ΤΙ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
Ἡ Εἴσοδός μας στό ναό τοῦ Θεοῦ θά πρέπει νά εἶναι κάτι τό συγκλονιστικό. Πορευόμαστε «εἰς συνάντησίν Του». «Ὡς φοβερός ὁ τόπος οὗτός...οἶκος Θεοῦ». Ἄς ἔχουμε:
α) Ταπείνωση τελωνική
Πρέπει νά σταθοῦμε μπροστά στόν Θεό ὅπως ὁ κατάδικος μπροστά στόν δικαστή. Ὅπως ὁ μακάριος τελώνης καί ὄχι ὅπως ὁ μεγάλαυχος Φαρισαῖος. Μαζί μέ τόν προφητάνακτα Δαυΐδ ἄς βοήσουμε νοερῶς: «σκώληξ εἰμί καί οὐκ ἄνθρωπος». Ἄς προχωρήσουμε πρός τό Ἅγιο Βῆμα μέ βαθειά συναίσθηση τοῦ χρέους καί τῆς ἀγένειας- ἀχαριστίας μας : «Χριστέ μου ἐσύ στέκεις στήν πόρτα μου καί ἐγώ σ’ ἀφήνω νά περιμένεις· δέν σοῦ ἀνοίγω. Πόσες φορές δέν μέ κάλεσες...Πόσες φορές δέν μοῦ κτύπησες τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μου. Πόσες φορές δέν μοῦ ζήτησες νά συνομιλήσουμε...Πόσες φορές δέν μέ νουθέτησες τόσο ἁπαλά σχεδόν ἀνεπαίσθητα...πολύ πιό στοργικά ἀπό ὅτι τό κάνει μία μητέρα στό μωρό της. Εἶμαι ἀνάξιος Κύριε νά εἰσέλθω στό Ναό σου, ἀνάξιος νά σταθῶ μπροστά σου, ἀνάξιος νά σοῦ ὁμιλήσω καί νά σοῦ ζητήσω ὅτιδήποτε. Μόνο ἐλέησέ μου καί μή μοῦ καταλογίσης τήν ἀφροσύνη μου καί τίς ἁμαρτίες μου...».
Ἔγραφε ὁ ἅγιος Σιλουανός: «Ἡ ἄρρωστη ψυχή εἶναι ὑπεροπτική, ἐνῶ ἡ ὑγιής ψυχή ἀγαπᾶ τήν ταπείνωση, ... Κι αὐτά τά γράφω τώρα ἀπό πόνο γιά τούς ἀνθρώπους, πού, ὅπως κι ἐγώ, εἶναι ὑπερήφανοι καί γι’ αὐτό πάσχουν. Τά γράφω γιά νά μάθουν τήν ταπείνωση καί νά βροῦν ἀνάπαυση κοντά στόν Θεό. Ἰσχυρίζονται μερικοί πώς ὅλα αὐτά γίνονταν "τῷ καιρῷ ἐκείνῳ", ἀλλά τώρα εἶναι πιά ξεπερασμένα. Γιά τόν Κύριο ὅμως τίποτε δέν μειώνεται οὔτε ἀλλάζει ποτέ. ... Ὅποιος ζητᾶ τή Χάρη, σ’ αὐτόν δίνει ὁ Κύριος τά πάντα - ὄχι γιατί εἴμαστε ἄξιοι, μά γιατί ὁ Κύριος εἶναι σπλαχνικός καί μᾶς ἀγαπᾶ. Τό νά μάθῃ κανείς τήν κατά Χριστόν ταπείνωση εἶναι μεγάλο ἀγαθό. Μ’ αὐτήν γίνεται εὔκολη καί εὐχάριστη ἡ ζωή καί ὅλα γίνονται ἀγαπητά στήν καρδιά. Μονάχα στούς ταπεινούς ἐμφανίζεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὁ Κύριος κι ἄν δέν ταπεινωθοῦμε δέν θά δοῦμε τόν Θεό. Ἡ ταπείνωση εἶναι τό φῶς, μέσα στό ὁποῖο μποροῦμε νά δοῦμε τόν Θεό – Φῶς, ὅπως ψάλλεται: «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς». Τέτοιος εἶναι ὁ παράδεισος τοῦ Κυρίου. Ὅλοι θά βρίσκονται μέσα στήν ἀγάπη καί ἀπό τήν κατά Χριστόν ταπείνωση ὅλοι θά χαίρονται νά βλέπουν τούς ἄλλους ἀνώτερούς τους. Ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ στούς μικρότερους κι αὐτοί χαίρονται πού εἶναι μικροί»[1].
Μέ τό φῶς τῆς τελωνικῆς ταπείνωσης μποροῦμε νά δοῦμε τό φῶς τῆς μετανοίας, τό πρῶτο φῶς τοῦ Θεοῦ, τό πρῶτο ἄκτιστο φῶς. Πράγματι ἡ πρώτη μορφή ἀκτίστου φωτός πού μπορεῖ νά δεῖ ὁ πιστός εἶναι ἡ μετάνοια καί ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς πού φέρνει μέσα του. Ὅταν κανείς προχωρήσει στό ἔργο τῆς μετάνοιας θά δεῖ ἀκόμη καθαρότερα τό φῶς τοῦ Θεοῦ καί θά βιώσει τά Θεῖα Μυστήρια. «Στούς ταπεινούς ἀποκαλύπτονται τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ», ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σῦρος.
β) Τό μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν...
Πολλές φορές μέσα στό ναό παρασυρόμαστε σέ κατακρίσεις. Κατακρίνουμε τόν ἱερέα ἤ τούς ψάλτες ἤ καί τούς ἀδελφούς λαϊκούς. Κάποιος νέος πού δέν κατέκρινε τίς δύο γυναῖκες πού στάθηκαν μπροστά του(ἐνῶ ἔπρεπε νά πᾶνε στό κλῖτος τῶν γυναικῶν) μέσα στήν ἐκκλησία, εἶδε κατόπιν τήν Ἁγία Τριάδα..
γ) Συγκέντρωση τοῦ νοῦ
Πρέπει νά κάνουμε ἔντονη προσπάθεια ὥστε νά κατευθύνουμε – συμμαζεύουμε τό νοῦ στήν καρδιά μας. Προσπάθεια ὥστε νά ἔχουμε ἐσωτερική συνομιλία μέ τό Θεό μέσα μας, στήν καρδιά μας. (Ἄς προσπαθοῦμε νά κάνουμε δικές μας τίς αἰτήσεις καί νά τίς μεταγλωττίζουμε στή νέα ἑλληνική ὥστε νά τίς ζοῦμε ἐντονώτερα, ἄν βεβαίως αὐτό δέν μᾶς διασπᾶ).
Μποροῦμε ἐπίσης, ὅπως δίδασκε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης, νά κάνουμε καί δικές σύντομες, ὡσάν σαΐτες-βέλη προσευχές[2]. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο βοηθοῦμε τήν ψυχή μας νά βιώσει βαθύτερα τά διαδραματιζόμενα στή Θεία Λειτουργία. Ὅσο πιό συγκεντρωμένος εἶναι ὁ νοῦς μας τόσο οὐσιαστικώτερη μετοχή θά ἔχουμε στό Μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας.
Ἔλεγε ἕνας ἐξαγιασμένος ἁγιορείτης: «’’Μετά φόβου Θεού, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε’’. Ποῦ πηγαίνεις; Νά πάρεις τόν Θεό. Τότες χαίρεσαι. Ἐάν μέν ἔχει προηγηθεῖ ἡ χαρά, δέν μπορεῖς παρά μέ δάκρυα νά προσέλθεις, δάκρυα χαρᾶς, νά προσέλθεις νά μεταλάβεις. Ὅταν ἔχουν προηγηθεῖ δάκρυα λύπης: ‘’Θεέ μου, συγχώρησέ μου τάς ἁμαρτίας μου. Εἰς τό ἔλεός Σου, εἰς τήν εὐσπλαγχνία Σου, στήν ἀγάπη Σου. Μᾶς τό εἶπες ὅτι "Θεός οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος" (Ἐξ. 34,6). Μᾶς τό εἶπες. Ἐκεῖ στηρίζομαι καί προσέρχομαι ἀναξίως’’. Οὐδείς ἄξιος, λέει καί ὁ ἱερεύς ὅταν προσεύχεται. Καί ἐκεῖ περισσότερο στηρίζεσαι καί προσέρχεσαι... Νά σᾶς πῶ, πολλοί ἀπό τούς πατέρας τούς Κατουνακιώτας, πολλοί πού ἐρχόντουσαν νά μεταλάβουν, δέν ἄκουες τίποτες, μόνο ἔβλεπες τά δάκρυα πού ἔτρεχαν καί τούς μετελάμβανες. Ε, ὁ γέρος αὐτός, νά ποῦμε, ὅλη τή Λειτουργία δέν μιλοῦσε καθόλου, ἀλλά ἤτανε σκυμμένος καί τώρα, εἴτε σέ θεωρία ἐρχότανε, εἴτε σέ βαθυτέρα ἔννοια τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ. Διότι δωρεάν βαπτιστήκαμε, δωρεάν μᾶς ἔδωσε τό βάπτισμα, δωρεάν μᾶς ἔδωσε τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του, δωρεάν μᾶς δίδει καί τόν Παράδεισο. Δέν πληρώνουμε τίποτες»[3].
Θά πρέπει νά κάνουμε συνεχή προσπάθεια γιά νά εἶναι ἐλεύθερος ὁ νοῦς μας ἀπό κάθετι ἄλλο ὥστε νά μπορεῖ νά παρακολουθεῖ τά λεγόμενα καί τελούμενα στή διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας.
«Πᾶσαν νῦν βιωτικήν ἀποθώμεθα μέριμναν» μᾶς προτρέπει ὁ Χερουβικός ὕμνος. Δέν ἐπιτρέπεται ἐκείνη τήν ὥρα νά σκεπτόμαστε τά γήϊνα καί τά βιοτικά, ὅ,τι δήποτε ἄλλο πλήν τοῦ Θεοῦ.
Γράφει ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:«Ἐάν δέν ἐγκαταλείψει ὁ ἄνθρωπος ὅλην τήν ἐργασία αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν μπορεῖ νά λατρεύσει τόν Θεό. Διότι ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ εἶναι, τό νά μήν ἔχουμε στό νοῦ μας κάτι ξένο τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί νά ἀσχολούμαστε μ' αὐτό. Δηλ., ἡδονή ἤ κακία ἤ μῖσος ἤ πονηρό ζῆλο ἤ κάποια φαντασία καί φροντίδα γιά τά πράγματα αὐτοῦ τοῦ αἰῶνα»[4] Δέν πρέπει νά ὑπάρχει τίποτα ἄλλο στό νοῦ κατά τή λατρεία παρά μόνο τά λόγια τῶν ἀναπεμπομένων προσευχῶν.
«Ὅταν βλέπεις τόν Κύριο, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, θυσιασμένο καί τοποθετημένο πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα καί τόν ἱερέα νά εὔχεται σκυμμένος ἐπάνω στό θῦμα καί ὅλους τούς παρευρισκομένους νά κοκκινίζουν ἀπό τό πολύτιμο ἐκεῖνο αἷμα, νομίζεις ὅτι βρίσκεσαι μαζί μέ ἀνθρώπους καί στέκεσαι πάνω στή γῆ; Καί δέν μεταφέρεσαι ἀμέσως στούς οὐρανούς, βγάζοντας πρῶτα κάθε σαρκική σκέψη ἀπό τήν ψυχή;»[5]
δ) Καθολική προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας
καί τῶν πάντων στόν Θεό.
Ὁ ἄνθρωπος προσφέρει τήν κτίση πρός δόξα Θεοῦ ξεκινώντας ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἡ λογική λατρεία εἶναι ἡ προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μας ὁ ὁποῖος πρέπει νά εἶναι: «θυσία ζῶσα ἁγία εὐάρεστος».
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα - ἀλλά μέσα στήν κτίση ἔχει μιά ξεχωριστή θέση και ἀποστολή. Εἶναι ἡ κορωνίδα της καί ἔχει ἕνα διττό χαρακτηριστι-κό στή φύση του. Συναποτελεῖται ἀπό πνεῦμα και ὕλη. Ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὁ ἄνθρωπος εἶναι «μεθόριος», συμμετέχει καί τοῦ νοητοῦ καί τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου... Ὁ ἄνθρωπος γίνεται μεσίτης μεταξύ τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς... εἶναι ὁ ἱερέας τῆς Δημιουργίας... προσφέρει τήν κτίση πρός δόξα Θεοῦ ξεκινώντας ἀπό τόν ἑαυτό του, ὅπως γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ὑμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν Ἁγίου Πνεύματος ἐστιν, οὗ ἔχετε ἀπό Θεοῦ καί οὐκ ἐστέ ἑαυτῶν; ... δοξάσετε δή τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν καί ἐν τῷ πνεύματι ὑμῶν» (Α' Κορ. 6, 19-20). «Παρακαλῶ οὖν ἡμᾶς, ἀδελφοί, διά τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τά σώματα ἡμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τήν λογικήν λατρείαν ἡμῶν...» (Ρωμ. 12, 1). Στή Θεία Λειτουργία καί μάλιστα στήν εὐχή τῆς Ἀναφορᾶς εἶναι φανερό αὐτό πολύ ἔντονα. Προσφέρουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας στόν Κύριο καί μετά τά Τίμια Δῶρα. Γι’ αὐτό καί Τόν παρακαλοῦμε κατά τήν Ἁγία Ἀναφορά νά καταπέμψει τό Πανάγιό Του Πνεῦμα καί νά ἁγιάσει ἐμᾶς καθώς καί τά Τίμια Δῶρα.
Ἡ Ἁγία Ἀναφορά εἶναι τό κεντρικώτερο τμῆμα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἀναφορά σημαίνει προσφορά τῆς θυσίας πού ἀναφέρεται, πού φέρεται ἄνω καί γίνεται δεκτή στό ἅγιο καί ὑπερουράνιο καί νοερό θυσιαστήριο (ἀπό τό ρῆμα ἀναφέρω=φέρω πρός τά ἄνω, ἀνυψώνω). Ἡ Θεία Λειτουργία «λέγεται ἀναφορά διότι φέρεται πάνω, πρός τόν Θεό»[6]. Ὄχι μόνο τά Τίμια Δῶρα ἀλλά καί μεῖς οἱ ἴδιοι. Γι' αὐτό θά πρέπει νά στεκόμαστε μέ εὐλάβεια καί μέ φόβο «στή φοβερή ὥρα τῆς ἀναφορᾶς. Διότι μέ ὅποια διάθεση καί μέ ὅποιο λογισμό στέκεται καθένας μας ἐκείνη τήν ὥρα, ἔτσι καί προσφέρεται πάνω πρός τόν Δεσπότη».[7]
Μέ τήν ἁγία Ἀναφορά τά τίμια Δῶρα δέν προσκομίζονται ἁπλῶς ἀπό τούς πιστούς καί τό λειτουργό πάνω στό γήινο θυσιαστήριο, ἀλλά ἀνυψώνονται μαζί μέ ὅλους τούς πιστούς, μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία στό ὑπερουράνιο Θυσιαστήριο. Ὁ λειτουργός ἀνυψώνει τά Τίμια Δῶρα προσφέροντάς Τα στό Θεό, ἀφοῦ μᾶς ἔχει ἤδη προτρέψει νά ἀνυψωθοῦμε καί μεῖς πρός τόν Θεό προσφέροντας τόν ἑαυτό μας ἐξαγιασμένο· Θά πρέπει ἀφοῦ ἀφήσουμε κάθε βιοτική μέριμνα νά προσφέρουμε μέ βαθιά ἐσωτερική εἰρήνη - πού εἶναι καρπός τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἔρχεται στούς ταπεινούς ἐργατες τῆς μετανοίας- τήν Εὐχαριστία μας καί τόν ἑαυτό μας («πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν Ἀναφορὰν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν»).
Στή φρικτή ὥρα τοῦ Καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων, θά παρακαλέσουμε νά ἔλθει τό Ἃγιο Πνεῦμα, πρῶτα «ἐφ' ἡμᾶς». Γιά νά μᾶς ἁγιάσει καί νά μᾶς μεταποιήσει. Νά μᾶς κάνει ἱκανούς νά προσφέρουμε τούς ἑαυτούς μας θυσία ἁρμόζουσα στό Θεό Πατέρα, μαζί μέ τά προσκομισθέντα Τίμια Δῶρα. Νά μᾶς ἐπιτρέψει νά ἀνυψωθοῦμε καί νά γίνουμε δεκτοί στό ὑπερουράνιο θυσιαστήριο ὡς θυσία εὐάρεστη σ' Αὐτόν.
Τέλεια «παράθεση»-«ἐγκατάλειψη» ὅλων στό Θεό: «Ἐαυτούς καί ἀλλήλους καί πάσαν τήν ζωήν ὑμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Πίστη καί ὄχι ἄγχος. Τελεία ἐμπιστοσύνη στή Θεία Πρόνοια. Νά τί εἶναι ἀπαραίτητο κάθε στιγμή καί μάλιστα στήν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας νά κάνουμε. Ἐκεῖνος μᾶς εἶπε: «ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν· μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον» (Μτ. 6, 34). Ποτέ ὁ Χριστιανός δέν πρέπει νά ἄγχεται, νά ἀπελπίζεται καί νά φοβᾶται ὅ,τιδήποτε. Τό ἄγχος φανερώνει ὀλιγοπιστία, ἐνῶ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς ἔρχεται μέ τήν Θεία Χάρη, πού ἐπισκιάζει τούς πιστούς, τούς ταπεινούς, «τούς φοβουμένους τόν Κύριο», τούς ἐμπιστευομένους τήν ζωή τους καθώς καί τά πάντα σ’ Αὐτόν.
ε) Συμμετέχουμε στή Θεία Λειτουργία καί γενικά στήν προσευχή ὄχι μόνο μέ τήν ψυχή ἀλλά καί μέ τό σῶμα :
Πρέπει νά στεκόμαστε ὄρθιοι, τό κατά δύναμη καθώς καί νά κάνουμε μετάνοιες ὅταν ἁρμόζει (π.χ. στό σημεῖο πού ψάλλουμε : «Τήν ὄντως Θεοτόκον»). Πολύ ὠφέλιμο εἶναι νά κλίνουμε γόνυ (γονυκλισία) ὅταν πρέπει, καί νά σκύβουμε (κλίσις τῆς κεφαλῆς) ὅταν προτρεπόμαστε ἀπό τόν ἱερέα μέ τό: «τάς κεφαλάς ἡμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνωμεν». Ἡ ὅλη μας στάση ἄς εἶναι εὐλαβική, κατανυκτική. Ἐπίσης ἄς στεκόμαστε μέ σιωπή καί ἄς ἔχουμε ἀκίνητο τό βλέμμα μας. Δέν πρέπει νά βλέπουμε ἐδῶ και ἐκεῖ. Ἄς προσηλώνουμε τό βλέμμα εἴτε σέ μιά εἰκόνα, εἴτε κάτω (τελωνικῶς). Πολύ βοηθᾶ στό νά συγκεντρωθοῦμε τό νά ἔχουμε τό ἐγκόλπιο τῆς Θεία ς Λειτουργίας ἤ καί τήν πλήρη ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου (λειτουργική «φυλλάδα» μέ τόν ἑορταζόμενο ἅγιο) ἄν ὑπάρχει δυνατότητα καί νά παρακολουθοῦμε τά λεγόμενα καί τελούμενα.
στ)Ἀπαραίτητη εἶναι ἡ συναίσθηση καί ἡ πίστη ὅτι τά Ἅγια Μυστήρια εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Μή νομίσεις ὅτι εἶναι ψωμί καί κρασί. Οὔτε ὅπως τά ἄλλα φαγητά πηγαίνει στόν ἀφεδρῶνα. Ἀλλά ὅπως τό κερί ὅταν πλησιάσει στήν φωτιά, τίποτε δέν περισσεύει καί ὅλο γίνεται φωτιά, ἔτσι καί ἐδῶ νά πιστεύεις ὅτι τά μυστήρια γίνονται ἕνα μέ τήν οὐσία τοῦ σώματος. Γι΄ αὐτό καί ὅταν προσέρχεσθε, μή νομίζετε ὅτι ἀπό ἄνθρωπο μεταλαμβάνετε τό Θεῖο Σῶμα ἀλλά σάν ἀπό αὐτά τά Σεραφείμ μέ τή λαβίδα τοῦ πυρός, τήν ὁποία εἶδε ὁ Ἡσαΐας νά νομίζετε ὅτι μεταλαμβάνετε τοῦ Θείου Σώματος. Καί σά νά ἀκουμπᾶμε μέ τά χείλη τή Θεία καί ἄχραντη πλευρά, ἔτσι νά μεταλαμβάνουμε τοῦ Σωτηρίου Αἵματος».[8]
[1] Ἁγ. Σιλουανός, σ. 336-7.
[2] Σαϊτευτικές προσευχές λέγονται αὐτές σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη.
[3] Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, ΛΟΓΟΙ ΔΙΔΑΧΗΣ Προσευχή.
[4] Ἁγ. Ἡσαΐα: Εὐεργετινός, τόμ. Δ, σελ. 48.
[5] Μ 48,642.
[6]«Ἀναφορά λέγεται διά τό πρός Θεόν ἀναφέρεσθαι» (ἅγιος Ἀναστάσιος Σιναΐτης).
[7] «Ἐν τῇ φοβερᾷ ὥρᾳ τῆς ἀναφορᾶς. Οἵᾳ γάρ διαθέσει καί οἵῳ λογισμῷ παρίσταται ἕκαστος ὑμῶν κατ' ἐκείνην τήν ὥραν, οὕτως καί προσαναφέρεται τῷ Δεσπότῃ» (Μ 89, 833).
[8] Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Μὴ ὅτι ἄρτος ἐστὶν ἴδῃς͵ μηδ΄ ὅτι οἶνός ἐστι νομίσῃς· οὐ γὰρ ὡς αἱ λοιπαὶ βρώσεις εἰς ἀφεδρῶνα χωρεῖ· ἄπαγε μὴ τοῦτο νόει· ἀλλὰ ὥσπερ κηρὸς πυρὶ προσομιλήσας οὐδὲν ἀπουσιάζει͵ οὐδὲν περισσεύει· οὕτω καὶ ὧδε νόμιζε συναναλίσκεσθαι τὰ μυστήρια τῇ τοῦ σώματος οὐσίᾳ. Διὸ καὶ προσερχόμενοι͵ μὴ ὡς ἐξ ἀνθρώπου νομίσητε μεταλαμβάνειν τοῦ θείου σώματος͵ ἀλλ΄ ὡς ἐξ αὐτῶν τῶν Σεραφὶμ τῇ λαβίδι τοῦ πυρὸς͵ ἥνπερ Ἡσαΐας εἶδε͵ τοῦ θείου σώματος μεταλαμβάνειν νομίζετε͵ καὶ ὡς τῆς θείας καὶ ἀχράντου πλευρᾶς ἐφαπτόμενοι τοῖς χείλεσιν͵ οὕτω τοῦ σωτηρίου αἵματος μεταλάβωμεν». (Work #027 49.345.41)
ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ :http://2.bp.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου