Β) ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΑΘΗ, ΠΩΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΙ
- Γέροντα, ὅταν ὁ Προφήτης Δαβὶδ ἔλεγε : «Πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με», τί ζητοῦσε;
- Ὁ Δαβὶδ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώση διοικητικὸ χάρισμα, ἐπειδὴ εἶχε νὰ κυβερνήσῃ ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος χρειάζεται «πνεῦμα ἡγεμονικό», γιατί ἔχει νὰ κυβερνήσῃ τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μὴν τὸν κάνουν κουμάντο τὰ πάθη του.
- Γέροντα, τί εἶναι τὰ πάθη;
- Ἐγὼ τὰ πάθη τὰ βλέπω σὰν δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὁ Θεὸς δὲν δίνει ἐλαττώματα ἀλλὰ δυνάμεις. Ὅταν ὅμως δὲν ἀξιοποιοῦμε αὐτὲς τὶς δυνάμεις γιὰ τὸ καλό, ἔρχεται τὸ ταγκαλάκι, τὶς ἐκμεταλλεύεται καὶ γίνονται πάθη, καὶ ὕστερα γκρινιάζουμε καὶ τὰ βάζουμε μὲ τὸν Θεό. Ἐνῶ, ἂν τὶς ἀξιοποιήσουμε στρέφοντάς τες ἐναντίον τοῦ κακοῦ, μᾶς βοηθοῦν στὸν πνευματικὸ ἀγώνα.
Ὁ θυμὸς λ.χ. δείχνει ὅτι ἡ ψυχὴ ἔχει ἀνδρισμό, ὁ ὁποῖος βοηθάει στὴν πνευματικὴ ζωή. Κάποιος, ποὺ δὲν εἶναι θυμώδης καὶ δὲν ἔχει ἀνδρισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ βάλη εὔκολα τὸν ἑαυτό του στὴν θέση του. Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος, ἂν ἀξιοποιήση στὴν πνευματικὴ ζωὴ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει, εἶναι σὰν ἕνα γερὸ αὐτοκίνητο ποὺ πιάνει τὴν εὐθεία καὶ κανεὶς δὲν τὸ φθάνει. Ἂν ὅμως δὲν τὴν ἀξιοποιήση καὶ ἀφήνη ἀνεξέλεγκτο τὸν ἑαυτό του, μοιάζει μὲ αὐτοκίνητο ποὺ τρέχει μὲ ὑπερβολικὴ ταχύτητα σὲ ἀνώμαλο δρόμο καὶ κάθε τόσο ἐκτροχιάζεται.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γνωρίση τὶς δυνάμεις, ποὺ ἔχει καὶ νὰ τὶς στρέψη στὸ καλό. Ἔτσι θὰ φθάση , μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση.
Τὸν ἐγωισμὸ λ.χ. νὰ τὸν στρέψη ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μὴν τὸ βάζη κάτω, ὅταν πάη καὶ τὸν πειράζη. Τὴν τάση γιὰ φλυαρία νὰ τὴν ἁγιάση καλλιεργώντας τὴν εὐχή. Δὲν εἶναι καλύτερα νὰ μιλάη μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἁγιάζεται παρὰ νὰ φλυαρῆ καὶ νὰ ἁμαρτάνη; Ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὸ πῶς θὰ χρησιμοποιήση ὁ ἄνθρωπος τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, μπορεῖ νὰ γίνη καλὸς ἢ κακὸς»[127].
Ἀπό τά ἀνωτέρω καταλαβαίνουμε ὅτι τά πάθη εἶναι δυνάμεις τῆς ψυχῆς, πού δέν χρησιμοποιοῦνται γιά τό καλό. Ἀντί νά μᾶς βοηθοῦν νά πλησιάσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό Αὐτόν. Θά πρέπει νά γνωρίσουμε αὐτές τίς ψυχικές μας δυνάμεις, οἱ ὁποῖες εἶναι Θεῖο δῶρο καί νά τίς ἀξιοποιήσουμε ὥστε νά δοξάσουμε τόν Θεό καί νά εὐεργετήσουμε τούς συνανθρώπους μας.
Ἀπό τά ἀνωτέρω καταλαβαίνουμε ὅτι τά πάθη εἶναι δυνάμεις τῆς ψυχῆς, πού δέν χρησιμοποιοῦνται γιά τό καλό. Ἀντί νά μᾶς βοηθοῦν νά πλησιάσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό Αὐτόν. Θά πρέπει νά γνωρίσουμε αὐτές τίς ψυχικές μας δυνάμεις, οἱ ὁποῖες εἶναι Θεῖο δῶρο καί νά τίς ἀξιοποιήσουμε ὥστε νά δοξάσουμε τόν Θεό καί νά εὐεργετήσουμε τούς συνανθρώπους μας.
Τόν θυμό, γιά παράδειγμα, μᾶς τόν δώρησε ὁ Θεός, γιά νά συγκρατοῦμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τό κακό· γιά νά καταστρέφουμε τούς κακούς λογισμούς, πού σπέρνει ὁ πονηρός καί τίς κακές ἐπιθυμίες, πού ἐκεῖνος ἐμβάλλει στήν ψυχή μας.
Τήν ἐπιθυμία, μᾶς τήν δώρησε, γιά νά ἐπιθυμοῦμε, γιά νά ἀγαποῦμε τόν Θεό.
Τόν ἐγωισμό γιά νά μήν τό «βάζουμε κάτω» καί καταθέτουμε τά ὅπλα στόν ἀγῶνα μέ τόν ἀντίδικο.
Ὅταν λειτουργοῦμε ἔτσι τά Θεῖα δῶρα,τότε πραγματώνουμε τό σκοπό τῆς ὕπαρξής μας καί ὁμοιάζουμε στόν Θεό, πού δέν ἔχει πάθη, ἀλλά Θεῖες Δυνάμεις καί Ἐνέργειες εὐεργετικές γιά ὅλην τήν κτίση.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ψυχοσωματική ἑνότητα.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δύο ἀνεξάρτητα «κουτάκια», δύο ξεχωριστά μέρη: ψυχή καί σῶμα. Ἀντίθετα εἶναι μία ἄρρηκτη «ψυχο-σωματική» ἑνότητα, πού ὅταν διασπαστεῖ, τότε μιλοῦμε γιά τόν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου. Τά δύο μέρη μας εἶναι ἀλληλοεξαρτούμενα καί τό ἕνα περιέχει τό ἄλλο.
Ὅσο καί ἄν ἀκούγεται παράδοξο, ὅμως εἶναι ἀληθινό: τό «περιέχον» εἶναι ἡ ψυχή καί τό «περιεχόμενο» εἶναι τό σῶμα. Ὅπως στό πυρωμένο σίδερο τό κόκκινισμένο ἀπό τήν φωτιά, ἡ φωτιά περιβάλλει τό μαῦρο μέταλλο, ἔτσι καί ἡ ψυχή περιβάλλει τό σῶμα. Ἡ ψυχή δέν εἶναι μέσα, ἀλλά μέσα καί γύρω καί ἔξω ἀπό τό σῶμα.
Ἡ ψυχή δίνει ζωή στό σῶμα. Ἐάν ἀσθενήσει, τότε ἀσθενεῖ καί τό σῶμα. Ἐάν φύγει τελείως ἀπό τό σῶμα τότε τό σῶμα ἀπομένει νεκρό καί ὁ ἄνθρωπος σωριάζεται κάτω σάν ἕνα ἄδειο σακκί.
Ὁρισμός- Προέλευση-Μηχανισμός δημιουργίας τῶν παθῶν
Τά πάθη εἶναι ἡ παρά φύσιν λειτουργία τῶν διαφόρων ψυχικῶν μας δυνάμεων. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό ἡ ψυχή μας εἶναι τριμερής (ἔχει τρεῖς βασικές δυνάμεις):
Ἔχει α)τό λογιστικό (νοῦς, διάνοια, δόξα, φαντασία, αἴσθηση) γιά νά προσευχόμεθα καί νά λογιζώμεθα τόν Θεό καί τά τοῦ Θεοῦ· ἐπίσης ἔχει β)τό θυμικό(θυμός) γιά νά θυμώνουμε μέ τούς δαίμονες καί τούς κακούς λογισμούς καί γ)ἔχει τό ἐπιθυμητικό(ἐπιθυμία) γιά νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό.
Ἀρχικά ὁ νοῦς· στή συνέχεια ὁ θυμός καί ἡ ἐπιθυμία, μέ τήν δική μας θέληση (δηλ. αὐτεξουσίως) κινοῦνται παρά φύσιν καί μᾶς ὁδηγοῦν στόν χωρισμό ἀπό τόν Θεό (=ἁμαρτία). Ἀντί νά τά κινήσουμε πρός τόν Θεόν, τά κινοῦμε πρός τά κτίσματα καί πρός τόν ἴδιο τό ἑαυτό μας, δημιουργώντας μία ἄρρωστη προσκόλληση, μία ἄλογη ἀγάπη πρός τό σῶμα μας.
Αὐτές οἱ δυνάμεις στήν συνέχεια συμπαρασύρουν στήν ἁμαρτία, δηλ. στόν χωρισμό ἀπό τόν Θεό καί τό σῶμα. Ἡ αἰτία εἶναι ἡ ἀσθένεια, ἡ παράχρηση (=κακή χρήση, παρά φύσιν χρήση) τοῦ ἀνθρώπινου αὐτεξουσίου. Ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ κακῶς τό Θεϊκό δῶρο πού λέγεται αὐτεξούσιο καί ἐλευθερία. Ἀντί νά τό ὑποτάξει στό Θεῖο θέλημα καί νά κάνει τό πᾶν γιά τήν ἐκπλήρωση αὐτοῦ (δηλ. τοῦ Θείου Θελήματος) διαμορφώνει καί ἀκολουθεῖ τά δικά του ἐγωιστικά θελήματα πού εἶναι ἀντίθετα μέ τό Θεῖο Θέλημα.
Ἀφορμή γιά τήν δημιουργία τῶν διεστραμμένων αὐτῶν θελημάτων καί ἐπιθυμιῶν (πού ὅταν ἱκανοποιοῦνται ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία καί τά πάθη) εἶναι οἱ ὑποβολές: α)τοῦ πονηροῦ, β)τοῦ κόσμου καί γ)τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου (τόν ὁποῖον ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι μέσα μας). Ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία- αὐτεξούσιο ὑποτάσσεται στίς ὑποβολές καί διαπράττεται ἡ ἁμαρτία.
Ἡ συνεχής ἐπανάλειψη τῆς ὅποιας ἁμαρτίας δημιουργεῖ τό ἀντίστοιχο πάθος.Τό κακό, ἡ ἁμαρτία, τά πάθη δέν δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Θεό. Ὁ Θεός εἶναι κατά φύσιν Ἀγαθός, Ἀπαθής καί ὁ ὄντως Ὤν (Αὐτός πού ἀληθινά «ὑπάρχει»). Τό κακό ἀντίθετα δέν «ὑπάρχει» ἀλλά ὁρίζεται ὡς ἡ «ἀπουσία» τοῦ καλοῦ.
Τά πάθη εἶναι ἡ ἀπουσία τῶν ἀρετῶν
Ὅταν δέν ὑπάρχουν οἱ ἀρετές, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀσκεῖ τίς ἀρετές τότε πέφτουμε στήν δουλεία τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν. Ὅταν φεύγουμε ἀπό τό φῶς ζοῦμε στό σκοτάδι.
Ὅταν ὁ Θεός δέν ἐνεργεῖ μέσα μας τότε ἐνεργεῖ ὁ παλαιός ἄνθρωπος ἤ ὁ διάβολος. Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Ὅταν ὁ Θεός δέν ἐνεργεῖ μέσα μας τότε κάθε τι πού κάνουμε εἶναι ἁμαρτία»[128]. Ὅταν δέν εἶναι ἑνωμένος ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, ὥστε νά ἐνεργεῖ ὁ Θεός δι’ αὐτοῦ, τότε ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνει.
Ἡ διαρκής κοινωνία μετά τοῦ Θεοῦ συντηρεῖται διά τῆς μυστηριακῆς καί ἀσκητικῆς ζωῆς.
Ἰδιαίτερο καί πρωταρχικό ρόλο παίζει ἡ ἀδιάλειπτη, ἐν συντριβῇ, προσευχή. Αὐτή ἡ προσευχή δέν ἐκφράζει τίποτε ἄλλο παρά τήν ἀδιάλειπτη μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ μέν, ἀλλά πιστοῦ ἀνθρώπου.
Χωρίς αὐτήν τήν κοινωνία μετά τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄνθρωπος σκοτίζεται. Χάνει τήν μετοχή στό Ἄκτιστο Θεῖο Φῶς καί ἑπομένως ζεῖ στήν ἀπουσία Του δηλ. στό σκότος τοῦ διαβόλου.
Ὁ Κύριος μᾶς μίλησε γιαυτήν τήν ἀδιάλειπτη μετάνοια πού βασικό της στοιχεῖο εἶναι ἀδιάλειπτη προσευχή: «Μετανοεῖτε[129].Ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ἀδιάλειπτη μετάνοια σημαίνει ἀδιάλειπτη ἐκζήτηση τοῦ Θείου Ἐλέους, τῆς Θείας Συγχώρησης γιά τίς ἁμαρτίες μας. Ταυτόχρονα σημαίνει ἀδιάλειπτη προσπάθεια γιά διόρθωση.
Ἀδιάλειπτη μετάνοια συμπερασματικά σημαίνει ἀδιάλειπτη προσευχή καί ἀδιάλειπτη προσοχή ὥστε: α)νά ἀποφεύγουμε τήν ἁμαρτία καί τά πάθη καί β) νά τηροῦμε τίς Θεῖες Ἐντολές.
Ὅταν δέν μετανοοῦμε, ὅταν ἀπουσιάζει τό καλό, ὅταν δέν κάνουμε καλή χρήση τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν μας δυνάμεων, ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ἀρετή, τότε «ὑπάρχει» τό κακό, ἡ ἁμαρτία, τά πάθη, ὡς ἀπουσία-ἔλλειψη τοῦ καλοῦ, τῆς ἀρετῆς.
Μία ἁμαρτία πού ἐπαναλαμβάνεται πολλές φορές, καί ὁ ἄνθρωπος δέν μετανοεῖ γιαυτήν, αὐτή τότε ἡ ἐπανάλειψη δημιουργεῖ μία κακή συνήθεια. Ἡ κακή συνήθεια ὡθεῖ τόν ἄνθρωπο ὥστε νά διαπράττει ὅλο καί εὐκολώτερα, ὅλο καί περισσότερο, ὅλο καί σέ ἐντονότερο βαθμό τήν συγκεκριμένη ἁμαρτία. Ἡ κακή αὐτή συνήθεια (ἕξη) λέγεται πάθος.
Γιά παράδειγμα ἕνας ἄνθρωπος πού θύμωσε μία φορά χωρίς σωστό λόγο[130] αὐτός ὑπέπεσε στήν ἁμαρτία τοῦ ἄλογου θυμοῦ. Ἐάν ὑποπέσει πολλές φορές στήν ἴδια ἁμαρτία, δημιουργεῖ μέσα στό σῶμα τῆς ὕπαρξής του μία κακή ἕξη (συνήθεια) ἡ ὁποία λέγεται πάθος τοῦ θυμοῦ. Ἔτσι κάθε φορά πού ἀδικεῖται, ταράζεται.
Πολύ εὔκολα, μέ τό παραμικρό, θυμώνει καί παρεκτρέπεται, διότι ἐνεργεῖ μέσα του αὐτό τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Ὅσο περισσότερο τό ἐνεργεῖ αὐτό τό πάθος τόσο εὐκολώτερα πέφτει σ’ αὐτό, τόσο πιό πολύ ὑποδουλώνεται. Χρειάζεται μία δραστική ἐπέμβαση τῆς θείας Χάρης, ἀλλά καί τῆς ἀνθρώπινης βούλησης, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά ὁδηγηθεῖ σέ μετάνοια καί νά πάψει νά θυμώνει.
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔκανε κακή χρήση τῆς δυνάμεως-δώρου τοῦ Θεοῦ πού λέγεται θυμός διότι τό ἔστρεψε σέ λάθος κατεύθυνση. Ἀντί νά πολεμήσει μέ αὐτό τίς κακές ἐπιθυμίες, τούς κακούς λογισμούς πού σπέρνει ὁ πονηρός μέσα μας, τό κατεύθυνε ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν του προσπαθώντας νά τούς βλάψει. Στράφηκε ἐναντίον αὐτῶν πού ὥφειλε νά ἀγαπᾶ, ὄχι μόνο ἐξ ἴσου μέ τόν ἑαυτό του ( ὅπως λέγει ἡ ἐντολή τῆς Π. Διαθήκης[131]) ἀλλά καί πολύ περισσότερο(Κ. Διαθήκη)[132].
Τά πάθη εἶναι κίνηση ἐνάντια στήν ἀγάπη
Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς λόγους τοῦ Κυρίου (ὁ Ὁποῖος μᾶς διέταξε νά «ἀγαπήσουμε τούς ἀδελφούς μας καθώς κι Ἐκεῖνος μᾶς ἀγάπησε» δηλ. μέχρι θανάτου) θά πρέπει νά ἀγαπήσουμε τούς πάντας περισσότερο καί ἀπό τήν ζωή καί τήν ὕπαρξή μας. Νά ξεπεράσουμε καί τό λεγόμενο ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως προκειμένου νά διασώσουμε τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο μας. Ἄν χρειαστεῖ θά πρέπει νά δώσουμε καί τήν ζωή μας γιά χάριν τῶν ἀδελφῶν μας.
Τά πάθη μᾶς ἀποπροσανατολίζουν, μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό καί τούς συνανθρώπους μας, μᾶς διαστρέφουν.
Τά πάθη μέ κυρίαρχο τήν φιλαυτία- τήν ἄλογη ἀγάπη πρός τό σῶμα μας- μᾶς ὠθοῦν στό νά ἀγαπήσουμε ἐγωιστικά τόν ἑαυτό μας, χωρίς νά ἔχουμε καμμία διάθεση γιά τήν παραμικρή θυσία χάριν τοῦ Θεοῦ ἤ τῶν ἀδελφῶν μας.
Κάθε ἀρετή εἶναι μία κίνηση ἀγάπης πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον. Κάθε κακία εἶναι μία κίνηση ἐνάντια στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον.
Κάθε ἀρετή εἶναι μία ἔξοδος ἀπό τόν ἑαυτό μας, ἀπό τήν αὐτοφυλάκισή μας. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιά νά ὁμοιάσει στόν Θεό. Εἶναι πλασμένος γιά νά γίνει κι αὐτός ἀγάπη. Ἑπομένως ὅταν κινούμαστε ἀγαπητικά πρός τόν Θεό καί τούς ἄλλους ἐκπληρώνουμε τόν προορισμό μας.
Ἀντίθετα κάθε κακία, κάθε πάθος εἶναι μία κίνηση πρός τόν ἑαυτό μας, αὐτοερωτική, ναρκισσιστική. Ἑπομένως τά πάθη εἶναι κινήσεις ἀντίθετες στόν προορισμό μας, πού εἶναι τό νά γίνουμε ἀγάπη. Εἶναι κινήσεις ἀντίθετες στό «καθ’ ὁμοίωσιν». Ὁ ἄνθρωπος διά τῶν παθῶν αὐτοφυλακίζεται, δένεται μέ δεσμά τά ὁποῖα δυστυχῶς τά ἀγαπάει μετά ἀπό κάποια ἡλικία. Ὁ π. Παΐσιος ἔλεγε ὅτι μετά τά 30 (τήν ἡλικία τῶν 30 ἐτῶν) ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τά πάθη του.
Τά αἴτια τῶν παθῶν: ἡ λανθασμένη κίνηση τοῦ αὐτεξουσίου καί ἡ ὑποβολή τοῦ πονηροῦ.
Ἐφευρέτης τοῦ κακοῦ εἶναι ὁ διάβολος. Αὐτός ὑπέβαλε στόν ἄνθρωπο τήν ἐπιθυμία τῆς θεώσεως χωρίς τόν Θεό. Ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί βούληση συγκατένευσε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτονομημένα, χωρίς τόν Θεό, ἀναζήτησε τήν μακαριότητα καί τήν ἡδονή. Ἔτσι ἄρχισε νά ἁμαρτάνει καί νά δημιουργεῖ τά διάφορα πάθη.
«Ἡ ψυχή ἀφοῦ ἀπέκλινε ἀπό τίς ἀρετές διά μέσου τῆς φιληδονίας κατασκεύασε τά πάθη καί τά ἐστερέωσε ἐναντίον της» λέγει ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος[133].
Ἡ ἐπιθυμία γιά τήν ἡδονή, γιά τήν κάθε εἴδους ἀπόλαυση(τήν σωματική, τήν ψυχική, αὐτήν πού ἔρχεται ἀπό τούς ἀνθρώπινους ἐπαίνους ἤ ἀπό τήν συσσώρευση πλούτου ἤ δύναμης ἤ ἀπό τήν ἀπόκτηση ἐξουσίας καί ἀξιωμάτων) ἔκανε τήν ψυχή νά παρεκκλίνει ἀπό τήν κατά φύσιν ζωή. Ὁ ἄνθρωπος κινήθηκε αὐτεξουσίως πρός τήν ἁμαρτία, μέ τήν ὑποβολή τοῦ πονηροῦ κάνοντας λανθασμένη χρήση τῆς ἐλευθερίας του. Ἑπομένως ἡ ἁμαρτία ἀρχικά εἶναι μία νόσος τῆς προαιρέσεως, τοῦ αὐτεξουσίου. Στή συνέχεια ἐπεκτείνεται καί καταλαμβάνει ὅλην τήν ψυχοσωματική ἀνθρώπινη ὑπόσταση.
Τό λογιστικό, τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό ἀπέκλιναν ἀπό τήν σωστή λειτουργία τους ἐξ αἰτίας τῆς ἐθελούσιας κακῆς χρήσης τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρχικά κινεῖται λανθασμένα ὁ νοῦς. Στή συνέχεια παρασύρονται στή λάθος κίνηση τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό.
Πῶς δημιουργήθηκαν τά πάθη.
Ὁ κατά φύσιν ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος Ἀδάμ ἦταν ἀπαθής πρίν τήν πτώση. Ὅλες του οἱ ψυχικές δυνάμεις ἐκινοῦντο φυσιολογικά, πρός τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος ἀγαποῦσε «ἐξ ὅλης ψυχῆς καί καρδίας καί διανοίας καί ἰσχύος»[134] τόν Θεόν. Ὁ Θεός ἔδωσε στήν ἀνθρώπινη ψυχή ὅλες τίς δυνάμεις- ὅ,τι χρειαζόταν- γιά νά ἐπιτύχει τόν προορισμό του: τήν ὁμοίωση μ’ Αὐτόν.
Μέ τήν πτώση, οἱ δυνάμεις αὐτές χρησιμοποιήθηκαν μέ τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί «τῇ ὑποβολῇ τοῦ πονηροῦ» κακῶς.
Ἡ ἀνθρώπινη προαίρεση καί τό αὐτεξούσιο χρησιμοποιήθηκαν λανθασμένα καί ὁ ἄνθρωπος χωρίστηκε ἀπό τόν Θεό. Συμπεριφέρθηκε ἐγωιστικά, δέν θέλησε νά ζητήσει συγγνώμη ἀπό τόν Δημιουργό Του καί ἔχασε τήν κοινωνία μαζί Του.
Ἡ πρώτη ἁμαρτία ἦταν ἡ παρακοή στήν ἐντολή τῆς νηστείας. Ὁ ἄνθρωπος πέφτοντας σέ κάποια ἀμέλεια (ἀνεπαίσθητη λήθη τοῦ Θεοῦ καί ραθυμία) μέ τήν παρακίνηση τοῦ πονηροῦ, αὐτονομήθηκε καί ἔχασε τήν «ὅραση» τοῦ Θεοῦ.
Ἔκανε κακή χρήση δηλ. παράχρηση τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν δυνατοτήτων του. Ἀναζήτησε τήν θέωση του μέ τίς δικές του ἀποκλειστικά δυνάμεις, χωρίς τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.Ἔκανε εἴδωλο τόν ἑαυτό του[135] καί τά κτίσματα. Ἀναζήτησε τήν ἡδονή στά κτίσματα. Ὑποδούλωσε τόν νοῦ του στίς αἰσθήσεις καί στό περιβάλλον.
Ἡ Εὔα «εἶδε»[136] τόν ἀπαγορευμένο καρπό, τόν «ἐπιθύμησε» καί μετά τόν «ἔφαγε» παρακούοντας στό Δημιουργό Της.
Προσπάθησε ὁ Πρωτόπλαστος ἄνθρωπος νά βρεῖ τήν εὐτυχία του μέσῳ τῆς ἄλογης ἀγάπης πρός τόν ἑαυτό του, ἐγκαταλείποντας τόν Δημιουργό του. Ἡ λήθη καί ἡ ραθυμία τόν κυρίευσαν. Ὑποδουλώθηκε στήν φιλαυτία. Ὁ σκοτισμένος του νοῦς συμπαρέσυρε καί τίς ἄλλες ψυχικές του δυνάμεις στήν παρά φύση λειτουργία. Κινήθηκε ἀγαπητικά καί λατρευτικά πρός τά κτίσματα καί τίς γήϊνες ἡδονές, κάνοντας κακή χρήση τοῦ Θεόσδοτου δώρου τῆς ἐλευθερίας του.
Ἔτσι δημιούργησε τά διάφορα πάθη κάνοντας παράχρηση (κακή χρήση) πρῶτα τοῦ αὐτεξουσίου του καί κατόπιν τῶν ψυχικῶν του δυνάμεων.
Ὡς ἀποτέλεσμα τῆς Προπατορικῆς ἁμαρτίας εἰσῆλθαν στόν ἄνθρωπο τά διάφορα ἀδιάβλητα πάθη (πείνα, δίψα, πόνος κ.λ.π.). Αὐτά τά πάθη, ὅταν ἱκανοποιοῦνται μέ μέτρο, δέν ὁδηγοῦν στήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό (ἁμαρτία).
Μετά τήν πτώση ὁ ἄνθρωπος, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ δημιούργησε, δυστυχῶς μέ τήν θέλησή του, τά διάφορα πάθη κάνοντας: α) παράχρηση τῶν ψυχικῶν του δυνάμεων καί β) πέφτοντας στήν ἀμετρία κατά τήν ἱκανοποίηση τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν του μετατρέποντάς τα σέ διαβλητά.
Τί εἶναι ἡ ψυχή καί ποιές οἱ δυνάμεις της ἀναλυτικώτερα.
Εἴπαμε προηγουμένως ὅτι ἡ ψυχή ἔχει τρεῖς δυνάμεις: Λογιστικό, Θυμικό καί Ἐπιθυμητικό. Αὐτά θά μελετήσουμε τώρα λίγο ἀναλυτικώτερα γιά νά γίνει κατανοητός ὁ μηχανισμός δημιουργίας τῶν διαφόρων παθῶν.
Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός: «Τριμερή λέμε τήν ψυχή ἐπειδή ἔχει λογικό ἤ λογιστικό, θυμικό καί ἐπιθυμητικό. Ἔτσι ὥστε διά μέν τοῦ λογικοῦ νά λογίζεται, διά δέ τοῦ θυμικοῦ νά ὀργίζεται μέ τούς δαίμονες ἔχοντας ἀνδρεία πρός αὐτούς, διά δέ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ νά ἀγαπᾶ τόν Θεό.
Αὐτό δέ τό ἐπιθυμητικό διαιρεῖται σέ τρία: Στό Θεϊκό, στό φυσικό καί μέσο τό σαρκικό, τό ὁποῖο εἶναι τό διαβολικό. Θεϊκό εἶναι τό νά ἀγαπᾶ κάποιος τόν Θεό. Φυσικό, τό νά ἀγαπᾶ τά κατά φύσιν. Σαρκικό τό νά ἀγαπᾶ τά παρά φύσιν. Γιά παράδειγμα κατά φύσιν μέν ὁ γάμος, παρά φύσιν δέ ἡ πορνεία καί τά παρόμοια...
Πέντε εἶναι οἱ (γνωστικές) δυνάμεις (τοῦ λογιστικοῦ) ἤ αἰσθήσεις τῆς ψυχῆς[137]: νοῦς, διάνοια, δόξα, φαντασία, αἴσθηση. Ὁ νοῦς εἶναι νοερά αἴσθηση τῆς ψυχῆς μέ τήν ὁποία μπορεῖ «αὐτοπτικῶς» (δηλ. μέ τήν δική του ὁρατική δύναμη) νά βλέπει τά πράγματα καί χωρίς ἀναζητήσεις(ἔρευνα, συλλογισμούς)[138].
Διάνοια εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς κατά τήν ὁποία μπορεῖ μέ συλλογισμό νά γνωρίζει τά πράγματα. Γιαυτό καί λέγεται διάνοια, ἐπειδή διανοίγει κάποια ὁδό[139].
Δόξα εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς, κατά τήν ὁποία, χωρίς αἰτία γνωρίζει τά πράγματα.
Φαντασία εἶναι δύναμη τῆς ἄλογης ψυχῆς[140].
Αἴσθηση εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς μέ τήν ὁποία ἀντιλαμβάνεται τίς ὕλες»[141].
Ἐπίσης δύο εἶναι οἱ ζωτικές ἤ ὀρεκτικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς: Τό θυμικό (θυμός) καί τό ἐπιθυμητικό (ἐπιθυμία).
Ἡ λανθασμένη κίνηση τῶν ψυχικῶν δυνάμεων.
Τά πάθη εἶναι κακές ἕξεις καί κακές προσκολλήσεις (ἄλογες ἀγάπες καί ἄκριτα μιση πρός πρόσωπα καί πράγματα).
Τά πάθη εἶναι σταθεροποιημένες πνευματικές ἀσθένειες, λόγῳ πολλαπλῶν πτώσεων στήν ἁμαρτία. Ὁ νοῦς φεύγει ἀπό τό Φῶς πού εἶναι ὁ Θεός καί πέφτει στό σκοτάδι. Στή συνέχεια ὅλη ἡ ψυχή σκοτίζεται καί ὁ ὅλος ἄνθρωπος ὡς ψυχοσωματική ἑνότητα πού εἶναι νοσεῖ.
Μετά τήν πτώση «ἐσκοτίσθη ὁ νοῦς τοῦ Ἀδάμ» καί δημιουργήθηκαν τά διάφορα πάθη. Ἡ κύρια νόσος μας, τό κύριο πάθος μας εἶναι ὁ «ἐσκοτισμένος» νοῦς μας. Αἰτία αὐτῆς τῆς κατάστασης εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ὄχι ὁ Θεός.
Ὁ ἐσκοτισμένος νοῦς σκοτίζει τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό καί γενικότερα τόν ὅλο ἄνθρωπο. Ἀπό ἐδῶ, ἀπό τήν ἑκούσια λανθασμένη χρήση-κίνηση τοῦ νοῦ καί τῶν ὑπόλοιπων ψυχικῶν δυνάμεων δημιουργοῦνται τά διάφορα πάθη.
Ἡ λανθασμένη κίνηση τοῦ νοῦ
Ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποίησε λανθασμένα τό λογιστικό του δηλ. τόν νοῦ του. Ἀντί νά τόν ἔχει διά τῆς προσευχῆς στραμμένο πρός τό Θεό τόν ἔστρεψε πρός τά κτίσματα. Ἔτσι ὁ νοῦς ἔγινε ἐμπαθής.
Στήν ἐμπαθή αὐτή κατάσταση ὁ νοῦς, (γιά τήν ἀκρίβεια ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ πού λέγεται:νοερά ἐνέργεια) ἀντί νά βρίσκεται ἐντός τῆς καρδίας ἑνωμένη μέ τήν οὐσία τοῦ νοῦ καί νά προσεύχεται, κολλάει στόν ἐγκέφαλο, στήν διάνοια.
Δημιουργεῖται κάτι σάν «βραχυκύκλωμα» μεταξύ καρδίας(νοῦ) καί ἐγκεφάλου(διανοίας)[142], πού ἔχει σάν ἀποτέλεσμα τόν μολυσμό τῆς καρδίας, (δηλ. τοῦ νοῦ) ἀπό τούς λογισμούς, πού ὑπάρχουν στήν διάνοια καί κατεβαίνουν στήν καρδιά.
Τελικά ὁ νοῦς χάνει τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ καί ὑποτάσσεται στή λογική, στίς αἰσθήσεις καί στήν φαντασία. Γεμίζει μέ λογισμούς, πού προέρχονται ἀπό τό περιβάλλον καί γίνεται δοῦλος του. Παραμένει ἔτσι μολυσμένος, «φυσικός», στερημένος τοῦ Θείου Φωτός, τῆς Ἐνέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γίνεται ἐσκοτισμένος.
Κάνοντας παρά φύση χρήση(παράχρηση) τοῦ λογιστικοῦ του (δηλ. τοῦ νοῦ του) ὁ ἄνθρωπος πέφτει στήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ. Ὁ νοῦς ἀντί νά εἶναι κυβερνήτης τῆς ψυχῆς καί τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ὑποτάσσεται στή διάνοια, στή λογική. Ἡ ψυχή τότε αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπουκαί συγκεκριμένα ἡ διάνοια-λογική του, ἡ ὁποία κυριάρχησε κακῶς ἐπάνω στό νοῦ[143], αὐτή ἡ ψυχή γεμίζει μέ ὑπερηφάνεια. Ἡ ὑπερηφάνεια καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἄφρονα.
Ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μᾶς διδάσκει ξεκάθαρα ὅτι ἡ παράχρηση τοῦ λογιστικοῦ εἶναι ἡ ἀγνωσία καί ἡ ἀφροσύνη[144].
Ἡ λανθασμένη κίνηση τοῦ θυμικοῦ καί τοῦ ἐπιθυμητικοῦ
Ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ ἐπίσης λανθασμένα τό θυμικό του καί πέφτει στήν τυραννία (τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν ἄλλων). Ἀντί νά ἀγωνίζεται χρησιμοποιώντας σωστά τό θυμό του ὥστε νά ἀποκτήσει τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί νά προσπαθεῖ ἀποκλειστικά καί μόνο γιαυτό, ὁ ἐμπαθής στρέφει τό θυμό ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν του. Ἀκόμη καί ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἤ καί τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἔτσι ἀντί νά ἐξασκεῖ τήν ἀγάπη γεμίζει μέ μίσος.
Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος ἐπίσης χρησιμοποιεῖ λανθασμένα τό ἐπιθυμητικό του καί πέφτει στήν ἀκολασία καί στήν φιλαυτία[145]. Ἀντί νά ἐπιθυμήσει ἐξ ὅλης ψυχῆς, ὁλοκληρωτικά τόν Θεόν καί μόνον Αὐτόν κατευθύνει τήν ἐπιθυμία του σέ χίλια δυό ἄλλα πρόσωπα ἤ πράγματα δημιουργώντας πόθο γιαυτά. Κάνοντας παράχρηση τοῦ παθητικοῦ (=θυμικοῦ καί ἐπιθυμητικοῦ) τῆς ψυχῆς του ὁ ἄνθρωπος γεμίζει, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής μέ μίσος καί ἀκολασία. Πρό πάντων κάνοντας οἰκτρή παράχρηση τοῦ ἐπιθυμητικοῦ του τό κατευθύνει ἐρωτικά πρός τόν ἑαυτό του. Γίνεται ἔτσι φίλαυτος, ἐγωιστής.
Σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρας ἡ φιλαυτία εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν.
Ἡ φιλαυτία ὁρίζεται ὡς ἡ ἐμπαθής προσκόλληση πρός τό σῶμα. Ἀπ’ αὐτήν γεννιόνται οἱ τρεῖς μεγάλες ἄρρωστες ἀγάπες, τά τρία κορυφαῖα πάθη: ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία καί ἡ φιλαργυρία. Αὐτά μέ τήν σειρά τους γεννοῦν ὅλα τά ὑπόλοιπα πάθη.
Παράχρηση καί χρήση τῶν τριῶν ψυχικῶν δυνάμεων
Σύμφωνα λοιπόν μέ τά προηγούμενα ἡ παράχρηση τοῦ νοῦ καί τοῦ παθητικοῦ ὁδηγεῖ ἀντίστοιχα στήν ἄγνοια, τήν ἀκολασία, τό μίσος καί τήν φιλαυτία.
Ἀντίθετα ἡ χρήση[146] τῶν τριῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς (λογιστικοῦ, θυμικοῦ, ἐπιθυμητικοῦ) εἶναι ἡ γνώση, ἡ φρόνηση, ἡ ἀγάπη καί ἡ σωφροσύνη[147].
Οἱ τρεῖς γίγαντες
Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς μίλησαν ἐπίσης γιά τούς τρεῖς γίγαντες τῶν παθῶν πού εἶναι ἡ ραθυμία, ἡ λήθη καί ἡ ἄγνοια.
Ὅταν αὐτά κυριαρχήσουν στήν ψυχή τότε ἀπό αὐτά γεννιοῦνται ὅλα τά πάθη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος γίνει φίλαυτος, τότε κυριαρχεῖ μέσα του ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ραθυμία. Αὐτά ὅλα εἶναι τό εὔκρατο κλῖμα, στό ὁποῖο ἀναπτύσσονται καί εὐδοκιμοῦν ὅλα τά ὑπόλοιπα πάθη μέ κορυφαῖα τήν φιληδονία, τήν φιλοδοξία καί τήν φιλαργυρία.
Διάκριση τῶν παθῶν.
Ψυχικά καί σωματικά πάθη
Τά πάθη διακρίνονται σέ ψυχικά καί σέ σωματικά. Τά μέν συνδέονται κυρίως μέ τήν ψυχή· τά δέ κυρίως μέ τό σῶμα.
Πάντως ὅλα τά πάθη εἶναι ἀλληλένδετα καί ἐπηρρεάζουν τόν ὅλο ἄνθρωπο, μολύνοντάς τον. Ὑπάρχει μιά ἀλληλοσυμπλοκή, ἀλληλογένεση καί ἀμφιμονοσήμαντη ἀντιστοιχία μεταξύ αὐτῶν.
Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός :
«Ψυχικὰ πάθη εἶναι ἡ λήθη, ἡ ραθυμία καὶ ἡ ἄγνοια.
Ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ σκοτίζεται τὸ μάτι τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ὁ νοῦς, καὶ κυριεύεται ἀπὸ ὅλα τὰ πάθη, τὰ ὁποία εἶναι:
Ἀσέβεια, κακοδοξία, δηλαδὴ ἡ κάθε αἵρεση, βλασφημία, θυμός, ὀργή, πικρία, ὀξυθυμία, μισανθρωπία, μνησικακία, καταλαλιά, κατάκριση, λύπη χωρὶς λόγο, φόβος, δειλία, φιλονικία, ζήλια, φθόνος, κενοδοξία, ὑπερηφάνεια, ὑποκρισία, ψεῦδος, ἀπιστία, πλεονεξία, φιλοϋλία, ἐμπαθὴς προσκόλληση σὲ κάτι, σχέση μὲ γήινα πράγματα, ἀκηδία, μικροψυχία, ἀχαριστία, γογγυσμός, οἴηση, δολιότητα, ἀναίδεια, ἀναισθησία, κολακεία, ὑπουλότητα, εἰρωνεία, διβουλία, συγκατάθεση σὲ ἁμαρτήματα τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς, καὶ συνεχής μελέτη αὐτῶν, περιπλάνηση τῶν λογισμῶν, ἡ μητέρα τῶν κακῶν φιλαυτία καὶ ἡ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν ἡ φιλαργυρία, κακοήθεια καὶ πονηρία.
Σωματικὰ πάθη εἶναι: Γαστριμαργία, λαιμαργία, ἀπόλαυση, μέθη, λαθροφαγία, ποικιλότροπη φιληδονία, πορνεία, μοιχεία, ἀσελγεία, ἀκαθαρσία, αἱμομιξία, παιδεραστία, κτηνοβασία, κακὲς ἐπιθυμίες καὶ ὅλα τὰ παρὰ φύση αἰσχρὰ πάθη. Κλοπή, ἱεροσυλία, ληστεία, φόνος, ἡ κάθε σωματικὴ ἄνεση καὶ ἀπόλαυση τῶν θελημάτων τῆς σάρκας, καὶ μάλιστα ὅταν ἔχει ὑγεία τὸ σῶμα.
Μαντεῖες, οἰωνισμοί, κλυδωνισμοί, ἀγάπη γιὰ στολίδια, κομπασμοί, νωθρότητες, καλλωπισμοί, φτιασιδώματα τοῦ προσώπου, ἀξιοκατάκριτη ἀργία, φαντασιώσεις, τυχερὰ παιχνίδια, ἡ ἐμπαθὴς παράχρηση τῶν τερπνῶν του κόσμου, ἡ φιλοσώματη ζωὴ ποὺ παχαίνει τὸ νοῦ, καὶ τὸν κάνει γήινο καὶ κτηνώδη, καὶ δὲν τὸν ἀφήνει νὰ σηκωθεῖ πρὸς τὸ Θεὸ καὶ πρὸς τὶς ἐργασίες τῶν ἀρετῶν»[148].
Δυσλειτουργίες καί ἐκτροπές πού συνιστοῦν τά διάφορα πάθη
Ὁ ἐμπαθής ἄνθρωπος εἶναι πλήρης ἀπό ψυχοσωματικές δυσλειτουργίες καί ἐκτροπές. Συγκεκριμένα:
Τό αὐτεξούσιό του ἀντί νά κινεῖται πρός τό Ἀγαθό δηλ. πρός τόν Θεό, κινεῖται ἀντίθετα. Καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἐχθρό τοῦ Θεοῦ. Ἡ κακή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου ὁδηγεῖ στήν κακή χρήση καί ὅλων τῶν ἄλλων ψυχικῶν καί σωματικῶν του δυνάμεων.
Ἀντί νά μιλᾶ μέ τό λογιστικό-νοῦ του στόν Θεό κυριαρχώντας στή λογική, ὑποδουλώνει τόν νοῦ στήν λογική-διάνοια γινόμενος ὑπερήφανος καί «ἀντιτασσόμενος» τοῦ Θεοῦ.
Ἀντί νά κατευθυνεται μέ ὅλη του τήν βούληση-θυμικό πρός τόν Θεό, ὁρμᾶ ἐναντίον τῶν συνανθρώπων του, ὅταν τόν ἀδικοῦν ἤ νομίζει ὅτι τόν ἀδικοῦν.
Ἀντί νά ἐγκρατεύεται, ὁπότε θά ἀπολάμβανε ψυχοσωματική ὑγεία, ἐπιδιώκει τίς σαρκικές ἀπολαύσεις γινόμενος κτηνώδης.
Ἀντί νά κινηθεῖ μέ ὅλη του τήν ἐπιθυμητική δύναμη καί νά «ποθήσει» τόν Θεό, κινεῖται πρός τά κτίσματα καί γίνεται εἰδωλολάτρης.
Ἀντί νά κατευθύνει ἀδιάλειπτα τόν νοῦ του πρός τό Ὑπέρτατο Ἀγαθό καί τήν Ἀνωτέραν πασῶν τῶν Ἡδονῶν, πού εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός, τόν ὑποδουλώνει στίς αἰσθήσεις, στίς ἡδονές πού ἔρχονται μέσῳ αὐτῶν καί στή φαντασία.
Ἔτσι γίνεται δοῦλος τοῦ περιβάλλοντός του, τῶν αἰσθήσεων καί τῶν ἐμπαθῶν μνημῶν πού ἔχουν ἀποταμιευθεῖ στήν φαντασία. Ὁ ἄνθρωπος καθίσταται φιλήδονος, λογικοκράτης καί τελικά ἀγνοών τόν Θεόν (ἄθεος).
Τό ἄ-λογο καί ἐνστικτῶδες-ζωῶδες στοιχεῖο κυριαρχεῖ. Ἡ αἰτία εἶναι τό ὅτι δέν ὑπάρχει κοινωνία τῆς ψυχῆς μέ τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἄ-Λογος διότι δέν κοινωνεῖ μέ τόν Θεό- Λόγο.
Στήν ἐμπαθή κατάσταση ὁ ὅλος ἄνθρωπος δυσλειτουργεῖ. Ψυχικά καί σωματικά πάσχει. Ζεῖ μία τραγικότητα, ὅπως τήν περιγράφουν ὄχι μόνο οἱ ἐκκλησιαστικοί Πατέρες ἀλλά καί οἱ σύγχρονοι φιλόσοφοι, συγγραφεῖς καί διανοούμενοι. Αὐτοί μάλιστα φθάνουν νά ἰσχυρίζονται ὅτι δέν ὑπάρχει εὐτυχία καί ἀληθινή χαρά[149]. Ὄντως δέν ὑπάρχει ἀληθινή χαρά ἐκεῖ πού τήν ψάχνουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Ὑπάρχει μόνο ἐντός τῆς Ὀρθόδοξης, στήν ἕνωση μέ τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό.
Τά πάθη εἶναι ἡ αἰτία πολλῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν ἀσθενειῶν
Τά πάθη εἶναι ἡ κύρια αἰτία ὅλων τῶν ἀσθενειῶν καί μάλιστα τῶν λεγόμενων ψυχοσωματικῶν.
Κατά βάσιν ὅλες οἱ ἀσθένειες εἶναι ψυχοσωματικές. «Ἀσθενεῖ τό σῶμα, ἀσθενεῖ μου καί ἡ ψυχή» ψάλλουμε στόν Μικρό Παρακλητικό Κανόνα στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ὁ ἄνθρωπος ἀρρωσταίνει πρῶτα στόν νοῦ, στήν ψυχή καί μετά στό σῶμα.
Ὁ σκοτισμός τοῦ νοός, ἡ δυσλειτουργία ἤ καί ἡ παντελής ἀδράνεια τῆς νοερᾶς ἐνέργειας εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν ψυχοσωματικῶν μας νοσημάτων.
Ἡ θεραπεία τῶν παθῶν γενικά.
Ἡ θεραπεία τῶν ποικίλων παθῶν μας ἐπιτυγχάνεται μέ τό νά χρησιμοποιήσουμε σωστά τό δῶρο τῆς ἐλευθερίας (τό αὐτεξούσιο) καί νά συνεργαστοῦμε μέ τήν Θεία Χάρη ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία. Τότέ θά ἐπιτευχθεῖ ἀπό τήν Θεία Χάρη α)ἡ κάθαρση καί ἡ ἀποκατάσταση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας-λειτουργίας μέσα μας καθώς καί β)ἡ ἀνακατεύθυνση τῶν θυμικοῦ-ἐπιθυμητικοῦ μας πρός τόν Θεόν.
Συγκεκριμένα θά πρέπει διά τῆς Θείας Χάριτος:
α)νά πτερώσουμε τό λογιστικό τῆς ψυχῆς μέ τήν ἀδιάλειπτη καθαρή προσευχή,
β)νά κυριαρχήσουμε στό θυμικό τῆς ψυχῆς μέ τήν ἀγάπη καί
γ)νά χαλιναγωγήσουμε τό ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς μέ τήν ἐγκράτεια.
Πρέπει βεβαίως παραλλήλως νά πολεμηθοῦν οἱ τρεῖς γίγαντες τῶν παθῶν: ἡ ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, ἡ λήθη τοῦ Θεοῦ καί ἡ ραθυμία- ἀμέλεια- προσκόλληση στήν σάρκα καί τό σαρκικό φρόνημα.
Γιά τήν θεραπεία τοῦ Χριστιανοῦ γιά τήν ἐπίτευξη τῆς Κάθαρσης καί τοῦ Φωτισμοῦ χρειάζεται ἡ συνεργασία τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος συνεργάζεται μέ τήν Θεία Χάρη. Ἡ προετοιμασία γιά νά λάβει τήν Θεία Χάρη γίνεται μέ τήν ἀσκητική ζωή ἡ ὁποία προετοιμάζει τήν ψυχή ὥστε νά δεχθεῖ τήν Θεία Χάρη. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάζει καί μετανοεῖ, νηστεύει καί ἐγκρατεύεται, κοπιάζει σωματικά καί προσεύχεται γίνεται σιγά –σιγά δεκτικός τῆς Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Θείας Χάριτος. Ἡ Θεία Χάρις ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά ἐνισχύει τόν πιστό στόν ἀσκητικό του ἀγῶνα καί ἐνεργεῖ τήν Κάθαρση καί τόν Φωτισμό. Προσφέρεται στόν ἀγωνιζόμενο χριστιανό διά τῶν Ἁγίων Μυστηρίων καί πρό πάντων διά τῆς Θείας Κοινωνίας.
Ἐκεῖνο πού κατ’ ἐξοχήν συντελεῖ στήν Κάθαρση τῆς Καρδιᾶς εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ Θείου Ὀνόματος ἡ ὁποία βεβαίως συνοδεύεται ἀπό τήν ἐν μέτρῳ νηστεία καί ἀγρυπνία. Ἐννοεῖται ὅτι ὁ Χριστιανός ἀγωνίζεται νά κόβει τίς αἰτίες τῶν παθῶν καί νά κάνει ἀνθρωπίνως ὅτι μπορεῖ γιά νά τά χαλιναγωγήσει.
«Ἀμέσως μετὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἐμφάνιση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Χριστιανοὶ διακρίνονταν "οἱ ἐπικαλούμενοι τὸ ὄνομα" τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ νέα πιὰ "ἐκλογὴ" τοῦ Θεοῦ ταυτιζόταν μὲ τὸν ἀγώνα "τοῦ βαστᾶσαι τὸ ὄνομά" του. Ὅπως ὁ Κύριος εἶπε ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ "ζήσωμεν εἰς τὸν αἰώνα", ἂν δὲν "φάγωμεν τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἄνθρωπου καὶ πίωμεν Αὐτοῦ τὸ αἷμα", ἔτσι καὶ οἱ μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεώς Του, πολὺ νωρὶς βεβαίωσαν ὅτι "οὐδὲν ὄνομα ἐστὶν ὑπὸ τὸν οὔρανον τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ὢ δεῖ σωθῆναι ἠμᾶς". Ἡ ἐπίκληση, λοιπόν, τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ μετοχὴ στὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, ἔγιναν οἱ δύο κεντρικοὶ πόλοι ζωῆς γύρω ἀπὸ τοὺς ὁποίους πραγματοποιεῖται ἡ σωτηρία τοῦ νέου λαοῦ, ποῦ ἐξαγοράσθηκε μὲ "τὸ πάθημα τοῦ θανάτου" Του»[150].
Γιά νά νικηθοῦν τά πάθη θά πρέπει νά νικηθοῦν οἱ ἀντίστοιχες ἁμαρτίες τῶν τριῶν μερῶν τῆς ψυχῆς. Γιαυτό θά τελειώσουμε τήν μικρή μας ἀναφορά στά πάθη μέ τήν ἀναφορά στά ἁμαρτήματα τῶν τριῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καί τήν ἀντίστοιχη θεραπεία κάθε μιᾶς ἁμαρτίας.
Ποῖα εἶναι τά ἁμαρτήματά τῶν τριῶν μερῶν τῆς ψυχῆς καί πῶς θεραπεύονται.
«Ἡ ψυχὴ διαιρεῖται σὲ τρία μέρη, τὸ λογιστικό, τὸ θυμικό, καὶ τὸ ἐπιθυμητικό.
Ἡ ἴαση καὶ ἡ θεραπεία αὐτῶν τῶν κακῶν, εἶναι ἡ ἀδίστακτη πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὰ ἀληθινὰ καὶ χωρὶς πλάνη ὀρθόδοξα δόγματα τῆς εὐσέβειας, ἡ ἀδιάκοπη μελέτη τῶν λόγων τοῦ Πνεύματος, ἡ καθαρὴ καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶ ἡ εὐχαριστία πρὸς τὸ Θεό.
Ἡ ἀσπλαχνία, τὸ μίσος, ἡ ἀσυμπάθεια, ἡ μνησικακία, ὁ φθόνος, ὁ φόνος καὶ ἡ συνεχὴς αὐτῶν καὶ τῶν παρομοίων μελέτη.
Ἡ ἴαση καὶ θεραπεία εἶναι ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἀγάπη, ἡ πραότητα, ἡ φιλαδελφία, ἡ συμπάθεια, ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ καλοσύνη.
Ἡ γαστριμαργία, ἡ λαιμαργία, ἡ οἰνοποσία, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, ἡ ἀκαθαρσία, ἡ ἀσελγεία, ἡ φιλοχρηματία, ἡ ἐπιθυμία τῆς κενῆς δόξας, καὶ ἡ ἐπιθυμία χρυσοῦ καὶ πλούτου καὶ σαρκικῶν ἀπολαύσεων.
Ἡ ἴαση καὶ ἡ θεραπεία αὐτῶν εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ κακοπάθεια, ἡ ἀκτημοσύνη, τὸ σκόρπισμα τῶν χρημάτων στοὺς φτωχούς, ἡ ἐπιθυμία τῶν μελλόντων ἐκείνων ἀγαθῶν, ὁ πόθος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς θείας υἱοθεσίας»[151].
Ἐπιλογικά
Ὅλα τά ἀνωτέρω ἦταν μία συνοπτική ἀναφορά στό τί εἶναι τά πάθη, πῶς δημιουργοῦνται, ποιά εἶναι τά ἀποτελέσματά τους καί πῶς θεραπεύονται. Ἄς εὐχηθοῦμε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί Πάντων τῶν Ἁγίων νά ἀναδεικνυόμαστε νικητές στήν μάχη ἐναντίον τῶν παθῶν μας γιά νά ἀξιωθοῦμε τοῦ Θείου Φωτισμοῦ καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, Ἀμήν!.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
[129] Δέν εἶπε:«Μετανοῆστε μία φορά» ἀλλά «Μετανοεῖτε» συνεχῶς. Δηλ. συνεχῶς διορθώνετε τήν πορεία σας ὥστε νά μήν χάσετε τόν δρόμο, πού ὁδηγεῖ στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
[130] Σωστός λόγος θυμοῦ εἶναι ὅταν θυμώνουμε διότι ὑβρίζεται ὁ Θεός ἤ ἀδικεῖται ὁ πλησίον. Λανθασμένος λόγος θυμοῦ εἶναι ὅταν θυμώνουμε διότι ἀδικούμαστε ἐμεῖς καί προσπαθοῦμε ὀργιζόμενοι νά ὑπερασπιστοῦμε τόν ἑαυτό μας.
[132] Στήν Κ. Διαθήκη διδαχθήκαμε ἀπό τόν Κύριο νά ἀγαποῦμε τούς ἀδελφούς μας μέ τήν ἴδια ἀγάπη πού Ἐκεῖνος μᾶς ἀγάπησε: «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν͵ ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους· καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.(Ἰωαν. 13,34)». Ὁ Κύριος μᾶς ἀγάπησε μέχρι τέλους: « ἀγαπήσας τοὺς ἰδίους τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ͵ εἰς τέλος ἠγάπησεν αὐτούς»(Ἰωαν. 13,1). Μᾶς ἀγάπησε μέχρι θανάτου«γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου͵ θανάτου δὲ σταυροῦ»(Φιλιπ. 2, 8).Μέ τήν ἴδια ἀγάπη δηλ. «μέχρι θανάτου» πρέπει νά ἀγαπᾶμε καί ἐμεῖς, ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Δηλ. πρέπει νά ἀγαπᾶμε τόν ἄλλο ξεπερνώντας τήν ἀγάπη στόν ἑαυτό μας καθώς καί τόν φόβο τοῦ θανάτου.
[133] Ἀββᾶ Δωροθέου, εἰς Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν καί ἀσκητικῶν, ἔκδ. «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1981, τόμος 12ος, σελ. 510:«Κλίνασα ἡ ψυχή διά φιληδονίας ἐκ τῶν ἀρετῶν κατεσκεύασε τά πάθη καί ἐστερέωσεν αὐτά καθ’ ἑαυτῆς».
[136] Ὑποδούλωσε τό νοῦ της στήν ὅραση καί κατόπιν στήν γεύση συμπαρασύροντας καί τίς ἄλλες ψυχικές της δυνάμεις στήν ὑποδούλωση αὐτή.
[137] Λέγονται καί γνωστικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὑπάρχουν καί οἱ ζωτικές ἤ ὀρεκτικές δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Αὐτές, ὅπως εἴπαμε, εἶναι ὁ θυμός καί ἡ ἐπιθυμία. Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ: TLG, Work #004 36.30 to Work #004 36.48.
[138] Ὁ νοῦς ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Ἡ οὐσία τοῦ νοῦ βρίσκεται στήν καρδία. Ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ πρέπει ἐπίσης νά εἶναι ἑνωμένη μέ τήν οὐσία του καί ὁ νοῦς νά προσεύχεται διά τοῦ λόγου τῇ συνεργίᾳ τοῦ πνεύματος. Στήν ἐμπαθῆ κατάστασή μας ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ ἔχει ξεδιπλωθεῖ καί ἔχει κολλήσει στήν διάνοια (ἐγκέφαλο) καί ἔχει γίνει ἕνα «βραχυκύκλωμα» μεταξύ νοῦ καί διανοίας(λογικῆς). Λογισμοί πού θά ἔπρεπε νά εἶναι μόνο στήν διάνοια (ἡ ὁποία τρέφεται ἀπό τό περιβάλλον διά τῶν αἰσθήσεων) κατεβαίνουν στήν καρδία καί τήν μολύνουν. Ἡ διαδικασία τῆς διαστροφῆς ἔχει ὡς ἑξῆς: Οἱ αἰσθήσεις ὅταν δέν κυβερνιοῦνται σωστά ἀπό τόν «ἔνδοθεν λογισμό» εἰσάγουν τόν θάνατο στήν ψυχή. Ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «εἰσῆλθεν ὁ θάνατος διά τῶν θυρίδων». Τά διάφορα μυνήματα τῶν αἰσθήσεων δημιουργοῦν φαντασίες. Οἱ φαντασίες δημιουργοῦν δόξες δηλ. γνῶμες γιά τά διάφορα πράγματα, πρόσωπα, γεγονότα. Οἱ δόξες γίνονται ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας ἀπό τήν διάνοια, ἄν συμφωνοῦν μέ τήν ἀλήθεια ἤ ὄχι. Ἄν συγκατατεθεῖ ὁ νοῦς τότε ἡ καρδιά μολύνεται.
Τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐπεξεργασίας, αὐτό πού θεωρήθηκε ἀληθές, αὐτό, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός καλεῖται νοῦς.
Πρβλ. Ἁγ. Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ: TLG, Work #004 36.30 to Work #004 36.48.
Οἱ ἀποφάνσεις τῆς διανοίας μολύνουν τήν καρδιά ὅταν ὑπάρχει τό «βραχυκύκλωμα νοός-διανοίας». Ὁ νοῦς ἔχει γίνει δοῦλος τῆς λογικῆς, τῶν αἰσθήσεων, τῆς φαντασίας καί τοῦ περιβάλλοντος. Ἔχει κάνει θεό τό περιβάλλον ἤ καί τόν ἑαυτό του διά τῆς φαντασίας. Ἡ Ἐκκλησία μέ τήν ὀρθόδοξη θεραπευτική της λύει αὐτό τό «βραχυκύκλωμα», καθαρίζοντας τήν καρδία ἀπό ὅλους τούς λογισμούς, ἀκόμη καί ἀπό τούς καλούς περιορίζοντάς τους στήν διάνοια (ἐγκέφαλο).
[139] Ἡ διάνοια συνδέεται μέ τήν λογική καί ἑδράζεται στόν ἐγκέφαλο. Δι’ αὐτῆς γνωρίζουμε τό περιβάλλον μας. Διά τοῦ νοῦ καί μόνο δι’ αὐτοῦ, μποροῦμε νά γνωρίσουμε τόν Θεό (να μετέχουμε δηλ. στίς Θεῖες Ἐνέργειες καί ὄχι στήν Οὐσία Του). Καμμία ἄλλη ἀπό τίς πέντε γνωστικές ψυχικές δυνάμεις δέν εἶναι ἱκανή νά χρησιμοποιηθεῖ ὥστε νά ἑνωθεῖ ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό.
[140]Ἡ φαντασία εἶναι μεταξύ τῆς αἴσθησης καί τῆς δόξας. Ἡ αἴσθηση δημιουργεῖ μία φαντασία καί ἡ φαντασία μία δόξα ἤ γνώμη. Αὐτή ἡ δόξα γίνεται ἀντικείμενο ἐξέτασης ἀπό τήν διάνοια διά τό ἄν εἶναι ἀληθής ἤ ὄχι. Ἄν εἶναι ἀληθής τότε τό κριθέν ὡς ἀληθές καλεῖται, κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, νοῦς.
Ἐπίσης πρβλ. Ἀρχ. Ζαχαρία Ζάχαρου, Ἀναφορά στή Θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρωνίου, Ἔσσεξ, σελ. 236-239: « Ἡ φαντασία, ὡς λειτουργία τοῦ νοῦ (Σ. Σ. δηλ. τῆς ψυχῆς), συνδέεται κατ’ ἀρχὰς μὲ τὴν ἐνέργεια τῶν χονδρῶν σαρκικῶν παθῶν(πρῶτο εἶδος φαντασίας).
Τὸ δεύτερο εἶδος φαντασίας ὀνομάζεται ὀνειροπόληση-ρεμβασμός. (σ. 236)
Τὸ τρίτο εἶδος φαντασίας ἔχει χαρακτήρα διανοητικὸ καὶ βασίζεται περισσότερο στὶς παραστάσεις τῆς μνήμης καὶ στὴ διαδικασία τῆς σκέψεως. ... χρήσιμο γιὰ τὴ λύση ἐνδοκοσμίων προβλημάτων καὶ πολύτιμο γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ τεχνικοῦ πολιτισμοῦ ...(Σ.Σ. Ἡ λεγόμενη δημιουργική φαντασία) δέν εἶναι ὡστόσο, κατά τήν γνώμη τοῦ Γέροντος (Σωφρονίου), ὠφέλιμο γιά τήν ἀπόκτηση τῆς καθαρᾶς προσευχῆς.
Τὸ τέταρτο εἶδος φαντασίας, εἶναι καὶ τὸ πιὸ ἐπικίνδυνο γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς προσευχῆς. Ἡ ἀνθρώπινη λογικὴ προσπαθεῖ νὰ συλλάβει τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀναπληρώσει ἐκεῖνα ποὺ τὴν ξεπερνοῦν. ... θρησκευτικὴ φαντασία. Ἂν καὶ πολλοὶ τὸ ἐκτιμοῦν σὲ σημεῖο, ὥστε νὰ τὸ ἀποκαλοῦν "θεολογικὴ δημιουργία", γιὰ τὸν Γέροντα δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὁδὸς πρὸς τὴν πλάνη. ... πλάθει τὸν Θεὸ κατὰ τὴν ἀνθρώπινη εἰκόνα καὶ ὁμοίωση. (σ. 237)...Γιά νά φθάσει ὁ πιστός στήν καθαρά προσευχή, τόν ἐπιδιωκόμενο τέλειο αὐτόν καρπό τῆς νοερᾶς ἡσυχίας, πρέπει νά ὑπερπηδήσει ὅλα τά εἴδη τῆς φαντασίας(σελ. 239)». Διά τῆς φαντασίας οἱ λογισμοί πού προέρχονται ἀπό τό περιβάλλον ἤ τήν μνήμη μολύνουν τήν καρδία. Γιά τοῦτο ἡ φαντασία ὀνομάζεται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρας «γέφυρα τῶν δαιμόνων».
[142] Πρβλ. π. Ἰωάννου Ρωμανίδη: Ἡ Θρησκεία εἶναι νευροβιολογική ἀσθένεια, ἡ δέ Ὀρθοδοξία ἡ θεραπεία της[ Πρώτη δημοσίευση από τήν Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, Αγίου Όρους, στόν τόμο "Ορθοδοξία, Ελληνισμός, πορεία στην 3η χιλιετηρίδα" 1966, σελ. 67-87. http://www.romanity.org/htm/rom.e.02.i_thriskeia_einai_neurobiologiki_astheneia.01.htm -->
[143] Στήν κυριαρχία τῆς λογικῆς ἐπάνω στό νοῦ συμβαίνει καί ἡ ταύτιση τοῦ ἐνδιάθετου λόγου μέ τήν λογική. Ὁ λόγος εἶναι σύμφυτος μέ τόν νοῦ καί διακρίνεται σέ ἐνδιάθετο καί προφορικό. Διαφέρει ἀπό τήν λογική πού συνδέεται μέ τήν διάνοια-ἐγκέφαλο. Ὁ νοῦς εἶναι κατ΄ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Θεός εἶναι Νοῦς (Πατήρ), Λόγος (Υἱός) καί Πνεῦμα (Ἅγιον Πνεῦμα) ἔτσι καί ὁ νοῦς εἶναι νοῦς, λόγος (σύμφυτος μέ τόν νοῦ) καί πνεῦμα. Ὅταν αὐτά τά τρία γίνουν ἕνα διά τῆς νοερᾶς καθαρᾶς προσευχῆς, τότε ὁ ἄνθρωπος λειτουργεῖ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ-Δημιουργοῦ Του. Στήν ἐμπαθή κατάσταση ὁ λόγος τοῦ νοῦ ταυτίζεται μέ τήν λογική καί ὁ νοῦς ὑποδουλώνεται στήν διάνοια-λογική. Στήν ἀπαθή κατάσταση ὁ λόγος ἐκφράζει τίς ἐμπειρίες τοῦ νοῦ καί τίς διατυπώνει σέ λογικές προτάσεις μέ τήν βοήθεια τῆς λογικῆς.
[144] Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί ἁγ. Βλασίου Ἱεροθέου, Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία (πατερική θεραπευτική ἀγωγή), ἔκδοση Η’, Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), σελ. 236.
[145]Πρβλ:Ἱερομονάχου Ἀρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς: «Τό Μυστήριον τῆς Σωτηρίας κατά τόν ἄγ. Μάξιμον τόν Ὁμολογητήν», Ἀθήνα 1975, σέλ. 130, σημείωση: Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιῆ αὐτές τίς τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς τοῦ παρά φύσιν, τότε τό ἀποτέλεσμα τοῦ λόγου εἶναι ἡ ἄγνοια, τῆς ἐπιθυμίας ἡ φιλαυτία καί τοῦ θυμοῦ ἡ τυραννία. Ἔτσι συμβαίνει ἡ ὁλοσχερής ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στόν διάβολο καί ἡ ἀχρείωση τῆς καλλονῆς τῆς ψυχῆς του.
[146] Ἐνν. ἡ σωστή χρήση, ἡ κατά φύσιν χρησιμοποίηση.
[147] Φιλοκαλία Β΄σελ. 28, γ΄.
[148] Work #037 95.88.14 to Work #037 95.88.49 Ὀφείλομεν οὖν εἰπεῖν͵ καὶ περὶ τῶν ψυχικῶν καὶ σωματικῶν͵ ἤγουν παθῶν· καὶ ψυχικὰ μέν εἰσι πάθη ταῦτα͵ λήθη͵ ῥᾳθυμία͵ καὶ ἄγνοια· ὑφ΄ ὧν δηλαδὴ τῶν παθῶν τούτων ὁ ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς͵ ἤτοι ὁ νοῦς͵ σκοτιζόμενος͵ κυριεύεται ὑπὸ πάντων τῶν παθῶν͵ ἅτινά εἰσι ταῦτα͵ ἀσέβεια͵ κακοδοξία͵ ἤγουν πᾶσα αἵρεσις͵ βλασφημία͵ θυμὸς͵ ὀργὴ͵ πι κρία͵ ὀξυχολία͵ μισανθρωπία͵ μνησικακία͵ καταλαλία͵ κατάκρισις͵ λύπη ἄλογος͵ φόβος͵ δειλία͵ ἔρις͵ ζῆλος͵ φθόνος͵ κενοδοξία͵ ὑπερηφανία͵ ὑπόκρισις͵ ψεῦδος͵ ἀπιστία͵ πλεονεξία͵ φιλοϋλία͵ προσπάθεια͵ σχέσις γηΐνων͵ ἀκηδία͵ μικροψυχία͵ ἀχαριστία͵ γογγυσμὸς͵ τύφος͵ οἴησις͵ σοβαρότης͵ ἀλαζονεία͵ φιλαρχία͵ ἀνθρωπαρέσκεια͵ δολιότης͵ ἀναίδεια͵ ἀναι σθησία͵ κολακεία͵ ὑπουλότης͵ εἰρωνεία͵ διψυχία͵ αἱ συγκαταθέσεις τῶν ἁμαρτημάτων ἐκ τοῦ παθη τικοῦ μέρους͵ καὶ ἡ συνεχὴς τούτων μελέτη͵ πλάνη λογισμῶν͵ φιλαυτία ἡ τῶν κακῶν γεννήτρια͵ καὶ ἡ ῥίζα πάντων τῶν κακῶν φιλαργυρία͵ κακοήθειά τε καὶ πονηρία. Σωματικὰ δὲ πάθη· γαστριμαργία͵ λαιμαργία͵ τρυφὴ͵ μέθη͵ λαθροφαγία͵ φιληδονία ποικίλη͵ πορ νεία͵ μοιχεία͵ ἀσέλγεια͵ ἀκαθαρσία͵ αἱμομιξία͵ παιδοφθορία͵ κτηνοβατία͵ ἐπιθυμίαι κακαὶ͵ καὶ πάντα τὰ παρὰ φύσιν καὶ αἰσχρὰ πάθη͵ κλεψία͵ ἱεροσυλία͵ λῃστεία͵ φόνος͵ σωματικὴ ἄνεσις καὶ ἀπό λαυσις τῶν θελημάτων τῆς σαρκὸς͵ ὑγιαίνοντος μᾶλλον τοῦ σώματος͵ μαντεῖαι͵ μαγεῖαι͵ γοητεῖαι͵ οἰωνισμοὶ͵ κληδονισμοὶ͵ φιλοκοσμίαι͵ περπερεῖαι͵ βλακεῖαι͵ καλλωπισμοὶ͵ ἐπιτρίμματα προσώπων͵ ἡ κατάκριτος ἀργεία͵ μετεωρισμοὶ͵ κυβεῖαι͵ ἡ ἐμπαθὴς τῶν τοῦ κόσμου ἡδέων παράχρησις͵ ἡ φιλοσώ ματος ζωὴ͵ ἥ τις παχύνουσα τὸν νοῦν͵ γεώδη καὶ κτηνώδη τοῦτον ἀποτελεῖ͵ καὶ οὐδέποτε πρὸς Θεὸν͵ καὶ τὴν τῶν ἀρετῶν ἐργασίαν ἀνανεοῦσθαι ἐᾷ.
[149] Γιά παράδειγμα ὁ Οὐμπέρτο Ἔκο ὁ ὁποῖος πρόσφατα ἰσχυρίστηκε ὅτι δέν ὑπάρχει εὐτυχία Βλ. στό «Τά πάθη κύρια αἰτία τῆς Κατάθλιψης».
[150] Πανοσ. Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία Ζαχάρου, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας: Ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ,Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Θυατείρων καὶ Μεγάλης Βρετανίας, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΗΡΥΞ», Ἰούλιος – Αὐγουστὸς 2001, Ἀριθμὸς Τεύχους 154 – 155, http://www.zoiforos.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=764&Itemid=
[151] Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Λόγος Ψυχοφελής και θαυμάσιοςhttp://www.pigizois.gr/pneumatikoi_logoi/damaskinos.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου