Διηγεῖται ὁ π. Πορφύριος γιά τή ζωή του στά Καυσοκαλύβια: «Ἐγώ ἐκεῖ στό Ὄρος πέρασα ζωή παραδεισένια. Πῆγα μικρός, ἀπό δώδεκα ἐτῶν, εἶχα δύο Γεροντάκια καί τούς ἔκανα ἄκρα ὑπακοή. Μέ ἔστελναν νά φέρω χῶμα, δύο τσουβάλια, γιά τά κηπάκια τους, ὥς τό μεσημέρι. Ἐγώ πήγαινα τρέχοντας, πηδώντας ξυπόλητος μέσα στά βράχια, ἀχτένιστος καί φωνάζοντας μέσ' στίς ἐρημιές: «Ἄσπιλε, Ἀμόλυντε, Ἄφθορε, Ἄχραντε...», «Κύριε Ἰησοῦἐλέησόν με» καί ἄλλα τροπάρια, πού μάθαινα ἀπ' ἔξω ἀπό τήν «Παρακλητική», ἀπό τά Μηναῖα». Ἄν μ' ἔβλεπε κανείς, θά ἔλεγε: «Πάει αὐτό τό καλογέρι τρελλάθηκε»... Ἀλλοιώθηκε ἡἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλοιώθηκε καί τό πρόσωπό μου.Διότι κάποια μέρα, πού ἔτρεχα πάλι μέ θεῖο ζῆλο στίς δουλειές πού μ' ἔστελναν, εἶδα, χωρίς νά τό ἐπιδιώξω, τό πρόσωπό μου σ' ἕνα τζάμι. Καί ἐθαύμασα πῶς ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, πού ζοῦσα στό Ὄρος, εἶχε ὀμορφήνει καί ἐξωτερικά τήν ὄψη μου. Αὐτό τό λέει καί ἡ Ἁγία Γραφή: «εὐφραινομένης καρδίας τό πρόσωπον θάλλει». Ἡ φράση αὐτή, πού χρησιμοποιεῖ ἐδῶ ὁ Γέροντας εἶναι ἀπό τό βιβλίο Παροιμίαι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (κεφ. 15 στίχ.13).(Ἀγαπίου Μοναχοῦ, Ἡ θεϊκή φλόγα πού ἄναψε στήν καρδιά μου ὁ Γέρων Πορφύριος, Ἀθῆναι 1999, σελ.24-26 ).
Στό Ἅγιον Ὄρος, ὁ π. Πορφύριος, ζώντας μέ συνεχή προσευχή, ὑπακοή καί ἄσκηση, γέμισε μέ Θεῖο Ἔρωτα, ἀλλά καί μέ ἀγάπη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο. Ὁ Θεῖος Ἔρωτας τόν θεράπευσε ἀπό κάθε ἀσθένεια τῆς ψυχῆς καί τόν ἀνέβασε σέ μεγάλα πνευματικά ὕψη.
Εἶναι ἀπαίτηση τῆς ψυχῆς μας ἔλεγε ὁ Γέροντας νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό. Χωρίς αὐτήν τήν ἀγάπη ἡ ψυχή παραμένει ἄρρωστη, ἀθεράπευτη, καχεκτική, φίλαυτη, ὑπερήφανη, καταθλιμμένη, κενή, ἀνικανοποίητη...
-Τί εἶναι ὅμως ὁ Θεῖος Ἔρωτας;
-«Ὁ θεῖος ἔρωτας», δίδασκε ὁ Γέροντας, «εἶναι μία θεία τρέλλα, πού ὅταν κυριεύσει τόν ἄνθρωπο τόν ἀλλοιώνει ψυχῇ τε καί σώματι» .
Εἶχε πάει κάποιος μοναχός στόν π. Πορφύριο καί τοῦ παραπονιόταν ὅτι στό μοναστῆρι πού ἦταν, συνέχεια ἔκαναν προσευχή καί αὐτό τόν εἶχε κουράσει.
Ὁ Γέροντας σάν ἀπάντηση τοῦ εἶπε τήν ἑξῆς ἱστορία: «Ἐρχόταν ἐδῶ μιά κοπέλλα καί ἐξομολογεῖτο. Ἦταν στήν προτελευταία τάξη τοῦ Λυκείου. Κάποτε μοῦ λέει: «Πάτερ, ἔχω ἀγαπήσει ἕνα παιδί καί δέν μπορῶ νά τό ξεχάσω. Συνέχεια τό μυαλό μου εἶναι ἐκεῖ, στό Νίκο. Λές καί ὁ Νίκος εἶναι ἐδῶ (ἔδειξε μέ τό δάκτυλο τό μέτωπό του). Πάω νά διαβάσω, ὁ Νίκος ἐδῶ. Πάω νά φάω, νά κοιμηθῶ, τίποτα. Ὁ Νίκος εἶναι ἐδῶ. Τί νά κάνω πάτερ μου;»
-Παιδί μου, τῆς εἶπα, ἐσύ εἶσαι ἀκόμα μικρή. Κάνε ὑπομονή νά τελειώσεις τό σχολεῖο καί μετά, ἐδῶ θά 'ναι ὁ Νίκος. Τώρα νά βάλεις προσπάθεια στά μαθήματά σου.
Πέρασε μιά ἑβδομάδα καί ξαναῆλθε.
-Πάτερ μου, ἀδύνατον νά συγκεντρωθῶ στά μαθήματά μου. Ὅλη μέρα, συνεχῶς, ὁ νοῦς μου, ἡ καρδιά μου εἶναι στό Νίκο. Ὁ Νίκος μοῦ ἔχει κολλήσει μέσα μου καί δέν ξεκολλάει.
(Καθώς ἔλεγε αὐτά, ἐγώ σκεφτόμουν: Μά τί σχέση ἔχουν αὐτά πού μοῦ λέει ὁ Γέροντας μέ τήν ἐρώτησή μου. Ἴσως μοῦ τό λέει νά μέ ξεκουράσει).
Ὁ Γέροντας συνέχισε (διαβάζοντας τή σκέψη μου):
-Ἐσύ τώρα θά λές: Γιατί μοῦ τά λέει αὐτά; Κι ὅμως πές μου σέ παρακαλῶ. Κάθισε αὐτή ἡ κοπέλα σέ κανένα σκαμνί;
(Ἐδῶ ὁ Γέροντας ἀναφερόταν στό χαμηλό σκαμνί, πού συνιστᾶται ἀπό ὡρισμένους πατέρες σέ ὅσους θέλουν νά κάνουν νοερά προσευχή. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι: Ἔκανε αὐτή ἡ κοπέλλα καμμιά προσπάθεια;)
-Πίεσε τόν ἑαυτό της γιά νά κολλήσει ὁ νοῦς της στό Νίκο; Ὄχι. Αὐτό ἔγινε αὐθόρμητα, ἀβίαστα μέ τήν ἀγάπη. Ἔτσι κι ἐμεῖς. Ὅταν ἀγαπήσουμε μέ Θεῖο Ἔρωτα τό Χριστό μας, τότε χωρίς καμμία βία ἤ πίεση καί στενοχώρια, θά φωνάζουμε μέ ἀγάπη τό ἅγιο ὄνομά Του.«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Κι ὅταν ἡ καρδιά εἶναι πλημμυρισμένη ἀπ' αὐτόν τόν Θεῖο Ἔρωτα, δέν χρειάζεται νά λέει ὁλόκληρη τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Πρίν τήν τελειώσει ἡ καρδιά σταματᾶ ἐκεῖ ἀπό ἀγάπη καί ἀγαλλίαση. Ἄλλοτε πάλι φωνάζει μόνο τό «Κύριε...» καί σταματᾶ. Φωνάζει μυστικά, ἀλαλήτως.
Κι ἔτσι λέγοντας αὐτά μοῦ ἔδωσε ἀπάντηση στήν πρώτη μου ἀπορία, πού μόνο τή σκέφτηκα, χωρίς νά τήν ἐκφράσω. Ἔμεινα ἄναυδος. Ἀπό ἔκπληξη σέ ἔκπληξη. Μέσα μου φούντωσε πάλι ἡ θεϊκή φλόγα καί ἔνοιωσα τήν ἐπιθυμία νά ἀρχίσω νά φωνάζω μέσα στήν καρδιά μου τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας μέ ἀκατανίκητη ἀγάπη»(Ἀγαπίου Μοναχοῦ, Ἡ θεϊκή φλόγα πού ἄναψε στήν καρδιά μου ὁ Γέρων Πορφύριος, Ἀθῆναι 1999, σελ.24-26)
Ὁ ἄνθρωπος δέν κουράζεται νά θυμᾶται τόν Θεό μέ τήν προσευχή, ὅταν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη πρός Αὐτόν.
Ἡ ψυχή ἀγάλλεται ὅταν θυμᾶται τό ὄνομα τοῦ Ἀγαπημένου Ἰησοῦ. Πολλές φορές ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά ὁλοκληρώσει τήν εὐχή. Σταματᾶ στό «Κύριε Ἰησοῦ..» ἤ στό «Κύριε..». Αὐτό συμβαίνει διότι ἡ ψυχή του τότε, ἔχει πλημμυρίσει ἀπό τήν Θεία ἀγάπη καί μακαριότητα.
Ὁ Γέροντας τά ζοῦσε αὐτά, ἀπό μικρό καλογεράκι στά Καυσοκαλύβια. Ἔτρεχε στά διακονήματα καί συγχρόνως ἔψαλλε, ἤ προσηύχετο, ἤ ἔλεγε τήν «εὐχή». Οἱ διάφοροι ἐπισκέπτες, μερικές φορές τόν παρεξηγοῦσαν, καί νόμιζαν ὅτι δέν εἶναι «καλά στό μυαλό του». Ὅμως ὁ Γέροντας ζοῦσε τόν Θεῖο Ἔρωτα, τήν θεία τρέλλα καί νοερά βρισκόταν συνεχῶς μέ τόν Κύριο .
Πηγη: Ἱερομονάχου Σάββα, Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς κατά τόν ὅσιο Γέροντα Πορφύριο
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΩΝ:
http://mw2.google.com/mw-panoramio/photos/medium/19815669.jpg
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟ ΕΡΩΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου