Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος ὁ Ὁμολογητὴς ἔζησε καὶ ἔδρασε ἐπὶ τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορα Λέοντος Γ’ τοῦ Ἰσαύρου (717-741 μ.Χ.). Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ὁ Ὅσιος ἀφιερώθηκε στὸν ἀσκητικὸ βίο καὶ ἐκάρη μοναχός. Ἔγινε μαθητὴς καὶ ὑποτακτικὸς τοῦ Ὁσίου Προκοπίου τοῦ Δεκαπολίτου (τιμᾶται 27 Φεβρουαρίου). Ἀρχικὰ ζοῦσε σὲ κάποιο ἐρημητήριο καὶ ἀφοῦ προηγουμένως καλλιέργησε μὲ ἐπιμέλεια τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἀργότερα, ὅταν ἀνέκυψε ἡ αἵρεση κατὰ τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἀντιστάθηκε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία στοὺς εἰκονομάχους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ συνελήφθη, τιμωρήθηκε καὶ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια. Ὅταν δέ, πέθανε ὁ αὐτοκράτορας, ἀπελευθερώθηκε καὶ ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴ φυλακή, φρόντιζε γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἀρχαίας ὑγείας τῆς εὐσέβειας, παρακινώντας πολλοὺς πρὸς τὴν ἀρετὴ καὶ ἐπαναφέροντάς τους πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πίστη.
Ἔτσι ἀφοῦ ἀγωνίσθηκε ὁ Ὅσιος Βασίλειος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Βασίλειον δώρημα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ἐδείχθης Βασίλειε, ὡς βασιλεύσας παθῶν, τοὶς θείοις σου σκάμμασι, σὺ γὰρ ὁμολογία, τὸν σὸν βίον φαιδρύνας, λάμπεις δι' ἀμφοτέρων, ὡς ἀστὴρ σελασφόρος, ἐντεῦθεν τῆς ἀσάλευτου βασιλείας ἠξίωσαι.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβῶν, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σοφέ, ἐκ μέσου τῶν θορύβων, καὶ μονάσας ὁσίως, τῶν θαυμάτων εἴληφας τὴν ἐνέργειαν, καὶ τᾶς νόσους ἰάσθαι τὴ χάριτι, Βασίλειε παμμάκαρ Ἱερώτατε.
Ὁ Ἅγιος Νέστωρας ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Νέστορας καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου (249-251 μ.Χ.) καὶ τοῦ ἡγεμόνος Ποπλίου. Γεννήθηκε ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς καὶ ἀφοῦ ἔμαθε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ ἱερὰ γράμματα, ἀποστόμωνε τοὺς Ἕλληνες μὲ τὶς θεῖες γραφὲς καὶ ὁδηγοῦσε πολλοὺς πρὸς τὴν ἀλήθεια. Ὅμως κατηγορήθηκε ὅτι ἦταν Χριστιανός, συνελήφθη ἀπὸ τὸν Ἄρχοντα Εἰρήναρχο καὶ ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ ἀληθινὸ καὶ Δημιουργὸ τοῦ κόσμου. Τὸ μαρτύριο ἄρχισε. Πρῶτα τὸν κτύπησαν μέχρι θανάτου. Ἔπειτα τὸν ἔγδαραν καὶ τέλος, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιόταν τὸν Χριστό, τὸν κάρφωσαν πάνω σὲ σταυρό. Καὶ ὅσο ἦταν κρεμασμένος δίδασκε στοὺς παρευρισκόμενους τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας. Ἔτσι, δοξολογώντας τὸν Θεό, ἐξέπνευσε καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Ἕξι Μάρτυρες ἐξ Αἰγύπτου
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, τελειώθηκαν διὰ ξίφους στὴν Αἴγυπτο. Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ μαρτύρησαν μετὰ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Οὐάρου (τιμᾶται 19 Ὀκτωβρίου) στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ὁ Ἅγιος Ἀβίρκιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀβίρκιος ἢ Ἀβρίκιος τελειώθηκε διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Μακάριος, Ρουφίνος, Ἰοῦστος καὶ Θεόφιλος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ μαρτύρησαν στὴ Ρώμη τὸ ἔτος 250 μ.Χ. ἐπὶ αὐτοκράτορα Δεκίου (249-251 μ.Χ).
Οἱ Ἅγιοι Καιράλιος, Πουπούλιος, Γάιος καὶ Σεραπίων οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, μαρτύρησαν στὴν Ἀλεξάνδρεια.
Ὁ Ἅγιος Προτέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας
Ὁ Ἅγιος Προτέριος ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας. Ἦταν πρεσβύτερος στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἀλεξανδρείας καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε τὸ ἔτος 451 μ.Χ. στὴν Κωνσταντινούπολη, κατὰ τοὺς χρόνους τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ καὶ Πουλχερίας.
Ἡ Σύνοδος καταδίκασε τὸν μονοφυσίτη Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Διόσκουρο. Μετὰ τὴν καθαίρεση τοῦ Διοσκούρου, ἐξελέγη Πατριάρχης ὁ Ἅγιος Προτέριος (452-457 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος διέπρεψε στὴ Σύνοδο καὶ ἔφραξε τὰ στόματα τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν.
Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπέστρεψε στὴν Ἀλεξάνδρεια οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Εὐτυχοῦς καὶ τοῦ Διοσκούρου προκαλοῦσαν στάσεις καὶ ρήξεις καὶ ἐμπόδιζαν νὰ κατέρχεται τὸ σιτάρι στὴν Ἀλεξάνδρεια μέσῳ τοῦ Πηλουσίου, μὲ σκοπὸ νὰ πεινάσουν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ νὰ στραφοῦν κατὰ τοῦ Ἁγίου. Ὅμως ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανός, κατόπιν παρακλήσεως τοῦ Ἁγίου, διέταξε τὴν διέλευση τοῦ σιταριοῦ διὰ τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ ἔτσι σώθηκε ἡ πόλη ἀπὸ τὴν πεῖνα.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μαρκιανοῦ οἱ αἱρετικοὶ θρασύνθηκαν καὶ κατέφυγαν σὲ σατανικὲς ἐπινοήσεις, γιὰ νὰ ἐκπληρώσουν τὰ ἀσεβῆ σχέδιά τους καὶ νά ἐκθρονίσουν τὸν Ἅγιο. Ἐπικεφαλῆς αὐτῶν τέθηκε ὁ ἱερεὺς Τιμόθεος ὁ Αἴλουρος, ὁ ὁποῖος μὲ μύρια τεχνάσματα κατόρθωσε νὰ διεγείρει κατὰ τοῦ Ἁγίου Προτερίου τοὺς ἁπλοϊκοὺς μοναχοὺς τῆς Ἀλεξάνδρειας, περιερχόμενος κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας τὰ κελιὰ τῶν μοναχῶν, λέγοντας ὅτι εἶναι ἄγγελος καὶ προτρέποντας αὐτοὺς νὰ μὴν ἔχουν κοινωνία μὲ τὸν Ἅγιο.
Οἱ μοναχοὶ παρασύρθηκαν καὶ προκάλεσαν μεγάλη ταραχὴ μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἀπουσία τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητοῦ τῆς πόλεως Διονυσίου. Ὁ Ἅγιος ἀναγκάστηκε νὰ φύγει, ἀλλὰ ἐπανῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ κρύφθηκε μέσα στὴν κολυμβήθρα ἐνὸς ναοῦ. Οἱ διῶκτες του τὸν ἀνακάλυψαν καὶ τὸν κατάσφαξαν μὲ ὀξεῖς καλάμους, τὸ ἔτος 454 μ.Χ., ἐνῷ ἀνακηρῦξαν Πατριάρχη τὸν Τιμόθεο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του τὸ ἔδεσαν μὲ σχοινὶ καὶ τὸ ἔσυραν στοὺς δρόμους τῆς πόλεως. Τέλος, τὸ παρέδωσαν στὰ ζῷα καὶ τὸ ἐπίλοιπο τὸ κατέκαψαν. Καὶ ὁ νέος Πατριάρχης τολμοῦσε ὅλα αὐτὰ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, χωρὶς αὐτὸ νὰ τὸν ἐμποδίζει νὰ τελεῖ τὶς Ἀκολουθίες τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου.
Ὅταν πληροφορήθηκε τὰ γενόμενα ὁ διάδοχος τοῦ Μαρκιανοῦ, αὐτοκράτορας Λέων ὁ Μέγας ὁ Θρὰξ διέταξε νὰ δικασθεῖ ὁ Τιμόθεος ὁ Αἴλουρος κανονικὰ καὶ νὰ ἐξορισθεῖ στὴ Γάγγρα. Ὁμοίως τιμωρήθηκαν καὶ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἔλαβαν μέρος στὸ φόνο τοῦ Ἁγίου Προτερίου. Ἀντὶ δὲ τοῦ καθαιρεθέντος Τιμοθέου, Πατριάρχης ἐξελέγη ὁ Ὀρθόδοξος Τιμόθεος ὁ Σαλοφακίολος (460-482 μ.Χ.). Ὁ Λέων ἐπέβαλε τὶς ἀποφάσεις τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐξεδίωξε τοὺς μονοφυσῖτες Ἐπισκόπους Ἀλεξανδρείας καὶ Ἀντιοχείας καὶ διόρισε Ὀρθοδόξους στὴ θέση αὐτῶν.
Ἔτσι ἔζησε καὶ μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Προτέριος καὶ ἡ μνήμη αὐτοῦ ἀνθεῖ στὸ βίο τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ὁσίες Κύρα καὶ Μαράνα
Τὸν βίο τῶν Ὁσίων αὐτῶν γυναικῶν, συνέγραψε ὁ Θεοδώρητος Κύρου στὴ Φιλόθεο Ἱστορία του.
Οἱ Ὁσίες Κύρα καὶ Μαράνα κατάγονταν ἀπὸ τὴ Βέροια τῆς Συρίας καὶ ἔζησαν στὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου αἰῶνα μ.Χ. Ἡ καταγωγὴ τοὺς ἦταν ἐπίσημη καὶ εὐγενική, ἀνάλογη δὲ καὶ ἡ μόρφωσή τους. Ἡ ἀφοσίωσή τους ἦταν στραμμένη στὴν πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Ἔτσι ἐγκατέλειψαν τὸν κόσμο καὶ ἔκτισαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη περιτοίχισμα ἀπὸ πέτρες καὶ ἐπιδόθηκαν ἐκεῖ στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα. Τὴ θύρα τοῦ περιβόλου τους τὴν ἔκλεισαν μὲ πηλό, γιὰ νὰ μὴν εἰσέρχεται κανένας σὲ αὐτὸν καὶ ἄφησαν μόνο μία μικρὴ θυρίδα, γιὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς ἔξω καὶ νὰ λαμβάνουν τὴν τροφή τους. Ἀσκήθηκαν στὴ σιωπὴ καὶ ἔφεραν στὰ χέρια, τὰ πόδια, τὸν τράχηλο καὶ τὴ μέση σίδερα, γιὰ νὰ νεκρώσουν τὸ σῶμα καὶ νὰ νικήσουν τοὺς πειρασμούς.
Ὁ εὐσεβὴς πόθος τοὺς τὶς ἔφερε στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Θέκλας στὴν Ἰσαυρία, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψαν πνευματικὰ ἐνισχυμένες στὸ ἐρημητήριό τους καὶ συνέχισαν μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ ἀγαθοεργίες τὴ ζωή τους.
Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησαν, κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ παρέδωσαν τὶς ψυχὲς τους στὸ Νυμφίο Χριστό.
Ὁ Ὅσιος Βάρσος Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ
Ὁ Ὅσιος Βάρσος ἦταν Ἐπίσκοπος Δαμασκοῦ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Οἱ Ἅγιοι Νυμφᾶς καὶ Εὔβουλος οἱ Ἀπόστολοι
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Νυμφᾶς καὶ Εὔβουλος ἦταν μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὁ ὁποῖος μνημονεύει τὸν μὲν Ἀπόστολο Νυμφά, ποὺ διέμενε στὶς Κολοσσὲς ἢ στὴ Λαοδικεία, στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολή, τὸν δὲ Ἀπόστολο Εὔβουλο, ποὺ ἦταν μετὰ τοῦ Παύλου, στὴν πρὸς Τιμόθεον Β’ Ἐπιστολή.
Ὁ Ὅσιος Γερμανὸς ἐκ Ρουμανίας
Ὁ Ὅσιος Γερμανὸς τῆς Ντομπρουζία γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 358 μ.Χ. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς στὴ Ρουμανία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 405-415 μ.Χ.
Μνήμη Μεγάλου Σεισμοῦ
Ὁ Σεισμὸς ἔγινε στὴν Ἀντιόχεια τὸ ἔτος 1092. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Χιλιάδες Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες κάηκαν ἀπὸ τοὺς Μαμελούκους Τούρκους τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ.
Ἡ Ἁγία Κυράννα ἡ Νεομάρτυς
Ἡ Ἁγία Νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ἀβυσσώκα ἢ Βυρσόκα, στὴ σημερινὴ Ὄσσα τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους. Στὸ Μαρτύριό της ἀναφέρεται, ὅτι ἦταν ἐξαιρετικὰ ὄμορφη. Αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ τῆς Κυράννας, ποὺ δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ ἀντικατόπτρισμα τῆς ἐσωτερικῆς της ὡραιότητας, ἀποτέλεσε καὶ τὴν ἀφορμὴ γιὰ νά ὁδηγηθεῖ στὸ μαρτύριο, καθὼς κάποιος γενίτσαρος, εἰσπράκτορας τῶν φόρων στὸ χωριὸ τῆς Κυράννας, ποὺ τὴν ἐρωτεύθηκε, προσπάθησε ἐπανειλημμένα μὲ κολακεῖες καὶ δῶρα νὰ τὴν ἑλκύσει καὶ νὰ τὴν πείσει νὰ ἀλλαξοπιστήσει, γιὰ νὰ τὴν νυμφευθεῖ.
Ἐπειδὴ ὅμως ἡ Κυράννα δὲν ἀποδεχόταν οὔτε τὶς κολακεῖες, οὔτε πολὺ περισσότερο τὰ δῶρα τοῦ Τούρκου, αὐτὸς νομίζοντας ὅτι θὰ τὴν κάμψει μὲ τὸν φόβο, ἄρχισε νὰ τὴν ἀπειλεῖ ὅτι θὰ τὴν βασανίσει σκληρὰ καὶ τέλος θὰ τὴν θανατώσει, ἐὰν δὲν ὑποχωρήσει καὶ δὲν ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὰ τὰ μέσα ἔφεραν τὸ ποθητὸ ἀποτέλεσμα γιὰ τὸν γενίτσαρο. Τότε τὴν ὁδήγησε βίαια στὸν κριτὴ τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ψευδομαρτύρησε ἐναντίων της, ὅτι τοῦ εἶχε δηλώσει ὅτι θὰ ἀλλαξοπιστήσει γιὰ νὰ τὴ νυμφευθεῖ, ἀλλὰ τελικὰ δὲν τήρησε τὴν ὑπόσχεσή της. Ἡ Ἁγία Κυράννα μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολόγησε τὴν πίστη της στὸν Χριστό. Ἔτσι οἱ Τοῦρκοι τὴν ὁδήγησαν στὴ φυλακή.
Ὁ γενίτσαρος, ποὺ τὴν ὁδήγησε στὸν κριτή, ζήτησε καὶ ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ Ἀλῆ Ἐφέντη, μπέη τοῦ κάστρου τῆς Θεσσαλονίκης, νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Ἁγία στὴ φυλακή, ὅπου προσπαθοῦσε μὲ κολακεῖες ἀλλὰ καὶ βασανιστήρια νὰ τὴν μεταπείσει. Ὅταν ἔφυγε αὐτός, συνέχιζε τὰ βασανιστήρια ὁ δεσμοφύλακας, τὸν ὁποῖο ἔλεγχαν γιὰ τὴν σκληρότητά του, τόσο οἱ ὑπόλοιποι φυλακισμένοι, ὅσο καὶ κάποιος ἄλλος φύλακας Χριστιανός.
Κάποια φορὰ ὁ γενίτσαρος ἐπισκέφθηκε καὶ πάλι τὴν Ἁγία στὴ φυλακὴ καὶ τὴν βασάνισε μέχρι θανάτου. Ὁ Χριστιανὸς φύλακας ἐπέπληξε τότε δριμύτατα τὸν δεσμοφύλακα καὶ τὸν ἀπείλησε ὅτι θὰ τὸν καταγγείλει στὸν πασά, ἐπειδὴ ἐπέτρεπε νὰ εἰσέρχονται στὴ φυλακὴ παράνομα ἄνθρωποι ξένοι καὶ νὰ βασανίζουν τοὺς φυλακισμένους. Ἔτσι, ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ γενίτσαρος ξαναῆλθε στὴ φυλακή, φοβούμενος ὁ δεσμοφύλακας δὲν τοῦ ἐπέτρεψε τὴν εἴσοδο. Αὐτὸς τότε τὸν κατήγγειλε στὸν Ἀλῆ Ἐφέντη, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε καὶ τὸν ἐπέπληξε, γιατί παράκουσε τὶς διαταγές του. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ὁ δεσμοφύλακας ἐπέστρεψε ὀργισμένος στὴ φυλακὴ καὶ ξέσπασε πάνω στὴν Ἁγία Κυράννα, τὴν ὁποία κρέμασε καὶ ἄρχισε νὰ χτυπᾷ ἀλύπητα. Μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ θέαμα ὅλοι οἱ φυλακισμένοι, ἀκόμα καὶ οἱ Μωαμεθανοί, ἄρχισαν νά διαμαρτύρονται καὶ νὰ καταφέρονται ἐναντίων τοῦ δεσμοφύλακα, ὁ ὁποῖος ἄφησε τὴν Ἁγία κρεμασμένη καὶ ἔφυγε. Στὶς 28 Φεβρουαρίου τοῦ 1751.
Κατὰ τὶς πρῶτες πρωινὲς ὧρες ἕνα θεῖο φῶς κάλυψε ξαφνικὰ τὸ σῶμα τῆς Ἁγίας Κυράννας, ἡ ὁποία ἄφηνε τὴν τελευταία της πνοὴ καὶ ὕστερα ἐξαπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν φυλακή. Μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα οἱ Χριστιανοὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Κύριο, ἐνῷ οἱ Μωαμεθανοὶ νόμιζαν ὅτι ἦταν φωτιὰ καὶ τρομοκρατήθηκαν.
Ὁ Χριστιανὸς φύλακας, ὁ ὁποῖος πῆγε νὰ κατεβάσει τὴν κρεμασμένη Ἁγία, τὴ βρῆκε νεκρή. Στὸ μεταξὺ τὸ φῶς εἶχε ὑποχωρήσει, ἀλλὰ παρέμενε σὲ ὅλο τὸν χῶρο μία ἄρρητη εὐωδία. Ὁ φύλακας τότε, περιποιήθηκε τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Μάρτυρος, τὸ ὁποῖο τὴν ἑπόμενη ἡμέρα παρέλαβαν οἱ Χριστιανοὶ καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἔξω ἀπὸ τηνΘεσσαλονίκη. Στὸ Συναξάρι τῆς Νεομάρτυρος ἀναφέρεται ὅτι τὸ σκήνωμα τῆς Ἁγίας ἐνταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδὴ στὸ κοιμητήριο τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς.
Ὡς ἡμέρα τῆς μνήμης τῆς Νεομάρτυρος, ἀναφέρεται σὲ Λαυριωτικὸ Κώδικα ἡ 1η Ἰανουαρίου. Στὴν Ὄσσα ὅμως, ἡ Ἁγία Κυράννα ἑορτάζεται στὶς 8 Ἰανουαρίου. Αἰτία αὐτῆς τῆς ἐορτολογικῆς μετατοπίσεως ἴσως ἔιναι ὅτι ὁ ἑορτασμὸς της κατὰ τὴν 28η Φεβρουαρίου συχνὰ συνέπιπτε μὲ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, περίοδο χαρμολύπης, ἐνῷ στὶς 8 Ἰανουαρίου ἐπιπλέον οἱ κάτοικοι τῆς Ὄσσας ἦταν ὅλοι συγκεντρωμένοι στὸ χωριὸ τοὺς ἐξ’ αἰτίας τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων. Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας τιμᾶται πανηγυρικὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Ὀσσαίους τῆς Θεσσαλονίκης στὸ ναὸ τῆς Ἀχειροποιήτου κατὰ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὶς 8 Ἰανουαρίου.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος τοῦ Πσκὼφ
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ ἦταν διὰ Χριστὸν σαλός. Ἔζησε στὴν πόλη Πσκὼφ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς βασιλείας τοῦ τσάρου Ἰβᾶν τοῦ Τρομεροῦ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1576.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου