Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Μυροβλήτης Κτήτορας τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου Ἁγίου Ὄρους
Ὁ Ἅγιος Συμεών, κατὰ κόσμο Στέφανος Α’ Νεμάνια (στὶς Βυζαντινὲς πηγὲς Νεεμᾶν), ἦταν ἡγεμόνας τῆς Σερβίας.
Ἡ ἵδρυση καὶ ἡ ὀργάνωση τοῦ πρώτου Σερβικοῦ κράτους ἀπὸ τὸν Στέφανο (1167-1169) εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴ συνένωση ὅλων σχεδὸν τῶν Σέρβων σὲ ἑνιαῖο καὶ ἀνεξάρτητο ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ κυριαρχία κράτος μὲ ἐπίκεντρο τὴ Ρασκία. Ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἰσαάκιος Β’ Ἄγγελος (1185-1195) σύνηψε, τὸ ἔτος 1190, εἰρήνη μὲ τὸν ζουπάνο τῶν Σέρβων. Ἡ ἵδρυση τοῦ κράτους ἀνέδειξε τὴν ἀνάγκη ἀναδιοργανώσεως καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σερβίας, ἡ ὁποία ὑπέφερε ἀπὸ τὴν ἀνεξέλεγκτη δράση τῶν αἱρετικῶν Βογομίλων. Ὁ υἱὸς τοῦ ζουπάνου τῶν Σέρβων Στέφανου ἀποσύρθηκε σὲ ἡλικία μόλις δέκα ἕξι ἐτῶν στὸ Ἅγιο Ὄρος. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Σάββας. Ἀργότερα, περὶ τὸ 1195, ἵδρυσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Στέφανο, ποὺ ἔγινε μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Συμεών, τὴ Μονὴ τοῦ Χιλανδαρίου μὲ χρυσόβουλλο τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Γ’ τοῦ Ἀγγέλου (1195-1203).
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1200 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ νότια πλευρὰ τοῦ καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Χιλανδαρίου. Κατὰ τὸ ἔτος 1208, ὁ ὅσιος Σάββας ἀποφασίζει νὰ προβεῖ στὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ πατέρα του καὶ τὴ μετακομιδὴ αὐτῶν στὴν πατρίδα του. Τὴν ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς ἐκχύθηκε ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα ἄφθονο καὶ εὐῶδες μύρο, συνέχισε δὲ νὰ ρέει καὶ γιὰ λίγες ἀκόμη ἡμέρες μετὰ τὴν ἀνακομιδή, ἀπὸ τὸν κενὸ πλέον τάφο. Ἦταν καὶ αὐτὸ τρανὸ δεῖγμα τῆς ἁγιότητας τοῦ Ὁσίου Συμεών, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε ἐπονομάζεται «Μυροβλήτης». Ὁ Ἅγιος Σάββας ἐναπέθεσε τὰ ἱερὰ λείψανα στὴ μονὴ τῆς μετανοίας τοῦ πατρός του, τὴ μονὴ Στουντένιτσα, ὅπου καὶ φυλάσσονται μέχρι σήμερα.
Ὁ τάφος τοῦ Ὁσίου Συμεὼν τοῦ Μυροβλήτου, φέρει σήμερα ἀργυρὸ ἐπικάλυμμα μὲ ἀνάγλυφες παραστάσεις. Ἀπὸ τὸν τάφο, μετὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων, φύτρωσε μόνο του μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ἄνευ σπορᾶς, ἕνα κλῆμα γιὰ παρηγοριὰ τῶν Πατέρων τῆς Μονῆς. Τὰ σταφύλια τοῦ κλήματος αὐτοῦ θεραπεύουν θαυματουργικὰ τὴν στείρωση τῶν ἀτέκνων γυναικῶν.
O Ἅγιος Μαρτινιανὸς
Ὁ Ἅγιος Μαρτινιανὸς καταγόταν ἀπὸ τὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.). Ἀπὸ μικρὸς ποθοῦσε τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἡσυχίας. Σὲ ἡλικία 18 ἐτῶν ἀποσύρθηκε στὸ ὄρος τοῦ Κιβωτοῦ καὶ ζοῦσε ἐκεῖ ἀσκούμενος στὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία. Κάποια γυναῖκα ἁμαρτωλὴ ἐμφανίστηκε μὲ δολιότητα στὴ θύρα τοῦ κελιοῦ τοῦ Ἁγίου καὶ παρακαλοῦσε νὰ τὴν δεχθεῖ γιὰ διανυκτέρευση μέσα στὸ κελί, διότι ἔχασε, ὅπως ἔλεγε, τὸ δρόμο καὶ κινδύνευε νὰ κατασπαραχθεῖ ἀπὸ τὰ θηρία κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύχτας. Ὁ Ἅγιος ἐνεργώντας μὲ φιλανθρωπία τὴν φιλοξένησε στὸ ἐξωτερικὸ μέρος τοῦ ἐρημητηρίου του. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ ὅμως ἀπέβαλε τὸ προσωπεῖο καὶ ποικιλοτρόπως προκαλοῦσε τὸν Ἅγιο. Ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ ἀθλητὴς πρὸς κατανίκηση τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας, ἄναψε φωτιὰ καὶ ἔριξε τὸν ἑαυτό του ἐντὸς αὐτῆς. Μόλις ἡ γυναῖκα εἶδε αὐτό, τὰ μάτια τοῦ πνεύματός της ποὺ ἔβλεπαν μόνο τὴν διαφθορά, ἀνέβλεψαν γιὰ πρώτη φορά. Ἡ ἁμαρτωλὴ γυναῖκα μετανόησε καὶ ἀφοῦ ἔφυγε ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Παῦλα καὶ σώθηκε ζώντας ὀσιακὰ
στὴ Βηθλεέμ.
στὴ Βηθλεέμ.
Ὁ Ἅγιος Μαρτινιανὸς ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο καὶ μετέβη σὲ ὕφαλο, μέσα στὴν θάλασσα, ἀσκούμενος ἐκεῖ ἐπὶ δέκα ὁλόκληρα χρόνια. Ἐπειδὴ ἔφθασε στὸν ὕφαλο μία γυναῖκα ναυαγός, ὁ Ὅσιος ἀπέφυγε τὸν πειρασμὸ καὶ ἀσκούμενος περιπλανιόταν σὲ διαφόρους τόπους. Ἔτσι ἔφθασε στὴν Ἀθῆνα, ὅπου καὶ κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη σὲ βαθιὰ γεράματα περὶ τὰ τέλη τοῦ 5ου ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰῶνα μ.Χ. Ἐνταφιάσθηκε μὲ τιμὴ ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως καὶ τὸ λαό.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ὁσίου ἐτελεῖτο στὸ Ἀποστολεῖο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. δ’.
Τὴν φλόγα τῶν πειρασμῶν, δακρύων τοὶς ὀχετοίς, ἐναπέσβεσας μακάριε, καὶ τῆς θαλάσσης τὰ κύματα, καὶ τῶν θηρῶν τὰ ὁρμήματα, χαλινώσας, ἐκραύγαζες. Δεδοξασμένος εἲ Παντοδύναμε, πυρὸς καὶ ζάλης ὁ σώσας με.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὡς ἀσκητὴν τῆς εὐσεβείας δόκιμον, καὶ ἀθλητὴν τὴ προαιρέσει τίμιον, καὶ ἐρήμου καρτερόψυχον, πολίτην ἅμα καὶ συνίστορα, ἐν ὕμνοις ἐπαξίως εὐφημήσωμεν, Μαρτινιανὸν τὸν ἀεισέβαστον, αὐτὸς γὰρ τὸν ὄφιν κατεπάτησεν.
Οἱ Ἅγιοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα οἱ Ἀπόστολοι καὶ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα ἦταν ζευγάρι Ἰουδαίων καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸν Πόντο. Κατοικοῦσαν στὴν Κόρινθο καὶ ἐξασκοῦσαν τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σκηνοποιοῦ. Ἤσαν δὲ ἄνθρωποι ἐνάρετοι καὶ εὐσεβεῖς. Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐπισκέφθηκε τὴν Κόρινθο, γιὰ νὰ διδάξει τὴν ὀρθόδοξη πίστη, τὸ ζεῦγος τοῦ προσέφερε θερμὴ φιλοξενία καθὼς εἶχε ἐντυπωσιαστεῖ μὲ τὸ κήρυγμά του. Τόσο τοὺς ἄγγιξε ὁ φλογερὸς καὶ σωτήριος λόγος τοῦ ἀπόστολου, ὥστε ἀφοῦ κατηχήθηκαν καὶ βαπτίσθηκαν ἀπὸ αὐτόν, ἀποφάσισαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὶς περιοδεῖες του ὡς βοηθοί του. O ἀπόστολος ἐντυπωσιάσθηκε τόσο ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ τὴ χριστιανική τους δράση ὥστε τοὺς μνημονεύει στὶς ἐπιστολές του γράφοντας ὅτι γιὰ τὶς προσφερθεῖσες ὑπηρεσίες τους καὶ τὸ θάρρος εἶναι εὐγνώμων ὄχι μόνον ἐκεῖνος, ἀλλὰ καὶ ὅλες οἱ ἐκκλησίες τῶν ἐθνῶν. Ἀργότερα οἱ διῶκτες τοῦ χριστιανισμοῦ τοὺς συνέλαβαν καὶ ἀποκεφάλισαν τοὺς Ἁγίους χαρίζοντάς τους μαζὶ μὲ τὸν τίτλο τῶν Ἀποστόλων καὶ τὸν τίτλο τῶν Μαρτύρων.
ΒΙΟΣ ΑΓΙΩΝ ΑΚΥΛΑ ΚΑΙ ΠΡΙΣΚΙΛΛΗΣ
Ἀρχιδιακόνου Ἰωὴλ Φραγκάκου
Ἱεροῦ Ναοῦ Ἀκύλα καὶ Πρισκίλλης
Ἐδέσσης
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ μάρτυρες Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα κατάγονταν ἀπὸ τὸν Πόντο καὶ μάλιστα κατὰ τὴν παράδοση ἀπὸ τὴν Σινώπη. Ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (18, 2-3) πληροφορούμεθα ὅτι ἤσαν «σκηνοποιοὶ τὴ τέχνη». Ἄδηλος εἶναι ὁ χρόνος προσελεύσεως τῶν στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀσπάσθηκαν τὴν Χριστιανικὴ πίστη στὴν Ρώμη, ὅπου μετέβησαν ἐκ Πόντου; Ἢ ἐβαπτίσθησαν ὑπὸ τοῦ Παύλου εἰς τὴν Κόρινθο καὶ «ἤσαν αὐτῶ καθυπηρετούμενοι καὶ δουλεύοντες καὶ κατὰ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν ἀκολουθοῦντες καὶ συγκινδυνεύοντες ἐν πάσι πειρασμοίς», ὡς ἀναφέρει τὸ Συναξάρι; Ὅταν τὸ διάταγμα τοῦ Κλαυδίου (49-50 μ.Χ.) ὑποχρέωσε τοὺς Ἰουδαίους νὰ ἀναχωρήσουν ἐκ Ρώμης, τὸ εὐσεβὲς ζεῦγος ᾖλθε στὴ Κόρινθο, ὅπου ὠσαύτως ἐργάζονταν ὡς σκηνοποιοί. Σχετικὴ μνεία ποιεῖται ὁ Λουκᾶς εἰς τὶς Πράξεις, ὅταν ἀναφέρει ὅτι ὁ Παῦλος εἰς τὴν Κόρινθο «εὕρων τινὰ Ἰουδαῖον ὀνόματι Ἀκύλαν, Ποντικὸν τῷ γένει, προσφάτως ἐληλυθότα ἀπὸ τῆς Ἰταλίας, καὶ Πρισκίλλαν γυναῖκα αὐτοῦ, διὰ τὸ διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῆς Ρώμης, προσῆλθεν αὐτοὶς καὶ διὰ τὸ ὁμότεχνον εἶναι ἔμεινε παρ’ αὐτοὶς καὶ εἰργάζετο».(18, 2-3).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σὲ σχετικὴ ὁμιλία του λίαν ἐπαινετικῶς ἐγκωμιάζει τὴν εὐσεβῆ ξυνωρίδα τῶν Ἀποστόλων. Οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι οὗτοι, γράφει, ἐνῷ δὲν εἶχαν περιουσία χρημάτων, «πλούτου παντὸς εὐπορωτέρου ἐκέκτηντο γνώμην». Εἶχαν ἀγαθὴ προαίρεση καὶ βαθεῖα πίστη. Θυσίασαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὴν ἄνεσή τους στὴν διακονία τοῦ Παύλου. Φιλοξένησαν αὐτὸν στὴν οἰκία τους. Καθ’ ἑκάστη ἡμέρα ἀπέθνησκον μετὰ τοῦ Παύλου καὶ ἤσαν ἕτοιμοι ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ θέσουν εἰς κίνδυνο τὸν τράχηλό τους γι’ αὐτόν. Ἄλλωστε ὁ στενὸς σύνδεσμος τούτων φαίνεται καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ἀκολούθησαν τὸν Παῦλο εἰς τὴν Ἔφεσο (Πράξεις 18, 18-19). Αὐτὸ μαρτυρεῖ ὅτι «οὐ μικρᾶν καὶ ἡδονὴν καὶ ὀφέλειαν καὶ δόξαν ἐκαρπώσαντο νῦν, Παύλω τοσούτον συζήσαντες χρόνον».
Σημαντικὸς σταθμὸς τῆς ζωῆς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀκύλα καὶ Πρισκίλλης ἐν Ἐφέσῳ εἶναι ἡ κατήχησις ὑπ’ αὐτῶν τοῦ Ἀπολλώ. «Ἀκούσαντες δὲ αὐτοῦ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα προσελάβοντο αὐτὸν καὶ ἀκριβέστερον αὐτῶ ἐξέθεντο τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ. 18, 26). Καὶ ἐδῶ εἶναι τὸ θαυμαστό! Οἱ σκηνοποιοὶ καὶ ἰδιῶτες τὸν λόγο παρέλαβαν διὰ νὰ κατηχήσουν εἰς Χριστὸν ἀκριβέστερο «ἄνδρα λόγιον καὶ δυνατὸν ἐν ταὶς Γραφαίς».
Τόσο πολὺ ἀγάπησε αὐτοὺς ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος διὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν πρὸς τὸν Χριστὸν πίστη τους, ὥστε νὰ μνημονεύει αὐτῶν εἰς τρεῖς ἐπιστολές του, ἤτοι τὴν Α’ πρὸς Κορινθίους, τὴν πρὸς Ρωμαίους καὶ τὴν Β’ πρὸς Τιμόθεον. Η Α’ πρὸς Κορινθίους συνετάγη εἰς τὴν Ἔφεσο, ἔνθα ὁ Ἀπόστολος γράφει : «Ἀσπάζονται ὑμᾶς ἐν Κυρίῳ πολλὰ Ἀκύλας καὶ Πρίσκιλλα σὺν τὴ κατ’ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησία» (16,19). Καὶ ἐδῶ φαίνεται ὅτι ἡ ἀρετὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων δὲν ἦταν μικρή, ἀφοῦ κατόρθωσαν τὸν οἶκον τους νὰ τὸν καταστήσουν μικρὴ Ἐκκλησία. Τὸ ὑπεροχώτερο ὅμως ἐγκώμιο ὁ Παῦλος διὰ τὴν σεπτὴ αὐτὴν δυάδα τῶν ὁμοτέχνων του τὸ ἔπλεξε εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ (16, 3-4) : «Ἀσπάσασθε Πρίσκιλλαν καὶ Ἀκύλαν τοὺς συνεργούς μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, οἵτινες ὑπὲρ τῆς ψυχῆς μου τὸν ἑαυτῶν τράχηλον ὑπέθηκαν, οἲς οὐκ ἐγὼ μόνος εὐχαριστῶ, ἀλλὰ καὶ πᾶσαι αἳ ἐκκλησίαι τῶν ἐθνῶν, καὶ τὴν κατ’ οἶκον αὐτῶν ἐκκλησίαν». Καὶ εἶναι κανεὶς νὰ ἐκπλήσσεται. Εὐεργέτες τῶν Ἐκκλησιῶν οἱ σκηνοποιοί! «Οἱ μὲν ἐν ἀξιώμασι καὶ δυναστείαις σεσίγηνται, ὁ δὲ σκηνοποιὸς μετὰ τῆς γυναικὸς ἄδονται πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης». Τέλος ἐνθυμεῖται αὐτοὺς ὅταν γράφει τὸ 67 μ.Χ. πρὸς τὸν Τιμόθεο, ἐπίσκοπο ἐν Ἐφέσῳ, ἔνθα καὶ εὐρίσκετο τότε τὸ ζεῦγος (Β’ Τίμ. 4, 19). Οὗτοι κατὰ τὴν παράδοση πολλὰ θαύματα ποιήσαντες καὶ «ὕστερον πιασθέντες ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, ἀπεκεφαλίσθησαν καὶ ἔτσι ἐδιάβηκαν ἀπὸ τὴν γῆν εἰς τοὺς Οὐρανούς».
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσαντες καὶ φωτισθέντες τὸν νοῦν, τὴ πίστει ἐνούμενοι καὶ συζυγία σεμνή, Ἀκύλας καὶ Πρισκίλλα ἤσαν μὲν προεστῶτες ἐκκλησίας κατ’ οἶκον, Παύλου δὲ τοῦ φωστῆρος συνεργοὶ καὶ προστᾶται. Διὸ αὐτοὺς τιμήσωμεν καὶ μιμησώμεθα.
Οἱ Ἅγιοι Πατὴρ καὶ Υἱὸς οἱ Μάρτυρες
Οἱ δυὸ αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν ἐπὶ σταυροῦ.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῶν Μαρτύρων.
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξάνδρειας
Ὁ Ὅσιος Εὐλόγιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τῶν αὐτοκρατόρων Τιβερίου Α’ τοῦ Θρακὸς (578-582 μ.Χ.), Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.) καὶ Φωκὰ (602-610 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ διακόνησε ὡς Πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια. Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας (579-607 μ.Χ.) λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Ἐλεήμονα (609-620 μ.Χ.) καὶ διῆλθε τὴν ἀρχιερατική του διακονία μὲ εὐσέβεια καὶ φόβο Θεοῦ. Ἐργάσθηκε μὲ θέρμη ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ κατὰ τῶν αἱρετικῶν ποὺ ταλάνιζαν τὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι ἔγραψε κατ’ αὐτῶν. Τὸ δὲ 588 μ.Χ. συγκρότησε τοπικὴ Σύνοδο κατὰ τῶν αἱρετικῶν Σαμαρειτῶν. Ἦταν στενὸς φίλος τοῦ Πάπα Ρώμης Γρηγορίου Α’ (590-604 μ.Χ.) καὶ συνέπραξε μὲ αὐτὸν σὲ πολλὲς ἐνέργειες, οἱ ὁποῖες ἀπέβλεπαν στὴν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τοῦ Νεστορίου καὶ τοῦ Εὐτυχοῦς, κατὰ τῶν ὁποίων ἀποφάσισαν, ἡ Γ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε στὴν Ἔφεσο τὸ 431 μ.Χ. καὶ ἡ Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συνῆλθε στὴ Χαλκηδόνα τὸ 451.
Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι, ὅταν ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος διάβασε τὴν περίφημη ἐπιστολή, μὲ τὴν ὁποία ὁ Πάπας Λέων Α’, τὸ ἔτος 449 μ.Χ., διατύπωσε ὀρθοδόξως τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὶς δυὸ φύσεις τοῦ Χριστοῦ, τὴ θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη καὶ τὴν ὁποία εἶχε ἀποστείλει πρὸς τὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανὸ (446-449 μ.Χ.), ὄχι μόνο τὴν ἐπαίνεσε καὶ τὴν ἀποδέχθηκε, ἀλλὰ καὶ διακήρυξε τὸ περιεχόμενό της πρὸς ὅλους. Ὁ Θεός, λοιπόν, θέλοντας νὰ τιμήσει καὶ τοὺς δυὸ αὐτοὺς θεράποντες, τὸν Λέοντα καὶ τὸν Εὐλόγιο, ἔστειλε ἕναν ἄγγελό του στὸν Εὐλόγιο, μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἀρχιδιακόνου τοῦ Λέοντος, ὁ ὁποῖος εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο Εὐλόγιο ποὺ ἀγωνίσθηκε γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ καὶ τήρηση τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς ἐπιστολῆς τοῦ Λέοντος.
Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 607 μ.Χ. Σῴζονται ἑπτὰ κεφάλαια ἀπὸ τὸ δογματικὸ ἔργο αὐτοῦ «Περὶ τῶν δυὸ φύσεων τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἀποσπάσματα ἀπὸ λόγο «Περὶ τριάδος καὶ τῆς Θείας Οἰκονομίας». Σῴζεται, ἐπίσης, λόγος «Εἰς τὰ Βαΐα καὶ εἰς τὸν πῶλον», ἀμφιβόλου ὅμως γνησιότητας.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος Ἀρχιεπίσκοπος Λευκορωσίας
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος, κατὰ κόσμο Γρηγόριος Ἰωσήφοβιτς Κονίσκιυ, καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια καὶ γεννήθηκε στὶς 20 Νοεμβρίου 1717 στὴν πόλη Νεζίν. Σπούδασε στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς Λευκορωσίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1795.
Ἡ Ὁσία Σεραφείμα ἐκ Ρωσίας
Ἡ Ὁσία Σεραφείμα, κατὰ κόσμο Εὐθυμία Ἐφίμοβα Μοργκατσέβα, γεννήθηκε στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1806 στὸ χωριὸ Νίνζε-Λομὼφ τῆς ἐπαρχίας Ριαζᾶν καὶ ἀσκήτεψε σὲ μονὴ τοῦ Σεζένοβο τῆς Ρωσίας. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1877.
Μνήμη Ἐγκαινίων Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς Θεοτόκου καὶ τῆς Ἁγίας Θέκλας ἐν τῷ ὄρει Ποσαλέως
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
ΠΗΓΗ:
http://anavaseis.blogspot.com/2010/02/13.html
Print this post
ΠΗΓΗ:
http://anavaseis.blogspot.com/2010/02/13.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου