τῆς μετοχῆς στήν ἄκτιστη Θεία δόξα. Στήν Ἐκκλησία - Παράδεισο «ὅλες οἱ ψυχές τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἕνα»[28] . Ἑνώνονται διά τῆς ἄκτιστης ἀγάπης, μετέχοντες στήν ἄκτιστη δόξα τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή καί γνήσια ἀγάπη, ἡ μόνη ἀληθινή καί πραγματική δόξα. Αὐτήν τήν ἀγάπη, αὐτήν τήν μετοχή στήν ἄκτιστη δόξα, τήν δίδει ὁ Χριστός στούς ἀληθινούς μαθητάς Του. Στήν Ἀρχιερατική Του προσευχή τό φανερώνει: «καὶ ἐγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν»[29]. Ἐκεῖνο, πού μᾶς κάνει ὅλους «ἕνα» μέσα στήν Ἐκκλησία, (τόσο στήν ἐν οὐρανοῖς ὅσο καί στήν ἐπί γῆς) εἶναι ἡ μετοχή μας σ’ αὐτήν τήν ἄκτιστη Θεία δόξα. Αὐτήν τήν ὁποία δίδει ὁ Πατήρ στόν Υἱό καί ὁ Υἱός στούς ἀδελφούς Του, δηλ. σ’ ὅλους ἐκείνους πού Τόν ἀγαποῦν (τηροῦν τό θέλημά τοῦ Πατρός Του[30]). Ἡ ἄκτιστη Θεία δόξα δέν εἶναι ἄλλο, παρά ἡ Θεία Χάρη, ἡ ἄκτιστη θεοποιός ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία μποροῦμε νά μετέχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐάν καί ἐφόσον τό θέλουμε. Ἀνταποκρινόμενοι σ’ αὐτήν τήν Θεία δωρεά, διά τῆς ὑπακοῆς στίς Θεῖες ἐντολές, ἑνωνόμαστε σ’ ἕνα σῶμα μεταξύ μας καί μέ τόν Χριστό. Ἐκπληρώνουμε ἔτσι, τό αἴτημα τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς: «Ἵνα πάντες ἕν ὦσι»[31] . Διά τῆς ἑνώσεως δέ μέ τόν Χριστό, ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, πραγματώνουμε τήν θέωσή μας, πού εἶναι ὁ σκοπός τῆς ὕπαρξής μας, (δηλ. φθάνουμε στό «καθ’ ὁμοίωσιν»[32]).
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἑνώνει κατά τό πρότυπο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Γέροντας σκέφτεται ὀρθοδοξότατα καί τονίζει ὅτι, ὅπως «ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι τρία πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἑνωμένα κι’ ἀποτελοῦν ἕνα»[33], ἔτσι καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, πού εἴμαστε μύρια πρόσωπα, καλούμαστε νά γίνουμε «ἕνα». Ὅπως ὁ Θεός εἶναι Τρισυπόστατος «Τρίφωτος Ἑνάς»[34], ἔτσι καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καλούμαστε νά γίνουμε μυριοϋπόστατος, «μυριόφωτος ἑνάς» κατά Χάριν. Αὐτό πραγματώνεται, ὅταν συνεργαστεῖ ἡ ἀνθρώπινη θέλησή μας μέ τήν Θεία Χάρη.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς χαρίζει τήν θέωση. Ἡ δική μας προσπάθεια ἔγκειται στό νά φυλάξουμε αὐτήν τήν ὕψιστη δωρεά. «Κατὰ τὴν πατερικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς», παρατηρεῖ ὁ καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, «σὲ τοῦτο ἀκριβῶς συνίσταται ἡ συνεργία τοῦ ἀνθρώπου, στὸ ν' ἀφήνει ὁ ἄνθρωπος τὸ Θεὸ νὰ ἐνεργεῖ σ' αὐτόν»[35]. Καί συνεχίζει: «Ἀλλὰ τοῦτο γίνεται πραγματικότητα μόνον, ὅταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος ἄρει τὰ ἐμπόδια ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἔχει ἐπισωρεύσει, ὥστε νὰ φανερωθεῖ ἡ Χάρη καὶ ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔλαβε στὸ βάπτισμα. Ἡ ὅλη συμβολὴ τῆς ἐλεύθερης θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐπικεντρώνεται στὸ «ὑπομεῖναι τὴν Χάριν καὶ μὴ προδοῦναι τὸν θησαυρὸν»[36], νὰ βαστάξει καὶ νὰ διατηρήσει τὴν προσφερθεῖσα Χάρη. Ἡ ἐνεργοποίηση δηλαδὴ τοῦ αὐτεξουσίου τοῦ πιστοῦ δὲν κατευθύνεται στὴν κατάκτηση τῆς Θείας Χάριτος, ἀλλὰ στὴ διατήρησή της. Ἡ ὅλη ἐπαγρύπνηση καὶ ἀγωνιστικότητα τοῦ πιστοῦ ἔχει τὸ νόημα ὅτι δὲν ἐπιτρέπει νὰ εἰσάγονται μέσα του ἐκεῖνα, ποὺ ἐναντιώνονται στὴ ζωὴ καὶ προκαλοῦν τὸ θάνατο φυγαδεύοντας τὴ Θεία Χάρη, ἐνῶ παράλληλα ἡ πολλαπλὴ φροντίδα του γιὰ τὴ διατήρηση τῆς Θείας Χάριτος φανερώνεται καὶ ὡς ἀρετὴ του[37]. Σέ καμμιά περίπτωση ὅμως ἡ ἀρετή αὐτή δέν ἀποτελεῖ καθαρά ἀνθρώπινη ἐνέργεια ἀλλά εἶναι καρπός τῆς Χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος[38], πού προϋποθέτει τήν ἀνθρώπινη συνεργία»[39].
Τό ταμεῖο τῆς Θείας Χάρης διά τῆς ὁποίας ἑνοποιούμεθα εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μετέχουμε στήν Θεία Χάρη, ὅταν ζοῦμε ἐντός τῆς «Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»[40]. Γιά νά μποῦμε καί νά παραμείνουμε στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἔχουμε, ἔστω καί κατ’ ἐλάχιστον, τήν μεταξύ μας ἐν Χριστῷ ἀγάπη, δηλ. τήν ἄκτιστη Θεία δόξα, πού δίνει ὁ Χριστός στούς γνήσιους μαθητές Του. Αὐτή μᾶς κάνει «ἕνα». «Αὐτό μόνο διά τῆς Χάριτος τό καταλαβαίνει κανείς»[41], παρατηροῦσε ὁ Γέροντας. Ἀνήκουμε στήν Ἐκκλησία, ὅταν γινόμαστε «ἕνα» μεταξύ μας[42], καθώς καί μέ τόν Κύριο, διά τῆς μετοχῆς μας στήν ἄκτιστη θεοποιό Θεία ἐνέργεια. Εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ζοῦμε Ἁγιοτριαδικά, δηλ. ὅταν ἔχουμε: α) μία ψυχή, μία καρδιά[43], β) ἕνα φρόνημα (γιά τήν ἀκρίβεια: ταὐτό φρόνημα), γ) μία ἐνέργεια (γιά τήν ἀκρίβεια: ταὐτή ἐνέργεια). Τότε, ὄντες ἑνωμένοι διά τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης, ὁμοιάζουμε στόν Χριστό καί εἰκονίζουμε τήν Ἁγία Τριάδα. Τό ὡραιότερο πρᾶγμα, πού μπορεῖ νά ζήσει κανείς, εἶναι νά βιώσει αὐτήν τήν καθολική ἑνότητα· νά νιώσει «ἕνα» μ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους στή γῆ[44]. Ἄν καί οἱ ἄλλοι συμμερίζονται τό ἴδιο συναίσθημα, τό ἴδιο βίωμα, μ’ ἐμᾶς, τότε ἀκόμη πιό ἔντονα καί πραγματικά ζοῦμε ἀπό τώρα στόν Παράδεισο. Ὅμως, αὐτό, μόνο ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ[45]. Μόνον ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ τά θεραπευτικά της μέσα, μεταμορφώνει τήν κοινωνία «ἀπὸ συγκροτήματα ἐγωϊστικῶν καὶ ἐγωκεντρικῶν ἀτόμων εἰς κοινωνίαν ἀνθρώπων μὲ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπην, "ἥτις οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς"»[46], παρατηρεῖ ὁ καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης.
Οἱ ἄνθρωποι, πού ἔχουν θεραπευθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, τό μοναδικό Ψυχ-ιατρεῖο, ἀκολουθώντας τόν μοναδικό «Ἰατρό τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας»[47], τόν Κύριο Ἰησοῦ, αὐτοί μόνον, εἶναι ἱκανοί νά ἀγαπήσουν ἀληθινά (ἀνιδιοτελῶς, χωρίς ὅρια, χωρίς διακρίσεις, ἀκόμη καί τούς ἐχθρούς τους, μέ προσωπική θυσία), ἔτσι ὥστε ὁ καθένας νά ζεῖ στήν καρδιά τοῦ ἄλλου, ὁ καθένας νά ζεῖ γιά τόν Χριστό καί γιά τόν ἄλλο καί ὄχι γιά τόν ἑαυτό του. Αὐτό εἶναι τό βαθύτερο, τό κυρίαρχο καί κατ’ ἐξοχήν εὐάρεστο, τό προηγούμενο, ἤ κατ’ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Χριστοῦ : Νά γίνουμε ὅλοι «ἕνα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», νά ζοῦμε μέσα σέ ὅλους καί ὅλοι μέσα μας. Αὐτό ζήτησε ὁ Κύριος στήν Ἀρχιερατική Του προσευχή: «ἵνα ὦσιν ἕν»[48]. Αὐτό προσευχήθηκε γιά ὅλους, ὅσοι θά γίνουμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του. Θέλει ὁ Κύριος νά ζοῦμε σάν δικές μας, τίς χαρές καί τίς λύπες ὅλων[49]. Ὁφείλουμε «νά τούς νιώθομε δικούς μας, νά προσευχόμαστε γιά ὅλους», τόνιζε ὁ Γέροντας, «νά πονᾶμε γιά τή σωτηρία τους, νά ξεχνᾶμε τούς ἑαυτούς μας»[50]. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν γιά μᾶς, ἔτσι καί ἐμεῖς «νά κάνομε τό πᾶν γι’ αὐτούς»[51]. Τότε εἴμαστε στήν Ἐκκλησία, ὅταν «γινόμαστε ἕνα μέ κάθε δυστυχισμένο καί πονεμένο κι’ ἁμαρτωλό»[52] δήλωνε συμπερασματικάὁ π. Πορφύριος. Τότε εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅταν τούς βλέπουμε ὅλους σάν δικούς μας, ὅταν πραγματώνουμε τό ἀποστολικό: «Χαίρειν μετά χαιρόντων, κλαίειν μετά κλαιόντων»[53]. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη ἀληθινή ἐν Χριστῷ ἑνότης καί κοινότης.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς σωτηρίας. Ὅποιος εἰσέρχεται καί παραμένει ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός καί σώζεται. Ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία[54]. Σάν ἄλλη Κιβωτός τοῦ Νῶε διασώζει καθέναν, πού εἰσέρχεται καί παραμένει σ’ Αὐτήν.
Ἡ Ἐκκλησία, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἔχει ρίζες: α) τήν σοφή Θεία Πρόνοια καί β) τήν Θεία Ἀγάπη[55]. «Ἡ Ἐκκλησία ὡς οἰκονομία τῆς Χάρης τοῦ Χριστοῦ», σημειώνει ὁ π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, «καθορίστηκε ἀπ’ ἀρχῆς στήν προαιώνια «Μεγάλη Βουλή» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας ὁ Ἀγγελιοφόρος εἶναι ὁ Κύριος καί Θεός καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός»[56]. Σκοπός Της εἶναι νά σωθοῦν δι’ Αὐτῆς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι[57]. Ὅ,τι κάνει ὁ Θεός τό κάνει ἀπό Ἀγάπη καί διότι «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[58]. ««Ἡ ὑπεράπειρος καί ἀπειράκις ἀπείρως προϋπάρχουσα τῶν αἰώνων μεγάλη τοῦ Θεοῦ Βουλή»[59] ἀποφάσισε», παρατηρεῖ πάλι ὁ π. Ἀθανάσιος, «γιατί ἔτσι τό θέλησε ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, νά μετάσχουν στήν μακαριότητα τῆς Θείας ζωῆς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης, καί στήν ἕνωση μαζί Του καί ἄλλα ὄντα καί δημιουργήματα, τά ὁποῖα γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί δημιούργησε σέ κάποια στιγμή τοῦ χρόνου»[60]. Καί συνεχίζει: «Ἀλλ΄ ὁ Θεός, ὡς Παντογνώστης, γνώριζε πρίν ἀπ’ ὅλους τούς αἰῶνες καί πρόβλεψε ἀπ’ ἀρχῆς ὁλόκληρη τήν πορεία τῆς ἱστορίας καί τῆς ζωῆς τῶν ἐλεύθερων δημιουργημάτων. Πρόβλεψε ἄρα ὅτι ὁ ἄνθρωπος, κάνοντας κακή χρήση τῆς ἐλευθερίας, πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, θά ἔπεφτε στήν ἁμαρτία. Ἀλλ΄ ὁ Θεός, ἐπειδή εἶναι ἀνυπολόγιστα ἀγαθός καί φιλάνθρωπος[61] «πλούσιος ἐν ἐλέει», καί περισσότερο ἀπό πλούσιος «ἐν ἀγάπῃ»[62], καί ἐπειδή ἔχει προαιώνια εὐαρέσκεια ἐν τῷ ἠγαπημένῳ» γιά Χάρη τοῦ πιό ἀγαπημένου δημιουργήματός Του -τοῦ ἀνθρώπου-, μαζί μέ τήν ἀπόφαση γιά τή δημιουργία του, ὅρισε ταυτόχρονα (ἀπό τότε) στήν προαιώνια θέλησή Του καί τήν Θεανδρική Οἰκονομία τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ Του»[63].
Πρό πάντων τῶν αἰώνων ὁ Πανάγιος, Ἄναρχος, καί Ἀΐδιος Τριαδικός Θεός, συνέλαβε τό σχέδιο τῆς σωτηρίας ὅλων μας, διά τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄναρχη, ἄκτιστη, ἀτελεύτητη καί αἰώνια[64]. Δέν ἔχει ἀρχή, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Τριαδικός Θεός, πού εἶναι ἡ πρώτη Ἐκκλησία, δέν ἔχει ἀρχή. Ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀτελεύτητη. Δέν ἔχει τέλος, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν ἔχει τέλος. Θά ὑπάρχει πάντα. Εἶναι αἰώνια καί ὑπάρχει προαιώνια. «Εἶναι ἄκτιστη», θεολογεῖ ὁ π. Πορφύριος, «ὅπως καί ὁ Θεός εἶναι ἄκτιστος»[65].
Τήν Ἐκκλησία κανείς δέν θά μπορέσει νά Τήν καταργήσει, ἤ νά Τήν βλάψει καθ’ οἱονδήποτε τρόπο, ἀφοῦ τόν Θεόν κανείς δέν μπορεῖ νά Τόν νικήσει ἤ βλάψει. «Πύλαι ᾍδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[66]. Θά παραμείνει γιά πάντα, ὅπως παραμένει καί μέχρι τώρα, ἀπαρασάλευτη, διότι εἶναι θεμελιωμένη στό παντοδύναμον καί ἀκατάλυτον τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης στήν ἄπειρη Θεία ἀγάπη καί στήν πάνσοφη Θεία Πρόνοια[67].
Ὁ Χριστός εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένος μέ τήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό σῶμα Του. Δέν μπορεῖ ποτέ νά ὑπάρξει σῶμα χωρίς κεφαλή[68]. Ὅπου ἡ Ἐκκλησία, ἐκεῖ καί ὁ Χριστός· ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία[69]. Χωρίς Χριστό δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία. «Ἡ Ἐκκλησια εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Χριστός στό σῶμα καί μαζί μέ τό σῶμά Του» σημειώνει ὁ π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς· καί συνεχίζει: « Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἡ Ἀπαρχή καί τό Πλήρωμα... καί ὁ Σωτήρας τοῦ σώματος»[70].
Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐξαρτημένο ἐξ ὁλοκλήρου ἀπό τόν Χριστό. Ὅλοι ζοῦμε ἀπό τόν Χριστό. Τρεφόμαστε ἀπό τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι Φίλος μας καί Ἀδελφός μας[71]. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἔνταξης, ἀλλά καί τῆς παραμονῆς μας «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ»· εἶναι ὁ Ἁγιασμός μας. Εἶναι Παντοδύναμος ἀλλά καί Πανάγαθος, τό Α καί τό Ω , ἡ ἀρχή καί τό τέλος. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν[72] γιά τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί γιά κάθε συγκεκριμένο μέλος Της. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος βάζει στό στόμα τοῦ Χριστοῦ αὐτά τά λόγια : «Εἶμαι τό πᾶν γιά σένα καί εἶσαι τό πᾶν γιά μένα. Τί πλέον θέλεις;»[73]!!!
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγαπώμενη ἄπειρα ἀπό τόν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ γεμάτη ἀγάπη παρουσία τοῦ Χριστοῦ στή γῆ ἀλλά καί στόν οὐρανό[74]. Ὁ Χριστός φανερώνεται στήν μεταξύ μας ἀγάπη[75] , στήν μεταξύ μας ἑνότητα καί «στήν ἀγάπη Του, τήν Ἐκκλησία»[76], δίδασκε ὁ π. Πορφύριος. Ὅποιος εἶναι ἀληθινά μέλος Της, αὐτός εἶναι μέσα στήν «ἀγάπη Του». Αὐτή ἡ τόσο τρυφερή ἔκφραση τοῦ Γέροντα ἐκφράζει τό βίωμά του: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀνθρωπότητα (ἡ ὁποία εἶχε χωριστεῖ, ἐξ αἰτίας τῆς παρακοῆς, ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος) εἶναι ἡ πόρνη (ἀφοῦ δέν φύλαξε τήν πίστη της στόν Νυμφίο Της Χριστό), τήν ὁποίαν ἠράσθη ὁ Θεός καί θυσιαστηκε γι’ αὐτήν, μέ σκοπό νά τήν ξαναεντάξει στήν Ἐκκλησία Του. Τήν φύτεψε μέσα Του, γιά νά μήν μπορεῖ πλέον νά τήν ἐπιβουλευθεῖ κανείς. Εἶναι αὐτή γιά τήν ὁποία, Ἐκεῖνος κατεβαίνει, ἀφοῦ αὐτή τραυματισμένη καί βρώμικη, ἀδύναμη καί ἐξαθλιωμένη, δέν μπορεῖ ν’ ἀνεβεῖ σ’ Αὐτόν. Εἶναι ἡ πόρνη (ἀφοῦ δέν παρέμεινε πιστή στήν ἕνωσή της μέ τήν Ἁγία Τριάδα), τήν ὁποία ὁ Κύριος ἀγάπησε, ὄχι γιά νά τήν ἐπιβουλευθεῖ, ἀλλά γιά νά τήν τιμήσει, νά τήν καθαρίσει, νά τήν ἁγιάσει καί νά τήν κάνει νύμφη Του[77].
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία καί μοναδική. Κεφαλή Της εἶναι ὁ Ἕνας καί μοναδικός Χριστός. Σῶμα Του, ἕνα καί μοναδικό, ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία καί ὁ Χριστός εἶναι ἕνα. Δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχουν πολλές «Ἐκκλησίες», ἐφόσον δέν εἶναι δυνατόν ὁ Χριστός νά ἔχει πολλά σώματα. Ἐπίσης δέν εἶναι δυνατόν νά διαιρεθεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού «μελίζεται ἀλλά δέν διαιρεῖται»[78]. Σύμφωνα μέ τό Γέροντα, ἀληθινή θρησκεία (καί ἑπομένως ἀληθινή Ἐκκλησία) εἶναι μόνο μία: ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική θρησκεία. Τόνιζε: «Μία θρησκεία μόνον εἶναι: ἡ ὀρθόδοξος χριστιανική θρησκεία. Καί τό πνεῦμα αὐτό τό ὀρθόδοξο εἶναι τό ἀληθές. Τά ἄλλα πνεύματα», διευκρίνιζε ἐμφαντικά, «εἶναι πνεύματα πλάνης καί οἱ διδασκαλίες εἶναι μπερδεμένες»[79]. Μόνο τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι τό ἀληθές. Κάθε ἄλλο πνεῦμα, ἀκόμα καί ἄν λέγεται πνεῦμα χριστιανικό εἶναι πνεῦμα πλάνης, ἄρα αἱρετικό.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἁγία καί ἄμωμος, διότι ἔχει κεφαλή τόν ἀναμάρτητο Θεάνθρωπο Ἰησοῦ[80] καί «ψυχή» πού ζωοποιεῖ τά πάντα, τό Ἅγιο Πνεῦμα[81]. Ἔργο Της εἶναι ὁ διαρκής ἐξαγιασμός τῶν πιστῶν. «Ὁ σκοπός εἶναι», ἔλεγε ὁ Γέροντας, «νά ζεῖτε, νά μελετᾶτε, νά προσεύχεσθε, νά προχωρᾶτε στήν ἀγάπη, στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας»[82]. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ὡς κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἁγιάζει καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ σώματός Του, τά ὁποῖα ἀποκτοῦν δυνατότητα βίωσης τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς, ἐξ αἰτίας τῆς διαρκοῦς ἁγιαστικῆς δράσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐξαγιάζει τούς πιστούς, μέσα ἀπό τά Ἱερά Μυστήρια. Ἡ Θεία Εὐχαριστία, τό Βάπτισμα, τό Χρίσμα, ἡ Ἐξομολόγηση, τό Εὐχέλαιο, ἡ Ἱερωσύνη, ὁ Γάμος, τό Μυστήριο ἐπί τῶν κεκοιμημένων, ὁ Μοναχισμός, εἶναι θεοδίδακτοι καί θεοσύστατοι τρόποι, μέ τούς ὁποίους συντελεῖται ὁ ἁγιασμός καί ἡ ἀνάδυση τῆς καινούργιας ζωῆς στόν ἄνθρωπο. «Δεύτερο βάπτισμα εἶναι ἡ ἐξομολόγηση», δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, «μέ τήν ὁποία γίνεται ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἡ ἀπονέκρωση. Ἔτσι ἔρχεται ἡ Θεία Χάρις μέσῳ τῶν μυστηρίων»[83]. Γιά νά ἔχουν βέβαια, ὅλην αὐτή τήν ἐξαγιαστική δράση τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀπαιτεῖται πνευματικός ἀγώνας ἀπό τούς μετέχοντας σ’ αὐτά. Ἀπαιτεῖται νίκη κατά τῶν προσωπικῶν τους παθῶν καί συμμόρφωση μέ τό θεῖο θέλημα. «Πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά γίνομε καλοί»[84], τόνιζε ὁ Γέροντας. Ὡστόσο καί στή περίπτωση, πού κάποια «μέλη» τῆς Ἐκκλησίας ἐμμένουν στήν ἁμαρτωλότητα καί ἀμετανοησία τους, Ἐκείνη δέν παύει νά διατηρεῖται ἁγία, ἀφοῦ ἁγία παραμένει πάντοτε ἡ κεφαλή της, ὁ Χριστός, ἐνῶ τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Ἐκεῖνο πού Τήν ἐμψυχώνει. Τά μέλη Της, οἱ ἀγωνιζόμενοι πιστοί μετανοώντας, προσευχόμενοι ἀδιάλειπτα, ζώντας ἀσκητική καί μυστηριακή ζωή παραμένουν ἑνωμένα μέ τήν ἁγία κεφαλή στό σῶμα Του, ἀποτελώντας ἕνα σῶμα καί ἕνα πνεῦμα μεταξύ τους καθώς καί μέ τόν Κύριο Ἰησοῦ[85].
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθολική. Ἡ καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἔγκειται στό ὅτι ἐκτείνεται σέ ὅλες τίς ἐποχές, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Τείνει νά ἀγκαλιάσει τούς πάντας, πού ἔζησαν, ζοῦν ἤ θά ζήσουν σέ ὅλες τίς ἐποχές, γιατί εἶναι οἰκουμενική καί διαχρονική. Ἡ ὕπαρξή Της δέν ἔχει ἀρχή, ἀλλά οὔτε καί τέλος. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι καθολική διότι ἀφορᾶ σ΄ὅλη τήν οἰκουμένη, ἀλλά καί σ’ ὅλη τήν Κτίση, πρός τήν ὁποία καί ἀπευθύνεται. Ὁ Κύριος στέλνει τούς μαθητές Του νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλα τά ἔθνη, «πάσῃ τῇ κτίσῃ»[86], τονίζοντας ἀκριβῶς τήν καθολικότητα καί τήν γεωγραφική παγκοσμιότητα τῶν ἀποδεκτῶν τοῦ Χριστιανικοῦ μηνύματος. Σέ αὐτόν τό καθολικό χαρακτήρα τοῦ Εὐαγγελίου στηρίζεται ἄλλωστε καί ἡ ἱεραποστολική δράση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Γέροντας Πορφύριος μέ τήν διδασκαλία του περί Ἐκκλησίας, φανέρωσε τήν καθολικότητά Της[87]. Ἡ καθολικότητά Της ἀφορᾶ καί στό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας ἀλλά καί τῆς Ζωῆς, στό ὁποῖο ἡ Ἴδια μετέχει. Ἡ Ἐκκλησία μετέχει σ’ ὅλη τήν Ἀλήθεια διότι εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένη μέ τόν Χριστό.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀποστολική, διότι συνεστήθη ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀπεστάλη ἀπό τό Θεό Πατέρα στό κόσμο. Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλε τούς ἁγίους Ἀποστόλους Του στό κόσμο, γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιό Του. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι ὀργάνωσαν τίς τοπικές Ἐκκλησίες χειροτονώντας ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι μέ τή σειρά τους χειροτονοῦσαν καί χειροτονοῦν πρεσβυτέρους καί διακόνους. Κάτ΄ αὐτόν τόν τρόπο διασώζεται ἡ ἀποστολική διαδοχή τῆς Ἐκκλησίας. Ὡς ἀποστολική διαδοχή νοεῖται κυρίως ἡ διάσωση τῆς πληρότητας τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μέ τό Χριστό, ἀλλά καί μεταξύ τους, μέσα ἀπό τήν ὀρθή πίστη, τήν ἀληθινή καί σωτήρια διδασκαλία, ἀλλά καί τήν ὀρθή ζωή[88]. Εἶναι μία συνεχής μετοχή στό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας καί τῆς Ζωῆς, πού εἶναι ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός. Ἔλεγε ὁ Γέροντας σχετικά μέ τό βίωμα, πού εἶχαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι κατά τήν γενέθλια ἡμέρα τῆς ἐπίγειας ἄκτιστης Ἐκκλησίας: «Αὐτό πού ζοῦσαν οἱ Ἀπόστολοι μεταξύ τους κι αἰσθανόντουσαν ὅλη αὐτή τή χαρά, στή συνέχεια ἔγινε μέ ὅλους κάτω ἀπό τό ὑπερῶον»[89]. Αὐτό τό βίωμα συνεχίζει νά ὑπάρχει στήν ἀποστολική (δηλ. στήν Ὀρθόδοξη) Ἐκκλησία μέχρι σήμερα καί θά διατηρηθεῖ εἰς αἰώνας αἰώνων.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί Αὐτό φωτίζει τά μέλη Της. Ὅσα ἀναφέρθηκαν ἀνωτέρω, τά περί Ἐκκλησίας, πού διδάσκει ὁ Γέροντας, συμφωνοῦν ἀπόλυτα μέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Φανερώνεται ἔτσι ἡ ἁγιότητα του. Καθίσταται προφανές ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Αὐτό, πού τόν διδάσκει, ἀφοῦ ὁ ὅσιος Γέροντας λέγει αὐτά, πού διαχρονικά πρεσβεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τά ἔχει διατυπώσει διά τῶν ἁγίων Πατέρων Αὐτῆς, σέ διάστημα 2000 ἐτῶν. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ὁ κοινός διδάσκαλος τῆς Ἀληθείας, ὅλων τῶν ζωντανῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο καί ὑπάρχει ἡ ἀπόλυτη συμφωνία τῶν Πατέρων, στά ὀρθόδοξα δόγματα καί στήν διδασκαλία περί τοῦ ὀρθόδοξου τρόπου ζωῆς (ἀπόλυτη συμφωνία στό ὀρθόδοξο δόγμα καί ἦθος).
4)Συστατικά - δομή τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ κοινωνία τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ἀποτελεῖ τήν «ἀρχέγονη» ἀλλά καί αἰώνια Ἐκκλησία[90]. Σ' Αὐτήν «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς»[91]. Τά Τρία Πανάγια Πρόσωπα μέ τήν τέλεια κοινωνία ἀγάπης, μέ τήν πλήρη ταύτιση οὐσίας, θελήσεως καί ἐνέργειας, ἀποτελοῦν τήν προαιώνια, ἄκτιστη, ἀΐδια καί ἄναρχη Ἐκκλησία, ἡ Ὁποία καλεῖ τούς πάντας σέ ἔνταξη ἐντός Της. Ἡ Παναγία Τριαδική Ἐκκλησία μέ τή ζωή καί διδασκαλία Της, ἀποτελεῖ τόν «τόπο» ἀλλά καί τόν «τρόπο» τῆς σωτηρίας καί τοῦ ἀνακαινισμοῦ πάσης τῆς κτίσεως.
Σ' Αὐτήν τήν ἀΐδια Ἐκκλησία συμπεριληφθήκαμε καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἄν καί ὁ Θεός γνώριζε τήν μελλοντική ἀνταρσία μας[92]. Ἡ ἀγάπη Του δέν μᾶς ἄφησε ἔξω ἀπό τήν «ἀγάπη Του»[93]. Ἐπίσης συμπεριέλαβε στήν Ἐκκλησία καί ὅλη τή Δημιουργία. Ἕνωσε- τόνιζε ὁ Γέροντας- ὁ Θεός, τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τά πάντα : μέ τόν οὐρανό, τή γῆ, τούς ἀγγέλους, τούς ἀνθρώπους, τήν Κτίση ὅλη, «μέ τά ζῶα καί τά πουλιά, μέ κάθε μικρό ἀγριολούλουδο, μέ κάθε μικρό ἔντομο»[94]. Ἔγινε ἡ Ἐκκλησία τό «πλήρωμα» τοῦ Χριστοῦ· ἔγινε τό «πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου»[95].
Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ἀλλά καί μέ τούς λόγους τοῦ π. Πορφυρίου, κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός καί σῶμα Του ὅλοι ἐμεῖς[96]. Εἶναι σύμφωνα αὐτά, μέ τό λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Αὐτός ἐστίν ἡ κεφαλή τοῦ σώματος, τῆς Ἐκκλησίας»[97]. Ἐκκλησία εἴμαστε ὅλοι «δυνάμει». Πρέπει νά γίνουμε καί «ἐνεργείᾳ». Διότι, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας: «μέσα στήν Ἐκκλησία ὅλοι ἐνσωματώνονται»[98]. Ὅλοι εἴμαστε καλεσμένοι ἀπό τόν Θεό γιά νά γίνουμε μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν γίνουμε «ἕνα» μέ ὅλους, διά τῆς ἐν Χριστῷ ἑνοποιοῦ ἀγάπης, τότε εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία. Ὅταν ζήσουμε αὐτήν τήν ἑνότητα μέ ὅλους, μετέχοντας στά ἅγια Μυστήρια καί τηρώντας τίς Κυριακές ἐντολές, τότε εἰσαγόμαστε καί παραμένουμε μέσα στήν Ἐκκλησία. Γινόμαστε τότε ἕνα σῶμα, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί πραγματώνεται τό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ὑμεῖς δε ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους»[99].
Ὁ Γέροντας βίωνε αὐτήν τήν ἑνότητα μέ ὅλους καί γι’ αὐτό ἔλεγε: «Εἴμαστε ὅλοι ἕνα, γιατί ὁ Θεός εἶναι Πατέρας μας κι’ εἶναι παντοῦ»[100]. Ὑπάρχει ἡ κοινότητα τῆς φύσεως, τῆς οὐσίας. Ἔχουμε ὅλοι τήν ἴδια ἀνθρώπινη φύση[101]. Πρέπει νά ὑπάρξει καί ἡ ἑνότητα τοῦ θελήματος· καί αὐτό γίνεται μόνο διά τῆς ὑπακοῆς ὅλων στόν Χριστό. Διά τῆς ὑπακοῆς στό Θεῖο θέλημα, πού εἶναι ἕνα καί μοναδικό πάντοτε, ἀποκτοῦμε ὅλοι τό ἴδιο θέλημα, τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι μόνο «μέσα στήν Ἐκκλησία» ἔλεγε ὁ Γέροντας «γινόμαστε ἕνα μέ κάθε δυστυχισμένο καί πονεμένο κι ἁμαρτωλό»[102].
Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ἀλλά καί τούς λόγους τοῦ Γέροντα, τήν Ἐκκλησία τήν ἀποτελοῦν: α) ἡ Ἁγία Τριάδα[103], β) ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης[104], γ) οἱ ἅγιες ἀγγελικές δυνάμεις (τά ἐννέα τάγματα τῶν ἐπουρανίων ἀσωμάτων δυνάμεων)[105], δ) οἱ βαπτισμένοι Χριστιανοί, πού ζοῦν τώρα σ΄ αὐτόν τόν κόσμο ἔχοντας μετάνοια, κάθαρση καί φωτισμό[106], ε) οἱ ἄνθρωποι πού κοιμήθηκαν «ἐν μετανοίᾳ καί ἐξομολογήσει», διατηρώντας τήν συναρμογή καί ἔνταξή τους στό Ἐκκλησιαστικό σῶμα καί τέλος στ) ἐκεῖνοι πού ἔζησαν πρίν ἀπό τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί ἀποδέχθηκαν τό κήρυγμα τοῦ Θεανθρώπου στόν Ἅδη[107].
Κάθε βαπτισμένος Χριστιανός, μέ τό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος - πού γίνεται ἀμέσως μετά ἀπό τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος- συμμετέχει στό τριπλό ἀξίωμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, δηλ. στό Προφητικό, τό Ἀρχιερατικό καί τό Βασιλικό[108].
5) Ἱστορικοί σταθμοί τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει ἀρχή. Τά Τρία Πρόσωπα τῆς ἀρχικωτάτης Ἑνάδος πού συγκροτοῦν τήν πρώτη Ἐκκλησία εἶναι προαιώνια, καθώς καί ἡ Ἐκκλησία πού συγκροτοῦν. Ἡ τέλεια ἕνωση, κοινωνία καί ἀγάπη μεταξύ τῶν Τριῶν αὐτῶν Προσώπων, στήν ὁποία κληθήκαμε νά μετάσχουμε καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, αὐτό τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, φανερώθηκε «ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων»[109].
Φανερώθηκε μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ «συνανάρχου τῷ Πατρί» Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Μέχρι τότε ἦταν κεκρυμμένο, «ἀφανέρωτο»[110]. Σ’ αὐτό τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, σ’ αὐτήν τήν Ἁγιοτριαδική κοινωνία ἐντάχθηκαν οἱ ἄγγελοι καθώς καί ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι καί ὅλη ἡ κτίση. «Οἱ ἄνθρωποι δέν γεννηθήκαμε τώρα», ἔλεγε ὁ Γέροντας· «μέσα στήν παντογνωσία τοῦ Θεοῦ ὑπήρχαμε πρό τῶν αἰώνων»[111]. Ὁ Θεός ἀπό ἄπειρη ἀγάπη μᾶς ἔπλασε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν Του. «Μᾶς συμπεριέλαβε» στήν δική Του κοινωνία, στήν αἰώνια Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος «παρ΄ ὅτι γνώριζε τήν ἀποστασία μας»[112].
Οἱ ἅγιοι Πατέρες ὁμιλοῦν περί τριῶν φάσεων-ἱστορικῶν σταθμῶν τῆς Ἐκκλησίας:
1η) Στήν πρώτη φάση τοποθετεῖται ἡ ἀΐδιος συγκρότηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σ’ αὐτήν τήν περίοδο:
α) δημιουργοῦνται καί οἱ ἀόρατες πνευματικές δυνάμεις, δηλαδή οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, πού ἐντάσσονται στήν πρώτη ἄναρχη καί ἀΐδια Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἐπίσης
α) Ἡ Ἐκκλησία τῶν Τριῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος δέχεται ἐντός Της τά πρόσωπα τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας. Αὐτά ζοῦν προπτωτικά σέ μακαρία κατάσταση. Ὁ Θεός, ἔλεγε ὁ Γέροντας, «μᾶς ἔδωσε τά πάντα, γιά νά μᾶς κάνει κι ἐμᾶς θεούς κατά Χάριν καί δωρεάν»[114]. Μᾶς ἔδωσε τήν εἰκόνα Του καί τήν δυνατότητα διά τοῦ αὐτεξουσίου νά κινηθοῦμε ἐλεύθερα καί ἀγαπητικά πρός Αὐτόν, γινόμενοι ὅμοιοι κατά πάντα μέ τόν Θεόν, «πλήν τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητος»[115], ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής.
β) Μέ τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων, λόγῳ κακῆς χρήσης τῆς ἐλευθερίας μας, ἔχουμε καί τήν ἀποκοπή μας ἀπό τήν ἀρχέγονη Ἐκκλησία. Ἔτσι «ἐχάσαμε τό ἀρχέγονον κάλλος, τήν ἀρχέγονη δικαιοσύνη»[116]. Πάψαμε νά εἴμαστε μαζί μέ τήν αἰώνια Ἐκκλησία, δηλ. μέ τά Τρία Πανάγια Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος.Ἐπίσης στερηθήκαμε καί τό νά εἴμαστε μαζί μέ τούς Ἀγγέλους.
γ) Ὁ ἄνθρωπος ὑποδουλώνεται στή φθορά, στήν ἁμαρτία καί στό θάνατο. «Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, μακριά ἀπ’ τήν Ἁγία Τριάδα», σημειώνει ὁ Γέροντας, «ἐχάσαμε τόν Παράδεισο, τό πᾶν»[117]. Χάσαμε τήν σωτηρία διότι «ἔξω ἀπ’ τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία, δέν ὑπάρχει ζωή»[118].
δ) Παρά τήν ὕπαρξη τῆς Ἐκκλησίας (Ἁγία Τριάς καί μή ἐκπεσοῦσες ἀσώματες δυνάμεις), ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀκόμη καί οἱ δίκαιοι τῆς Π. Διαθήκης, ἄν καί ἔφθαναν στή θέωση[119], κατέβαιναν στόν Ἅδη (λόγῳ τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος).
3η) Ἡ τρίτη φάση εἶναι ἡ χρονική περίοδος πού ξεκινᾶ μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καί καταλήγει στή συντέλεια τῶν αἰώνων. Σ’ αὐτήν τήν φάση:
α) Μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ὁ Κύριος ἀνέλαβε τήν καθαρή καί ἀμόλυντη ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τήν ἕνωσε μέ τή Θεότητά Του. «Ἡ σπλαχνική καρδιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα», λέγει ὁ Γέροντας, «δέν μᾶς ἄφησε ἔξω ἀπ’ τήν ἀγάπη Του»[120]. Μέ τήν σάρκωση τοῦ Θεανθρώπου καί τήν ὅλη Θεία Οἰκονομία «ἄνοιξε γιά μᾶς πάλι τίς πύλες τοῦ Παραδείσου, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν χρόνων καί ἐφανερώθη ἐν σαρκί»[121]. Τό «μυστήριο τῶν μυστηρίων», τό «προαιώνιο» καί «ἀφανέρωτο» «σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου» ἐφανερώθη, ὅπως θεολογεῖ ὀρθοδοξότατα ὁ π. Πορφύριος, «μέ τή Θεία σάρκωση τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ»[122]. Λέγει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος: «Καί ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τό τῆς εὐσεβείας μυστήριον. Θεός ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ»[123]. Μέσα στήν ἄπειρη ἀγάπη Του ὁ Θεός «μᾶς ἕνωσε πάλι μέ τήν Ἐκκλησία Του»[124] λέγει ὁ Γέροντας. Ὁ Θεός μᾶς ἔσωσε διά τοῦ Χριστοῦ, πού προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση γιά νά μᾶς ἐπανεισαγάγει στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἡ ἐπανένωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔγινε «στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ»[125].
β) Ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς οἱ ἄνθρωποι μποροῦν, μέ τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού χορηγεῖται διά τῶν Μυστηρίων, νά γίνονται μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ταυτόχρονα ναοί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος[126]. Μποροῦμε πλέον νά ἔλθουμε στό Χριστό. «Μπαίνοντας στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία», λέγει ὁ Γέροντας, «ἐρχόμαστε στόν Χριστό, μπαίνουμε στό ἄκτιστον»[127]. Μποροῦμε καί πρέπει νά γίνουμε «ἄκτιστοι κατά Χάριν»[128]. Ἔχουμε τήν δυνατότητα «νά γίνομε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, νά μποῦμε μέσα στό μυστήριο τῆς θεότητας»[129]. Διά τοῦ προσωπικοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία καί λαμβάνοντας τήν βοήθεια τῆς Θείας Χάρης μποροῦμε «νά ξεπεράσουμε τό κοσμικό μας φρόνημα, νά ἀποθάνομε κατά «τόν παλαιόν ἄνθρωπο» καί νά γίνουμε ἔνθεοι»[130]. Πράγματι, ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, «στό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ πιστός συνεργαζόμενος μέ τή Θεία Χάρη ζεῖ καί φανερώνει μία χαρισματική καί ἄκτιστη ζωή»[131].
Ἡ γενέθλια ἡμέρα τῆς «ἐν τῷ χρόνῳ φανερωθείσης Ἐκκλησίας», εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Στήν Πεντηκοστή ἐκχύθηκε ἡ Θεία Χάρη, ἡ ὁποία «ἐπηρέασε πιστούς καί ἀπίστους»[132]. Ὁ ἐπηρεασμός δέν παραβίασε τήν ἐλευθερία τους. Τούς ἔκανε δεκτικούς τοῦ Θεοῦ, «δυνάμει» καί ὄχι ἀναγκαστικά, ἐάν καί ἐφ’ ὅσον μετανοοῦσαν. Ὅσοι πίστεψαν ἔγιναν ἔνθεοι. Στήν Πεντηκοστή, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, συνέβη «ἕνα εἶδος διοράσεως»[133]. Διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο κατευθύνει τήν Ἐκκλησία, καθένας κατανοοῦσε τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου. «Μέ τρόπο μυστικό τό Ἅγιον Πνεῦμα», λέγει ὁ χαρισματοῦχος Γέροντας «τούς ἔκανε νά καταλαβαίνουν τά λόγια του στή γλώσσα τους, μυστικά, χωρίς νά φαίνεται»[134]. Ὁ «φόβος»[135], πού ἔνιωσαν οἱ ἄνθρωποι κατά τήν Πεντηκοστή, ἦταν τό «γέμισμα»[136] μέ τήν Θεία Χάρη, ἡ θέωση. Ὁ Γέροντας τό ὀνόμαζε «κατάσταση»[137], κατάσταση πνευματικῆς τρέλας. Ὁ Θεός, πράγματι, μᾶς ἐνθουσιάζει, μᾶς τρελαίνει, μέ τήν καλή ἔννοια, μέ τό «γέμισμά Του», τήν ἀγάπη Του, τήν Θεία Του ἐνέργεια[138]. Στήν Πεντηκοστή ὅλοι βρέθηκαν σέ «κατάσταση θεώσεως»[139].
Αὐτό τό «γέμισμα» μέ τήν Θεία Χάρη εἶναι τό ἴδιο, πού συνέβαινε καί μετά τήν Πεντηκοστή στούς πρώτους χριστιανούς. Αὐτοί, ὄντες ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένοι, ἦσαν ἔμπλεοι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κοινωνοῦσαν μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας»[140], ἔχοντας μία τέλεια ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Ἡ ζωή μέσα στήν πρώτη Ἐκκλησία ἦταν κοινοβιακή. Οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων μᾶς τό ἀποκαλύπτουν: «Τοῦ δε πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία καί οὐδέ εἷς, τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά»[141]. Ἡ κοινοβιακή ζωή, ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν, συνιστᾶ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας (ἡ ἑνότης καί ἡ κοινότης).
Δίδασκε ὁ Γέροντας ἀναφερόμενος στήν κοινοβιακή ζωή τῶν πρώτων Χριστιανῶν: «Οἱ Πράξεις ὁμιλοῦν γιά κοινοβιακή ζωή». Καί συνέχιζε: «Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία»[142]. Δηλαδή, σύμφωνα μέ τόν Γέροντα, ἀλλά καί μέ τήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία, ἡ Ἐκκλησία φανερώνεται στήν Κοινοβιακή ζωή, στήν κοινότητα τῶν πάντων καί στήν ἑνότητα τῶν προσώπων.
Οἱ Χριστιανοί τότε, ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί στήν συνέχεια γιά τούς δύο πρώτους αἰῶνες[143], ζοῦσαν, ὅπως περίπου οἱ σημερινοί μοναχοί (κοινοβιακά), μέ μία ἀπέραντη χαρά καί μία πλήρη ἑνότητα. Περνοῦσαν τίς ἡμέρες τους «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι καρδίας, αἰνοῦντες τόν Θεόν»[144], καί «κλῶντες»[145] τόν Ἄρτον. Ἡ «κλάσις τοῦ ἄρτου» ἦταν τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἡ Θεία Κοινωνία. «Τό «ἐν ἀγαλλιάσει καί ἀφελότητι» εἶναι ὅμοιο, ἔλεγε ὁ Γέροντας, μ’ ἐκεῖνο τό «ἐγένετο δέ πάσῃ ψυχῇ φόβος»[146]. Ἡ «ἀγαλλίασις καί ἀφελότης» τῆς ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανικῶν ἐνοριῶν, ταυτίζεται μέ τόν «φόβο» τῆς Πεντηκοστῆς[147]. Καί τά δύο εἶναι «ἀποτέλεσματα» ἤ «ἐνεργήματα» τῆς Θείας Χάρης. Εἶναι ἡ ἔνθεη τρέλλα, γιά τήν ὁποία ὁμιλεῖ ὁ Γέροντας. Εἶναι ἡ «κατάστασις». Εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη, πού γεμίζει τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει «ἀλλό-φρονα» μέ τήν καλή ἔννοια. Εἶναι αὐτή ἡ ἄκτιστη ἀγάπη, στοιχεῖο τοῦ «καρποῦ» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ὁποία οὐσιαστικά ἀναζητάει καί «ἀπαιτεῖ »[148] νά βρεῖ κάθε ἀνθρώπινη ψυχή.
[15] Πρβλ.τό Ἀναστάσιμο: «Χριστός Ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
[25] Δ. Τσελεγγίδη, Χάρη καί ἐλευθερία κατά τήν πατερική παράδοση τοῦ ιδ΄ αἰῶνα, ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002, (στό ἑξῆς: Χάρη καί ἐλευθερία)σελ. 183.
[26] Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Πατερική Θεολογία, Ἐκδόσεις Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004 (στό ἑξῆς: Πατερική Θεολογία) σελ. 48.
[27] Ἁγίου Συμεών νέου θεολόγου, Εὑρισκόμενα, Λόγος 75ος. (Διονυσίου Ζαγοραίου "Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου τά Εὑρισκόμενα", Ἐκδ. Β.Ρηγοπούλου, Θεσ/κη 1977).
[34] Τριώδιο, Δοξαστικό α΄ Ὠδῆς, Δευτέρας τῆς Α΄Ἑβδομάδος, Εἰς τόν Ὄρθρον: «Μονάς ἁπλή, τρίφωτε ἀρχικωτάτη Ἑνάς, πανσθενεστάτη πάνζωε, Θεέ καί Κύριε, Πατήρ ὁ Παντοκράτωρ, ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα, σῶζε τούς σέβοντάς σε».
[35] Δ. Τσελεγγίδη, Ἡ σωτηριολογία τοῦ Λουθήρου, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1999, Κεφάλαιο Δ΄, σελ. 223.
[36] Βλ. Ἁγ. Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Α', PG 150.501Β: «Ἔτσι τοίνυν τὸ μὲν θεόθεν, τὸ δὲ τῆς ἡμετέρας σπουδῆς, καὶ τὸ μὲν ἐκείνου καθαρῶς ἔργον, τὸ δὲ καὶ ἡμῖν ἔχει φιλοτιμίαν. Μᾶλλον δὲ τοσοῦτον παρ' ἡμῶν εἰσφέρεται μόνον, ὅσον ὑπομεῖναι τὴν Χάριν καὶ μὴ προδοῦναι τὸν θησαυρόν, μηδὲ σβέσαι τὴν λαμπάδα ἡμμένην ἤδη». Πρβλ. τοῦ Ἴδιου Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, Λόγος Ζ', PG 150, 520C: «Τοῦτο γὰρ ὑπὲρ τῆς ζωῆς εἰσάγομεν μόνον, τὰς δωρεᾶς ὑπομεῖναι καὶ τῶν χαρίτων ἀνασχέσθαι καὶ μὴ ρίψαι τὸν στέφανον, ὅν πολλοῖς ἱδρῶσι καὶ πόνοις ἔπλεξεν ἡμῖν ὁ Θεός».
[38] Βλ. Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 33, PG 151, 416D – 417Α: «πᾶν γάρ εἶδος ἀρετῆς ἐν ἡμῖν, ἐνεργοῦντος τοῦ Θεοῦ προσγίνεται· τοῦ δέ Θεοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ’ ἡμῶν γινόμενον».
[39] Δ. Τσελεγγίδη, Ἡ σωτηριολογία τοῦ Λουθήρου, Ἐκδόσεις Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1999, Κεφάλαιο Δ΄, σελ. 224.
[45] Μόνο ζώντας ἐντός τῆς Ἐκκλησίας οἱ ἄνθρωποι, μποροῦν (ἀποβάλλοντας τήν φιλαυτία τους, τήν ὑπερηφάνεια καί τό θέλημά τους) νά ἀγαπήσουν καί νά ἀγαπηθοῦν ἀληθινά.
[46] Πρωτοπρ. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Δογματική καί συμβολική θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμος Α΄, Εἰσαγωγή: Ἡ θρησκεία εἶναι νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της, σελ. 12.
[47] Πρβλ. Πατερική θεολογία, Ποιός εἶναι «ψυχοπαθής» κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, σελ. 22-25 καί Ἐνορία. Σκοπός ἡ θεραπεία, σελ. 25-28.
[71] Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, TLG, Work #152 58.700.33 to Work #152 58.700.46 «Ἐγὼ πατὴρ͵ ἐγὼ ἀδελφὸς͵ ἐγὼ νυμφίος͵ ἐγὼ οἰκία͵ ἐγὼ τροφὴ͵ ἐγὼ ἱμάτιον͵ ἐγὼ ῥίζα͵ ἐγὼ θεμέλιος͵ πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ· μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω· ἦλθον γὰρ διακονῆσαι͵ οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος͵ καὶ μέλος͵ καὶ κεφαλὴ͵ καὶ ἀδελφὸς͵ καὶ ἀδελφὴ͵ καὶ μήτηρ͵ πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ· καὶ ἀλήτης διὰ σέ· ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ͵ ἐπὶ τάφου διὰ σέ· ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρὶ͵ κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ͵ καὶ ἀδελφὸς͵ καὶ συγκληρονόμος͵ καὶ φίλος͵ καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τὸν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον;».
[77] Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, TLG, Work #142 52.405.29 to Work #142 52.406.33., Ἀπόσπασμα ὁμιλίας ὅτε τῆς ἔξω εὑρεθείς Εὐτρόπιος ἀπεσπάσθη(Πρὸς Εὐτρόπιον β΄).
[78] Πρβλ. Ἁγ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία: «Μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος».
[79] Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Τό πνεῦμα τό ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές, ἔκδ. Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Κ.Π. 3. Ἀπομαγνητοφωνημένη συνομιλία τοῦ γέροντος Πορφυρίου μέ φίλους τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού ἔγινε τό 1989. Πρβλ. καί Βίος καί Λόγοι, Ζ΄,σελ. 206 ὅπου ὁ Γέροντας λέγει τά ἑξῆς: «Ἡ θρησκεία μας εἶναι ἡ θρησκεία τῶν θρησκειῶν, ἡ ἐξ ἀποκαλύψεως, ἡ πραγματική, ἡ ἀληθινή θρησκεία. Οἱ ἄλλες θρησκεῖες εἶναι ἀνθρώπινες, κούφιες. Δέ γνωρίζουν τό μεγαλεῖο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Δέ γνωρίζουν ὅτι ὁ σκοπός μας, ὁ προορισμός μας, εἶναι νά γίνουμε θεοί κατά Χάριν, νά ὁμοιωθοῦμε μέ τόν Θεό τόν Τριαδικό, νά γίνουμε ἕνα μ΄ Ἐκεῖνον καί μεταξύ μας. Αὐτά οἱ ἄλλες θρησκεῖες δέν τά γνωρίζουν».
[87] Βίος καί Λόγοι, Ζ΄, σελ. 195: «Ὁ Χριστός ἕνωσε τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν οὐρανό καί τή γῆ. Μέ τούς ἀγγέλους, τούς ἀνθρώπους καί ὅλα τά δημιουργήματα, μέ ὅλη τήν κτίση τοῦ Θεοῦ».
[88] Πρβλ. Ἀρχιμανδρίτου Ἰωάννου Καραμούζη, Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, http://www.apostoliki- diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=antiairetika/contents.asp&main=antiairetika
[101] Μάλιστα οἱ σύγχρονες γονιδιακές ἔρευνες ἀπέδειξαν ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀνεξάρτητα φυλῆς ἔχουμε τό ἴδιο DNA. Βλ.: Ἀνώνυμος Ἀπολογητής, Ἀθεΐα καί νεοπαγανιστικός ὑλισμός, vs Θρησκεία καί ἐπιστήμη, Κεφάλαιο Δ΄, http://www.apologitis.com/gr/ancient/epistimi_thriskia.htm#.
[107] Πρβλ. Ἀρχιμανδρίτου Ἰωάννου Καραμούζη, Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, http://www.apostoliki- diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=antiairetika/contents.asp&main=antiairetika.
[115] Ἁγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ,PG τ. 91, 376ΑΒ. «ὅλοι δι᾿ ὅλου γινόμεθα θεοὶ χωρὶς τῆς κατ᾿ οὐσίαν ταυτότητος». Βλ. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσσιον τόν ὁσιώτατον πρεσβύτερον καί ἡγούμενον, Περί Διαφόρων ἀπόρων τῆς Θείας Γραφῆς, ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΚΒ.΄(Εἰ ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις δείξει τόν πλοῦτο αὐτοῦ ὁ Θεός, πῶς εἰς ἡμᾶς τά τέλη τῶν αἰώνων κατήντησεν;): «... χωρίς μόνης δηλονότι τῆς πρός αὐτόν κατ᾿ οὐσίαν ταυτότητος, ὁμοιώσας ἑαυτῷ τόν ἄνθρωπον, καί ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν ἀναβιβάσας».
[126] Πρβλ. Ἀρχιμανδρίτου Ἰωάννου Καραμούζη, Τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, http://www.apostoliki- diakonia.gr/gr_main/catehism/theologia_zoi/themata.asp?contents=antiairetika/contents.asp&main=antiairetika.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου