Ὁ Ἅγιος Νίκων ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ ἑκατὸν ἐνενήντα μαθητές του
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Νίκων ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἡγεμόνος Κουιντιανοῦ καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Νεάπολη τῆς Ἰταλίας. Ἡ μητέρα του ἦταν Χριστιανὴ καὶ τὸν γαλούχησε μὲ τὰ νάματα τῆς εὐσεβείας καὶ ὁ πατέρας του εἰδωλολάτρης.
Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἔγινε στρατιωτικὸς καὶ πολὺ γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν πειθαρχία του. Ἡ ψυχή του ὅμως ποθοῦσε τὸν βίο τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς κατὰ Θεοῦ βιοτῆς. Ἔτσι ξεκίνησε τὸ ταξίδι γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔκανε ὅμως μία πρώτη στάση στὴν Χῖο, ὅπου πέρασε ἑπτὰ ἡμέρες προσευχόμενος. Στὴν συνέχεια, μετὰ ἀπὸ ἐμφάνιση Ἀγγέλου, κατέβηκε στὴν παραλία καὶ ἔφθασε στὸ ὄρος Γάνου. Ἐκεῖ βαπτίσθηκε μέσα σὲ ἕνα σπήλαιο ἀπὸ κάποιον Ἐπίσκοπο καὶ ζοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ ἔγινε ἡγούμενος τῶν μοναχῶν ποὺ κατέφευγαν πρὸς αὐτόν.
Ἐκεῖ πληροφορήθηκε διὰ θείας ἀποκαλύψεως ὅτι πρόκειται τὸ ὄρος νὰ καταστραφεῖ ἀπὸ τὰ ἔθνη. Ἔτσι ἀναχώρησε γιὰ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ γιὰ τὴ Νεάπολη, ὅπου εἶδε γιὰ τελευταία φορὰ καὶ κήδευσε τὴ μητέρα του. Στὴν συνέχεια ᾖλθε στὴ νῆσο τῆς Σικελίας καὶ ἀσκήτευε μὲ τοὺς μοναχοὺς τῆς συνοδείας του στὸ ὄρος τοῦ Ταυρομενίου. Ἐκεῖ δέχθηκε τὴν ἐπίθεση τοῦ ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος τοὺς μὲν μαθητὲς τοῦ Ἁγίου τοὺς συνέλαβε καὶ τοὺς καρατόμησε, τὸν δὲ Ἱερομάρτυρα Νίκωνα, ἀφοῦ τὸν βασάνισε, τοῦ ἀπέκοψε τὴν κεφαλή.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νίκων καὶ οἱ ἑκατὸν ἐνενήντα ἐννέα μαθητὲς αὐτοῦ εἰσῆλθαν, τὸ ἔτος 250 μ.Χ., στὴ μακαρία ζωὴ τοῦ Θεοῦ, ὅπου δὲν ὑπάρχει θλίψη ἢ στεναχώρια ἢ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Νικήσας τὸν δόλιον, ἄσκητικαις ἀγωγαίς, κανὼν ἐχρημάτισας, τῶν σῶν κλεινῶν φοιτητῶν, ἀκρότητι βίου σου, ὅθεν σὺν τούτοις ἅμα, γεγονῶς ἐν τὴ Δύσει, ἔδυσας ἐν ἀθλήσει, σὺν αὐτοὶς Πάτερ Νίκων, μεθ' ὧν καὶ κατεφοίτησας αἴγλη τὴ ἄνωθεν.
Ὁ Ἅγιος Δομέτιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ Δομέτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν χώρα τῆς Φρυγίας. Βλέποντας ὅμως ὅτι πολλοὶ ἀρνοῦνταν τὸν Χριστὸ καὶ προσκυνοῦσαν τὰ εἴδωλα, δυσφοροῦσε καὶ ἀγανακτοῦσε. Μία ἡμέρα, λοιπόν, ἐνῷ γινόταν ἱπποδρομία καὶ προσφερόταν θυσία στὰ εἴδωλα, δὲν μπόρεσε νὰ ὑπομείνει ἄλλο. Ποθώντας μὲ Θεϊκὸ ζῆλο νὰ μαρτυρήσει τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ, στάθηκε στὸ μέσο τοῦ θεάτρου καὶ μὲ μεγάλη φωνὴ καταράστηκε τὸν ἀποστάτη Ἰουλιανό, ἔπτυσε ὅλους ὅσους λάτρευαν τὰ εἴδωλα καὶ χλεύασε τοὺς ψεύτικους θεούς. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια. Στὸ τέλος, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιόταν τὸν Χριστό, τοῦ ἀπέκοψαν διὰ ξίφους τὴν ἱερὰ κεφαλή του.
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἐφραὶμ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ., καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Θαυματουργὸς ἐκ Ρωσίας
Δομήτωρ καὶ ἀρχηγὸς τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος στὴν Τοτίμη τῆς Ρωσίας. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ὅσιος Νίκων καθηγούμενος τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου
Ὁ Ὅσιος Νίκων ἔζησε στὴν Ρωσία κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου (τιμᾶται 10 Ἰουλίου). Ἦταν μοναχὸς στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου καὶ εἶχε τιμηθεῖ ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔκειρε μετὰ ἀπὸ κανονικὴ δοκιμασία καὶ κατάλληλη πνευματικὴ προετοιμασία ὅσους ζητοῦσαν μὲ πόθο τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ἀξιώθηκε μάλιστα τῆς μεγάλης τιμῆς νὰ κείρει μὲ τὰ χέρια του τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο (τιμᾶται 3 Μαΐου), τὸν μεγάλο θεμελιωτὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς στὴ Ρωσία. Ἔκειρε ἀκόμη, περὶ τὸ ἔτος 1062, δυὸ μεγάλες μορφὲς τῆς Λαύρας, τὸν ἐπιφανῆ βογιάρο Βαρλαὰμ καὶ τὸν εὐνοῦχο ἡγεμόνα Ἐφραίμ.
Γι’ αὐτὲς ὅμως τὶς μοναχικὲς κουρὲς ὑπέμεινε μεγάλη θλίψη. Ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος ὀργίσθηκε πολύ, ἐπειδὴ ἔχασε ἀπὸ κοντά του δυὸ σπουδαῖα πρόσωπα, δυὸ χρήσιμους συνεργάτες καὶ θύμωσε μὲ τοὺς Ὁσίους. Διέταξε νὰ φέρουν μπροστά του ἐκεῖνον ποὺ τόλμησε νὰ τοὺς κείρει μοναχούς. Ὁ Ὅσιος Νίκων ὁδηγήθηκε στὸν ἡγεμόνα. Ἐκεῖνος τὸν κοίταξε μὲ περισσὴ ὀργὴ καὶ φώναξε:
Ἐσὺ καλόγερε, τόλμησες νὰ κάνεις σὰν κι ἐσένα, τὸν βογιάρο καὶ τὸν εὐνοῦχο μου;
Ναί, ἐγώ, μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Ὁσίου πατέρα μου καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οὐράνιου Βασιλέως Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ τοὺς κάλεσε σὲ αὐτὸ τὸ δρόμο τῆς ἀσκήσεως, ἀποκρίθηκε ὁ Ὅσιος ἤρεμα καὶ θαρρετά.
Ὁ ἡγεμόνας μὲ μανία τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ οἱ νέοι μοναχοὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πρότερή τους κατάσταση. Σὲ ἀντίθεση περίπτωση θὰ κατέστρεφε τὸ σπήλαιο.
Μετὰ ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό, οἱ ἀδελφοὶ ἀναγκάσθηκαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ σπήλαιο καὶ νὰ φύγουν μακριά, σὲ ἄλλο τόπο, ὅπου δὲν θὰ ἔφθανε ἡ ἡγεμονικὴ ὀργή. Τότε ὁ Ὅσιος Νίκων πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν καὶ ἐκεῖ, κοντὰ στὴν πολίχνη, βρῆκε ἕναν ἔρημο τόπο, ὅπου ἐγκαταστάθηκε. Ἐπιδόθηκε ἀμέσως σὲ σκληροὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες, ζωντας μὲ σιωπή, «μόνος μόνω τῷ Θεῷ προσευχόμενος». Ἡ παρουσία του δὲν ἄργησε νὰ γίνει γνωστὴ καὶ ἡ φήμη του νὰ ἁπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρη τὴν περιοχή.
Ἡ Ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶχε ἀκόμη στερεωθεῖ ἐκεῖ καὶ ἡ μοναχικὴ ζωὴ ἦταν τελείως ἄγνωστη. Σιγὰ – σιγὰ οἱ κάτοικοι ἄρχισαν νὰ πλησιάζουν τὸν Ὅσιο καὶ νὰ ἐντυπωσιάζονται ἀπὸ τὴν παράξενη γι’ αὐτοὺς ζωή του. Ἐκεῖνος τότε, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, ἔλυνε τὴν σιωπή του καὶ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ὅλοι σαγηνεύονταν ἀπὸ τὴ σοφία, τὴν γνώση καὶ τὴν ἁγιότητά του, μετανοοῦσαν καὶ δόξαζαν τὸν Κύριο μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὰ ἔργα τους. Ἀργότερα, ὁρισμένοι ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ὅσιο νὰ τοὺς κάνει μοναχούς. Καί ἐκεῖνος, ἀφοῦ τοὺς δοκίμαζε καὶ τοὺς νουθετοῦσε, τοὺς ἔκειρε. Ἔτσι τέθηκαν τὰ θεμέλια γιὰ τὴν κατοπινὴ ἀνέγερση τῆς μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ ἔγινε σπουδαῖο μοναστικὸ κέντρο, ἰσάξιο τῆς μονῆς τῶν Σπηλαίων.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ ἡγεμόνα τοῦ Τμουταρακᾶν Ροστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, οἱ κάτοικοι τῆς χώρας παρακάλεσαν τὸν Ὅσιο Νίκωνα, στὸν ὁποῖο ἔτρεφαν ἀπεριόριστη ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση, νὰ πάει στὸν ἡγεμόνα τοῦ Τσερνιγκὼφ Σβιατοσλάβο Γιαροσλάβιτς καὶ νὰ ζητήσει τὸν υἱό του Γκλὲμπ γιὰ τὴν ἡγεμονία τοῦ Τμουταρακᾶν.
Ὁ Ὅσιος ἐκτέλεσε μὲ ἐπιτυχία τὴν δακονία ποὺ τοῦ ἀνέθεσε τὸ ποίμνιό του. Ἐπιστρέφοντας μαζὶ μὲ τὸν πρίγκιπα Γκλὲμπ Σβιατοσλάβιτς, πέρασε ἀπὸ τὸ Κίεβο καὶ ἐπισκέφθηκε τὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων. Ὅταν ὁ μακάριος ἡγούμενος Θεοδόσιος ἀντίκρισε, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, τὸν παλαιὸ συνασκητή του, σκίρτησε ἀπὸ χαρά. Ἔπεσαν καὶ οἱ δυὸ στὴν γῆ καὶ ἔβαλαν βαθιὰ μετάνοια ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ὕστερα ἀγκαλιάσθηκαν κλαίγοντας ἀπὸ συγκίνηση καὶ κάθισαν νὰ συζητήσουν.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Νίκων, μετὰ ἀπὸ πολὺ ὥρα ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγει, ὁ μακάριος Θεοδόσιος ξέσπασε πάλι σὲ λυγμοὺς καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μείνει στὰ Σπήλαια, γιὰ νὰ συνεχίσουν μαζὶ τὴν ἐπίγεια ἀσκητικὴ ὁδοιπορία τους.
Πρέπει νὰ πάω, εἶπε ὁ Νίκων, νὰ ρυθμίσω ὅτι ἀφορᾷ στὸ μοναστῆρι μου. Ἔπειτα, ἂν εἶναι θέλημα Θεοῦ, θὰ ἐπιστρέψω.
Πράγματι ὁ Ὅσιος, πῆγε στὸ Τμουταρακᾶν μὲ τὸν πρίγκιπα Γκλέμπ, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε καὶ τὴν ἡγεμονία τῆς χώρας. Ὁ ἴδιος φρόντισε νὰ τακτοποιήσει μὲ ἐπιμέλεια τὶς ὑποθέσεις τῆς μονῆς του καὶ κατόπιν, σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσή του, γύρισε στὴ Λαύρα, κοντὰ στὸν Ὅσιο Θεοδόσιο. Ὑποτάχθηκε μὲ ταπείνωση στὸν Ἅγιο ἡγούμενο καὶ ἐκτελοῦσε μὲ ἀκρίβεια ὅλες του τὶς ἐντολές, νεκρώνοντας τὸ δικό του θέλημα. Καὶ ὁ μακάριος Θεοδόσιος, ὅταν χρειαζόταν νὰ λείψει ἀπὸ τὴ μονή, ἄφηνε ὡς ἀντικαταστάτη του, στὴ διαποίμανση τῆς ἀδελφότητας, τὸν Νίκωνα.
Πολλὲς φορὲς ὁ Ὅσιος Νίκων, ποὺ γνώριζε τὴν τέχνη τῆς βιβλιοδεσίας, ἕραβε καὶ ἔδενε βιβλία. Τότε ὁ Θεοδόσιος καθόταν ταπεινὰ δίπλα του, ἂν καὶ ἦταν ἡγούμενος καὶ τοῦ ἑτοίμαζε τοὺς σπόγγους ποὺ χρειαζόταν γιὰ τὸ ἐργόχειρό του. Τὴν ὥρα ἐκείνη, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες εὐκαιρίες, οἱ δυὸ Ὅσιοι μάζευαν γύρω τους τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς νουθετοῦσαν μὲ πνευματικὲς διδαχὲς καὶ ἀσκητικοὺς λόγους.
Ἀργότερα ὅμως, ὅταν ξέσπασε ἡ γνωστὴ διαμάχη ἀνάμεσα στοὺς τρεῖς ἀδελφοὺς ἡγεμόνες, τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβο, τοῦ Τσερνιγκὼφ Σβιατοσλάβο καὶ τοῦ Περεγιασλὰβ Βσέβολοντ, ὁ Ὅσιος Νίκων ἐπέστρεψε στὸ Τμουταρακᾶν, ὅπου ἔζησε μερικὰ χρόνια μὲ τὸν ἴδιο ἀσκητικὸ ζῆλο.
Ὅταν ἔμαθε ὅτι εἰρήνευσε ὁ τόπος τοῦ Κιέβου, ὁ Ὅσιος πῆρε πάλι τὸν δρόμο γιὰ τὴν Λαύρα. Φθάνοντας ὅμως ἐκεῖ, διαπίστωσε πὼς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος δὲν ἦταν πιὰ στὴν ζωή. Ἡγούμενος τώρα ἦταν ὁ φιλόθεος Στέφανος. Ὁ Ὅσιος Νίκων ἀποφάσισε νὰ τελειώσει τὸν ἐπίγειο βίο του στὴ μονὴ τῆς μετάνοιάς του. Ἔμεινε λοιπὸν ἐκεῖ καὶ ἐπισκεπτόταν συχνὰ τὸν τάφο τοῦ Ὁσίου Θεοδοσίου, λούζοντάς τον κάθε φορὰ μὲ δάκρυα χαρμολύπης.
Ὅταν μὲ τὴ συνεργία τοῦ πονηροῦ, ὁρισμένοι ἀδελφοὶ δημιούργησαν ἀναταραχὴ στὴν ἀδελφότητα καὶ ἀπομάκρυναν τὸν μακάριο Στέφανο ἀπὸ τὴν ἡγεμονία τῆς μονῆς, ἡγούμενος ἀναδείχθηκε ὁ Ὅσιος Νίκων. Μὲ διάκριση καὶ σοφία ἀγωνίσθηκε ὁ Ὅσιος νὰ φέρει τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ὁμόνοια στὴν ἀδελφότητα. Καὶ τὸ κατόρθωσε μὲ μεγάλο κόπο, πολὺ ὑπομονὴ καὶ περισσότερη προσευχή. Οἱ ἀδελφοί, ἀναγνωρίζοντας τὴν ἀκεραιότητα, τὴν σύνεση καὶ τὴν ἁγιότητά του, ἡσύχασαν καὶ ὑποτάχθηκαν σὲ αὐτόν, ὡς σὲ φωτισμένο πατέρα, διδάσκαλο καὶ πνευματικὸ ὁδηγό.
Πολλὲς φορὲς ὁ μοχθηρὸς διάβολος προσπάθησε νὰ δημιουργήσει νέα σκάνδαλα καὶ νὰ βάλει ἐμπόδια στὴν ἀνύσταχτη φροντίδα τοῦ Ὁσίου νὰ καθοδηγεῖ στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας τὶς ψυχὲς ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος. Οἱ σκοτεινοὶ σκοποί του ὅμως δὲν μποροῦσαν νὰ σβήσουν τὸ φῶς τῶν ἀρετῶν τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ.
Στὰ χρόνια τῆς ἡγουμενίας τοῦ Ὁσίου Νίκωνος, ἔγινε μὲ τρόπο θαυμαστὸ ἡ ἁγιογράφηση τοῦ ναοῦ τῶν Σπηλαίων ἀπὸ Ἕλληνες ἁγιογράφους, σταλμένους ἀπὸ τὴν Κυρία Θεοτόκο.
Ὁ Ὅσιος Νίκων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1088. Ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, ὅπου μέχρι σήμερα τὸ τίμιο λείψανό του ἀναπαύεται ἄφθορο καὶ ἀκέραιο, τιμημένο μὲ τὴ δόξα καὶ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπιτελεῖ πολλὰ θαύματα.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Νερέχτα, κατὰ κόσμον Ἰωακείμ, γεννήθηκε κοντὰ στὴν πόλη τοῦ Βλαντιμὶρ στὴ Ρωσία τὸν 14ο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν κτήτορας τῆς μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1384.
Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς Ἐπίσκοπος Ροστὼβ τῆς Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Βασσιανὸς ἔζησε στὴ Ρωσία κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ροστὼβ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1481.
Ὁ Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ὁσιομάρτυρας ἐξ Ἀνδριανουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Λουκᾶς γεννήθηκε στὴν Ἀνδριανούπολη τῆς Θρᾴκης καὶ οἱ γονεῖς του ὀνομάζονταν Ἀθανάσιος καὶ Δομνίτσα. Σὲ ἡλικία ἕξι ἐτῶν ὀρφάνεψε ἀπὸ πατέρα καὶ παραδόθηκε ἀπὸ τὴν μητέρα του σὲ κάποιο Ζαγοραῖο, μετὰ τοῦ ὁποίου ἐγκαταστάθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ κάποιο ἄτυχο περιστατικὸ φιλονικίας μὲ κάποιον τουρκόπαιδα, ἀναγκάστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ γίνει Μωαμεθανός. Ἐπειδὴ ἔνιωθε τύψεις συνειδήσεως, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Τούρκου ἀφέντη του καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὴ περιπλάνηση, ἀφοῦ ᾖλθε στὴ Σμύρνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴ Θήρα, ἔφθασε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἐκεῖ παρέμεινε ἀρκετὸ καιρὸ διερχόμενος μονὲς καὶ σκῆτες. Στὸ τέλος ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ Σταυρονικήτα.
Φλεγόμενος ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ μαρτυρίου, ὁ Λουκᾶς ἀναχώρησε τὸν μῆνα Μάρτιο τοῦ 1802, ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μετέβη στὴ Μυτιλήνη. Παρουσιάσθηκε στὸν κριτὴ τῆς πόλης, ἔλεγξε μὲ θάρρος τὴ μωαμεθανικὴ θρησκεία καὶ κήρυξε τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ παρὰ τὶς κολακεῖες καὶ τὶς ἀπειλές, ὁ Μάρτυς παρέμεινε στερεωμένος στὴν πατρῴα εὐσέβεια.
Ὁδηγούμενος πρὸς τὴν οἰκία τοῦ Ναζήρη, συνάντησε τὸν Μητροπολίτη Μυτιλήνης, ποὺ ὁδηγοῦνταν καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ κριτήριο. Ὁ Ἅγιος ἔσκυψε τὴν κεφαλή του καὶ ζήτησε τὴν εὐλογία καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ Ἀρχιερέως. Οἱ Τοῦρκοι, μόλις τὸ εἶδαν αὐτό, ἐξεμάνησαν καὶ τὸν ἔδειραν ἀνηλεῶς. Παρὰ τὸν ἐπικείμενο φόβο καὶ τὴν ἀπειλούμενη γενικὴ σφαγὴ ὁ Ἐπίσκοπος διέταξε νὰ γίνει δέηση σὲ ὅλους τούς ναοὺς ὑπὲρ τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ, Λουκᾶ.
Ὁ Ἅγιος, μόλις παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ Ναζήρη καὶ ἐνώπιον πλήθους Τούρκων, ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Μετὰ τὴν ἀνάκριση, τοῦ δόθηκε τριήμερη προθεσμία, γιὰ νὰ σκεφθεῖ καὶ νὰ ἀποφασίσει. Ὅταν πέρασαν οἱ τρεῖς ἡμέρες καὶ ἐξέπνευσε ἡ προθεσμία, ὁ Ἅγιος Λουκᾶς συνέχισε νὰ παραμένει ἀμετακίνητος στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Γι’ αὐτὸ καταδικάσθηκε στὸν διὰ ἀπαγχονισμοῦ θάνατο.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του παρέμεινε τρεῖς ἡμέρες στὴν ἀγχόνη καὶ μετὰ ταῦτα τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα.
synaxarion.gr
http://anavaseis.blogspot.com/2010/03/blog-post_23.html
Print this post
synaxarion.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου