Α΄ Μέρος:
Μία σύντομη ματιά στήν ἱστορία τῆς Κάτω Ἰταλίας καί τῆς Σικελίας.
Οἱ πρῶτοι ἄποικοι
Σύμφωνα μέ τήν παράδοση[1] οἱ πρῶτοι ἕλληνες πού ἀποίκισαν τήν Κάτω Ἰταλία καί τήν Σικελία ἦλθαν μέ τόν Οἴνωτρο γιό τοῦ Λυκάονα ἀπό τήν Ἀρκαδία. Χρονολογικά ἡ ἄφιξή τους τοποθετεῖται 17 γεννιές (δηλ. περίπου 500 χρόνια) πρίν τήν Τρωϊκή ἐκστρατεία.Οἱ ἱστορικές μαρτυρίες πού ἔχουμε γιά τήν παρουσία τῶν ἑλλήνων στήν Μ. Ἑλλάδα εἶναι ἀπό τόν 8ο αἰῶνα π.Χ. Συνέχισαν νά ἔρχονται μέχρι τόν 3ο αἰῶνα π.Χ. Πρῶτοι Ἕλληνες ἄποικοί της Σικελίας φέρονται οἱ Χαλκιδεῖς καὶ οἱ Κορίνθιοι (8ος αἰ.). Ἀπὸ τίς ἀνασκαφὲς ὅμως προκύπτει ὅτι ἡ νῆσος κατοικήθηκε ἐπίσης ἀπὸ τούς Πελασγοὺς καὶ τούς Κρῆτες. Ἀκολούθησαν οἱ Μεγαρεῖς, οἱ Μεσσήνιοι, οἱ Δωριεῖς ἀλλὰ καὶ οἱ Ἴωνες[2].
Ἔκτισαν ἐδῶ 120 ἑλληνικές πόλεις κομίζοντας –μεταφυτεύοντας τόν ἑλληνικό πολιτισμό καί σταδιακά ἑξελληνίζοντας τούς ντόπιους πληθυσμούς.
Ἡ μεγάλη Ἑλλάδα
Τόν 6ο αἰῶνα π.Χ. ἐμφανίζεται, γιά πρώτη φορά, τό ὄνομα «Μεγάλη Ἑλλάς», γιά νά χαρακτηρίσει αὐτές τίς περιοχές(Σικελία καί Κάτω Ἰταλία). Πόλεις ὅπως οἱ Ἐπιζεφύριοι Λοκροί, ἡ Ἐλέα, οἱ Συρακοῦσες, ὁ Τάρας, τό Ρήγιο, ἡ Κατάνη, ὁ Ἀκράγας, τό Ταυρομένιο, ὁ Σελινοῦντας εἶναι μερικές πάρα πολύ γνωστές ἀπό τήν Ἱστορία, ἑλληνικές ἀποικίες τῆς Μ. Ἑλλάδας.
Ὑψηλά πνευματικά ἀναστήματα τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας, ὅπως ὁ Αἰσχύλος, ὁ Ἡρόδοτος καί ὁ Πυθαγόρας ἄφησαν την τελευταία τους πνοή στήν Μεγάλη Ελλάδα. Φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἀπό τόν Ἀκράγαντα κι ὁ Παρμενίδης ἀπό τήν Ἐλέα, εἶναι ἐπίσης πολύ γνωστοί. Ἕνας μεγάλος ποιητής μας, ο Πίνδαρος, ταξίδεψε ἐπίσης στήν Μ. Ἑλλάδα καί ἦταν προστατευόμενος τοῦ τυράννου τῶν Συρακουσῶν. Ὁ κορυφαῖος φιλόσοφος τῆς ἀρχαιότητας Πλάτων, ταξίδεψε τρεῖς φορές στήν ἴδια πόλη, γιά νά πραγματώσει τά πολιτικά του ὁράματα. Ὅταν ἦλθε ἐδῶ ὁ λιτοδίατος Ἀθηναῖος ξαφνιάστηκε ἀπό τόν σικελικό πλοῦτο: «Ἐλθόντα δέ με ὁ ταύτῃ λεγόμενος αὖ βίος εὐδαίμων, Ἰταλιωτικῶν τε καί Συρακοσίων τραπεζῶν πλήρης, οὐδαμή οὐδαμῶς ἤρεσεν» (Ἐπιστολή Ζ'). Ἡ ἀσκητικότητα τῶν Ἑλλήνων (χαρακτηριστικό τοῦ «φιλοσόφου βίου») εἶναι φανερή ἀπό τήν ἀρχαιότητα.
Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω σπουδαῖοι ἄνδρες τῆς ἀρχαιότητας, διατράνωσαν μέ τήν παρουσία τους ἐδῶ, στήν Μ. Ἑλλάδα τό αὐτονόητο: Ὅτι ὅλη ἡ Κάτω Ἰταλία καί ἡ Σικελία δέν ἦταν παρά μία δεύτερη πατρίδα, μία δεύτερη Ἑλλάδα, πού δέν ὑστεροῦσε σέ τίποτα ἀπό τήν Μητέρα- Μητρόπολή της. Ἴσως μάλιστα καί νά τήν ξεπερνοῦσε σέ κάποια σημεῖα.
Οἱ Συρακοῦσες τῆς Σικελίας ἦταν ἡ πιό ἰσχυρή ἑλληνική ἀποικία στήν Μεσόγειο. Συνάμα ἦταν ἀπό τίς σπουδαιότερες καί ὡραιότερες ἑλληνικές πόλεις, τό μεγαλύτερο ἑλληνιστικό κέντρο στή Δύση. Παρέμεινε τέτοια ὡς τήν κυριαρχία τῶν Ἀράβων. Σ΄αὐτό τό ἔνδοξο παρελθόν ἀνήκουν τά παραμείναντα μέχρι σήμερα ἀξιοθέατα: τό ἀρχαῖο θέατρο, ἡ περιοχή τοῦ Εὐρίαλου κ.λ.π..
Εικόνα 1:Τό ἀρχαῖο ἑλληνικό θέατρο τῶν Συρακουσῶν
Τον 3ο π.Χ. αἰῶνα, οἱ Συρακοῦσες περικλείονταν ἀπό τείχη μήκους 27 χιλιομέτρων καί εἶχαν πληθυσμό, ὡς λέγεται, περίπου 500.000 ἕως ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκους. Ἤτανε πραγματικά, ἡ «Νέα Υόρκη» τῆς τότε ἐποχῆς. Ἐκείνη τήν χρονική περίοδο ἡ Ἀθήνα δέν ξεπερνοῦσε τίς 140.000 κατοίκους. Πολύ πιό πρίν ἀπό τήν Ρώμη ἤ τήν Ἀλεξάνδρεια, οἱ Συρακοῦσες εἶχαν ἀναδειχθεῖ σέ παγκόσμια πόλη καί συγκέντρωναν πλοῦτο καί ἐπιρροή. Σήμερα εἶναι μία πόλη μέ 120.000 - 125.000 κατοίκους[3].
Ἡ Ρώμη καί ἡ Ἰταλία, ἑλληνικές περιοχές.
Οἱ Ρωμαῖοι(ἀρχαῖα ἑλληνικά φύλα) μέ τήν κατάκτηση καί τή λεηλασία τῶν Συρακουσῶν στά 212 π.Χ., ἑδραίωσαν τήν κυριαρχία τους στήν Μεγάλη Ἑλλάδα. Τότε ἦταν, πού φόνευσαν τόν περίφημο ἐπιστήμονα, τόν Ἀρχιμήδη. Οἱ Συρακοῦσες ἦταν καί ὁ τόπος, ὅπου κατ’ ἐξοχήν οἱ Ρωμαῖοι ἦρθαν σ’ ἐπαφή, μέ τόν ἀνθοῦντα τότε ἑλληνικό πολιτισμό. Οἱ ὑποταγμένοι ἕλληνες τῆς μητροπολιτικῆς Ἑλλάδας κατακυρίευσαν πολιτισμικά τούς ἄξεστους Ρωμαίους, σύμφωνα μέ τήν δική τους ὁμολογία.
Ἡ ἑλληνικότητα, ὡς γλώσσα, παιδεία καί πολιτισμός, ἦταν ἡ καρδιά τῆς αὐτοκρατορίας. Προσδιόριζε ὅμως καί τήν ταυτότητα τοῦ κράτους τῆς Ρώμης, Παλαιᾶς καί Νέας. Ἡ Παλαιά Ρώμη ἤδη τόν 4ο αἰ. π.Χ. χαρακτηριζόταν ἀπό τόν μαθητή τοῦ Πλάτωνα Ἡρακλείδη τόν Ποντικό (Πόντιο), «πόλις ἑλληνίς»[4], διότι ἑλληνική ἦταν ἡ καταγωγή της[5]. Οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι προῆλθαν ἀπό τήν συγχώνευση τῶν αὐτοχθόνων (ABORIGINES) κατοίκων τῆς Ἰταλίας μέ ἀρχαιοελληνικά, πελασγικά φύλα, πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ πρίν ἀπό τά τρωικά στήν χερσόνησο. Αὐτοί ἑνώθηκαν μέ Ἀρκάδες Ἕλληνες, Πελασγούς Ἕλληνες, Σαβίνους ἀπό τήν Λακεδαιμονία και Τρῶες πρόσφυγες, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Αἰνεία, μετά τήν κατάκτηση τῆς Τροίας ἀπό τούς Ἀχαιούς. Στήν πρώτη αὐτή συγχώνευση βασιλιᾶς ἦταν ὁ Λατῖνος, πού ἰσχυροποίησε τήν ἑνότητα ὅλων αὐτῶν τῶν διαφορετικῆς προελεύσεως, ἀλλά ἑλληνικῆς κυρίως καταγωγῆς, ὁμάδων, μέ τό γάμο τῆς κόρης του Λαβινίας μέ τόν Αἰνεία. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή (παράδοση), ὁ Αἰνείας νυμφεύθηκε τήν κόρη τοῦ Ὀδυσσέα (ἀπό τήν Καλυψώ) Ρώμη [6]. Ὅπως καί νά ἔχουν ὅμως τά πράγματα, τό ὄνομα Ρώμη εἶναι ἑλληνικό καί σημαίνει: δύναμη, ἰσχύς, εὐτολμία [7].
Ἡ Ρώμη καί ἡ Ἰταλία γίνονται ὀρθόδοξες χριστιανικές
Ἡ Ρώμη ἦταν ἑλληνική ἀπό τόν 4ο αἰ. π.Χ. τουλάχιστον. Ἡ εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἰταλίας καί τῆς Σικελίας γίνεται ἐπίσης ἑλληνική χάρη στούς ἕλληνες ἀποίκους ἀπό τήν Ἀρκαδία, τήν Λακεδαιμονία, τήν Τροία τήν Κρήτη καί τήν ὑπόλοιπη Μητροπολιτική Ἑλλάδα. Ἀργότερα θά γίνει καί ὀρθόδοξη χριστιανική χάριν πάλι στούς ὀρθόδοξους ἕλληνες. Ὁ Χριστιανισμός ἔρχεται ἐδῶ ἀπό τήν Ἀποστολική ἐποχή. Κατά τόν 1ο μ.Χ. αἰῶνα ἱδρύεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Σικελίας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, Παγκράτιο, ἐπίσκοπο Ταυρομενίου (σημερινῆς Ταορμίνας), Μαρκιανὸ Συρακουσῶν καὶ Βιτάλιο, ἐπίσκοπο Κατάνης ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ διασωθέντα μνημεῖα καὶ τὶς Κατακόμβες τῶν Συρακουσῶν.
Χάρις στόν ὀρθόδοξο ἑλληνισμό τῆς Κ. Ἰταλίας, ὁ Χριστιανισμός διαδίδεται πολύ γρήγορα πρός Βορρᾶν. Κι ἐδῶ ἡ Μεγάλη Ἑλλάδα στάθηκε πολύτιμος ἀρωγός καί πέρασμα γιά τήν ὀρθοδοξοποίηση καί τόν ἐκπολιτισμό τῆς Ἑσπερίας.
Ὁ ἅγιος Μαρκιανός ἐρχεται ἀπό τήν ἑλληνιστική Ἀντιόχεια, σταλμένος ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο, ὡς ἐπίσκοπος στίς Συρακοῦσες.
Ὁ Ρωμαῖος πολίτης Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔρχεται στή Ρώμη συναντᾶ ἀδελφούς χριστιανούς καί πολύ παρηγορεῖται. Ἐπίσης γράφει τήν ἐπιστολή του στούς Ρωμαίους στά ἑλληνικά. Τί πιό τρανή ἀπόδειξη γιά τό ὅτι οἱ κάτοικοί της μιλοῦσαν ἑλληνικά, τή διεθνῆ γλώσσα τῆς ἐποχῆς.
Οἱ πολίτες τῆς ὅλης τῆς ἀπέραντης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας γίνονται σταδιακά ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι πολίτες χάρις στόν ὀρθόδοξο ἑλληνισμό.
Μετασχηματίζονται σέ μία πολυεθνική Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία, τή Ρωμηοσύνη, πού σκοπό ἔχει, νά φέρει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ.
Ἡ Ρωμανία-Ρωμηοσύνη
Ἡ ἀπέραντη Ρωμαίϊκη Αὐτοκρατορία μετασχηματίζεται σέ μία πολυεθνική Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία, τή Ρωμανία-Ρωμηοσύνη, πού σκοπό ἔχει, νά φέρει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Τό οἰκουμενικό αὐτό ἔθνος διαμορφώνεται, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, σε μία χριστιανική κοινοπολιτεία[8], στήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία συνιστοῦσε τήν ἰθαγένεια ὅλων τῶν πολιτῶν. Ἡ Ἰσοκράτεια (4ος π. Χ. αἰ). ὑπέρβαση τῆς φυλετικότητας στήν ὑπερφυλετική συνείδηση, μέσῳ τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς παιδείας βρῆκε τήν πρακτική ἐφαρμογή της στό ἔργο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ὁλοκληρώθηκε δέ, στό «παν-δοχεῖο» (Λουκ. 10, 24) τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὅπου πραγματώνεται ἡ ἀληθινη Κοινωνία, ἡ ἐν Χριστῷ Κοινωνία τῶν ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένων ἀνθρώπων. Διαμορφώθηκε, ἔτσι, μία νέα συγ-γένεια, ἡ ἐν Χριστῷ παγ-γένεια τῶν πολιτῶν τῆς Νέας Ρώμης.
Ἄν ἀναζητήσουμε κάποιο παράλληλο στήν ἐποχή μας, θά μπορούσαμε, τηρουμένων φυσικά τῶν ἀναλογιῶν, νά ἐπιλέξουμε τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες Ἀμερικῆς (Η. Π. Α). Αὐτό τό σημερινό παράλληλο μᾶς βοηθεῖ ὡς ἕνα σημεῖο στήν κατανόηση τῆς συνύπαρξης τῶν Λαοτήτων τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ν. Ρώμης καί τῆς ἑνότητάς τους, μέσῳ τῆς Πίστεως καί τοῦ ἑνιαίου πολιτισμοῦ τους.
Αὐτό συνοψίζει ὑποδειγματικά ὁ μεγάλος βρετανός βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν (St. Runciman): «Ὁ πολίτης τῆς αὐτοκρατορίας ἔμεινε συνειδητά ὁ πιό πολιτισμένος ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους, συνειδητά Ρωμαῖος, συνειδητά Ὀρθόδοξος, συνειδητά κληρονόμος τῆς ἑλληνικῆς ἐκλεπτύνσεως... Οἱ "Βυζαντινοί" εἶχαν ἐξαιρετικά λίγες φυλετικές προκαταλήψεις (τό αἷμα τους ἦταν πάρα πολύ ἀνακατεμένο). Δέχονταν ὁποιονδήποτε γιά συμπολίτη τους, φτάνει νά ἦταν Ὀρθόδοξος καί νά μιλοῦσε ἑλληνικά»[9].
Ἡ Σικελία-Ἰταλία γίνεται σταδιακά μιά καθαρή ἐπαρχία τῆς Ρωμηοσύνης.
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ Μοναχισμός καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα στήν Κ. Ἰταλία.
Ἡ ἀρχική ἐκκλησιαστική γλώσσα τῆς Ρώμης ἦταν ἡ ἑλληνική, ὅπως μαρτυροῦν καί οἱ κατακόμβες της.
Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν σταμάτησε νὰ χρησιμοποιεῖται σ' αὐτὲς τὶς περιοχὲς παρά τίς ἀλλεπάλληλες κατακτήσεις τους ἀπὸ Ρωμαίους, Ἄραβες, Γερμανούς, Λογγοβάρδους καὶ Νορμανδούς. Στὴ διατήρηση τῆς ὀρθοδοξίας, τῆς γλώσσας καὶ ὅλων ἐκείνων τῶν στοιχείων, πού συνθέτουν ὡς οὐσία καὶ παράδοση, τὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολή, συνέβαλε ἀποφασιστικά ὁ μοναχισμός.
Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός ἐξελίχθηκε πολὺ γρήγορα καὶ δυναμικὰ στὴν Κ. Ἰταλία. Ὅταν ὁ Μ. Ἀθανάσιος στὸ διάστημα τῆς ἐξορίας του στὴ Δύση γινόταν ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μοναχισμοῦ σ’ ἐκεῖνες τίς περιοχές, ἤδη στὴν Κ. Ἰταλία καὶ ἰδιαίτερα στὴ Σικελία ὑπάρχουν ἐγκαταστημένοι μοναχοί[10]. Προηγήθηκε δηλ. ἡ Μ. Ἑλλάδα, τῆς ὑπόλοιπης Δύσης στήν ἀνάπτυξη τοῦ Μοναχισμοῦ.
Ὁ Ἑλληνισμός, ὀρθόδοξος χριστιανικός πιά, ἄντεξε καί μετά τίς γοτθικές ἐπιδρομές τοῦ 5ου αἰ. μ.Χ.
Ἡ Ρωμηοσύνη τῆς Κ. Ἰταλίας κατά τόν 6ο αἰ.
Ὅταν τόν ἑπόμενο αἰώνα ὁ Ἰουστινιανός ἔστειλε τόν στρατηγό Βελισσάριο νά ἀνακτήσει τήν περιοχή ἀπό τούς βαρβάρους «αὐτῷ (τῷ Βελισσαρίῳ) προσεχώρουν ὁσημέραι οἱ ταύτῃ ἄνθρωποι»,δηλ. οἱ ντόπιοι τόν ὑποδέχονταν ὡς ἐλευθερωτή καί τόν ἀκολουθοῦσαν. Ἔνιωθαν ὅτι ὑποδέχονταν ἀδελφούς.Ἦταν φυσικό, ἀφοῦ ἀνῆκαν στό ἴδιο Ρωμαίϊκο Γένος. Γιαυτό καί δέν ἔχουμε καμμία μάχη μεταξύ τῶν «Βυζαντινῶν» τοῦ Βελισσάριου μέ τούς ντόπιους (Καλαβρούς κ.λ.π.), γιατί ἁπλούστατα δέν μποροῦσαν νά πολεμήσουν ἐναντίον τοῦ λαοῦ τους! Εἶχαν ἔλθει γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς ἀληθινούς εἰσβολεῖς καί κατακτητές, τούς Γότθους οἱ ὁποῖοι ἀπό τό 476 μ.Χ. εἶχαν καταλύσει τό Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος. Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Καισαρέως ἱστορικοῦ Προκοπίου ὅταν ὁ Βελισσάριος ἔφθασε στήν Ἰταλία ἀπό τούς πρώτους πού προσχώρησαν στό στρατό του κατά τό δεύτερο κιόλας ἔτος (536) τοῦ εἰκοσαετοῦς πολέμου (535-554) ἦταν ἡ σημερινή Καλαβρία καί Ἀπουλία· «αὐτῷ (τῷ Βελισσαρίῳ) προσεχώρουν ὁσημέραι οἱ ταύτῃ ἄνθρωποι»[11]αὐτούς πού ἀργότερα θά ἐμφανίζονταν σάν Ρωμαῖοι, σάν διάδοχοι καί ἀναγεννητές τῆς Μεγάλης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (μέ ἡγέτη τόν ἀναλφάβητο Καρλομάγνο), τούς Φράγκους.
Ὅταν τελικά τὸ 534 μ.Χ. ὁ στρατηγὸς Βελισάριος θὰ ἀνακαταλάβει τὸ «θέμα» τῆς Κ. Ἰταλίας, τότε θὰ ἐνισχυθεῖ σημαντικὰ τὸ ἑλληνικὸ ὀρθόδοξο στοιχεῖο. Ἐπίσης θά ἀναδιοργανωθεῖ καί θά ἀνθήσει ὁ Μοναχισμός, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ ρωμαίϊκη παράδοση του θὰ συμβάλει στὴν ὀργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ διοίκησης. Εὐλογημένο ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δημιουργία πολλῶν Μητροπόλεων καὶ Ἐπισκοπῶν, καθὼς καὶ μονῶν, λαυρῶν καὶ σκήτεων.
Ὅμως οἱ ἐπιδρομές συνεχίζοναι. Γύρω στό 580, παρά τίς ἐπιτυχίες τοῦ Βελισσάριου, οἱ Λογγοβάρδοι, ἕνα ἄλλο γερμανικό φύλο, ἔφθασαν μέχρι τόν Τάραντα. Ἔτσι οἱ Ρωμηοί ἔδωσαν τ’ ὄνομα τῆς ἀρχαίας Καλαβρίας (Ἀπουληΐας) στή σημερινή ὁμώνυμη περιοχή, γιά νά θυμοῦνται τή χαμένη τους πατρίδα, πού πατοῦσαν τώρα οἱ βάρβαροι εἰσβολεῖς.
Παρόλες τίς ἐπιδρομές οἱ Ρωμηοί φυσιολογικά ἐπιβάλλονται ἐπί αἰῶνες καί κυριάρχοῦν στήν Σικελία- Ν. Ἰταλία.
«...Ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης μέχρι τὸ 1009 μ.Χ., παρὰ τὶς ὅποιες μικρὲς διαφορὲς στὰ ἤθη καὶ στὰ ἔθιμα, παρέμεινε Ὀρθόδοξη... Πολλοὶ ἀρχαῖοι Πάπες συγκαταλέγονται στὸ ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο, καὶ ὅτι ἡ Παλαιὰ Ρώμη ὑποστήριζε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, καὶ γενικά τους ἀγῶνες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίων τῶν αἱρετικῶν, ὅπως τοῦ Ἀρείου, τοῦ Μακεδονίου κλπ. Ἡ Παλαιὰ Ρώμη εἶχε κοινωνία καὶ ἑνότητα μὲ τὴν Νέα Ρώμη, ποὺ ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ ὅλα τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, καὶ μαζί, ἐν κοινωνία καὶ ἐνότητι, συμμετεῖχαν στὶς ἐργασίες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔχοντας τὴν ἴδια διδασκαλία καὶ ζωή.
Τὸ πρόβλημα ἄρχισε νὰ ἀναφύεται ὅταν ἐμφανίστηκε στὸ προσκήνιο οἱ Φράγκοι, ἕνας βάρβαρος καὶ ἀπολίτιστος λαός, ὁ ὁποῖος ἔθεσε ὡς στόχο τὴν κατάληψη τοῦ Παπικοῦ θρόνου, τὴν ἀνασύσταση τῆς Δυτικῆς Αὐτοκρατορίας, τὴν κυριαρχία στὴν γνωστὴ σήμερα Εὐρώπη, καὶ φυσικὰ τὴν ἐξόντωση τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς λεγομένης Ρωμηοσύνης... »[12]
Οἱ Φράγκοι
«Οἱ Φράγκοι παρουσιάσθηκαν ὡς Ὀρθόδοξοι, πολέμιοι τῶν Ἀρειανῶν, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἦταν κατ’ ὄνομα Χριστιανοί, ἀφοῦ παρέμειναν στὶς πεποιθήσεις τους εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ προσήρμοσαν τὴν Ὀρθοδοξία στὶς φράγκικες εἰδωλολατρικὲς δεισιδαιμονίες τους[13].
Ἔτσι στὴν Δύση μέχρι τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. ὑπῆρχαν ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ οἱ Ρωμαῖοι, μὲ ἕδρα τὴν Παλαιὰ Ρώμη, ποὺ ἦταν Ὀρθόδοξοι καὶ ἑνωμένοι μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Φράγκοι, ποὺ εἶχαν δική τους Ἱεραρχία καὶ ἐπεδίωκαν νὰ κυριαρχήσουν στὸ δυτικὸ μέρος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Τὸ ἔτος 794 οἱ Φράγκοι κατεδίκασαν τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἐθέσπισε τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν Ἱερῶν εἰκόνων. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι ἡ Δυτικὴ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία δέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πάπων οἱ Φράγκοι τὸ 809 μ.Χ. ἀνεκήρυξαν ὡς δόγμα τὴν προσθήκη τοῦ filioque, ὅτι δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὄχι ἐκ μόνου του Πατρός, ὅπως πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι Πάπες δέχθηκαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀπέρριψαν τὴν προσθήκη τοῦ filioque, οἱ Φράγκοι ἔκαναν τὰ ἀντίθετα. Μάλιστα, ὁ τότε Ὀρθόδοξος Πάπας τῆς Ρώμης Λέων Γ΄ ἀντέδρασε μὲ τὸ νὰ χαράξει σὲ δύο ἀργυρὲς πλάκες τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως χωρὶς τὸ filioque καὶ νὰ τὸ τοποθέτηση στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ἔγραψε καὶ τὴν ἑξῆς ἐπιγραφὴ «Ταῦτα Λέων ἔθηκα δ’ ἀγάπην καὶ φύλαξιν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»[14].
Καταδίκη τῶν Φράγκων
Μὲ τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ 879 μ.Χ., οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀνατολικοὶ καὶ δυτικοί, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ Πάπα Ἰωάννου του Ἡ΄ κατεδίκασαν τὸ φραγκικὸ filioque καὶ ἀναθεμάτισαν τοὺς Φράγκους, χωρὶς νὰ τοὺς ἀναφέρουν ὀνομαστικά. Δηλαδή, ἀναθεμάτισαν ὅσους προσέθεσαν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως κάτι. Δὲν τοὺς ἀνέφεραν ὅμως διότι οἱ Φράγκοι εἶχαν ἐπιδοθῆ σὲ σφαγὲς τῶν Ὀρθοδόξων[15].
Ἔτσι, οἱ ἀνατολικοὶ καὶ δυτικοὶ Ρωμαῖοι εἶναι Ὀρθόδοξοι, καὶ οἱ Φράγκοι ἑτερόδοξοι.
Τὴν περίοδο αὐτὴν στὴν Δύση γίνεται ἕνας τρομερὸς πόλεμος μεταξὺ τῶν Φράγκων ἑτεροδόξων ἐπισκόπων καὶ τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων. Οἱ Φράγκοι ἐξαπέλυσαν ἕναν ἀπηνῆ διωγμό. Ἔλεγαν ὅτι οἱ Γραικοί, οἱ Ρωμαῖοι, περιέπεσαν σὲ λάθη, καὶ εἶναι γνωστὰ τὰ συγγράμματα Contra Errores Graccorum, "ἐναντίων τῶν πλανῶν τῶν Γραικῶν". Ἐπίσης, παρουσίαζαν τὴν φράγκικη θεολογία ὡς καλύτερη καὶ ἀνώτερη θεολογία, καὶ ὅλους τους ὀρθοδόξους ἐπισκόπους ὡς ἀνήθικους, ἐνῶ τοὺς δικούς τους Φράγκους ὡς ἁγίους[16].
Τελικά, μὲ τὴν παραίτηση τοῦ τελευταίου Ὀρθόδοξου Πάπα τῆς Ρώμης Ἰωάννου ΙΗ΄, τὸ 1009, καὶ τὴν ἄνοδο στὸν θρόνο τῆς Ρώμης, τὸ 1014, τοῦ πρώτου Ἰταλοφράγκου Πάπα Βενεδίκτου Ἡ΄, ὁ ὅποιος προσέθεσε τὸ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, διαγράφηκε ὁ Πάπας ἀπὸ τὰ δίπτυχα τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων καὶ ἔχουμε τὸ σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτὸ βέβαια ὁριστικοποιήθηκε ἀργότερα, τὸ 1054, ὅποτε ἔχουμε καὶ τὰ ἀναθέματα[17].
Τὸ γεγονός, πάντως, εἶναι ὅτι ὁ χωρισμὸς τῆς Παλαιᾶς ἀπὸ τὴν Νέα Ρώμη ἔγινε μὲ τὴν κατάληψη τοῦ παπικοῦ θρόνου ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Γι’ αὐτὸ λέμε ὅτι ὁ σύγχρονος Παπισμὸς δὲν εἶναι ἡ Παλαιὰ Ὀρθόδοξη Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, μὲ ἕδρα τὴν ἀρχαία Ρώμη, ἀλλὰ οἱ αἱρετικοὶ Φράγκοι ποὺ μισοῦσαν καὶ μισοῦν ἀκόμη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση, οἱ βιαιοπραγίες καὶ οἱ σταυροφορίες, οἱ σφαγὲς ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ σχολαστικὴ θεολογία μὲ τὴν μεταφυσική, εἶναι καρποὶ τῶν αἱρετικῶν Φράγκων ποὺ κατέλαβαν τὸν παπικὸ θρόνο, τὸ 1014. Προηγουμένως οἱ Ρωμαῖοι Ἐπίσκοποι ἦταν Ὀρθόδοξοι, ἑνωμένοι μὲ τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς»[18].
Οἱ Φράγκοι γιά τήν Κ. Ἰταλία
Εἰδικότερα γιά τήν Κάτω Ἰταλία οἱ Φράγκοι παρουσιάζουν τόν Βελισσάριο καί τούς Ρωμηούς πού ἀνακατέλαβαν τά ἐδάφη τῆς Δυτικῆς Ρωμηοσύνης σάν κατακτητές. Ὁμιλοῦν ψευδῶς γιά “ἐκβυζαντινισμό” τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ προηγουμένως φρόντισαν νά ὑψώσουν ἀδιαπέραστα τείχη μεταξύ τῶν διαφόρων ἱστορικῶν περιόδων. Εἶναι τό γνωστό ψέμμα τῶν Φράγκων ἱστορικῶν[19] οἱ ὁποῖοι αὐθαίρετα τόν 16ο αἰῶνα ἀποκάλεσαν «βυζαντινούς» τούς κατοίκους τῆς ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας γιά νά ἀποκόψουν τούς ὀρθόδοξους ἕλληνες- Ρωμηούς τῆς Δύσης ἀπό τό κέντρο τῆς Ρωμηοσύνης τήν Κωνσταντινούπολη καί τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς τους τοῦ ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ (καί ὀρθοδοξοποιημένου πλέον) κράτους.
Ἀπώτερος σκοπός τους ἦταν νά ἐμφανισθοῦν αὐτοί (οἱ Φράγκοι δηλ.) σάν συνεχιστές τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καί τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανισμοῦ (ἐνῶ οἱ «Βυζαντινοί» πού ἀπεκαλοῦντο καί Γραικοί δηλ. σχισματικοί-αἱρετικοί, ὡς κατακτητές- ἐπιδρομεῖς ἔπρεπε νά καταπολεμηθοῦν-ἐκδιωχθοῦν).
Ἡ Κ. Ἰταλία καί ἡ Σικελία κατά τούς 6ο-8ο αἰῶνα.
Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα παρέμεινε ἡ γλώσσα τοῦ λαοῦ καί, ὅταν ἀργότερα, ὡς ἐπίσημη, καθιερώθηκε ἡ λατινική. Ἡ ἑλληνικὴ γίνεται ἐπίσης ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας, καί συνδέεται μέ τό ὀρθόδοξο τυπικό. Ἡ ὀρθοδοξία καί ὁ μοναχισμός λαμπρύνεται καί ἀνθεῖ γιά αἰῶνες στίς περιοχές αὐτές. Ὀρθοδοξία καί ἑλληνισμός, ἑλληνική γλῶσσα καί ὀρθόδοξο ἐκκλησιαστικό τυπικό θά σφραγίσουν γιά αἰῶνες τό παρελθὸν τῆς Ἰταλίας, ἰδιαίτερα μάλιστα αὐτὸ τῆς Ν. Ἰταλίας (Καλαβρίας καὶ Σικελίας)[20].
Ἡ ἐνίσχυση τοῦ ἑλληνορθόδοξου στοιχείου στήν περιοχή τῆς Μ. Ἑλλάδας θὰ συνεχιστεῖ, ὅταν θρησκευτικὲς καὶ ἐθνικὲς περιπέτειες θὰ ἀναγκάσουν ἕνα πλῆθος μοναχῶν νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ γιὰ νὰ ἔλθουν στὴν Ἰταλία καὶ ἰδιαίτερα στὴν Καλαβρία καὶ Σικελία. Ὁ μονοφυσιτισμός, τὸ Ἰσλὰμ καὶ ἀργότερα ἡ Εἰκονομαχία (717-843 μ.Χ.) θὰ δημιουργήσουν αὐτὸ τὸ ρεῦμα τῆς εἰσόδου τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων μοναχῶν στὴν Κ. Ἰταλία.
Ἡ ἐξάπλωση τῆς αἵρεσης τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ στή Μέση Ἀνατολή, ἀνάγκασε πολλούς ὀρθοδόξους μοναχούς νά ἔλθουν στή Μεγάλη Ἑλλάδα. Ἡ ἔλευση τῶν μοναχῶν στήν ὀρθόδοξη ἀκόμη Δύση καί μάλιστα στήν περιοχή τῆς Κάτω Ἰταλίας- Σικελίας συνεχίσθηκε κι ὅταν οἱ Ἄραβες τόν 7ο αἰ. κατέκτησαν τήν Παλαιστίνη καί τή Συρία.
Ἡ εἰκονομαχία
Ὅμως τό πιό μεγάλο πλῆθος τῶν μοναχῶν ἔφθασε ἐδῶ μέ τήν Εἰκονομαχία. Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 8ου αἰώνα, ὅταν στὸ Ἀνατολικὸ Τμῆμα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐμφανίσθηκε ἡ φοβερή αὐτή αἵρεση, πολλοὶ ὀρθόδοξοι ἦλθαν στὴν Καλαβρία καὶ τὴν Κάτω Ἰταλία- Σικελία.
Στά 732/33 ὁ αὐτοκράτωρ Λέων Γ' ὁ Ἴσαυρος, ἀντιδρώντας στήν ὀρθόδοξη- εἰκονόφιλη στάση τοῦ Πάπα Ρώμης[21], ὑπήγαγε τή Μεγάλη Ἑλλάδα ἐκκλησιαστικά στήν Κωνσταντινούπολη, γεγονός τό ὁποῖο ἔμελλε νά ἔχει βαρύνουσες ἐπιπτώσεις στόν ἐκκλησιαστικό καί τόν ἐν γένει πολιτισμό τῆς περιοχῆς. Χιλιάδες μοναχοί ἔρχονται ἀπό τήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἀναζητώντας ἕναν ἥσυχο τόπο. Ὁλόκληρος ὁ βίος διαποτίζεται ἀπό τήν ἀνατολική πνευματικότητα, τά μοναστήρια ἀνέρχονται σ’ ἑκατοντάδες καί ἀναδεικνύονται μεγάλες ὁσιακές μορφές: Ὁ ὅσιος Ἠλίας ὁ Σικελιώτης, ὁ ὅσιος Ἠλίας ὁ Σπηλαιώτης, ὁ ὅσιος Φιλάρετος, ὁ ὅσιος Νεῖλος, ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θεριστής καί ὁ ὅσιος Νικόδημος εἶναι μερικοί ἀπ’ αὐτούς.
Ἀναπτύχθηκαν ἔτσι πολυάριθμες Σκῆτες καὶ Μοναστήρια, ὅπου ζοῦσαν πολλοὶ ὀρθόδοξοι μοναχοὶ οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὴν ὀρθόδοξη μοναχικὴ παράδοση[22]. Σύμφωνα μὲ τοὺς ἱστορικούς, μόνο κατὰ τὴν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, δήλ. σὲ διάστημα 120 ἐτῶν, 50.000 μοναχοὶ κατέφυγαν στὴ Δύση καὶ ἰδιαίτερα στὶς δύο ἑλληνόφωνες περιοχές, τὴν Καλαβρία καὶ Σικελία. Οἱ μοναχοὶ αὐτοὶ (ὁλόκληρες μοναστικές ἀδελφότητες πολλές φορές), στὶς νέες τους πατρίδες, δὲν ἦλθαν μὲ ἄδεια χέρια. Μετέφεραν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικό τους φρόνημα καὶ ἦθος, τὴν ἀσκητική τους παράδοση καὶ παιδεία. Ἐκόμισαν ἕναν ὁλόκληρο θησαυρὸ ἀπὸ "κτιτορικά, λειτουργικά καὶ μοναστηριακὰ τυπικά, ἁγιολογικά, ὑμνολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, πολλά καί πολύτιμα χειρόγραφα, πάμπολλες εἰκόνες και ἱερὰ λείψανα ἁγίων"[23]. Δὲν θὰ ἦταν ὑπερβολὴ νὰ ὀνομάσει κανεὶς αὐτὴ τὴν περίοδο πρόδρομο τῆς Ἀναγέννησης, πού θὰ συντελεστεῖ στὴ Δύση, ὕστερα ἀπὸ αἰῶνες[24].
Ὁ 9ος καί ὁ 10ος αἰώνας.
Στήν Καλαβρία ἐπίσης κατέφυγαν τόν 9ο καί 10ο αἰ. μοναχοί ἀπό τή Σικελία, ὅταν οἱ Ἄραβες τῆς Ἀφρικῆς πέρασαν στά 827 μ.Χ. στό νησί κι ἄρχισαν νά τό κατακτοῦν.
Δυστυχῶς, οἱ ἀλλεπάλληλες ἐπιδρομὲς καὶ κατακτήσεις τῶν Ἀράβων καὶ τῶν Σαρακηνῶν, οἱ ὁποῖοι ἤδη ἀπ' τὸν 9° αἰ. ἔχουν κατακτήσει τὴ Σικελία καὶ λυμαίνονταν τὰ παράλια της Καλαβρίας θὰ δημιουργήσουν σιγὰ-σιγὰ τὴν ἀποδυνάμωση τοῦ ὀρθόδοξου-ἑλληνικοῦ στοιχείου. Ἡ ἀπειλὴ συνεχίζεται ὅταν τὸν 10° αἰ. εἰσβάλλουν ἀπὸ βορρᾶ οἱ Γερμανοί. Ὁ Γερμανὸς ἡγεμόνας Ὄθων Α' (936-973), ἀφοῦ ἔγινε κύριος της Ρώμης, ἔφτασε λεηλατώντας μέχρι τὴν Καλαβρία.
Ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπιδρομῶν τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἡ ἀποδυνάμωση τῆς Ρωμηοσύνης στήν περιοχή. Τά μοναστικά κέντρα ἀποδυναμώνονται καί αὐτά, παρόλο πού στό παρελθόν εἶχαν γνωρίσει μεγάλη ἄνθηση καὶ εἶχαν ἀσκητεύσει σ' αὐτὰ ὀνομαστοὶ ἀββάδες (βλ. στήν ἑπόμενη παράγραφο).
Ἐν τούτοις, μέχρι καί τὸν 11° αἰ. πολλοὶ ἕλληνες μοναχοὶ ἀκόμη ζοῦν ἤ ἐπισκέπτονται τὴν Ἰταλία, μετακαλούμενοι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν πάπα, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἦταν ἀκόμη Ὀρθόδοξη. Πολλοὶ πάπες ἐπίσης, ἦσαν ἑλληνικῆς καταγωγῆς.
Ὁ Μοναχισμός καί οἱ ἅγιοι τῆς Μ. Ἑλλάδας
Ὁ Πέτρος Ροδοτᾶς, καθηγητὴς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Βατικανοῦ καὶ ἐπίσκοπος τῶν Ἑλληνορρύθμων τῆς Καλαβρίας (1735) στὸ ἔργο του, Dell' origine del rito Greco in Italia (Περὶ τῆς προελεύσεως τοῦ ἑλληνικοῦ ρυθμοῦ στὴν Ἰταλία), ἀνεβάζει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἑλληνικῶν μοναστηριῶν πού ὑπῆρχαν στὸ βασίλειο τῆς Νεάπολης σὲ 1.500.
Στὴν εἰσαγωγὴ δὲ τοῦ ἴδιου ἔργου του ἀναφέρει: «... ἔχουμε ἕναν ἐξαιρετικὸ ἀριθμὸ ἑλλήνων-μοναχῶν, πού ὑπῆρξαν ἀντικείμενο κοινοῦ θαυμασμοῦ, καὶ πού κράτησαν πάνω τους τὰ βλέμματα ὁλόκληρων ἐπαρχιῶν γιὰ τὴν αὐστηρότητα τῆς ζωῆς, γιὰ τὴ φήμη τῆς ἀρετῆς καὶ γιὰ τὰ καταφανῆ παραδείγματα προτροπῆς πρὸς τὸ καλό... Ὑπῆρξαν τὰ φῶτα τῆς μοναστικῆς διδασκαλίας καὶ πειθαρχίας στὴν Ἰταλία καὶ ἀπὸ τὸν 8° αἰ. τήν λάμπρυναν μὲ τὴν ἑξαίρετη ἁγιωσύνη τους...»[25]. Στὴ συνέχεια μᾶς δίνει ἕνα μακρὺ κατάλογο ἀπὸ 76 Ἕλληνες Ἁγίους της Κ. Ἰταλίας.
Ἀπὸ τὸ μακρὺ αὐτὸ κατάλογο, ἐνδεικτικὰ θὰ ἀναφέρουμε τοὺς πιὸ ὀνομαστοὺς Καλαβρο-Σικελοὺς ἁγίους, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους σχετίστηκαν μὲ τὴν «καθ' ἡμᾶς Ἀνατολή».
Ὀνομαστικὰ εἶναι: ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Σικελιώτης, ὁ Ἅγιος Φαντίνος ὁ παλαιός (4ος αἰ.), ὁ Ὅσιος Φιλάρετος ὁ Κηπουρός, ὁ Ἅγιος Νίκων Ταυρομενίου, ὁ Ἅγιος Λέων Ἐπίσκοπος Κατάνης, ὁ Ἅγιος Παγκράτιος Ἐπίσκοπος Ταυρομενίου.
Ὁ ἅγιος Μεθόδιος, πατριάρχης Κων/λεως. Γεννήθηκε στὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας περὶ τὸ 789 μ.Χ.
Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ἐπισκοπος Μεθώνης, ἀπὸ την Κατάνη τῆς Σικελίας (9ος αἰ.).
Ὁ ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος, ὁ πολυγραφότερος τῶν ἐκκλησιαστικῶν ποιητῶν, γεννήθηκε στὶς Συρακοῦσες, πιθανότατα τὸ 816 μ.Χ.
Οἱ ὅσιοι Ἠλίας ὁ Σπηλαιώτης, ὁ Καλαβρὸς (9ος αἰ.), Νεῖλος ὁ Καλαβρὸς (10ος αἰ.), ἱδρυτὴς τῆς μονῆς τῆς Κρυπτοφέρρης (Grottaferrata), Φαντίνος ὁ Νέος, ὁ Καλαβρὸς, (10ος αἰ.), πού πιθανότατα ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν περιοχὴ τῶν Καλαβρύτων,(συγκεκριμένα τὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας), Ἰωάννης ὁ θεριστὴς (10ος - 11ος αἰ.), Βαρθολομαῖος ὁ Νέος (10ος - 11ος αἰ.), συνιδρυτὴς τῆς μονῆς τῆς Κρυπτοφέρρης, Λουκᾶς ὁ Γραμματικός, ἐπίσκοπος Ἀσύλων (12ος αἰ.) καὶ τέλος ὁ ὅσιος Βαρθολομαῖος τοῦ Σίμερι (12ος αἰ.), ὁ ὁποῖος ἐπισκέφθηκε τὸ Ἅγιο Ὅρος «ἔνθα διὰ μακρὸν χρονικὸν διάστημα παρέμεινεν ἡ μνήμη τῆς Μονῆς τοῦ Καλαβροῦ», κατὰ τὸν πατριάρχη Βαρθολομαῖο.
Ὁ 11ος αἰώνας. Ὁ ἐκλατινισμός.
Καὶ φτάνουμε στὸ τελευταῖο καὶ τελικὸ κτύπημα, πού δόθηκε ἀπὸ τοὺς Νορμανδοὺς τὸν 11° αἰ. Οἱ νέοι κατακτητὲς «ἀπὸ τυχοδιῶκτες γίνονται κύριοι τῆς Κ. Ἰταλίας καὶ Σικελίας, ἐκμεταλλευόμενοι τὶς ἐσωτερικὲς δυσκολίες τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.Φτάνουν μέχρι τὴν Νεάπολι καὶ ἱδρύουν τὸ βασίλειο τῶν δύο Σικελιῶν ἢ τῆς Νεαπόλεως»[26]. Γίνεται ἡ Σύνοδος τοῦ Μέλφι (1059). Αὐτή καταλήγει στό Σύμφωνο τοῦ Μέλφι (23-8-1059) μεταξύ τοῦ Πάπα καὶ τῶν Νορμαδῶν, μὲ τὸ ὁποῖο Σύμφωνο ὑπήχθη ἡ Ὀρθόδοξη Μεγάλη Ἑλλάδα στὴν Ρώμη[27].
Πιστοὶ στὸν πάπα οἱ Νορμανδοί, μὲ σκοπὸ νὰ νομιμοποιήσουν τὴν κυριαρχία τους ἔσπευσαν νὰ δώσουν ὅρκο πίστεως σ' αὐτὸν καὶ νὰ τοῦ ὑποσχεθοῦν ὅτι θὰ ὑποτάξουν στὴν Ἁγία Ἕδρα «τὸ δουκάτο τῆς Ἀπουλίας καὶ τῆς Καλαβρίας, καθὼς καὶ τὸ μελλοντικὸ δουκάτο τῆς Σικελίας». Ἦταν ἡ ἀρχή τοῦ βίαιου ἐκλατινισμοῦ τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας[28].
Ἔτσι, προσπάθησαν νὰ ἐκλατινίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ ὀργάνωση τῶν ἑλληνορθόδοξων αὐτῶν περιοχῶν μὲ τὴν τοποθέτηση λατίνων ἐπισκόπων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἄνοιξαν τὶς πύλες στοὺς Λατίνους καὶ πλῆθος Βενεδικτίνων μοναχῶν εἰσέβαλε μέ σκοπό τὸν πλήρη ἐκλατινισμὸ κλήρου καὶ λαοῦ.
Ἡ ἀλλοίωση τῆς Ἱστορίας καί τοῦ ἐθνικοῦ μας ὀνόματος
Μία ἄλλη μεθόδευση τῶν Φράγκων γιά τόν ἐκλατίνισμό τῶν κατακτηθέντων Ρωμηῶν ἦταν ἡ ἀλλοίωση τῆς ἱστορίας, καί μάλιστα τῶν ἐθνικῶν μας ὀνομάτων. «Οἱ Φράγκοι ἱστορικοί ἀπό τόν 9ο αἰ. ἀρχίζουν νά ἀποκαλοῦν τούς Ρωμηούς τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους μόνο Γραικούς καί ὄχι Ρωμαίους. Ἀργότερα θά τούς ὀνομάσουν Βυζαντινούς.
Ἀντίθετα ὅλος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος μᾶς ὀνόμαζε Ρωμαίους.
Οἱ Ἄραβες καὶ οἱ Τοῦρκοι μᾶς ὀνομάζουν μέχρι σήμερα Ρωμαίους στὰ Πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων. Οἱ Πατριάρχες μας στὰ μέρη αὐτὰ λέγονται Πατριάρχες τῶν Ρωμαίων. Ἐπὶσης πρὶν οἱ Φράγκοι ἁρπάξουν διὰ τῆς βίας τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, ὁ Ρωμαῖος τότε Πάπας ἦταν καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατριάρχες τῶν Ρωμαίων.
Ὅταν τὸ 1009 οἱ Φράγκοι ὁριστικὰ πλέον ἐδίωξαν τοὺς Ρωμαίους ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, ὁ Πάπας ἀπὸ τότε, γιὰ μᾶς τοὺς Ρωμαίους εἶναι καὶ λέγεται ὄχι Ρωμαῖος, ἀλλὰ Λατίνος καὶ Φράγκος. Ἡ «ἐκκλησία» του ἐπίσης λέγεται «ἐκκλησία» ὄχι τῶν Ρωμαίων, ἀλλὰ τῶν Λατίνων καὶ Φράγκων.
Πρὸ τῆς Νορμανδικῆς κατάκτησης τῆς Ἀγγλίας τὸ 1066 οἱ ἐκεῖ Κέλτες καὶ Σάξωνες μᾶς ὀνομάζουν Ρωμαίους. Μέχρι τῆς ἁλώσεως οἱ Σκανδιναβοὶ καὶ οἱ ἐλεύθερες ἰταλικὲς πόλεις μᾶς ὀνομάζουν καὶ αὐτοὶ Ρωμαίους. Οἱ Συρόφωνοι τοῦ μεσαίωνα καὶ οἱ Αἰθίοπες μᾶς ὀνομάζουν πάντοτε Ρωμαίους. Καὶ οἱ Ρῶσοι πρὸ τῆς ἁλώσεως μᾶς ὀνομάζουν Ρωμαίους»[29].
Ἡ σκοπιμότητα καί τό ἀποτέλεσμα τῆς παραχάραξης τῆς Ἱστορίας μας ἀπό τούς Φράγκους
Ἀλλοιώνοντας τό ἐθνικό μας ὄνομα οἱ Φράγκοι κατακτητές πέτυχαν νά ἀφομοιώσουν καί νά ἀποορθοδοξοποιήσουν τούς ὀρθόδοξους πληθυσμούς τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, πού εἶχαν ὑποδουλώσει.
«Ὁ κύριος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ Φράγκοι μᾶς ὀνόμασαν μόνον Γραικοὺς εἶναι ὅτι εἶχαν κατακτήσει τὰ τεράστια πλήθη τῶν Ρωμαίων της γαλλικῆς καὶ τῆς βορείου καὶ μέσης ἰταλικῆς Ρωμανίας ἀπὸ τὸν 6ον μέχρι τὸν 8ον αἰώνα. Οἱ Ρωμαῖοι τῶν ἐπαρχιῶν τούτων μετεβλήθησαν σὲ δουλοπάροικους. Οἱ Φράγκοι κατακτητὲς ἀποτέλεσαν τὴν τάξη τῶν κατὰ φύσιν καὶ ἐκ γενετῆς εὐγενῶν καὶ ἔτσι γεννήθηκε ὁ Εὐρωπαϊκὸς φεουδαλισμός. Γιὰ νὰ ξεχάσουν οἱ δουλοπάροικοι πλέον Ρωμαῖοι ὅτι ὑπάρχει ἐλεύθερη ἀνατολικὴ Ρωμανία, τὴν ὀνόμασαν "Γραικίαν", τοὺς ἀνατολικοὺς Ρωμαίους τούς ὀνομασαν μόνον "Γραικούς", τὸν ἐν Νέα Ρώμη βασιλέα τῶν Ρωμαίων "βασιλέα τῶν Γραικῶν", καὶ τὰ ἀνατολικὰ Πατριαρχεῖα τῶν Ρωμαίων "Πατριαρχεῖα τῶν Γραικῶν".
Παράλληλα οἱ Φράγκοι ὀνόμασαν τὸν πρῶτο ρήγα τῶν Φράγκων "βασιλέα τῶν Ρωμαίων", ἐδίωξαν τοὺς Ρωμαίους ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, καί ὀνόμασαν τὸν Φράγκο πλέον Πάπα, "Πάπα τῶν Ρωμαίων". Κράτησαν τὸ ὄνομα Ρωμανία γιὰ τὸ παπικὸ κράτος, καὶ ὁλοκλήρωσαν τὴν κατάληψη τῆς λατινόφωνης καὶ ἑλληνόφωνης ρωμαϊκῆς μας Ἱεραρχίας τῆς κάτω ἰταλικῆς καὶ σικελικῆς Ρωμανίας. Αὐτό συνέβη ὅταν χάσαμε ὁριστικὰ πλέον τὰ μέρη αὐτὰ τὸ 1071 ἀπὸ τοὺς φραγκευμένους Νορμανδούς, οἱ ὁποῖοι μόλις πρὸ 5 ἐτῶν, τὸ 1066, εἶχαν κατακτήσει τὴν Ἀγγλία.
Πολλοὶ ἐκρωμαϊσθέντες Κέλτες καὶ Σάξονες, πρόσφυγες ἀπὸ τὴν Ἀγγλία ἦλθαν στὴν Κωνσταντινούπολη- Νέα Ρώμη καὶ κατετάγησαν στὸ ἐπίλεκτο πολεμικὸ σῶμα τῶν Βαράγγων, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὴν ἀνακτορικὴ φρουρὰ τοῦ βασιλέως τῶν Ρωμαίων. Ἄλλα στελέχη, τύπου Ρομπὲν τῶν Δασῶν, παρέμειναν στὴν Ἀγγλία σὰν ρωμαίικη κλεφτουριὰ, κατὰ τῶν Φραγκονορμανδῶν. Οἱ ὑπόλοιποι Κέλτες καὶ Σάξονες μεταβλήθηκαν σὲ δουλοπάροικους τῶν Νορμανδῶν κατακτητῶν. Οἱ Νορμανδοὶ ἔγιναν ἡ τάξις τῶν εὐγενῶν καὶ ἐδίωξαν τοὺς Ὀρθόδοξους ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία.
Κατὰ τὸν τρόπον αὐτὸ οἱ δουλοπάροικοι πλέον Ρωμαῖοι ἔχασαν τὴν ἐκκλησιαστική τους Ἐθναρχία, περιῆλθαν σὲ κατάσταση ἀγραμματοσύνης. Πίστευσαν ὅτι τὸ κράτος τους, ἡ Ρωμανία, εἶναι μόνον τὸ παπικὸ κράτος, ὅτι ὁ Φράγκος πλέον Πάπας, εἶναι ἀκόμη ὁ Ρωμαῖος Ἐθνάρχης τους, καὶ ὅτι ὁ Φράγκος πλέον "βασιλεὺς τῶν Ρωμαίων" εἶναι ὁ παραδοσιακὸς βασιλιάς τους»[30].
Ὁ ἐκλατινισμός προχωρεῖ: 11ος- 16ος αἰώνας.
Μέ τήν κατάληψη τοῦ Παλέρμο (Πανόρμου) καί τοῦ Μπάρι (Βάρεως) στά 1071, οἱ κατακτητές Νορμανδοί προχώρησαν στήν, ἐπί νέων βάσεων, ἐκκλησιαστική ἀναδιοργάνωση τῶν κτήσεών τους. Στή Σικελία εὔκολα τοποθέτησαν Φράγκους ἐπισκόπους, ἀλλά στήν Καλαβρία δυσκολεύτηκαν πολύ. Ἐδῶ ὁ ἐκλατινισμός, πολλές φορές βίαιος, διήρκεσε ἐπί πολύ, γιατί ἡ ἀντίσταση τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν σθεναρή.
Στό Ρήγιο στά 1089 ἀντικατέστησαν τόν ἀρχιεπίσκοπο Βασίλειο μ’ ἕναν νεαρό. Σώζεται ἡ ἐπιστολή τοῦ ἀρχιεπισκόπου, ὅπου διαφαίνεται καθαρά ἡ βία τῶν κατακτητῶν καί τῆς Ρώμης.
Ἀνάμεσα στούς πολλούς ὁμολογητές πού ἀντιστάθηκαν στόν ἐκλατινισμό μνημονεύουμε ἐδῶ τήν περίπτωση δύο μεγάλων ὁμολογητῶν, μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054, τοῦ ὁσίου Λουκᾶ (†1114) καί τοῦ ὁσίου Βαρθολομαίου (†1131). Αὐτοί οἱ ὅσιοι διασώθηκαν θαυματουργικά ἀπό τίς φλόγες, πού ἄναψαν οἱ Φραγκολατίνοι γιά νά τούς κάψουν. Οἱ ἅγιοι μέ τή ζωή τους καί τά λόγια του ἤλεγχαν τούς Φραγκολατίνους γιά τήν ἐκτροπή τους ἀπό τήν Ὀρθοδοξία, πρᾶγμα πού ἐκεῖνοι δέν ἄντεχαν.
Πολλοί ὀρθόδοξοι πού δέν συμβιβάστηκαν μέ τούς αἱρετικούς καί δέν μετεστράφησαν, μαρτύρησαν. Τό μοναστήρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, πού πρόσφατα μᾶς παραχωρήθηκε στό Μαντανίτσι τῆς Σικελίας, ἧταν μετά τό σχίσμα, ἕδρα τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως. Ὅσοι ὀρθόδοξοι δέν γίνονταν παπικοί καίγονταν ἤ σφάζονταν ἀπό τήν Ἱερά Ἐξέταση.
Ὁ χρόνος συνεχῶς κυλάει, σὲ βάρος τοῦ ὀρθόδοξου ἑλληνικοῦ στοιχείου, ἡ παρακμὴ τοῦ ὁποίου θὰ ὁλοκληρωθεῖ, ὅταν ἡ Ν. Ἰταλία, θὰ ἀποκοπεὶ ἀπὸ τὸ πατριαρχείο Κων/λεως, μετὰ τὴ Φραγκοκρατία (1204).
Καὶ ἀρχίζει ἡ ἀντίστροφη κίνηση. Μοναχοὶ κι ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Κ. Ἰταλίας μεταναστεύουν στὴν Ἑλλάδα καὶ ἰδιαίτερα στὴν Πελοπόννησο. Στὴν Πάτρα καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχὴ ὑπῆρχαν κοινότητες Καλαβρῶν, ὅπως μαρτυροῦν τὰ τοπωνύμια Χαλανδρίτσα, Καλάβρι(υ)τα, Καλαβρούζα, Φραγκαβίλλα κ.α. Τὰ πιὸ πολλὰ μοναστήρια περιῆλθαν στοὺς Ἑλληνόρρυθμους (Οὐνίτες) Καθολικούς, οἱ ὁποῖοι στὴ λατρεία διατήρησαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὸ βυζαντινὸ τυπικὸ γιὰ λόγους προσηλυτιστικούς.
Στόν Ἱέρακα (Gerace) στά 1480, ὁ πρώην ἁγιορείτης Ἀθανάσιος Χαλκεόπουλος, ὡς Λατίνος ἐπίσκοπός της πόλης, ἀντικαθιστᾶ τό ὀρθόδοξο τυπικό μέ τό λατινικό. Ἀντίστοιχα στή Βούα (Bova) τό 1571 ὁ Ἀρμενοκύπριος Ἐπίσκοπός τῆς περιοχῆς Ἰούλιος Σταυριανός, ἀλλάζει τό τυπικό εἰσάγοντας τό ἀντίστοιχο λατινικό. Ὁ ἴδιος ἐπίσης δυστυχῶς προσχωρεῖ στὸν Παπισμὸ. Τό γεγονός αὐτό σηματοδοτεῖ τήν ἐπίσημη κατάργηση τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Κάτω Ἰταλία στά 1572.
Ὁ ἐκλατινισμός ὁλοκληρώνεται: 16ος-20ος αἰώνας.
Ἡ παρακμή τῶν ἑλληνορρύθμων (μέ τό ὀρθόδοξο τυπικό) μοναστηριῶν ἦταν ἐμφανής. Στά 1579 ὁ Πάπας γιά νά ἐπιτύχει τόν ἀπόλυτο ἐκλατινισμό, ὀργάνωσε ὅλους τους Ἕλληνες μοναχούς τῆς Μεγάλης Ἑλλάδας σέ τάγμα κατά τά δυτικά πρότυπα, στό γνωστό τάγμα τῶν Βασιλειανῶν[31]. Στὸ τάγμα αὐτὸ ἀνῆκαν καί ἀνήκουν ὡς σήμερα οἱ μοναχοί της ἑλληνόρρυθμης (οὐνίτικης) μονῆς τῆς Κρυπτοφέρρης (Grottaferrata), λίγο ἔξω ἀπὸ τὴ Ρώμη, πού κρατάει στὴ λατρεία τὸ βυζαντινὸ -ὀρθόδοξο τυπικὸ καὶ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα[32].
Στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰ. ἀπό τά ἐλάχιστα ἑλληνόρρυθμα πού εἶχαν ἀπομείνει, ὁ Πάπας κατήργησε ἄλλα 13 στήν Καλαβρία. Ὅσον ἀφορᾶ τήν περιουσία, αὐτή καταπατήθηκε μέ διάφορους τρόπους, ὅπως μέ τήν commenda, δηλαδή διά τῆς παραδόσεως αὐτῆς σέ διάφορα λαϊκά πρόσωπα - εὐγενεῖς πού “ἔπαιρναν” τά εἰσοδήματα. Ἐπίσης, ἀρχῆς γενομένης ἀπό τούς Νορμανδούς, οἱ διάφοροι κατακτητές, δώριζαν μοναστήρια ὁλόκληρα στά φραγκολατινικά, πού ἵδρυσαν οἱ ἴδιοι[33].
Ἡ κατάσταση παρέμεινε ζοφερή γιά ὅλη τήν Κάτω Ἰταλία καί τήν Σικελία γιά περίπου 1000 χρόνια. Φάνηκε γιά λίγο ὅτι θά μποροῦσαν ν’ ἀνασχέσουν αὐτή τήν κακή κατάσταση, οἱ πολυάριθμοι Ἕλληνες καί ἀλβανόφωνοι, πού κατέφθασαν ἀπό τόν Μωριά καί τήν Ἤπειρο, μετά τήν τουρκική προέλαση. Οἱ παπικοί ὅμως, γιά μία ἀκόμη φορά, χρησιμοποιώντας τήν τακτική τοῦ «Δούρειου Ἵππου», στά 1919 ἱδρύουν τήν Οὐνίτικη[34] ἐπισκοπή τοῦ Λοῦγκρο, γιά τούς ἀλβανόφωνούς της Καλαβρίας. Γιά τούς ἀλβανόφωνούς τῆς Σικελίας ἱδρύθηκε ἄλλη ὅμοια ἐπισκοπή στήν Piana dei Greci, ἔξω ἀπό τό Παλέρμο.
Διαφαίνεται καί ἐδῶ ἡ πανουργία καί ἡ πάγια τακτική τῶν παπικῶν: προσπαθοῦν νά ἀπορροφήσουν καί νά ἐκλατινίσουν ὅλους τούς πληθυσμούς, ἀκόμη καί μέ τήν ἀπάτη, μέ τόν Δούρειο Ἵππο τῆς Οὐνίας[35].
Τὸ 1860 ἡ Καλαβρία ἑνώθηκε μὲ τὴν Ἰταλία, ἀλλὰ οἱ ἀπόγονοι τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων (Ρωμηοί) ἀνέβηκαν στὰ βουνά, κρατώντας τὶς παραδόσεις τους, τὴν γλώσσα τους καὶ τὰ ἱερὰ κειμήλια. Ἔτσι ἀποτελοῦν μέχρι σήμερα τὴν ἑλληνόφωνη μειονότητα ποὺ λέγονται Γρεκάνοι καὶ ἡ γλώσσα τους λέγεται γκρεκάνικα.
Galliciano Γκαλλιτσάνο: Ἡ ἀκρόπολη τῶν Ρωμηῶν τῆς Καλαβρίας
Αὐτή ἡ γλώσσα στὴν πραγματικότητα ἑνώνει τὴν ἀρχαία δωρική της Μεγάλης Ἑλλάδος μὲ τὴν κοινὴ τῶν Βυζαντινῶν. Ἔχει στοιχεῖα ἀρχαῖα, μεσαιωνικά καί νεώτερα καί ἀποτελεῖ τεκμήριο ἀδιαμφισβήτητο τῆς ἀδιάσπαστης ἑλληνικῆς παρουσίας στήν περιοχή. Διασώζονται δύο ἑλληνόφωνες περιοχές (γλωσσικές νησίδες) μία στήν περιοχή τῆς Καλαβρίας(ἑλληνόφωνα χωριά τῆς Καλαβρίας ὅπως τό Γκαλλιτσάνο, τό Ρηχούδι καί τό Πεντετάτιλο καί μία στήν περιοχή τῆς Ἀπουλίας (ἐννέα ἑλληνόφωνα χωριά).
Τό χωριό Ρηχούδι[36].
Κατηφορίζοντας ἀπό τό Βουνί καί ἐνῶ ἐναλλάσσονται τά τοπία, φτάνουμε στό Ρηχούδι μιά ἀπρόσιτη ἀετοφωλιά ανάμεσα στα ποτάμια Ἀμεντολέα καί Φούρια, πού παραμένει ἀπό τό 1973 «χωριό-φάντασμα». Kτίστηκε ἀπό βοσκούς οἱ ὁποῖοι ἀρχικά ζοῦσαν στήν Ἀμεντολέα καί στήν Μπόβα. Ὅμως τό Ρηχούδι ἤ Ροχούδι, ὅπως τό λένε οἱ Ἰταλοί, ἔσβησε μιά νύχτα τοῦ 1973 ὅταν ἡ δυνατή βροχή καί ὁ βοριᾶς ἔφεραν κατολισθήσεις καί ἡ Γεωλογική Ὑπηρεσία ἐπέβαλε στούς κατοίκους νά τό ἐγκαταλείψουν. Χτισμένο σέ ἀπότομη κατηφορική πλαγιά, μέ τά δύο ποτάμια νά καραδοκοῦν ἀπό κάτω, ὅλα τά σπίτια νομίζεις ὅτι ἀπό ὥρα σέ ὥρα θά κατρακυλήσουν στό ποτάμι. Ἴσως γι' αὐτό να πῆρε καί τό ὄνομα Ρηχούδι, πού σημαίνει «ρηχώδης», ἀφοῦ χτίστηκε τόσο χαμηλά.
.
Χωριό Ρηχούδι
Κτισμένο στήν κορυφή καί πλαγιά λόφου, δίπλα στά δύο ποτάμια, ἀποτελεῖ σέ πάρα πολλά ἐγχειρίδια ἀρχιτεκτονικῆς, χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀνθρώπινης ἐγκατάστασης. Περπατώντας στά στενά δρομάκια του, κατάλαβαίνει και βλέπει κάποιος γιατί οι μαννάδες ἔδεναν τα παιδιά τους με σχοινιά, ὅταν ἔπαιζαν στά σοκκάκια του, γιά νά μή πέσουν στήν χαράδρα πρός τό ποτάμι.
Τόχωριό Πεντεντάτιλο βρίσκεται σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τόν παραλιακό δρόμο πού πηγαίνει γιά τό Ρήγιο, τῆς Καλαβρίας. Χτισμένο, κατά τήν βυζαντινή περίοδο, στούς πρόποδες βράχου μέ 5 κορυφές ἀπό ὅπου βγαίνει καί τό ὄνομά του (Πενταδάκτυλο). Τό ὄνομά του θυμίζει τό βουνό Πενταδάκτυλο της Κύπρου, ἀλλά τό φυσικό του περιβάλλον σε φέρνει νοερά στή Θεσσαλία, στό στολίδι της τά Μετέωρα. Ἔρημο καί σχεδόν ἀκατοίκητο πιά, ἔχει χάσει τήν ἑλληνική γλώσσα τῶν Γρεκάνων ἀπό τά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα.
Καθώς τό βλέπεις ἀπό μακριά, ἔτσι ὅπως εἶναι τά σπίτια κολλημένα τό ἕνα πάνω στό ἄλλο, μοιάζει μέ σφηκοφωλιά κρεμάμενη στά βράχια. Μόνο τό καμπαναριό τῆς Ὑπαπαντῆς ξεχωρίζει πάνω ἀπό τις σκεπές τους.
Τὸ ἰταλικὸ σύνταγμα μὲ τὸ 6ο ἄρθρο τοῦ προστατεύει μαζὶ μὲ ὅλες τὶς ἄλλες μειονότητες καὶ τὴν ἑλληνικὴ μειονότητα.
Ἐνῶ, ὅμως, διατηροῦνται σὲ ἕναν μικρὸ ἀριθμὸ ἀνθρώπων οἱ παραδόσεις καὶ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ἐν τούτοις ὅμως χάθηκε ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸν ὕπουλο καί βίαιο ἐκλατινισμὸ τῆς περιοχῆς αὐτῆς[37]. Ἀνάλογες μεθοδεύσεις χρησιμοποιοῦνται καί σήμερα[38].
Καποια διδάγματα ἀπό τήν ἱστορική ἀναδρομή
Παρατηρώντας τήν ἱστορική πορεία τῶν Φράγκων διδασκόμαστε ὅτι ἡ μή ἐνεργοποίηση τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος καί ἡ μή τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ μας ὁδηγεῖ ὁλόκληρους λαούς «κατ’ ὅνομα χριστιανικούς» σέ μία βαθειά ἀλλοτρίωση καί κατάπτωση. Ἡ μή ἐξάλειψη τῶν εἰδωλολατρικῶν στοιχείων ἀπό τήν ζωή τους εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τά φοβερά ἐγκλήματα πού περιγράψαμε ἀπέναντι στήν Ὀρθοδοξία καί τήν ἱστορική ἀλήθεια.
Οἱ Φράγκοι μέ τό νά μήν καταπολεμήσουν τά τρία βασικά κυρίαρχα πάθη πού μαστίζουν τήν προχριστιανική καί ἐξωεκκλησιαστική ἀνθρωπότητα: (φιλαρχία-κενοδοξία-ἀγάπη γιά τήν ἐξουσία, φιλαργυρία-ἀγάπη γιά τήν πολυτέλεια καί τά ὑλικά ἀγαθά, φιληδονία-ἀγάπη γιά ὅ,τι ἀναπαύει τή σάρκα-τάση γιά σωματική καλοπέραση) ἔγιναν δοῦλοι τους. Χτύπησαν ὅ,τι τούς ἐμπόδιζε στήν ἱκανοποίηση αὐτῶν τῶν παθῶν: τὁν Χριστό καί τήν Ὀρθοδοξία, κατασκευάζοντας αἱρετικά δόγματα γιά νά στεγάσουν τήν ἀνορθόδοξη βιωτή τους. Αὐτήν τους τήν τακτική συνεχίζουν μέχρι σήμερα (πρωτεῖο Πάπα, ἐπεμβάσει στή Σερβία καί σέ ἄλλες ὀρθόδοξες χῶρες, οὐνία κ.λ.π.).
Ἡ ἱστορία τους εἶναι ἕνα δίδαγμα γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους ἀλλά ὄχι ὀρθοπρακτοῦντες σύγχρονους ἕλληνες. Ὅταν κανείς συμβιβαστεῖ μέ τά πάθη του, μέ μία ἀλλοτριωμένη ἀπό τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ζωή, ἀργά ἤ γρήγορα θά ἀλλοτριώσει καί τό δόγμα, τήν ὀρθή πίστη. Αὐτό κινδυνεύουμε νά πάθουμε σήμερα μέ τόν Οἰκουμενισμό πού ριζώνει ὅλο καί περισσότερο ἀνάμεσα στούς ‘όρθοδόξους. Τό ἅγιο Βάπτισμα πού ἔχουμε πρέπει νά κρατιέται ἐνεργό μέ τήν ὀρθή ζωή καί τήν μετάνοια.
Ἄν συμβιβαστοῦμε μέ τήν σύγχρονη είδωλολατρική κουλτούρα πού μᾶς ἔρχεται ἀπό τήν Δύση (Ἀμερική, Εὐρώπη) θά χάσουμε τήν Ὀρθόδοξή Πίστη μας, τήν μόνη Πίστη πού θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.
Ἐπίσης καί κάποια ἄλλα ἐπιμέρους συμπεράσματα καί διδάγματα ἀποκομίζουμε μελετώντας τήν ἱστορική πορεία τοῦ Παπισμοῦ καί τῶν Φράγκων.
Πρῶτο συμπέρασμα εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει στόν Παπισμό ἀποστολική διαδοχή ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τήν ἀποστολική παράδοση. Μελετώντας τήν ἱστορία καταλαβαίνουμε ὅτι «ὁ σύγχρονος Παπισμὸς δὲν εἶναι ἡ ἀρχαία Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία μὲ ἕδρα τὴν Παλαιὰ Ρώμη, ἀλλὰ οἱ Φράγκοι ποὺ μισοῦν τὴν Ρωμηοσύνη». Ἐπίσης γνωρίζονας «ὅτι οὐσιαστικὰ κάθε αἱρετικὸς καὶ ἀναθεματισμένος ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους εἶναι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας» ὁδηγούμαστε στή διαπίστωση «ὅτι στὸν Παπισμό, οὐσιαστικά, δὲν ὑπάρχει ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ἀποστολικὴ διαδοχή.
Μιλώντας γιὰ ἀποστολικὴ παράδοση ἐννοοῦμε τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ ὡς δόγμα καὶ ὡς ζωή, καὶ μιλώντας γιὰ ἀποστολικὴ διαδοχὴ ἐννοοῦμε τὴν μετάδοση τῆς Ἱερωσύνης ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους μέχρις ἡμῶν.
Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν στὸν Παπισμὸ ἔχουμε ἀλλοίωση τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καὶ ἀποκοπή ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ ἀποστολικὴ διαδοχή.
...Ἡ Ἱερωσύνη ἔχασε τὴν πνευματικὴ πατρότητα καὶ τὴν θεραπευτικὴ μέθοδο καὶ ἔγινε ἁπλῶς μία διοίκηση μὲ φέουδα καὶ κοσμικὴ ἐξουσία, ἔγινε πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ὀργάνωση. Οἱ Φράγκοι ἐπίσκοποι καταπίεζαν τοὺς Ρωμηοὺς κληρικοὺς καὶ Χριστιανούς, μὲ συνέπεια νὰ δημιουργηθῆ ἄσβεστο μίσος μεταξὺ τῶν δύο. Γεγονός, πάντως, εἶναι ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε λόγο γιὰ Ἱερωσύνη, ἀφοῦ γνωρίζουμε καλὰ ὅτι ἡ Ἱερωσύνη, ὅπως διασώζεται στὴν πατερικὴ παράδοση, ἐντάσσεται μέσα στὴν θεραπευτικὴ ἀγωγὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, δὲν νοοῦνται τὰ μυστήρια ἔξω ἀπὸ τὴν ἄσκηση, οὔτε ἄσκηση ἔξω ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ μόνη καὶ ἀληθινὴ Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴν δὲν ὑπάρχουν Ἐκκλησίες, ἀλλὰ αἱρετικὲς συναθροίσεις καὶ αἱρετικὰ διδασκαλεῖα. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι χωρισμένη καί, φυσικά, δὲν μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ ἕνωση "Ἐκκλησιῶν".
Ὁ σύγχρονος Παπισμός, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν φραγκικὴ κυριαρχία, εἶναι στὴν πραγματικότητα μία πολιτικοοικονομικὴ ὀργάνωση[39] ποὺ ἀποβλέπει σὲ ἄλλους σκοποὺς στὴν κοσμικὴ κυριαρχία καί, φυσικά, πάνω ἀπὸ ὅλα στὴν διάλυση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῆς Ρωμηοσύνης. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρίσμα πρέπει νὰ βλέπουμε καὶ τὶς σύγχρονες μεθόδους καὶ τὶς διεισδύσεις τοῦ Πάπα στὴν Ἀνατολικὴ Εὐρώπη, στὰ Βαλκάνια καὶ στὸν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀπὸ προσωπικὴ πείρα γνωρίζουμε καὶ τὶς φοβερὲς συνέπειες τῆς ἀναμείξεως τοῦ Παπισμοῦ στὴν Μέση Ἀνατολή, στὸ χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀκόμη, παρὰ τὰ τόσα χρόνια ποὺ πέρασαν εἶναι νωπὰ τὰ τραύματα ποὺ προκάλεσαν οἱ σταυροφορίες τῶν Φράγκων μὲ σκοπὸ νὰ διαλύσουν τὴν Ρωμηοσύνη. Τελικά, ἡ πτώση τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὶς σταυροφορίες. Κυρίως κατὰ τὴν Δ΄ σταυροφορία ἡ Κωνσταντινούπολη κυριεύθηκε καὶ λεηλατήθηκε ἀπὸ τοὺς Φράγκους καὶ ἀπὸ τότε δὲν μπόρεσε νὰ ἀνάνηψη»[40].
Συμπερασματικά
Ἀπὸ τὰ προηγούμενα ἀναφερθέντα ἱστορικά στοιχεῖα διαπιστώνουμε ὅτι ἡ Κ. Ἰταλία καί ἡ Σικελία ἦταν πράγματι ὀρθόδοξη καί ἑλληνική. Ἦταν γεμάτη ἀπὸ μοναστήρια, σκῆτες καὶ ἀσκηταριά.
Ἦταν, πράγματι, ἕνα αὐθεντικό τμῆμα τῆς Ρωμηοσύνης στὴ Δύση. Τὰ πάμπολλα μοναστήρια, οἱ λαῦρες καὶ οἱ σκῆτες, πού ἀκόμη διασώζονται, ἔστω καὶ ὡς ἐρείπια, μαρτυροῦν τὴ Ρωμαίϊκη (ὀρθόδοξη-ἑλληνική) παράδοση της. Οἱ ἅγιοί μας ἐπίσης εἶναι ἀκόμη καί θά εἶναι πάντα ζωντανοί καί θά εὐωδιάζουν μέ τή Χάρη τους τούς τόπους αὐτούς πού ἁγίασαν μέ τούς ἀσκητικούς τους ἀγῶνες.
Ὁ ἐκλατινισμός βύθισε βίαια τούς τόπους αὐτούς στό σκοτάδι καί τήν αἵρεση. Μέ κάθε τρόπο νοθεύτηκε ἡ Ἀλήθεια τοῦ δόγματος καί ἡ ὀρθόδοξη ζωή (ἦθος)
Εἶναι φανερά τά ἴχνη τῆς προσπάθειας τῶν παπικῶν νά οἰκειοποιηθοῦν ἀκόμη καί αὐτά τά ὀρθόδοξα ἔργα τέχνης, νοθεύοντάς τα. Ἀλλοίωση τῶν διασωθέντων ὀρθοδόξων ἁγιογραφιῶν καί ψηφιδωτῶν ἀπό τούς λατίνους[41] διαπιστώσαμε αὐτοψεί[42].
Γιά ὅλα αὐτά καθώς καί γιά τούς βίους τῶν τοπικῶν μας Ἁγίων τῆς Μ. Ἑλλάδας γίνεται λόγος στό Γ΄ Μέρος ὅπου καταγράφουμε τό ὁδοιπορικό μας.
[2] Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Θεριστοῦ, Bivongi Ἰταλίας, Ἡ Ρωμαϊκὴ Κάτω Ἰταλία.Πηγή: Ἄρθρο μὲ τίτλο "Στὴν Ἑλληνικὴ Κάτω Ἰταλία" τοῦ rnn.gr - 20.11.07.
[3]Κωνσταντίνος Σ. Ναλμπάντης, Κολωνία, Ματιές καί περίπατος στίς πανέμορφες Συρακοῦσες, στή Νέα Ὑόρκη τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος.
[4] π. Ἰω. Ρωμανίδη, Ρωμηοσύνη..., σ. 23 ε. ε. http://www.oodegr.com/oode/biblia/aftokr_neas_rwmis/aftokr_neas_rwmis.htm#12.
[7] Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ, πρώην Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης καί οἱ πολίτες της, Πηγή: Εκκλησιαστικόν Περιοδικόν Σύγγραμμα: Νέα Σιών,Ἔκδοσις Ἱεροῦ κοινοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου, http: //www. impantokratoros. gr/3CD2F57D. el. aspx http: //www. impantokratoros. gr/42AA8A66. el. aspx
[8]http://www.oodegr.com/oode/biblia/aftokr_neas_rwmis/aftokr_neas_rwmis.htm#15. «Τοσοῦτον ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥστε καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διάνοιας δοκεῖν εἶναι καὶ τὸ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας (Πανηγυρικός, 50). Τὸ μεταφράζουμε: «Τόσο πολὺ ἡ πόλις μας ξεπερνᾶ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους στὴ φρόνηση καὶ τὸν λόγο, ὥστε ἔφερε καὶ τὸ ὄνομα τῶν Ἑλλήνων νὰ μὴ θεωρεῖται πλέον χαρακτηριστικὸ γένους (=καταγωγῆς), ἀλλὰ διανοίας (=πνεύματος) καὶ Ἕλληνες νὰ καλοῦνται οἱ μετέχοντες μᾶλλον τῆς παιδεύσεώς μας πάρα τῆς κοινῆς φύσεως».
[9]Πρβλ. ΣΤ. ΡΑΝΣΙΜΑΝ, Βυζαντινός πολιτισμός (μετάφρ. Δ. Δετζώρτζη), Αθήνα 1969, σ. 2001ε. Στό: Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, πρώην Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών,Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της, Πηγή: Εκκλησιαστικόν Περιοδικόν Σύγγραμμα: Νέα Σιών,Έκδοσις Ιερού κοινού του Παναγίου Τάφου, http: //www. impantokratoros. gr/3CD2F57D. el. aspx , http: //www. impantokratoros. gr/42AA8A66. el. aspx , http: //www. impantokratoros. gr/8AABE5F5. el. aspx, http://www.oodegr.com/oode/biblia/aftokr_neas_rwmis/aftokr_neas_rwmis.htm#16.
[11] Προκοπίου, Περί πολέμων, V, 8, 1(Βλ. Ἔκδ. Ι.μ. Ευαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, Ὁρμύλια, Ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός, Ὁρμύλια 1991, σελ. 20).
[12] Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.κ. Ἱεροθέου. Ἀποσπάσματα ἀπό το κεφάλαιο «Ὁ σύγχρονος Παπισμός» του βιβλίου «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί», ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Πελαγίας, Λεβαδειά 1996.
Βλ. στό ἄρθρο: Ἡ ἱστορικὴ σχέση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν παπισμὸ,
http://www.aegean.gr/agios-therapontas/magazine/apostoli/issue/44/Orthodoxy.html
[13] Βλ. πολλά στοιχεῖα στό βιβλίο τοῦ καθηγητῆ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη «Ρωμηοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη», ἐκδόσεις Πουρνάρα, θεσσαλονίκη 1975.
[18] Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.κ. Ἱεροθέου. Ἀποσπάσματα ἀπό το κεφάλαιο «Ὁ σύγχρονος Παπισμός» του βιβλίου «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί», ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Πελαγίας, Λεβαδειά 1996.
Βλ. στό ἄρθρο: Ἡ ἱστορικὴ σχέση τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ τὸν παπισμὸ,
http://www.aegean.gr/agios-therapontas/magazine/apostoli/issue/44/Orthodoxy.html
[20]Παναγιώτη Σ. Μαρτίνη, Δρ. θ., τ. Σχόλ. Συμβούλου, Ἑλληνο-ὀρθόδοξη - βυζαντινὴ παράδοση τῆς Κ. Ἰταλίας (Καλαβρίας - Σικελίας),Ἡ Ρωμιοσύνη στὴΝότιαἸταλία,http://www.oodegr.com/oode/ierapostoli/xwres/italia/ellin_notia_italia1.htm.Πηγή: http://www.epikoinonein.gr/media/ellino3.pdf (Στό ἑξῆς: Παναγιώτη Σ. Μαρτίνη, Ἡ Ρωμιοσύνη στὴ Νότια Ἰταλία)
[21] Ἀκόμη τότε οἱ Πάπες δηλ. οἱ Πατριάρχες τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ρώμης, ἦταν ὀρθόδοξοι· ἀργότερα οἱ Φράγκοι θά ἐπέμβουν καί θά ἐγκαταστήσουν αἱρετικούς Πάπες, οἱ ὁποῖοι θά εἰσαγάγουν καί τό filioque.
[22] Βλ. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ Μεγάλη Ἑλλάδα,http://www.parembasis.gr/2004/04_04_14.htm( στό ἑξῆς: Σεβ. Μητροπολίτου Ἱεροθέου, Ἡ Μεγάλη Ἑλλάδα).
[23] Ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός, Ἔκδ. Ι. Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, β' ἔκδ., Ὀρμύλια 2002, σελ. 24.
[26] Ὁ ὅσιος Νεῖλος ὁ Καλαβρός, Ἔκδ. Ι. Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, β' ἔκδ., Ὀρμύλια 2002, σελ. 31, σημ. 37.
[28] Βλ.: Ὀσιολογ. Μοναχοῦ Κοσμᾶ Ἁγιορείτου, Παρελθόν καί παρόν στή Μεγάλη Ἑλλάδα, Περιοδικό Πεμπτουσία, Ἀπρίλιος - Ἰούλιος 2000. http://www.aegean.gr/agios-therapontas/magazine/hospitality/periodical/pemptousia/Kalavria.html. (Στό ἑξῆς: Μον. Κοσμᾶ, Παρελθόν καί παρόν στή Μεγάλη Ἑλλάδα).
[29] Π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Διάλεξις στό Μεσολόγγι: Κωστῆς Παλαμᾶς καί Ρωμηοσύνη, http://www.megarevma.net/kostispalamas1.htm.
[30] Π. Ἰωάννου Ρωμανίδου, Διάλεξις στό Μεσολόγγι: Κωστῆς Παλαμᾶς καί Ρωμηοσύνη, http://www.megarevma.net/kostispalamas1.htm.
[34]Οὐνίτες (ἀπὸ τὸ οὐνιτὰ = ἑνότητα) ὀνομάζονται οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀνατολῆς ποὺ ἀποδέχτηκαν τὰ δόγματα τῶν παπικῶν, κατ’ ἐφαρμογὴ τῶν ἀποφάσεων τῆς αἱρετικῆς ψευδοσυνόδου τῆς Φεράρας-Φλωρεντίας (1439). Ἡ αἵρεση τῆς Οὐνίας ἐπιδιώκει, μὲ κάθε μέσο, τὴν ἕνωση τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς μὲ τὴ αἱρετική παπική παρασυναγωγή, καί τὴν ὑποταγή τους στὸν Πάπα τῆς Ρώμης. Στὴν Ἑλλάδα ὑπάρχουν ἀκόμη οὐνίτες, ποὺ ὅμως ἀριθμητικὰ εἶναι πολὺ ἀδύναμοι. Ὡστόσο διατηροῦν τὴν αὐτονομία τους μὲ ἀποφασιστικότητα.
[35]Ὡς γνωστό ἡ Οὐνία εἶναι δόλιος μηχανισμός τῶν παπικῶν, ὅπου ὅλα εἶναι φαινομενικά «ὀρθόδοξα» (τά ἄμφια, τό τυπικό, ἡ ψαλμωδία, τό τελετουργικό), ἀλλά μνημονεύεται ὁ Πάπας, ὡς Ἀρχιεπίσκοπος.
[38]Εἶναι πολύ ἀξιοπρόσεκτα καί ἀποκαλυπτικά γιά τήν μέθοδο πού χρησιμοποιοῦν οἱ λατίνων, τά ὅσα ἀναφέρονται ἀπό τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, Ἀρχιμ. Δημητρίο Βασιλειάδη, γιά τήν ἐκεῖ (στήν περιοχή τῶν Ἁγίων Τόπων καί τήν εὐρύτερη περιοχή- δικαιοδοσία τοῦ Ὀρθόδοξου Πατριαρχείου στήν Μέση Ἀνατολή) προσηλυτιστική δράση τους: «Οι Λατίνοι δὲν ἔχουν στὴν παράδοσή τους τὸν ὅρο «Πατριαρχεῖο» ἢ «Πατριάρχης», ἀλλὰ τὸν ὄρο «Καρδινάλιος». Ὅμως ὅταν κατέκτησαν τὰ Ἱεροσόλυμα, ἵδρυσαν τὸ «Πατριαρχεῖο τῶν Ἱεροσολύμων», μὲ φανερούς τους σκοποὺς τῆς προκλήσεως συγχύσεως στοὺς πιστοὺς καὶ σταδιακά της ἐπικρατήσεώς τους.
Ἄρχισαν νὰ ἀνεγείρουν σχολεῖα σὲ διάφορες πόλεις καὶ χωριὰ καὶ δημιούργησαν εὐκτηρίους οἴκους, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλοι οἱ κὰτοικοι ἦταν Ὀρθόδοξοι. Στὴν προπαγάνδα τους οἱ ἐγκατασταθέντες Φραγκισκανοὶ χρησιμοποίησαν ἀλλὰ καὶ συνεχίζουν νὰ χρησιμοποιοῦν τὶς εἰδικὰ ἐκπαιδευμένες στὸν τομέα αὐτὸ Λατίνες μοναχὲς καί, ἐκμεταλλευόμενοι τὸν διάλογο μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, τὰ διάφορα κοινὰ Συνέδρια καὶ τὶς ἄτυπες καὶ ἐπίσημες συναντήσεις, ἐνέσπειραν στὸν ἁπλὸ κόσμο τὸ σύνθημα «κούλου οὐάχατ», δηλαδὴ ὅτι «ὅλοι εἴμεθα ἕνα» καὶ δὲν ὑπάρχει καμμία διαφορὰ μεταξὺ τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, μιᾶς καὶ ὅλοι πιστεύουμε στὸν αὐτὸ Χριστό.
Ἡ προσηλυτιστικὴ αὐτὴ δραστηριότητα ἐντάθηκε ἀκόμη περισσὸτερο μὲ τὴν ἀνάπτυξη καὶ προώθηση τῆς Οὐνίας, ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται, ὡς φανερὸς πλέον «Δούρειος Ἵππος», κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Στὰ λατινικὰ σχολεῖα οἱ μοναχὲς ἀναγκάζουν τὰ Ὀρθόδοξα παιδιὰ νὰ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ μὲ τὸν λατινικὸ τρόπο καὶ ἐπιβάλλουν νὰ ἐκκλησιάζονται στοὺς Λατίνους μὲ τὴν ἀπειλή τῆς ἀποβολῆς ἢ καὶ τῆς διαγραφῆς τους ἀπὸ τὸ σχολεῖο.
Περιοδεύουν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ προσκαλοῦν τὰ μικρὰ ἰδίως παιδιὰ νὰ τοὺς διδάξουν μουσικὴ καὶ μουσικὰ ὄργανα, θέμα πολὺ δὲλεαστικὸ διὰ τὴν τρυφερὴ αὐτὴ ἡλικία, ὅταν δὲ πᾶνε τὰ παιδιὰ στὶς αἴθουσες αὐτές, τοὺς ζητοῦν νὰ σχηματίσουν πρῶτα τὸ σημεῖο τοῦ Σταύρου καὶ ὅσα παιδιὰ κάνουν τὸν Σταυρὸ τους ὀρθόδοξα, τοὺς κτυποῦν τὰ χέρια καὶ τοὺς ὑποδεικνύουν, ὡς σωστὸ δῆθεν, τὸν λατινικὸ τρόπο.
Προτρέπουν τὰ παιδιὰ τῶν Λατίνων νὰ ἐκκλησιάζονται μαζὶ μὲ τοὺς φίλους τους Ὀρθοδόξους στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ νὰ πηγαὶνουν νὰ μεταλαμβάνουν ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἱερεῖς, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ προωθήσουν στὰ μάτια τοῦ κόσμου τὴν συγκρητιστικὴ δῆθεν ἑνότητα, ἀλλὰ καὶ νὰ σχολιάσουν τὴν ἄρνηση τῶν ἱερέων νὰ μεταλάβουν τοὺς Λατίνους, κατηγορώντας παράλληλά τους Ὀρθοδόξους γιὰ ἔλλειψη ἀγάπης καὶ καλλιέργεια διχόνοιας μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ ἔνδυση δὲ των Οὐνιτῶν μέ τὴν αὐτὴ ἀμφίεση μὲ τοὺς Ὀρθοδὸξους καὶ ὁ σφετερισμὸς τοῦ τελετουργικοῦ καὶ τῆς Λειτουργίας, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν προβολὴ τῆς συλλειτουργίας τῶν Οὐνιτῶν μὲ τοὺς Λατίνους καὶ τὴ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ Πάπα, ἔχει προωθήσει σὲ μεγάλο βαθμὸ τὸ καταστροφικὸ ἔργο τοῦ προσηλυτισμοῦ»(Βλ. Ἀρχιμ. Δημητρίου Βασιλειάδη, Τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καί ἡ Οἰκουμενική κίνηση, ,ὁμιλία πού ἔγινε στό συνέδριο γιά τόν Οἰκουμενισμό πού ὁργάνωσε τό 2004 τό Α.Π.Θ. , http://www.impantokratoros.gr/9077DA97.el.aspx. )
Καί συνεχίζει ὁ ἴδιος λίγο πιό κάτω: « Στην περιοχὴ τῆς Ἁγίας Γὴς ἡ κατάσταση εἶναι ἔκρυθμη, ἐξ αἰτίας τῆς διαμάχης μεταξὺ τῶν Ἰσραηλινῶν καὶ τῶν Παλαιστινίων. Σὲ μία σύγκρουση πρὶν ἀπὸ δύο χρόνια περίπου(δηλ. τό 2002 ἀφοῦ ἡ ὁμιλία ἔγινε τό 2004) μία ὁμάδα ἐνόπλων Παλαιστινίων μπῆκε σὲ λατινικὸ ἵδρυμα, διὰ νὰ ἀποφύγη τὴν κατὰ μέτωπον σύγκρουση καὶ ἴσως τὴν σύλληψη. Οἱ Φραγκισκανοὶ τοὺς εἶπαν πὼς ὅ,τι καὶ νὰ γίνη στὸ μέρος ἐκεῖνο, κανεὶς ἀπὸ τὴν Διεθνῆ Κοινὸ τητα δὲν θὰ ἔδινε σημασία, ἂν ὅμως κατελάμβαναν τὸν Ναὸ τῆς Γεννήσεως, τότε θὰ ἀποσποῦσαν τὸ ἐνδιαφέρον ὅλου του κόσμου.
Σημειωτέον ὅτι ἠ Βασιλικὴ τῆς Γεννήσεως ανηκει στὸ Ἑλληνορθὸ δοξο Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων καὶ οἱ Λατίνοι ἔχουν δίπλα στὸ Ναὸ τὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, τὸ ὁποῖο ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ ἐσωτερικό του Ναοῦ μὲ μία μικρὴ πόρτα στὸ τέλος τοῦ βορείου τοίχου. Δία τὴν προστασία τοῦ Ναοῦ εἶχε κλείσει ἡ κεντρικὴ πόρτα καὶ οἱ προσβάσεις πρὸς τὸν Ναό, πλὴν τῆς πόρτας τῶν Λατίνων, ἡ ὁποία σφραγίζει ἀπὸ τὴν δική τους πλευρά.
Πράγματι λοιπὸν οἱ ἔνοπλοι ἦλθαν στὸν Ναό, τοὺς ἄνοιξε κάποιος μοναχὸς Φραγκισκανός, τοὺς προσκάλεσε στὸ Μοναστήρι τους καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἄνοιξαν τὴν ἐνδιάμεση πόρτα καὶ τοὺς εἰσήγαγαν στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Ναοῦ καὶ ἔκλεισαν πίσω τους τὴν πόρτα, τὴν ὁποία σφρὰγισαν μὲ ἐνισχυτικὰ ξύλα, διὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ Μοναστήρι τους.
Ἡ ἐλπίδα τῶν Φραγκισκανῶν ἦταν ὅτι θὰ ἐφορμοῦσαν οἱ Ἰσραηλινοὶ διὰ νὰ συλλάβουν τοὺς ἐνόπλους καὶ αὐτοὶ θὰ ἀνετίναζαν τὸν Ναὸ τῆς Γεννήσεως μὲ τὰ ἐκρηκτικά, μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχαν παγι δεύσει. Ὁ «Χριστιανικὸς» σχεδιασμὸς τους ὅμως ἀπέτυχε, χάρη στὴν σοφὴ καὶ ἔγκαιρη διαχείριση τοῦ θέματος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο καὶ τὴν ἐπιτυχία τῆς ἀποσπάσεως τῆς ὑποσχέσεως ἀπὸ τὸν Ἰσραηλινὸ στρατό, ὅτι θὰ κάνη ὑπομονὴ καὶ δὲν θὰ εἰσβάλη στὸν Ναό.
Ὁ ἀποτροπιασμὸς γίνεται ἀκόμη μεγαλύτερος ἀπὸ τὶς λεπτομὲρειες τοῦ σχεδιασμοῦ αὐτοῦ, οἱ ὁποῖες δὲν μποροῦν νὰ ἀναφερθοῦν στὸ πλαίσιο τοῦ διατιθεμένου χρόνου.
[39] Πρβλ: . Ἀρχιμ. Ἐμμανουὴλ Καλύβα, Ἡ καταδίκη του παπισμοῦ, σ. 61 «Δὲν ἤθελα νὰ μένω στοὺς κόλπους ἑνὸς ψευδοῦς χριστιανισμοῦ, ποὺ ἐκμεταλλευόταν τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὴν ὑπηρεσία τῶν ἰμπεριαλιστικῶν σκοπῶν τοῦ παποκαισαρισμοῦ» [π. Παῦλος Κονβελιέρ, πρ. παπικός, μεταστραφείς στὴν Ὀρθοδοξία, παρ’ ἀρχιμ. Ἐμμανουὴλ Καλύβα, Ἡ καταδίκη του παπισμοῦ, σ. 61. Βλ. καὶ πέρ. ΚΙΒΩΤΟΣ (ἐπίτομη ἀνατύπωση), ἔκδ. ΑΣΤΗΡ, Ἀθήνα: 1991, σσ. 385 394].
[40] Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.κ. Ἱεροθέου, Ἀποσπάσματα ἀπό τό κεφάλαιο «Ὁ σύγχρονος Παπισμός» τοῦ βιβλίου «Γέννημα και θρέμμα Ρωμηοί», ἐκδόσεις Ἱεράς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Πελαγίας, Λεβαδειά 1996.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου