Κυριακὴ τῶν Βαΐων
Αναγράφει το «Ωρολόγιο»: «Πέντε μέρες προ του Νομικού Πάσχα, ερχόμενος ο Ιησούς από τη Βηθανία στα Ιεροσόλυμα, έστειλε δύο από τους μαθητές του και του έφεραν ένα ονάριο και αφού κάθισε πάνω του εισερχόταν στη πόλη. Ο λαός μόλις άκουσε ότι έρχεται ο Ιησούς (είχαν μάθει και τα περί αναστάσεως του Λαζάρου) έλαβαν στα χέρια τους βάγια από φοίνικες και πήγαν να τον προϋπαντήσουν. Άλλοι με τα ρούχα τους, άλλοι έκοβαν κλαδιά από τα δένδρα και τα έστρωναν στο δρόμο όπου διερχόταν ο Κύριος και τον ακολουθούσαν. Ακόμα και τα νήπια τον προϋπάντησαν και όλοι μαζί φώναζαν: «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ» (Ιωαν. ιε΄).
Αυτή τη λαμπρή και ένδοξο πανήγυρη της εισόδου στα Ιεροσόλυμα του Κυρίου εορτάζομε αυτή τη Κυριακή.
Σήμαιναν δε τα βάγια, οι κλάδοι των φοινίκων, τη κατά του διαβόλου και του θανάτου νίκη του Χριστού. Το δε Ωσαννά ερμηνεύεται σώσον παρακαλώ. Το δε πωλάριο της όνου και το κάθισμα του Ιησού πάνω του, ζώου ακάθαρτου κατά τον νόμο τους, σήμαινε τη πρώην ακαθαρσία και αγριότητα των εθνών και την μετά από λίγο υποταγή αυτών στο άγιο Ευαγγέλιο.
Η Εκκλησία μας ψάλλει:
Αφού ταφήκαμε μαζί με Σε, Χριστέ και Θεέ μας, δια του βαπτίσματός μας (το οποίο είναι τύπος του θανάτου Σου και της ταφής Σου), αξιωθήκαμε δια της αναστάσεώς Σου να εισέλθουμε στην αθάνατο ζωή της Βασιλείας Σου. Γι' αυτό υμνούντες Σε, κράζομε: Βοήθησέ μας και σώσε μας, Συ, που ως Θεός κατοικείς στα ύψιστα μέρη του Ουρανού. Ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο!
Αυτή τη λαμπρή και ένδοξο πανήγυρη της εισόδου στα Ιεροσόλυμα του Κυρίου εορτάζομε αυτή τη Κυριακή.
Σήμαιναν δε τα βάγια, οι κλάδοι των φοινίκων, τη κατά του διαβόλου και του θανάτου νίκη του Χριστού. Το δε Ωσαννά ερμηνεύεται σώσον παρακαλώ. Το δε πωλάριο της όνου και το κάθισμα του Ιησού πάνω του, ζώου ακάθαρτου κατά τον νόμο τους, σήμαινε τη πρώην ακαθαρσία και αγριότητα των εθνών και την μετά από λίγο υποταγή αυτών στο άγιο Ευαγγέλιο.
Η Εκκλησία μας ψάλλει:
Αφού ταφήκαμε μαζί με Σε, Χριστέ και Θεέ μας, δια του βαπτίσματός μας (το οποίο είναι τύπος του θανάτου Σου και της ταφής Σου), αξιωθήκαμε δια της αναστάσεώς Σου να εισέλθουμε στην αθάνατο ζωή της Βασιλείας Σου. Γι' αυτό υμνούντες Σε, κράζομε: Βοήθησέ μας και σώσε μας, Συ, που ως Θεός κατοικείς στα ύψιστα μέρη του Ουρανού. Ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο!
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τὴν κοινὴν Ἀνάστασιν πρὸ τοῦ σοῦ πάθους πιστούμενος, ἐκ νεκρῶν ἤγειρας τὸν Λάζαρον Χριστὲ ὁ Θεός· ὅθεν καὶ ἡμεῖς ὡς οἱ παῖδες, τὰ τῆς νίκης σύμβολα φέροντες, σοὶ τῷ νικητῇ τοῦ θανάτου βοῶμεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Συνταφέντες σοι διὰ τοῦ Βαπτίσματος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, τῆς ἀθανάτου ζωῆς ἠξιώθημεν τῇ Ἀναστάσει σου, καὶ ἀνυμνοῦντες κράζομεν· Ὠσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος, ἐν ὀνόματι Κυρίου.
Ἡ Ὑπακοή. Ἦχος πλ. β’.Μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώμονες Χριστόν, Ἰουδαῖοι τὸν Θεόν· ἡμεῖς δὲ πίστει ἀμεταθέτῳ, ἀεὶ τιμῶντες ὡς εὐεργέτην, διὰ παντὸς βοῶμεν αὐτῷ· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος, τὸν Ἀδὰμ ἀνακαλέσασθαι.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’.Τῷ θρόνῳ ἐν οὐρανῷ, τῷ πώλῳ ἐπὶ τῆς γῆς, ἐποχούμενος, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν Ἀγγέλων τὴν αἴνεσιν, καὶ τῶν παίδων ἀνύμνησιν, προσεδέξω βοώντων σοι· Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος, τὸν Ἀδὰμ ἀνακαλέσασθαι.
Μεγαλυνάριον.Ἐπὶ πώλου ὄνου εἰς τὴν Σιών, εἰσῆλθες Σωτήρ μου, ὑπὸ παίδων καὶ τῶν βρεφῶν, αἰνούμενος Λόγε, τὸ Ὠσαννὰ βοώντων, εὐλογητὸς ὁ ἥκων, σῶσαι τὸν ἄνθρωπον.
Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ὁ Νέος
Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς Πελεκητῆς στὴν Τριγλὶα καὶ διακρίθηκε γιὰ τὸ ἀσκητικό του ἦθος, τὸ φιλόθεο ζῆλο του, τὸ χάρισμα τῆς ἐλεημοσύνης καὶ τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες. Γι’ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ προορατικὸ χάρισμα. Ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 754 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἰλαρότητι τρόπων καλλωπιζόμενος, ὡς καθαρώτατον σκεῦος τῆς ἐπιπνοίας Χριστοῦ, τῆς ἐνθέου βιοτῆς ἐδείχθης ἔσοπτρον ὅθεν ἀστράπτεις νοητῶς, ἀρετῶν μαρμαρυγᾶς, Πατὴρ ἠμῶν Ἰλαρίων, πρὸς ἀπλανῆ ὁδηγίαν, καὶ σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Ἕτερο Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ἐν σοῖ Πάτερ ἀκριβῶς, διεσώθη τὸ κατ' εἰκόνα, λαβῶν γὰρ τὸν Σταυρόν, ἠκολούθησας τῷ Χριστῷ, καὶ πράττων ἐδίδασκες, ὑπεραρᾶν μὲν σαρκός, παρέρχεται γάρ, ἐπιμελείσθαι δὲ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου, διὸ καὶ μετὰ Ἀγγέλων συναγάλλεται, Ὅσιε Ἰλαρίων τὸ πνεῦμα σου.
Ὁ Ἅγιος Ἠρωδίων ὁ Ἀπόστολος Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἠρωδίων ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου. Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς Ἐπίσκοπος Ταρσοῦ καὶ ἀκολούθησε τὸν Ἀπόστολο Πέτρο στὴν Ρώμη. Ἐκεῖ τελειώθηκε μαρτυρικά, ἀφοῦ ἀποκεφαλίσθηκε, ἐπὶ αὐτοκράτορα Νέρωνος (54-68 μ.Χ.), μετὰ τοῦ Ὀλυμπᾶ (τιμᾶται 10 Νοεμβρίου).
Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος ὁ Ἱεροσολυμίτης
Ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴν Παλαιστίνη κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ διακρίθηκε στὴν συγγραφὴ πνευματικῶν κειμένων. Ὑπῆρξε γέννημα καὶ θρέμμα τῶν Ἱεροσολύμων. Ἀφοῦ μελέτησε σὲ βάθος τὴν Ἁγία Γραφή, πλούτισε σὲ γνώσεις γιὰ τὸν Θεό. Ἀκολούθως, ἀφοῦ ἀναχώρησε καὶ ἔγινε μοναχός, ζοῦσε στὴν ἔρημο ἐπισκεπτόμενος τοὺς Ὁσίους Πατέρες ποὺ εὑρίσκονταν ἐκεῖ καὶ συλλέγοντας ἀπὸ τὸν καθένα τὰ ἄνθη τῆς ἀρετῆς ὡς φιλόπονη μέλισσα. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διαφύγει τῆς προσοχῆς, τόση ἀρετή, ἀφοῦ ἐξαναγκάστηκε ἀπὸ τὸν τότε Ἀρχιερέα τῶν Ἱεροσολύμων, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος. Καὶ προσμένοντας ἐπάνω στὸν Τάφο τοῦ Κυρίου καὶ στοὺς ἄλλους τόπους, στοὺς ὁποίους ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ὑπέμεινε τὰ Ἅγια Πάθη γιὰ χάρη μας, ἄντλησε πηγὲς γνώσεως καὶ σοφίας. Γι’ αὐτὸ ἑρμήνευσε καὶ διασαφήνισε κάθε Γραφὴ καὶ προέβη σὲ ὠφέλεια πολλῶν.
Στὰ στοιχεῖα αὐτὰ τοῦ Συναξαρίου, ὁ Θεοφάνης στὴ Χρονογραφία του προσθέτει τὴν πληροφορία ὅτι ἡ χειροτονία τοῦ Ὁσίου Ἠσυχίου σὲ πρεσβύτερο, τελέσθηκε ἀμέσως μόλις ἀναδείχθηκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας ὁ Ἅγιος Κύριλλος (412 μ.Χ.). Ὁ δὲ Κύριλλος Σκυθοπολίτης, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν τοπικὴ παράδοση, πλὴν τῶν χαρακτηρισμῶν γιὰ τὸν Ὅσιο, «πρεσβύτερος καὶ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλος», «πεφωτισμένος», «θεολόγος», «φωστήρ», παρέχει καὶ τὴν εἴδηση, ὅτι κατὰ τὸν ἐγκαινιασμὸ τοῦ ναοῦ τῆς μονῆς τοῦ Εὐθυμίου ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Ἰουβενάλιο (422-458 μ.Χ.), τὸ 428 ἢ 429 μ.Χ., στὴν συνοδεία αὐτοῦ παρίστατο καὶ ὁ Ὅσιος Ἠσύχιος πρὸς μεγάλη χαρὰ τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου.
Ὁ Ὅσιος ἀναμείχθηκε ἐνεργὰ στοὺς δογματικοὺς ἀγῶνες τῆς ἐποχῆς κοντὰ στὸ πλευρὸ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, τοῦ ὁποίου τὴν ἀντινεστοριακὴ πολιτικὴ ἀκολούθησε, ὅπως συνάγεται καὶ ἀπὸ τὸ τμῆμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας του, τὸ ὁποῖο παρατίθεται στὰ Πρακτικὰ τῆς Ε’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (553 μ.Χ.).
Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ ἔγινε σὲ ὅλους γνωστὸς καὶ ἀξιοθαύμαστος καὶ ὑπηρετοῦσε τὸν Θεὸ μὲ κάθε τρόπο, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἀνέβηκε μὲ χαρὰ πρὸς τὸν Κύριο. ὁ τάφος του ἐδεικνύετο ἀκόμη περὶ τὸ ἔτος 570 μ.Χ. στὴν ἀνατολικὴ πύλη τῶν Ἱεροσολύμων, ὅπου ὑπῆρχε παρεκκλῆσι πρὸς τιμήν του, γίνονταν λατρευτικὲς συνάξεις καὶ διανέμονταν στοὺς πτωχοὺς δῶρα.
Ὡς ἔργα τοῦ Ὁσίου Ἠσυχίου θεωροῦνται τά: «Ὑπόμνημα εἰς τὸ Λευιτικόν», «Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἰώβ», «Ἑρμηνεία Ψαλμῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τὸν Ἠσαΐαν», «Στιχηρὸν τῶν Ἰβ’ Προφητῶν», «Ἑρμηνεία εἰς τᾶς ὠδᾶς», «Συναγωγὴ ἀποριῶν καὶ ἐπιλύσεων», «Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία», «Ὁμιλίαι».
Ὁ Ἅγιος Μποϋᾶν ὁ ἐπονομαζόμενος Ἐνραβωτὰ πρίγκιπας τῶν Βουλγάρων
Ὁ Ἅγιος Μποϋᾶν ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Βουλγαρίας Ὁμουρτὰγ (816-831 μ.Χ.), τὴν ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία οἱ Βούλγαροι ἦταν ἀκόμη στὸ σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας. Ἐνῷ ἦταν πρωτότοκος, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, δὲν ἔγινε βασιλέας, ἀλλὰ ἡ ἐξουσία πέρασε στὸν μικρότερο ἀδελφό του Μαλαμίρ.
Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ 9ου αἰῶνα μ.Χ., δηλαδὴ ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισε ἡ βασιλεία τοῦ φιλοπόλεμου Κρούμμου (803-814 μ.Χ.), οἱ Χριστιανοὶ διώκονταν, ἰδιαίτερα στὶς περιοχὲς ποὺ εἶχαν ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινούς.
Ὅταν ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου ἀνέκτησε τὴν ἐξουσία, θέλησε νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ὁ Μποϋᾶν δὲν εἶχε ἀσπασθεῖ τὴν χριστιανικὴ πίστη. Γι’ αὐτὸ τοῦ πρότεινε νὰ συμμετάσχει σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ θυσιαστικὸ συμπόσιο. Στὴν ἄρνηση τοῦ Ἁγίου νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, ὁ βασιλέας διέταξε τὸν διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατό του. Ἦταν περὶ τὸ ἔτος 833 μ.Χ.
Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Θεοφύλακτου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδος (1090-1126), ὁ πρίγκιπας Μποϋᾶν κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου του προφήτευσε τὰ ἀκόλουθα: «Αὐτὴ ἡ πίστη, γιὰ τὴν ὁποία σήμερα πεθαίνω, θὰ διαδοθεῖ στὴν χώρα τῶν Βουλγάρων. Ἐσεῖς μάταια προσπαθεῖτε νὰ τὴν καταστρέψετε μὲ τὸν θάνατό μου. Τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ θὰ ὑπάρχει παντοῦ. Θὰ ἀνεγερθοῦν ναοὶ καθαροὶ καὶ ἁγνοὶ πρὸς τιμὴν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ ἱερεῖς καθαροὶ καὶ ἁγνοὶ θὰ Τὸν διακονήσουν. Τὰ εἴδωλα καὶ οἱ βωμοί σας θὰ καταστραφοῦν, σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν ποτέ».
Τρία χρόνια ἀργότερα ὁ βασιλέας Μαλαμὶρ πέθανε. Ὁ ἀπόγονος τοῦ Ἁγίου Μποϋᾶν βαπτίσθηκε Χριστιανός, τὸ ἔτος 865 μ.Χ., καὶ ἀνακήρυξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη ὡς πίστη τοῦ κράτους.
Ὁ Ἅγιος Εὐστράτιος ὁ Νηστευτὴς ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος, ἀπόγονος μιᾶς πλούσιας οἰκογένειας τοῦ Κιέβου, διέθεσε στοὺς πτωχοὺς ὅλα τὰ πλούτη του καὶ ἐγκαταβίωσε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ὅπου ἀφιερώθηκε στὴν ἄσκηση καὶ τὴ νηστεία. Στὶς εἰκόνες περιγράφεται μὲ ἀνοιχτοῦ χρώματος μαλλιά, ἀραιὴ γενειάδα, ντυμένος μὲ τὸ μοναχικὸ ράσο καὶ ἀνυπόδητος.
Μόλις ὁ Ὅσιος ἔγινε μοναχός, ἄρχισε νὰ ἀγωνίζεται κατὰ τῶν σαρκικῶν παθῶν καὶ τοῦ διαβόλου μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, τὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχὴ καὶ προπαντὸς τὴν χριστομίμητη νηστεία. Μὲ τὸν ἀγῶνα καὶ τὴν σκληρὴ ἐγκράτεια, ταπείνωσε τοὺς δαίμονες καὶ ἐξουδετέρωνε τὶς προσβολές τους. Πάντοτε θυμόταν ὅτι ὁ Κύριός του, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴν σαρανταήμερη νηστεία καὶ τὴν προσευχή Του κατέβαλε τὸν πονηρό, ἐνῷ ἀντίθετα ὁ πρωτόπλαστος Ἀδάμ, λόγω τῆς ἀποτυχίας του στὸ νὰ φανεῖ ἐγκρατής, ἔπεσε καὶ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ἔτσι ὁ γενναῖος Εὐστράτιος ἕλιωσε πραγματικὰ τὸ σῶμα του μὲ τὴν αὐστηρὴ νηστεία, ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὸ ἕλιωσε καὶ τὰ πάθη καὶ διέλυσε τὶς δαιμονικὲς πλεκτᾶνες. Γι’ αὐτὸ ἐπονομάσθηκε Νηστευτής.
Ὁ Βίος τοῦ Ὁσίου Εὐστρατίου περιγράφει, μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια, τὶς περιστάσεις τοῦ μαρτυρίου του. Στὶς 20 Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1096, ἡ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου, ἔγινε ξαφνικὰ στόχος ἐπιθέσεως τῶν Πολόφσκυ, οἱ ὁποῖοι καθοδηγούμενοι ἀπὸ τὸν Μπονγιὰκ τὸν Φιλάργυρο, λεηλάτησαν τὴ μονὴ καὶ αἰχμαλώτισαν μοναχοὺς καὶ ἐργάτες αὐτῆς καὶ τοὺς πούλησαν ὡς σκλάβους στὴν Βυζαντινὴ πόλη Χερσόνησο, στὴν Ταυρίδα.
Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος καὶ ἄλλοι πενήντα αἰχμάλωτοι ἀγοράστηκαν ἀπὸ ἕνα Ἑβραῖο τῆς Χερσονήσου, ὁ ὁποῖος, γιὰ νὰ τοὺς ἐξαναγκάσει νὰ ἀσπασθοῦν τὴν ἰουδαϊκὴ πίστη τοὺς ἄφησε νὰ ὑποφέρουν ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴ δίψα. Καθὼς ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ σήμαινε ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὴν σκλαβιά, μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια σκληρῆς δουλείας, οἱ αἰχμάλωτοι ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος, ὅμως, τοὺς ἔπεισε νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσαν μὲ τὸ βάπτισμα. Μετὰ ἀπὸ δέκα τέσσερις ἡμέρες ὅλοι πέθαναν ἀπὸ πεῖνα καὶ δίψα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Ὅσιο Εὐστράτιο, ποὺ εἶχε συνηθίσει στὶς πολυήμερες νηστεῖες. Ὁ ἰδιοκτήτης λοιπόν, ὀργισμένος, τὸν κατηγόρησε γιὰ τὸν θάνατο τῶν συντρόφων του καὶ διέταξε νὰ σταυρωθεῖ ἀνήμερα τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα. Σύμφωνα μὲ τὸν Βίο, ὁ Ὅσιος Εὐστράτιος ἔζησε γιὰ δεκαπέντε ἀκόμα ἡμέρες ἐπάνω στὸν σταυρὸ καὶ βρῆκε τὴν δύναμη νὰ συζητήσει μὲ τὸν Ἑβραῖο ἰδιοκτήτη ἐὰν ὁ σταυρικὸς θάνατος ἦταν ἀτιμία ἢ προνόμιο καὶ νὰ προφητέψει γιὰ τοὺς δουλοκτῆτες του μία ἐπικείμενη θεομηνία. Μόλις τὸ εἶπε αὐτό, μαχαιρώθηκε.
Οἱ ἀνόσιοι σταυρωτὲς κατέβασαν τὸ ἱερὸ λείψανο ἀπὸ τὸν σταυρὸ καὶ τὸ ἔριξαν στὴν θάλασσα. Ἡ ἀνεξερεύνητη οἰκονομία τοῦ Θεοῦ μετέφερε τὸ τίμιο σκήνωμα θαυματουργικά, χωρὶς ἀνθρώπινη μεσολάβηση, στὰ σπήλαια τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Ἐκεῖ τὸ βρῆκαν μὲ κατάπληξη καὶ δέος οἱ μοναχοί, ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν σωθεῖ καὶ εἶχαν ἐπιστρέψει στὴ μονὴ μετὰ ἀπὸ τὸ πέρασμα τῶν Πολόφσκυ καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὲς καὶ δοξολογίες. Στὸν τόπο αὐτὸ παραμένει μέχρι σήμερα, ἄφθορο καὶ δοξασμένο, ἐπιτελώντας ἀναρίθμητα θαύματα στοὺς πιστούς.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργὸς ἐκ Ρωσίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ὅσιος Φαῦστος ὁ Θαυματουργὸς ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Φαῦστος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ἡ μνήμη του συνεορτάζεται μετὰ τῶν Ὁσίων Κυρίλλου καὶ Σπυρίδωνος (τιμᾶται 5 Δεκεμβρίου), τὴν Δευτέρα Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ὁ πρίγκιπας τοῦ Βλαντιμὶρ
Ὁ Ἅγιος Μστισλάβος ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπα τοῦ Βλαντιμὶρ Ἀνδρέου Βογκολιούμποβο. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1173.
Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἰλαρίων ἀσκήτεψε στὴ μονὴ Ποκρόφσκοε Ὀζέρκσκοε τῆς Ρωσίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1476.
Ὁ Ὅσιος Ἰωνὰς ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἰωνὰς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 15ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰῶνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ νῆσο Κλιμέντσυ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1534.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ὁ Ἐλεήμων
Γιὰ τὸν Ἅγιο Διονύσιο τὸν Ἐλεήμονα, Μητροπολίτη Λαρίσης καὶ κτίτορα τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσὰ τῶν Μετεώρων, δὲν διασῴζονται ἁγιολογικᾶ κείμενα, ἀκολουθίες, συναξάρια ἢ βίος.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος εἰκονίζεται σὲ τοιχογραφία τοῦ 1627 στὸ ἀριστερὸ κλίτος τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Τρικάλων, ὅπου κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς δεξιὰ τοιχογραφοῦνται ἑπτὰ «Ἅγιοι Ἀρχιεπίσκοποι Λαρίσης». Ὁ Ἅγιος Θωμὰς ὁ Γοριανίτης, ὁ Ἅγιος Κυπριανὸς ὁ Θαυματουργός, ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Λογιώτατος καὶ Νέος Θεολόγος, ὁ Ἅγιος Βησσαρίων, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἐλεήμων, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἡσυχαστὴς καὶ ὁ Ἅγιος Βησσαρίων τοῦ Σωτῆρος.
Ἡ ἐπιγραφὴ τῆς τοιχογραφίας (ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἐλεήμων Ἀρχιεπίσκοπος [λαρίσης]), μαρτυρεῖ ὅτι ὁ Ἅγιος καταξιώθηκε στὴ συνείδηση τοῦ πιστοῦ ποιμνίου του καὶ συγκαταριθμήθηκε στὴν τιμητικὴ χορεία τῶν τοπικῶν Ἁγίων τῆς περιοχῆς. Ἀκόμη, ἡ ἐπωνυμία Ἐλεήμων ποὺ τοῦ ἀποδόθηκε, ἀποδεικνύει ἀναντίρρητα τὴν πλούσια προσφορά του, τόσο στὸν Ἐκκλησιαστικὸ ὅσο καὶ στὸν κοινωνικὸ τομέα, ὡς φιλεύσπλαχνου διακόνου σὲ ὅσους βρίσκονταν σὲ χαμηλὴ κοινωνικὴ κατάσταση καὶ ὡς παρηγορητὴ σὲ ἐκείνους ποὺ ἔπασχαν.
Μὲ βάση τὴν χρονολογικὴ σειρὰ τῶν παραπάνω ἑπτὰ Ἁγίων Μητροπολιτῶν τῆς Λάρισας, ἡ ἀρχιερατεῖα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἐλεήμονος, πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ μετὰ τὸ 1489-1490 καὶ πρὶν τὸ 1499 καὶ ὁπωσδήποτε θὰ ἦταν μικρῆς διάρκειας. Περὶ τὸ ἔτος 1499 ὁ Ἅγιος Διονύσιος παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμά του καὶ τὴν θέση του κατέλαβε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἡσυχαστής. Μετὰ τὴν παραίτησή του ἀποσύρθηκε καὶ μόνασε στὴ μονὴ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Ἀναπαυσά, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε καὶ ὁ νεότερος κτίτορας.
Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Διονύσιος Λαρίσης μνημονεύεται πολλὲς φορὲς στὸ «Σύγγραμμα Ἱστορικόν» ἢ «Χρονικὸν τῶν Μετεώρων», τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ γράφτηκε λίγο μετὰ τὸ ἔτος 1529. Σύμφωνα λοιπόν, μὲ τὸ κείμενο αὐτό, ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἦταν ἐκεῖνος ποὺ πρῶτος ἔδωσε τὸν τίτλο τοῦ ἡγουμένου στὸν «πατέρα» τῆς μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Μετεώρου, ἱερομόναχο Ἰωάσαφ, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε καμία σχέση πρὸς τὸν ὁμώνυμο κτίτορα τῆς μονῆς βασιλέα Ἰωάννη Οὔρεση Παλαιολόγο – Ἰωάσαφ μοναχό, καὶ κατόπιν τὸν χειροτόνησε Ἐπίσκοπο Φαναρῖου.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὴν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ ἔτους 1510.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μανγκλίσι τῆς ἀνατολικῆς Γεωργίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1751.
http://anavaseis.blogspot.com/2010/03/28.htmlPrint this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου