Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Σεβαστείας
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Λικινίου (308-323 μ.Χ.). Σπούδασε ἰατρική, ἀλλὰ προσέφερε χωρὶς χρήματα τὶς ὑπηρεσίες του, ὡς φιλανθρωπία, στοὺς πάσχοντες καὶ ἀσθενεῖς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ βοήθεια χορηγοῦσε δωρεὰν στοὺς ἀσθενεῖς τὰ φάρμακα καὶ τοὺς ἔδινε τὰ ἔξοδα τῆς νοσηλείας τους. Ἡ φιλανθρωπική του δραστηριότητα καλλιεργεῖτο στὴν ψυχή του ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Ἡ Ἐκκλησία τὸν δέχθηκε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο Σεβαστείας.
Ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ Λικινίου, ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας τὸν συνέβαλε καὶ τὸν ὑπέβαλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Οἱ στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς μὲ ραβδιά, τὸν κρέμασαν ἀπὸ ξύλο καὶ στὴν συνέχεια τὸν ὁδήγησαν δεμένο στὴν φυλακή. Ἔπειτα τὸν ἔριξαν στὸν βυθὸ μιᾶς λίμνης. Ὅμως ὁ Ἅγιος, μὲ τὴ θαυματουργικὴ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, διασώθηκε. Ἐξοργισθέντες τότε οἱ ἐχθροὶ τῆς πίστεως τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι, ὁ Ἱερομάρτυς Βλάσιος ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο τῆς δόξας τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στὸ Μαρτύριό του, τὸ ὁποῖο βρισκόταν κοντὰ στὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Φιλίππου.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως βλαστήσας ὡς δένδρον εὔκαρπον, Ἱεράρχα Κυρίου Βλάσιε ἔνδοξε, μαρτυρίου τοὺς καρποὺς κόσμω προήγαγες, καὶ θαυμάτων δωρεᾶς, ἀναβλύζεις δαψιλῶς, ὡς θεῖος Ἱερομάρτυς, τοὶς καταφεύγουσι Πάτερ, τὴ ἀντιλήψει τῆς πρεσβείας σου.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ὁ θεῖος βλαστός, τὸ ἄνθος τὸ ἀμάραντον, ἀμπέλου Χριστοῦ, τὸ κλῆμα τὸ πολύφορον, θεοφόρε Βλάσιε, τοὺς ἐν πίστει τελοῦντας τὴν μνήμην σου, εὐφροσύνης πλήρωσον τῆς σῆς, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Οἱ Ἅγιοι Δυὸ παῖδες καὶ Ἑπτὰ γυναῖκες οἱ συναθλητὲς τοῦ Ἁγίου Βλασίου
Κατὰ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Βλασίου, ἑπτὰ γυναῖκες, οἱ ὁποῖες τὸν ἀκολουθοῦσαν,
αἰσθάνθηκαν τόση ἀγανάκτηση γιὰ τὴν σκληρὴ ἀδικία καὶ θαυμασμὸ γιὰ τὸν Ἅγιο, ὥστε ἔλεγξαν τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα καὶ διεκήρυξαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Γιὰ τὴν ὁμολογία τους αὐτὴ ἀποκεφαλίσθηκαν καί, ἔτσι ἔλαβαν τοὺς στέφανους τοῦ Μαρτυρίου.
αἰσθάνθηκαν τόση ἀγανάκτηση γιὰ τὴν σκληρὴ ἀδικία καὶ θαυμασμὸ γιὰ τὸν Ἅγιο, ὥστε ἔλεγξαν τὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα καὶ διεκήρυξαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Γιὰ τὴν ὁμολογία τους αὐτὴ ἀποκεφαλίσθηκαν καί, ἔτσι ἔλαβαν τοὺς στέφανους τοῦ Μαρτυρίου.
Μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Βλάσιο ἤσαν στὴν φυλακὴ καὶ δυὸ νέοι, τοὺς ὁποίους ὁ Ἅγιος κατήχησε καὶ βάπτισε. Καὶ οἱ δυὸ συνάθλησαν μετὰ τοῦ Ἁγίου καὶ κατέστησαν κοινωνοὶ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου αὐτοῦ καὶ τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ.
Εὕρεση Τιμίων Λειψάνων τοῦ Ἁγίου Ζαχαρίου, Πατρὸς Ἰωάννου Προδρόμου
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Ζαχαρίου (τιμᾶται 5 Σεπτεμβρίου) ἀνευρέθησαν, κατὰ πληροφορία τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Δοσιθέου, τὸ ἔτος 415 μ.Χ., στὴν Ἐλευθερούπολη τῆς Παλαιστίνης ἐπὶ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.) ἀπὸ κάποιον ποὺ ὀνομαζόταν Καλήμερος. Τὰ ἱερὰ λείψανα μαζὶ μὲ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ υἱοῦ Ἰακώβ, κατατέθηκαν στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Περὶ τῆς μετακομιδῆς δὲ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου στὴ Βενετία τῆς Ἰταλίας γράφει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Νεκτάριος.
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἡ Βασίλισσα
Ἡ Ἁγία Θεοδώρα, ἡ βασίλισσα, γεννήθηκε στὴν Ἔβεσσα τῆς Παφλαγονίας, τὸ 815 μ.Χ., ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν δρουγγάριο Μαρίνο καὶ τὴν ἐνάρετη Θεοκτίστη ποὺ διακρινόταν γιὰ τὴν εὐλάβειά της καὶ τὴν προσήλωσή της στὴν ὀρθόδοξη πίστη. Ἡ Ἁγία εἶχε τρεῖς ἄλλες ἀδελφές, τὴ Σοφία, τήν Μαρία καὶ τὴν Εἰρήνη καὶ δυὸ ἀδελφούς, τὸν Βάρδα καὶ τὸν Πετρωνᾶ. Τὸ ἔτος 830 μ.Χ. νυμφεύθηκε τὸν αὐτοκράτορα Θεόφιλο (829-842 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν εἰκονομάχος. Παρὰ τὸ εἰκονομαχικὸ κλίμα ποὺ ἐπικρατοῦσε, ἡ Θεοδώρα ἐξακολουθοῦσε νὰ τιμᾷ τὶς ἱερὲς εἰκόνες καὶ νὰ τὶς φυλάσσει κρυφὰ στὰ δώματά της. Ἡ μητέρα της, Θεοκτίστη, ἐγκατέλειψε τὰ ἀνάκτορα καὶ ἀποσύρθηκε σὲ γυναικεία μονή, τὴν ὁποία ἡ ἴδια εἶχε ἱδρύσει.
Τὸ 842 μ.Χ. ὁ Θεόφιλος πέθανε καὶ ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἀνέλαβε τὴν βασιλεία καὶ τὴν ἐποπτεία τοῦ ἀνήλικου υἱοῦ της Μιχαήλ, μὲ συνεπιτρόπους τὸν ἀδελφό της Βάρδα, τὸν ἐκ τοῦ πατέρα της θείου της, ποὺ ἦταν μάγιστρος καὶ τὸν λογοθέτη Θεόκτιστο. Ἡ πρώτη ἐνέργεια ἦταν ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ εἰκονομάχου Πατριάρχου Ἰωάννου καὶ ἡ ἐκλογὴ τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου (τιμᾶται 14 Ἰουνίου). Ἡ Σύνοδος, ποὺ συνῆλθε στὶς 11 Μαρτίου τοῦ 843 μ.Χ., ἀποφάσισε τὴν ἀναστήλωση τῶν Ἁγίων εἰκόνων καὶ ἀνόρθωσε τὴν διδασκαλία τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ μεγαλοπρεπὴς πανήγυρη ἐτελέσθη τὴν Α’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ποὺ ἀπὸ τότε καθιερώθηκε ὡς Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἀλλὰ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ζήτημα τῶν εἰκόνων, τὴν Ἁγία Θεοδώρα ἀπασχόλησαν καὶ ἄλλοι ποικίλοι ἐσωτερικοὶ καὶ ἐξωτερικοὶ περισπασμοί, ὅπως οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων στὴ Σικελία καὶ Μικρὰ Ἀσία, οἱ ἐπαναστάσεις τῶν Σλάβων τῆς Πελοποννήσου καὶ τῶν Παυλιανιτῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἱ ἐκστρατεῖες κατὰ τῶν Ἀράβων τῆς Κρήτης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Αἰγύπτου, καὶ οἱ περιπλοκὲς μὲ τὸν ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων Βόγορι, τὸν ὁποῖο ὁδήγησε στὴν Ὀρθοδοξία. Ἔτσι, ἐμπιστεύτηκε τὴν ἀνατροφὴ τοῦ υἱοῦ της στὸν ἀδελφό της Βάρδα, ὁ ὁποῖος, μὲ σκοπὸ τὸ δικό του συμφέρον, ἐνθάρρυνε καὶ ἐνίσχυε κάθε ροπὴ τοῦ νεαροῦ βασιλέως πρὸς τὴν ἀκολασία. Ἡ δολοφονία τοῦ λογοθέτου Νεοκτίστου κατέστησε τὸν ἀδελφὸ τῆς Ἁγίας πανίσχυρο, ὥστε νὰ περιφρονεῖ καὶ νὰ ἀπειλεῖ καὶ τὴν ἴδια.
Ἀργότερα, ὁ ἴδιος ὁ υἱὸς τῆς Ἁγίας, Μιχαήλ, καὶ ὁ ἀδελφός της Βάρδας, διέταξαν τὸν ἐγκλεισμό της, μαζὶ μὲ τὶς θυγατέρες της Ἄννα, Θέκλα, Ἀναστασία, Μαρία καὶ Πουλχερία, στὴ μονλη Γαστριῶν, στὴν περιοχὴ τῶν Ὑψομαθείων καὶ τὴν κουρά της ὡς μοναχῆς. Ἐκεῖ ἡ Ἁγία Θεοδώρα ἀφοσιώθηκε στὴν προσευχὴ καὶ στὴν ἄσκηση. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 867 μ.Χ., τὸ δὲ ἱερὸ λείψανό της φυλάσσεται μὲ εὐλάβεια στὸ ναὸ τῆς Παναγίας Σπηλαιωτίσσης στὴν Κέρκυρα.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Δωρεῶν τῶν ἐνθέων οὖσα ἐπώνυμος, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνεις βασιλικαὶς δωρεαίς, ὡς θεόγλυπτος εἰκὼν θείας φρονήσεως, τῶν γὰρ Εἰκόνων τῶν σεπτῶν, τὴν τιμὴν ὡς σχετικήν, ἐτράνωσας Θεοδώρα, τῶν Βασιλίδων ἄκρατης, τῶν Ὀρθοδόξων ἐγκαλλώπισμα.
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος ὁ ἱερομάρτυρας ἐξ Ἀκαρνανίας
Ὁ Ἅγιος Βλάσιος γεννήθηκε πιθανῶς στὸ χωριὸ Σκλάβαινα τῆς Ἀκαρνανίας περὶ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνα ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ., ὅπου τὸ ἔτος 1923 βρέθηκε ὁ τάφος του καὶ τὸ τίμιο λείψανό του. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, στὴν παλιὰ Κιάφα – Σκλάβαινα τῆς ἐπαρχίας Βόνιτσας καὶ Ξηρομέρου, στὴν ὁποία διετέλεσε καὶ ἡγούμενος. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1006 ἀπὸ τοὺς Ἀγαρηνοὺς πειρατὲς μαζὶ μὲ πέντε συμμοναστές του. Τὸ μαρτύριό του φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος σὲ πολλοὺς εὐσεβεῖς ἱερεῖς καὶ Χριστιανοὺς τῆς περιοχῆς.
Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ ὁ βασιλέας
Ὁ Ἅγιος Γαβριὴλ (Βσεβολόδος Μστισλάβιτς), υἱὸς τοῦ μεγάλου Ρώσου ἡγεμόνος, ἐπὶ πολλὰ ἔτη καταπολέμησε, ὡς Πρίγκιπας τοῦ Νόβγκοροντ, τὶς διαμάχες μεταξὺ τῶν διαφόρων Ρώσων ἡγεμόνων. Μετὰ τὴν κοίμηση αὐτοῦ, τὸ ἔτος 1138 μ.Χ., ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία τὸν ἀνακήρυξε Ἅγιο καὶ θαυματουργὸ τὸ ἔτος 1549.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τοῦ Πριλοὺκ γεννήθηκε στὴν περιοχὴ Περεγιασλὰβ Ζαλέσκ τῆς Ρωσίας κατὰ τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. ἀπὸ οἰκογένεια πλούσια καὶ εὐσεβῆ. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἵδρυσε μονὴ ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Νικόλαο.
Τὸ ἔτος 1354 ὁ Ἅγιος Δημήτριος συναντήθηκε μὰ τὸν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ, ὁ ὁποῖος εἶχε ἔλθει στὸ Περεγιασλὰβ γιὰ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Μητροπολίτη Ἀθανάσιο. Ἀπὸ τότε οἱ δυὸ Ἅγιοι συνδέθηκαν διὰ φιλίας.
Ἡ φήμη τοῦ Ἁγίου ἐξαπλώθηκε τόσο πολύ, ὥστε ὁ μέγας πρίγκιπας Δημήτριος Ἰωάννοβιτς τοῦ ζήτησε νὰ γίνει Πνευματικὸς Πατέρας τῶν τέκνων του.
Ὅμως ὁ Ἅγιος ἐπιθυμοῦσε τὴ μοναχικὴ ἡσυχία. Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Σεργίου ἀποσύρεται σὲ ἀπομακρυσμένο τόπο καὶ ἐγκαθίσταται βόρεια μὲ τὸν μαθητή του Παχώμιο.
Στὰ δάση τῆς περιοχῆς Βολογκντᾶ, κοντὰ στὸν ποταμὸ Βελίκα, ἔκτισε τὸ ναὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ ἑτοιμαζόταν νὰ θέσει τὰ θεμέλια γιὰ τὴν ἀνέγερση μονῆς. Ὅμως οἱ ντόπιοι, μὲ τὸν φόβο ὅτι τὰ χωράφια τῆς περιοχῆς θὰ γίνονταν μοναστηριακὴ περιουσία, ἀντέδρασαν καὶ ζήτησαν ἀπὸ τοὺς δυὸ μοναχοὺς νὰ ἀποχωρήσουν. Ἐκεῖνοι, χωρὶς νὰ θέλουν νὰ ἐπιβαρύνουν κανένα μὲ τὴν παρουσία τους, μὲ πικρία ἀπεχώρησαν.
Ὁ Ὅσιος Δημήτριος τότε συνέστησε τὴν πρώτη κοινοβιακὴ μονὴ στὸ ρωσικὸ βορρᾶ. Τὸ ἔτος 1372, μὲ τὴν πολύτιμη βοήθεια τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, ἀποπερατώθηκε ὁ ξύλινος καθεδρικὸς ναὸς τοῦ Σωτῆρος καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ὁσίου ἄρχισε νὰ προσελκύει μαθητὲς καὶ μοναχοὺς ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὴν περιοχὴ τῆς γενέτειράς του.
Στὴ νέα μοναστικὴ κοινότητα ὁ Ὅσιος συνδύαζε τὴν προσευχὴ μὲ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία, ἀλλὰ καὶ τὴν φιλανθρωπία. Φρόντιζε γιὰ τὸ συσσίτιο τῶν πεινώντων, φιλοξενοῦσε ἀστέγους, βοηθοῦσε τοὺς πτωχούς, παρηγοροῦσε τοὺς θλιμμένους καὶ συμβούλευε πνευματικὰ ὅσους προσέτρεχαν καὶ ζητοῦσαν τὸν Κύριο. Τὶς δωρεὲς τῶν πιστῶν πρὸς τὴ μονή, τὶς δεχόταν μὲ διάκριση καὶ προσοχὴ καὶ τὰ διαχειριζόταν μὲ τέτοιο τρόπο ποὺ δὲν προκαλοῦσε, ἀφοῦ πρόσεχε ἰδιαίτερα νὰ μὴν καλλιεργεῖται στὴν καρδιὰ τῶν μοναχῶν κοσμικὸ φρόνημα.
Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς διακρίσεως. Ἀφοῦ ἔζησε τὸ ὑπόλοιπο τοῦ βίου του θεοφιλῶς καὶ θεαρέστως, ὁ Ὅσιος Δημήτριος κοιμήθηκε σὲ βαθὺ γῆρας τὸ ἔτος 1392.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Νεομάρτυρας ἐκ Σερβίας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στὴν πόλη Κράτοβα τῆς Σερβίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴ Σάρρα. Ἀπὸ πολὺ μικρὴ ἡλικία ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου καὶ ἀργότερα ἔμαθε τὴν τέχνη τοῦ χρυσοχόου. Ἔχασε τὸν πατέρα του σὲ νεαρὴ ἡλικία καὶ φοβούμενος μήπως, λόγω τῆς ὡραιότητάς του, ἀπαχθεῖ στὴν αὐλὴ τοῦ σουλτάνου Βαγιατζῆ Β’ (1481-1512 μ.Χ.), ᾖλθε στὴν Βουλγαρία καὶ παρέμεινε στὴ Σόφια πλησίον ἐνὸς ἱερέα ποὺ ὀνομαζόταν Πέτρος. Ὁ ἱερέας ἐκεῖνος τοῦ παρέσχε κάθε μέσο γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ ἱερὰ γράμματα. Καὶ ἔτσι ὁ Ἅγιος ζοῦσε βίο θεοφιλῆ καὶ ἀσκητικό.
Οἱ Τοῦρκοι προσπάθησαν νὰ τὸν ἐξισλαμίσουν καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ μεταχειρίστηκαν ἕναν ἔμπειρο μουσουλμάνο διδάσκαλο, ὁ ὁποῖος σὰν ἀφορμὴ γιὰ νὰ πλησιάσει τὸν Γεώργιο προσκόμισε σὲ αὐτὸν χρυσὸ γιὰ κατασκευὴ κοσμήματος. Κατὰ τὶς ἐπαφὲς μαζί του ὁ Γεώργιος ἀπέδειξε ὅτι ἡ μόνη ἀληθινὴ πίστη εἶναι ἡ Χριστιανικὴ καὶ ἤλεγξε ὡς ψευδῆ τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁδηγήθηκε στὸν κριτή. Παρὰ τὶς κολακεῖες, τὶς ὑποσχέσεις καὶ τὶς ἀπειλὲς ὁ Μάρτυρας παρέμεινε σταθερὸς στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Ὁ ἱερεὺς Πέτρος τὸν ἐπισκέφθηκε στὴν φυλακή, τὸν ἀσπάσθηκε καὶ τοῦ εἶπε: «Χαῖρε, Γεώργιε, ἐσὺ σήμερα δόξασες τὸν Χριστό, ὅπως κάποτε ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος, καὶ ὁ νέος Στέφανος τὴν ἐποχὴ τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἄλλοι πολλοὶ Ἅγιοι, γιατί παρόμοιο ἔργο καὶ ἐσὺ ἔκανες». Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἅγιος ὁδηγήθηκε καὶ πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸν υἱοθετήσει καὶ θὰ τοῦ χαρίσει ἀμέτρητα πλούτη καὶ δόξα, ἐὰν ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἅγιος καὶ πάλι ἐξεδήλωσε τὴν διάθεσή του νὰ μαρτυρήσει καὶ ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε ὁ κριτής, ὑποκύπτοντας στὶς πιέσεις τοῦ ὄχλου, παρέδωσε τὸν Μάρτυρας στὸ μαινόμενο πλῆθος, τὸ ὁποῖο τὸν ἔδεσε καὶ τὸν περιέφερε ἀνὰ τὶς ὁδοὺς τῆς πόλεως. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἀναδείχθηκε Μάρτυρας τῆς Πίστεως καὶ ὑπέστη τὸν διὰ πυρᾶς θάνατο, τὸ ἔτος 1515 μ.Χ. στὴ Σόφια τῆς Βουλγαρίας.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείω Πνεύματι, ἀνακηρύξας, τὴν τοῦ Κτίσαντος, οἰκονομίαν, ἀθλητικῶς ἠγωνίσω Γεώργιε καὶ τοῦ πυρὸς ἐνεγκῶν τὴν κατάφλεξιν, καταδροσίζεις ἠμᾶς θείαις χάρισι. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς τοῦ Μποσόι ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Βολοκολὰμκ τῆς Ρωσίας, ὅπου ἦταν ἡγούμενος ὁ ὅσιος Ἰωσὴφ (τιμᾶται 9 Σεπτεμβρίου).
Ὁ Ὅσιος Κασσιανὸς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1532
synaxarion.gr
synaxarion.gr
ΠΗΓΗ:
http://anavaseis.blogspot.com/2010/02/11.html#more
Print this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου