Α3)Θεραπευτικές ἀρχές τῶν παθῶν καί τῆς κατάθλιψης σύμφωνα μέ τόν Γέροντα Πορφύριο.
Ὁ σεβαστός καί ἀληθινά θεραπευμένος Γέροντας Πορφύριος, ἕνας σύγχρονος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἔχει βαθιά γνώση τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί τοῦ τρόπου θεραπείας της. Κατ’ ἀρχήν εἶχε κατανοήσει βιωματικά ὅτι ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ νοσοῦντος πνευματικά ἀνθρώπου, ἡ ἀνακαίνιση τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης καθώς καί τοῦ σύμπαντος κόσμου. Μέ τά λόγια του μᾶς παρουσιάζει τόν θεραπευτικό χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας καί τίς θεραπευτικές της ἀρχές. Εἶχε γνωρίσει μέ τήν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τίς αἰτίες τῶν ψυχικῶν καί λεγομένων ψυχολογικῶν ἀσθενειῶν.
Μᾶς δίνει, μέ πολλή ἀγάπη, τά σπουδαῖα πνευματικά φάρμακα πού ὑπάρχουν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας γιά νά μπορέσουμε καί ἐμεῖς μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ νά θεραπευθοῦμε. Δέν εἶναι διαφορετικά ἀπό αὐτά πού μᾶς δίδουν ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἔχουν ὅμως τήν φρεσκάδα καί τήν προσωπική σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Γέροντα. Ὁ ἴδιος τά εἶχε δοκιμάσει στόν ἑαυτό του καί πέτυχε μέ τήν Θεία Χάρη καί τόν προσωπικό του ἀσκητικό ἀγῶνα τήν θεραπεία.
Ἀρχή τήν θεραπείας εἶναι ἡ ὀρθή πίστη ἡ ὁποία σαρκώνεται στή ζωή μας. Βεβαίως, δέν μπορεῖ κανείς νά θεραπευθεῖ ἄν δέν πιστέψει ἔμπρακτα στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί στήν διδασκαλία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ μας. Τότε ἀληθινά ἀλλάζει ὁ ἄνθρωπος, διασώζει τήν ὑπόστασή του, πραγματώνει τό σκοπό τῆς ὕπαρξής του δηλ., τό νά γίνει «καθ' ὁμοίωσιν» τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐφαρμογή τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν δηλ. τῶν συγκεκριμένων θεραπευτικῶν ὁδηγιῶν τοῦ Κυρίου εἶναι αὐτό πού μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς θεραπεύει ἐντός τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία δέν εἶναι θεωρητική, οὔτε μία αἰθέρια πτήση σέ ἰδέες. Ἀντίθετα εἶναι μία πολύ συγκεκριμένη ἐφαρμογἠ τῶν ὁδηγιῶν-ἐντολῶν τοῦ Κατασκευαστῆ μας Θεοῦ γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ προορισμοῦ μας, δηλ. τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ἡ θεωρητική ἀποδοχή τῆς Ἀλήθειας δέν θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος παραμένει ἀθεράπευτος, μπερδεμένος καί ἄρρωστος ψυχικά, ἄν δέν προχωρήσει ἀπό τήν θεωρητική πίστη (τήν ὁποία ἔχει καί ὁ διάβολος) στήν ἐνδιάθετο καί ζωντανἠ πίστη, πού δημιουργεῖται διά τῆς μετανοίας (καθάρσεως καί φωτισμοῦ).
Ὁ Γέροντας τόνιζε πώς δέν ἀρκεῖ νά μήν ἀρνεῖσαι τήν ἀλήθεια γιά νά εἶσαι πνευματικά ὑγιής. Ὑπάρχουν κάποιοι οἱ ὁποῖοι ἐνῶ δέν ἀπορρίπτουν τόν Θεό καί τά τῆς πίστεως «ἐν τούτοις εἶναι μπερδεμένοι κι’ ἄρρωστοι ψυχικά»[1].
Ἡ ζωντανή πίστη ἡ «δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη»[2] εἶναι αὐτή πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο.
Ἡ θεραπεία τῶν παθῶν καί τῆς κατάθλιψης ἔγκειται στό νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί καρδίας καί διανοίας»[3].
«Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας» [4] ἔλεγε ὁ Γέροντας, νά ἔχουμε τόν Θεῖο Ἔρωτα, νά ζοῦμε τή θεία τρέλα.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν ἱκανοποιεῖ αὐτήν τήν ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς νά ζήσει τήν Ὀρθοδοξία, πού «εἶναι ἀγάπη, εἶναι ἔρωτας, εἶναι ἐνθουσιασμός, εἶναι τρέλα, εἶναι λαχτάρα τοῦ θείου»[5] παραμένει μόνιμα ἄρρωστος καί ἀθεράπευτος, ἀγχωμένος, κενός, ἀνικανοποίητος, μέσα στήν μαυρίλα, στήν μελαγχολία, στήν κατάθλιψη.
Μόνο τό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ἐκκλησία θεραπεύει τόν ἄνθρωπο.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι παραμένουν ἄρρωστοι ψυχικά (μέ πλῆθος ψυχολογικά καί σωματικά προβλήματα) ἐφ’ ὅσον συνεχίζουν νά ζοῦν σ’ αὐτήν τήν κατάσταση τῆς ἀκηδίας, δηλ. τῆς ἀφροντισιᾶς γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἐνδιαφερθεῖ γιά τήν ὀρθόδοξο πίστη καί ἐνταχθεῖ σωστά στήν Ἐκκλησία, τότε θεραπεύεται ἀπό τά πάθη καί τήν κατάθλιψη.
Ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία καθαριζόμαστε, φωτιζόμαστε καί θεωνόμαστε. Διά τῆς μετανοίας καί τῆς ἄσκησης, τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἡσυχίας, προπάντων δέ διά τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς ἀλλάζουμε ὀντολογικά, θεραπευόμαστε ὑπαρξιακά, ζοῦμε τήν ὄντως Ζωή.
Ὁ Γέροντας ἔβλεπε τήν Ἐκκλησία σάν ἕνα μεγάλο ψυχικό θεραπευτήριο. Διά τοῦτο καί ἔλεγε: «Στήν πραγματικότητα, ἡ χριστιανική θρησκεία μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο καί τόν θεραπεύει»[6]. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀλλάζουμε ὀντολογικά, δέν γινόμαστε ἁπλῶς «καλοί» ἤ «καλλίτεροι ἄνθρωποι» βελτιούμενοι ἠθικά· ἀντίθετα γινόμεθα «καινή κτίσις»[7], καινούργια δημιουργία, «θεοί κατά χάριν».
Ἡ Θεία Χάρη πού δίδεται διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ψυχικά ἀλλά καί σωματικά.
Ἡ ἀληθινή ὑγεία, ἡ ὑπαρξιακή, αὐτή πού ἀγκαλιάζει τόν ὅλο ἄνθρωπο, δέν εἶναι δυνατή παρά μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἡ θεραπεία γίνεται διά τῆς Θείας Χάριτος. Εἶναι τό παντοφάρμακο, ἡ πανάκεια γιά ὅλα τά ψυχικά ἀλλά καί γιά τά σωματικά νοσήματα.
Δίδασκε ὁ θεραπευμένος ἀπό τήν Θεία Χάρη Γέροντας: «Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀλλάζει τόν ἄνθρωπο, τόν μεταμορφώνει ψυχικά καί σωματικά. Πᾶνε τότε ὅλες οἱ ἄρρώστιες»[8]. Μέ τήν Θεία Χάρη, ἔλεγε, «μεταστοιχειώνουμε»[9] τό κακό σέ καλό. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ. Ὅταν κανείς προσεύχεται ταπεινά καί μέ ἐγρήγορση, τότε ἑλκύει τήν Θεία Χάρη. Αὐτό, ὁ Κύριος μᾶς εἶπε νά τό κάνουμε ἀδιαλείπτως· κατ' ἐξοχήν δέ στήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε͵ ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής»[10].
Τότε τό κακό δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψει, ὁ πειρασμός ἀποκρούεται, ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς, πού πῆγε νά κλέψει ὁ πονηρός, διοχετεύεται πρός τόν «καινό» ἄνθρωπο. Ἡ Θεία Χάρη πού ἑλκύεται ἀπό τόν νήφοντα καί προσευχόμενο ταπεινά ἄνθρωπο, «ἀνακατευθύνει» τήν ψυχική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κακό πρός τό καλό. Ἔτσι ἐξαλείφονται ὅλα τά πάθη καί ἡ Κατάθλιψη.
Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συνεργασία Θεοῦ καί ἀνθρώπου γιά τό «ξεμπέρδεμα» τοῦ ἀνθρώπου.
Χωρίς τήν συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν Θεία Χάρη δέν ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀποβολή τοῦ ἐγωισμοῦ καί γενικότερα ἡ θεραπεία τοῦ ὅλου ἀνθρώπου.
Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού «δουλεύει μέ τήν Χάρη», ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικά καί ὁ μακαριστός Ἁγιορείτης Γέροντας π. Παΐσιος.
Ὁ Θεός δέν ἔρχεται στόν ἄνθρωπο πού ἔχει πολλές γνώσεις κοσμικές ἤ πνευματικές ἀλλά σ' αὐτόν πού ἔχει πολλή ταπείνωση· σ' αὐτόν πού ἔχει καταλάβει καί ζεῖ βιωματικά τό λόγο Του: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[11].
Αὐτός ὁ ἄνθρωπος νιώθει σάν ἀπόλυτη ἀνάγκη τήν συνεχή ἐκζήτηση τῆς Θεϊκῆς βοήθειας, πού εἶναι ἡ Θεία Ἐνέργεια (= Θεία Χάρη: Ἡ κοινή ἄκτιστη Θεοποιός Ἐνέργεια τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ὀνομάζεται καί Ἅγιο Πνεῦμα).
Βλέποντας τά πνευματικά του «χάλια», τό ἐσωτερικό του «μπέρδεμα», στρέφεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή στόν Θεό καί τόν καλεῖ σέ βοήθεια. Ἔτσι θεραπεύεται, «ξεμπερδεύεται», ἀπαλάσσεται ἀπό τά πάθη καί τήν Κατάθλιψη πού αὐτά προκαλοῦν.
Πρῶτος κινεῖται πρός ἐμᾶς ὁ Ἀγαθός Κύριος, ἔλεγε ὁ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος Γέροντας π. Πορφύριος. Ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ λέγοντας: «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες...»[13] .Ἐάν ὁ ἄνθρωπος ἀνταποκριθεῖ σωστά στήν πρόσκληση αὐτή τοῦ Θεοῦ θεραπεύεται. Ἡ ἀνταπόκριση ἔγκειται στόν νά Τόν ἀγαπήσουμε, νά προσευχόμαστε, νά συμμετέχουμε στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας διά τῶν Μυστηρίων[14] καί τῆς ἀσκητικῆς-ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Ἡ ἀσκηση- ἡσυχία μᾶς προετοιμάζει κατάλληλα ὥστε νά γίνουμε δεκτικοί τῆς Θείας Χάρης πού ἔρχεται διά τῶν Μυστηρίων, τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τῆς μελέτης τοῦ Θείου Λόγου.
Ὁ Χριστός μέ τήν Χάρη Του θεραπεύει τόν ὅλο ἄνθρωπο ἀκόμη καί τά βάθη τῆς ψυχῆς.
Τά ἄδυτα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου (ἀκόμη καί τό λεγόμενο ἀσυνείδητο), τά βαρυφορτωμένα ἀπό ἀπωθημένα βιώματα, ἐνοχές καί κατάθλιψη, εἶναι γνωστά μόνο στόν Θεό. Μέ τήν Θεία Χάρη Του, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, θεραπεύονται καί αὐτά. Ἡ «εὐχή», τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με» συντελεῖ πολύ στήν ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ ἔργου. «Ἡ εὐχή καθαρίζει τήν ψυχή καί κρατάει τό νοῦ»[15].
Περιοχές πού θεωροῦνται ἀπροσπέλαστες καί ἄγνωστες, ὅπως τό ἀσυνείδητο, μποροῦν πράγματι, νά θεραπευθοῦν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἡ «θεία ψυχανάλυση», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας, εἶναι πολύ ἀνώτερη καί ἀποτελεσματικότερη ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἡ ὁποία ἀντίθετα βλάπτει πολύ. Ἡ ἀληθινή ψυχανάλυση καί ψυχοθεραπεία πραγματοποιεῖται στό μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Κατ’ ἐξοχήν δέ ἔλεγε ὁ Γέροντας ἡ ψυχή θεραπεύεται μέ τήν Γενική Ἐξομολόγηση, πού θά πρέπει νά κάνει ὁ θεραπευόμενος πνευματικά ἄνθρωπος ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν (βλ. παρακάτω).
Ὁ θεραπευμένος ἀπό τήν Ἐκκλησία ἄνθρωπος δέν βασανίζεται ἀπό τά λεγόμενα ψυχολογικά νοσήματα καί προβλήματα (κατάθλιψη, φοβίες, ἀνασφάλειες, στρές κ.λ.π.)
Σήμερα, ὅπως ἀναφέρθηκε προηγουμένως, κατ’ ἐξοχήν οἱ ἄνθρωποι βασανιζόμαστε ἀπό τήν κατάθλιψη, τό ἄγχος, τίς φοβίες, τίς ἀνασφάλειες. Αἰτία εἶναι τό ὅτι ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τήν προσπάθεια ν’ ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί κλειστήκαμε στόν ἑαυτό μας.
Οἱ Ἅγιοι πού εἶναι οἱ ἀληθινά ὑγιεῖς ἄνθρωποι μᾶς δείχνουν τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στόν Θεό. Οἱ ἴδιοι θεραπεύτηκαν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἀποτελοῦν πρότυπα γιά τή δική μας θεραπεία.
Ὁ θεραπευμένος, ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος, δέν πάσχει ἀπό τά λεγόμενα ψυχολογικά προβλήματα καί μάλιστα ἀπό τήν κατάθλιψη.
Ὁ θεραπευμένος, ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος, δέν πάσχει ἀπό τά λεγόμενα ψυχολογικά προβλήματα καί μάλιστα ἀπό τήν κατάθλιψη.
Ὁ Γέροντας γνώριζε πάρα πολλά γύρω ἀπό αὐτά τά λεγόμενα ψυχολογικά καί τούς λεγόμενους ψυχιάτρους.
Ἔλεγε: «Ἡ κατάθλιψη εἶναι ἕνα αἴσθημα δυσάρεστο πού σέ καταλαμβάνει καί σέ καθηλώνει»[16]. Ἡ κατάθλιψη εἶναι μία αὐταπάτη, εἶναι ἡ αἰχμαλωσία τοῦ ἀνθρώπου σέ μιά ἰδέα. Νομίζει ὅτι ἡ σκέψη εἶναι δική του ἀλλά στήν πραγματικότητα εἶναι ἀπό τόν Πονηρό[17].
Οἱ καταθλιπτικοί, νευρικοί, στενόχωροι ἔχουν ἐγωισμό, δαιμονική ἐπήρρεια.
Ἔλεγε: «Τέτοιοι ἄνθρωποι καταθλιπτικοί, νευρικοί, στενόχωροι δέν δέχονται, δέν δέχονται νά τούς θίξεις, νά τούς πεῖς: «αὐτό θά τό κάνεις ἔτσι»
-Μά δέν μπορῶ, τό λέει ἡ ἐπιστήμη.
-Βρέ, τοῦ λέω, κάντο καημένε καί ἄς τό λέει ἡ ἐπιστήμη. Πές: Ἐγώ θά κάνω ὑπακοή στό Γέροντα.
-Δέν μπορῶ νά τό κάνω. Κατάλαβες;
Αὐτό εἶναι κάτι, ἄς ποῦμε, διαβολικό καί κάτι πού ὁ ἄνθρωπος, δέν ξεύρω, τό ἔχει σάν ὁ ἄγριος μέσα στήν ἔρημο»[18].
Ὁ ἐγωισμός, πού ὁδηγεῖ στά «ψυχολογικά» καί τήν κατάθλιψη εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, τοῦ μεταπτωτικοῦ, τοῦ «ἀγριεμένου» ἀπό τά πάθη, τοῦ «ἀντάρτη» τῆς Θείας Μεγαλειότητος.
Ὁ πνευματικά ὑγιής ἔχει τήν πρός Θεόν ἀγάπη πού τόν ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἐγωιστική αὐτοφυλάκιση τῆς κατάθλιψης.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο αἰχμαλωτίζει τήν ψυχή διά τῆς Θείας Χάριτος. Ἀπαιχμαλωτίζεται ἔτσι ἡ ψυχή ἀπό τήν κατάθλιψη πού εἶναι ἡ κακή κατεύθυνση τῆς ψυχικῆς δύναμης ἐξ’αἰτίας τοῦ διαβόλου. Στήν κατάθλιψη ὁ ἄνθρωπος ἀντί νά χρησιμοποιήσει τίς ψυχικές του δυνάμεις γιά νά ἀγαπήσει ἀληθινά καί ἀνιδιοτελῶς τόν Θεό, τίς χρησιμοποιεῖ γιά νά λατρέψει τό ἐγώ του.
Δέν εἶναι ὅμως φτιαγμένος γιά νά λειτοῦργεῖ αὐτοερωτικά ἀλλά γιά νά φθάσει στόν Θεῖο Ἔρωτα κινούμενος ἀγαπητικά πρός τό ‘Υπέρτατον Ἀγαθόν τόν Θεό. Ἡ παράχρηση (κακή χρήση) τῶν ψυχικῶν του δυνάμεων τόν ὁδηγεῖ στήν καταστροφή, στήν λύπη καί στήν Κατάθλιψη.
Ὁ Γέροντας θέλοντας νά βοηθήσει μία καταθλιπτική γυναίκα τήν συμβούλεψε νά κάνει ἀρχικά κάτι πού τῆς ἀρέσει (π.χ. νά ἀσχοληθεῖ μέ τή μουσική) ἀλλά πρό πάντων νά ἀγαπήσει τόν Θεό.
Νά τά λόγια του: «Λοιπόν τῆς εἶπα πολλά πράγματα γιά τά μουσικά καί περισσότερο τῆς εἶπα, ἀπ’ὅλα, εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τό Θεό.
Εἶναι τό μεγαλύτερο πράγμα, πού αἰχμαλωτίζει τήν ψυχή, διότι δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρός τό Θεό, ἀλλά εἶναι τό σπουδαῖο ὅτι εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, πού γεμίζει ἔπειτα τήν ψυχή καί τήν κάνει ἄλλο. Δηλαδή αὐτό τό ὁποῖο τήν εἶχε καταλάβει ἤτανε μία ψυχική δύναμις καί ἀντί νά γίνει κάτι καλό, ὁ διάβολος, τή δύναμη αὐτή τήν ψυχική τήν ἔκανε κατάθλιψη καί βασάνιζε τόν ἄνθρωπο»[19].
Ἡ «προσευχή μέ λαχτάρα» εἶναι τό ἀντιφάρμακο στήν κατάθλιψη διότι ὁδηγεῖ στήν πρός τόν Θεόν ἀγάπη καί στήν γνήσια ταπείνωση. Ὁ Θεῖος Ἔρωτας καί ἡ ταπείνωση εἶναι τά κύρια χαρακτηριστικά πού ἔχει ὁ πνευματικά θεραπευμένος ἄνθρωπος.
Ὁ καλλίτερος τρόπος καί ὁ πιό ἀποτελεσματικός γιά νά ἀγαπήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό ὥστε νά βγεῖ ἀπό τήν κατάθλιψη εἶναι ἡ «προσευχή μέ λαχτάρα». Πρέπει ν’ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, ὅπως ἡ μάννα τό παιδάκι της, νά Τόν ἀγαπήσουμε μέ λαχτάρα. Τότε ἔρχεται ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πού αἰχμαλωτίζει τήν ψυχή στό καλό, ἐλευθερώνοντάς τη ἀπό τήν κατάθλιψη.
Νά τί συμβούλεψε ὁ Γέροντας τήν ἀνωτέρω καταθλιπτική γυναίκα: «Καί περισσότερο ἀπ’ ὅλα τῆς εἶπα νά ἀσχοληθεῖ μέ τήν προσευχή καί νά δώσει σημασία στήν ἔννοια ὅτι πρέπει νά γνωρίσει καί νά ἀγαπήσει τό Χριστό. Τῆς εἶπα παραδείγματα, πῶς βλέπουμε πολλές φορές, μιά μητέρα νά λαχταράει τό παιδάκι της, πού τό ‘χει στήν ἀγκαλιά, νά τό φιλεῖ μέ μιά λαχτάρα»[20].
Ποῖον εἶναι τό κύριον αἴτιον τῆς κατάθλιψης, τῆς νωθρότητος, τῆς ἀκηδίας, τῆς τεμπελιᾶς καί γενικά τῶν λεγόμενων ψυχολογικῶν; Ὁ Γέροντας ἀπαντᾶ: Ὁ ἐγωισμός[21].
Ὁ γέροντας ὅλα τά «ψυχολογικά», τά ἀποκαλεῖ πειρασμικά, δηλ. δαιμονικά. Τά θεωρεῖ, ὅπως καί πράγματι εἶναι δαιμονικές ἐνέργειες, δαιμονικές ἐπήρρειες[22]. Οἱ «λεγόμενοι ψυχίατροι» γιά νά μήν χρησιμοποιοῦν τή λέξη διάβολος (ὁ ὁποῖος ὑποκινεῖ τόν ἄνθρωπο ὥστε νά φέρεται ἐγωιστικά) ἔχουν ἐφεύρει ἄλλες λέξεις ὅπως ἀνασφάλεια, ἄγχος, στρές, μειωμένη αὐτοεκτίμηση, φοβίες, νεύρωση, ψύχωση κ.λ.π. Ἔλεγε:
«Ἰδίως κυρίως ὅλα αὐτά τά συναισθήματα, τά σατανικά πού τά λέμε τεμπελιά, νωθρότης, ἀκηδία, ἀπελπισία, ἀπογοήτευση, πῶς τά λένε, βρέ παιδί μου;
Τά λένε ἀνασφάλεια, τά λένε πολλές ὀνομασίες καί ἔχουνε βγάλει αὐτοί οἱ λεγόμενοι ψυχίατροι καί τά ἔχουνε βγάλει ἔτσι γιά νά μήν λένε τόν διάβολο, τήν λέξη τοῦ διαβόλου καί πραγματικά ἡ θρησκεία μας τό διάβολο ἔχει κάνει δόγμα»[23].
Ἄν ἀφαιρέσουμε ὅμως τά δογματικά τά σχετικά μέ τόν διάβολο καταστρέφεται ἡ ὀρθή πίστη. Ἔλεγε χαριτωμένα: «Ἄμα βγάλεις τόν διάβολο, πᾶνε ὅλα τῆς θρησκείας μας»[24].
Ἡ ψυχιατρική, ὕπουλα πολεμεῖ τήν ὀρθή πίστη διότι δέν παραδέχεται τήν ὕπαρξη τοῦ διαβόλου.
Ὁ διάβολος καλλιεργεῖ στόν ἄνθρωπο τόν ἐγωισμό, τήν φιλαυτία, τήν ἀτομοκεντρικότητα. Ὁ ἐγωισμός, ὁ μεγάλος ἐγωισμός (ὁ ὁποῖος «ἀνοίγει τήν πόρτα» στόν διάβολο γιά νά ἐπηρρεάσει τόν ἄνθρωπο), εἶναι ἡ βάση, ἡ αἰτία τῆς εἰσόδου καί δράσης τοῦ πονηροῦ στόν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ αἰτία τῆς κατάθλιψης.
Ἡ θεραπεία τῆς Κατάθλιψης εἶναι ὅ,τι ἐξολοθρεύει τόν ἐγωισμό: ἡ ταπείνωση, ἡ ἀφάνεια, ἡ ὑπομονή, τό πένθος, τά δάκρυα, ἡ μετάνοια, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ σωματική κακοπάθεια, τό νά βάζει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του κάτω ἀπό ὅλους (θεωρώντας τον ἁμαρτωλότερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, κατώτερο ἀπό ὅλους τούς δαίμονες καί αἰσχρότερο ἀπό ὅλα τά κτίσματα, ὅπως μᾶς διδάσκει ὁ ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης) καί τέλος ἡ ἀδιάλειπτη νοερά προσευχή.
Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος μεταβάλλει τήν κατάθλιψη σέ χαρά μέ τήν γεμάτη ἀγάπη πρός τόν Θεό προσευχή.
Οἱ Ἅγιοι «εἶχαν εὕρει τρόπο νά μεταβάλλουν τήν κατάθλιψη σέ χαρά» [25]. Τό κάνανε μέ τό δόσιμο στό Θεό. «Μέ τήν ἀγάπη πρός τό Θεό, μέ τή προσευχή καί γι’ αὐτό ἐφώναζαν μέ καύχημα οἱ Ἀπόστολοι καί ἔλεγον, «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου». Τόσο δυνατό, πού ἤτανε τό αἴσθημα τῆς καταθλίψεως γιά νά τούς συντρίψει, αὐτό τό αἴσθημα τό πολύ δυνατό πού ἤτανε, ἄς ποῦμε, μία ψυχική δύναμη δική τους, τό παίρνανε αὐτοί, τό δίνανε στό Θεό, τό κάνανε προσευχή, τό κάνανε χαρά καί ἀγαλλίαση ἐν Κυρίῳ»[26].
Τό αἴσθημα τῆς κατάθλιψης πού εἶναι μιά δική μας ψυχική δύναμη (ἡ ὁποία τείνει νά χρησιμοποιηθεῖ ἀπό τόν Πονηρό) ὅπως λέγει ὁ Γέροντας πρέπει νά τό δώσουμε στό Θεό.
Ἄν προσέξουμε πολύ τί λέει ὁ Γέροντας καταλαβαίνουμε τί συμβαίνει στήν κατάθλιψη. Ὁ γέροντας λέει : «ἤτανε ἄς ποῦμε μία ψυχική δύναμη δική τους» ἀλλά ἔχει πάρει, ἤ τείνει νά πάρει, ἤ μπορεῖ νά πάρει μιά κακή κατεύθυνση καί νά συνρίψει τόν ἄνθρωπο.
– Πότε;
-Ἄν ὁ ἄνθρωπος «ἀνοίξει πόρτα» στόν πονηρό μέ τόν ἐγωισμό του.
Ἄν ἀντίθετα αὐτήν τήν ψυχική δύναμη ὁ ἄνθρωπος τήν δώσει στό Θεό, τότε αὐτό γίνεται προσευχή θερμή, «χαρά καί ἀγαλλίαση ἐν Κυρίῳ».
Ἡ ψυχή μας ἔχει τή δύναμη γιά νά κάνομε τό καλό, τήν προσευχή, τήν ἀγάπη, τή χαρά, τήν εἰρήνη, τήν ἕνωσή μας μέ τόν Θεό. Ὁ διάβολος μᾶς παίρνει αὐτήν δύναμη, αὐτήν τήν ἐνέργεια καί τήν κάνει θλίψη, κατάθλιψη[27].
Ὁ Γέροντας τό λέει σαφῶς ὅτι εἶναι «σατανικά» αὐτά τά συναισθήματα τῆς κατάθλιψης. Οἱ «λεγόμενοι» ψυχίατροι παραποιοῦν τήν ἀλήθεια ἀφοῦ δέν λένε ὅτι ἡ αἰτία τῆς κατάθλιψης καί των ἄλλων «ψυχολογικῶν» εἶναι τά πάθη καί τελικά οἱ δαίμονες[28]. Ἀντίθετα ὁμιλοῦν γιά μειωμένη αὐτοεκτίμηση καί αὐτοπεποίθηση συνιστώντας οὐσιαστικά νά αὐξήσει ὁ ἄνθρωπος τόν ἐγωισμό του. Πράττοντας ἔτσι ὅμως ὁ ταλαίπωρος καταθλιπτικός ἀρρωσταίνει χειρότερα.
Ὁ πνευματικά ὑγιής ἔχει ταπείνωση πού εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προετοιμασία τῆς ψυχῆς γιά νά ξεφύγει ἀπό τήν κατάθλιψη
Τό ἐρώτημα, εἶναι, πῶς ὁ ἄνθρωπος θά μπορέσει νά ἀλλάξει κατεύθυνση στήν πορεία πού τείνει νά πάρει ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς του ὅταν αὐτή τείνει νά αἰχμαλωτιστεῖ ἀπό τόν πονηρό γιά νά μήν πέσει στήν κατάσταση πού ὀνομάζεται κατάθλιψη.
Χρειάζεται μία προετοιμαστική κίνηση. Αὐτή εἶναι, λέει ὁ Γέροντας, ἡ ταπείνωση. «Λοιπόν αὐτό εἶναι τό μυστικό. Πῶς θά μπορέσει κανείς νά γυρίσει: Ἐκεῖ πού τόν ἔχει καταλάβει κάτι κακό, νά σκεφτεῖ κάτι ἄλλο. Εἶναι λίγο δύσκολο, ἀλλά ὅταν προετοιμαστεῖ… Προετοιμασία εἶναι ἡ ταπείνωση, ἔ! αὐτό εἶναι»[29].
Γιά νά γίνει ἡ στροφή στό καλό χρειάζεται νά ἑλκυσθεῖ καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεία Χάρη ὅμως ἔρχεται στόν ταπεινό. Τότε ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τή δύναμη νά στραφεῖ πρός τό Θεό.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Θέλω νά πῶ, δέν εἶναι εὔκολο πράγμα ὅμως, λέμε νά τό γυρίσεις ἔτσι. Ἐκεῖ εἶναι ἡ τέχνη, πού δέν εἶναι νά τό γυρίσεις, εἶναι νά ἔχεις καί τή δύναμη ν’ ἀποσπάσεις τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Νά σέ κάνει νά ἑνωθεῖς μαζί Του»[30].
Χρειάζεται συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό γιά τήν μεταστροφή, γιά τήν «ἔξοδο» τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν κατάθλιψη.
Ὅταν ἑλκύσει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τόν ἄνθρωπο, ὁ ἄνθρωπος φεύγει, «βγαίνει» ἀπό τήν κατάθλιψη χωρίς νά τό καταλάβει. Ἔλεγε:
«Καί ὅταν ἑνωθεῖς μέ τό Θεό καί ὅταν δοθεῖς στό Θεό, δέν πρόκειται νά κοιτάζεις, οὔτε νά θυμηθεῖς ὅτι ἦρθε καί σέ τραβοῦσε ἀπό πίσω τό ἀντίθετο πνεύμα, ἔ, πάει ἔφυγε ἐκεῖνο, καταλάβατε; Αὐτό ἐδῶ μπορεῖτε νά τό καταλάβετε; Δηλαδή τό διώχνεις χωρίς νά τό καταλάβεις. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα τόσο ἀφοσιώνεσαι στό ἄλλο καί τό ζεῖς, ὥστε δέν κοιτάζεις νά δεῖς τί κάνει, εἶναι πίσω σου; Θά σέ τραβήξει;»[31].
Ἡ ταπείνωση εἶναι τό μεγάλο μυστικό φάρμακο γιά τήν θεραπεία τῆς κατάθλιψης.
Ὅλα τά ἀνθρώπινα μέσα καί τεχνικές δέν ὠφελοῦν καθόλου ἄν δέν συνυπάρξει ἡ ταπείνωση.
«Λοιπόν, αὐτή εἶναι ἡ μεγάλη τέχνη, πῶς ἄς ποῦμε θά δοθεῖς στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Περισσότερο ἀπ’ὅλα. Βέβαια μπορεῖς νά κάνεις πολλά πράγματα, ἀλλά ἀνθρώπινα. Ἄ! Τό πιό μεγάλο εἶναι νά δοθεῖς εἰς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, στήν προσευχή, ἀλλά ὅ,τι καί ἄν κάνεις, ἐάν δέν κατορθώσεις ν’ ἀποκτήσεις ταπείνωση τίποτα δέν κάνεις.
Μόνο μέ τά νάρκωτικά θά προσπαθεῖς καί νά κοιμηθεῖς καί νά ἠρεμήσεις καί ὅλα. Τίποτε δέν γίνεται, μήν βάνετε στό μυαλό σας ὅτι θά κάνετε κάτι μέ καλούς γιατρούς ἤ μέ καλά φάρμακα. Μπορεῖ πρός στιγμήν, ἄν σοῦ ποῦνε, εἶναι καλό, νά ἐντυπωσιάσεις, νά σοῦ δώσει ἕνα φάρμακο κάτι νά γίνει. Ἀλλά σέ βουτάει πάλι ὁ πειρασμός. Τό μεγάλο μυστικό εἶναι ἡ ταπείνωση»[32].
Ὁ καταθλιπτικός ἔχει ἐγωισμό, πού φαίνεται ἀπό τό ἰσχυρό θέλημα πού ἔχει. Ὁ ταπεινός (θεραπευμένος) δέν ἔχει δικό του θέλημα, ἀλλά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ προσπαθεῖ πάντα νά ἐφαρμόζει. Ποτέ δέν στενοχωριέται καί δέν καταθλίβεται γιατί ἔχει ὑπακοή πού εἶναι ἐφαρμοσμένη ταπείνωση.
Ὁ καταθλιπτικός εἶναι ἐγωιστής. Ὁ ἐγωισμός του φανερώνεται ἀπό τό ὅτι ἔχει ἰσχυρό θέλημα. Ἄν προσπαθήσεις νά τοῦ «κόψεις τό θέλημα» σοῦ ἐπιτίθεται. Ὁ ἐγωισμός, τό ἀντίθετο τῆς ταπείνωσης, φαίνεται ἀπό τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος πού εἶναι κυριευμένος ἀπό αὐτόν δέν θέλει νά βγεῖ ἀπό τό θέλημα του, δέν δέχεται ἐντολές, ὑποδείξεις, δέν κάνει ὑπακοή.
«Αὐτοί οἱ καταθλιπτικοί καί ὅλοι αὐτοί, πού ἔχουνε ἀντιδραστικά μέσα τους καί βασανίζονται. Τό βλέπουνε ὅτι, ὅταν τοῦ πεῖς κάτι γιά νά κόψει τό θέλημά του, ἐκεῖ πέρα σέ βουτάει, ἀντιδρᾶ, κατάλαβες»[33].
Αὐτοί πού ἔχουν κατάθλιψη καί ἀντίδραση ἔχουν ἐγωισμό καί σοῦ ἐπιτίθενται ὅταν τούς «κόβεις» τό θέλημα.
Ὅποιος δέν κόβει διά τῆς ὑπακοῆς τό θέλημά του, ἀλλά κάνει ὅ,τι θέλει, αὐτός ζεῖ μέσα στό κακό πνεῦμα καί βασανίζεται. Ἔλεγε ὁ Γέροντας σ’ ἕναν τέτοιο «θεληματάρη» ὑποτακτικό - ἀνυπότακτο πού ἔπασχε καί ἀπό κατάθλιψη:
«Κάνεις... ὅ,τι θέλεις καί ἔτσι ἰσχυροποιήθηκε τό θέλημά σου καί ζεῖς, μέσα στό κακό πνεύμα καί βασανίζεσαι»[34]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κάνει τό θέλημά του μπαίνει στήν κυριαρχία τοῦ πονηροῦ καί βασανίζεται. Ἡ ὑπακοή λυτρώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ πονηροῦ πνεύματος ἐπάνω του.
Διηγεῖται ὁ Γέροντας σέ πνευματικό του παιδί: «Ὅταν ἀκόμη ἤμουν μοναχός καί εἶχα σχεδόν τήν ἡλικία σου πληροφορήθηκα ὅτι σέ ἕνα κελί ζοῦσε ἕνας παράξενος γέροντας. Ὅποιος ὑποτακτικός πήγαινε νά τόν ὑπηρετήσει δέν ἄντεχε τήν γκρίνια του καί τήν ἰδιοτροπία του καί μέσα σέ 2-3 μέρες τόν ἐγκατέλειπε καί ἔφευγε. Αὐτό συνέβαινε γιά πολύ καιρό. Στό τέλος δέν ἐδέχετο κανείς νά πάει νά τόν ὑπηρετήσει. Τότε ἀποφάσισα νά πάω ἐγώ. Ἔκανα τήν πρόθεσή μου γνωστή στούς ἄλλους μοναχούς καί ἐκεῖνοι προσπάθησαν νά μέ ἐμποδίσουν.
Μήν τολμήσεις, μοῦ εἶπαν, γιατί θά ἀποτύχεις καί θά ἀπογοητευτεῖς καί εἶσαι πολύ νέος καί δέν κάνει νά ἀρχίσεις τήν μοναχική σου ζωή μέ μία τόση κακή ἐμπειρία. Ἐδῶ προσπάθησαν τόσοι καί τόσοι μοναχοί μέ ὑπομονή πρωτόγνωρη καί καλοσύνη πρωτοφανῆ καί ἀπέτυχαν καί θά κατορθώσεις ἐσύ νά συνεργαστεῖς μέ τόν γεροπαράξενο; Μή προσπαθεῖς. Ἄδικα θά ὑποβληθεῖς σέ μία ταλαιπωρία πού δέν θά διαφέρει σέ τίποτα ἀπό τίς δικές μας ἀφοῦ τό ἀποτέλεσμά της θά εἶναι ἀρνητικό. Μάταια, ὅμως προσπάθησαν νά μέ πείσουν.
Ἐγώ, τούς εἶπα, θά πάω καί ἄς ἀποτύχω.
Πράγματι! Χωρίς νά χάσω καιρό ξεκίνησα γιά τό κελλί, πού ἔμενε ὁ Γέροντας. Χτύπησα τήν πόρτα καί μοῦ εἶπε νά περάσω. Τόν καλημέρισα καί συγχρόνως ὑποκλίνομαι. Τήν εὐχή σᾶς γέροντα.
- Τί θέλεις ἐσύ ἐδῶ;
- Νά, ἔμαθα, ὅτι εἶσαι μόνος σου καί ἀνήμπορος καί ἦλθα νά σέ ὑπηρετήσω..
- Νά πᾶς ἀπό ἐκεῖ πού ἦρθες! Φύγε γρήγορα.
- Λέγοντας αὐτά μου ἔδειξε τό παράθυρο. Νά φύγω δηλαδή ἀπό τό παράθυρο καί ὄχι ἀπό τήν πόρτα. Καί ἐγώ ὅπως πάντα ἔκανα ἄκρα ὑπακοή! Βγῆκα ἀπό τό παράθυρο! Αὐτό θά πεῖ ὑπακοή!» [35]. Ἡ ὑπακοή εἶναι ἐφαρμοσμένη ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση καί ἡ ὑπακοή ἑλκύουν τήν Θεία Χάρη ἡ ὁποία θεραπεύει τόν ἄνθρωπο. Τόν ἀπαλάσσει ἀπ’ ὅλα τά πάθη καί τήν κατάθλιψη. Ἐπισημαίνει τό ἴδιο πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα: «Γεγονός εἶναι, ὅτι ὁ παππούλης ἐπέμενε πολύ στό θέμα τῆς ὑπακοῆς. Καί τήν θεωροῦσε καθῆκον καί ὑποχρέωση συνάμα κάθε πνευματικοῦ παιδιοῦ. Ὁ ἴδιος θέλοντας νά δείξει τό μέγεθος τῆς σημασίας πού εἶχε γιά ἐκεῖνον ἡ ὑπακοή ἀναφέρει στήν Ἐπιστολή-Διαθήκη του, πού ἄφησε σέ ὅλους ἐμᾶς, τά ἑξῆς:
«…ἔφυγα ἀπό τούς γονεῖς μου κρυφά καί ἦλθα στά Καυσοκαλύβια τοῦ Ἁγίου Ὅρους καί ὑποτάχτηκα σέ δύο γεροντάδες αὐταδέλφους, Παντελεήμονα καί Ἰωαννίκιο. Μοῦ ἔτυχε νά εἶναι πολύ εὐσεβεῖς καί ἐνάρετοι καί τούς ἀγάπησα πάρα πολύ καί γι’ αὐτό, μέ τήν εὐχή τους, τούς ἔκανα ἄ κ ρ α ὑ π α κ ο ή. Αὐτό μέ βοήθησε πάρα πολύ, αἰσθάνθηκα καί μεγάλη ἀγάπη καί πρός τόν Θεό καί πέρασα καί πάρα πολύ καλά»»[36].
Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος κάνει ὑπακοή καί ὅλα τοῦ γίνονται ὅπως τά θέλει, διότι δέν θέλει τίποτα δικό του ἀλλά πάντα αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Ὅποιος ἔχει θέλημα καί ἐπιθυμίες αὐτός βασανίζεται καί βασανίζει.
Ὅποιος «ἔχει θέλημα» καί δέν τό καταπολεμᾶ προσπαθώντας νά κάνει ὑπακοή, ζεῖ ζωή ὑπό τήν ἐπήρρεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος καί βασανίζεται. Οἱ ἄνθρωποι ταλαιπωροῦνται καί ταλαιπωροῦν διότι δέν κόβουν τό θέλημά τους ὁ ἕνας στόν ἄλλο κατά τό «Ὑπακούετε ἀλλήλοις».
Αὐτό, τό θέλημα εἶναι σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες τό χάλκινο τεῖχος, πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό. Ὁ Γέροντας ἦταν πολύ αὐστηρός ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο πού δέν ἤθελε νά κάνει ὑπακοή.
Χαρακτηριστικά ἔλεγε γιά κάποιον «ἀνυπότακτο ὑποτακτικό»: «Εἶχε ἔρθει ὁ … τόνε κάλεσα, γιατί εἶπε ὅτι δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία, διότι στήν ἐκκλησία παθαίνει κακό, ὅταν αισθάνεται κλεισμένο χῶρο καί δέν μπορεῖ.
-Τοῦ λέω, τώρα τί εἶναι αὐτό, βρέ,! Ἐγώ θέλω νά πᾶς στήν ἐκκλησία, νά σηκωθεῖς πρωί γιά νά ἔρθεις νά φυτέψουμε τά δέντρα. Κι’ ἐσύ μοῦ λές αὐτό;
-Ἄ μπά, λέει, δέν μπορῶ.
Τοῦ λέω, ἄκου νά σοῦ πῶ, νά ξέρεις ὅτι σ’ἔχω ἀφήσει ἐλεύθερο, δέν σοῦ μιλάω, ἀλλά αἰσθάνομαι καί τύψεις, διότι ἐσύ, ἀντί νά συμμορφωθεῖς πιό πολύ ἐγωιστής γίνεσαι, γιατί ὅπου θέλεις πηγαίνεις, ὅπου σοῦ καπνίσει, καί κάνεις καί ὅ,τι θέλεις καί ἔτσι ἰσχυροποίηθηκε τό θέλημά σου καί ζεῖς μέσα στό κακό πνεῦμα καί βασανίζεσαι. Ἐγώ, λέω, θ’ἀρχίσω νά ἐφαρμόζω κανόνες. Δέν ἔχεις διαβάσει περί ὑπακοῆς;
Λέει, ἔχω διαβάσει.
-Ποῦ διάβασες ;
- Στήν Κλίμακα.
- Ἔ, δέν θυμᾶσαι τί λέει;
- Ἔ, λέει, θυμᾶμαι. Ἀλλά τώρα, ἔτσι πού μοῦ τά λές μ’ἐκβιάζεις καί δέν μπορῶ ἐγώ.
-Ἐγώ, λέω σ’ἐκβιάζω;
- Γιατί μοῦ εἶπες ὅτι θά μοῦ δίνεις τρία παξιμάδια τήν ἡμέρα νά τρώγω καί θά μέ διώξεις ἀπ’ἐδῶ. Δέν εἶναι ἐκβιασμός;
- Ὄχι, εἶναι κανόνας αὐτός, γέροντας εἶμαι, μπορῶ νά σοῦ πῶ αὐτό. Τί θέλεις ἐσύ, νά σέ πηγαίνουμε ὄπα! ὄπα ὄπα; μή μοῦ ἄπτου, καί νά λέμε, πρόσεχε μήν τό στενοχωρέσουμε τό παιδί; Νά μήν τό τραυματίσουμε, νά μήν τοῦ ποῦμε τίποτα καί τό πιάσουν τά νεῦρα του, ἡ μελαγχολία του; Τ’ἀντιδραστικά του;Δηλαδή, νά κοιτάζουμε ἐσένανε καί νά σέ φοβούμαστε μήπως σοῦ ποῦμε καμιά λέξη καί στενοχωρηθεῖς. Αὐτό εἶναι μεγάλος ἐγωισμός, τοῦ λέω. Τί μοῦ κουβεντιάζεις;
-Μ’ἐκβιάζεις μοῦ λέει.
-Πῶς σ’ἐκβιάζω;
-Νά πού μοῦ λές αὐτά.
-Δέν εἶμαι πνευματικός σου; Δέν ἔρχεσαι ἐδῶ, δέν ἐξομολογεῖσαι, δέν σοῦ διαβάζω εὐχή καί πηγαίνεις καί μεταλαβαίνεις; Δέν ἔχω ὑποχρέωση νά σοῦ πῶ ἔτσι; Τί θά πεῖ σ’ἐκβιάζω; Πρέπει νά μάθεις νά ὑπακούεις, νά ταπεινώνεσαι»[37].
Ὁ Γέροντας ἔχει ὑποχρέωση νά κόβει τό θέλημα τοῦ ὑποτακτικοῦ του προκειμένου νά τόν βοηθήσει πνευματικά. Ἔτσι θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος διότι φεύγει ὁ ἐγωισμός, ἡ φιλαυτία πού εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν.
Ἔτσι φεύγει καί ἡ κατάθλιψη.
Ἐργασία μέ ἐνθουσιασμό καί ὑπακοή
Γιά νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν δαιμονική κυριαρχία, τό πάθος τοῦ ἐγωισμοῦ, πού ὁδηγεῖ στήν κατάθλιψη, ὁ Γέροντας ὑπεδείκνυε, ὅπως ἐλέχθη, τό φάρμακο τοῦ Θείου Ἔρωτα. Ἄλλα βοηθητικά μέσα, πού πρότεινε καί χρησιμοποιοῦσε ὁ Γέροντας εἶναι ἡ ἐνθουσιαστική ἐργασία, ἡ ἐνασχόληση μέ τήν μουσική ἤ κάτι ἄλλο, πού ἀρέσει στόν ἄρρωστο. Ὁ ἐνθουσιαστικός τρόπος δράσης, ἐργασίας κ.λ.π. βοηθεῖ στό νά βγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν δαιμονική κυριαρχία τῶν παθῶν καί τήν κατάθλιψη.
Ἔλεγε σέ ἕναν τέτοιο καταθλιπτικό ὑποτακτικό: «Νά πᾶς αὔριο, νά ξυπνήσεις, στόν Παράκλητο νά λειτουργηθεῖτε καί νά ἔρθετε νά φυτέψουμε. Καί ἔτσι τό ἔκανε. Καί τοῦ λέω, κοίταξε ἐδῶ, αὔριο στήν ἐργασία θά πᾶς, ἀλλά ξέρεις, λέω, πῶς θά δουλεύεις; Θά μέ θυμᾶσαι ἔμένανε καί θά λές: Ὁ γέροντας μοῦ εἶπε νά δουλεύω σάν τρελός. Θά παίρνεις τό φτυάρι προύπ, προύπ, νά πετᾶς τήν πέτρα ἔξω, ὅταν δεῖς ξεύρω καί ἐγώ… Μοῦ λέει, τί νά δουλεύω σάν τρελός;
Σάν τρελός, τοῦ λέω.
Ἅμα ἔχει ὁ ἄνθρωπος ἐνθουσιασμό, τοῦ λέω, κάνει κάτι πού οἱ ἄλλοι τόν βλέπουνε καί γελοῦνε, ἐνῶ αὐτός ζεῖ μιά ζωή ἔτσι ἐνθουσιαστική»[38].
Ὁ ἐνθουσιασμός ἔστω καί ἐξωτερικός, δηλ. ἡ ἐνεργητική συμμετοχή, ἔστω μέ τό σῶμα, στήν ὑπακοή προκαλεῖ μιά πρώτη ἔξοδο ἀπό τήν κατάθλιψη. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ θά συμπληρώσει τό ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, ἄν ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ. Ἡ ταπείνωση τοῦ σώματος λόγω τῆς ὑπακοῆς καί τῆς κοπιαστικῆς σωματικῆς ἐνθουσιαστικῆς ἐργασίας, συνταπεινώνει τήν ψυχή.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος κάνει τήν προετοιμασία γιά νά ἔλθει ἡ Θεία Χάρη καί νά φθάσει στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ὁπότε καί θεραπεύεται. Ἡ ἐργασία, τό ἐνδιαφέρον γιά τή ζωή, ἀλλά κυρίως τό ἐνδιαφέρον γιά τή Θρησκεία θεραπεύουν τήν κατάθλιψη.
Συμβούλευε ὁ Γέροντας: «Ἔπειτα ἕνα ἄλλο πράγμα πού ἤθελα νά σᾶς πῶ εἶναι ἡ ἐργασία, εἶναι τό ἐνδιαφέρον γιά τή ζωή. Ἡ τέχνη, ὁ κῆπος, τά λουλούδια, πολύ σπουδαῖα πράγματα. Ἡ μελέτη στήν Ἁγία γραφή, τά ἐνδιαφέροντα στή Θρησκεία, στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Τί νά τούς κάνεις τούς ψυχιάτρους καί τούς ψυχαναλυτάς καί τά ψυχοφάρμακα καί τά ναρκωτικά»[39].
Δέν χρειάζονται οἱ ψυχίατροι καί τά φάρμακα παρά μόνο ἐάν ἔχει βλαφτεῖ τό νευρικό σύστημα τοῦ ἀνθρώπου λόγῳ τῆς βαριᾶς ψυχικῆς νόσου.
Τό φάρμακο τῆς κατάθλιψης εἶναι ἡ ταπείνωση καί ὁ θεῖος ἔρωτας. Σέ πρώτη φάση βοηθοῦν ἡ ἐνθουσιαστική ἐργασία καί ἡ ἐνασχόληση μέ κάτι πού θά κινήσει τό ἐνδιαφέρον τοῦ ἀνθρώπου καί θά κινητοποιήσει τό σῶμα του.
Περίπατος στό βουνό, ἀνάμνηση ὡραίων στιγμῶν τοῦ παρελθόντος.
Διηγεῖται μία κυρία τῆς ὁποίας πρόσφατα εἶχε κοιμηθεῖ ὁ σύζυγος τί τῆς εἶχε ὑποδείξει ὁ Γέροντας Πορφύριος νά κάνει ὅταν μελαγχολοῦσε καί καταθλιβόταν γιά τόν θεωρούμενο ἀπ’ αὐτήν «πρόωρο» θάνατο τοῦ συζύγου της: «Μέ βοήθησε πάρα πολύ ὁ Γέροντας τίς στιγμές ἐκεῖνες, πού εἶναι φυσικό νά σέ πιάνει ἡ κατάθλιψη κι ἀρχίζουν νά σέ βασανίζουν τά ἐρωτηματικά: «Γιατί, Θεέ μου, γιατί τόσο νωρίς;» Ἐνίωθα τότε μία ἀκηδία κι ἕνα βούλιαγμα στό κάθισμα καί δέν μποροῦσα νά σηκωθῶ.
Μέ συμβούλευσε τότε: «Μόλις αἰσθάνεσαι αὐτό τό πράγμα, νά πετάγεσαι ὄρθια, καί νά πηγαίνεις μία βόλτα στό βουνό». Κι ὅταν τόν ρώτησα πῶς νά ἔβγαινα ἔξω ἅμα ἦταν βράδυ, μοῦ ἀπάντησε: «Ἅμα δέν μπορεῖς νά βγεῖς, νά φέρνεις στό νοῦ σου ὅλο ὡραῖες εἰκόνες, ὅπως, ἄς ποῦμε, ἐκεῖνο τό πάρκο, πού εἴχατε ἐπισκεφθεῖ μέ τόν ἄνδρα σου καί τά παιδιά σου, ἤ ἐκεῖνο τό ὡραῖο ἡλιοβασίλεμα, πού ἀπολαύσατε στή θάλασσα. Θά διώχνεις τούς ἄσχημους λογισμούς καί θά λές: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τόν ἄνδρα μου, ἐλέησε κι ἐμᾶς». Μοῦ ἐμφύσησε, ἀκριβῶς, αὐτή τήν πεποίθηση ὅτι ὑπάρχει ἐπικοινωνία μεταξύ τῆς ζώσας (Σ. σ.: Ἐνν. τῆς στρατευομένης) καί τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας»[40].
Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος ἀναπαύει τούς γύρω του ἐνῶ ὁ ἀσθενής καί δαιμονοκρατούμενος ταλαιπωρεῖ τό περιβάλλον του χωρίς νά τό θέλει.
Οἱ καταθλιπτικοί βασανίζουν αὐτούς πού γνωρίζουν χωρίς νά τό θέλουν. Εὐχαριστιοῦνται ἀπ’ αὐτό διότι ἐνεργοῦνται ὑπό τοῦ μισανθρώπου διαβόλου. Φανερώνεται ἀπ’ αὐτό ἡ αἰτία τῆς κατάθλιψης, πού εἶναι τά πάθη καί οἱ ἀντίστοιχοι μ’ αὐτά δαίμονες πού τά ὑποκινοῦν.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας «Οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουνε αὐτά τά ἀντιδραστικά, αὐτή τή συνήθεια,... τούς ἀνθρώπους πού γνωρίζουνε ἐννοοῦν νά τούς παιδεύουνε, μέ διάφορα καμώματα, δηλαδή, ἄχ, δέν μπορῶ τοῦτο, ἐκεῖνο, ξεύρω κι’ἐγώ καί οἱ γύρω τους βλέπουνε αὐτουνούς πού ὑποφέρουν καί καταθλίβονται καί αὐτοί ὑποφέρουν. Καταλάβατε; Ἀλλά αὐτοί πού πάσχουν ὅμως, ὅταν βλέπουν τούς ἄλλους νά ὑποφέρουν μαζί τους εὐχαριστιοῦνται καί τό κάνουνε πιό πολύ. Θά πεῖς, μωρέ, γίνεται αὐτό; Ἔ, γίνεται, ὅμως χωρίς νά τό καταλαβαίνουμε, ὁ διάβολος τό ἐνεργεῖ»[41].
Οἱ καταθλιπτικοί ταλαιπωροῦν τούς γύρω τους ὅταν δέν τούς κάνουν τό θέλημα. Ἐνεργοῦνται ὑπό τοῦ πονηροῦ πνεύματος. Τό πονηρό πνεῦμα μπορεῖ νά κάνει καί ζημιές.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας σχετικά: «Νά βλέπεις τόν ἄλλον νά πέφτει κάτω, νά παθαίνει τάχα ἐπιληψία γιά νά τούς κάνει νά ἐντυπωσιαστοῦν, νά τόν λυπηθοῦν, ἤ νά καταλάβουν ὅτι γιατί νά δώσουνε στόν ἀδελφό του καλά παπούτσια...Ἄν τοῦ δίνανε καί μικρή ἀφορμή, ἄρχιζε νά πετάει τίς καρέκλες, νά σπάει τά τζάμια, πάει. Δηλαδή αὐτά γίνονται μ’ ἕναν τρόπο μυστηριώδη»[42]δηλ. δαιμονικό.
Οἱ καταθλιπτικοί ταλαιπωροῦνται καί ταλαιπωροῦν τούς ἄλλους χωρίς νά τό θέλουν. «Γίνεται αὐτό χωρίς νά τό καταλαβαίνουν»[43].
Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ὑποκύπτει στόν κακό λογισμό ἐξ ἀρχῆς.
Ὁ λογισμός εἶναι ἡ ἀρχική αἰτία τῆς ἁμαρτίας, τοῦ πάθους, τῆς κατάθλιψης καί τελικά τῆς πνευματικῆς ἀσθένειας καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου.Πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά μήν ὑποκύψει στόν κακό λογισμό στήν ἀρχή του.
Ἄν δέν τό κάνει, τότε γίνεται ὑποχείριο τοῦ πονηροῦ πνεύματος. «Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἐνεργούμενος κακῶν σκέψεων, εἴτε δικῶν του, εἴτε ὑποβολιμαίων ἀπό τό πονηρό πνεῦμα, χωρίς νά τό καταλαβαίνει καί τότε παρασύρεται χωρίς αὐτοέλεγχο καί κάνει αὐτό πού κάνει, πού ἀργότερα νομίζει ὅτι δέν τό ἤθελε, ἀλλά πού στήν πραγματικότητα τό θέλησε καί αὐτός. Συνεργάζεται μέ τόν κακό λογισμό, λέει μέσα του γιά μιά στιγμή τό ναί καί ὕστερα ἀφήνεται καί δρᾶ ἀνεξέλεγκτα καί κάνει πράγματα πού ἴσως καί νά μήν τά θυμᾶται μετά. Ὅμως στήν ἀρχική στιγμή ὑπέκυψε μέ τό θέλημά του καί ἔτσι κατελήφθη ἀπό τό πάθος του.
Αὐτό ὁ Γέροντας τό ὀνομάζει μυστηριώδη τρόπο. Γιατί δέν εἶναι ἀμέσως ἀπό ὅλους ἀντιληπτό, εἶναι ὅμως ἀλήθεια ὅτι συμβαίνει. Γι’ αὐτό χρειάζεται προσοχή στήν πρώτη στιγμή, πού ἔρχεται ὁ κακός λογισμός, νά τόν περιφρονήσουμε καί νά στραφοῦμε ἀμέσως στόν Χριστό γιά νά μή μᾶς πιάσει καί μᾶς αἰχμαλωτίσει τήν θέληση καί μᾶς κάνει ὅ,τι θέλει μετά χωρίς νά ἐλέγχουμε τήν κατάσταση»[44].
Οἱ καταθλιπτικοί, οἱ κλειστοφοβικοί, χωρίς νά τό θέλουν νά ταλαιπωροῦν τούς ἄλλους. Ἔλεγε ὁ Γέροντας γιά μιά περίπτωση : «Ἤθελε νά παιδεύει τούς γονεῖς του πολύ. Τό σπίτι του, τ’ ἀδέλφια του. Λοιπόν, νά δεῖτε εἶχε ἕνα δαιμόνιον, φοβότανε νά μπεῖ μέσα στό τράμ. Καί τόν πατέρα του, ὅταν πηγαίνανε κάτω, διαρκῶς τόν ἔβαζε καί πλήρωνε καί τόν ἐγύριζε μέ ταξί, καί ἄλλα πολλά. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐνῶ ἐγώ τόν ἐκανόνισα νά πάει νά φύγει ἀπό τούς γονεῖς του, γιά νά ἐλευθερωθεῖ ἀπ’ αὐτά τά πράγματα. Ἔ, μέ τήν εὐλάβεια ὅλη, πού ἐδόθηκε εἰς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τά πέταξε ὅλα. Καταλάβατε; Καί τό ἔχω δεῖ σέ πολλούς αὐτό τό πράγμα. Βρέ παιδιά, αὐτό βασανίζει σήμερα τόν κόσμο, αὐτά τά πράγματα τά πειρασμικά πού πιάνουνε σάν, σάν διαβολικά πράγματα τούς νέους καί φεύγουνε ἀπό τά σπίτια τους καί τά βάζουνε μέ τούς γονεῖς τους, καί παρατᾶνε τά γράμματα καί αὐτό»[45].
Ὁ ἄνθρωπος «ἀνοίγει πόρτα» στόν πονηρό ὁπότε ἐνεργεῖται ὑπ’ αὐτού καί μπορεῖ νά φαίνεται ὅτι πάσχει ἀκόμη καί ἀπό ἐπιληψία. Ἔλεγε ὁ Γέροντας σέ ἕνα πνευματικό του παιδί, πού φαινόταν νά πάσχει ἀπό ἐπιληψία, ἀλλά στήν πραγματικότητα γινόταν ἐνεργούμενο ὑπό πονηροῦ πνεύματος, ὅτι εἶχε πολύ μεγάλο ἐγωισμό πρᾶγμα πού ἐκδηλωνόταν μέ τήν ἐπιθυμία της νά τήν ἀγαποῦν ὅλοι.
Καταπολέμηση τῆς ζήλειας τοῦ φθόνου, καί τῆς ἐπιθυμίας νά μᾶς ἀγαποῦν.
Ὁ ἐγωισμός ἔχει ποικίλες μορφές καί ἀποτελέσματα. Τέτοια φοβερά τέκνα του πού δημιουργοῦν μεγάλη θλίψη καί κατάθλιψη στόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ ζήλεια, ὁ φθόνος καί ἡ ἐπιθυμία νά μᾶς ἀγαποῦν. Ὁ Γέροντας Πορφύριος τόνιζε ὅτι ὁ πνευματικός ἄνθρωπος πρέπει ὅλα αὐτά νά τά καταπολεμᾶ.
Ἔλεγε σέ πνευματικό του παιδί: ««Μακριά ἀπό τή Ζήλεια. Τόν κατατρώγει τόν ἄνθρωπο. Ἀπό φθόνο, μία Μοναχή πρός ἄλλη, τήν φαντάστηκε νά ἀσχημονεῖ μέ τόν πνευματικό, καί τό ἔλεγε σάν πραγματικότητα.
Ὅλα γίνονται στό φθονερό ἄνθρωπο. Ἐγώ τά ἔζησα. Οἱ ἄνθρωποι μέ εἶχαν γιά καλό καί ἐρχόντουσαν πολλοί γιά νά ἐξομολογηθοῦν. Καί μοῦ τά ἔλεγαν μέ εἰλικρίνεια.
Μακριά ἀπό αὐτά τά γυναικίστικα παράπονα. Τό Χριστό, μωρέ, τό Χριστό νά ἀγαπήσουμε μέ πάθος, μέ Θεῖο Ἔρωτα.
Εὐτυχισμένος ὁ μοναχός πού ἔμαθε νά ἀγαπάει ὅλους μυστικά. Δέν ζητᾶ ἀπό τούς ἄλλους ἀγάπη, οὔτε τόν νοιάζει νά τόν ἀγαποῦν.
Ἐσύ ἀγάπα ὅλους, καί προσεύχου μυστικά μέσα σου. Ξεχύνε τήν ἀγάπη σου πρός ὅλους. Καί θά ἔλθει ὥρα πού θά ἀγαπᾶς ἀβίαστα. Καί θά νιώθεις, ὅτι ὅλοι σ'; ἀγαποῦν. Ἕνα κοσμικό τραγούδι λέει:
«Μή μοῦ ζητᾶς νά σ' ἀγαπῶ.
Ἡ ἀγάπη δέν ζητιέται.
Μέσα στά φύλλα τῆς καρδιᾶς
μονάχη της γεννιέται».
Πάρ' το πνευματικά. Ἐσύ σκόρπα φυσικά, ἀπό τήν καρδιά σου, τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Μερικοί μοναχοί, ἰδίως γυναῖκες, λένε:
- Μ' ἀγαπᾶς;
- Γιατί δέν μ' ἀγαπᾶς;
Πώ πώ! Πόσο μακριά εἶναι ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!
Φτώχεια, πνευματική φτώχεια.
Μή σέ νοιάζει ἄν σ' ἀγαποῦν. Ἐσύ μόνο ξεχείλιζε ἀπό ἀγάπη Χριστοῦ πρός ὅλους. Καί τότε μυστικά ἔρχεται μία μεταβολή, μία ἀλλαγή σ' ὅλο τό σύνολο. Αὐτό πού σοῦ λέω εἶναι ἡ καλύτερη ἱεραποστολή»[46].Πράγματι:
Ὁ πνευματικά ὑγιής δέν ἀποζητᾶ τήν ἀγάπη τῶν ἄλλων, οὔτε τό ἐνδιαφέρον τους γιαυτόν.
Ὅταν θέλουμε νά μᾶς ἀγαποῦν φανερώνουμε τήν ἄρρωστη ἀγάπη πού ἔχουμε στόν ἑαυτό μας καί τόν ἐγωκεντρισμό μας. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μεγάλο ἐγωισμό θέλει νά εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς ὅλων. Ἐπίσης ζηλεύει ὅταν ἀγαποῦν ἄλλους, αὐτοί, πού περιμένει νά ἀγαποῦν αὐτόν.
Ἔλεγε στήν προηγουμένως ἀναφερθεῖσα πνευματική του θυγατέρα, γιά τήν ὁποίαν νόμιζαν ὅτι πάσχει ἀπό κρίσεις ἐπιληψίας: «Ἐσύ ἔχεις μεγάλο ἐγωισμό μέσα σου, θέλεις νά σ’ ἀγαποῦνε ὅλοι. Καί πολλές φορές, ὅταν δεῖς τούς γονεῖς σου νά περιποιοῦνται κάποιον ἀδερφό σου, ἔ! Τό κάνεις μόνη σου. Ξεύρεις πῶς γίνεται αὐτό τά πράγμα, καί κάνεις ἔτσι καί τό κάνεις. Δηλαδή, ἀνοίγεις, σέ κυριεύει ὁ δαίμονας καί ἀπό κεῖ καί πέρα τά χάνεις. Πέφτεις κάτω, ἀφρίζεις, χτυπιέσαι, δαγκάνεις τά χείλη σου, γιά θυμήσου το, τῆς λέω, ρέ κόρη; Ἔ! αὐτό τό κάνω, μοῦ λέει. Λέω, πῶς τό κάνεις, γιατί τό κάνεις; Νά ὅταν μέ στενοχωρήσουν δέν ἔχω τίποτ’ἄλλο νά κάνω, κάνω αὐτό γιά νά τό καταλάβουν νά μή μέ στενοχωροῦν, νά μ’ ἀγαποῦν καί νά μοῦ φέρνουνε ἐκεῖνο πού θέλω »[47]. Οἱ φαινομενικά κρίσεις ἐπιληψίας δέν ἦταν παρά ἐκδηλώσεις ζήλειας καί πληγωμένου ἐγωισμοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος δέν τό καταλαβαίνει πολλές φορές ὅτι ἐνεργεῖ μέ πολύ ἐγωισμό διότι καταλαμβάνεται καί αἰχμαλωτίζεται ἀπό τόν πονηρό. Ἀρχικά ὅμως ἑκούσια ὑποχωρεῖ στόν πονηρό.
Ὁ πνευματικά ὑγιής προσεύχεται ἀδιάλειπτα ὁπότε ἐμποδίζει τόν πονηρό νά κυριαρχήσει ἐπάνω του. Στήν ἀρχή τῆς δαιμονικῆς προσβολῆς ἀντί νά ταραχθεῖ, προσεύχεται καί ὁ πονηρός ἀπομακρύνεται.
Πρέπει κανείς εὐθύς περευθύς νά «κλείνει τήν πόρτα» στόν πονηρό διά τῆς προσευχῆς.
Διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Ἔλεγα στόν κύριο… νά κάνει κάτι. Μοῦ λέει, δέν μπορῶ. Τοῦ λέω, ρέ παιδί μου κάνε μου τή χάρη καί ἐγώ, γέρος παπᾶς εἶμαι, θέλω νά μοῦ κάνεις αὐτό τό πράγμα. Ὄχι, δέν μπορῶ. Ἤμασταν κάτω στό ὑπόγειο. Λοιπόν, μοῦ λέει, δέν τό λέει ἡ ἐπιστήμη αὐτό. Τοῦ λέω, ρέ παιδί μου, τί τήν θές τήν ἐπιστήμη; Νά πᾶς νά κάνεις αὐτό τό πράγμα, εἶναι ἀνάγκη, δέν ἔχω ἄλλονε.
Ἐγώ δέν μπορῶ.
Ἐκείνην τήν στιγμή, ρέ παιδιά, ἔτσι μοῦ ἦρθε, πῶς νά σοῦ πῶ, κάτι κακό. Δηλαδή, ν’ἀγανακτήσω ἐναντίον του. Λοιπόν, τό κατάλαβα. Τό μυστικό εἶναι νά τό προλαβαίνεις. Ἄμα τό ἀφήσεις καί σέ πιάσει, πάει σ’ἔπιασε. Λοιπόν, ἐκεῖ πού ἤθελα, λοιπόν, νά φωνάξω μέ ἀγανάκτηση καί τέλος πάντων, ξέρω κι’ἐγώ τί νά τοῦ κάνω, ἐνεπνεύσθηκα ὡραία προσευχή, ἐκείνην τή στιγμή»[48].
Ἀκόμη καί ὁ γέροντας κινδύνεψε ἀπό τόν θυμό, τήν ἀγανάκτηση καί τό νά πέσει σέ ἀντιπάθεια πρός τόν πλησίον. Χρειάζεται πολύ νά προσέχουμε (ἀπαραίτητη ἡ νήψη).
Κλείσιμο τῆς τηλεόρασης καί τῶν βιντεοπαιγνιδιῶν.
Ἐκτός τῶν φοβερῶν ἄλλων κακῶν (ἀνηθικότητα, βία, παθητικότητα, μή ἀνάπτυξη τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου,πλύση ἐγκεφάλου, καταλαλιά καί κατάκριση) πού φέρνει μαζί της τό «κουτί τοῦ διαβόλου» ὅπως τό ἔλεγε προφητικά ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός τώρα προστέθηκε καί μία ἐπιπλέον ἐπιστημόνική γνώση: Ὅτι ἡ τηλεόραση καί τά βιντεοπαιγνίδια προξενοῦν ἐφηβική κατάθλιψη. Ἡ πολύωρη παρακολούθηση τηλεόρασης ἤ βιντεοπαιχνιδιῶν, μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ κατάθλιψη τούς ἐφήβους, σύμφωνα μέ νέα ἐπιστημονική μελέτη, πού κρούει τόν κώδωνα κινδύνου γιά τίς ἐπιπτώσεις στήν ψυχική ὑγεία τῶν παιδιῶν ἀπό τή συνεχῆ ἐπίδραση τῶν ἠλεκτρονικῶν μέσων.
Ὅπως ἀναφέρει τό Γαλλικό Πρακτορεῖο, ἡ ἔρευνα τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Πίτσμπουργκ τῶν ΗΠΑ, μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μπράιαν Πρίμακ καί δημοσιεύτηκε στό ἐπιστημονικό ἔντυπο Archives of General Psychiatry.
Ἐξετάστηκαν χιλιάδες ἔφηβοι, πού δέν εἶχαν ἐμφανίσει κατάθλιψη τό 1995, πρίν ἐμφανιστοῦν εὐρέως τό Ἴντερνετ καί τά DVD, ἀλλά ἑπτά χρόνια μετά, ὅταν οἱ συμμετέχοντες ἦταν πιά 22 ἐτῶν κατά μέσο ὅρο, τό 7,4% εἶχε ἐμφανίσει συμπτώματα κατάθλιψης.
Οἱ ἔφηβοι ἀνέφεραν ὅτι κάθε μέρα κατά μέσο ὅρο παρακολουθοῦσαν 2,3 ὧρες τηλεόρασης, 2,34 ὧρες ραδιόφωνο, 0,62 ὧρες βιντεοκασέτες καί 0,4 ὧρες ἔπαιζαν παιχνίδια στόν ὑπολογιστή (ἄλλες ἔρευνες ἔχουν δείξει ὅτι σήμερα πιά αὐτές οἱ ὧρες ἔχουν αὐξηθεῖ κι ἄλλο).
Οἱ ὧρες αὐτές ἀφαιρέθηκαν ἀπό ἄλλες ὠφέλιμες δραστηριότητες, ὅπως ἡ ἄθληση, οἱ παρέες, τό διάβασμα κ.α., ποῦ προστατεύουν ἀπό τήν κατάθλιψη. Διαπιστώθηκε ὅτι οἱ κοπέλες καί νεαρές γυναῖκες εἶναι λιγότερο πιθανό νά ἀναπτύξουν κατάθλιψη σέ σχέση μέ τούς νεαρούς, ὅταν ἀφιερώνουν τόν ἴδιο χρόνο στά ἠλεκτρονικά μέσα.
Σύμφωνα μέ τήν ἔρευνα, ἡ κατάθλιψη, πού συχνά σχετίζεται μέ τήν τρίτη ἡλικία, στήν πραγματικότητα ἀρχίζει στήν ἐφηβεία ἤ στά πρῶτα χρόνια της ἐνήλικης ζωῆς.
Οἱ ἐρευνητές ἐπίσης ἐπισημαίνουν ὅτι ἡ συχνή ἔκθεση στά ἠλεκτρονικά μέσα μπορεῖ νά ἐνθαρρύνει τήν ἐπιθετικότητα, τό ἄγχος, τίς φοβίες καί νά παρεμποδίσει τήν ἀνάπτυξη τῆς ταυτότητας τοῦ παιδιοῦ, ἐνῶ ἄν οἱ ὧρες παρακολούθησης εἶναι νυχτερινές, τότε διαταράσσεται καί ἡ ἱκανότητα τοῦ ὕπνου.
Ἡ ἔρευνα προτρέπει τούς γονεῖς νά παρέμβουν καί νά ἐνθαρρύνουν, μεταξύ ἄλλων, τήν κοινωνική δικτύωση τοῦ παιδιοῦ.
Βέβαια ἐμεῖς γνωρίζουμε ὅτι ἡ κοινωνική δικτύωση τοῦ παιδιοῦ δέν θά προφυλάξει τό παιδί ἀπό τούς τόσους κινδύνους πού ἀνεφύησαν πρόσφατα ἀλλά ἡ «Ἐκκλησιαστική δικτύωση» δηλ. ἡ ἔνταξη τοῦ παιδιοῦ ὡς ζωντανοῦ μέλους στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἡ τακτική Ἐξομολόγηση (ἀπό τήν ἡλικία τῶν 4-5 ἐτῶν τοῦ παιδιοῦ), ἡ μέ μέτρο πνευματική ἄσκηση (μετάνοιες, κομποσχοίνι, νηστεία), ἡ τακτική Θεία Κοινωνία, ἡ καθημερινή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν Βίων τῶν Ἁγίων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (προσαρμοσμένη στήν ἡλικία τοῦ κάθε παιδιοῦ), ἡ διδασκαλία τῆς νοερᾶς ἀδιάλειπτης «εὐχῆς» (τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με») εἶναι ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιά τήν σωστή ἀγωγή τοῦ παιδιοῦ ὥστε νά ζεῖ τήν χαρά τοῦ Παραδείσου ἀπό αὐτήν τήν ζωή. Διαφορετικά θά ζεῖ τήν ἀνία, τήν πλήξη, τήν κατάθλιψη καί τήν πρόγευση τῆς Κολάσεως διά μέσου τῶν ΜΜΕ, τῶν διαφόρων βιντεοπαιγνιδιῶν, τῶν ναρκωτικῶν, τῆς ποικίλης ἁμαρτίας καί τοῦ πνευματικοῦ θανάτου πού εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐκτός Ἐκκλησίας ζωῆς.
Α4)Τό ἱερό Μυστήριο τῆς Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως.
Μετάνοια -Ἐξομολόγηση:Ἡ τέλεια θεραπευτική τῶν παθῶν καί τῆς κατάθλιψης.
Ἡ θεραπεία τοῦ ἀσθενοῦς πνευματικά ἀνθρώπου ἀρχίζει μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση. Εἰδικά οἱ ἄνθρωποι πού πάσχουν ἀπό Κατάθλιψη, ἀλλά καί ὅποιοι ἄλλοι ἀληθινά θέλουν νά μετανοήσουν, θά πρέπει νά ἀρχίζουν τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς τους μέ μία καλή Γενική Ἐξομολόγηση.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος τόνιζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται ἀπό τό κακό μέ τήν βίωση τοῦ φιλανθρωποτάτου μυστηρίου τῆς μετανοίας. Ἔλεγε: «Δέν ὑπάρχει ἀνώτερο πράγμα ἀπ' αὐτό πού λέγεται μετάνοια καί ἐξομολόγηση»[50].
Στήν ἐξομολόγηση αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος τήν συνδιαλλαγή μέ τόν Θεό, ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν ἐνοχή γιά τίς ἁμαρτίες του, γεμίζει μέ χαρά.
«Αὐτό τό μυστήριο εἶναι ἡ προσφορά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο»[51]. Καταλαβαίνουμε πόσο ὁ Θεός μᾶς ἀγαπάει, μελετώντας αὐτό τό μυστήριο.
Γιά τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχουν ἀδιέξοδα καί καταθλιπτικές καταστάσεις, διότι ὑπάρχει ὁ Πνευματικός, πού –μέ τήν ἐξουσία πού ἔχει λάβει ἀπό τόν Θεό τοῦ «δεσμεῖν καί λύειν»- συγχωρεῖ τά πάντα καί καθοδηγεῖ. Χωρίς μετάνοια, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ζήσει ἀληθινά τήν ὄντως Ζωή, δέν μπορεῖ νά εὐαρεστήσει στόν Θεό.
Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή εἶναι αὐτή πού λεπταίνει τήν ψυχή καί τήν ἁγιάζει. Ἐπισήμαινε ὁ Γέροντας, ὅτι ἄν ἁμαρτήσει ὁ ἄνθρωπος, «ἄν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχή καί γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστός τίς σχέσεις»[52].
Μέ τήν ἐξομολόγηση, ἔλεγε, «γίνεται ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἡ ἀπονέκρωση»[53]. Σύμφωνα μέ ὅλους τούς Ἁγίους Πατέρες, ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη γίνεται ὄχι μέ τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια καί σπουδή μόνο, ἀλλά κυρίως μέ τήν μυστηριακή ζωή καί μάλιστα μέ τήν ἀδιάλειπτη μετάνοια- ἐξομολόγηση.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς προέτρεπε τούς ἀνθρώπους: «Καί ἄν ἠμπορεῖτε νά ἐξομολογᾶσθε κάθε ἡμέραν, καλόν καί ἅγιον εἶναι. Εἰδέ καί δέν ἠμπορεῖτε καθ' ἡμέραν, ἄς εἶναι μία φορά τήν ἑβδομάδα καί μία φορά τόν μῆνα ἤ τό ὀλιγώτερον τέσσαρες φορές τόν χρόνον»[54].
Σημειώνει πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα: «Μία κυρία θυμήθηκε καὶ μοῦ ἀνέφερε τὰ ἑξῆς: Κάποτε ὁ γέροντάς μου εἶπε: «Πολλὲς ἀπὸ σᾶς τὶς γυναῖκες, ὅ,τι κατεστραμμένο καὶ ἄχρηστο ἔχετε, παλιὰ καὶ τρύπια κατσαρολικα, ἔπιπλα, παπούτσια καὶ ἄλλα φθαρμένα πράγματα, πάτε καὶ τὰ πετᾶτε σὲ κάποια ἀπόμερη ἀποθήκη σας, κλειδώνετε τὴν πόρτα καὶ ἡσυχάζετε. Δὲν ξέρετε ὅμως, ὅτι θὰ ἔρθει στιγμή, ποὺ αὐτὸ τὸ παλιατζίδικό σας θὰ τὸ βροῦν καὶ θὰ ἐκτεθεῖτε».Ἔμεινα ἔκπληκτος ἀπὸ τὰ λόγια του Γέροντα. Ἦταν σαφὴς ὁ συμβολισμός, ὁ ἀναφερόμενος στὰ ἁμαρτήματά μας, ποὺ δὲν ἐξαλείψαμε μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγησή μας, ἀλλὰ τὰ πετάξαμε βιαστικὰ στὴν ἀποθήκη τῆς λήθης, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐνοχλητικὴ παρουσία τους, καὶ ποὺ θὰ τὰ «βρεῖ» ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὰ ἐπαναφέρει στὴ μνήμη μας, «ἐν ἡμέρα κρίσεως». Ἤδη τὰ γνωρίζει, ἐνῶ ἐμεῖς τὰ ἀγνοοῦμε»[55].
Ὅταν ἀπωθοῦμε τίς ἁμαρτίες μας, αὐτές κάποτε θά μᾶς ἐκθέσουν, θά μᾶς ἐκδικηθοῦν. Τό δημόσιο «ρεζίλεμα» θά γίνει κατά τήν Β΄ Παρουσία τοῦ Κυρίου ὅπου θά φανερωθοῦν ὅλα τά κεκρυμμένα. Γιαυτό ἄς φροντίσουμε ἀπό τώρα νά ἀδειάσουμε τό «παλιατζίδικό» μας ὥστε νά μήν ἔχει τίποτε νά βρεῖ ὁ «ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος» κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως γιά τό ὁποῖο θά μπορεῖ νά μᾶς κατηγορήσει μπροστά στόν Θεό.
Ὄχι ἐνθύμηση τῶν ἤδη ἐξομολογημένων ἁμαρτημάτων.
Δέν πρέπει, διδασκε ὁ μακαριστός καί πάντοτε ἐξομολογούμενος Γέροντας, νά ξαναθυμόμαστε τίς ἁμαρτίες πού ἐξομολογηθήκαμε. «Ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτιῶν κάνει κακό»[56].
Μέ τήν ἐξομολόγηση συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες. Ὅταν κανείς ἐξομολογηθεῖ σωστά μέ εἰλικρίνεια, χωρίς νά κρύψει τίποτε, εἶναι περισσότερο ἀπό βέβαιο, ὅτι πῆρε τήν ἄφεση ἀπό τόν Θεό. Ἄν ἀφήσει τόν πονηρό νά τόν ταράσσει μέ τήν σκέψη: «ἄραγε συγχωρήθηκα;» καί ξαναθυμᾶται τίς ἐξομολογημένες ἁμαρτίες του, σάν νά μήν εἶναι ἀκόμη συγχωρημένες, τότε αὐτό εἶναι ἀπιστία στό μυστήριο. Εἶναι παγίδα τοῦ πονηροῦ, γιά νά μᾶς κρατεῖ σέ ταραχή καί νά μᾶς ρίξει στήν ἀκηδία καί τήν ἀπελπισία.
Ἡ ὑπερβολική λύπη γιά τά λάθη τοῦ παρελθόντος εἶναι δαιμονική παγίδα. «Δέν εἶναι ὑγιές νά λυπᾶται κανείς ὑπερβολικά γιά τίς ἀμαρτίες του καί νά ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ του φτάνοντας μέχρι τήν ἀπελπισία»[57].
Ὑπάρχουν κάποιοι πού ταπεινολογοῦν καί οἰκτίρουν τόν ἑαυτό τους γυρίζοντας στό παρελθόν, ἀπελπιζόμενοι. Αὐτοί δυστυχῶς δέν μετανοοῦν. Αὐτοεξευτελίζονται, ψευτοταπεινώνονται, μεταμελοῦνται ἀλλά δέν διορθώνονται. Βιώνουν ἕνα αἴσθημα κατωτερότητος, πού δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό πληγωμένος ἐγωισμός.
«Σημασία ἔχει» ἔλεγε ὁ Γέροντας, «τί θά κάνουμε τώρα, ἀπ’ αὐτή τή στιγμή κι ἔπειτα»[58]. Δέν πρέπει νά γυρίζουμε πίσω καί νά ἀσχολούμαστε μέ τό τί δέν κάναμε στό παρελθόν.
«Τό παρελθόν εἶναι ἕνα πτῶμα» ἔλεγε καί ἡ Γερόντισσα Γαβριηλία. Ὅποιος ἀσχολεῖται μέ «πτώματα» συνήθως μολύνεται καί ἀρρωσταίνει.
Ὁ Γέροντας βίωνε τήν μετάνοια χωρίς ντροπή. Προσέτρεχε μέ θάρρος, ἔπειτα ἀπό κάθε πτώση του, στόν Χριστό (ἐξομολογούμενος στόν Πνευματικό του) διότι τόν ἔνιωθε σάν φίλο του. Τό τόνιζε, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ φίλος μας. «Σάν φίλο νά Τόν ἀτενίζομε καί νά Τόν πλησιάζομε»[59].
Ἡ ἁμαρτία δέν πρέπει νά μᾶς χωρίζει ἀπ' Αὐτόν. Ἀντίθετα θά πρέπει νά προστρέχουμε μέ παρρησία, μέ οἰκειότητα, μέ ἐμπιστοσύνη. Δέν πρέπει νά «αἰσθανόμαστε ξένοι καί χωρισμένοι ἀπ' Αὐτόν, οὔτε ὅταν ἁμαρτάνομε»[60].
Ὁ Θεός δέν ἀλλάζει ποτέ διαθέσεις ἀπέναντί μας. Ἐμεῖς ἀλλάζουμε. Ἐκεῖνος δέν παύει ποτέ νά μᾶς ἀγαπάει ὅ,τι καί ἄν Τοῦ κάνουμε. «Ἔχομε ἐξασφαλίσει τήν ἀγάπη Του κι ὅπως καί νά φερθοῦμε, ξέρομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει»[61].
Ὅταν ἁμαρτάνουμε νά μήν διστάζουμε ἀλλά νά προσερχόμαστε λέγοντας: «Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με»[62].
Αὐτό τό θάρρος θά βασίζεται στό διαρκές καί ἀναφαίρετο αἴσθημα ὅτι ὁ Θεός μᾶς δέχεται καί μᾶς ἀγκαλιάζει τρυφερά ὅπως ὁ Πατέρας τόν ἄσωτο. Δέν εἶναι μία κατάργηση τοῦ σεβασμοῦ μας πρός τόν Θεό, ἀλλά ἡ βεβαιότητα τῆς ἀγάπης, πού τίποτα δέν εἶναι ἱκανό νά τήν καταστρέψει σύμφωνα μέ τό Ἀποστολικό: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἤ στενοχωρία...πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή...οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος...δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν»[63].
Ὁ Χριστός μᾶς ἀγαπάει πάντα καί «εἶναι τό πᾶν»[64].Αὐτά τά λόγια τοῦ Γέροντα θυμίζουν ἐκεῖνα τά λόγια τοῦ μεγάλου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού τά βάζει στό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Λέγει ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος πρὸς ἡμᾶς διά τοῦ Χρυσορρήμονος: «Ἐγὼ πατὴρ͵ ἐγὼ ἀδελφὸς͵ ἐγὼ νυμφίος͵ ἐγὼ οἰκία͵ ἐγὼ τροφὴ͵ ἐγὼ ἱμάτιον͵ ἐγὼ ῥίζα͵ ἐγὼ θεμέλιος͵ πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ· μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω· ἦλθον γὰρ διακονῆσαι͵ οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος͵ καὶ μέλος͵ καὶ κεφαλὴ͵ καὶ ἀδελφὸς͵ καὶ ἀδελφὴ͵ καὶ μήτηρ͵ πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ· καὶ ἀλήτης διὰ σέ· ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ͵ ἐπὶ τάφου διὰ σέ· ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρὶ͵ κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ͵ καὶ ἀδελφὸς͵ καὶ συγκληρονόμος͵ καὶ φίλος͵ καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τὸν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον;»[65].
Ὑπάρχει Κάποιος, πού ἔχει πεθάνει γιά μᾶς, πού μᾶς ἀγαπάει ἄπειρα. Αὐτός ὁ Κάποιος, δέν εἶναι οὔτε ὁ πατέρας μας, οὔτε ἡ μητέρα μας, οὔτε ὁ ἀδελφός μας, οὔτε ἡ ἀδελφή μας, οὔτε κάποιος ἄλλος συγγενής ἤ φίλος μας, ἀλλά ὁ Εἶς τῆς Τριάδος. Πῶς λοιπόν δικαιολογεῖται νά ντρεπόμασθε νά πᾶμε κοντά Του; Πῶς νά μήν τόν βλέπομε σάν τόν κατ' ἐξοχήν Φίλο μας.
«Εἴμαστε τό Πᾶν γι' Αὐτόν». Τί ἄλλη μεγαλύτερη παρηγοριά μποροῦμε νά ποθήσουμε γιά τόν ἑαυτό μας; Πῶς μποροῦμε νά νιώθουμε μόνοι, «πεταμένοι μέσα στό κρύο, ἀφιλόξενο καί ἀπρόσωπο σύμπαν»[66], μελαγχολικοί, ἐγκαταλελειμμένοι, ὀρφανοί, χωρίς πατέρα;
Ὁ Γέροντας ζοῦσε αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί διακήρυσσε: «Ἔτσι πρέπει νά βλέπουμε τό Χριστό. Εἶναι φίλος μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι ὅ,τι καλό καί ὡραῖο. Εἶναι τό πᾶν. Εἶναι φίλος καί τό φωνάζει: ‘’Σᾶς ἔχω φίλους, βρέ, δέν τό καταλαβαίνετε; Εἴμαστε ἀδέλφια. Ἐγώ, βρέ, δέ βαστάω τήν κόλαση στό χέρι, δέ σᾶς φοβερίζω, σᾶς ἀγαπάω. Σᾶς θέλω νά χαίρεστε μαζί μου τή ζωή’’. Ἔτσι εἶναι ὁ Χριστός. Δέν εἶναι κατήφεια, οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἐνδοστρέφεια. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Εἶναι ἡ χαρά, εἶναι τό φῶς το ἀληθινό, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά πετάει, νά βλέπει ὅλα, νά βλέπει ὅλους, νά πονάει γιά ὅλους, νά θέλει ὅλους μαζί Του, ὅλους κοντά Του. Ἀγαπήσατε τόν Χριστό καί μηδέν προτιμῆστε τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ»[67].
Γενική ἐξομολόγηση: «Ἡ Θεία Ψυχανάλυση»
Ἡ γενική ἐξομολόγηση, δίδασκε ὁ Γέροντας, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ἀπό τίς βλάβες τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτιῶν ἀλλά καί ἀπό τά ποικίλα ψυχολογικά τραύματα καθώς καί ἀπό τά βιώματα τῶν προγόνων του.
Αὐτή ἡ σπουδαία λειτουργία τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης (δηλ. ἡ θεραπεία τῶν ψυχολογικῶν τραυμάτων τοῦ ἀνθρώπου), μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Γέροντα. Μαζί μέ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τήν ἴαση ἀπό τίς πληγές, πού τοῦ προξένησε ὁ πονηρός, ὁ κόσμος καί ἡ δική του ἀμέλεια καί ραθυμία.
«Τήν ὥρα πού τά λές στόν ἐξομολόγο» δίδασκε ὁ Γέροντας «ἔρχεται ἡ Θεία Χάρη καί σέ ἀπαλλάσει ἀπ΄ὅλα τά ἄσχημα βιώματα καί τίς πληγές καί τά ψυχικά τραύματα καί τίς ἐνοχές, διότι, τήν ὥρα πού τά λές, ὁ ἐξομολόγος εὔχεται θερμά στόν Κύριο γιά τήν ἀπαλλαγή σου»[68]. Ὑπάρχουν καταστάσεις, πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤ «συμπεριφορές» στίς ὁποῖες ὑποδουλώνεται, καί οἱ ὁποῖες ὁφείλονται σέ τραύματα τῆς ἐμβρυϊκῆς ἤ παιδικῆς του ἡλικίας.
«Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει πάρει μέσα του καί τά βιώματα τῶν γονέων του καί εἰδικά τῆς μητέρας»[69]. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού «ἀκτινοβολεῖται» ἀπό τόν πνευματικό, στήν διάρκεια μιᾶς Γενικῆς Ἐξομολόγησης, ἐπουλώνει αὐτές τίς ἀνοιχτές αἱμορροοῦσες πληγές.
«Ἡ Θεία Ψυχανάλυση», ὅπως ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας, τήν ἀνωτέρω διαδικασία τῆς Γενικῆς ἐξομολόγησης, εἶναι αὐτή, πού ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή ψυχοθεραπεία. Ἐξωτερικά ἡ Γενική Ἐξομολόγηση, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Γέροντας, μοιάζει μέ τήν ψυχανάλυση. Στήν πραγματικότητα εἶναι κάτι πάρα πολύ ἀνώτερο καί ἀποτελεσματικότερο. Στήν «κοσμική ψυχανάλυση» γίνεται μία ἀναμόχλευση τοῦ συνειδητοῦ καί τοῦ ἀσυνειδήτου τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς ὅμως δυνατότητα θεραπείας. Εἶναι μία «ἀτέλειωτη κουβέντα» πού δέν ὁδηγεῖ πουθενά, ἀλλά ἀντίθετα μπορεῖ καί νά βλάψει.
Διά τῆς «κοσμικῆς ψυχανάλυσης» γίνεται καί ζημία, ἀφοῦ ὅταν κανείς α)θυμᾶται τό παρελθόν καί β) ἀσχολεῖται μέ τά ὄνειρα (καί τά δύο αὐτά οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἀπαγορεύουν νά τά κάνουμε) δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἀνακατεύει τόν βοῦρκο. Σάν ἀποτέλεσμα ἔχουμε τό θόλωμα τῆς ψυχῆς καί τήν ἀνάδοση δυσωδῶν ἀναθυμιάσεων, πού μολύνουν ἀκόμη περισσότερο τόν ἄνθρωπο.
Ἡ Γενική Ἐξομολόγηση ὅμως, ἐπειδή διοχετεύει τήν θεραπευτική Χάρη, στό συνειδητό καί τό ἀσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπου, ἐνεργεῖ σάν μία «θεία ψυχανάλυση καί ψυχοθεραπεία ἀληθινή».
Ὁ Γέροντας ἀναφέρει τέτοιες περιπτώσεις θεραπείας διά τῆς Γενικῆς Ἐξομολόγησης.
Γιά μία κυρία πού τήν ἐξομολόγησε ἔλεγε: «Τήν παρακολουθοῦσα (τήν ὥρα πού τήν ἐξομολογοῦσε) μέσα στήν ψυχή της κι “ἔβλεπα” ὅτι πήγαινε Χάρη μέσα της, ὅπως τήνε κοίταζα ἐγώ»[70]. Ὁ πνευματικός ὅταν εὔχεται ἐκπέμπει ἀκτίνες θείας Χάρης πού θεραπεύουν τόν ἐξομολογούμενο «Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ ἐξομολόγοι, ἔχουν αὐτήν τήν χάρη» ἔλεγε ὁ Γέροντας «κι ὅταν εὔχονται, τήν ἐκπέμπουν ὡς ἀγωγοί»[71].
Συμπερασματικά γιά τήν κατάθλιψη.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος βαθύς γνώστης τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί φωτισμένος ἀπό τόν Θεό μᾶς ἀποκάλυψε τά μυστικά τῆς, τόσο διαδεδομένης σήμερα στόν κόσμο, κατάθλιψης. Αἰτία τῆς κατάθλιψης εἶναι ὁ μεγάλος ἐγωισμός. Ἡ Ἐκκλησία καλλιεργώντας τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή μᾶς θεραπεύει. Ἡ ἀσκητική καί ἡ μυστηριακή ζωή μᾶς ἀπαλάσσει ἀπό ὅλα τά πάθη καί ἀπό τήν κατάθλιψη. Ἰδιαίτερα τό Μυστήριον τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως ἐνεργεῖ στόν ἄνθρωπο τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί ἑπομένως ἀπαλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν κατάθλιψη. Χαρακτηριστικά, μάλιστα, ὁ Γέροντας ὀνόμαζε τήν Γενική ἐξομολόγηση «θεία ψυχανάλυση» διότι κατ’ ἐξοχήν δι’ αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται ἀπ’ ὅλα τά λεγόμενα ψυχολογικά του προβλήματα καί ἀπό τήν κατάθλιψη.
Ἀντί νά καταφεύγουν ἀνώφελα οἱ ἄνθρωποι στά ψυχιατρεῖα, στούς ψυχολόγους καί στούς ψυχιάτρους, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν τό τί εἶναι ἡ ψυχή- πολλές φορές δέν πιστεύουν κἄν στήν ὕπαρξή της- θά πρέπει νά καταφεύγουν συχνά στό φιλανθρωπότατο Μυστήριο τῆς Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως. Αὐτό τό Πανάγιο Μυστήριο δέν εἶναι μόνο ἀληθινή καί Θεία Ψυχανάλυση ἀλλά καί ἀληθινή Θεραπεία Ψυχῆς καί Σώματος.
Ἐπιλογικά
Εἴθε ὁ σύγχρονος καταθλιμμένος ἄνθρωπος νά κατανοήσει ὅτι μπορεῖ νά βρεῖ τήν θεραπεία του διά τῆς Ἐκκλησίας καί μόνο ζώντας σωστά μέσα σ’ Αὐτήν. Ἡ τακτική Ἐξομολόγηση, ἡ Θεία Κοινωνία συνδυασμένα μέ τήν ἀσκητική ζωή, τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν βαθειά ταπεινοφροσύνη, τόν Θεῖο Ἔρωτα καί τήν ἀγάπη γιά τούς ἀδελφούς μας ἀπαλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπ΄ ὅλα τά πάθη καί ἀπό τήν κατάθλιψη πού δημιουργοῦν.
[1] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, Ἔκδοσις Ζ΄, Ἱερά Μονή Χρυσοπηγῆς, Χανιά 2006, (Στο ἑξῆς: Βίος καί Λόγοι, Ζ΄) σελ. 208.
[35] Ἀνάργυρου Ι. Καλιάτσου, Ὁ Πατήρ Πορφύριος: Ὁ Διορατικός, ὁ Προορατικός, ὁ Ἰαματικός,Ἑπτάλοφος 1996 .Παράθεση στό: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/monasticism/porfyrios1.htm
[36] Ἀνάργυρου Ι. Καλιάτσου, Ὁ Πατήρ Πορφύριος: Ὁ Διορατικός, ὁ Προορατικός, ὁ Ἰαματικός,Ἑπτάλοφος 1996 .Παράθεση στό: http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/monasticism/porfyrios1.htm
[38] Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου,Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, Ἐκδόσεις Ἡ Μεταφόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι, ἐμπεριεχόμενο φυλλάδιο (στό ἑξῆς: Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη),σελ. 18.
[40] http://1myblog.pblogs.gr/2008/08/otan-se-pianei-katathlipsh-pathr-porfyrios.html
[46] http://1myblog.pblogs.gr/2008/08/mh-zhtas-na-s-agapoyn-p-porfyrios.html
[49] http://www.paidiatros.gr/index.php?cid=10&id=1192&st=2
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου