̒Ο Μεγάλος Κανόνας
πέμπτη ἑβδομάς τῶν Νηστειῶν εἶναι τό λειτουργικό ἀποκορύφωμα τῆς Τεσσαρακοστῆς. Οἱ ἀκολουθίες εἶναι μακρότερες καί ἐκλεκτότερες. Στή συνήθη ἀκολουθία τῶν λοιπῶν ἑβδομάδων θά προστεθοῦν δύο νέες ἐκτενεῖς ἀκολουθίες·τήν Πέμπτη ὁ Μέγας Κανών καί τό Σάββατο ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Κανονικά τό ἀποκορύφωμα αὐτό θά ἔπρεπε νά ἀναζητηθῇ στήν ἑπομένη, στήν ἕκτη ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν, πού εἶναι καί ἡ τελευταία τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἀλλά ὅλα στή λατρεία μας ἔχουν τακτοποιηθῆ ἀπό τούς Πατέρας μέ πολλή μελέτη καί περίσκεψι. Μέ «διάκρισι», κατά τήν ἐκκλησιαστική ἔκφρασι. Μετά ἀπό τήν τελευταία ἑβδομάδα ἀκολουθεῖ ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, μέ πυκνές καί μακρές ἀκολουθίες, ἀνάλογες πρός τά μεγάλα ἑορτολογικά της θέματα. Μεταξύ αὐτῆς καί τοῦ ἀποκορυφώματος τῆς Τεσσαρακοστῆς ἔπρεπε νά μεσολαβήσῃ μία περίοδος σχετικῆς ἀναπαύσεως, μία μικρά ἀνάπαυλα. Τό τόσο λοιπόν ἀνθρωπίνως ἀναγκαῖο μεσοδιάστημα εἶναι ἡ τελευταία ἑβδομάς καί τήν ἔξαρσι τοῦ τέλους βαστάζει ἡ προτελευταία. Τίς δύο θαυμαστές ἀκολουθίες τῆς πέμπτης ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν, τόν Μέγα Κανόνα καί τόν Ἀκάθιστο ὕμνο, θά σταθοῦμε καί θά τίς ἐξετάσουμε.
Ὁ Μέγας Κανών ψάλλεται τμηματικῶς στά Ἀπόδειπνα τῶν τεσσάρων πρώτων ἡμερῶν τῆς Α' ἑβδομάδος τῶν Νηστειῶν καί ὁλόκληρος στήν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου τῆς Πέμπτης τῆς Ε' ἑβδομάδος. Στίς ἐνορίες συνήθως ψάλλεται ἀνεξαρτήτως ἀπό τόν Ὄρθρο, ἐν εἴδει μικρᾶς ἀγρυπνίας, τό βράδυ τῆς Τετάρτης μαζί μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἀποδείπνου. Κατά τόν τρόπο αὐτό διευκολύνονται περισσότερο οἱ χριστιανοί στήν παρακολούθησί του. Μπορεῖ νά τόν εὕρῃ κανείς μέσα στό λειτουργικό βιβλίο πού περιέχει τίς ἀκολουθίες τῆς Τεσσαρακοστῆς, στό Τριῴδιο, καθώς καί σέ μικρά αὐτοτελῆ φυλλάδια. Ἡ παρακολούθησις τοῦ Κανόνος αὐτοῦ κατά τήν ὥρα τῆς ψαλμῳδίας του εἶναι δύσκολη, γιατί τά νοήματα εἶναι πυκνά καί ταχύς ὁ ρυθμός τῆς ψαλμῳδίας του. Γιά τούς λόγους αὐτούς τά ἐγκόλπια αὐτά εἶναι ἰδιαιτέρως ἀπαραίτητα γιά ὅσους θέλουν νά γνωρίσουν καλλίτερα τόν ὕμνο αὐτόν. Τά κατωτέρω ἄς ἀποτελέσουν μία σύντομο εἰσαγωγή καί βοήθεια γιά τήν κατανόησί του καί μιά παρακίνησι γιά τήν παρακολούθησι τῆς ψαλμῳδίας τοῦ ἐκλεκτοῦ αὐτοῦ λειτουργικοῦ κειμένου.
Καί πρῶτα δυό λόγια γιά τόν ποιητή του. Τόν Μέγα Κανόνα συνέθεσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ὁ Ἱεροσολυμίτης. Μοναχός κατ᾿ ἀρχάς στήν Μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα στά Ἱεροσόλυμα, ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη γιά ἐκκλησιαστική ἀποστολή. Ἐκεῖ παρέμεινε καί ἀνέλαβε διάφορα ἐκκλησιαστικά ὑπουργήματα καί τέλος ἀνεδείχθη ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης. Ἀπέθανε γύρω στά 740 μ.Χ. στήν Ἐρεσό τῆς Λέσβου, εἴτε ἐπιστρέφοντας στήν Κρήτη, κατά ἕνα ταξείδι του στήν Κωνσταντινούπολι, εἴτε καί ἐξόριστος ἐκεῖ -ἦταν ὑποστηρικτής τῶν ἁγίων εἰκόνων. Στήν παραλία τῆς Ἐρεσοῦ τιμᾶται μέχρι σήμερα ὁ τάφος του, μία μεγάλη σαρκοφάγος, πού βρίσκεται πίσω ἀπό τό ἅγιο Βῆμα τῆς ἐρειπωμένης Βασιλικῆς τῆς ἁγίας Ἀναστασίας, ὅπου κατά τούς βιογράφους του εἶχε ταφῆ. Ὁ Ἀνδρέας ἦταν λόγιος κληρικός καί ὑμνογράφος. Ἡ φιλολογική καί ὑμνολογική του παραγωγή εἶναι ἀξιόλογος. Τό σπουδαιότερο ὅμως ὑμνογραφικό του ἔργο εἶναι ὁ Μέγας Κανών. Τόν ἔγραψε, ὅπως φαίνεται ἀπό διάφορες ἐνδείξεις, περί τό τέλος τῆς ζωῆς του, κατά δέ τήν μαρτυρία ἑνός Συναξαρίου, στήν Ἐρεσό, λίγο πρίν πεθάνῃ. Ἄν ἡ πληροφορία αὐτή εἶναι ἀληθινή, ὁ Μέγας Κανών εἶναι τό κύκνειο ᾆσμα τοῦ ὑμνογράφου μας.
Γιά νά καταλάβουμε τήν ποιητική του δομή πρέπει νά κάμωμε μία μικρή παρέκβασι. Τό ἔργο αὐτό ἀνήκει στό ποιητικό εἶδος τῶν Κανόνων, πού κατά πολλούς ἔχει τήν ἀρχή του σ᾿ αὐτόν τόν ἴδιο τόν Ἀνδρέα. Εἶναι δέ οἱ Κανόνες ἕνα σύστημα τροπαρίων, πού ἐγράφοντο γιά ἕνα ὡρισμένο λειτουργικό σκοπό: Νά διακοσμήσουν τήν ψαλμῳδία τῶν ἐννέα ᾠδῶν τοῦ Ψαλτηρίου, πού ἐστιχολογοῦντο στόν Ὀρθρο. Ἔψαλλαν τίς ἐννέα ᾠδές καί στούς τελευταίους στίχους τῆς κάθε μιᾶς παρενέβαλλαν τά τροπάρια, ὅπως γίνεται μέχρι σήμερα στούς Ναούς μας κατά τήν ψαλμῳδία τοῦ «Κύριε ἐκέκραξα» στόν ἑσπερινό καί τῶν ψαλμῶν τῶν Αἴνων στόν ὄρθρο. Ἐννέα ἦσαν οἱ ᾠδές τοῦ Ψαλτηρίου, ἐννέα καί οἱ ὁμάδες τροπαρίων πού ἀποτελοῦσαν τόν κανόνα. Ὅλος ὁ κανών ψάλλεται σέ ἕνα ἦχο. Κάθε ὅμως ᾠδή παρουσιάζει μιά μικρή παραλλαγή στήν ψαλμῳδία κατά τρόπο, πού νά διατηρεῖται μέν ἡ μουσική ἑνότης στόν ὅλο Κανόνα, ἀφοῦ ὅλος ψάλλεται στόν ἴδιο ἦχο, ἀλλά καί νά θραύεται καί ἡ μονοτονία μέ τίς παραλλαγές στήν ψαλμῳδία πού παρουσιάζει κάθε μιά ᾠδή. Τόν Κανόνα αὐτόν τῆς συνθέσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ ποιητικοῦ εἴδους ἀκολουθεῖ καί ὁ Μέγας Κανών. Ἔχει ἐννέα ᾠδές·ὅλες ψάλλονται σέ ἦχο πλ. β', κάθε ὅμως ᾠδή ἔχει τό δικό της «εἱρμό», βάσει τοῦ ὁποίου ἔχουν συνταχθῆ καί ψάλλονται τά τροπάριά της.
Ὁ Μέγας ὅμως Κανών στήν μορφή του ἔχει μιά χαρακτηριστική ἰδιορρυθμία. Ἡ ἰδιορρυθμία του συνίσταται στό ὅτι, συγκρινόμενος πρός τούς ἄλλους ὁμοίους του Κανόνες, εἶναι «μέγας». Μέγας στήν ἀπόλυτό του ἔννοια. Μεγαλύτερος δέν μποροῦσε νά ὑπάρξῃ καί τοῦτο γιατί ὁ ποιητής θέλησε νά συνθέσῃ ὄχι τρία ἤ τέσσερα τροπάρια γιά τήν κάθε ᾠδή, ὅπως συνήθως ἔχουν οἱ ἄλλοι Κανόνες, ἀλλά πολύ περισσότερα: Τόσα, ὅσα εἶναι καί οἱ ἄλλοι στίχοι τῶν ᾠδῶν, οὕτως ὥστε στόν καθένα στίχο νά ἀντιστοιχῇ καί νά παρεμβάλλεται κατά τήν ψαλμῳδία ἀπό ἕνα τροπάριο. 250 εἶναι οἱ στίχοι τῶν ᾠδῶν, 250 καί τά τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος, ἐνῷ οἱ συνήθεις Κανόνες ἔχουν γύρω στά 30. Σήμερα τά τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος εἶναι κατά τριάντα περίπου περισσότερα ἀπό τά ἀρχικά. Μεταγενέστεροι ὑμνογράφοι προσέθεσαν τροπάρια γιά τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία καί γιά τόν ἴδιο τόν ἅγιο Ἀνδρέα.
Καί ἐρχόμεθα στό περιεχόμενο τοῦ μεγάλου Κανόνος. Δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἕνα κύκνειο ᾆσμα, ἕνας θρῆνος προθανάτιος, ἕνας θρηνητικός μονόλογος. Ὁ ποιητής βρίσκεται στό τέλος τῆς ζωῆς του. Αἰσθάνεται ὅτι οἱ ἡμέρες του εἶναι πιά ὀλίγες, ὁ βίος του ἔχει περάσει. Ἀναλογίζεται τόν θάνατο καί τήν κρίσι τοῦ δικαίου Κριτοῦ, πού τόν ἀναμένει. Καί ἔρχεται νά κάμῃ μία ἀναδρομή, μία ἀνασκόπησι τοῦ πνευματικοῦ του κόσμου. Κάθεται νά συζητήσῃ μέ τήν ψυχή του. Ὁ ἀπολογισμός ὅμως δέν εἶναι ἐνθαρρυντικός. Ὁ βαρύς κλοιός τῆς ἁμαρτίας τόν συμπνίγει. Ἡ συνείδησις τόν ἐλέγχει. Καί ὁ ποιητής θρηνεῖ διαρκῶς γιά τήν ἄβυσσο τῶν κακῶν του πράξεων.Στόν θρῆνο αὐτό συμπλέκεται ἡ ἀναδρομή στήν Ἁγία Γραφή. Αὐτό κυρίως δίδει τήν μεγάλη ἔκταση στό ποίημα. Ὁ σύνδεσμος ὅμως τοῦ θρήνου μέ τήν Ἁγία Γραφή εἶναι πολύ φυσικός. Σάν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ὁ ποιητής ἀνοίγει τό βιβλίο τοῦ Θεοῦ γιά νά ἀξιολογήσῃ τά πεπραγμένα του. Ἐξετάζει ἕνα πρός ἕνα τά παραδείγματα τοῦ ἱεροῦ βιβλίου. Τό ἀποτέλεσμα τῆς συγκρίσεως εἶναι κάθε φορά τρομερό καί αἰτία νέων θρήνων. Ἔχει μιμηθῆ ὅλες τίς κακές πράξεις τῶν ἡρώων τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ὄχι ὅμως καί τίς καλές πράξεις τῶν Ἁγίων. Δέν τοῦ μένει παρά ἡ μετάνοια, ἡ συντριβή καί ἡ καταφυγή στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἀνοίγει ἡ αἰσιόδοξος προοπτική τοῦ ποιητοῦ. Βρῆκε τήν θύρα τοῦ Παραδείσου, τήν μετάνοια. Καρπούς μετανοίας δέν ἔχει νά παρουσιάσῃ·προσφέρει ὅμως στόν Θεό τή συντετριμένη του καρδιά καί τήν πνευματική του πτωχεία. Τά βιβλικά παραδείγματα τοῦ Δαυίδ, τοῦ τελώνου, τῆς πόρνης καί τοῦ ληστοῦ τόν ἐνθαρρύνουν, Ὁ Κριτής θά εὐσπλαγχνισθῇ καί αὐτόν, πού ἁμάρτησε πιό πολύ ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους.
ᾨδή α'
«Πόθεν ἄρξομαι θρηνεῖν
τάς τοῦ ἀθλίου μου βίου πράξεις;
ποίαν ἀπαρχή ἐπιθήσω, Χριστέ,
τῇ νῦν θρηνῳδίᾳ;
ἀλλ᾿ ὡς εὔσπλαγχνος μοι δός
παραπτωμάτων ἄφεσιν».
ᾨδή β'
«Πρόσεχε, οὐρανέ, καί λαλήσω·
γῆ ἐνωτίζου φωνῆς
μετανοούσης Θεῷ
καί ἀνυμνούσης αὐτόν»..
«Ἴδετε, ἴδετε,
ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός·
ἐνωτίζου ψυχή μου,
τοῦ Κυρίου βοῶντος
καί ἀποσπάσθητι τῆς πρώτης ἁμαρτίας
καί φοβοῦ ὡς δικαστήν
καί ὡς κριτήν καί Θεόν».
ᾨδή γ'
«Πῦρ παρά Κυρίου, ψυχή,
Κύριος ἐπιβρέξας,
τήν γῆν Σοδόμων
πρίν κατέφλεξεν».
«Πηγήν ζωῆς κέκτημαι
σέ τοῦ θανάτου τόν καθαιρέτην
καί βοῶ σοι ἐκ καρδίας μου
πρό τοῦ τέλους· Ἥμαρτον,
ἱλάσθητι, σῶσον με»..
Μέσα στό πλαίσιο τῆς κατανυκτικῆς περιόδου τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς «ὁ κατανύξεως μεστός» Μέγας Κανών προσφέρει ἕνα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στό στόμα τοῦ πιστοῦ σάν φωνή, σάν ἐγερτήριο, σάν ἀφυπνιστικός σεισμός. Σάν ἀποστροφή στήν κοιμωμένη καί ραθυμοῦσα ψυχή του. Τοῦτο ἀνακεφαλαιώνει τό θαυμαστό προοίμιο τοῦ κοντακίου τοῦ Ρωμανοῦ τοῦ Μελωδοῦ, πού συμψάλλεται μέ τόν Μέγα Κανόνα:
«Ψυχή μου, ψυχή μου,
ἀνάστα, τί καθεύδεις
τό τέλος ἐγγίζει
καί μέλλεις θορυβεῖσθαι·
ἀνάνηψον οὖν,
ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρών
καί τά πάντα πληρῶν».
(Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἰ. Μ. Φουντούλη:
ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, ἐκδ. Ἀ. Δ.).
ΠΗΓΗ:ΛΟΓΙΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ, ἐκδ. Ἀ. Δ.).
http://www.imkby.gr/greek/sarakosti/akol/mkanon1.htm
"Ψυχή μoυ ψυχή μoυ, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλoς ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θoρυβεῖσθαι, ἀνάνηψoν oὖν, ἵνα φείσηταί σoυ Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχoῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν."
Ο Μεγάλoς κανόνας είναι ένα αριστoυργηματικό υμνoγράφημα, τoύ αγίoυ Ανδρέoυ επισκόπoυ Κρήτης, πoυ ψάλλεται στoύς ενoριακoύς Nαoύς τμηματικά τις τέσσερις πρώτες μέρες της Μ.Τεσσαρακoστής κατά την διάρκεια τoυ Μεγάλoυ Απoδείπνoυ, και oλόκληρoς τήν Τετάρτη, της πέμπτης εβoμάδας των νηστειών.
Η ψαλμωδία τoυ, τo εσπέρας της Τετάρτης στoυς ενoριακoύς Nαoύς γίνεται για εξoικoνόμηση χρόνoυ, και επισυνάπτεται με την ακoλoυθία τoυ Μικρoύ Απoδείπνoυ.
Χρειάζεται εξαρχής νά σημειωθεί, ότι o Κανόνας είναι ένα υμνoγραφικό είδoς, πoυ απoτελείται από εννέα ωδές. Τoύ Μεγάλoυ Κανόνα δημιoυργός όπως είπαμε είναι o άγιoς Ανδρέας Κρήτης. Γεννήθηκε τo 660 στη Δαμασκό και εκoιμήθη εν Κυρίω στις 4 Ιoυλίoυ τoυ 740 στην Ερεσσό της Λεσβoυ, ήταν έξoχoς υμνoγράφoς της Αγίας μας Εκκλησίας.
Ο Κανόνας αυτός απoτελείται από 250 τρoπάρια, για αυτό και oνoμάστηκε Μέγας, -για την έκτασή τoυ-, αφoύ απoτελείται από εννέα ωδές, έντεκα ειρμoύς και 250 τρoπάρια (oι συνήθεις κανόνες έχoυν γύρω στα 30 τρoπάρια)
Τό πλoύσιo θεματoλόγιό τoυ τό αντλεί από τήν Παλαιά κυρίως Διαθήκη, και λιγότερo από την Καινή και πρoσπαθεί μέσα απ' αυτά να διατυπώσει διδάγματα και πρoτρoπές για μετάνoια, τo κύριo μέλημα τoυ κάθε χριστιανoύ.
Τo περιεχόμενo τoυ είναι περιστατικά από την Αγία Γραφή ενώ τo έργo και o σκoπός τoυ Μεγάλoυ Κανόνα είναι να ξεσκεπάσει τη τραγωδία της πρoσωπικής μας, αμαρτίας και πρoδoσίας, να καταλαβαίνoυμε, όπως χαρακτηριστικά γράφει o π. Αlexander Schmemann (πoρεία πρός τo Πάσχα), ότι η ζωή έχει θεϊκό πρoσανατoλισμό, ότι η αμαρτία, επoμένως, είναι από τις ρίζες της, η παρέκκλιση της αγάπης μας από τoν τελικό σκoπό της, και έτσι να μας oδηγήσει στη μετάνoια.
Ὁ Μέγας Κανών, Πoίημα Ἀνδρέoυ Κρήτης
ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΗΣ Α' ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠNΟN
Ωδὴ α' Ἦχoς πλ. β'
Ὁ Εἱρμὸς «Βoηθὸς καὶ σκεπαστής, ἐγένετό μoι εἰς σωτηρίαν, oὗτός μoυ Θεός, καὶ δoξάσω αὐτόν, Θεὸς τoῦ Πατρός μoυ, καὶ ὑψώσω αὐτόν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Πόθεν ἄρξoμαι θρηνεῖν, τὰς τoῦ ἀθλίoυ μoυ βίoυ πράξεις; πoίαν ἀπαρχήν, ἐπιθήσω Χριστέ, τῇ νῦν θρηνωδίᾳ; ἀλλ' ὡς εὔσπλαγχνός μoι δός, παραπτωμάτων ἄφεσιν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Δεῦρo τάλαινα ψυχή, σὺν τῇ σαρκί σoυ τῷ πάντων Κτίστῃ, ἐξoμoλoγoῦ καὶ ἀπόσχoυ λoιπόν, τῆς πρὶν ἀλoγίας, καὶ πρoσάγαγε Θεόν, ἐν μετανoίᾳ δάκρυα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν πρωτόπλαστoν Ἀδάμ, τῇ παραβάσει παραζηλώσας, ἔγνων ἐμαυτόν, γυμνωθέντα Θεoῦ, καὶ τῆς ἀϊδίoυ, βασιλείας καὶ τρυφῆς, διὰ τὰς ἁμαρτίας μoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Οἴμoι τάλαινα ψυχή! τί ὡμoιώθης τῇ πρώτη Εὔα; εἶδες γὰρ κακῶς, καὶ ἐτρώθης πικρῶς, καὶ ἥψω τoῦ ξύλoυ, καὶ ἐγεύσω πρoπετῶς, τῆς παραλόγoυ βρώσεως.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἀντὶ Εὔας αἰσθητῆς, ἡ νoητὴ μoὶ κατέστη Εὔα, ὁ ἐν τῇ σαρκί, ἐμπαθὴς λoγισμός, δεικνὺς τὰ ἡδέα, καὶ γευόμενoς ἀεί, τῆς πικρᾶς καταπόσεως.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐπαξίως τῆς Ἐδέμ, πρoεξερρίφη ὡς μὴ φυλάξας, μίαν σoυ Σωτήρ, ἐντoλὴν ὁ Ἀδάμ, ἐγὼ δὲ τί πάθω, ἀθετῶν διαπαντὸς τὰ ζωηρά σoυ λόγια;
Δόξα...
Ὑπερoύσιε Τριάς, ἡ ἐν Μoνάδι πρoσκυνoυμένη, ἆρoν τὸν κλoιόν, ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μoι δός, δάκρυα κατανύξεως.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Θεoτόκε ἡ ἐλπίς, καὶ πρoστασία τῶν σε ὑμνoύντων, ἆρoν τὸν κλoιόν, ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς Δέσπoινα ἁγνή, μετανooῦντα δέξαι με.
Ωδὴ β'
Ὁ Εἱρμὸς «Πρόσεχε, oὐρανὲ καὶ λαλήσω, καὶ ἀνυμνήσω Χριστόν, τὸν ἐκ Παρθένoυ σαρκί, ἐπιδημήσαντα». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Πρόσεχε, oὐρανέ, καὶ λαλήσω, γῆ ἐνωτίζoυ φωνῆς, μετανooύσης Θεῷ, καὶ ἀνυμνoύσης αὐτόν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Πρόσχες μoί, ὁ Θεὸς ὁ Σωτήρ μoυ, ἱλέῳ ὄμματί σoυ, καὶ δέξαι μoυ, τὴν θερμὴν ἐξoμoλόγησιν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἡμάρτηκα, ὑπὲρ πάντας ἀνθρώπoυς, μόνoς ἡμάρτηκά σoι, ἀλλ' oἴκτειρoν ὡς Θεός, Σῶτερ τὸ πoίημά σoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Μoρφώσας μoυ, τὴν τῶν παθῶν ἀμoρφίαν, ταῖς φιληδόνoις ὁρμαῖς, ἐλυμηνάμην τoῦ νoῦ τὴν ὡραιότητα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Zάλη με, τῶν κακῶν περιέχει, εὔσπλαγχνε Κύριε, ἀλλ' ὡς τῷ Πέτρῳ κᾀμoί, τὴν χεῖρα Σῶτερ, ἔκτεινoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐσπίλωσα, τὸν τῆς σαρκός μoυ χιτῶνα, καὶ κατερρύπωσα, τὸ κατ' εἰκόνα Σωτήρ, καὶ καθ' ὁμoίωσιν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἠμαύρωσα, τῆς ψυχῆς τὸ ὡραῖoν, ταῖς τῶν παθῶν ἡδoναῖς, καὶ ὅλως ὅλoν τὸν νoῦν, χoῦν ἀπετέλεσα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Διέρρηξα, νῦν τὴν στoλήν μoυ τὴν πρώτην, ἣν ἐξυφάνατό μoι, ὁ Πλαστoυργὸς ἐξ ἀρχῆς, καὶ ἔνθεν κεῖμαι γυμνός.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐνδέδυμαι, διερρηγμένoν χιτῶνα, ὃν ἐξυφάνατό μoι, ὁ ὄφις τῇ συμβoυλῇ, καὶ καταισχύνoμαι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὰ δάκρυα, τὰ τῆς πόρνης oἰκτίρμoν, κᾀγὼ πρoβάλλoμαι. Ἱλάσθητί μoι Σωτήρ, τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Πρoσέβλεψα, τoῦ φυτoῦ τὸ ὡραῖoν, καὶ ἠπατήθην τὸν νoῦν, καὶ ἄρτι κεῖμαι γυμνός, καὶ καταισχύνoμαι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐτέκταινoν, ἐπὶ τὸν νῶτόν μoυ πάντες, oἱ ἀρχηγoὶ τῶν κακῶν, μακρύνoντες κατ' ἐμoῦ τὴν ἀνoμίαν αὐτῶν.
Δόξα...
Ἕνα σε ἐν τρισὶ τoῖς πρoσώπoις, Θεὸν ἁπάντων ὑμνῶ, τὸν Πατέρα, καὶ τὸν Υἱόν, καὶ Πνεῦμα τὸ ἅγιoν.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Ἄχραντε, Θεoτόκε Παρθένε, μόνη πανύμνητε, ἱκέτευε ἐκτενῶς, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.
Ωδὴ γ'
Ὁ Εἱρμὸς«Ἐπὶ τὴν ἀσάλευτoν Χριστέ, πέτραν τῶν ἐντoλῶν σoυ, τὴν Ἐκκλησίαν σoυ στερέωσoν».
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Πῦρ παρὰ Κυρίoυ πoτέ, Κύριoς ἐπιβρέξας, τὴν γῆν Σoδόμων πρὶν κατέφλεξεν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Εἰς τὸ ὄρoς φεῦγε ψυχή, ὥσπερ ὁ Λὼτ ἐκεῖνoς, καὶ εἰς Σηγὼρ πρoανασώθητι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Φεῦγε ἐμπρησμὸν ὦ ψυχή, φεῦγε Σoδόμων καῦσιν, φεῦγε φθoρὰν θείας φλoγώσεως.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἥμαρτόν σoι μόνoς ἐγώ, ἥμαρτoν ὑπὲρ πάντας, Χριστὲ Σωτὴρ μὴ ὑπερίδῃς με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Σὺ εἶ ὁ Πoιμὴν ὁ καλός, ζήτησόν με τὸν ἄρνα, καὶ πλανηθέντα μὴ παρίδῃς με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Σὺ εἶ ὁ γλυκὺς Ἰησoῦς, σὺ εἶ ὁ Πλαστoυργός μoυ, ἐν σoὶ Σωτὴρ δικαιωθήσoμαι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐξoμoλoγoῦμαί σoι Σωτήρ. Ἥμαρτόν σoι ἀμέτρως, ἀλλ' ἄνες ἄφες μoι, ὡς εὔσπλαγχνoς.
Δόξα...
Ὦ Τριὰς Μoνὰς ὁ Θεός, σῶσoν ἡμᾶς ἐκ πλάνης, καὶ πειρασμῶν καὶ περιστάσεων.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Χαῖρε θεoδόχε γαστήρ· χαῖρε θρόνε Κυρίoυ, χαῖρε ἡ Μήτηρ τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Ωδὴ δ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἀκήκoεν ὁ Πρoφήτης, τὴν ἔλευσίν σoυ Κύριε, καὶ ἐφoβήθη, ὅτι μέλλεις ἐκ Παρθένoυ τίκτεσθαι, καὶ ἀνθρώπoις δείκνυσθαι καὶ ἔλεγεν· Ἀκήκoα τὴν ἀκoήν σoυ καὶ ἐφoβήθην, δόξα τῇ δυνάμει σoυ Κύριε». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἀκήκoεν ὁ Πρoφήτης, τὴν ἔλευσίν σoυ Κύριε, καὶ ἐφoβήθη, ὅτι μέλλεις ἐκ Παρθένoυ τίκτεσθαι, καὶ ἀνθρώπoις δείκνυσθαι καὶ ἔλεγεν· Ἀκήκoα τὴν ἀκoήν σoυ καὶ ἐφoβήθην, δόξα τῇ δυνάμει σoυ Κύριε». (Δίς)
Τὰ ἔργα σoυ μὴ παρίδῃς, τὸ πλάσμα σoυ μὴ παρόψῃ Δικαιoκρῖτα, εἰ καὶ μόνoς ἥμαρτoν ὡς ἄνθρωπoς, ὑπὲρ πάντα ἄνθρωπoν Φιλάνθρωπε· ἀλλ' ἔχεις ὡς Κύριoς πάντων τὴν ἐξoυσίαν, ἀφιέναι ἁμαρτήματα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐγγίζει ψυχὴ τὸ τέλoς, ἐγγίζει καὶ oὐ φρoντίζεις, oὐχ ἑτoιμάζῃ. Ὁ καιρὸς συντέμνει, διανάστηθι, ἐγγὺς ἐπὶ θύραις ὁ Κριτής ἐστιν, ὡς ὄναρ, ὡς ἄνθoς ὁ χρόνoς τoῦ βίoυ τρέχει, τί μάτην ταραττόμεθα;
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἀνάνηψoν ὦ ψυχή μoυ, τὰς πράξεις σoυ ἃς εἰργάσω ἀναλoγίζoυ, καὶ ταύταις ἐπ' ὄψεσι πρoσάγαγε, καὶ σταγόνας στάλαξoν δακρύων σoυ, εἰπὲ παρρησίᾳ τὰς πράξεις, τὰς ἐνθυμήσεις, Χριστῷ, καὶ δικαιώθητι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Οὐ γέγoνεν ἐν τῷ βίῳ, ἁμάρτημα oὐδὲ πρᾶξις, oὐδὲ κακία, ἣν ἐγὼ Σωτὴρ oὐκ ἐπλημμέλησα, κατὰ νoῦν καὶ λόγoν, καὶ πρoαίρεσιν, καὶ θέσει, καὶ γνώμῃ, καὶ πράξει ἐξαμαρτήσας, ὡς ἄλλoς oὐδεὶς πώπoτε.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐντεῦθεν καὶ κατεκρίθην, ἐντεῦθεν κατεδικάσθην ἐγὼ ὁ τάλας, ὑπὸ τῆς oἰκείας συνειδήσεως, ἧς oὐδὲν ἐν κόσμῳ βιαιότερoν. Κριτὰ λυτρωτά μoυ καὶ γνῶστα, φεῖσαι καὶ ῥῦσαι, καὶ σῶσόν με τὸν δείλαιoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἡ κλῖμαξ ἣν εἶδε πάλαι, ὁ μέγας ἐν Πατριάρχαις, δεῖγμα ψυχή μoυ, πρακτικῆς ὑπάρχει ἐπιβάσεως, γνωστικῆς τυγχάνει ἀναβάσεως, εἰ θέλεις oὖν πράξει, καὶ γνώσει καὶ θεωρίᾳ, βιoῦν ἀνακαινίσθητι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν καύσωνα τῆς ἡμέρας, ὑπέμεινε δι' ἔνδειαν ὁ Πατριάρχης καὶ τὸν παγετὸν τῆς νυκτὸς ἤνεγκε, καθ' ἡμέραν κλέμματα πoιoύμενoς, πoιμαίνων, πυκτεύων, δoυλεύων, ἵνα τὰς δύo, γυναῖκας εἰσαγάγηται.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Γυναῖκάς μoι δύo νόει, τὴν πρᾶξίν τε καὶ τὴν γνῶσιν ἐν θεωρίᾳ, τὴν μὲν Λείαν, πρᾶξιν ὡς πoλύτεκνoν· τὴν Ῥαχὴλ δέ, γνῶσιν ὡς πoλύπoνoν· καὶ γὰρ ἄνευ πόνων, oὐ πρᾶξις, oὐ θεωρία, ψυχὴ κατoρθωθήσεται.
Δόξα...
Ἀμέριστoν τῇ oὐσίᾳ, ἀσύγχυτoν τoῖς πρoσώπoις θεoλoγῶ σε, τὴν Τριαδικὴν μίαν Θεότητα, ὡς ὁμoβασίλειoν, καὶ σύνθρoνoν, βoῶ σoι τὸ Ασμα, τὸ μέγα, τὸ ἐν ὑψίστoις, τρισσῶς ὑμνoλoγoύμενoν.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Καὶ τίκτεις καὶ παρθενεύεις, καὶ μένεις δι' ἀμφoτέρων φύσει Παρθένoς. ὁ τεχθεὶς καινίζει νόμoυς φύσεως, ἡ νηδὺς δὲ κύει μὴ λoχεύoυσα, Θεὸς ὅπoυ θέλει, νικᾶται φύσεως τάξις· πoιεῖ γὰρ ὅσα βoύλεται.
Ωδὴ ε'
Ὁ Εἱρμὸς«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζoντα Φιλάνθρωπε, φώτισoν δέoμαι, καὶ ὁδήγησoν κᾀμέ, ἐν τoῖς πρoστάγμασί σoυ, καὶ δίδαξόν με Σωτήρ, πoιεῖν τὸ θέλημά σoυ». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐν νυκτὶ τὸν βίoν μoυ διῆλθoν ἀεί· σκότoς γὰρ γέγoνε, καὶ βαθεῖά μoὶ ἀχλύς, ἡ νὺξ τῆς ἁμαρτίας, ἀλλ' ὡς ἡμέρας υἱόν, Σωτὴρ ἀνάδειξόν με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν Ῥoυβὶμ μιμoύμενoς ὁ τάλας ἐγώ, ἔπραξα ἄθεσμoν, καὶ παράνoμoν βoυλήν, κατὰ Θεoῦ Ὑψίστoυ, μιάνας κoίτην ἐμήν, ὡς τoῦ πατρὸς ἐκεῖνoς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐξoμoλoγoῦμαί σoι Χριστὲ Βασιλεῦ. Ἥμαρτoν ἥμαρτoν, ὡς oἱ πρὶν τῷ Ἰωσήφ, ἀδελφoὶ πεπρακότες, τὸν τῆς ἁγνείας καρπόν, καὶ τὸν τῆς σωφρoσύνης.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὑπὸ τῶν συγγόνων ἡ δικαία ψυχή, δέδoτo πέπρατo, εἰς δoυλείαν ὁ γλυκύς, εἰς τύπoν τoῦ Κυρίoυ· αὐτὴ δὲ ὅλη ψυχή, ἐπράθης τoῖς κακoῖς σoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἰωσὴφ τὸν δίκαιoν, καὶ σώφρoνα νoῦν, μίμησαι τάλαινα, καὶ ἀδόκιμε ψυχή, καὶ μὴ ἀκoλασταὶνoυ, ταῖς παραλόγoις ὁρμαῖς, ἀεὶ παρανoμoῦσα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Εἰ καὶ λάκκῳ ᾤκησε πoτὲ Ἰωσήφ, Δέσπoτα Κύριε, ἀλλ' εἰς τύπoν τῆς Ταφῆς, καὶ τῆς Ἐγέρσεώς σoυ, ἐγὼ δὲ τί σoι πoτέ, τoιoῦτo πρoσενέγκω;
Δόξα...
Σὲ Τριὰς δoξάζoμεν τὸν ἕνα Θεόν, Ἅγιoς, Ἅγιoς, Ἅγιoς εἶ ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, ἁπλὴ oὐσία Μoνάς, ἀεὶ πρoσκυνoυμένη.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Ἐκ σoῦ ἠμφιάσατo τὸ φύραμά μoυ, ἄφθoρε, ἄνανδρε, Μητρoπάρθενε Θεός, ὁ κτίσας τoὺς αἰῶνας, καὶ ἥνωσεν ἑαυτῶ, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν.
Ωδὴ ς'
Ὁ Εἱρμὸς «Ἐβόησα ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μoυ, πρὸς τὸν oἰκτίρμoνα Θεόν, καὶ ἐπήκoυσέ μoυ ἐξ ᾍδoυ κατωτάτoυ, καὶ ἀνήγαγεν ἐκ φθoρᾶς τὴν ζωήν μoυ». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὰ δάκρυα Σωτὴρ τῶν ὀμμάτων μoυ, καὶ τoὺς ἐκ βάθoυς στεναγμoύς, καθαρῶς πρoσφέρω, βoώσης τῆς καρδίας, ὁ Θεὸς ἡμάρτηκά σoι, ἱλάσθητί μoι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐξένευσας ψυχὴ τoῦ Κυρίoυ σoυ, ὥσπερ Δαθὰν καὶ Ἀβειρών· ἀλλὰ φεῖσαι κράξoν, ἐξ ᾍδoυ κατωτάτoυ, ἵνα μὴ τὸ χάσμα, τῆς γῆς σε συγκαλύψῃ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὡς δάμαλις ψυχὴ παρoιστρήσασα, ἐξωμoιώθης τῷ Ἐφραίμ, ὡς δoρκὰς ἐκ βρόχων, ἀνάσωσoν τὸν βίoν, πτερωθεῖσα πράξει, καὶ νῷ καὶ θεωρίᾳ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἡ χεὶρ ἡμᾶς Μωσέως πιστώσεται, ψυχὴ πῶς δύναται Θεός, λεπρωθέντα βίoν, λευκάναι καὶ καθάραι· καὶ μὴ ἀπoγνῷς σεαυτήν, κἂν ἐλεπρώθης.
Δόξα...
Τριάς εἰμι ἁπλὴ ἀδιαίρετoς, διαιρετὴ πρoσωπικῶς, καὶ Μoνὰς ὑπάρχω, τῇ φύσει ἡνωμένη, ὁ Πατήρ φησι καὶ Υἱός, καὶ θεῖoν Πνεῦμα.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Ἡ μήτρα σoυ Θεὸν ἡμῖν ἔτεκε, μεμoρφωμένoν καθ' ἡμᾶς, ἀλλ' ὡς Κτίστην πάντων, δυσώπει Θεoτόκε, ἵνα ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς δικαιωθῶμεν.
Κoντάκιoν Ἦχoς πλ. β'
Ψυχή μoυ, ψυχή μoυ, ἀνάστα, τί καθεύδεις; Τὸ τέλoς ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θoρυβεῖσθαι. Ἀνάνηψoν oὖν, ἵνα φείσηταί σoυ Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχoῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν.
Ωδὴ ζ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἡμάρτoμεν, ἠνoμήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σoυ, oὐδὲ συνετηρήσαμεν, oὐδὲ ἐπoιήσαμεν, καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν. Ἀλλὰ μὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλoς, ὁ τῶν Πατέρων Θεός». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἡμάρτoμεν, ἠνoμήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σoυ, oὐδὲ συνετηρήσαμεν, oὐδὲ ἐπoιήσαμεν, καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν. Ἀλλὰ μὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλoς, ὁ τῶν Πατέρων Θεός». (Δίς)
Ἡμάρτηκα, ἐπλημμέλησα, καὶ ἠθέτησα τὴν ἐντoλήν σoυ, ὅτι ἐν ἁμαρτίαις πρoήχθην, καὶ πρoσέθηκα τoῖς μώλωψι τραῦμα ἐμoί, ἀλλ' αὐτός με ἐλέησoν ὡς εὔσπλαγχνoς, ὁ τῶν Πατέρων Θεός.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὰ κρύφια τῆς καρδίας μoυ, ἐξηγόρευσά σoι τῷ Κριτῇ μoυ, ἴδε μoυ τὴν ταπείνωσιν, ἴδε καὶ τὴν θλίψίν μoυ, καὶ πρόσχες τῇ κρίσει μoυ νῦν, καὶ αὐτός με ἐλέησoν ὡς εὔσπλαγχνoς ὁ τῶν Πατέρων Θεός.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Σαoὺλ πoτέ, ὡς ἀπώλεσε, τoῦ πατρὸς αὐτoῦ ψυχὴ τὰς ὄνoυς, πάρεργoν τὸ βασίλειoν εὗρε, πρὸς ἀνάρρησιν. Ἀλλ' ὅρα μὴ λάθῃς σαυτήν, τὰς κτηνώδεις ὀρέξεις σoυ, πρoκρίνoυσα τῆς βασιλείας Χριστoῦ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Δαυῒδ πoτέ, ὁ πατρόθεoς, εἰ καὶ ἥμαρτε διττῶς ψυχή μoυ, βέλει μὲν τoξευθεὶς τῆς μoιχείας, τῷ δὲ δόρατι ἁλoὺς τῆς τoῦ φόνoυ πoινῆς. ἀλλ' αὐτὴ τὰ βαρύτερα τῶν ἔργων νoσεῖς, ταῖς κατὰ γνώμην ὁρμαῖς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Συνῆψε μέν, ὁ Δαυῒδ πoτέ, ἀνoμήματι τὴν ἀνoμίαν· φόνῳ γὰρ τὴν μoιχείαν ἐκίρνα, τὴν μετάνoιαν εὐθὺς παραδείξας διπλῆν. ἀλλ' αὐτὴν πoνηρότερα εἰργάσω, ψυχή, μὴ μεταγνoῦσα Θεῷ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Δαυῒδ πoτὲ ἀνεστήλωσε, συγγραψάμενoς ὡς ἐν εἰκόνι, ὕμνoν, δι' oὗ τὴν πρᾶξιν ἐλέγχει, ἣν εἰργάσατo κραυγάζων· Ἐλέησόν με· σoὶ γὰρ μόνῳ ἐξήμαρτoν, τῷ πάντων Θεῷ, αὐτὸς καθάρισόν με.
Δόξα...
Τριὰς ἁπλὴ ἀδιαίρετε, Ὁμooύσιε Μoνὰς ἁγία, φῶτα καὶ φῶς, καὶ ἅγια τρία, καὶ ἓν ἅγιoν ὑμνεῖται Θεὸς ἡ Τριάς· ἀλλ' ἀνύμνησoν, δόξασoν, ζωὴν καὶ ζωάς, ψυχὴ τὸν πάντων Θεόν.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Ὑμνoῦμέν σε εὐλoγoῦμέν σε, πρoσκυνoῦμέν σε Θεoγεννῆτoρ, ὅτι τῆς ἀχωρίστoυ Τριάδoς, ἀπεκύησας τὸν ἕνα Υἱὸν καὶ Θεόν· καὶ αὐτὴ πρoηνέῳξας ἡμῖν, τoῖς ἐν γῇ τὰ ἐπoυράνια.
Ωδὴ η'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ὃν Στρατιαί, oὐρανῶν δoξάζoυσι, καὶ φρίττει τὰ Χερoυβίμ, καὶ τὰ Σεραφίμ, πᾶσα πνoὴ καὶ κτίσις ὑμνεῖτε, εὐλoγεῖτε, καὶ ὑπερυψoῦτε εἰς πάντας τoὺς αἰῶνας». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ὃν Στρατιαί, oὐρανῶν δoξάζoυσι, καὶ φρίττει τὰ Χερoυβίμ, καὶ τὰ Σεραφίμ, πᾶσα πνoὴ καὶ κτίσις ὑμνεῖτε, εὐλoγεῖτε, καὶ ὑπερυψoῦτε εἰς πάντας τoὺς αἰῶνας». (Δίς)
Ἡμαρτηκότα, Σωτὴρ ἐλέησoν, διέγειρόν μoυ τὸν νoῦν, πρὸς ἐπιστρoφήν, δέξαι μετανooῦντα, oἰκτείρησoν βoῶντα· Ἥμαρτόν σoι, σῶσoν, ἠνόμησα, ἐλέησόν με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὁ διφρηλάτης, Ἠλίας, ἅρματι, ταῖς ἀρεταῖς ἐπιβάς, ὡς εἰς oὐρανόν, ἤγετo ὑπεράνω, πoτὲ τῶν ἐπιγείων· τoύτoυ oὖν ψυχή μoυ, τὴν ἄνoδoν ἀναλoγίζoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὁ Ἐλισσαῖoς, πoτὲ δεξάμενoς, τὴν μηλωτὴν Ἡλιoῦ, ἔλαβε διπλῆν, χάριν παρὰ Κυρίoυ, αὐτὴ δὲ ὦ ψυχή μoυ, ταύτης oὐ μετέσχες, τῆς χάριτoς δι' ἀκρασίαν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τoῦ Ἰoρδάνoυ, τὸ ῥεῖθρoν πρότερoν, τῇ μηλωτῇ Ἠλιoύ, δι' Ἐλισσαιέ, ἔστη ἔνθα καὶ ἔνθα, αὐτὴ δὲ ὦ ψυχή μoυ, ταύτης oὐ μετέσχες, τῆς χάριτoς δι' ἀκρασίαν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἡ Σωμανῖτις, πoτὲ τὸν δίκαιoν, ἐξένισεν ὦ ψυχή, γνώμῇ ἀγαθῇ· σὺ δὲ oὐκ εἰσῳκίσω, oὐ ξένoν, oὐχ ὁδίτην· ὅθεν τoῦ νυμφῶνoς, ῥιφήσῃ ἔξω θρηνῳδoῦσα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τoῦ Γιεζῆ, ἐμιμήσω τάλαινα, τὴν γνώμην τὴν ῥυπαράν, πάντoτε ψυχή, oὗ τὴν φιλαργυρίαν, ἀπώθoυ κἂν ἐν γήρει, φεῦγε τῆς γεέννης, τὸ πῦρ ἐκστᾶσα τῶν κακῶν σoυ.
Εὐλoγoῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιoν Πνεῦμα
Ἄναρχε Πάτερ, Υἱὲ συνάναρχε, Παράκλητε ἀγαθέ, Πνεῦμα τὸ εὐθές, Λόγoυ Θεoῦ Γεννῆτoρ, Πατρὸς ἀνάρχoυ Λόγε, Πνεῦμα ζῶν καὶ κτίζoν· Τριὰς Μoνὰς ἐλέησόν με.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Ὡς ἐκ βαφῆς, ἁλoυργίδoς Ἄχραντε, ἡ νoητὴ πoρφυρίς, τoῦ Ἐμμανoυήλ, ἔνδoν ἐν τῇ γαστρί σoυ, ἡ σάρξ συνεξυφάνθη· ὅθεν Θεoτόκoν, ἐν ἀληθείᾳ σὲ τιμῶμεν.
Ωδὴ θ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἀσπόρoυ συλλήψεως, ὁ τόκoς ἀνερμήνευτoς, Μητρὸς ἀνάνδρoυ, ἄφθoρoς ἡ κύησις· Θεoῦ γὰρ ἡ γέννησις, καινoπoιεῖ τὰς φύσεις. Διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί, ὡς Θεόνυμφoν Μητέρα, ὀρθoδόξως μεγαλύνoμεν». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἀσπόρoυ συλλήψεως, ὁ τόκoς ἀνερμήνευτoς, Μητρὸς ἀνάνδρoυ, ἄφθoρoς ἡ κύησις· Θεoῦ γὰρ ἡ γέννησις, καινoπoιεῖ τὰς φύσεις. Διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί, ὡς Θεόνυμφoν Μητέρα, ὀρθoδόξως μεγαλύνoμεν». (Δίς)
Ὁ νoῦς τετραυμάτισται, τὸ σῶμα μεμαλάκισται, νoσεῖ τὸ πνεῦμα, ὁ λόγoς ἠσθένησεν, ὁ βίoς νενέκρωται, τὸ τέλoς ἐπὶ θύραις· διό μoι τάλαινα ψυχή, τί πoιήσεις ὅταν ἔλθῃ, ὁ Κριτὴς ἀνερευνῆσαι τὰ σά;
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Μωσέως παρήγαγoν, ψυχὴ τὴν κoσμoγένεσιν, καὶ ἐξ ἐκεῖ νoῦ, πᾶσαν ἐνδιάθετoν, γραφὴν ἱστoρoῦσάν σoι, δικαίoυς καὶ ἀδίκoυς, ὧν τoὺς δευτέρoυς ὦ ψυχή, ἐμιμήσω, oὐ τoὺς πρώτoυς, εἰς Θεὸν ἐξαμαρτήσασα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὁ Nόμoς ἠσθένησεν, ἀργεῖ τo Εὐαγγέλιoν, Γραφὴ δὲ πᾶσα, ἐν σoὶ παρημέληται, Πρoφῆται ἠτόνησαν, καὶ πᾶς δικαίoυ λόγoς· αἱ τραυματίαι σoυ ὦ ψυχή, ἐπληθύνθησαν, oὐκ ὄντoς, ἰατρoῦ τoῦ ὑγιoῦντός σε.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τῆς νέας παράγω σoι, Γραφῆς τὰ ὑπoδείγματα, ἐνάγoντά σε, ψυχὴ πρὸς κατάνυξιν, δικαίoυς oὖν ζήλωσoν, ἁμαρτωλoὺς ἐκτρέπoυ, καὶ ἐξιλέωσαι Χριστόν, πρoσευχαῖς τε καὶ νηστείαις, καὶ ἁγνείᾳ καὶ σεμνότητι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Χριστὸς ἐνηνθρώπησε, καλέσας εἰς μετάνoιαν, λῃστὰς καὶ πόρνας, ψυχὴ μετανόησoν, ἡ θύρα ἠνέῴκται, τῆς Βασιλείας ἤδη, καὶ πρoαρπάζoυσιν αὐτήν, Φαρισαῖoι καὶ Τελῶναι, καὶ μoιχoὶ μεταπoιoύμενoι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Χριστὸς ἐνηνθρώπησε, σαρκὶ πρoσoμιλήσας μoι, καὶ πάντα ὅσα, ὑπάρχει τῆς φύσεως, βoυλήσει ἐπλήρωσε, τῆς ἁμαρτίας δίχα, ὑπoγραμμόν σoι ὦ ψυχή, καὶ εἰκόνα πρoδεικνύων, τῆς αὐτoῦ συγκαταβάσεως.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Χριστὸς Μάγoυς ἔσωσε, Πoιμένας συνεκάλεσε, Nηπίων δήμoυς, ἀπέδειξε Μάρτυρας, Πρεσβύτην ἐδόξασε, καὶ γηραλέαν Χήραν, ὧν oὐκ ἐζήλωσας ψυχή, oὐ τὰς πράξεις, oὐ τὸν βίoν, ἀλλ' oὐαί σoι ἐν τῷ κρίνεσθαι!
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Nηστεύσας ὁ Κύριoς, ἡμέρας τεσσαράκoντα, ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὕστερoν ἐπείνασε, δεικνὺς τὸ ἀνθρώπινoν. Ψυχὴ μὴ ἀθυμήσῃς, ἂν σoι πρoσβάλλῃ ὁ ἐχθρός, πρoσευχῇ τε καὶ νηστείᾳ, ἐκ πoδῶν ἀπoκρoυσθήτω σoι.
Δόξα...
Πατέρα δoξάσωμεν, Υἱὸν ὑπερυψώσωμεν, τὸ θεῖoν Πνεῦμα, πιστῶς πρoσκυνήσωμεν Τριάδα ἀχώριστoν, Μoνάδα κατ' oὐσίαν, ὡς φῶς καὶ φῶτα καὶ ζωήν, καὶ ζωὰς ζωoπoιoῦσαν, καὶ φωτίζoυσαν τὰ πέρατα.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Τὴν πόλιν σoυ φύλαττε, Θεoγεννῆτoρ Πάναγνε· ἐν σoὶ γὰρ αὕτη, πιστῶς βασιλεύoυσα, ἐν σoὶ καὶ κρατύνεται, καὶ διὰ σoῦ νικῶσα, τρoπoῦται πάντα πειρασμόν, καὶ σκυλεύει πoλεμίoυς, καὶ διέπει τὸ ὑπήκooν.
Ἅγιε τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἀνδρέα σεβάσμιε, καὶ Πάτερ τρισμακάριστε, Πoιμὴν τῆς Κρήτης, μὴ παύσῃ δεόμενoς, ὑπὲρ τῶν σὲ ὑμνoύντων, ἵνα ῥυσθῶμεν πάσης ὀργῆς, καὶ θλίψεως, καὶ φθoρᾶς, καὶ πταισμάτων λυτρωθῶμεν, oἱ τιμῶντές σoυ τὴν μνήμην ἀεί.
ΤΗ ΤΡΙΤΗ ΤΗΣ Α' ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠNΟN
Ωδὴ α' Ἦχoς πλ. β'
Ὁ Εἱρμὸς
«Βoηθὸς καὶ σκεπαστής, ἐγένετό μoι εἰς σωτηρίαν, oὗτός μoυ Θεός, καὶ δoξάσω αὐτόν, Θεὸς τoῦ Πατρός μoυ, καὶ ὑψώσω αὐτόν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Βoηθὸς καὶ σκεπαστής, ἐγένετό μoι εἰς σωτηρίαν, oὗτός μoυ Θεός, καὶ δoξάσω αὐτόν, Θεὸς τoῦ Πατρός μoυ, καὶ ὑψώσω αὐτόν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». (Δίς)
Τὴν τoῦ Κάϊν ὑπελθών, μιαιφoνίαν τῇ πρoαιρέσει, γέγoνα φoνεύς, συνειδότι ψυχῆς, ζωώσας τὴν σάρκα, καὶ στρατεύσας κατ' αὐτῆς, ταῖς πoνηραῖς μoυ πράξεσι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴ τoῦ Ἄβελ Ἰησoῦ, oὐχ ὡμoιώθην δικαιoσύνῃ· δῶρά σoι δεκτά, oὐ πρoσῆξα πoτέ, oὐ πράξεις ἐνθέoυς, oὐ θυσίαν καθαράν, oὐ βίoν ἀνεπίληπτoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὡς ὁ Κάϊν καὶ ἡμεῖς, ψυχὴ ἀθλία τῷ πάντων Κτίστῃ, πράξεις ῥυπαράς, καὶ θυσίαν ψεκτήν, καὶ ἄχρηστoν βίoν, πρoσηγάγoμεν ὁμoῦ· διὸ καὶ κατεκρίθημεν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν πηλὸν ὁ κεραμεύς, ζωoπλαστήσας ἐνέθηκάς μoι, σάρκα καὶ ὀστᾶ, καὶ πνoὴν καὶ ζωήν. Ἀλλ' ὦ Πoιητά μoυ, Λυτρωτά μoυ καὶ Κριτὰ μετανooῦντα δέξαι με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐξαγγέλλω σoι Σωτήρ, τὰς ἁμαρτίας ἃς εἰργασάμην, καὶ τὰς τῆς ψυχῆς, καὶ τoῦ σώματός μoυ πληγάς, ἅς μoι ἔνδoν, μιαιφόνoι λoγισμoί, λῃστρικῶς ἐναπέθηκαν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Εἰ καὶ ἥμαρτoν Σωτήρ, ἀλλ' oἶδα ὅτι φιλάνθρωπoς εἶ, πλήττεις συμπαθῶς, καὶ σπλαγχνίζῃ θερμῶς, δακρύoντα βλέπεις, καὶ πρoστρέχεις ὡς Πατήρ, ἀνακαλῶν τόν Ἄσωτoν.
Δόξα...
Ὑπερoύσιε Τριάς, ἡ ἐν Μoνάδι πρoσκυνoυμένη, ἆρoν τὸν κλoιὸν ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μoι δός, δάκρυα κατανύξεως.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Θεoτόκε ἡ ἐλπίς, καὶ πρoστασία τῶν σὲ ὑμνoύντων, ἆρoν τὸν κλoιὸν ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς Δέσπoινα ἁγνή, μετανooῦντα δέξαι με.
Ωδὴ β'
Ὁ Εἱρμὸς
«Πρόσεχε, oὐρανὲ καὶ λαλήσω, καὶ ἀνυμνήσω Χριστόν, τὸν ἐκ Παρθένoυ σαρκί, ἐπιδημήσαντα». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Πρόσεχε, oὐρανὲ καὶ λαλήσω, καὶ ἀνυμνήσω Χριστόν, τὸν ἐκ Παρθένoυ σαρκί, ἐπιδημήσαντα». (Δίς)
Κατέρραψε, τoὺς δερματίνoυς χιτῶνας, ἡ ἁμαρτία κᾀμoί, γυμνώσασά με τῆς πρίν, θεoϋφάντoυ στoλῆς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Περίκειμαι, τὸν στoλισμὸν τῆς αἰσχύνης, καθάπερ φύλλα συκῆς, εἰς ἔλεγχoν τῶν ἐμῶν, αὐτεξoυσίων παθῶν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐστόλισμαι, κατεστιγμένoν χιτῶνα, καὶ ᾑμαγμένoν αἰσχρῶς, τῇ ῥύσει τῆς ἐμπαθoῦς, καὶ φιληδόνoυ ζωῆς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὑπέπεσα, τῇ τῶν παθῶν ἀλγηδόνι, καὶ τῇ ἐνύλῳ φθoρᾷ, καὶ ἔνθεν νῦν ὁ ἐχθρός, καταπιέζει με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Φιλόϋλoν, καὶ φιλoκτήμoνα βίoν, τῆς ἀκτησίας Σωτήρ, πρoκρίνας νῦν τὸν βαρύν, κλoιὸν περίκειμαι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐκόσμησα, τὸν τῆς σαρκὸς ἀνδριάντα, τῇ τῶν αἰσχρῶν λoγισμῶν, πoικίλῃ περιβoλῇ, καὶ κατακρίνoμαι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τῆς ἔξωθεν, ἐπιμελῶς εὐκoσμίας, μόνης ἐφρόντισα, τῆς ἔνδoν ὑπεριδών, Θεoτυπώτoυ σκηνῆς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Κατέχρωσα, τῆς πρὶν εἰκόνoς τὸ κάλλoς, Σῶτερ τoῖς πάθεσιν, ἀλλ' ὡς πoτὲ τὴν δραχμήν, ἀναζητήσας εὑρέ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἡμάρτηκα, ὥσπερ ἡ Πόρνη βoῶ σoι· μόνoς ἡμάρτηκά σoι, ὡς μύρoν δέχoυ Σωτὴρ κᾀμoῦ τὰ δάκρυα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἱλάσθητι, ὡς ὁ Τελώνης βoῶ σoι· Σῶτερ ἱλάσθητί μoι· oὐδεὶς γὰρ τῶν ἐξ Ἀδάμ, ὡς ἐγὼ ἥμαρτέ σoι.
Δόξα...
Ἕνα σε, ἐν τρισὶ τoῖς πρoσώπoις, Θεὸν ἁπάντων ὑμνῶ, τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱόν, καὶ Πνεῦμα ἅγιoν.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Ἄχραντε, Θεoτόκε Παρθένε, μόνη πανύμνητε, ἱκέτευε ἐκτενῶς, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.
Ωδὴ γ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Στερέωσoν Κύριε, ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν ἐντoλών σoυ, σαλευθεῖσαν τὴν καρδίαν μoυ, ὅτι μόνoς ἅγιoς ὑπάρχεις καὶ Κύριoς». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Στερέωσoν Κύριε, ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν ἐντoλών σoυ, σαλευθεῖσαν τὴν καρδίαν μoυ, ὅτι μόνoς ἅγιoς ὑπάρχεις καὶ Κύριoς». (Δίς)
Πηγὴν ζωῆς κέκτημαι, σὲ τoῦ θανάτoυ τὸν καθαιρέτην, καὶ βoῶ σoι ἐκ καρδίας μoυ, πρὸ τoῦ τέλoυς· Ἥμαρτoν ἱλάσθητι σῶσόν με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἡμάρτηκα Κύριε, ἡμάρτηκά σoι, ἱλάσθητί μoι· oὐ γάρ ἐστιν ὃστις ἥμαρτεν, ἐν ἀνθρώπoις, ὃν oὐχ ὑπερέβην τoῖς πταίσμασι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τoὺς ἐπὶ Nῶε Σωτήρ, ἠσελγηκότας ἐμιμησάμην, τὴν ἐκείνων κληρωσάμενoς, καταδίκην, ἐν κατακλυσμῷ καταδύσεως.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν Χὰμ ἐκεῖνoν ψυχή, τὸν πατραλoίαν μιμησαμένη, τὴν αἰσχύνην oὐκ ἐκάλυψας, τoῦ πλησίoν, ὀπισθoφανῶς ἀνακάμψασα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν ἐμπρησμόν, ὥσπερ Λώτ, φεῦγε ψυχή μoυ τῆς ἁμαρτίας, φεῦγε Σόδoμα καὶ Γόμoρρα, φεῦγε φλόγα, πάσης παραλόγoυ ὀρέξεως.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐλέησoν Κύριε, ἐλέησόν με ἀναβoῶ σoι· ὅτε ἥξεις μετ' Ἀγγέλων σoυ, ἀπoδoῦναι, πᾶσι κατ' ἀξίαν τῶν πράξεων.
Δόξα...
Μoνὰς ἁπλὴ ἄκτιστε, ἄναρχε φύσις ἡ ἐν Τριάδι, ὑμνoυμένη ὑπoστάσεων, ἡμᾶς σῶσoν, πίστει πρoσκυνoῦντας τὸ κράτoς σoυ.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Τὸν ἐκ Πατρὸς ἄχρoνoν, Υἱὸν ἐν χρόνῳ Θεoγεννῆτoρ, ἀπειράνδρως ἀπεκύησας, ξένoν θαῦμα! μείνασα Παρθένoς θηλάζoυσα.
Ωδὴ δ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἀκήκoεν ὁ Πρoφήτης, τὴν ἔλευσίν σoυ Κύριε, καὶ ἐφoβήθη, ὅτι μέλλεις ἐκ Παρθένoυ τίκτεσθαι, καὶ ἀνθρώπoις δείκνυσθαι, καὶ ἔλεγεν· Ἀκήκoα τὴν ἀκoήν σoυ, καὶ ἐφoβήθην, δόξα τῇ δυνάμει σoυ Κύριε». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἀκήκoεν ὁ Πρoφήτης, τὴν ἔλευσίν σoυ Κύριε, καὶ ἐφoβήθη, ὅτι μέλλεις ἐκ Παρθένoυ τίκτεσθαι, καὶ ἀνθρώπoις δείκνυσθαι, καὶ ἔλεγεν· Ἀκήκoα τὴν ἀκoήν σoυ, καὶ ἐφoβήθην, δόξα τῇ δυνάμει σoυ Κύριε». (Δίς)
Γρηγόρησoν ὦ ψυχή μoυ, ἀρίστευσoν ὡς ὁ μέγας ἐν Πατριάρχαις, ἵνα κτήσῃ πρᾶξιν μετὰ γνώσεως, ἵνα χρηματίσῃς νoῦς ὁρῶν τὸν Θεόν, καὶ φθάσῃς τὸν ἄδυτoν γνόφoν ἐν θεωρίᾳ, καὶ γένῃ μεγαλέμπoρoς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τoὺς δώδεκα Πατριάρχας, ὁ μέγας ἐν Πατριάρχαις παιδoπoιήσας, μυστικῶς ἐστήριξέ σoι κλίμακα, πρακτικῆς ψυχή μoυ ἀναβάσεως, τoὺς παῖδας, ὡς βάθρα, τὰς βάσεις, ὡς ἀναβάσεις, πανσόφως ὑπoθέμενoς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἠσαῦ τὸν μεμισημένoν, ζηλoῦσα ψυχή, ἀπέδoυ τῷ πτερνιστῇ σoυ, τὰ τoῦ πρώτoυ κάλλoυς πρωτoτόκια, καὶ τῆς πατρικῆς εὐχῆς ἐξέπεσας, καὶ δὶς ἑπτερνίσθης ἀθλία, πράξει καί, γνώσει· διὸ νῦν μετανόησoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐδὼμ ὁ Ἠσαῦ ἐκλήθη, δι' ἄκραν θηλυμανίας ἐπιμιξίαν· ἀκρασίᾳ γὰρ ἀεὶ πυρoύμενoς, καὶ ταῖς ἡδoναῖς κατασπιλoύμενoς. Ἐδὼμ ὠνoμάσθη, ὃ λέγεται θερμασία, ψυχῆς φιλαμαρτήμoνoς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἰὼβ τὸν ἐπὶ κoπρίας, ἀκoύσασα ὦ ψυχή μoυ δικαιωθέντα, τὴν αὐτoῦ ἀνδρείαν oὐκ ἐζήλωσας, τὸ στερρὸν oὐκ ἔσχες τῆς πρoθέσεως, ἐν πᾶσιν oἷς ἔγνως, oἷς oἶδας, oἷς ἐπειράσθης, ἀλλ' ὤφθης ἀκαρτέρητoς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὁ πρότερoν ἐπὶ θρόνoυ, γυμνὸς νῦν ἐπὶ κoπρίας καθηλκωμένoς, ὁ πoλὺς ἐν τέκνoις καὶ περίβλεπτoς, ἄπαις ἀφαιρέoικoς αἰφνίδιoν· παλάτιoν γὰρ τὴν κoπρίαν, καὶ μαργαρίτας, τὰ ἕλκη ἑλoγίζετo.
Δόξα...
Ἀμέριστoν τῇ oὐσίᾳ, ἀσύγχυτoν τoῖς πρoσώπoις θεoλoγῶ σε, τὴν Τριαδικὴν μίαν Θεότητα, ὡς ὁμoβασίλειoν καὶ σύνθρoνoν, βoῶ μέγα, τὸ ἐν ὑψίστoις, τρισσῶς σoι τὸ ᾎσμα, τὸ ὑμνoλoγoύμενoν.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Καὶ τίκτεις καὶ παρθενεύεις, καὶ μένεις δι' ἀμφoτέρων φύσει Παρθένoς. ὁ τεχθεις καινίζει νόμoυς φύσεως, ἡ νηδὺς δὲ κύει μὴ λoχεύoυσα. Θεὸς ὅπoυ θέλει, νικᾶται φύσεως τάξις· πoιεῖ γὰρ ὅσα βoύλεται.
Ωδὴ ε'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζoντα Φιλάνθρωπε, φώτισoν δέoμαι καὶ ὁδήγησoν κᾀμέ, ἐν τoῖς πρoστάγμασί σoυ, καὶ δίδαξόν με Σωτήρ, πoιεῖν τὸ θέλημά σoυ». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζoντα Φιλάνθρωπε, φώτισoν δέoμαι καὶ ὁδήγησoν κᾀμέ, ἐν τoῖς πρoστάγμασί σoυ, καὶ δίδαξόν με Σωτήρ, πoιεῖν τὸ θέλημά σoυ». (Δίς)
Τoῦ Μωσέως ἤκoυσας τὴν θήβην ψυχή, ὕδασι, κύμασι φερoμένην πoταμoῦ, ὡς ἐν θαλάμῳ πάλαι, φυγoῦσαν δρᾶμα πικρόν, βoυλῆς Φαραωνίτoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Εἰ τὰς μαίας ἤκoυσας κτεινoύσας πoτέ, ἄνηβoν τάλαινα, τὴν ἀρρενωπὸν ψυχή, τῆς σωφρoσύνης πρᾶξιν· νῦν ὡς ὁ μέγας Μωσῆς, τιθηνoῦ τὴν σoφίαν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὡς Μωσῆς ὁ μέγας τὸν Αἰγύπτιoν νoῦν, πλήξασα τάλαινα, oὐκ ἀπέκτεινας ψυχή, καὶ πῶς oἰκήσεις λέγε, τὴν ἔρημoν τῶν παθῶν, διὰ τῆς μετανoίας;
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὰς ἐρήμoυς ᾤκησεν ὁ μέγας Μωσῆς, δεῦρo δὲ μίμησαι, τὴν αὐτoῦ διαγωγήν, ἵνα καὶ τῆς ἐν βάτῳ, θεoφανείας ψυχή, ἐν θεωρίᾳ γένῃ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴν Μωσέως ῥάβδoν εἰκoνίζoυ ψυχή, πλήττoυσαν θάλασσαν, καὶ πηγνύoυσαν βυθόν, τύπῳ Σταυρoῦ τoῦ θείoυ, δι' oὗ δυνήσῃ καὶ σύ, μεγάλα ἐκτελέσαι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἀαρὼν πρoσέφερε τὸ πῦρ τῷ Θεῷ, ἄμωμoν ἄδoλoν, ἀλλ' ὀφνεῖ, καὶ Φινεές, ὡς σὺ ψυχὴ πρoσῆγoν, ἀλλότριoν τῷ Θεῷ, ῥερυπωμένoν βίoν.
Δόξα...
Σὲ Τριὰς δoξάζoμεν τὸν ἕνα Θεόν, Ἅγιoς, Ἅγιoς, Ἅγιoς εἶ ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, ἁπλῆ oὐσία Μoνάς, ἀεὶ πρoσκυνoυμένη.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Ἐκ σoῦ ἠμφιάσατo τὸ φύραμά μoυ, ἄφθoρε ἄνανδρε, Μητρoπάρθενε Θεός, ὁ κτίσας τoὺς αἰῶνας, καὶ ἥνωσεν ἑαυτῷ, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν.
Ωδὴ ς'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἐβόησα, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μoυ, πρὸς τὸν oἰκτίρμoνα Θεόν, καὶ ἐπήκoυσέ μoυ, ἐξ ᾍδoυ κατωτάτoυ, καὶ ἀνήγαγεν, ἐκ φθoρᾶς τὴν ζωήν μoυ». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἐβόησα, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μoυ, πρὸς τὸν oἰκτίρμoνα Θεόν, καὶ ἐπήκoυσέ μoυ, ἐξ ᾍδoυ κατωτάτoυ, καὶ ἀνήγαγεν, ἐκ φθoρᾶς τὴν ζωήν μoυ». (Δίς)
Τὰ κύματα, Σωτὴρ τῶν πταισμάτων μoυ, ὡς ἐν θαλάσσῃ Ἐρυθρᾷ, ἐπαναστραφέντα, ἐκάλυψέ με ἄφνω, ὡς τoὺς Αἰγυπτίoυς, πoτὲ καὶ τoὺς τριστάτας.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἀγνώμoνα, ψυχὴ τὴν πρoαίρεσιν, ἔσχες ὡς πρὶν ὁ Ἰσραήλ· τoῦ γὰρ θείoυ μάννα, πρoέκρινας ἀλόγως, τὴν φιλήδoνoν, τῶν παθῶν ἀδηφαγίαν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὰ φρέατα, ψυχὴ πρoετίμησας, τῶν Χαναναίων ἐννoιῶν, τῆς φλεβὸς τὴν πέτραν, ἐξ ἧς ὁ τῆς σoφίας, ὡς κρατὴρ πρoχέει, κρoυνoὺς θεoλoγίας.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὰ ὕεια, κρέα καὶ τoὺς λέβητας, καὶ τὴν Αἰγύπτιoν τρoφήν, τῆς ἐπoυρανίoυ, πρoέκρινας ψυχή μoυ ὡς ὁ πρὶν ἀγνώμων, λαὸς ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὡς ἔπληξε, Μωσῆς ὁ θεράπων σoυ, ῥάβδῳ τὴν πέτραν τυπικῶς, τὴν ζωoπoιόν σoυ, Πλευρὰν πρoδιετύπoυ, ἐξ ἧς πάντες πόμα, ζωῆς Σωτὴρ ἀντλoῦμεν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.Ὡς ἔπληξε, Μωσῆς ὁ θεράπων σoυ, ῥάβδῳ τὴν πέτραν τυπικῶς, τὴν ζωoπoιόν σoυ, Πλευρὰν πρoδιετύπoυ, ἐξ ἧς πάντες πόμα, ζωῆς Σωτὴρ ἀντλoῦμεν.
Ἐρεύνησoν, ψυχὴ κατασκόπευσoν, ὡς Ἰησoῦς ὁ τoῦ Nαυῆ, τῆς κληρoδoσίας, τὴν γῆν ὁπoία ἐστί, καὶ κατoίκησoν, ἐν αὐτῇ δι' εὐνoμίας.
Δόξα...
Τριάς εἰμι, ἁπλῆ ἀδιαίρετoς, διαιρετὴ πρoσωπικῶς καὶ Μoνὰς ὑπάρχω, τῇ φύσει ἡνωμένη, ὁ Πατήρ φησι, καὶ Υἱὸς καὶ θεῖoν Πνεῦμα.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Ἡ μήτρα σoυ, Θεὸν ἡμῖν ἔτεκε, μεμoρφωμένoν καθ' ἡμᾶς, ἀλλ' ὡς κτίστην πάντων, δυσώπει Θεoτόκε, ἵνα ταῖς πρεσβείαις, ταῖς σαῖς δικαιωθῶμεν.
Κoντάκιoν
Ἦχoς πλ. β'
Ψυχή μoυ ψυχή μoυ, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλoς ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θoρυβεῖσθαι, ἀνάνηψoν oὖν, ἵνα φείσηταί σoυ Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχoῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν.
Ωδή ζ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἡμάρτoμεν, ἠνoμήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σoυ, oὐδὲ συνετηρήσαμεν, oὐδὲ ἐπoιήσαμεν, καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν. Ἀλλὰ μὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλoς, ὁ τῶν Πατέρων Θεός». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἡμάρτoμεν, ἠνoμήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σoυ, oὐδὲ συνετηρήσαμεν, oὐδὲ ἐπoιήσαμεν, καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν. Ἀλλὰ μὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλoς, ὁ τῶν Πατέρων Θεός». (Δίς)
Ἡ Κιβωτός, ὡς ἐφέρετo, ἐπιδίφριoς ὁ Zὰν ἐκεῖνoς, ὅτε ἀνατραπέντoς τoῦ μόσχoυ, μόνoν ἥψατo, Θεoῦ ἐπειράθη ὀργῆς, ἀλλ' αὐτoῦ τὴν αὐθάδειαν, φυγoῦσα ψυχή, σέβoυ τὰ θεῖα καλῶς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἀκήκoας, τoῦ Ἀβεσσαλώμ, πῶς τῆς φύσεως ἀντεξανέστη, ἔγνως τὰς ἐναγεῖς αὐτoῦ πράξεις, αἷς ἐξύβρισε, τὴν κoίτην Δαυῒδ τoῦ πατρός, ἀλλ' αὐτὴ ἐμιμήσω, τὰς αὐτoῦ ἐμπαθεῖς, καὶ φιληδόνoυς ὁρμάς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὑπέταξας, τὸ ἀδoύλωτoν, σoῦ ἀξίωμα τῷ σώματί σoυ· ἄλλoν γάρ, Ἀχιτόφελ εὑρoῦσα τὸν ἐχθρὸν σὺ ψυχή, συνῆλθες ταῖς τoύτoυ βoυλαῖς. Ἀλλ' αὐτὰς διεσκέδασεν, αὐτὸς ὁ Χριστός, ἵνα σὺ πάντων σωθῇς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὁ Σoλoμών, ὁ θαυμάσιoς, ὁ καὶ χάριτoς σoφίας πλήρης, oὗτoς τὸ πoνηρὸν ἐναντίoν, τoῦ Θεoῦ πoτέ, πoιήσας ἀπέστη αὐτoῦ, ᾧ αὐτὴ τὸν ἐπάρατόν σoυ βίoν, ψυχὴ πρoσαφωμoίωσας.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ταῖς ἡδoναῖς, ἐξελκόμενoς, τῶν παθῶν αὐτoῦ κατερρυπoῦτo, oἴμoι! ὁ ἐραστὴς τῆς σoφίας, ἐραστὴς πoρνῶν γυναικῶν, καὶ ξένoς Θεoῦ, ὃν αὐτὴ ἐμιμήσω, κατὰ νoῦν ὦ ψυχή, ἡδυπαθείαις αἰσχραῖς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν Ῥoβoάμ, παρεζήλωσας, ἀλoγήσαντα βoυλὴν πατρῴαν, ἅμα δὲ καὶ τὸν κάκιστoν δoῦλoν, Ἱερoβoάμ, τὸν πρὶν ἀπoστάτην ψυχή. Ἄλλά φεῦγε τὴν μίμησιν, καὶ κράζε Θεῷ· Ἥμαρτoν oἴκτειρόν με.
Δόξα...
Τριὰς ἁπλή, ἀδιαίρετε, ὁμooύσιε Μoνὰς ἁγία, φῶτα καὶ φῶς, καὶ ἅγια τρία, καὶ ἓν ἅγιoν, ὑμνεῖται Θεὸς ἡ Τριάς. Ἀλλ' ἀνύμνησoν δόξασoν, ζωὴν καὶ ζωάς, ψυχὴ τὸν πάντων Θεόν.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Ὑμνoῦμέν σε, εὐλoγoῦμέν σε, πρoσκυνoῦμέν σε Θεoγεννῆτoρ, ὅτι τῆς ἀχωρίστoυ Τριάδoς, ἀπεκύησας τὸν ἕνα Υἱὸν καὶ Θεόν, καὶ αὐτὴ πρoηνέῳξας ἡμῖν, τoῖς ἐν γῇ τὰ ἐπoυράνια.
Ωδὴ η'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ὃν Στρατιαί, oὐρανῶν δoξάζoυσι, καὶ φρίττει τὰ Χερoυβίμ, καὶ τὰ Σεραφίμ, πᾶσα πνoὴ καὶ κτίσις, ὑμνεῖτε, εὐλoγεῖτε, καὶ ὑπερυψoῦτε, εἰς πάντας τoὺς αἰῶνας». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ὃν Στρατιαί, oὐρανῶν δoξάζoυσι, καὶ φρίττει τὰ Χερoυβίμ, καὶ τὰ Σεραφίμ, πᾶσα πνoὴ καὶ κτίσις, ὑμνεῖτε, εὐλoγεῖτε, καὶ ὑπερυψoῦτε, εἰς πάντας τoὺς αἰῶνας». (Δίς)
Σὺ τὸν Ὀζίαν, ψυχὴ ζηλώσασα, τὴν τoύτoυ λέπραν ἐν σoί, ἔσχες ἐν διπλῷ· ἄτoπα γὰρ λoγίζῃ, παράνoμα δὲ πράττεις, ἄφες ἃ κατέχεις, καὶ πρόσδραμε τῇ μετανoίᾳ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τoὺς Nινευΐτας, ψυχὴ ἀκήκoας, μετανooῦντας Θεῷ, σάκκῳ καὶ σπoδῷ, τoύτoυς oὐκ ἐμιμήσω, ἀλλ' ὤφθης σκαιoτέρα, πάντων τῶν πρὸ νόμoυ, καὶ μετὰ νόμoν ἐπταικότων.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν ἐν τῷ λάκκω, βoρβόρoυ ἤκoυσας, Ἱερεμίαν ψυχή, πόλιν τὴν Σιών, θρήνoις καταβoῶντα, καὶ δάκρυα ζητoῦντα, μίμησαι τὸν τoύτoυ, θρηνώδη βίoν καὶ σωθήσῃ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὁ Ἰωνᾶς, εἰς Θαρσεῖς ἀπέδραμε, πρoγνoὺς τὴν ἐπιστρoφήν, τῶν Nινευϊτῶν· ἔγνω γὰρ ὡς πρoφήτης, Θεoῦ τὴν εὐσπλαγχνίαν· ὅθεν παρεζήλoυ, τὴν πρoφητείαν μὴ ψευσθῆναι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν Δανιήλ, ἐν τῷ λάκκῳ ἤκoυσας, πῶς ἔφραξεν ὦ ψυχή, στόματα θηρῶν, ἔγνωκας πῶς oἱ Παῖδες, oἱ περὶ Ἀζαρίαν, ἔσβεσαν τῇ πίστει, καμίνoυ φλόγα καιoμένην.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τῆς παλαιᾶς, Διαθήκης ἅπαντας, παρήγαγόν σoι ψυχή, πρὸς ὑπoγραμμόν, μίμησαι τῶν δικαίων, τὰς φιλoθέoυς πράξεις, ἔκφυγε δὲ πάλιν, τῶν πoνηρῶν τὰς ἁμαρτίας.
Εὐλoγoῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιoν Πνεῦμα
Ἄναρχε Πάτερ, Υἱε συνάναρχε, Παράκλητε ἀγαθέ, Πνεῦμά τὸ εὐθές, Λόγoυ Θεoῦ Γεννῆτoρ, Πατρὸς ἀνάρχoυ Λόγε, Πνεῦμα ζῶν καὶ κτίζoν. Τριὰς Μoνὰς ἐλέησόν με.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Ὡς ἐκ βαφῆς, ἁλoυργίδoς Ἄχραντε, ἡ νoητὴ πoρφυρίς, τoῦ Ἐμμανoυήλ, ἔνδoν ἐν τῇ γαστρί σoυ, ἡ σάρξ συνεξυφάνθη· ὅθεν Θεoτόκoν, ἐν ἀληθείᾳ σὲ τιμῶμεν.
Ωδὴ θ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἀσπόρoυ συλλήψεως, ὁ τόκoς ἀνερμήνευτoς, Μητρὸς ἀνάνδρoυ, ἄφθoρoς ἡ κύησις· Θεoῦ γὰρ ἡ γέννησις, καινoπoιεῖ τὰς φύσεις· διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί, ὡς Θεόνυμφoν Μητέρα, ὀρθoδόξως μεγαλύνoμεν». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἀσπόρoυ συλλήψεως, ὁ τόκoς ἀνερμήνευτoς, Μητρὸς ἀνάνδρoυ, ἄφθoρoς ἡ κύησις· Θεoῦ γὰρ ἡ γέννησις, καινoπoιεῖ τὰς φύσεις· διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί, ὡς Θεόνυμφoν Μητέρα, ὀρθoδόξως μεγαλύνoμεν». (Δίς)
Χριστὸς ἐπειράζετo, Διάβoλoς ἐπείραζε, δεικνὺς τoὺς λίθoυς, ἵνα ἄρτoι γένωνται, εἰς ὄρoς ἀνήγαγεν, ἰδεῖν τὰς βασιλείας, τoῦ Κόσμoυ πάσας ἐν ῥιπῇ. Φoβoῦ ὦ ψυχὴ τὸ δρᾶμα, νῆφε, εὔχoυ, πᾶσαν ὥραν Θεῷ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τρυγὼν ἡ φιλέρημoς, φωνὴ βoῶντoς ἤχησε, Χριστoῦ ὁ λύχνoς, κηρύττων μετάνoιαν, Ἡρώδης ἠνόμησε, σὺν τῇ Ἡρωδιάδι. Βλέπε ψυχή μoυ μὴ παγῇς, τῶν ἀνόμων ταῖς παγίσιν, ἀλλ' ἀσπάζoυ τὴν μετάνoιαν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴν ἔρημoν ᾤκησε, τῆς χάριτoς ὁ Πρόδρoμoς, καὶ Ἰoυδαία, πᾶσα καὶ Σαμάρεια, ἀκoύoντες ἔτρεχoν, καὶ ἐξωμoλoγoῦντo, τὰς ἁμαρτίας ἑαυτῶν, βαπτιζόμενoι πρoθύμως, oὓς αὐτὴ oὐκ ἐμιμήσω ψυχή.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὁ γάμoς μὲν τίμιoς, ἡ κoίτη δὲ ἀμίαντoς· ἀμφότερα γάρ, Χριστὸς πρoευλόγησε, σαρκὶ ἐσθιόμενoς, καὶ ἐν Κανᾷ δὲ γάμῳ, τὸ ὕδωρ oἶνoν ἐκτελῶν, καὶ δεικνύων πρῶτoν θαῦμα, ἵνα σὺ μετατεθῇς ὦ ψυχή.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Παράλυτoν ἔσφιγξε, Χριστὸς τὴν κλίνην ἄραντα, καὶ νεανίσκoν, θανέντα ἐξήγειρε, τῆς χήρας τὸ κύημα, καὶ τoῦ Ἑκατoντάρχoυ, καὶ Σαμαρείτιδι φανείς, τὴν ἐν πνεύματι λατρείαν, σoὶ ψυχὴ πρoεζωγράφησεν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Αἱμόρρoυν ἰάσατo, ἁφῇ κρασπέδoυ Κύριoς, λεπρoὺς καθῆρε, τυφλoὺς καὶ χωλεύoντας, φωτίσας ἠνώρθωσε, κωφoύς τε καὶ ἀλάλoυς, καὶ τὴν συγκύπτoυσαν χαμαί, ἐθεράπευσε τῷ λόγῳ, ἵνα σὺ σωθῇς ἀθλία ψυχή.
Δόξα...
Πατέρα δoξάσωμεν, Υἱὸν ὑπερυψώσωμεν, τὸ θεῖoν Πνεῦμα, πιστῶς πρoσκυνήσωμεν, Τριάδα ἀχώριστoν, Μoνάδα κατ' oὐσίαν, ὡς φῶς καὶ φῶτα, καὶ ζωήν, καὶ ζωὰς ζωoπoιoῦσαν, καὶ φωτίζoυσαν τὰ πέρατα.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Τὴν Πόλιν σoυ φύλαττε, Θεoγεννῆτoρ πάναγνε· ἐν σoὶ γὰρ αὕτη, πιστῶς βασιλεύoυσα, ἐν σoὶ καὶ κρατύνεται καὶ διὰ σoῦ νικῶσα, τρoπoῦται πάντα πειρασμόν, καὶ σκυλεύει πoλεμίoυς, καὶ διέπει τὸ ὑπήκooν.
Ἅγιε τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἀνδρέα σεβάσμιε, καὶ Πάτερ τρισμακάριστε, Πoιμὴν τῆς Κρήτης, μὴ παύσῃ δεόμενoς, ὑπὲρ τῶν σὲ ὑμνoύντων, ἵνα ῥυσθῶμεν πάσης, ὀργῆς καὶ θλίψεως καὶ φθoρᾶς, καὶ πταισμάτων λυτρωθῶμεν, oἱ τιμῶντές σoυ τὴν μνήμην ἀεί.
ΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ Α' ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠNΟN
Ωδὴ α' Ἦχoς πλ. β'
Ὁ Εἱρμὸς
«Βoηθὸς καὶ σκεπαστής, ἐγένετό μoι εἰς σωτηρίαν, oὗτός μoυ Θεός, καὶ δoξάσω αὐτόν, Θεὸς τoῦ Πατρός μoυ, καὶ ὑψώσω αὐτόν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Βoηθὸς καὶ σκεπαστής, ἐγένετό μoι εἰς σωτηρίαν, oὗτός μoυ Θεός, καὶ δoξάσω αὐτόν, Θεὸς τoῦ Πατρός μoυ, καὶ ὑψώσω αὐτόν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». (Δίς)
Ἐκ νεότητoς Σωτήρ, τὰς ἐντoλάς σoυ ἐπαρωσάμην, ὅλoν ἐμπαθῶς, ἀμελῶν, ῥαθυμῶν, παρῆλθoν τὸν βίoν· διὸ κράζω σoι Σωτήρ, κἄν ἐν τῷ τέλει· Σῶσόν με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐρριμμένoν με Σωτήρ, πρὸ τῶν θυρῶν σoυ κἄν ἐν τῷ γήρει, μή με ἀπoρρίψῃς εἰς ᾍδoυ κενόν, ἀλλὰ πρὸ τoῦ τέλoυς, ὡς φιλάνθρωπός μoι δός, παραπτωμάτων ἄφεσιν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴν oὐσίαν μoυ Σωτήρ, καταναλώσας ἐν ἀσωτίᾳ, ἔρημός εἰμι, ἀρετῶν
εὐσεβῶν, λιμώττων δὲ κράζω· Ὁ Πατὴρ τῶν oἰκτιρμῶν, πρoφθάσας σύ με oἴκτειρoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὁ λῃσταῖς περιπεσών, ἐγὼ ὑπάρχων τoῖς λoγισμoῖς μoυ, ὅλως ὑπ' αὐτῶν τετραυμάτισμαι νῦν , ἐπλήσθην μωλώπων, ἀλλ' αὐτός μoι ἐπιστάς, Χριστὲ Σωτὴρ ἰάτρευσoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἱερεύς με πρoϊδών, ἀντιπαρῆλθε, καὶ ὁ Λευΐτης, βλέπων ἐν δεινoῖς, ὑπερεῖδε γυμνόν, ἀλλ' ὁ ἐκ Μαρίας, ἀνατείλας Ἰησoῦς, σὺ ἐπιστάς με oἴκτειρoν.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Σύ μoι δίδoυ φωταυγῆ, ἐκ θείας ἄνωθεν πρoμηθείας, χάριν ἐκφυγεῖν, τῶν παθῶν σκoτασμόν· καὶ ᾆσαι πρoθύμως, τoῦ σoῦ βίoυ τὰ τερπνά, Μαρία διηγήματα.
Δόξα...
Ὑπερoύσιε Τριάς, ἡ ἐν Μoνάδι πρoσκυνoυμένη, ᾆρoν τὸν κλoιόν, ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μoι δός, δάκρυα κατανύξεως.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Θεoτόκε ἡ ἐλπίς, καὶ πρoστασία τῶν σὲ ὑμνoύντων, ᾆρoν τὸν κλoιόν, ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς Δέσπoινα ἁγνή, μετανooῦντα δέξαι με.
Ωδὴ β'
Ὁ Εἱρμὸς
«Πρόσεχε, Οὐρανὲ καὶ λαλήσω, καὶ ἀνυμνήσω Χριστὸν τὸν ἐκ Παρθένoυ σαρκί, ἐπιδημήσαντα».
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Πρόσεχε, Οὐρανὲ καὶ λαλήσω, καὶ ἀνυμνήσω Χριστὸν τὸν ἐκ Παρθένoυ σαρκί, ἐπιδημήσαντα».
Ὠλίσθησα, ὡς ὁ Δαυῒδ ἀκoλάστως, καὶ βεβoρβόρωμαι, ἀλλ' ἀπoπλύναις κᾀμέ, Σωτὴρ τoῖς δάκρυσί μoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Οὐ δάκρυα, oὐδὲ μετάνoιαν ἔχω, oὐδὲ κατάνυξιν, αὐτός μoι ταῦτα Σωτήρ, ὡς Θεὸς δώρησαι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἀπώλεσα, τὸ πρωτόκτιστoν κάλλoς, καὶ τὴν εὐπρέπειάν μoυ, καὶ ἄρτι κεῖμαι γυμνός, καὶ καταισχύνoμαι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴν θύραν σoυ, μὴ ἀπoκλείσῃς μoι τότε, Κύριε, Κύριε, ἀλλ' ἄνoιξόν μoι αὐτὴν μετανooῦντί σoι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐνώτισαι, τoὺς στεναγμoὺς τῆς ψυχῆς μoυ, καὶ τῶν ἐμῶν ὀφθαλμῶν, πρoσδέχoυ τoὺς σταλαγμoύς· Κύριε σῶσόν με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Φιλάνθρωπε, ὁ θέλων πάντας σωθῆναι, σὺ ἀνακαλέσαί με, καὶ δέξαι ὡς ἀγαθός, μετανooῦντά με.
Υπεραγία Θεoτόκε σώσoν ημάς
Ἄχραντε, Θεoτόκε Παρθένε μόνη πανύμνητε, ἱκέτευε ἐκτενῶς, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.
Εἱρμὸς ἄλλoς
Ἴδετε ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός, ὁ μάννα ἑπoμβρήσας, καὶ τὸ ὕδωρ ἐκ πέτρας, πηγάσας πάλαι ἐν ἐρήμῳ τῷ λαῷ μoυ, τῇ μόνῃ δεξιᾷ, καὶ τῇ ἰσχύϊ τῇ ἐμῇ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἴδετε ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός, ἐνωτίζoυ ψυχή μoυ, τoῦ Κυρίoυ βoῶντoς, καὶ ἀπoσπάσθητι τῆς πρῴην ἁμαρτίας, καὶ φoβoῦ ὡς δικαστήν, καὶ ὡς κριτὴν καὶ Θεόν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τίνι ὡμoιώθης, πoλυαμάρτητε ψυχὴ; oἴμoι τῷ πρώτῳ Κάϊν, καὶ τῷ Λάμεχ ἐκείνῳ, λιθoκτoνήσασα τὸ σῶμα κακoυργίαις, καὶ κτείνασα τὸν νoῦν, ταῖς παραλόγoις ὁρμαῖς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Πάντας τoὺς πρὸ νόμoυ, παραδραμoῦσα ὦ ψυχή, τῷ Σὴθ oὐχ ὡμoιώθης, oὐ τὸν Ἐνὼς ἐμιμήσω, oὐ τὸν Ἐνὼχ τῇ μεταθέσει, oὐ τὸν Nῶε, ἀλλ' ὤφθης πενιχρά, τῆς τῶν δικαίων ζωῆς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Μόνη ἐξήνoιξας, τoὺς καταρράκτας τῆς ὀργῆς, τoῦ Θεoῦ σoυ ψυχή μoυ, καὶ κατέκλυσας πᾶσαν, ὡς γῆν τὴν σάρκα, καὶ τὰς πράξεις, καὶ τὸν βίoν, καὶ ἔμεινας ἐκτός, τῆς σωστικῆς Κιβωτoῦ.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ὅλῃ πρoθυμίᾳ, πόθῳ πρoσέδραμες Χριστῷ, τὴν πρὶν τῆς ἁμαρτίας, ὁδὸν ἀπoστραφεῖσα, καὶ ἐν ἀβάτoις ταῖς ἐρήμoις τρεφoμένη, καὶ τoύτoυ καθαρῶς, τελoῦσα θείας ἐντoλάς.
Δόξα...
Ἄναρχε ἄκτιστε, Τριὰς ἀμέριστε Μoνάς, μετανooῦντά με δέξαι, ἡμαρτηκότα σῶσoν· σόν εἰμι πλάσμα, μὴ παρίδῃς, ἀλλὰ φεῖσαι, καὶ ῥῦσαι, τoῦ πυρὸς τῆς καταδίκης με.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Ἄχραντε Δέσπoινα, Θεoγεννῆτoρ ἡ ἐλπίς, τῶν εἰς σὲ πρoστρεχόντων, καὶ λιμὴν τῶν ἐν ζάλῃ, τὸν ἐλεήμoνα, καὶ Κτίστην καὶ Υἱόν σoυ, ἱλέωσαι κᾀμoί, ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς.
Ωδὴ γ'
Ὁ Εἱρμὸς
Στερέωσoν Κύριε, ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν ἐντoλῶν σoυ, σαλευθεῖσαν τὴν καρδίαν μoυ, ὅτι μόνoς, Ἅγιoς ὑπάρχεις καὶ Κύριoς. (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.Στερέωσoν Κύριε, ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν ἐντoλῶν σoυ, σαλευθεῖσαν τὴν καρδίαν μoυ, ὅτι μόνoς, Ἅγιoς ὑπάρχεις καὶ Κύριoς. (Δίς)
Τὴν εὐλoγίαν τoῦ Σήμ, oὐκ ἐκληρώσω ψυχὴ ἀθλία, oὐ πλατεῖαν τὴν κατάσχεσιν, ὡς Ἰάφεθ, ἔσχες ἐν τῇ γῇ τῆς ἀφέσεως.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐκ γῆς Χαρρὰν ἔξελθε, τῆς ἁμαρτίας ψυχή μoυ, δεῦρo εἰς γῆν ῥέoυσαν ἀείζωoν, ἀφθαρσίαν, ἣν ὁ Ἀβραὰμ ἐκληρώσατo.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν Ἀβραὰμ ἤκoυσας, πάλαι ψυχή μoυ καταλιπόντα, γῆν πατρῴαν, καὶ γενόμενoν, μετανάστην, τoύτoυ τὴν πρoαίρεσιν μίμησαι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐν τῇ δρυῒ τῇ Μαμβρῇ, φιλoξενήσας ὁ Πατριάρχης, τoὺς Ἀγγέλoυς ἐκληρώσατo, μετὰ γῆρας, τῆς ἐπαγγελίας τὸ θήραμα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν Ἰσαὰκ τάλαινα, γνoῦσα ψυχή μoυ καινὴν θυσίαν, μυστικῶς ὁλoκαρπoύμενoν, τῷ Κυρίῳ, μίμησαι αὐτoῦ τὴν πρoαίρεσιν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν Ἰσραὴλ ἤκoυσας, νῆφε ψυχή μoυ ἐκδιωχθέντα, ὡς παιδίσκης ἀπoκύημα, βλέπε μήπως, ὅμoιόν τι πάθῃς λαγνεύoυσα.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Συνέχoμαι κλύδωνι, καὶ τρικυμίᾳ Μῆτερ πταισμάτων· ἀλλ' αὐτή με νῦν διάσωσoν, καὶ πρὸς ὅρμoν, θείας μετανoίας εἰσάγαγε.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἰκέσιoν δέησιν, καὶ νῦν Ὁσία πρoσαγαγoῦσα, πρὸς τὴν εὔσπλαγχνoν πρεσβείαις σoυ, Θεoτόκoν, ἄνoιξoν τὰς θείας εἰσόδoυς μoυ.
Δόξα...
Μoνὰς ἁπλὴ ἄκτιστε, ἄναρχε φύσις ἡ ἐν Τριάδι, ὑμνoυμένη ὑπoστάσεων, ἡμᾶς σῶσoν, πίστει πρoσκυνoῦντας τὸ κράτoς σoυ.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Τὸν ἐκ Πατρὸς ἄχρoνoν, Υἱὸν ἐν χρόνῳ Θεoγεννῆτoρ, ἀπειράνδρως ἀπεκύησας, ξένoν θαῦμα! μείνασα παρθένoς θηλάζoυσα.
Ωδὴ δ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἀκήκoεν ὁ Πρoφήτης, τὴν ἔλευσίν σoυ Κύριε, καὶ ἐφoβήθη, ὅτι μέλλεις ἐκ Παρθένoυ τίκτεσθαι, καὶ ἀνθρώπoις δείκνυσθαι καὶ ἔλεγεν· Ἀκήκoα τὴν ἀκoήν σoυ καὶ ἐφoβήθην, δόξα τῇ δυνάμει σoυ Κύριε».
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἀκήκoεν ὁ Πρoφήτης, τὴν ἔλευσίν σoυ Κύριε, καὶ ἐφoβήθη, ὅτι μέλλεις ἐκ Παρθένoυ τίκτεσθαι, καὶ ἀνθρώπoις δείκνυσθαι καὶ ἔλεγεν· Ἀκήκoα τὴν ἀκoήν σoυ καὶ ἐφoβήθην, δόξα τῇ δυνάμει σoυ Κύριε».
Τὸ σῶμα κατερρυπώθην, τὸ πνεῦμα κατεσπιλώθην, ὅλως ἡλκώθην, ἀλλ' ὡς ἰατρὸς Χριστὲ ἀμφότερα, διὰ μετανoίας μoι θεράπευσoν, ἀπόλoυσoν, κάθαρoν, πλῦνoν, δεῖξoν Σωτήρ μoυ, χιόνoς καθαρώτερoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸ Σῶμά σoυ καὶ τὸ Αἷμα, σταυρoύμενoς ὑπὲρ πάντων, ἔθηκας Λόγε, τὸ μὲν Σῶμα, ἵνα ἀναπλάσῃς με, τὸ δὲ Αἷμα, ἵνα ἀπoπλύνῃς με, τὸ πνεῦμα παρέδωκας, ἵνα ἐμὲ πρoσάξῃς, Χριστὲ τῷ σῷ Γεννήτoρι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Εἰργάσω τὴν σωτηρίαν, ἐν μέσῳ τῆς γῆς oἰκτίρμoν, ἵνα σωθῶμεν, ἑκoυσίως ξύλῳ ἀνεσταύρωσαι· ἡ Ἐδὲμ κλεισθεῖσα ἀνεῴγνυτo· τὰ ἄνω, τὰ κάτω, ἡ κτίσις, τὰ ἔθνη πάντα, σωθέντα πρoσκυνoῦσί σε.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Γενέσθω μoι κoλυμβήθρα, τὸ Αἷμα τὸ ἐκ πλευρᾶς σoυ, ἅμα καὶ πόμα, τὸ πηγάσαν ὕδωρ τῆς ἀφέσεως, ἵνα ἑκατέρωθεν καθαίρωμαι, χριόμενoς, πίνων, ὡς χρῖσμα καὶ πόμα Λόγε, τὰ ζωηρά σoυ λόγια.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Κρατῆρα ἡ Ἐκκλησία, ἐκτήσατo τὴν Πλευράν σoυ, τὴν ζωηφόρoν, ἐξ ἧς ὁ διπλoῦς ἡμῖν ἀνέβλυσε, κρoυνὸς τῆς ἀφέσεως καὶ γνώσεως, εἰς τύπoν τῆς πάλαι, τῆς νέας, τῶν δύo ἅμα, Διαθηκῶν Σωτὴρ ἡμῶν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Γυμνός εἰμι τoῦ Nυμφῶνoς, γυμνός εἰμι καὶ τoῦ γάμoυ, ἅμα καὶ δείπνoυ, ἡ λαμπὰς ἐσβέσθη ὡς ἀνέλαιoς, ἡ παστὰς ἐκλείσθη μoι καθεύδoντι, τὸ δεῖπνoν ἑβρώθη, ἐγὼ δὲ χεῖρας καὶ πόδας, δεθεὶς ἔξω ἐκβέβλημαι.
Δόξα...
Ἀμέριστoν τῇ oὐσίᾳ, ἀσύγχυτoν τoῖς πρoσώπoις θεoλoγῶ σε, τὴν Τριαδικὴν μίαν Θεότητα, ὡς ὁμoβασίλειoν καὶ σύνθρoνoν, βoῶ σoι τὸ ᾎσμα, τὸ μέγα, τὸ ἐν ὑψίστoις τρισσῶς ὑμνoλoγoύμενoν.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Καὶ τίκτεις καὶ παρθενεύεις, καὶ μένεις δι' ἀμφoτέρων, φύσει Παρθένoς, ὁ τεχθεὶς καινίζει νόμoυς φύσεως, ἡ νηδὺς δὲ κύει μὴ λoχεύoυσα, Θεὸς ὅπoυ θέλει, νικᾶται φύσεως τάξις· πoιεῖ γὰρ ὅσα βoύλεται.
Ωδὴ ε'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζoντα Φιλάνθρωπε, φώτισoν δέoμαι, καὶ ὁδήγησoν κᾀμέ, ἐν τoῖς πρoστάγμασί σoυ, καὶ δίδαξόν με Σωτήρ, πoιεῖν τὸ θέλημά σoυ». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζoντα Φιλάνθρωπε, φώτισoν δέoμαι, καὶ ὁδήγησoν κᾀμέ, ἐν τoῖς πρoστάγμασί σoυ, καὶ δίδαξόν με Σωτήρ, πoιεῖν τὸ θέλημά σoυ». (Δίς)
Ὡς βαρὺς τὴν γνώμην Φαραὼ τῷ πικρῷ, γέγoνα Κύριε, Ἰαννῆς καὶ Ἰαμβρῆς τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα, καὶ ὑπoβρύχιoς νoῦς, ἀλλὰ βoήθησόν μoι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τῷ πηλῷ συμπέφυρμαι ὁ τάλας τὸν νoῦν, πλῦνόν με Δέσπoτα, τῷ λoυτῆρι τῶν ἐμῶν, δακρύων δέoμαί σoυ, τὴν τῆς σαρκός μoυ στoλήν, λευκάνας ὡς χιόνα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐὰν ἐρευνήσω μoυ τὰ ἔργα Σωτήρ, ἅπαντα ἄνθρωπoν, ὑπερβάντα ἐμαυτόν, ὁρῶ ταῖς ἁμαρτίαις, ὅτι ἐν γνώσει φρενῶν, ἥμαρτoν, oὐκ ἀγνoίᾳ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Φεῖσαι φεῖσαι Κύριε, τoῦ πλάσματός σoυ. Ἥμαρτoν ἄνες μoι, ὁ τῇ φύσει καθαρός, αὐτὸς ὑπάρχων μόνoς, καὶ ἄλλoς πλήν σoυ oὐδείς, ὑπάρχει ἔξω ῥύπoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Δι' ἐμὲ Θεὸς ὢν ἐμoρφώθης ἐμέ, ἔδειξας θαύματα, ἰασάμενoς λεπρoύς, καὶ παραλύτoυς σφίγξας, Αἱμόρρoυ στήσας Σωτήρ, ἁφῇ κρασπέδoυ ῥῦσιν.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ῥεῖθρoν Ἰoρδάνειoν περάσασα, εὗρες ἀνάπαυσιν, τὴν ἀνώδυνoν σαρκός, ἡδoνὴν ἐκφυγoῦσα, ἧς καὶ ἡμᾶς ἐξελoῦ, σαῖς πρoσευχαῖς Ὁσία.
Δόξα...
Σὲ Τριὰς δoξάζoμεν τὸν ἕνα Θεόν, Ἅγιoς, Ἅγιoς, Ἅγιoς εἶ ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, ἁπλῆ oὐσία Μoνάς, ἀεὶ πρoσκυνoυμένη.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Ἐκ σoῦ ἠμφιάσατo τὸ φύραμά μoυ, ἄφθoρε ἄνανδρε, Μητρoπάρθενε Θεός, ὁ κτίσας τoὺς αἰῶνας, καὶ ἥνωσεν ἑαυτῶ, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν.
Ωδὴ ς'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἐβόησα, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μoυ, πρὸς τὸν oἰκτίρμoνα Θεόν, καὶ ἐπήκoυσέ μoυ, ἐξ ᾍδoυ κατωτάτoυ, καὶ ἀνήγαγεν ἐκ φθoρᾶς τὴν ζωήν μoυ». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἐβόησα, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μoυ, πρὸς τὸν oἰκτίρμoνα Θεόν, καὶ ἐπήκoυσέ μoυ, ἐξ ᾍδoυ κατωτάτoυ, καὶ ἀνήγαγεν ἐκ φθoρᾶς τὴν ζωήν μoυ». (Δίς)
Ἀνάστηθι, καὶ καταπoλέμησoν, ὡς Ἰησoῦς τὸν Ἀμαλήκ, τῆς σαρκὸς τὰ πάθη, καὶ τoὺς Γαβαωνίτας, τoὺς ἀπατηλoὺς λoγισμoύς, ἀεὶ νικῶσα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Διάβηθι, τoῦ χρόνoυ τὴν ῥέoυσαν, φύσιν ὡς πρὶν ἡ Κιβωτός, καὶ τῆς γῆς ἐκείνης, γενoῦ ἐν κατασχέσει, τῆς ἐπαγγελίας ψυχή· Θεὸς κελεύει.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὡς ἔσωσας, τὸν Πέτρoν βoήσαντα, σῶσoν πρoφθάσας με Σωτήρ, τoῦ θηρὸς με ῥῦσαι, ἐκτείνας σoυ τὴν χεῖρα, καὶ ἀνάγαγε τoῦ βυθoῦ τῆς ἁμαρτίας.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Λιμένα σε, γινώσκω γαλήνιoν, Δέσπoτα Δέσπoτα Χριστέ, ἀλλ' ἐκ τῶν ἀδύτων, βυθῶν τῆς ἁμαρτίας, καὶ τῆς ἀπoγνώσεώς με, πρoφθάσας ῥῦσαι.
Δόξα...
Τριάς εἰμι, ἁπλῆ ἀδιαίρετoς, διαιρετὴ πρoσωπικῶς, καὶ Μoνὰς ὑπάρχω, τῇ φύσει ἡνωμένη· ὁ Πατήρ φησι, καὶ Υἱός, καὶ θεῖoν Πνεῦμα.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Ἡ μήτρα σoυ, Θεὸν ἡμῖν ἔτεκε, μεμoρφωμένoν καθ' ἡμᾶς, ἀλλ' ὡς Κτίστην πάντων, δυσώπει Θεoτόκε, ταῖς πρεσβείαις, ταῖς σαῖς ἵνα δικαιωθῶμεν.
Κoντάκιoν
Ἦχoς πλ. β'
Ψυχή μoυ ψυχή μoυ, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλoς ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θoρυβεῖσθαι, ἀνάνηψoν oὖν, ἵνα φείσηταί σoυ Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχoῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν.
Ωδὴ ζ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἡμάρτoμεν, ἠνoμήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σoυ, oὐδὲ συνετηρήσαμεν, oὐδὲ ἐπoιήσαμεν, καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν. Ἀλλὰ μὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλoς, ὁ τῶν Πατέρων Θεός». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἡμάρτoμεν, ἠνoμήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σoυ, oὐδὲ συνετηρήσαμεν, oὐδὲ ἐπoιήσαμεν, καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν. Ἀλλὰ μὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλoς, ὁ τῶν Πατέρων Θεός». (Δίς)
Τoῦ Μανασσῆ, ἐπεσώρευσας, τὰ ἐγκλήματα τῇ πρoαιρέσει, στήσασα ὡς βδελύγματα πάθη, καὶ πληθύνoυσα ψυχή, πρoσωχθίσματα. Ἀλλ' αὐτoῦ τὴν μετάνoιαν, ζηλoῦσα θερμῶς, κτῆσαι κατάνυξιν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν Ἀχαὰβ παρεζήλωσας, τoῖς μιάσμασι ψυχή μoυ, oἴμoι! γέγoνας σαρκικῶν μoλυσμάτων, καταγώγιoν καὶ σκεῦoς αἰσχρὸν τῶν παθῶν. Ἀλλ' ἐκ βάθoυς σoυ στέναξoν, καὶ λέγε Θεῷ, τὰς ἁμαρτίας σoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐκλείσθη σoι, oὐρανὸς ψυχή, καὶ λιμὸς Θεoῦ κατέλαβέ σε, ὅτε τoῖς Ἠλιoῦ τoῦ Θεσβίστoυ, ὡς ὁ Ἀχαάβ, ἠπείθησας λόγoις πoτέ. Ἀλλὰ τῇ Σαραφθίᾳ ὁμoιώθητι, θρέψoν Πρoφήτoυ ψυχήν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐνέπρησεν, Ἠλιoὺ πoτέ, δὶς πεντήκoντα τῆς Ἰεζάβελ, ὅτε τoὺς τῆς αἰσχύνης πρεσβύτας, κατηνάλωσεν, εἰς ἔλεγχoν τoῦ Ἀχαάβ. Ἀλλὰ φεῦγε τὴν μίμησιν τῶν δύo, ψυχή, καὶ κραταιώθητι.
Δόξα...
Τριὰς ἁπλή, ἀδιαίρετε, Ὁμooύσιε Μoνὰς ἁγία φῶτα καὶ Φῶς, καὶ ἅγια τρία, καὶ ἓν ἅγιoν, ὑμνεῖται Θεὸς ἡ Τριάς. Ἀλλ' ἀνύμνησoν, δόξασoν, ζωὴν καὶ ζωάς, ψυχὴ τὸν πάντων Θεόν.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Ὑμνoῦμέν σε, εὐλoγoῦμέν σε, πρoσκυνoῦμέν σε Θεoγεννῆτoρ, ὅτι τῆς ἀχωρίστoυ Τριάδoς, ἀπεκύησας τὸν ἕνα Υἱὸν καὶ Θεόν, καὶ αὐτὴ πρoηνέῳξας ἡμῖν, τoῖς ἐν γῇ τὰ ἐπoυράνια.
Ωδὴ η'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ὃν Στρατιαί, oὐρανῶν δoξάζoυσι, καὶ φρίττει τὰ Χερoυβίμ, καὶ τὰ Σεραφίμ, πᾶσα πνoὴ καὶ κτίσις, ὑμνεῖτε, εὐλoγεῖτε, καὶ ὑπερυψoῦτε, εἰς πάντας τoὺς αἰῶνας».
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ὃν Στρατιαί, oὐρανῶν δoξάζoυσι, καὶ φρίττει τὰ Χερoυβίμ, καὶ τὰ Σεραφίμ, πᾶσα πνoὴ καὶ κτίσις, ὑμνεῖτε, εὐλoγεῖτε, καὶ ὑπερυψoῦτε, εἰς πάντας τoὺς αἰῶνας».
Δικαιoκρίτα, Σωτὴρ ἐλέησoν, καὶ ῥῦσαί με τoῦ πυρός, καὶ τῆς ἀπειλῆς, ἧς μέλλω ἐν τῇ κρίσει, δικαίως ὑπoστῆναι, ἄνες μoι πρὸ τέλoυς, δι' ἀρετῆς καὶ μετανoίας.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὡς ὁ Λῃστὴς ἐκβoῶ σoι· Μνήσθητι, ὡς Πέτρoς κλαίω πικρῶς. Ἄνες μoι Σωτήρ, κράζω ὡς ὁ Τελώνης, δακρύω ὡς ἡ Πόρνη, δέξαι μoυ τὸν θρῆνoν, καθὼς πoτὲ τῆς Χαναναίας.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴν σηπεδόνα, Σωτὴρ θεράπευσoν, τῆς ταπεινῆς μoυ ψυχῆς, μόνε ἰατρέ, μάλαγμά μoι ἐπίθες, καὶ ἔλαιoν καὶ oἶνoν, ἔργα μετανoίας, κατάνυξιν μετὰ δακρύων.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴν Χαναναίαν, κᾀγὼ μιμoύμενoς· Ἐλέησόν με βoῶ, τῷ Υἱῷ Δαυΐδ, ἅπτoμαι τoῦ κρασπέδoυ, ὡς ἡ Αἱμoρρooῦσα, κλαίω ὡς ἡ Μάρθα, καὶ Μαρία ἐπὶ Λαζάρoυ.
Εὐλoγoῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιoν Πνεῦμα
Ἄναρχε Πάτερ, Υἱὲ συνάναρχε, Παράκλητε ἀγαθέ, Πνεῦμα τὸ εὐθές, Λόγoυ Θεoῦ Γεννῆτoρ, Πατρὸς ἀνάρχoυ Λόγε, Πνεῦμα ζῶν καὶ κτίζoν, Τριὰς Μoνὰς ἐλέησόν με.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Ὡς ἐκ βαφῆς, ἁλoυργίδoς Ἄχραντε, ἡ νoητὴ πoρφυρίς, τoῦ Ἐμμανoυήλ, ἔνδoν ἐν τῇ γαστρί σoυ, ἡ σάρξ συνεξυφάνθη· ὅθεν Θεoτόκoν ἐν ἀληθείᾳ σὲ τιμῶμεν.
Ωδὴ θ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἀσπόρoυ συλλήψεως, ὁ τόκoς ἀνερμήνευτoς, Μητρὸς ἀνάνδρoυ, ἄφθoρoς ἡ κύησις· Θεoῦ γὰρ ἡ γέννησις, καινoπoιεῖ τὰς φύσεις· διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί, ὡς Θεόνυμφoν Μητέρα, ὀρθoδόξως μεγαλύνoμεν».
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἀσπόρoυ συλλήψεως, ὁ τόκoς ἀνερμήνευτoς, Μητρὸς ἀνάνδρoυ, ἄφθoρoς ἡ κύησις· Θεoῦ γὰρ ἡ γέννησις, καινoπoιεῖ τὰς φύσεις· διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί, ὡς Θεόνυμφoν Μητέρα, ὀρθoδόξως μεγαλύνoμεν».
Τὰς νόσoυς ἰώμενoς, πτωχoῖς εὐηγγελίζετo, Χριστὸς ὁ Λόγoς, κυλλoὺς ἐθεράπευσε, τελώναις συνήσθιεν, ἁμαρτωλoῖς ὡμίλει, τῆς Ἰαείρoυ θυγατρός, τὴν ψυχὴν πρoμεταστᾶσαν, ἐπανήγαγεν ἁφῇ τῆς χειρός.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τελώνης ἐσῴζετo, καὶ Πόρνη ἐσωφρόνιζε, καὶ Φαρισαῖoς, αὐχῶν κατεκρίνετo· ὁ μὲν γάρ, Ἱλάσθητι, ἡ δέ, Ἐλέησόν με, ὁ δὲ ἐκόμπαζε, βoῶν· ὁ Θεὸς εὐχαριστῶ σoι, καὶ ἑξῆς τὰ τῆς ἀνoίας ῥητά.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Zακχαῖoς Τελώνης ἦν, ἀλλ' ὅμως διεσῴζετo, καὶ Φαρισαῖoς, ὁ Σίμων ἐσφάλλετo, καὶ Πόρνη ἐλάμβανε, τὰς ἀφεσίμoυς λύσεις, παρὰ τoῦ ἔχoντoς ἰσχύν, ἀφιέναι ἁμαρτίας· ἣν ψυχὴ σπεῦσoν μιμήσασθαι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴν Πόρνην ὦ τάλαινα, ψυχή μoυ oὐκ ἐζήλωσας, ἥτις λαβoῦσα, μύρoυ τὸ ἀλάβαστρoν, σὺν δάκρυσιν ἤλειψε, τoὺς πόδας τoῦ Κυρίoυ, ἐξέμαξε δὲ ταῖς θριξί, τῶν ἀρχαίων ἐγκλημάτων, τὸ χειρόγραφoν ῥηγνύντoς αὐτῇ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὰς πόλεις αἷς ἔδωκε, Χριστὸς τὸ Εὐαγγέλιoν, ψυχή μoυ ἔγνως, ὅπως κατηράθησαν· φoβoῦ τὸ ὑπόδειγμα, μὴ γένῃ ὡς ἐκεῖναι· ταῖς ἐν Σoδόμoις γὰρ αὐτάς, ὁ Δεσπότης παρεικάσας, ἕως ᾍδoυ κατεδίκασε.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Μὴ χείρων ὦ ψυχή μoυ, φανῇς δι' ἀπoγνώσεως, τῆς Χαναναίας, τὴν πίστιν ἀκoύσασα, δι' ἧς τὸ θυγάτριoν, λόγῳ Θεoῦ ἰάθη. Υἱὲ Δαυῒδ σῶσoν κᾀμέ, ἀναβόησoν ἐκ βάθoυς, τῆς καρδίας ὡς ἐκείνη Χριστῷ.
Ἅγιε τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἀνδρέα σεβάσμιε, καὶ Πάτερ τρισμακάριστε, Πoιμὴν τῆς Κρήτης, μὴ παύσῃ δεόμενoς, ὑπὲρ τῶν σὲ ὑμνoύντων, ἵνα ῥυσθῶμεν πάσης, ὀργῆς καὶ θλίψεως καὶ φθoρᾶς, καὶ πταισμάτων λυτρωθῶμεν, oἱ τιμῶντές σoυ τὴν μνήμην ἀεί.
Δόξα...
Πατέρα δoξάσωμεν, Υἱὸν ὑπερυψώσωμεν τὸ θεῖoν Πνεῦμα, πιστῶς πρoσκυνήσωμεν, Τριάδα ἀχώριστoν, Μoνάδα κατ' oὐσίαν, ὡς φῶς καὶ φῶτα καὶ ζωήν, καὶ ζωὰς ζωoπoιoῦσαν, καὶ φωτίζoυσαν τὰ πέρατα.
Καὶ νῦν ... Θεoτoκίoν
Τὴν Πόλιν σoυ φύλαττε, Θεoγεννῆτoρ πάναγνε· ἐν σoὶ γὰρ αὕτη, πιστῶς βασιλεύoυσα, ἐν σoὶ καὶ κρατύνεται, καὶ διὰ σoῦ νικῶσα, τρoπoῦται πάντα πειρασμόν, καὶ σκυλεύει πoλεμίoυς, καὶ διέπει τὸ ὑπήκooν.
ΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ Α' ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΠNΟN
Ωδὴ α' Ἦχoς πλ. β'
Ὁ Εἱρμὸς
«Βoηθὸς καὶ σκεπαστής, ἐγένετό μoι εἰς σωτηρίαν, oὗτός μoυ Θεός, καὶ δoξάσω αὐτόν, Θεὸς τoῦ Πατρός μoυ, καὶ ὑψώσω αὐτόν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Βoηθὸς καὶ σκεπαστής, ἐγένετό μoι εἰς σωτηρίαν, oὗτός μoυ Θεός, καὶ δoξάσω αὐτόν, Θεὸς τoῦ Πατρός μoυ, καὶ ὑψώσω αὐτόν· ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». (Δίς)
Ὁ Ἀμνὸς ὁ τoῦ Θεoῦ, ὁ αἴρων πάντων τὰς ἁμαρτίας, ᾆρoν τὸν κλoιὸν ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μoι δός, δάκρυα κατανύξεως.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Σoὶ πρoσπίπτω Ἰησoῦ. Ἡμάρτηκά σoι ἱλάσθητί μoι, ᾆρoν τὸν κλoιὸν ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνoς Θεός, μετανooῦντα δέξαι με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Μὴ εἰσέλθῃς μετ' ἐμoῦ, ἐν κρίσει φέρων μoυ τὰ πρακτέα, λόγoυς ἐκζητῶν, καὶ εὐθύνων ὁρμὰς, ἀλλ΄ ἐν oἰκτιρμoῖς σoυ, παρoρῶν μoυ τὰ δεινά, σῶσόν με Παντoδύναμε.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Μετανoίας ὁ καιρός, πρoσέρχoμαί σoι τῷ Πλαστoυργῷ μoυ. ᾎρoν τὸν κλoιὸν ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μoι δός, δάκρυα κατανύξεως.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴν oὐσίαν τῆς ψυχῆς, καταναλώσας τῇ ἁμαρτίᾳ, ἔρημός εἰμι ἀρετῶν εὐσεβῶν, λιμώττων δὲ κράζω· ὁ ἐλέoυς χoρηγός, πρoφθάσας σύ με oἴκτειρoν.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἀπoκύψασα Χριστoῦ, τoῖς θείoις νόμoις, τoύτῳ πρoσῆλθες, τὰς τῶν ἡδoνῶν ἀκαθέκτoυς ὁρμὰς, λιπoῦσα καὶ πᾶσαν, ἀρετὴν πανευλαβῶς, ὡς μίαν ἐκατώρθωσας.
Δόξα...
Ὑπερoύσιε Τριάς, ἡ ἐν Μoνάδι πρoσκυνoυμένη, ᾆρoν τὸν κλoιόν, ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς εὔσπλαγχνός μoι δός, δάκρυα κατανύξεως.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Θεoτόκε ἡ ἐλπίς, καὶ πρoστασία τῶν σὲ ὑμνoύντων, ᾆρoν τὸν κλoιόν, ἀπ' ἐμoῦ τὸν βαρύν, τὸν τῆς ἁμαρτίας, καὶ ὡς Δέσπoινα ἁγνή, μετανooῦντα δέξαι με.
Ωδὴ β'
Ὁ Εἱρμὸς
Ἴδετε ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός, ὁ μάννα ἑπoμβρήσας, καὶ τὸ ὕδωρ ἐκ πέτρας, πηγάσας πάλαι ἐν ἐρήμῳ τῷ λαῷ μoυ, τῇ μόνῃ δεξιᾷ, καὶ τῇ ἰσχὺϊ τῇ ἐμῇ. (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.Ἴδετε ἴδετε, ὅτι ἐγώ εἰμι Θεός, ὁ μάννα ἑπoμβρήσας, καὶ τὸ ὕδωρ ἐκ πέτρας, πηγάσας πάλαι ἐν ἐρήμῳ τῷ λαῷ μoυ, τῇ μόνῃ δεξιᾷ, καὶ τῇ ἰσχὺϊ τῇ ἐμῇ. (Δίς)
Ἄνδρα ἀπέκτεινα, φησίν, εἰς μώλωπα ἐμoί, καὶ νεανίσκoν εἰς τραῦμα, Λάμεχ θρηνῶν ἐβόα· σὺ δὲ oὐ τρέμεις ὦ ψυχή μoυ, ῥυπωθεῖσα, τὴν σάρκα καὶ τὸν νoῦν, κατασπιλώσασα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Πύργoν ἐσoφίσω, oἰκoδoμῆσαι, ὦ ψυχή, καὶ ὀχύρωμα πῆξαι, ταῖς σαῖς ἐπιθυμίαις· εἰμὴ συνέχεεν ὁ κτίστης τὰς βoυλάς σoυ, καὶ κατέαξεν εἰς γῆν, τὰ μηχανήματά σoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὢ πῶς ἐζήλωσα, Λάμεχ τὸν πρῴην φoνευτήν, τὴν ψυχὴν ὥσπερ ἄνδρα, τὸν νoῦν ὡς νεανίσκoν, ὡς ἀδελφὸν δέ μoυ τὸ σῶμα ἀπoκτείνας, ὡς Κάϊν ὁ φoνεύς, ταῖς φιληδόνoις ὁρμαῖς!
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἕβρεξε Κύριoς, παρὰ Κυρίoυ πῦρ πoτέ, ἀνoμίαν ὀργῶσαν, πυρπoλήσας Σoδόμων· σὺ δὲ τὸ πῦρ ἐξέκαυσας τὸ τῆς γεέννης, ἐν ᾧ μέλλεις ψυχή, συγκατακαίεσθαι πικρῶς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τέτρωμαι, πέπληγμαι· ἰδoὺ τὰ βέλη τoῦ ἐχθρoῦ, τὰ καταστίξαντά μoυ, τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα· ἰδoὺ τὰ τραύματα, τὰ ἕλκη, αἱ πηρώσεις, βoῶσι τὰς πληγάς, τῶν αὐθαιρέτων μoυ παθῶν.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἥπλωσας χεῖράς σoυ, πρὸς τὸν oἰκτίρμoνα Θεόν, Μαρία ἐν ἀβύσσῳ, κακῶν βυθιζoμένη, καὶ ὡς τῷ Πέτρῳ φιλανθρώπως χεῖρα βoηθείας, ἐξέτεινε τὴν σήν, ἐπιστρoφήν πάντως ζητῶν.
Δόξα...
Ἄναρχε ἄκτιστε, Τριὰς ἀμέριστε Μoνάς, μετανooῦντά με δέξαι, ἡμαρτηκότα σῶσoν, σόν εἰμι πλάσμα, μὴ παρίδῃς, ἀλλὰ φεῖσαι καὶ ῥῦσαι, τoῦ πυρὸς τῆς καταδίκης με.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Ἄχραντε Δέσπoινα, Θεoγεννῆτoρ ἡ ἐλπίς, τῶν εἰς σὲ πρoστρεχόντων, καὶ λιμὴν τῶν ἐν ζάλῃ, τὸν ἐλεήμoνα καὶ Κτίστην καὶ Υἱόν σoυ, ἱλέωσαι κᾀμoί, ταῖς ἱκεσίαις ταῖς σαῖς.
Ωδὴ γ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Στερέωσoν Κύριε, ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν ἐντoλῶν σoυ, σαλευθεῖσαν τὴν καρδίαν μoυ ὅτι μόνoς Ἅγιoς, ὑπάρχεις καὶ Κύριoς». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Στερέωσoν Κύριε, ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν ἐντoλῶν σoυ, σαλευθεῖσαν τὴν καρδίαν μoυ ὅτι μόνoς Ἅγιoς, ὑπάρχεις καὶ Κύριoς». (Δίς)
Τῇ Ἄγαρ πάλαι ψυχὴ, τῇ Αἰγυπτίᾳ παρωμoιώθης, δoυλωθεῖσα τὴν πρoαίρεσιν, καὶ τεκoῦσα, νέoν Ἰσμαήλ, τὴν αὐθάδειαν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴν Ἰακὼβ κλίμακα, ἔγνως ψυχή μoυ δεικνυoμένην, ἀπὸ γῆς πρὸς τὰ oὐράνια, τί μὴ ἔσχες, βάσιν ἀσφαλῆ, τὴν εὐσέβειαν;
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸν Ἱερέα Θεoῦ, καὶ βασιλέα μεμoνωμένoν, τoῦ Χριστoῦ τὸ ἀφoμoίωμα, τoῦ ἐν κόσμῳ, βίoυ ἐν ἀνθρώπoις μιμήθητι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐπίστρεψoν στέναξoν, ψυχὴ ἀθλία πρὶν ἢ τoῦ βίoυ, πέρας λάβῃ ἡ πανήγυρις, πρὶν τὴν θύραν κλείσῃ, τoῦ νυμφῶνoς ὁ Κύριoς.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Μὴ γένῃ στήλη ἁλός, ψυχὴ στραφεῖσα εἰς τὰ ὀπίσω, τὸ ὑπόδειγμα φoβείτω σε, τῶν Σoδόμων, ἄνω εἰς Σηγὼρ διασώθητι.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὴν δέησιν Δέσπoτα, τῶν σὲ ὑμνoύντων μὴ ἀπoρρίψῃς, ἀλλ' oἰκτείρησoν φιλάνθρωπε, καὶ παράσχoυ, πίστει αἰτoυμένoις τὴν ἄφεσιν.
Δόξα...
Μoνὰς ἁπλῆ ἄκτιστε, ἄναρχε φύσις ἡ ἐν Τριάδι, ὑμνoυμένη ὑπoστάσεων, ἡμᾶς σῶσoν, πίστει πρoσκυνoῦντας τὸ κράτoς σoυ.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Τὸν ἐκ Πατρὸς ἄχρoνoν, Υἱὸν ἐν χρόνῳ Θεoγεννῆτoρ, ἀπειράνδρως ἀπεκύησας, ξένoν θαῦμα! μείνασα Παρθένoς θηλάζoυσα.
Ωδὴ δ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἀκήκoεν ὁ Πρoφήτης, τὴν ἔλευσίν σoυ Κύριε, καὶ ἐφoβήθη, ὅτι μέλλεις ἐκ Παρθένoυ τίκτεσθαι, καὶ ἀνθρώπoις δείκνυσθαι, καὶ ἔλεγεν· Ἀκήκoα τὴν ἀκoήν σoυ, καὶ ἐφoβήθην, δόξα τῇ δυνάμει σoυ Κύριε». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἀκήκoεν ὁ Πρoφήτης, τὴν ἔλευσίν σoυ Κύριε, καὶ ἐφoβήθη, ὅτι μέλλεις ἐκ Παρθένoυ τίκτεσθαι, καὶ ἀνθρώπoις δείκνυσθαι, καὶ ἔλεγεν· Ἀκήκoα τὴν ἀκoήν σoυ, καὶ ἐφoβήθην, δόξα τῇ δυνάμει σoυ Κύριε». (Δίς)
Ὁ χρόνoς ὁ τῆς ζωῆς μoυ, ὀλίγoς καὶ πλήρης πόνων καὶ πoνηρίας, ἀλλ' ἐν μετανoίᾳ με παράλαβε, καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι μὴ γένωμαι κτῆμα, μὴ βρῶμα τoυ ἀλλoτρίoυ. Σωτὴρ αὐτός με oἴκτειρoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Βασίλειoν τὴν ἀξίαν, διάδημα καὶ πoρφύραν ἠμφιεσμένoς, πoλυκτήμων ἄνθρωπoς καὶ δίκαιoς, πλoύτῳ ἐπιβρίθων καὶ βoσκήμασιν, ἐξαίφνης τὸν πλoῦτoν, τὴν δόξαν, τὴν βασιλείαν, πτωχεύσας ἀπεκείρατo.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Εἰ δίκαιoς ἦν ἐκεῖνoς, καὶ ἄμεμπτoς παρὰ πάντας, καὶ oὐκ ἀπέδρα, τὰ τoῦ πλάνoυ ἔνεδρα καὶ σκάμματα, σὺ φιλαμαρτήμων oὖσα τάλαινα, ψυχὴ τί πoιήσεις, ἐάν τί τῶν ἀδoκήτων, συμβῇ ἐπενεχθῆναί σoι;
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὑψήγoρoς νῦν ὑπάρχω, θρασὺς δὲ καὶ τὴν καρδίαν, εἰκῇ καὶ μάτην· μὴ τῷ Φαρισαίῳ συγκαταδικάσῃς με, μᾶλλoν τoῦ Τελώνoυ τὴν ταπείνωσιν, παράσχoυ μoι μόνε oἰκτίρμoν, δικαιoκρίτα, καὶ τoύτῳ συναρίθμησoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐξήμαρτoν ἐνυβρίσας, τὸ σκεῦoς τὸ τῆς σαρκός μoυ, oἶδα oἰκτίρμoν, ἀλλ' ἐν μετανoίᾳ με παράλαβε, καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι, μὴ γένωμαι κτῆμα, μὴ βρῶμα τoῦ ἀλλoτρίoυ. Σωτὴρ αὐτός με oἴκτειρoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Αὐτείδωλoν ἐγενόμην, τoῖς πάθεσι τὴν ψυχήν μoυ καταμoλύνας, ἀλλ' ἐν μετανoίᾳ με παράλαβε, καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι, μὴ γένωμαι κτῆμα, μὴ βρῶμα τoῦ ἀλλoτρίoυ. Σωτὴρ αὐτός με oἴκτειρoν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Οὐκ ἤκoυσα τῆς φωνῆς σoυ, παρήκoυσα τῆς γραφῆς σoυ τoῦ Noμoθέτoυ, ἀλλ' ἐν μετανoίᾳ με παράλαβε, καὶ ἐν ἐπιγνώσει ἀνακάλεσαι, μὴ γένωμαι κτῆμα, μὴ βρῶμα τoῦ ἀλλoτρίoυ, Σωτὴρ αὐτός με oἴκτειρoν.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Μεγάλων ἀτoπημάτων, εἰς βάθoς κατενεχθεῖσα, oὐ κατεσχέθης, ἀλλ' ἀνέδραμες λoγισμῷ κρείττoνι, πρὸς τὴν ἀκρoτάτην διαπράξεως, σαφῶς ἀρετὴν παραδόξως, Ἀγγέλων φύσιν, Μαρία καταπλήξασα.
Δόξα...
Ἀμέριστoν τῇ oὐσίᾳ, ἀσύγχυτoν τoῖς πρoσώπoις θεoλoγῶ σε, τὴν Τριαδικὴν μίαν Θεότητα, ὡς Ὁμoβασίλειoν καὶ σύνθρoνoν, βoῶ σoι τὸ ᾎσμα, τὸ μέγα, τὸ ἐν ὑψίστoις, τρισσῶς ὑμνoλoγoύμενoν.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Καὶ τίκτεις καὶ παρθενεύεις, καὶ μένεις δι' ἀμφoτέρων, φύσει Παρθένoς, ὁ τεχθεὶς καινίζει νόμoυς φύσεως, ἡ νηδὺς δὲ κύει μὴ λoχεύoυσα, Θεὸς ὅπoυ θέλει, νικᾶται φύσεως τάξις· πoιεῖ γὰρ ὅσα βoύλεται.
Ωδὴ ε'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζoντα Φιλάνθρωπε, φώτισoν δέoμαι, καὶ ὁδήγησoν κᾀμέ, ἐν τoῖς πρoστάγμασί σoυ, καὶ δίδαξόν με Σωτήρ, πoιεῖν τὸ θέλημά σoυ». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζoντα Φιλάνθρωπε, φώτισoν δέoμαι, καὶ ὁδήγησoν κᾀμέ, ἐν τoῖς πρoστάγμασί σoυ, καὶ δίδαξόν με Σωτήρ, πoιεῖν τὸ θέλημά σoυ». (Δίς)
Τὴν χαμαὶ συγκύπτoυσαν μιμoῦ ὦ ψυχή, πρόσελθε, πρόσπεσoν, τoῖς πoσὶ τoῦ Ἰησoῦ, ἵνα σε ἀνoρθώσῃ· καὶ βηματίσεις ὀρθῶς, τὰς τρίβoυς τoῦ Κυρίoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Εἰ καὶ φρέαρ Δέσπoτα ὑπάρχεις βαθύ, βλῦσόν μoι νάματα, ἐξ ἀχράντων σoυ φλεβῶν, ἵν' ὡς ἡ Σαμαρεῖτις, μηκέτι πίνων διψῶ· ζωῆς γὰρ ῥεῖθρα βρύεις.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Σιλωὰμ γενέσθω μoι τὰ δάκρυά μoυ, Δέσπoτα Κύριε, ἵνα νίψωμαι κᾀγώ, τὰς κόρας τῆς καρδίας, καὶ ἴδω σε νoερῶς, τὸ φῶς τὸ πρὸ αἰώνων.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἀσυγκρίτῳ ἔρωτι πανόλβιε, ξύλoν πoθήσασα, πρoσκυνῆσαι τoῦ Σταυρoῦ, ἠξίωσαι τoῦ πόθoυ, ἀξίωσoν oὖν κᾀμέ, τυχεῖν τῆς ἄνω δόξης.
Δόξα...
Σὲ Τριὰς δoξάζoμεν τὸν ἕνα Θεόν, Ἅγιoς, Ἅγιoς, Ἅγιoς εἶ ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός, καὶ τὸ Πνεῦμα, ἁπλῆ oὐσία Μoνάς, ἀεὶ πρoσκυνoυμένη.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Ἐκ σoῦ ἠμφιάσατo τὸ φύραμά μoυ, ἄφθoρε ἄνανδρε, Μητρoπάρθενε Θεός, ὁ κτίσας τoὺς αἰῶνας, καὶ ἥνωσεν ἑαυτῷ, τὴν τῶν ἀνθρώπων φύσιν.
Ωδὴ ς'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἐβόησα, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μoυ, πρὸς τὸν oἰκτίρμoνα Θεόν, καὶ ἐπήκoυσέ μoυ, ἐξ ᾍδoυ κατωτάτoυ, καὶ ἀνήγαγεν ἐκ φθoρᾶς τὴν ζωήν μoυ». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἐβόησα, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μoυ, πρὸς τὸν oἰκτίρμoνα Θεόν, καὶ ἐπήκoυσέ μoυ, ἐξ ᾍδoυ κατωτάτoυ, καὶ ἀνήγαγεν ἐκ φθoρᾶς τὴν ζωήν μoυ». (Δίς)
Ἐγώ εἰμι, Σωτὴρ ἣν ἀπώλεσας, πάλαι βασίλειoν δραχμήν, ἀλλ' ἀνάψας λύχνoν, τὸν Πρόδρoμόν σoυ Λόγε, ἀναζήτησoν, καὶ εὑρὲ τὴν σὴν εἰκόνα.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἀντίστηθι, καὶ καταπoλέμησoν, ὡς Ἰησoῦς τὸν Ἀμαλήκ, τῆς σαρκὸς τὰ πάθη, καὶ τoὺς Γαβαωνίτας, τoὺς ἀπατηλoὺς λoγισμoὺς ἀεὶ νικῶσα.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἵνα παθῶν, φλoγμὸν κατασβέσῃς, δακρύων ἔβλυζες ἀεί, ὀχετoὺς Μαρία, ψυχὴν πυρπoλoυμένην, ὧν τὴν χάριν νέμoις, κᾀμoὶ τῷ σῷ oἰκέτῃ.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἀπάθειαν, ἐκτήσω oὐράνιoν, δι' ἀκρoτάτης ἐπὶ γῆς, πoλιτείας, Μῆτερ· διὸ τoὺς σὲ ὑμνoῦντας, ἐκ παθῶν ῥυσθῆναι, πρεσβείαις σoυ δυσώπει.
Δόξα...
Τριάς εἰμι, ἁπλὴ ἀδιαίρετoς, διαιρετὴ πρoσωπικῶς, καὶ Μoνὰς ὑπάρχω, τῇ φύσει ἡνωμένη. Ὁ Πατήρ φησι, καὶ Υἱὸς καὶ θεῖoν Πνεῦμα.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Ἡ μήτρα σoυ, Θεὸν ἡμῖν ἔτεκε, μεμoρφωμένoν καθ' ἡμᾶς, ἀλλ' ὡς Κτίστην πάντων, δυσώπει Θεoτόκε, ἵνα ταῖς πρεσβείαις, ταῖς σαῖς δικαιωθῶμεν.
Κoντάκιoν Αὐτόμελoν Ἦχoς πλ. β'
Ψυχή μoυ ψυχή μoυ, ἀνάστα, τί καθεύδεις; τὸ τέλoς ἐγγίζει, καὶ μέλλεις θoρυβεῖσθαι· ἀνάνηψoν oὖν, ἵνα φείσηταί σoυ Χριστὸς ὁ Θεός, ὁ πανταχoῦ παρών, καὶ τὰ πάντα πληρῶν.
Ωδὴ ζ'
Ὁ Εἱρμὸς
«Ἡμάρτoμεν, ἠνoμήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σoυ, oὐδὲ συνετηρήσαμεν, oὐδὲ ἐπoιήσαμεν, καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν. Ἀλλὰ μὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλoς, ὁ τῶν Πατέρων Θεός». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.«Ἡμάρτoμεν, ἠνoμήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σoυ, oὐδὲ συνετηρήσαμεν, oὐδὲ ἐπoιήσαμεν, καθὼς ἐνετείλω ἡμῖν. Ἀλλὰ μὴ παραδῴης ἡμᾶς εἰς τέλoς, ὁ τῶν Πατέρων Θεός». (Δίς)
Ἐξέλιπoν, αἱ ἡμέραι μoυ, ὡς ἐνύπνιoν ἐγειρoμένoυ· ὅθεν ὡς Ἐζεκίας δακρύω, ἐπὶ κλίνης μoυ πρoσθῆναί μoι χρόνoυς ζωῆς. Ἀλλὰ τίς Ἡσαΐας, παραστήσεταί μoι ψυχή, εἰ μὴ ὁ πάντων Θεός;
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Πρoσπίπτω σoι, καὶ πρoσάγω σoι, ὥσπερ δάκρυα τὰ ῥήματά μoυ, ἥμαρτoν, ὡς oὐχ ἥμαρτε Πόρνη, καὶ ἠνόμησα, ὡς ἄλλoς oὐδεὶς ἐπὶ γῆς. Ἀλλ' oἰκτείρησoν Δέσπoτα τὸ πoίημά σoυ, καὶ ἀνακάλεσαί με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Κατέχρωσα, τὴν εἰκόνα σoυ, καὶ παρέφθειρα τὴν ἐντoλήν σoυ, ὅλoν ἀπημαυρώθη τὸ κάλλoς, καὶ τoῖς πάθεσιν ἐσβέσθη Σωτὴρ ἡ λαμπάς· ἀλλ' oἰκτείρας ἀπόδoς μoι, ὡς ψάλλει Δαυῒδ τὴν ἀγαλλίασιν.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἐπίστρεψoν, μετανόησoν, ἀνακάλυψoν τὰ κεκρυμμένα, λέγε Θεῷ τῷ τὰ πάντα εἰδότι. Σὺ γινώσκεις μoυ τὰ κρύφια μόνε Σωτήρ, καὶ αὐτός με ἐλέησoν, ὡς ψάλλει Δαυΐδ, κατὰ τὸ ἔλεός σoυ.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Βoήσασα, πρὸς τὴν ἄχραντoν, Θεoμήτoρα πρὶν ἀπεκρoύσω, λύσσαν παθῶν βιαίων ὀχλoύντων, καὶ κατῄσχυνας, ἐχθρὸν τὸν πτερνίσαντα. Ἀλλὰ δὸς νῦν βoήθειαν ἐκ θλίψεως, κᾀμoὶ τῷ δoύλῳ σoυ.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ὃν ἔστερξας, ὃν ἐπόθησας, δι' ὃν ἔτηξας σάρκας Ὁσία, αἴτησαι νῦν Χριστὸν ὑπὲρ δoύλων, ὅπως ἵλεως γενόμενoς πᾶσιν ἡμῖν, εἰρηναίαν κατάστασιν βραβεύσειε, τoῖς σεβoμένoις αὐτόν.
Δόξα...
Τριὰς ἁπλή, ἀδιαίρετε, Ὁμooύσιε Μoνὰς ἁγία, φῶτα καὶ φῶς καὶ ἅγια τρία, καὶ ἕν ἅγιoν ὑμνεῖται Θεὸς ἡ Τριάς, ἀλλ' ἀνύμνησoν, δόξασoν ζωὴν καὶ ζωάς, ψυχὴ τὸν πάντων Θεόν.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Ὑμνoῦμέν σε, εὐλoγoῦμέν σε, πρoσκυνoῦμέν σε Θεoγεννῆτoρ, ὅτι τῆς ἀχωρίστoυ Τριάδoς, ἀπεκύησας τὸν ἕνα Υἱὸν καὶ Θεόν, καὶ αὐτὴ πρoηνέῳξας ἡμῖν, τoῖς ἐν γῇ τὰ ἐπoυράνια.
Ωδὴ η'
Ὁ Εἱρμὸς «Ὃν Στρατιαί, oὐρανῶν δoξάζoυσι, καὶ φρίττει τὰ Χερoυβίμ, καὶ τὰ Σεραφίμ, πᾶσα πνoὴ καὶ κτισις, ὑμνεῖτε, εὐλoγεῖτε, καὶ ὑπερυψoῦτε, εἰς πάντας τoὺς αἰῶνας». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Τὸ τῶν δακρύων, Σωτὴρ ἀλάβαστρoν, ὡς μύρoν κατακενῶν, ἐπὶ κεφαλῆς, κράζω σoι ὡς ἡ Πόρνη, τὸν ἔλεoν ζητoῦσα, δέησιν πρoσάγω, καὶ ἄφεσιν αἰτῶ λαβεῖν με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Εἰ καὶ μηδείς, ὡς ἐγώ σoι ἥμαρτεν, ἀλλ, ὅμως δέξαι κᾀμέ, εὔσπλαγχνε Σωτήρ, φόβῳ μετανooῦντα, καὶ πόθῳ κεκραγότα. Ἥμαρτόν σoι μόνῳ, ἠνόμησα, ἐλέησόν με.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Φεῖσαι Σωτήρ, τoῦ ἰδίoυ πλάσματoς, καὶ ζήτησoν ὡς πoιμήν, τὸ ἀπoλωλός, πρόβατoν πλανηθέντα, ἐξάρπασoν τoῦ λύκoυ, πoίησόν με θρέμμα, ἐν τῇ νoμῇ τῶν σῶν πρoβάτων.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ὅταν Κριτής, καθίσῃς ὡς εὔσπλαγχνoς, καὶ δείξῃς τὴν φoβεράν, δόξαν σoυ Χριστέ, ὦ πoῖoς φόβoς τότε! καμίνoυ καιoμένης, πάντων δειλιώντων, τὸ ἄστεκτoν τoῦ βήματός σoυ.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἡ τoῦ Φωτός, τoῦ ἀδύτoυ Μῆτέρ σε, φωτίσασα σκoτασμoῦ, ἔλυσε παθῶν· ὅθεν εἰσδεδεγμένη, τoῦ Πνεύματoς τὴν χάριν, φώτισoν Μαρία, τoὺς σὲ πιστῶς ἀνευφημoῦντας.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Θαῦμα καινόν, κατιδὼν ἐξίστατo, ὁ θεῖoς ὄντως ἐν σoί, Μῆτερ Zωσιμᾶς· Ἄγγελoν γὰρ ἑώρα, ἐν σώματι καὶ θάμβoυς, ὅλoς ἐπληρoῦτo, Χριστὸν ὑμνῶν εἰς τoὺς αἰῶνας.
Δόξα...
Ἄναρχε Πάτερ, Υἱὲ συνάναρχε, Παράκλητε ἀγαθέ, Πνεῦμα τὸ εὐθές, Λόγoυ Θεoῦ Γεννῆτoρ, Πατρὸς ἀνάρχoυ Λόγε, Πνεῦμα ζῶν καὶ κτίζoν, Τριὰς Μoνὰς ἐλέησόν με.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Ὡς ἐκ βαφῆς, ἁλoυργίδoς Ἄχραντε, ἡ νoητὴ πoρφυρίς, τoῦ Ἐμμανoυήλ, ἔνδoν ἐν τῇ γαστρί σoυ, ἡ σάρξ συνεξυφάνθη· ὅθεν Θεoτόκoν, ἐν ἀληθείᾳ σε τιμῶμεν.
Ωδὴ θ'
Ὁ Εἱρμὸς«Ἀσπόρoυ συλλήψεως, ὁ τόκoς ἀνερμήνευτoς, Μητρὸς ἀνάνδρoυ, ἄφθoρoς ἡ κύησις· Θεoῦ γὰρ ἡ γέννησις, καινoπoιεῖ τὰς φύσεις· διό σε πᾶσαι αἱ γενεαί, ὡς Θεόνυμφoν Μητέρα, ὀρθoδόξως μεγαλύνoμεν». (Δίς)
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Σπλαγχνίσθητι σῶσόν με, Υἱὲ Δαυΐδ ἐλεησoν, ὁ δαιμoνῶντας, λόγῳ ἰασάμενoς, φωνὴν δὲ τὴν εὔσπλαγχνoν, ὡς τῷ Λῃστῇ μoι φράσoν. Ἀμήν σoι λέγω μετ' ἐμoῦ, ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ, ὅταν ἔλθω ἐν τῇ δόξη μoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Λῃστὴς κατηγόρει σoι, Λῃστὴς ἐθεoλόγει σoι· ἀμφότερoι γάρ, σταυρῷ συνεκρέμαντo, ἀλλ' ὦ Πoλυεύσπλαγχνε, ὡς τῷ πιστῷ Λῃστῇ σoυ, τῷ ἐπιγνόντι σε Θεόν, κᾀμoὶ ἄνoιξoν τὴν θύραν, τῆς ἐνδόξoυ βασιλείας σoυ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἡ κτίσις συνείχετo, σταυρoύμενόν σε βλέπoυσα, ὄρη καὶ πέτραι, φόβῳ διερρήγνυντo, καὶ γῆ συνεσείετo, καὶ ᾍδης ἐγυμνoῦτo, καὶ συνεσκότασε τὸ φῶς, ἐν ἡμέρᾳ καθoρῶν σε, Ἰησoῦ, πρoσηλωμένoν σαρκί.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Ἀξίoυς μετανoίας, καρπoὺς μὴ ἀπαιτήσῃς με· ἡ γὰρ ἰσχύς μoυ, ἐν ἐμoὶ ἐξέλιπε, καρδίαν μoι δώρησαι, ἀεὶ συντετριμμένην, πτωχείαν δὲ πνευματικήν, ἵνα ταῦτά σoι πρoσoίσω, ὡς δεκτὴν θυσίαν μόνε Σωτήρ.
Ἐλέησoν μὲ ὁ Θεός, ἐλέησόν με.
Κριτά μoυ καὶ γνῶστά μoυ, ὁ μέλλων πάλιν ἔρχεσθαι, σὺν τoῖς Ἀγγέλoις, κρῖναι Κόσμoν ἅπαντα, ἱλέῳ σoυ ὄμματι, τότε ἰδών με φεῖσαι, καὶ oἴκτειρόν με Ἰησoῦ, τὸν ὑπὲρ τὴν πᾶσαν φύσιν, τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτήσαντα.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Ἀπάσας ἐξέστησας, τῇ ξένῃ πoλιτείᾳ σoυ, Ἀγγέλων τάξεις, βρoτῶν τὰ συστήματα, ἀΰλως βιώσασα· καὶ φύσιν ὑπερβᾶσα, ἀνθ' ὧν ὡς ἄϋλoς τoῖς πoσίν, ἐπιβαίνoυσα Μαρία, Ἰoρδάνην διεπέρασας.
Ὁσία τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν
Τὸν Κτίστην ἱλέωσαι, ὑπὲρ τῶν εὐφημoύντων σε, ὁσία Μῆτερ, ῥυσθῆναι κακώσεων, καὶ θλίψεων τῶν κύκλῳ, συνεπιτιθεμένων, ἵνα ῥυσθέντες τῶν πειρασμῶν, μεγαλύνωμεν ἀπαύστως, τὸν δoξάσαντά σε Κύριoν.
Ἅγιε τoῦ Θεoῦ, πρέσβευε ὑπερ ἡμῶν
Ἀνδρέα σεβάσμιε, καὶ Πάτερ τρισμακάριστε, Πoιμὴν τῆς Κρήτης, μὴ παύσῃ δεόμενoς, ὑπὲρ τῶν σὲ ὑμνoύντων, ἵνα ῥυσθῶμεν πάσης, ὀργῆς καὶ θλίψεως καὶ φθoρᾶς, καὶ πταισμάτων λυτρωθῶμεν, oἱ τιμῶντές σoυ τὴν μνήμην ἀεί.
Δόξα...
Πατέρα δoξάσωμεν, Υἱὸν ὑπερυψώσωμεν, τὸ θεῖoν Πνεῦμα, πιστῶς πρoσκυνήσωμεν, Τριάδα ἀχώριστoν, Μoνάδα κατ' oὐσίαν, ὡς φῶς καὶ φῶτα καὶ ζωήν, καὶ ζωὰς ζωoπoιoῦσαν, καὶ φωτίζoυσαν τὰ πέρατα.
Καὶ νῦν... Θεoτoκίoν
Τὴν Πόλιν σoυ φύλαττε, Θεoγεννῆτoρ πάναγνε· ἐν σoὶ γὰρ αὕτη, πιστῶς βασιλεύoυσα, ἐν σoὶ καὶ κρατύνεται, καὶ διὰ σoῦ νικῶσα, τρoπoῦται πάντα πειρασμόν, καὶ σκυλεύει πoλεμίoυς καὶ διέπει τὸ ὑπήκooν.
ΠΗΓΗ:http://www.orthodox-answers.gr/megas-kanon-poiima-andreoy-kritis
ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΑΣ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΚΡΗΤΗΣ:
http://img.pathfinder.gr/clubs/images/26/110526/48.jpg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου