ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑ[1]
Ὁ Γέροντας ἄν καί δέν σπούδασε σέ θεολογικές σχολές, ὅμως θεολογεῖ ἀλάνθαστα γιά τό «μυστήριο τῶν μυστηρίων», ὅπως ὀνόμαζε, τήν Ἐκκλησία. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογία, δέν ὑπάρχει ὁρισμός γιά τήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ κεφαλή τοῦ σώματος.
ù
Ὅπως δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει σῶμα χωρίς τήν κεφαλή ἔτσι δεν μπορεῖ νά ὑπάρξει Ἐκκλησία χωρίς τόν Χριστό. Ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ἄκτιστος, ἀτελεύτητος, αἰώνιος, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία, ἔλεγε ὁ Γέροντας, εἶναι ἄκτιστη, ἀτελεύτητη καί αἰώνια. Θά μείνει ἀπαρασάλευτη στους αἰῶνες. Ὁ ἱδρυτής τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Τριαδικός Θεός. Ἡ πρώτη Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἴδια ἡ Ἁγία Τριάδα. Τά Τρία Πρόσωπα, πού εἶναι ὁ Ἕνας Θεός, ἔχουν μεταξύ Τους μια τέλεια κοινωνία ἀγάπης. Οἱ ἄνθρωποι, μέλη τῆς ἐπίγειας ἄκτιστης Ἐκκλησίας, καλούμαστε νά γίνουμε καί ἐμεῖς ἕνα, ὁμοιάζοντες στόν Ἕνα Τριαδικό Θεό.
Αὐτή ἄλλωστε εἶναι ἡ ἔσχατη προσδοκία καί τό πλέον εὐάρεστο (κατ’ εὐδοκίαν) θέλημα τοῦ Χριστοῦ μας, ὅπως τό ἐξέφρασε στήν ἀρχιερατική Του προσευχή: «Ἵνα ὦσιν ἕν»[2].
ù
Μέσα στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ὅλοι ἕνα. Ἀλλοίμονο ἐάν νιώθουμε μόνοι μας. Αὐτό σημαίνει ὅτι δεν ζοῦμε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, που εἶναι τό μυστήριο τῆς ἑνότητας. Δέν εἶναι ἐνταγμένος σωστά μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνος, πού ξεχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους. Εἴμαστε «ἀλλήλων μέλη»[3], ὁ καθένας εἶναι «σάρκα ἀπό τήν σάρκα μας». Ἡ πρόοδος τοῦ ἑνός εἶναι πρόοδος ὅλων καί ἡ πτώση τοῦ ἑνός εἶναι πτώση ὅλων.
Εἴμαστε ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν ζοῦμε αὐτό τό μυστήριο τῆς ἑνότητας. Αὐτήν τήν αἴσθηση, ὅτι εἴμαστε ὅλοι ἕνα σῶμα μέ κεφαλή τόν Χριστό, τή θεωροῦσε ὁ Γέροντας ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς μας ὡς χριστιανῶν. Ἔλεγε, ὅτι θά πρέπει νά κάνουμε δικές μας, τίς χαρές καί τίς λύπες ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Προπάντων θά πρέπει νά πονᾶμε καί νά ποθοῦμε τή σωτηρία ὅλων. Ὁ πόθος μας θά πρέπει νά εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν. Κανείς δέν θά πρέπει νά ἐνδιαφέρεται μόνον γιά τήν προσωπική του σωτηρία. Ἡ σωτηρία μας, εἶναι στά χέρια τῶν ἀδελφῶν μας. Σωζόμαστε ὅλοι μαζί, ὡς ἐκκλησιαστική κοινότητα, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, ὠς Ἐκκλησία, καί ὄχι ἀτομικά, ἰδιωτικά.
ù
Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι εἶναι λάθος νά προσευχόμαστε γιά τόν ἑαυτό μας. Πρέπει νά προσευχόμαστε γιά τούς ἄλλους, γιά νά σωθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἐμεῖς πρέπει νά γινόμαστε συνεχῶς «ἕνα» μέ τούς ἄλλους, ὁπότε ὅταν σώζονται οἱ ἄλλοι, σωζόμαστε καί ἐμεῖς.
Ὁ ἀληθινός χριστιανός μεριμνᾶ ἀγαπητικά γιά τήν σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου. Προσλαμβάνοντας συγκαταβατικά, κατά μίμηση τοῦ Χριστοῦ, τούς πάντες καί τά πάντα μέσα του -ἐκτός ἁμαρτίας- γίνεται «τοῖς πᾶσι τά πάντα».
ù
Ὁ μοναχός, πού ἐγκαταλείπει τά ἐγκόσμια, δέν πρέπει νά τό κάνει ξεχωρίζοντας τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους. Ἀντίθετα φεύγει ἀπό τό πολυθόρυβο πέλαγος τοῦ κόσμου, γιά νά μπορεῖ πλέον, ἀπερίσπαστα, στήν ἡσυχία, νά εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό καί μέ ὅλους, διά τῆς συνεχοῦς προσευχῆς.
Φεύγει ἀπό ἀγάπη γιά τόν κόσμο, γιά νά μπορεῖ νά εὔχεται συνεχῶς, ὥστε κανείς νά μήν χαθεῖ. Βγαίνει ἔξω ἀπό τήν μικρή του οἰκογένεια, γιά νά ἐνταχθεῖ στή μεγάλη οἰκογένεια τοῦ Θεοῦ, πού ἀγκαλιάζει ὅλους, χωρίς νά ἐξαιρεῖται καί ἡ δική του μικρή οἰκογένεια.
Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς Ἐκκλησίας. Νά μᾶς κάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους «ἕνα».
ù
Ἡ ἑν Θεῷ ἑνότητα, τό νά ἀγαπήσουμε «ἐν Χριστῷ» (ἀνιδιοτελῶς) ὅλους, γινόμενοι «ἕνα» μέ ὅλους, αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία, αὐτός εἶναι ὁ Παράδεισος, αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία.
Ἀναφερόμενος στό ρητό τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη, ὑμεῖς δέ ἐστέ μέλη Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους»[4], δίδασκε ὁ Γέροντας ὅτι ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅταν νιώσουμε τόν ἄλλον, ὅταν τόν σπλαχνισθοῦμε, ὅταν ποθήσουμε διακαῶς τή σωτηρία του, ὅταν εἴμαστε ἕτοιμοι καί νά πεθάνουμε γιά χάρη ὅλων, ὅσο μακριά καί ἄν βρίσκονται, τότε μπήκαμε στό νόημα τοῦ τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Εἴμαστε μέσα στήν Ἐκκλησία ὅταν θέλουμε νά εἴμαστε ὅλοι μαζί καί ἐδῶ ἀλλά καί στόν οὐρανό, στόν Παράδεισο, στόν Χριστό.
ù
Κανείς δέν θά πρέπει νά θέλει νά σωθεῖ μόνος του, χωρίς νά σωθοῦν οἱ ἀδελφοί του. Παράδεισος χωρίς τούς ἄλλους, χωρίς τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μας, δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινός Παράδεισος. Ὁ χριστιανός πονάει γιά τήν ψυχή τοῦ κάθε ἀδελφοῦ του, ὅπως γιά τήν δική του. Δέν ἀγαπάει τόν ἑαυτό του φίλαυτα, δηλαδή ἐγωιστικά, ἀλλά ἔχει ταπείνωση.
Ζητάει τόν Παράδεισο πρῶτα γιά ὅλο τόν κόσμο καί τελευταῖα γιά τόν ἑαυτό του. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού τόν κάνει νά ζεῖ τόν Παράδεισο ἀπ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή, ἐνταγμένος στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι ὁ «Παράδεισος ἐπί γῆς», μαζί μέ ὅλους, τούς ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένους πιστούς.
Γινόμαστε εὐτυχισμένοι ὅταν ἀγαπήσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους μυστικά. Κανείς δέν μπορεῖ νά φθάσει στόν Θεό, ἄν δέν περάσει ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους φέρνει τήν ἀληθινή εὐτυχία.
Θά πρέπει νά ἀγαπήσουμε μυστικά ὅλους τούς ἀνθρώπους, προσευχόμενοι θερμά γι’ αὐτούς.
Εἶναι αὐτή ἡ μυστική προσευχή, μιά ἄριστη ἀγάπη καί μιά «μυστική ἀγαπητική συνωμοσία», πού φέρνει τήν εὐτυχία μέσα μας. Τότε θά νιώθουμε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Τότε ὅλοι θά ἔρχονται κοντά μας, ἑλκυόμενοι ἀπό τήν Θεία Χάρη, πού θά ἀκτινοβολοῦμε λόγῳ τῆς προσευχῆς μας. Θά μᾶς πλησιάζουν ὅλοι καί δέν θά ξέρουν τό γιατί…
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό περνάει ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν ἀδελφό μας, διότι, ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, «Ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἐώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;»[5].
ù
Ὁ Γέροντας ἔλεγε, ὅτι πρέπει νά ἀγαπᾶμε ὅλους ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά ζητᾶμε ἀνταπόδοση. Αὐτή ἡ ἀνιδιοτελής, μή ἀνταποδοτική ἀγάπη εἶναι, πού χαρίζει στόν ἄνθρωπο τήν ψυχοσωματική του ἰσορροπία.
Σήμερα, ἐν πολλοῖς, οἱ ἄνθρωποι εἶναι «ἀνισόρροποι», ζοῦν σχιζοφρενικά, διότι ἀγαποῦν ἰδιοτελῶς, ἐγωιστικά, φίλαυτα. Κινοῦνται ἔτσι ἀντίθετα μέ τίς προδιαγραφές τοῦ Κατασκευαστῆ τους Χριστοῦ, πού εἶναι:
α) Ἀγάπη ἀνιδιοτελής κατά μίμησιν τῆς Θείας Ἀγάπης καί
β) Ταπείνωσις θεομίμητος, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται μέ:
· Τό νά βάζει ὁ ἀνθρωπος τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό ὅλους.
· Νά ζητάει πάντα τό συμφέρον τῶν ἄλλων, σύμφωνα μέ τό τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «μηδείς ζητήτω τό ἑαυτοῦ, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος»[6].
· Τό νά ἐπιγράφει, νά ἀποδίδει δηλ. στόν Θεό, τό ὅποιο «κατόρθωμά» του.
· Τό νά ἀγαπήσει τό σωματικό κόπο, ὁ ὁποῖος ταπεινώνει τό σῶμα καί συνταπεινώνεται ἔτσι καί ἡ ψυχή.
· Τό νά προσεύχεται ἀδιάλειπτα, διότι ἡ προσευχή ὡς «πνευματική ζητιανιά» ταπεινώνει τήν ψυχή, πού πλανεμένα μπορεῖ νά νομίζει ὅτι μόνη της θά κατορθώσει τήν ἀρετή, χωρίς τή Θεία βοήθεια.
Ὁ χριστιανός πού ζεῖ γιά τόν ἑαυτό του δέν εἶναι χριστιανός, διότι δέν ζεῖ ἐκκλησιαστικά. Ὁ ἀληθινά χριστιανός ζεῖ γιά τόν Θεό καί γιά τόν συνάνθρωπο.
Τότε εἶναι, πού ζοῦμε κατά τό πρότυπο τῶν πρώτων χριστιανῶν, δηλαδή, ὅταν ζοῦμε «κοινοβιακά» (κοινό θέλημα, κοινή οὐσία, κοινή περιουσία, «ἅπαντα κοινά», ὅπως λέγεται στίς Πράξεις γιά τόν τρόπο ζωῆς τῶν πρώτων Χριστιανῶν). Τότε, στά πρῶτα 200 χρόνια ἡ ἐκκλησιαστική κοινότητα λειτουργοῦσε κατά πρότυπο τρόπο, δηλ. κοινοβιακά. Αὐτή ἡ πρώτη χριστιανική ζωή διασώθηκε μέχρι σήμερα στά ὀρθόδοξα Μοναστήρια-Κοινόβια.
ù
Ὁ Θεός εἶναι Πατέρας ὅλων, ἄρα ὅλοι εἴμαστε ἀδέλφια. Ἔχουμε κοινή φύση, κοινό Πατέρα καί καλούμαστε νά ἔχουμε καί κοινό πνεῦμα, τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τότε ἡ ἑνότης εἶναι πλήρης.
Αὐτη ἡ ἑνότης κατορθώνεται μόνον μέσα στήν Ἐκκλησία: α) μέ τά Ἅγια Μυστήρια καί β) μέ τήν ἀσκητική-ἡσυχαστική ζωή πού Ἐκείνη (ἡ Ἐκκλησία) μᾶς διδάσκει.
Ὁ Γέροντας βίωνε αὐτή τήν ἑνότητα. Γι’ αὐτό καί ὅταν προσηύχετο γιά τούς ἄλλους ἔλεγε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» καί ὄχι «ἐλέησον ἡμᾶς» ἤ «ἐλέησε τόν τάδε, τόν τάδε κ.λ.π.» Ἔνιωθε «ἕνα», μέ ὅλους, ὁπότε στό «ἐλέησόν με» συμπεριλαμβάνονταν ὅλοι.
ù
Ἡ βίωση αὐτῆς τῆς ἑνότητας εἶναι, γιά τόν Γέροντα, ὁ Παράδεισος στή γῆ. Δέν ὑπάρχει ὡραιότερο πράγμα ἀπό τό νά ζεῖ ὁ ἕνας μέσα στόν ἄλλον, ὁ ἕνας γιά τόν Ἄλλο (δηλ. γιά τόν Θεό) καί γιά τόν ἄλλο (τόν συνάνθρωπο). Αὐτή ἡ ἑνότητα εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης.
Δίδασκε ὁ Γέροντας ὅτι, νιώθοντας «ἕνα» μέ ὅλους λέμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ταυτιζόμενοι μέ ὅλους. Τότε κάνουμε τά προβλήματά τους δικά μας καί πετυχαίνουμε ἔτσι νά τούς ἀγαπήσουμε ἀληθινά.
Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀπαγορεύεται νά προσευχηθοῦμε, ἀναφέροντας καί τό ὄνομα τοῦ ἄλλου, λέγοντας «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησε ἤ φώτισε τόν δοῦλο σου τάδε…». Ὁ Γέροντας δίδασκε καί αὐτόν τόν τρόπο προσευχῆς.
Ὅταν, ἔλεγε, τό κάνουμε αὐτό συνεχῶς, τότε ὁ Θεός ἀρχίζει νά στέλνει καλούς λογισμούς σέ κεῖνο τό πρόσωπο. Ἡ προσευχή μας γιά τόν ἄλλον, ὅταν γίνεται μέ ἀγάπη -ὅταν γινόμαστε ἕνα μέ τόν ἄλλον- εἶναι μια ἀνακούφιση, ἕνα πνευματικό χάδι πού ἀγκαλιάζει, ζωογονεῖ καί ἕλκει τόν συνάνθρωπό μας.
Τότε, ὅταν γινόμαστε «ἕνα» μεταξύ μας, φανερώνεται ὁ Χριστός. Τότε ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα μεταξύ μας καί μαζί Του.
ù
Ἔλεγε, συμπλέκοντας ἄριστα τριαδολογία καί ἐκκλησιολογία, ἀνθρωπολογία καί σωτηριολογία, δόγμα καί ἦθος, ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότητά μας εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὅπως ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι «ἕνα», ἔτσι καλούμαστε και ἐμεῖς νά γίνουμε «ἕνα». Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά γίνουμε ΕΝΑΣ ἄνθρωπος μυριοϋπόστατος, ὅπως τά Τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ΕΝΑΣ Θεός τρισυπόστατος. Ὅπως τά Τρία Πρόσωπα ἔχουν κοινή (γιά τήν ἀκρίβεια ταυτή, δηλαδή τήν ἴδια) οὐσία, κοινή (ταυτή ἐνέργεια) καί κοινή (ταυτή) θέληση, ἔτσι καί ἐμεῖς. Καλούμαστε, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, πού ἐκ φύσεως ἔχουμε τήν ἴδια κοινή οὐσία –φύση (τήν ἀνθρώπινη), νά ἔχουμε καί τήν ἴδια (ταυτή) θέληση καί ἐνέργεια, ἤ ἀλλιῶς τό ἴδιο πνεῦμα.
Αὐτό εἶναι, πού μᾶς ἑνώνει πραγματικά.
ù
Δέν εἶναι δυνατόν ὅμως, παρά μόνον ἐντός τῆς Ἐκκλησίας καί διά τῆς Ἐκκλησίας νά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ ταυτότητα τῶν ποικίλων ἐνεργειῶν, ἐπιθυμιῶν καί θελημάτων τῶν ἀνθρώπων. Διότι μόνον, ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ζῶντες, ἀποκτοῦμε ὅλοι τό ἴδιο θέλημα-πνεῦμα, τό θέλημα-πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ· ἀφοῦ κόβουμε τό δικό μας καί κάνουμε ὑπακοή στό Ἅγιο δικό Του θέλημα.
Σέ καμμιά θρησκεία, ἕλεγε ὁ Γέροντας, δέν βρίσκουμε τέτοια διδασκαλία. Μόνον στήν ὀρθοδοξία ζητιέται μιά τέτοια τέλεια ἑνότητα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Αὐτήν τήν ἑνότητα τίποτε δέν μπορεῖ νά τήν διασπάσει: οὔτε ὁ διάβολος, οὔτε ὁ φόβος, οὔτε ἡ κόλαση, οὔτε ὁ θάνατος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωση καί ἀγάπη «οὐδέποτε ἐκπίπτει»[7], ὅπως λέγει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος.
ù
Δέν μπορεῖ ὅμως κανείς νά μπεῖ μές στήν Ἐκκλησία, νά ἀρνηθεῖ τό θέλημά του, ἄν δέν «πεθάνει πρίν πεθάνει», ἄν δέν πεθάνει ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο. Θά πρέπει νά πάψει νά ζεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά τόν ἑαυτό του, γιά τά πάθη του. Θά πρέπει νά ἀπαρνηθεῖ τελείως τόν κακό ἑαυτό του καί νά φθάσει νά βιώνει τό τοῦ Ἀποστόλου: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγω, ζεῖ δέν ἐν ἐμοί Χριστός».
Γιά νά γίνει αὐτή ἡ ζωοποιός νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, πρέπει νά ἔχουμε ἀγαθή προαίρεση καί νά ἀνοίξουμε τήν πόρτα μας στόν Χριστό.
Τότε θά ἔλθη Ἐκεῖνος καί «καινά ποιήσει πάντα»· θά τά μεταβάλλει ὅλα, θά τά κάνει καινούργια. Ὁ ἄνθρωπος θά πρέπει νά γίνει ἄξιος τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός μέσα του. Ἡ νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἔλεγε ὁ Γέροντας, εἶναι αὐτό πού μᾶς καθιστᾶ ἄξιους τοῦ Χριστοῦ. Τότε παύουμε νά ζοῦμε ἐγωιστικά, ἐγωκεντρικά· τότε ζοῦμε, ἔχοντας ὅλα κοινά, ἔχοντας τό αἴσθημα τοῦ «ἑνός».
ù
Ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ ἐν Χριστῷ, ἄρα καί ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἀγαπᾶ τούς πάντες. Ἀγαπᾶ ἀνιδιοτελῶς, χωρίς ὅρια, χωρίς διακρίσεις. Ἀγαπᾶ καί αὐτούς πού δέν τόν ἀγαποῦν καί τούς «μή δικούς του». Ἀγαπᾶ καί αὐτούς, πού εἶναι ἀκόμη μακριά του, δηλαδή μακριά ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γίνεται ἕνα καί μ’ αὐτούς, ἀφοῦ τούς θεωρεῖ «δυνάμει» δικούς του. Κάνει προσευχή νά μποῦν καί αὐτοί μέσα στόν ἐπίγειο ἄκτιστο Παράδεισο, τήν ἐπίγεια ἄκτιστη Ἐκκλησία[8]. Ἔτσι μιμεῖται τόν Χριστό, πού «βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους»[9]. Ἀγαπᾶ καί αὐτούς, πού εἶναι μακριά του, διότι ἀγαπᾶ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι.
Γιά τόν Θεό δέν ὑπάρχουν ἀποστάσεις. Ἔτσι καί γιά τούς ἁγιοπνευματικούς ἀνθρώπους, πού ἔχουν ἐνεργό μέσα τους τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ὑπάρχουν ἐμπόδια καί ἀποστάσεις. Ἀγαποῦν τούς πάντες «ἐν Χριστῷ», χωρίς νά ζητοῦν καμμιά ἀνταπόδοση καί χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητη ἡ σωματική παρουσία τοῦ ἄλλου.
ù
Δίδασκε ὁ Γέροντας: Γιά νά διατηρήσουμε τήν ἑνότητά μας, θά πρέπει νά κάνουμε ὑπακοή στήν Ἐκκλησία, στους Ἐπισκόπους Της. Ὑπακούοντας στήν Ἐκκλησία, ὑπακούουμε στόν ἴδιο τό Χριστό. Ὁ Χριστός θέλει νά γίνουμε μία ποίμνη μέ ἕναν ποιμένα[10].
Τόνιζε ὁ Γέροντας ὅτι δέν πρέπει νά δεχόμαστε τούς ἱεροκατηγόρους· νά μήν ἐπιτρέπουμε νά κατηγοροῦν τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας. Δέν θά πρέπει νά τούς πιστεύουμε. Ἀκόμη οὔτε καί νά σκεπτόμαστε τά λεγόμενά τους. Οὔτε νά τά μεταφέρουμε σέ ἄλλους. Ὅσοι κατηγοροῦν τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, δέν Τήν ἀγαποῦν. Ὅποιος ἀγαπάει θυσιάζεται, προσεύχεται, ἀγκαλιάζει τόν ἄλλον. Σκεπάζει τά λάθη τοῦ ἄλλου, μιμούμενος τον Χριστό. Ἀνταποδίδει καλό στό κακό.
ù
Ὁ ἀληθινός χριστιανός δέν κατακρίνει, οὔτε τά λαϊκά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Οὐσιαστικά ὅποιος κατακρίνει τούς ἄλλους κληρικούς ἤ λαϊκούς, κατακρίνει τόν ἑαυτό του· διότι ὅλοι εἴμαστε κομμάτια τοῦ ἑνός σώματος καί «ἀλλήλων μέλη». Ὁ ἄλλος εἶναι οὐσιαστικά ὁ «ἑαυτός» μας, πού καλούμαστε νά τόν ἀγαπήσουμε σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[11]. Ὁ πλησίον μας εἶναι ὁ ἄλλος ἑαυτός μας καί πρέπει νά τόν πλησιάζουμε ὅπως θά πλησιάζαμε τόν Χριστό.
ù
Πρέπει νά ἀγαπᾶμε πολύ τήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ εἶναι ἡ πραγματική καί ἀληθινή Μητέρα μας. Αὐτή μᾶς ἀναγέννησε πνευματικά, αὐτή μᾶς τρέφει, αὐτή μᾶς σώζει. Ὅποιος Τήν ἀγαπᾶ συμπεριφέρεται ὅπως ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει»[12].
Ὅποιος ἀγαπᾶ τήν Ἐκκλησία ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, καλούς καί κακούς, ἁγίους καί ὑποκριτές, αὐθεντικούς καί πλανεμένους. Τούς ἀγκαλιάζει μέ τήν προσευχή του, τούς ἔχει στήν καρδιά του καί «καθ’ ἡμέραν ἀποθνήσκει» γιά τήν σωτηρία τους.
ù
Τό ὀρθόδοξο Πνεῦμα τό ὁποῖο ὁ Γέροντας εἶχει βιώσει στό Ἅγιον Ὄρος, εἶναι πνεῦμα ἐχθρικό πρός τήν κατάκριση. Εἶναι πνεῦμα βαθύ, σιωπηλό, ἀγαπητικό, συγχωρητικό, ἡσυχαστικό, ἀντιεριστικό. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί ἄν δεῖ κάποιον μέ τά μάτια του νά ἁμαρτάνει, δέν τό πιστεύει. Ἡ κατάκριση, ἡ μωμοσκοπία, φανερώνουν ἄνθρωπο ὑπερήφανο, ἐγωιστή, στερημένο τῆς ἀγάπης γιά τόν πλησίον. Αὐτός πού κρίνει – κατακρίνει τούς ἄλλους, ἔχει αὐτοτοποθετηθεῖ ὑψηλότερα ἀπό τούς ἄλλους, ἄρα εἶναι ὑπερόπτης, ὑπερήφανος, ὑψηλόφρων. Αὐτή δέ, εἶναι ἡ χειρότερη ἁμαρτία, ἡ ὁποία καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἀκάθαρτο καί βδελυκτό ἀπέναντι στό Θεό. «Ἀκάθαρτος παρά τῷ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος»[13] καί «τό ἐν ἀνθρώποις ὑψηλόν, βδέλυγμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ»[14]λέγει ἡ Ἁγία Γραφή.
ù
Ἡ κατάκριση καί μάλιστα ἡ ἱεροκατάκριση, εἶναι πολύ βαριά ἁμαρτία. Χαρακτηριστικά ἔλεγε ὁ σύγχρονος, ἅγιος Λουκᾶς, ἐπίσκοπος Κριμαίας, ὅτι «εἶναι πολύ ἐλαφρύτερο νά κατακρίνεις ὅλον τόν κόσμον, ὅλην τήν ἀνθρωπότητα, παρά ἕναν ἱερέα».
Εἶναι ἡ κατάκριση, ἁρπαγή ἐξουσίας ἀπό τόν Χριστό καί αὐτοτοποθέτησή μας πάνω ἀπό τόν Χριστό καί πάνω ἀπό τόν Θεό Πατέρα.
Λέγει ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής ὅτι «ἐνῶ ὁ Θεός – Πατήρ δέν κρίνει κανέναν ἀφοῦ «πᾶσαν τήν κρίσην δέκωκεν τῷ Υἱῷ»[15], σύμφωνα μέ τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ μας, αὐτός πού κατακρίνει μπαίνει πάνω καί ἀπό τόν Χριστό, πάνω καί ἀπό τόν Θεό Πατέρα». Ὤ! τῆς ἀνοίας καί τῆς ὑπερηφανείας!
Ὁ Γέροντας μέ αὐτά πού λέει, ἀποδεικνύεται ἀπόλυτα σύμφωνος μέ τό πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Δέν κατακρίνει κανέναν κληρικό ἤ λαϊκό, διότι ὅλοι εἶναι στήν Ἐκκλησία «δυνάμει» ἤ καί «ἐνεργείᾳ».
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι «τά πάντα καί ἐν πᾶσι». Ἡ Ἐκκλησία, ἔλεγε ὁ Γέροντας, περιλαμβάνει τά πάντα, περικλείει τά πάντα, ἀγκαλιάζει τά πάντα. Ὅλα εἶναι μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός μεριμνᾶ ἀγαπητικά καί προσλαμβάνει συγκαταβατικά τούς πάντες καί τά πάντα.
ù
Ὅλοι καί ὅλα εἶναι «ἐν Χριστῷ καί σύν Χριστῷ». Ὅλα ἐπίσης πορεύονται πρός τόν Χριστό, ἀφοῦ «δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται»[16]. Ὁ Χριστός ἐνέταξε στό σῶμα Του κάθε μικρό ἀγριολούλουδο, κάθε μικρό ἔντομο, τά ζῶα, τά πουλιά, τούς ἀνθρώπους, τούς ἀγγέλους, ὅλη τήν κτίση, τόν ουρανό καί τή γῆ. Ὅλα εἶναι «δυνάμει» Ἐκκλησία· ὅλα καλοῦνται νά γίνουν καί «ἐνεργείᾳ» Ἐκκλησία.
Οἱ ἄνθρωποι καλοῦνται, ἀξιοποιῶντας τό αὐτεξούσιό τους, νά κινηθοῦν, νά εἰσοδεύσουν πρός τήν Ἐκκλησία, νά γίνουν ζωντανά μέλη τοῦ σώματός Του.
Τότε ὁ Χριστός γίνεται, ὅπως καί εἶναι, τό πᾶν γιά τούς ἀνθρώπους καί αὐτοί τό ζοῦν, τό αἰσθάνονται αὐτό. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν γιά ὅλα τά ὄντα. Ἡ ρίζα, ἡ ἀρχή, ἡ αἰτία τῆς ὕπαρξής τους ἀλλά καί ἡ αἰτία τῆς συνέχισης τῆς ὕπαρξής τους, χάρις στήν στοργική Του Θεία Πρόνοια. Ὅπως λέει πολύ ὄμορφα ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν γιά μᾶς κι’ ἐμεῖς τό πᾶν γι’ Αὐτόν. Τί περισσότερο θέλεις ἀπ’ αὐτό;» Τίποτε δέν εἶναι ἱκανό νά κάνει τόν Χριστό νά πάψει νά μᾶς ἀγαπᾶ μ’ αὐτήν τήν «πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν»[17] «τρελλή» θά λέγαμε, ἀγάπη.
ù
Μαζί μέ τήν ἐκκλησιολογία τοῦ Γέροντος διαλάμπει καί μία ἔξοχη ἀνθρωπολογία μιά ὀρθοδοξότατη σωτηριολογία - ἐσχατολογία καί μία ὀρθόδοξη δαιμονολογία. Σκοπός τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ Σωτῆρος εἶναι νά ἐπανεισαγάγει τούς ἀνθρώπους στήν πρώτη Ἐκκλησία, δηλαδή στήν Ἁγία Τριάδα.
Σκοπός τοῦ Θεοῦ εἶναι νά ζήσουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι «ἐν Αὐτῷ» καί Ἐκεῖνος «ἐν ἡμῖν». Αὐτό δέν μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ διαφορετικά παρά «διά τῆς Ἐκκλησίας» καί «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ».
Ὁ ἄνθρωπος βγῆκε ἀπό τήν πρώτη Ἐκκλησία ἐξ’ αἰτίας τῆς παρακοῆς του. Ἔχασε τήν κοινωνία του μέ τήν Ἁγία Τριάδα, ἔχασε τήν ἄκτιστη Θεία Χάρη, πού τοῦ εἶχε δοθεῖ μέ τό Θεῖο ἐμφύσημα, κατά τή δημιουργία του. Ὁ Θεός ὅμως δέν τόν ἐγκατέλειψε στήν τραγική μοναξιά του.
Ἔξω ἀπό Αὐτόν, ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει σωτηρία, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἀκολουθώντας τούς ἁγίους Πατέρες. Ὁ Θεός ἄνοιξε πάλι τίς πύλες τοῦ Παραδείσου, διά τοῦ Χριστοῦ. Βρῆκε τρόπο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά μᾶς σώσει, χωρίς νά παραβιαστεῖ τό αὐτεξούσιό μας.
ù
Μέ τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου, θεολογεῖ ὁ Γέροντας, φανερώθηκε τό «ἀπ’ αἰῶνος ἀπόκρυφο» καί προαιώνιο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιά τή σωτηρία μας· γιά τήν κατά Χάριν θέωσή μας διά τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ θέωσή μας ἀπ΄ αὐτή τή ζωή, καί ὄχι μόνον στά ἔσχατα, προβάλλει ὡς ὁ σκοπός τῆς ὕπαρξής μας, στά λόγια τοῦ Γέροντα. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεου εἶναι γεγονός τοῦ παρόντος, πού βιοῦται «ἐδῶ καί τώρα», ὅταν κανείς ζεῖ «ἐν Χριστῷ», δηλαδή «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ».
ù
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄκτιστη ἀφοῦ ὁ ἱδρυτής της εἶναι Ἄκτιστος.
Εἰσερχόμενος ὁ ἄνθρωπος ἐντός Της καί ζώντας σύμφωνα μέ τό θεῖο θέλημα γίνεται καί αὐτός ἄκτιστος κατά Χάριν.
Τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρῖσμα εἶναι αὐτά, πού κάνουν τόν ἄνθρωπο, «δυνάμει» Θεό κατά Χάριν. Θά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά ἀνταποκριθεῖ στήν Θεία αὐτή δωρεά φυλάσσοντας τόν θησαυρό, ὥστε νά γίνει καί «ἐνεργείᾳ» Θεός κατά Χάριν δηλ. κατά Χάριν ἄκτιστος.
ù
Ὁ τρόπος διαφύλαξης τῆς Θείας Χάρης εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι «προδόσαμε τήν Χάρη καί δέν φυλάξαμε τόν θησαυρό», δηλαδή τήν καθαρότητα καί τή Θεία Χάρη πού μᾶς προσπόρησε τό Ἅγιο Βάπτισμα, γι’ αὐτό καλούμαστε τώρα διά τῆς μετανοίας νά ἐπανακαλύψουμε, τήν «μπαζωμένη» ἀπό τίς ἁμαρτίες, βαπτισματική Θεία Χάρη.
Θά πρέπει, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, νά ξεπεράσουμε τό κοσμικό μας φρόνημα, νά πεθάνουμε ὡς πρός τόν «παλαιό ἄνθρωπο» καί νά γίνουμε ἔνθεοι. Θά πρέπει νά ζοῦμε τήν χριστιανική ζωή γιά τόν Χριστό καί μέ τόν Χριστό συνεχῶς.
Ἡ ἐν Χριστῷ ζωή δέν εἶναι θέμα ἐγκεφαλικῆς κατανόησης, ἀλλά ἁγιοπνευματικοῦ βιώματος, δηλαδή διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἐφαρμογῆς αὐτῆς τῆς διδασκαλίας· δηλ. τελικά εἶναι θέμα ζωῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Αὐτή ἡ ζωή προσφέρεται στούς ταπεινούς καί στούς ἔχοντας τήν διπλῆ ἀγάπη: πρός τόν Θεό καί πρός τόν συνάνθρωπο.
ù
Τόνιζε, μάλιστα ὁ Γέροντας, ὅτι ὅταν κανείς μπεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία καί ζήσει τόν Χριστό, τότε δέν ὑπάρχει γι’ αὐτόν οὔτε διάβολος, οὔτε κόλαση, οὔτε θάνατος. Δηλαδή ὑπάρχουν ὅλα αὐτά, ἀλλά ὅταν κανείς εἶναι «ἐν Χριστῷ», τά νικᾶ διά τοῦ Χριστοῦ, πού ζεῖ μέσα του. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὁδηγεῖ τότε, αὐτόν τόν ἄνθρωπο.
Ἐκεῖ θά πρέπει νά φθάσουμε ὅλοι, ἔλεγε ὁ Γέροντας. Πρέπει νά φθάσουμε στήν ἀγάπη, ἡ ὁποία νικάει τόν ὅποιο φόβο. Τότε ὁ ἄνθρωπος ζεῖ γιά τούς ἄλλους μέχρι τελευταίας ὥρας τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Ἐργάζεται ἀπό ἀγάπη γιά τούς ἄλλους μέχρι τήν ὥρα τῆς κοίμησής του.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας, ὅτι μπορεῖ νά εἶσαι μέ τό «ἕνα πόδι στό λάκκο» καί ὅμως νά φυτεύεις δένδρα, περιβόλια, κ.λ.π. γιά νά τά βροῦν οἱ ἑπόμενοι καί νά μήν γίνουν κλέφτες. Ἡ ἀγάπη γιά τούς ἄλλους σέ κάνει νά φτιάχνεις ἐκκλησίες καί γενικά νά δημιουργεῖς, μέχρι τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς σου. Γιά τόν «κόσμο», αὐτό εἶναι «τρελλό», ἀφοῦ δέν θά «προλάβεις ἐσύ νά τά χαρεῖς». Ὅμως γιά τόν ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένο ἄνθρωπο ἡ χαρά δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἀλλ’ ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού κατοικεῖ μόνιμα μέσα του ἐπειδή ἀγαπᾶ[18].
ù
Ὁ Γέροντας θεολογεῖ αὐθεντικά διότι θεολογεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Νά, τι γράφει καί στήνἐπιστολη του πρός τά πνευμαιτκά του παιδιά, στήν πνευματική του διαθήκη: «Καί πάντα εὔχομαι τά πνευματικά μου παιδιά νά ἀγαπήσουν τόν Θεό, πού εἶναι τό πᾶν, γιά νά μᾶς ἀξιώση νά μποῦμε στήν ἐπίγειο ἄκτιση Ἐκκλησία Του. Γιατί ἀπό ἐδῶ πρέπει νά ἀρχίσουμε. Ἐγώ πάντα εἶχα τήν προσπάθεια νά προσεύχομαι καί νά διαβάζω τούς ὕμνους τῆς Ἐκκλησίας, τήν Ἁγία Γραφή καί τούς βίους τῶν Ἁγίων μας καί εὔχομαι καί ἐσεῖς νά κάνετε τό ἴδιο. Ἐγώ προσπάθησα μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά πλησιάσω τόν Θεό καί εὔχομαι καί σεῖς νά κάνετε τό ἴδιο»[19]. Τώρα εἶναι στή Βασιλεία Του καί «ἐκτυπώτερον» μετέχει τοῦ Ἠγαπημένου.
“““
ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑ
Ὁ Γέροντας ζοῦσε τά ἔσχατα ἀπό τό παρόν, γι’ αὐτό καί ἔχει μία ὀρθοδοξότατη ἐσχατολογία. «Εἶμαι αἰώνιος», διακήρυσσε πανηγυρικά. Ὅποιος μπαίνει στήν Ἐκκλησία… γίνεται αἰώνιος. Γιά τόν ἄνθρωπο, πού ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει θάνατος, παρά μόνον ζωή ἐν Χριστῷ. Ἡ Ἐκκλησία ἐμπεριέχει, διασφαλίζει καί παρέχει τήν νέα ζωή, ἡ ὁποία «οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»[20] καί δέν ἔχει τέλος. Ὁ ἐν Χριστῷ ἀνακαινισμένος ἄνθρωπος πεθαίνει ὡς πρός τήν σάρκα, τά πάθη, τόν «παλαιό ἄνθρωπο σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»[21], ἀλλά γιά νά μήν πεθάνει ποτέ. «Πεθαίνει, πρίν πεθάνει (βιολογικά), γιά νά μήν πεθάνει (ὑπαρξιακά), ὅταν πεθάνει (βιολογικά)».
ù
Ὁ ἄνθρωπος ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, ζεῖ τά ἔσχατα «ἐδῶ καί τώρα». Ζεῖ τόν Παράδεισο. Ὁ βιολογικός θάνατος δέν εἶναι παρά ἡ γέφυρα, πού θά τήν περάσει σέ μια στιγμή γιά νά συνεχίσει νά ζεῖ τήν «ἀβράδυαστη μέρα» τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Γέροντας πάντα ἔνιωθε καί τό διακήρυσσε πανηγυρικά: «Εἶμαι αἰώνιος».
ù
Ὁ ἀρχικός φόβος τῆς κολάσεως πρέπει νά ἀντικασταθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει, λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, νά περάσει ἀπό αὐτόν τόν ἀρχικό φόβο. Ὁ Γέροντας τό γνώριζε καί καλλιέργησε στήν ἀρχή τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς, αὐτόν τόν ἀρχικό φόβο.
Τό ἀγώνισμα περιλαμβάνει: τήν μνήμη τοῦ θανάτου, τῆς κρίσεως, τῆς Δευτέρας Παρουσίας καί τῆς Αἰωνίου Κολάσεως. Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι, ὅλα αὐτά βοηθοῦν στό νά προφυλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἀλλά ὅλα αὐτά εἶναι ἕνα κατώτερο (χαμηλό) κίνητρο-αἰτία γιά νά ἔχουμε σχέση μέ τό Θεό. Εἶναι ἕνα εἶδος συναλλαγῆς ἐμπορικῆς, προκειμένου νά μήν πάει κανείς στήν Κόλαση, ἤ γιά νά κερδίσει τόν Παράδεισο. Αὐτό, ἄν τό καλοεξετάσουμε, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἔχει μια ἰδιοτέλεια, ἕνα «ἴδιον συμφέρον».
ù
Τό τέλειο εἶναι νά πᾶμε στόν Θεό ἀπό ἀγάπη. Γιά νά φτάσουμε ὅμως στήν ἀγάπη, στόν Θεῖο Ἔρωτα, πρέπει νά περάσουμε ἀπό αὐτό τό ἀρχικό στάδιο: τοῦ φόβου τῆς Κολάσεως.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγαπήσει τόν Θεό τότε φεύγει ὁ φόβος· ἡ Κόλαση καί ὁ Θάνατος δέν εἶναι τρομακτικά. Τότε ὅλα γίνονται εὔκολα: ἡ ὑπακοή, ἡ ταπείνωση, ἡ πραότητα. Ὁ φόβος εἶναι κατάλληλος καί βοηθητικός στούς ἀρχάριους, σ’ αὐτούς πού ζεῖ μεσά τους ἀκόμη ὁ παλαιός ἄνθρωπος. «Ἡ τέλεια ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δέ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν ἀγάπῃ»[22].
ù
Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος, ἡ Χαρά, ἡ Ἀλήθεια. Ὅποιος ἀκολουθήσει τό Χριστό, χαίρεται ἀπ’ αὐτήν τή ζωή, σάν τόν Ἀπόστολο Παῦλο, πού ἔλεγε: «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου»[23].
Τό ξεπέρασμα τῆς τυπικῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί τό φθάσιμο στόν Θεῖο Ἔρωτα ἦταν ἡ συνεχής προτροπή τοῦ Γέροντα. Τότε ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τόν Χριστό, ζεῖ τά ἔσχατα στό παρόν.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό κάνει τόν ἄνθρωπο νά σπάζει τό φράγμα τοῦ χρόνου καί νά ζεῖ συνεχῶς στό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ. Παύει ὁ διαχωρισμός τοῦ χρόνου σέ παρελθόν, παρόν καί μέλλον. Ὁ ἄνθρωπος ζεῖ τήν χαρά τοῦ Χριστοῦ καί προγεύεται τήν μακαριότητα τῆς Οὐράνιας Βασιλείας.
Ὁ Γέροντας, σάν ἀληθινός σύγχρονος Στάρετς, ζοῦσε τά ἔσχατα ἀπ’ αὐτή τή ζωή, γι’ αὐτό καί διακήρυσσε: «Ὅταν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, τότε ζοῦμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ» κατά τό «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζεῖ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[24]. Ἔλεγε ὅτι ἄν αὐτό τό κατορθώσουμε, τότε ζοῦμε σέ μιά ἄλλη κατάσταση ζηλευτή, ὅπου δέν ὑπάρχουν φοβίες. Τόν ἄνθρωπο πού θά φθάσει στόν Θεῖο Ἔρωτα τόν ἀπασχολεῖ συνεχῶς ἡ Λατρεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν συνάνθρωπο.
ù
Δίδασκε ὁ Γέροντας, ὅτι ὅταν κατοικήσει ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο, τότε τά πάθη ἐξαφανίζονται. Ζεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός καί ὁ θάνατος δέν εἶναι παρά ἡ γέφυρα γιά τή Βασιλεία Του.
Τότε, στήν Αἰώνιο Βασιλεία, ἡ πίστη θά καταργηθεῖ, ἀφοῦ θά βλέπουμε τόν Χριστό, ὅπως τώρα τόν ἥλιο. Σ’ αὐτή τή ζωή ὅμως, ἐπειδή ὑπάρχει τό σῶμα καί δέν βλέπουμε καθαρά, γι’ αὐτό χρειάζεται ἡ πίστη. Τώρα βλέπουμε «ἐν ἐσόπτρῳ καί ἐν αἰνίγματι» [25], τότε δέ «πρόσωπο πρός πρόσωπο».
ù
Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι στά ἔσχατα ὁ διάβολος θά καταργηθεῖ καί ἐμεῖς θά ζήσουμε σέ μιά νέα κτίση. «Ὑπάρχει κακό πνεῦμα…Θά καταργηθεῖ μία μέρα, πού θά τελειώσουνε τά πάντα καί θά πᾶμε σέ μια νέα κτίση, ὅπως πιστεύει δηλαδή ἡ θρησκεία μας»[26].
ù
Ἐπίσης ὁ Γέροντας ὀρθοδοξότατα δέν παραδέχεται τήν «ἀποκατάσταση τῶν πάντων». «Ὁ Θεός, ἔλεγε, μπορεῖ νά τούς βάλει ὅλους στόν Παράδεισο, καί ὅλων τῶν θρησκειῶν νά τούς βάλει ὅλους... Αὐτό ὅμως τά χαρτιά μας δέν τό γράφουνε, ἀλλά οὔτε καί πρέπει ἐμεῖς νά τό πιστεύουμε… Δέν μποροῦμε νά τό ποῦμε αὐτό»[27].
“““
ΚΤΙΣΕΟΛΟΓΙΑ
Ὅλη ἡ κτίση δοξάζει τόν Θεό. Ἡ κτίση μᾶς φανερώνει τή σοφία, τήν ἀγάπη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τά πάντα (ἀνθρώπους καί κτίσματα), γι’ αὐτό καί ὁ Γέροντας ἀγαποῦσε τήν ἔρημο, τήν ἡσυχία καί ὅλη τήν κτίση. Ἦταν ἡσυχαστικός-μυστικός (ἔκανε ἀδιάλειπτη προσπάθεια νά ζεῖ τόν Χριστό ἐντός του, νά εἶναι ἔνθεος,νά ἑνώνεται ἀγαπητικά μαζί Του πάντοτε).
ù
Ἀφοῦ πῆρε τό χάρισμα, ἤθελε νά φύγει καί νά ζεῖ «μόνος μόνῳ Θεῷ». Ἀναγκάστηκε, ἐπειδή ἀσθένησε, νά φύγει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος. Ὅμως ὅπου κι’ ἄν πῆγε, συνέχιζε νά ἐπιδιώκει τήν ἡσυχία, τή μόνωση καί τή ζωή στή φύση.
Ἐνδεικτικά ἀναφέρουμε κάτι, ἀπό αὐτά πού διηγεῖται γιά τή ζωή του, στό μοναστήρι τοῦ Ἁγιου Χαραλάμπους, στήν Εὔβοια. Τοῦ ἄρεσε νά ζεῖ ἔξω τή νύκτα. Γι’ αὐτό ἔφτιαξε ἕνα κρεββάτι μέ σχίνους, πού ἔπλεξε μέ τά κλαδιά ἑνός πρίνου, ψηλά στά δύομιση μέτρα. Κι’ ἐκεῖ πάνω στό δένδρο, μόνος, χωρίς νά τόν ἐνοχλεῖ κανείς προσευχόταν ὧρες ἀτελείωτες.
ù
Μαρτυρεῖ, σχετικά, καί ὁ προσωπικός του γιατρός, καθηγητής Γ. Παπαζάχος, ὅτι ὁ Γέροντας δέν ἦταν μόνο γιατρός. Ἦταν καί κτηνίατρος. Ἀγαποῦσε τά ζῶα. Ἐξημέρωσε ἐπιθετικούς παπαγάλους καί τούς ἔμαθε τήν εὐχή. Μέ ἔκπληξη, ὁ γιατρός, ἄκουσε μέσα στό κελλί τοῦ Γέροντα τόν παπαγάλο νά ἐπαναλαμβάνει τήν εὐχή.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας γιά τόν παπαγάλο, χαριτολογώντας, ὅτι ὁ παπαγάλος εἶναι πιό πνευματικός ἀπό ἐκεῖνον, καθώς «ὁ ἴδιος ἀποκάμνει καί κοιμᾶται, ἐνῶ αὐτός ἀγρυπνεῖ».
Μάλιστα προσπαθοῦσε νά ἐξημερώσει ἕναν ἀετό. Κάποιο Σαββατοκύριακο, στή βόρειο Εὔβοια πού ἡσύχαζε, συνέβη τό ἑξῆς, πού διηγήθηκε ὁ ἴδιος: Μία τσομπάνισσα παρακάλεσε νά τῆς διαβάσει μιά εὐχή στό κοπάδι της, γιατί ἀρρώσταιναν τά γίδια της. Συμφώνησε καί ἔφεραν ὅλο τό κοπάδι κοντά στό ἐκκλησάκι πού ἔμενε. Στάθηκε μπροστά στό κοπάδι, σήκωσε τά χέρια του ψηλά καί εἶπε διάφορες προσευχές ἀπό ψαλμικούς στίχους πού ἀναφέρονται στήν κτίση. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιωπή στά ζῶα. Κανένα δέν κουνιόταν. Ὕστερα κατέβασε τά χέρια του καί ὁ τράγος κινήθηκε μόνος του. Ἦρθε κοντά, τοῦ φίλησε τό χέρι καί ὑποχώρησε ἤρεμα[28].
ù
Νιώθει τήν κτίση, μιλάει μέ τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται τίς προσευχές. Ἔλεγε, ὀνειρευόμενος τό μελλοντικό του μοναστῆρι, πώς σ’ αὐτό θά ἔρχονται καί τά πουλιά γιά νά φᾶνε, ὅταν ἀκοῦνε τό καμπανάκι. Μετά θά κάθονται ἔξω ν’ ἀκοῦνε τόν ἐσπερινό καί νά συμμετέχουν στήν προσευχή τους.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ,
ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ,
ΤΙΣ ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ.
Ὁ Πάπας ἔχασε τήν Ὀρθοδοξία λόγῳ ἐγωισμοῦ, δηλαδή λόγῳ τῆς ἀλλοιωμένης ζωῆς (ἀλλοτριωμένο ἦθος: φιλαρχία, ἐγωισμός). Ὁ Πάπας θέλει νά μᾶς ὑποτάξει.
ù
Ἀμερικανίδα καθηγήτρια διαβίβασε σέ Ὀρθόδοξο κληρικό τήν ἐπιθυμία τοῦ Πάπα νά προσκαλέσει τό Γέροντα Παῒσιο καί τό Γέροντα Πορφύριο νά πᾶνε στό Βατικανό. Ἡ ἀπάντηση καί τῶν δυό ἦταν ὅτι δέν μπορούσανε νά πᾶνε, διότι ἡ Ρωμαιοκαθολική Ἐκκλησία καί ὁ Πάπας δέν ἦταν ἕτοιμοι· διότι, ὅπως ἄλλωστε καί τώρα, ἔχουν πολύ ἐγωισμό. Τόνισαν οἱ Γέροντες ὅτι ὄχι μόνο θέλουν νά μᾶς ὑποτάξουν, ἀλλά καί δέν πιστεύουν ὅτι ἔχουμε τήν ἀλήθεια ἐμεῖς. Πιστεύανε, (οἱ Γέροντες), ὅτι καλύτερα θά βοηθήσουνε τήν ὑπόθεση μέ τήν προσευχή τους[29].
Διατείνονταν ὅτι δέν ὠφελεῖ ὁ διάλογος μέ τόν Πάπα, ἀλλά ἡ προσευχή· διότι δέν εἶναι ἕτοιμος (Ἐπειδή δέν ἔχει ἀπορρίψει τίς αἱρετικές προσθῆκες στό δόγμα: ἄσπιλη σύλληψη, Filioque, ἀλάθητο, πρωτεῖο. Συμφωνεῖ ἐδῶ ὁ σεβάσμιος Γέρων μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ[30]). Ὁ Πάπας δέν φρονεῖ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι ἔχουμε τήν ἀλήθεια[31].
ù
Ἔλεγε: «Μόνο ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ ἑνώνει καί ὅλοι πρέπει νά προσευχόμαστε νά ἔρθουνε σ’ αὐτή τή θρησκεία καί ἔτσι νά γίνει ἡ ἕνωσις. Ὄχι μέ τό νά πιστέψεις ὅτι ὅλοι εἴμαστε τό ἴδιο· ὅλες οἱ θρησκεῖες δέν εἶναι τό ἴδιο. Ἡ ἀγάπη ἡ ἀληθινή, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ»[32].
«Μή φοβᾶστε, οἱ διαθέσεις τοῦ Πάπα ἀνέκαθεν ἦταν νά ὑποτάξει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί θά ἔλθει ἡμέρα πού ὁ διάλογος θά ματαιωθεῖ· τίποτε δέν πρόκειται νά γίνει· ἄλλωστε οἱ οὐνίτες, αὐτός ὁ δούρειος ἵππος, εἶναι φῶς φανάρι ὅτι τούς ἐνδιαφέρει νά ἀναγνωρίσουν οἱ Ὀρθόδοξοι κεφαλήν τόν Πάπα καί τίποτε περισσότερον».
ù
Σύμφωνα μέ τό Γέροντα, ἀληθινή θρησκεία εἶναι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική θρησκεία. Καί τό πνεῦμα αὐτό τό ὀρθόδοξο εἶναι τό ἀληθές. Τά ἄλλα πνεύματα εἶναι πνεύματα πλάνης καί οἱ διδασκαλίες εἶναι μπερδεμένες, γιατί δέ γνωρίζουν τό μεγαλεῖο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί τόν προορισμό μας, τήν ὁμοίωση μέ Αὐτόν. Ἡ Ὀρθοδοξία κάνει ὅλους τούς ἀνθρώπους ἕνα, πραγματώνοντας τό αἴτημα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου: «ἵνα ὦσιν ἕν».
ù
Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ἀπαιτεῖ ὅλα αὐτά, πού παρέχει ὁ Χριστός: τήν Θεία Χάρη, τόν ἐνθουσιασμό, τή Θεία τρέλλα, τόν Θεῖο Ἔρωτα, τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη.
Γι’ αὐτό ἄν κανείς δέν ἀκολουθήσει τόν Χριστό, πεθαίνει ψυχικά. Ἀντίθετα, ἐάν Τόν ζήσει γίνεται κατά Χάριν Θεός.
Ὁ Γέροντας δέ δέχεται τίς ἄλλες θρησκεῖες ὡς ἀληθινές. Ἡ ἀλήθεια μᾶς ἔχει ἀποκαλυφθεῖ. Δέν ὑπάρχουν νέες ἀλήθειες.
ù
Ὁ διάβολος ὑπάρχει. «Ἡ θρησκεία μας» ἔλεγε μέ ἁπλότητα ὁ Γέροντας, «τόν διάβολο τόν ἔχει κάνει δόγμα (ἀφοῦ ὁ Χριστός μας ἦλθε γιά νά λύσει τά ἔργα τοῦ διαβόλου). Ἄμα βγάλεις τόν διάβολο, πᾶνε ὅλα τῆς θρησκείας μας»[33]. Ὁ διάβολος δέν λυτρώνει. Κάνει ψευτοθαύματα[34].
Ἡ ἀνασφάλεια, ἡ θλίψη, ἡ κατάθλιψη εἶναι δαιμονικές ἐνέργειες[35]. Τό μεγαλύτερο ὅπλο κατά τοῦ διαβόλου εἶναι ὁ Τίμιος Σταυρός καί δεύτερο ἡ περιφρόνηση[36]. «Τό πιό δυνατό νικάει τό ἀδύνατο. Ἔτσι γίνεται καί μέ τόν πιστό χριστιανό, πού νικᾶ τόν κακό δαίμονα, διότι ὁ Χριστός εἶναι παντοδύναμος σέ σύγκριση μέ τόν πονηρό, πού εἶναι πάρα πολύ ἀδύνατος»[37].
ù
Ὁ διάβολος (καθώς καί ὁ θάνατος) καταργεῖται (δέν ὑπάρχει) γι’ αὐτόν πού θά μπεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία. Καταργεῖται ἤδη ἀπ’ αὐτή τή ζωή[38].
“““
ΕΠΙΛΟΓΙΚΑ
Ἡ πίστη (δόγμα – διδασκαλία) τοῦ Γέροντα πηγάζει ἀπό τήν ἀσκητική του ἐμπειρία (τή ζωή του) καί ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν ἐσωτερική μαρτυρία τοῦ πνεύματός του[39]. Ὁ ἅγιος Γέροντας Πορφύριος εἶχε πράγματι ἀκέραιο ὀρθόδοξο δόγμα καί ὀρθόδοξο ἦθος. Ἔγινε κατά τό λόγιο τοῦ Κυρίου «φρόνιμος ὡς ὁ ὄφις καί ἀκέραιος ὡς ἡ περιστερά[40]. Ἔζησε ὀρθόδοξα, ἀσκητικά, μέ πλήρη αὐταπάρνηση, σηκώνοντας τό σταυρό του[41], τόν ἐλαφρό σταυρό τῆς χαρούμενης ὑπακοῆς. Καθάρισε ἔτσι τόν ἑαυτό του ἀπό τό σαρκικό φρόνημα καί σέ πολύ νεαρή ἡλικία ἔγινε δεκτικός τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔζησε μέ τή διπλή ἀγάπη, τήν ἀνιδιοτελή: τήν πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον. Θαυματούργησε καί θαυματουργεῖ. Ζεῖ τώρα εὐφραινόμενος στά οὐράνια σκηνώματα πλησίον Αὐτοῦ, πού ἀγάπησε πάνω ἀπ’ ὅλα· πλησίον τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι τό «πᾶν», τό «ἄκρον ἐφετόν», τό «πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου».
Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
· Ἀγαπίου μοναχοῦ, Ἡ θεϊκή φλόγα πού ἄναψε στήν καρδιά μου ὁ γέρων Πορφύριος, Αθῆναι 2000.
· Βλάχου Ἱεροθέου, μητρ., Βίος καί Λόγοι τοῦ Γέροντος Πορφυρίου, στό περιοδικό «Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση», Ἀπρίλιος 2003.
· Γιαννιτσιώτη Κωνσταντίνου, Κοντά στό γέροντα Πορφύριο. Ἕνα πνευματικοπαίδι του θυμᾶται, ἔκδ. Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Ἀθῆναι 1995.
· Ζία Νίκου, Ὁ πατήρ Πορφύριος, ὁ Γέροντας τῆς Πεντέλης, στό περιοδικό «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία», τεῦχος 36, 1992.
· Ἰωαννίδη Κλείτου, Ὁ Γέρων Πορφύριος, Ἀθῆναι 1993.
· Καλλιάτσου Ἀνάργυρου, Ὁ Πατήρ Πορφύριος: Ὁ Διορατικός, Ὁ Προορατικός, Ὁ Ἰαματικός, ἐκδ. Ἐπτάλοφος, Ἀθήνα 1996.
· Κρουσταλάκη Γεωργίου, Ὁ Γέρων Πορφύριος, ἐκδ. Ἰχνηλασία, Ἀθήνα 1997.
· Λαμπρινοῦ Κοσμᾶ, ἀρχιμ., Σύγχρονα καί νεώτερα παραδείγματα καλῶν ποιμένων.
· Λυσικάτου Σωτηρίου, Χαριτωμένες διδαχές τοῦ γέροντος Παϊσίου, ἔκδ. Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2004.
· Παπαζάχου Γεωργίου, Γέρων Πορφύριος, Δεκατέσσερα χρόνια κοντά του, στό περιοδικό «Σύναξη», Ἰανουάριος – Μάρτιος 2001.
· Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, ἐπιμ. Κ. Καρακόλη, ἔκδ. Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Μήλεσι 2003.
· Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παιδιά, Ἐν Καυσοκαλυβίοις τῇν 4/17 Ἰουνίου 1991.
· Πορφυρίου ἱερομονάχου, Συνομιλία γά τήν κατάθλιψη, ἔκδ. Ἱεροῦ Γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Μήλεσι 2003.
· Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, ἔκδ. Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2006.
· Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Τό Πνεῦμα τό ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές, ἔκδ. Ἱεροῦ γυναικείου Ἡσυχαστηρίου «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», Κ.Π. 3. Ἀπομαγνητοφωνημένη συνομιλία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου μέ φίλους τῶν ἀνατολικῶν θρησκειῶν πού ἔγινε τό 1989.
· Τζαβάρα Ἀναστασίου, Ἀναμνήσεις ἀπό τόν Γέροντα Πορφύριο, τόν διορατικό καί προορατικό πνευματικό μας πατέρα. Ἀθήνα 2001.
· ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ καθηγητοῦ Δ. Τσελεγγίδη μέ θέμα: «Δόγμα καί ἦθος», πού ἔγινε στή Θεσσαλονίκη στίς 15-01-05 στή ΧΦΕ.
· Δ. Τσελεγγίδη, Δυτική Θεολογία καί πνευματικότητα. Σημειώσεις ἀπό τίς Πανεπιστημιακές Παραδόσεις.
[1] Ἡ ὀρθή Ἐκκλησιολογία, δηλ. ἡ ὀρθή πίστη γιά τό τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί πῶς λειτουργεῖ, συνδέεται στενά μέ τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἀδιάσπαστα ἑνωμένο μέ τόν Ἴδιο πού εἶναι ἡ κεφαλή Της. Ἀλήθεια (δόγμα) καί ζωή (ἦθος) εἶναι ὁ Χριστός κατά τόν ἀψευδή Του λόγο: «Ἐγώ εἰμή ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). «Κατά τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἡ θεολογία καί ἡ πνευματική ζωή ἤ ἐμπειρία εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένες. Γιά τήν Ἐκκλησία (δογματική) ἀλήθεια καί πνευματική ζωή εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο, δηλαδή τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅπως εἶναι ἀδιανόητο νά διασπᾶται τό ἔνα πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, ἄλλο τόσο ἀδιανόητο εἶναι νά διασπᾶται καί τό περιεχόμενο τῆς πίστεως ἀπό τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς μέσα στό ἕνα καί ἀδιαίρετο μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία.
Τό ἀντίκρυσμα τῆς θεολογίας ἀποτελεῖ ἡ πνευματική ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας. Τή διασφάλιση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἐγγυᾶται ἡ διατύπωση τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως ἀπό τίς Οἰκουμενικές συνόδους.
Ἔτσι κάθε ἀλλοίωση ἤ καί παραθεώρηση ἀκόμη τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας διαψεύδει τό περιεχόμενο τῆς πίστεως, ἐνῶ κάθε ἀλλοίωση ἤ καί παραθεώρηση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας σημαίνει ἀλλοίωση ἤ παραθεώρηση τῆς πνευματικότητας τῆς Ἐκκλησίας, πού σέ τελευταία ἀνάλυση συνοψίζεται στή σωτηρία καί στή θέωση τοῦ ἀνθρώπου… Τά δόγματα (τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας)… ὡς ἐκθέσεις τῆς πίστεως ἀποτελοῦν αὐθεντικά καί ἀμετακίνητα μνημεῖα καί κανόνες τῆς πίστεως, πού συμπυκνώνουν παράλληλα καί τό περιεχόμενο τῆς ζωῆς της. Κι’ αὐτό γιατί τό ὑποκείμενο τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί τό ὑποκείμενο τῆς ζωῆς της. Ἡ Ἐκκλησία δηλαδή ὄχι μόνο πιστεύει στόν Τριαδικό Θεό, ἀλλά ἀποτελεῖ καί τό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ πού ζεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καί φανερώνει τή δόξα τοῦ Θεοῦ Πατέρα στά δοξασμένα μέλη της. Μέ ἄλλα λόγια ἡ δογματική ἀλήθεια νοεῖται ὡς πλήρωμα ζωῆς». (Δ. Τσελεγγίδη, Δυτική Θεολογία καί πνευματιτότητα. Σημειώσεις ἀπό τίς Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, σελ. 2-4).
[2] Ἰω. 17,11.
[3] Ρωμ. 12,5.
[4] Α΄ Κορ. 12,26.
[5] Α΄ Ἰωάν. 10,16.
[6] Α΄ Κορ. 10,24.
[7] Α΄ Κορ. 13,8.
[9] Ματθ. 5,45.
[10] Ἰωάν. 10, 16.
[11] Ματθ. 19, 19.
[12] Α΄ Πέτρ. 2, 23.
[13] Παροιμ. 16, 5.
[14] Λουκ. 16, 15.
[15] Ἰω. 5, 22.
[16] Κολ. 1,16.
[17] Φιλ. 4, 7.
[18] «Τό πνεῦμα τό ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές». Καί συνέχιζε ὁ Γέροντας: «Καί ἔρχεται λοιπόν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καί σέ πηγαίνει, καί πιστεύεις ἀκριβῶς ὅπως εἶναι, ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος. Δέν σοῦ ἀρέσει αὐτή ἡ θρησκεία;… Πρέπει ἐμεῖς νά πᾶμε ἐκεῖ· σ’ αὐτό τό σημεῖο, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, θά καταργηθεῖ γιά μᾶς ὁ διάβολος καί ὁ θάνατος καί ἡ κόλασις. Καί μποροῦμε νά ζοῦμε ἔπειτα μέσα εἰς τήν χαρά τοῦ Θεοῦ καί ποτέ νά μή σκεπτόμαστε τό θάνατο. Καί νά ἔρθεις στό τέλος τῆς ζωῆς σου καί νά εἶναι τό πόδι σου μέσα στό λάκκο, ἐσύ μπορεῖ νά φυτεύεις συκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια, νά φτιάνεις περιβόλια γιά τούς συνανθρώπους σου, νά φτιάνεις ἐκκλησίες καί νά ἔχεις τό ποδάρι μές στό λάκκο. Γιατί τά κάνεις αὐτά; Ἀπό τήν ἀγάπη. Πιστεύεις ὅτι δέν ὑπάρχει θάνατος καί θέλεις καί τούς συνανθρώπους σου πού θά ἔλθουν πάλι ἐδῶ νά βροῦνε κάτι, νά γίνουνε καλοί, νά μήν γίνουνε κλέφτες καί κλέβουνε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Γι’ αὐτό φυτεύεις καί τά φροῦτα καί τά καρύδια καί τά σύκα. Γι’ αὐτό φτιάνεις καί ἐκκλησία καί ὅλα. Ἀπό ἀγάπη».
[19] Ἱερομονάχου Πορφυφίου, Ἐπιστολή Γέροντος Πορφυρίου πρός τά πνευματικά του παδιά. Ἐν Καυσοκαλυβίοις τῇ 4/17 Ἰουνίου 1991.
[20] Ἰω. 18, 36.
[21] Γαλ. 5, 24.
[22] Α΄ Ἰω. 4, 18.
[23] Κολ. 1, 24.
[24] Γαλ. 2, 20.
[25] Α΄ Κορ. 13, 12
[27] Ὅ.π.
[30] Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς διδάσκει ὅτι γιά νά γίνει διάλογος μέ τούς Παπικούς θά πρέπει πρῶτα αὐτοί νά ἀφαιρέσουν τήν προσθήκη πού ἔχουν κάνει στό σύμβολο τῆς Πίστεως, δηλ. τό Filioque.
[31] Σωτ. Λυσικάτου, Χαριτωμένες διδαχές τοῦ Γέροντος Παϊσίου, ἐκδ. Παλίμψηστον, Θεσσαλονίκη 2004.
[34] «Τόπνεῦμα τό ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές»: «Ὑπάρχουν πολλά φῶτα πού βλέπει κανείς καί ἐντυπωσιάζεται… μά ἕνα εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινόν… Δέ γίνεται τίποτα μέ κεῖνα (ἐννοεῖ τά τῶν ἄλλων θρησκειῶν). Ἐκεῖνα ἔχουνε ταχυδακτυλουργίες καί τά τοιαῦτα».
[39] «Τόπνεῦμα τό ὀρθόδοξον εἶναι τό ἀληθές».
[40] Ματθ. 10, 16
[41] Πρβλ. Ματθ. 16, 24: «Εἰ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».
Print this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου