Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητὴς Ἐπίσκοπος Σιγριανὴς (ἑορτὴ Θεοφάνης)
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 760 μ.Χ. ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὴν Θεοδότη. Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἔμεινε ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα καὶ ἡ μητέρα του ἀνέλαβε τὸ δύσκολο ἔργο τῆς ἀνατροφῆς, τῆς διαπαιδαγωγήσεως καὶ τῆς μορφώσεως τοῦ υἱοῦ της Θεοφάνους.
Ὁ Ὅσιος, κατὰ παράκληση τῆς μητέρας του, νυμφεύθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία τὴν εὐσεβῆ καὶ πλούσια Μεγαλῶ. Ὁ γάμος αὐτός, ποὺ ἦταν ἀντίθετος γιὰ τὴ μοναχικὴ ζωὴ ποὺ ἐπιθυμοῦσε ὁ Ὅσιος, διαλύθηκε. Ἡ μὲν σύζυγος αὐτοῦ ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τῆς Πριγκίπου καὶ μετονομάσθηκε Εἰρήνη, ὁ δὲ Ὅσιος κατέφυγε, τὸ 781 μ.Χ., στὴ μονὴ τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ στὴ Σιγριανὴ καὶ ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου αὐτῆς.
Ἀπὸ τὴ μονὴ αὐτή, ὡς λόγιος καὶ ἐνάρετος μοναχός, προσκλήθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους ἡγουμένους διαπρεπεῖς, τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Σακουδίωνος Πλάτωνα, τοὺς μοναχοὺς Νικηφόρο καὶ Νικήτα ἀπὸ τὴ μονὴ Μηδικίου, τὸ μοναχὸ Χριστόφορο ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Μικροῦ Ἀγροῦ, στὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Νίκαιος, τὸ ἔτος 787 μ.Χ. Ὅταν ἐπανῆλθε στὴ μονή του, ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸν μοναχὸ Στρατήγιο καὶ ἐκεῖνος ἀποσύρθηκε στὴν ἀπέναντι νῆσο Καλώνυμον, ὅπου ἵδρυσε μεγάλη μονὴ καὶ ἐκεῖ, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐπὶ ἑξαετία, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν καλλιγραφία καὶ τὶς συγγραφές. Ἀλλὰ ἀτυχῶς ἡ ὑγεία του προσβλήθηκε ἀπὸ ὀξεῖα λιθίαση. Σὲ αὐτὴ τὴν χαλεπὴ κατάσταση δὲν παρέλειψε νὰ μεταβεῖ στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅταν προσκλήθηκε ὑπὸ τοῦ Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813-820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος προσπάθησε διὰ τοῦ Πατριάρχη Ἰωσὴφ τοῦ εἰκονομάχου νὰ ἑλκύσει αὐτὸν στὴν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ Ὅσιος φυσικὰ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ ἀποδεχθεῖ μία τέτοια πρόταση καὶ νὰ προδώσει τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν σὲ σκοτεινὸ μέρος καὶ στὴν συνέχεια τὸν ἐξόρισαν στὴ Σαμοθράκη, ὅπου μετὰ ἀπὸ εἴκοσι τρεῖς ἡμέρες κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 815 ἢ κατ’ ἄλλους τὸ 818 μ.Χ. Ἀργότερα οἱ μαθητές του μετεκόμισαν τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ. Τὸ ἔτος 822 μ.Χ., στὴ μονή του, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Σύναξη αὐτοῦ, ὅπως καὶ τὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῶ τῷ ἐν σώματι, ἐπιφανέντι ἠμίν, ὁσίως ἐλάτρευσας δι' ἐνάρετου ζωῆς, Θεόφανες Ὅσιε, πᾶσαν γὰρ τὴν προσοῦσαν, ὕπαρξιν ἀπορρίψας, ἄθλους ὁμολογίας, τὴ ἀσκήσει συνάπτεις, ἐντεῦθεν δι' ἀμφοτέρων, φαίνεις τοὶς πέρασι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας ὁδηγέ, εὐσεβείας διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν μοναζώντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ, ὑπὲρ εἰκόνων ἁγίων ἤθλησας, λύρα τοῦ Πνεύματος, Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθήναι τᾶς ψυχᾶς ἠμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ ὕψους λαβῶν, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σπουδή, ἐκ μέσου τῶν θορύβων, καὶ μονάσας Ὅσιε, ἐνεργείας θαυμάτων εἴληφας, καὶ προφητείας χαρίσματα, συμβίου καὶ πλούτου στερούμενος.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος πάπας Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 540 μ.Χ. καὶ ἔζησε στὴ Ρώμη, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ Α’ τοῦ Μεγάλου (527-565 μ.Χ.). Ὀνομάσθηκε δὲ Διάλογος, ἐπειδὴ τὰ περισσότερα ἔργα του τὰ ἔγραψε μὲ διαλογικὸ τρόπο, δηλαδὴ μὲ ἐρωτήσεις καὶ ἀποκρίσεις. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Γορδιανὸς καὶ ἡ μητέρα του Συλβία. Τόσο οἱ γονεῖς του ὅσο καὶ οἱ δυὸ ἀδελφὲς τοῦ πατέρα του, ἡ Ταρσίλα καὶ ἡ Αἰμιλιανή, διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καὶ ἐπέδρασαν εὐεργετικὰ στὴν διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τοῦ Γρηγορίου. Ὡς γόνος πλούσιας οἰκογένειας ὁ Γρηγόριος ἔλαβε καλὴ μόρφωση, ἰδιαίτερα στὴ νομική. Βέβαια ἔζησε σὲ μία ἐποχὴ ὄπου ἡ καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στὴ Ρώμη εἶχε σβήσει. Ὁ Γρηγόριος μᾶλλον ἦταν κάτοχος μόνο τῆς λατινικῆς γλώσσας, γεγονὸς ποὺ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ μελετήσει τὴν πλούσια θεολογικὴ γραμματεία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων.
Περὶ τὸ ἔτος 570 μ.Χ. διορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸ Β’ (565-576 μ.Χ.) στὸ ἀξίωμα τοῦ πραίτορος τῆς πόλεως τῆς Ρώμης. Δὲν παρέμεινε ὅμως γιὰ μακρὺ χρονικὸ διάστημα στὴν θέση αὐτή. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του διέθεσε τὸ μέγιστο μέρος τῆς περιουσίας ποὺ κληρονόμησε σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα καὶ στὴν ἵδρυση μονῶν. Ἵδρυσε ἕξι μοναστήρια στὴ Σικελία καὶ περὶ τὸ ἔτος 575 μ.Χ. μετέτρεψε τὴν οἰκία του στὴν Ρώμη σὲ μοναστῆρι ἀφιερωμένο στὸν Ἀπόστολο Ἀνδρέα. Ὁ ἴδιος ἔγινε μοναχὸς αὐτῆς τῆς μονῆς καὶ ἀργότερα ἀναδείχθηκε ἡγούμενός της. Στὸ μοναστῆρι ζοῦσε μία πολὺ ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ ἀφιερώθηκε στὴν προσευχὴ καὶ στὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων.
Δὲν ἔμελλε ὅμως νὰ παραμείνει γιὰ πολὺ καιρὸ στὴ μονή του, γιατί χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ ἔτος 579 μ.Χ. ἐστάλη στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς ἀποκρισιάριος, δηλαδὴ ἀντιπρόσωπος, τοῦ Πάπα Ρώμης. Στὴν Κωνσταντινούπολη ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς ποὺ τὸν συνόδευσαν ἀπὸ τὴν Ρώμη, ζοῦσε μοναστικὴ ζωή. Εἶχε ὅμως τὴν εὐκαιρία νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὰ πολιτικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ προβλήματα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ νὰ συνάψει γνωριμίες μὲ σημαίνοντα πρόσωπα τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς, μὲ τὰ ὁποία διατήρησε ἀλληλογραφία μετὰ τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἀνάμεσα στὰ πρόσωπα αὐτὰ ἦταν ἡ Θεοκτίστη, ἀδελφὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρικίου (582-602 μ.Χ.), ὁ πατρίκιος Ναρσής, ὁ ἰατρὸς τοῦ αὐτοκράτορα Θεόδωρος κ.ἅ. Στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπίσης, γνώρισε τὸν Ἐπίσκοπο Σεβίλλης Λέανδρο, ὁ ὁποῖος ταξίδευε κατὰ τὸ ἴδιο χρονικὸ διάστημα στὴν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ μὲ τὸν ὁποῖο διατήρησε ἀδελφικὴ φιλία καὶ ἀλληλογραφία στὰ κατοπινὰ χρόνια.
Περὶ τὸ ἔτος 586 μ.Χ. ὁ Γρηγόριος μετακαλεῖται στὴν Ρώμη. Ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι μὲ τὴν ἐπανάκαμψή του στὴν Ρώμη ἐπέστρεψε στὸ μοναστῆρι του καὶ τότε ἦταν ποὺ ἔγινε ἡγούμενός του. Μία ἄλλη ἄποψη ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Γρηγόριος μετὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴν Ρώμη δὲν ἐπέστρεψε στὴ μονή, ἀλλὰ ὑπηρέτησε ὡς διάκονος τῆς Ρωμαϊκῆς Ἐκκλησίας καὶ σύμβουλος τοῦ Πάπα Πελαγίου Β’. Σύμφωνα μὲ τὴν ἄποψη αὐτή, ὁ Γρηγόριος ἔγινε ἡγούμενος πρὶν τὴν χειροτονία του σὲ διάκονο καὶ τὴ ἀποστολή του στὴν Κωνσταντινούπολη.
Τὸ ἔτος 590 μ.Χ. ὁ Πάπας Πελάγιος Β’ ἀσθένησε ἀπὸ ἐπιδημικὴ ἀσθένεια καὶ πέθανε. Παρὰ τὸ ὅτι τόσο ὁ κλῆρος ὅσο καὶ ὁ λαὸς τῆς Ρώμης ζητοῦσαν τὸν Γρηγόριο γιὰ Ἐπίσκοπό τους μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ΠελαγίουΒ’, ἡ ἀπροθυμία τοῦ ἰδίου νὰ ἀνέλθει στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο ἦταν ἔκδηλη. Ἡ στάση του αὐτὴ προερχόταν ἀπὸ τὴν συναίσθηση τοῦ βάρους τῆς εὐθύνης τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος καὶ ἀπὸ τὴν ταπεινὴ πεποίθηση ὅτι οἱ δικές του δυνάμεις δὲν ἦταν ἐπαρκεῖς γιὰ ἕνα τόσο σπουδαῖο ἔργο. Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος Ραβέννας Ἰωάννης μὲ ἐπιστολή του τὸν ἔψεξε γιὰ τὴν διστακτικότητά του αὐτή, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀποφάσισε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ τὴν συγγραφὴ μιᾶς ὁλόκληρης πραγματείας γιὰ τὸ βαρυσήμαντο ἔργο τοῦ Ἐπισκόπου καὶ γιὰ τὰ προσόντα ποὺ αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει. Ἐπρόκειτο δηλαδὴ γιὰ μία ἀπολογία τοῦ Γρηγορίου σχετικὰ μὲ τοὺς ἐνδοιασμούς του νὰ ἀναλάβει τὸ βάρος τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος.
Ὁ Γρηγόριος, παρὰ τοὺς ἔντονους προσωπικούς του ἐνδοιασμούς, ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης ὡς Πάπας Γρηγόριος Α’. Ἡ κατάσταση ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ἦταν πολὺ δυσχερής. Ἀφ’ ἐνὸς ἡ ἐπιδημία λυμαινόταν τὶς ζωὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀφ’ ἑτέρου μία φοβερὴ πλημμύρα τοῦ ποταμοῦ Τίβερη εἶχε καταστρέψει σημαντικὸ ἀριθμὸ περιουσιῶν καὶ σιτηρῶν. Σημαντικότερο ἀκόμη πρόβλημα ἦταν ἡ παρουσία τῶν Λομβαρδῶν ὡς εἰσβολέων στὴν Ἰταλία, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Βόρειας Ἰταλίας καὶ μεγάλο μέρος τῆς Νότιας Ἰταλίας. Οἱ Λομβαρδοὶ ἦταν αἰτία συνεχοῦς ἀναστατώσεως στὴν Ἰταλία καὶ ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἐδάφη της (Ρώμη, Ραβέννα, Νεάπολη, Βενετία, Σικελία, Σαρδηνία, Κορσικῆ), τὰ ὁποία ἀνῆκαν στὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία καὶ ἐποπτεύονταν ἀπὸ τὸν ἔξαρχο τοῦ αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἕδρα του στὴ Ραβέννα.
Μὲ τὴν ἀνάληψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ὁ Γρηγόριος ἀναλώθηκε στὴν ὑπηρεσία τοῦ ποιμνίου του καὶ τῆς Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της. Φρόντισε μὲ θαυμαστὴ ἐπιμέλεια τὸ φιλανθρωπικὸ ἔργο στὴ Ρώμη καὶ μερίμνησε μὲ ἐπιτυχία γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Ἀγγλοσαξόνων, ἀποστέλλοντας στὴ Βρετανία ἀπὸ τὴν μονὴ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ὁμάδα σαράντα μοναχῶν, ὡς ἱεραποστόλων, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Αὐγουστίνο τῆς Καντουαρίας. Ἐπίσης ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τὴν ἀξιοποίηση, τὴν ὀργάνωση τῆς καλλιέργειας καὶ τὴν ὀρθὴ διάθεση τῶν προσόδων τῶν γαιῶν τοῦ παπικοῦ θρόνου. Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἐπέμενε νὰ δίνει ὁδηγίες στοὺς κατὰ τόπους ὑπευθύνους τῶν παπικῶν κτημάτων νὰ μεριμνοῦν γιὰ τὴν ἀποφυγὴ κάθε ἀδικίας καὶ παράνομου πλουτισμοῦ στὸ διαχειριστικό τους ἔργο.
Ὁ Ἅγιος προσκαλοῦσε κατὰ διαστήματα τοὺς πιὸ πτωχοὺς τῆς πόλεως καὶ ἔτρωγε μαζί τους. Κάποτε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἔλθουν στὴν Ἐπισκοπὴ δώδεκα πτωχοί, γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει φαγητό. Τὴν ὥρα ποὺ ἔτρωγαν, ὁ Ἅγιος ἔβλεπε δεκατρεῖς προσκεκλημένους καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν διαφορετικὸς στὴν ὄψη. Εἶχε πρόσωπο φωτεινὸ καὶ πότε ἔμοιαζε μὲ γέροντα στὴν ἡλικία, πότε μὲ νέο. Ὅταν οἱ ἄλλοι ἔφυγαν, τὸν ρώτησε ποιὸς εἶναι καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Εἶμαι Ἄγγελος Κυρίου. Σὲ ἔχω ἐπισκεφθεῖ καὶ ἄλλη φορά, ὅταν ἤσουν μοναχὸς καὶ μοῦ ἔδωσες ἐλεημοσύνη. Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ δοκιμάσει τὴν προαίρεσή σου καὶ μὲ τὸ παράδειγμά σου νὰ διδάξει καὶ ἄλλους. Μάλιστα, ἀπὸ τότε ἔλαβα ἐντολὴ νὰ εἶμαι πάντα μαζί σου, γιὰ νὰ σὲ προστατεύω. Ὅτι θελήσεις ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ τὸ πεῖς καὶ θὰ τὸ μεταφέρω».
Ἐπειδὴ ἡ Ρώμη ἦταν ὁ μόνος Πατριαρχικὸς θρόνος σὲ ὅλη τὴ Δύση, ὁ Γρηγόριος προσπαθοῦσε νὰ ἐπιλύσει κατὰ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο τὸ πολλαπλὰ προβλήματα ποὺ παρουσίαζαν οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἰταλίας, τῆς Γαλατίας, τῆς Ἱσπανίας καὶ τῆς Βρετανίας. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σημαντικὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει, ἦταν τὸ σχίσμα τῶν Ἐπισκόπων τῆς Λιγουρίας, τῆς Ἰστρίας καὶ τῆς Βενετίας, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχονταν τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ συνῆλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, τὸ ἔτος 553 μ.Χ. Ἡ αἰτία τοῦ προβλήματος ἦταν ὅτι ἡ Σύνοδος αὐτὴ εἶχε καταδικάσει ὡς νεστοριανικὰ τὰ γνωστὰ ὡς «Τρία Κεφάλαια», δηλαδὴ τὸ πρόσωπο καὶ τὰ ἔργα τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας, τὰ ἔργα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου κατὰ τοῦ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καὶ τὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρὸς Μάριν τὸν Πέρση. Οἱ διαφωνοῦντες δυτικοὶ Ἐπίσκοποι θεωροῦσαν ὅτι ἡ καταδίκη αὐτὴ προωθοῦσε ἕνα συμβιβασμὸ μὲ τοὺς Μονοφυσῖτες, ἀναιρώντας ἔτσι τὴν πίστη τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συνῆλθε στὴν Χαλκηδόνα, τὸ ἔτος 451 μ.Χ. Ἐπειδὴ ἡ Ρώμη, παρὰ τὶς ἀρχικὲς ἀντιδράσεις της, εἶχε ἀποδεχθεῖ τὴν Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ τὴν καταδίκη τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων», οἱ διαφωνοῦντες δυτικοὶ Ἐπίσκοποι εἶχαν διακόψει τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία τους μὲ τὴν Ρώμη. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος προσπάθησε ἐπανειλημμένως νὰ πείσει τοὺς διαφωνοῦντες Ἐπισκόπους ὅτι ἡ Ε’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνας. Πραγματικὰ κατόρθωσε νὰ μεταστρέψει τὴ γνώμη μερικῶν ἀπὸ αὐτούς, ἀλλὰ ἡ ἄρση τοῦ σχίσματος ἔγινε μετὰ τὴν κοίμησή του.
Στὸ μεγάλο πρόβλημα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν προκλήσεων τῶν Λομβαρδῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπειλοῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν Ρώμη, ὁ Γρηγόριος, παρὰ τῆς ἐπανειλημμένες ἐκκλήσεις του, δὲν κατέστη δυνατὸ νὰ λάβει βοήθεια γιὰ ἀναχαίτιση τοῦ ἐχθροῦ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως Μαυρίκιο καὶ ἀπὸ τὸν Βυζαντινὸ ἔξαρχο τῆς Ραβέννας Πατρίκιο. Βέβαια ὁ αὐτοκράτορας Μαυρίκιος βρισκόταν σὲ δεινὴ θέση, γιατί ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Λομβαρδοὺς εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει σὲ διαφορετικὰ μέτωπα τοὺς Πέρσες, τοὺς Σλάβους, τοὺς Ἀβάρους καὶ τοὺς Μαυρούσιους. Ἔτσι ὁ Γρηγόριος ἀναγκάστηκε νὰ ἀναλάβει ὁ ἴδιος πολιτικὴ πρωτοβουλία καὶ νὰ συνάψει συνθήκη μὲ τοὺς Λομβαρδούς, πληρώνοντάς τους ἕνα μεγάλο ποσὸ χρημάτων καὶ δίνοντας σὲ αὐτοὺς ἐτήσιο φόρο πολυτελείας.
Εἶναι πράγματι λυπηρὸ τὸ ὅτι ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία ἀδυνατοῦσε νὰ προασπίσει ἀποτελεσματικὰ τὶς δυτικὲς κτήσεις της στὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια. Αὐτὸ εἶχε ὀδυνηρὲς συνέπειες τόσο γιὰ τὴν Πολιτεία ὅσο καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ Λατῖνοι βυζαντινοὶ ὑπήκοοι σταδιακὰ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ ἀδυνατοῦσε νὰ τοὺς βοηθήσει, οἱ δυτικὲς κτήσεις τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἔπεσαν στὰ χέρια τῶν βαρβαρικῶν φύλων, ἐνῷ ὁ Ἐπίσκοπος Ρώμης ἀνέλαβε πολιτικὲς ἐξουσίες, συνεργάστηκε μὲ τοὺς ἡγεμόνες τῶν βαρβαρικῶν φύλων καὶ σταδιακὰ ἔγινε ὁ ἴδιος κοσμικὸς ἄρχοντας.
Βέβαια ὁ Ἅγιος Γρηγόριος δὲν φέρει καμία εὐθύνη γιὰ τὴν μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ἐξέλιξη τοῦ παπικοῦ θρόνου σὲ κοσμικὴ ἐξουσία, οὔτε γιὰ τὴν συνεργασία μεταγενέστερων παπῶν μὲ τοῦ Φράγκους. Ὁ ἴδιος ἔκανε αὐτὸ ποὺ θεωροῦσε καθῆκον καὶ ὑποχρέωσή του γιὰ τὴν προάσπιση τοῦ ποιμνίου καὶ τῆς πατρίδος του στοὺς χαλεποὺς ἐκείνους καιρούς. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος μπορεῖ σὲ ὁρισμένα θέματα νὰ διαφωνοῦσε μὲ τὸν Βυζαντινὸ αὐτοκράτορα, ἀλλὰ αὐτὸ συνέβαινε συχνότατα καὶ μὲ τοὺς Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ὅμως φαίνεται μέσα ἀπὸ τὰ γραπτὰ κείμενά του, θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του πιστὸ ὑπήκοο τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Οὐδέποτε ἀμφισβήτησε τὴν ἐξουσία τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα καὶ συμβούλευε τοὺς πιστοὺς νὰ ἀναπέμπουν προσευχὲς γι’ αὐτόν.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἄνθρωπος ταπεινοῦ φρονήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀποδεχόταν χωρὶς κριτικὴ ἐξέταση τὴ θεωρία περὶ τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὁ ἴδιος ἀρνιόταν κατηγορηματικὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του τὸν τίτλο τοῦ «οἰκουμενικοῦ πάπα», τὸν ὁποῖο τοῦ πρότεινε ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Εὐλόγιος (579/580-607 μ.Χ.) καὶ μὲ εἰλικρίνεια προτιμοῦσε τὸν τίτλο «δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Τόνιζε μάλιστα ἐμφαντικὰ – καὶ ἐν πολλοὶς τὸ ἀποδείκνυε στὴν πράξη – ὅτι σεβόταν τὰ δικαιώματα καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ δικαιοδοσία τῶν ἄλλων Ἐπισκόπων.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος κοιμήθηκε ἀπὸ ἀρθριτικὴ νόσο, τὸ ἔτος 604 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας Πίστεως.
Στόμα γρήγορον καταπλουτήσας, νομεὺς ἄριστος τοῦ θείου λόγου, ἀνεδείχθης Ἱεράρχα Γρηγόριε, τῶν ἀρετῶν γὰρ ἐκφάντωρ γενόμενος, δικαιοσύνης ἐκφαίνεις τὴν ἔλλαμψιν Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμιν τὸ μέγα ἔλεος.
Ὁ Ἅγιος Φινεὲς ὁ Δίκαιος
Ὁ δίκαιος Φινεὲς ἦταν ἱερέας τῶν Ἑβραίων ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἀαρῶν, περὶ τοῦ ὁποίου διαβάζουμε στὴν Π. Διαθήκη: «Ὁ Κύριος ὡμίλησε πρὸς τὸν Μωυσὴν καὶ εἶπεν: ὁ Φινεές, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλεάζαρ υἱοῦ τοῦ Ἀαρῶν, ἔπαυσε τὸν θυμόν του κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν, διότι οὗτος μὲ ἱερὰν ἀγανάκτησιν, διὰ τὴν ἁμαρτίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν, φονεύσας τοὺς ἐνόχους πρωταιτίους καὶ οὕτω δὲ κατέστρεψα ἐν τὴ ἱερά μου ἀγανακτήσει ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἕνεκεν τῆς τοιαύτης διαγωγῆς του δηλῶ: Νά! Συνάπτω μετ’ αὐτοῦ ἐγὼ ὁ Θεὸς συμβόλαιον ἰδιαιτέρων εἰρηνικῶν σχέσεων. Ὑπόσχομαι νὰ δώσω εἰς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του ἔπειτα ἀπὸ αὐτὸν τὴν ἱεροσύνην παντοτεινήν, ἐπειδὴ ἔδειξε ζῆλον ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξιλέωσε τὸν θυμόν μου κατὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν».
Ὁ Φινεὲς διαδέχθηκε στὴν ἀρχιερωσύνη τὸν δίκαιο Ἐλεάζαρ. Ὡς πρὸς τοὺς ἀπογόνους του, ἐκτὸς μιᾶς διακοπῆς ἀπὸ τοῦ Ἠλὶ μέχρι τοῦ Δαβίδ, οἱ ἀπόγονοί του ἔγιναν οἱ κληρονομικοὶ διάδοχοι τῆς ἀρχιερωσύνης μέχρι τῆς καταστροφῆς τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ἔθνους. Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται καὶ στὶς 2 Σεπτεμβρίου μετὰ τοῦ δικαίου Ἐλεάζαρ.
Ὁ Ἅγιος Ἀαρῶν
Ὁ Ἅγιος Ἀαρῶν εἶναι ὁ πρῶτος ἀρχιερέας τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευί, πρεσβύτερος ἀδελφὸς τοῦ Προφήτου Μωυσῆ, στὸν ὁποῖο προσέφερε πολύτιμη συνδρομὴ κατὰ τὴν ἀπελευθέρωση τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴ δουλεία στὴν Αἴγυπτο. Εὔγλωττος καὶ θαρραλέος, ὑποδείχθηκε ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ὡς συνεπίκουρος στὸν Προφήτη Μωυσῆ, ὅταν αὐτὸς δίσταζε νὰ ἀναλάβει τὸ μέγα ἔργο, νὰ ἐξαγάγει τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ ἀπὸ τὴ δουλεία, προφασιζόμενος μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ τὴ βραδυγλωσσία του. Πράγματι, ὁ Ἀαρῶν, ὅταν πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν Μωυσῆ τὴ θεία ἐντολή, συγκέντρωσε τοὺς πρεσβυτέρους τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ καὶ διαβίβασε τοὺς λόγους, τοὺς ὁποίους λάλησε ὁ Κύριος πρὸς τὸν Μωυσῆ. Ἀφοῦ ὁ λαὸς πίστεψε στοὺς λόγους του, ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἀαρῶν μετέβησαν στὸν Φαραὼ καὶ διαβίβασαν τὴν διαταγὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀποστείλει τὸν Ἑβραϊκὸ λαὸ νὰ ἑορτάσει στὴν ἔρημο. Ἐνώπιον μάλιστα τοῦ βασιλέως ὁ Ἀαρῶν μετέβαλε τὴν ράβδο του σὲ φίδι καὶ κατόπιν τὴν ἐπανέφερε στὴν πρώτη κατάσταση.
Ὁ Φαραὼ ὅμως, ὄχι μόνο δὲν ὑπάκουσε, ἀλλὰ κατέστησε ἀκόμη πιὸ βαριὰ τὴν δουλεία. Ἡ καρδιά του σκλήρυνε. Οἱ Ἑβραῖοι ἄρχισαν τότε νὰ γογγύζουν καὶ νὰ διαμαρτύρονται κατὰ τῶν δυὸ ἀνδρῶν. Πάλι ὅμως ὁ Ἀαρῶν ἐμφανίσθηκε ἐνώπιον τοῦ Φαραὼ ὡς πληρεξούσιος τοῦ Μωυσῆ καὶ ζήτησε ἀπὸ αὐτὸν νὰ ἀφήσει τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαὸ νὰ ἀπέλθει ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ὅταν δὲ ὁ Φαραὼ ζήτησε θαύματα ἀπὸ τοὺς δυὸ ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ πεισθεῖ, ὁ Ἀαρῶν ἐξετέλεσε πάλι τὰ θαύματα αὐτά. Ἐπακολούθησαν οἱ ἑπτὰ πληγὲς τοῦ Φαραώ, ὁ ὁποῖος τελικὰ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀφήσει τοὺς Ἑβραίους νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.
Καθ’ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ἐξόδου τοῦ λαοῦ ἀπὸ τὴν Αἰγυπτιακὴ δουλεία καὶ τὴν περιπλάνηση στὴν ἔρημο, ὁ Ἀαρῶν ἦταν πρόθυμος συνεργάτης τοῦ Μωυσῆ στὸ δυσχερέστατο ἔργο τῆς διοικήσεως τοῦ λαοῦ, ποὺ ὑπέφερε μύριες στερήσεις καὶ κακουχίες.
Ἦλθε ὅμως ἡ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀαρῶν δὲν μπόρεσε νὰ συγκρατήσει τὸν ἐξεγερθέντα λαό. Ὁ Μωυσῆς εἶχε ἀνέλθει στὸ ὄρος Σινά, γιὰ νὰ λάβει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἄργησε νὰ κατέλθει. Ὁ λαὸς τότε ἐγκατέλειψε τὸν Θεὸ καὶ ζήτησε τὴ σωτηρία του σὲ ψεύτικους θεούς. Συνάχθηκε λοιπόν, γύρω ἀπὸ τὸν Ἀαρῶν καὶ τοῦ ζήτησε νὰ κατασκευάσει σὲ αὐτὸν ὁμοιώματα θεῶν. Τότε κατασκευάσθηκε ὁ χρυσὸς μόσχος.
Ὁ Ἅγιος Ἀαρῶν κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ὅπως ὁ Μωυσῆς, πρὶν εἰσέλθει στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, σὲ ἡλικία 123 ἐτῶν. Ἐνταφιάσθηκε στὸ ὄρος Χὸρ ἢ Ὤρ, κοντὰ στὴν Πέτρα, πρωτεύουσα τῶν Ἰδουμαίων.
Ἡ μνήμη του ἑορτάζεται, ἐπίσης, τὴν Κυριακὴ τῶν Προπατόρων.
Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες οἱ ἐν Περσίδι
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν διὰ πυρός. Ἴσως εἶναι οἱ ἴδιοι ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ἐπίσκοπο Αὐδὰ ἢ Ἀβιδὰ στὴν Περσία. Ἡ μνήμη αὐτῶν ἑορτάζεται στὶς 16 Μαΐου.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
Ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, γεννήθηκε τὸ ἔτος 949 μ.Χ. στὴ Γαλάτη τῆς Παφλαγονίας ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους, τὸν Βασίλειο καὶ τὴν Θεοφανῶ. Ὁ θεῖος του Βασίλειος, ὁ ὁποῖος κατεῖχε ὑψηλὴ θέση στὸν αὐτοκρατορικὸ οἶκο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, προσέλαβε νωρὶς τὸν ἀνεψιό του κοντά του, ὅπου, ὅπως ἦταν φυσικό, ἔτυχε καλῆς παιδείας. Ὅμως ὁ Ὅσιος δὲν ἔδινε προσοχὴ καὶ δὲν ἔδειχνε ἐνδιαφέρον γιὰ μάθηση.
Κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ὁ Συμεὼν γνωρίστηκε μὲ ἕναν μοναχὸ τῆς περιωνύμου μονῆς Στουδίου, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν, ἐπίσης, Συμεών. Ὁ μοναχὸς αὐτὸς ἔγινε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὁ πνευματικός του πατέρας. Ὅταν κατὰ τὸ ἔτος 963 μ.Χ. πέθανε ὁ θεῖος του, ὁ Συμεὼν προσῆλθε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, ὅπου ζητοῦσε «τὸν ἐκ νεότητος αὐτοῦ χρηματίσαντα πατέρα πνευματικὸν καὶ διδάσκαλον». Ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Συμεὼν παρομοιάζει τὸν θεῖο του μὲ τὸν Φαραώ, τὴ διαμονή του στὸν αὐτοκρατορικὸ οἶκο μὲ τὴν αἰχμαλωσία τῶν Ἰσραηλιτῶν στὴν Αἴγυπτο καὶ τὸν πνευματικό του πατέρα μὲ τὸν Μωυσῆ.
Κάποτε ὁ Γέροντάς του, τοῦ ἔδωσε ἕνα βιβλίο μὲ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἐρημίτου καὶ Διαδόχου Φωτικῆς. Ζωηρὴ ἐντύπωση τοῦ προξένησε τὸ ἀκόλουθο ἀπόφθεγμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ, ποὺ εἶχε τὸν τίτλο «Περὶ Νόμου Πνευματικοῦ»:
«Ἐὰν ζητᾷς ὠφέλεια, ἐπιμελήσου τὴ συνείδησή σου,
Κάνε ὅσα σοῦ λέει καὶ θὰ εὕρεις τὴν ὠφέλεια».
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἦταν σὰν νὰ ἄκουσε τὸ λόγο αὐτὸ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἄρχισε ἀμέσως νὰ κάνει ὅτι τὸν πρόσταζε ἡ συνείδησή του. Καὶ αὐτή, ποὺ εἶναι κάτι θεϊκό, τὸν παρακινοῦσε συνεχῶς στὰ ἀνώτερα, ἔτσι ὥστε αὔξησε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν μελέτη του μέχρι τὴν ὥρα ποὺ ἄρχιζε νὰ λαλεῖ ὁ πετεινός, δηλαδὴ μέχρι τὰ χαράματα. Σὲ αὐτὸ τὸν βοηθοῦσε καὶ ἡ συνεχὴς νηστεία. Ἔτσι, ἀκόμα καὶ πρὶν φύγει ἀπὸ τὸν κόσμο, ζοῦσε σχεδὸν ἀσώματο βίο. Δὲν τοῦ χρειάστηκε λοιπὸν πολὺς καιρός, γιὰ νὰ ἐκδημήσει ἐντελῶς ἀπὸ τὰ ὀρώμενα καὶ νὰ εἰσδύσει στὰ ἀόρατα θεία θεάματα.
Κάποια νύχτα, λοιπόν, ποὺ προσευχόταν καὶ μὲ καθαρὸ νοῦ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεό, εἶδε ξαφνικὰ νὰ λάμπει ἄπλετο φῶς ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ κατεβαίνει πρὸς αὐτόν. Φώτισε τὰ πάντα καὶ τὰ μετέβαλε σὲ μία ὁλοκάθαρη ἡμέρα. Καθὼς ἦταν καὶ ὁ ἴδιος τυλιγμένος ἀπὸ αὐτὸ τὸ φῶς, τοῦ φαινόταν σὰν νὰ ἐξαφανίσθηκε ὁλόκληρη ἡ οἰκία μαζὶ μὲ τὸ δωμάτιό του, ἐνῷ ὁ ἴδιος εἶχε ἁρπαγεῖ στὸν ἀέρα, νιώθοντας σὰν νὰ μὴν εἶχε καθόλου σῶμα. Κατάπληκτος ἀπὸ τὸ μέγα τοῦτο μυστήριο κραύγαζε μὲ μεγάλη φωνὴ τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Καθὼς βρισκόταν μέσα σὲ αὐτὸ τὸ θεῖο φῶς, βλέπει στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ μία ὁλόφωτη νεφέλη, ἄμορφη καὶ ἀσχημάτιστη, γεμάτη ἀπὸ τὴν ἄρρητη δόξα τοῦ Θεοῦ. Στὰ δεξιά της ἔστεκε ὁ πνευματικός του πατέρας Συμεὼν ὁ Εὐλαβής. Ἔμεινε σὲ αὐτὴ τὴν ἐκστατικὴ κατάσταση γιὰ πολύ, χωρὶς νὰ αἰσθάνεται, καθὼς βεβαίωνε ἀργότερα, ἐὰν ἦταν μέσα στὸ σῶμα ἢ ἐκτὸς τοῦ σώματος. Ὅταν κάποτε ἐκεῖνο τὸ φῶς σιγὰ – σιγὰ ὑποχώρησε, ᾖλθε στὸν ἑαυτό του καὶ κατάλαβε πὼς βρίσκεται μέσα στὸ δωμάτιο.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ θεωρία, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἱκέτευε συνεχῶς τὸ Γέροντά του νὰ τὸν κείρει μοναχό.
Ἀλλὰ ὁ πνευματικός του πατέρας τὸν ἀναχαίτισε, ἐπειδὴ ἦταν νέος στὴν ἡλικία καὶ ἔτσι ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στὴν οἰκία τοῦ θείου του, ὅπου ἄρχισε μὲ ἐπιμέλεια νὰ μελετᾷ. Βαθιὰ ἐντύπωση ἀπεκόμισε ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν Ἁγίων Μάρκου τοῦ Ἀσκητοῦ καὶ Διαδόχου Φωτικῆς, τὰ ὁποία ἔλαβε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ πνευματικοῦ του.
Κατὰ τὸ ἔτος 970 μ.Χ. ὁ Συμεὼν ἐπισκέφθηκε τοὺς γονεῖς του καὶ τοὺς ἀνακοίνωσε τὴν κλίση του γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο. Μάταια ἐκεῖνοι προσπάθησαν νὰ μεταβάλλουν τὴν ἀπόφαση τοῦ μονάκριβου υἱοῦ τους. Ἡ ἀπόφαση τοῦ Συμεὼν ἦταν σταθερή. Ἀρνήθηκε ἐγγράφως τὴν πατρικὴ περιουσία ποὺ τοῦ ἀνῆκε καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Λίγο ἀργότερα μεταβαίνει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος τοῦ Ξηροκέρκου, ὑπὸ τὸν ἡγούμενο Ἀντώνιο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου. Μετὰ ἀπὸ μία διετία ἐκάρη ἐδῶ μοναχός, γιὰ νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς πιστοὺς μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεως, ποὺ φώτιζε τὸν ἑαυτό του. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς, ὁ Ὅσιος Συμεὼν χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχη Νικολάου τοῦ Χρυσοβέργη (984-995 μ.Χ.) καὶ τὴν ἔγκριση τῶν μοναχῶν τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς.
Ὡς ἡγούμενος ὁ Ὅσιος ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλὲς δυσάρεστες καταστάσεις. Ὄχι μόνο τὴν κατεστραμμένη μονή, ἀλλὰ πρὸ πάντων τὸ ἀνθρώπινο στοιχεῖο. Ἡ μονὴ παρομοιαζόταν μὲ κατάλυμα κοσμικῶν καὶ νεκρῶν σωμάτων. Καὶ ἡ μὲν μονὴ ὡς οἰκοδόμημα κατελαμπρύνθηκε, ἡ πνευματικὴ ὅμως συγκρότηση τῶν μοναχῶν ἀπαιτοῦσε πολλὲς ἀνυπέρβλητες προσπάθειες. Ἡ διδασκαλία του συνάντησε τὴν μεγάλη ἀδιαφορία ὁρισμένης ὁμάδας μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφθασαν στὸ σημεῖο, κατὰ τὴν διάρκεια μία πρωινῆς κατηχήσεως, νὰ ἐπιτεθοῦν κατὰ τοῦ Γέροντός τους. Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ἐπιθέσεως ὁ Ὅσιος, «τᾶς χεῖρας δεσμεύσας πρὸς ἐαυτὸν καὶ εἰς οὐρανὸν ἄρας αὐτοῦ τὴν διάνοιαν, ἐπὶ χώρας ἄσειστος ἔστη, ὑπομειδίων καὶ φαιδρὸν ἀτενίζων πρὸς τοὺς ἀλάστορας».
Αὐτὸ ἦταν ἀρκετὸ νὰ ἀφοπλίσει τελείως τοὺς τριάντα ἐκείνους μοναχούς, οἱ ὁποῖοι ἐπέδειξαν αὐτὴ τὴν συμπεριφορά. Ὁ Πατριάρχης Σισίννιος ὁ Β’ (996-998 μ.Χ.) πρὸς τὸν ὁποῖον κατέφυγαν ἀμέσως, γιὰ νὰ δικαιωθοῦν προφανῶς ἀπὸ αὐτόν, ἐξεπλάγη ἀπὸ τὴν μανία καὶ τὸν φθόνο τῶν ἀσύνετων μοναχῶν καὶ διέταξε νὰ ἐξορισθοῦν. Ὅμως ὁ Ὅσιος Συμεὼν παρακάλεσε θερμῶς τὸν Πατριάρχη νὰ τοὺς συγχωρέσει.
Ὁ Ὅσιος, παρὰ τὰ πολλὰ καθήκοντά του στὴ μονή, εὕρισκε καιρὸ νὰ γράφει «τῶν θείων ὕμνων τοὺς ἔρωτες», τοὺς «λόγους τῶν ἐξηγήσεων», τοὺς «κατηχητικοὺς λόγους», τὰ «Πρακτικά, Γνωστικὰ καὶ Θεολογικὰ Κεφάλαια».
Δυσάρεστα ζητήματα ἐναντίων τοῦ Ὁσίου δημιούργησε ὁ σύγκελλος τοῦ Πατριάρχη, Μητροπολίτης Νικομήδειας Στέφανος. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ ἦταν ἡ ἀγαθὴ φήμη τοῦ Ὁσίου. Ἐπειδὴ ὁ σύγκελλος δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ στὸν βίο τοῦ Ὁσίου κάποια κατηγορία, στράφηκε πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ κοιμηθέντος ἤδη Γέροντός του. Ἡ κατηγορία τοῦ σύγκελλου ἦταν ὅτι ὁ Ὅσιος ὑμνοῦσε τὸν πνευματικό του πατέρα ὡς Ἅγιο. Τελικὰ ἔπεισε τὴν Σύνοδο νὰ διερευνήσει τὸ ζήτημα. Καὶ μετὰ τὴν διαδικασία αὐτή, ὅλοι ἀναγνώρισαν, ἐκτὸς τοῦ σύγκελλου, τὸ δίκαιο τοῦ Συμεών. Τότε ὁ σύγκελλος συνεργάστηκε μὲ μοναχοὺς ποὺ ἐχθρεύονταν τὸν Ὅσιο καὶ ἔκλεψε ἀπὸ τὴ μονὴ τὴν εἰκόνα ἐπὶ τῆς ὁποίας εἶχε ἁγιογραφηθεῖ ὁ πνευματικὸς πατέρας τοῦ Ὁσίου μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἄλλους Ἁγίους. Ὁ Ὅσιος διατάχθηκε νὰ προσέλθει στὴ Σύνοδο, γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ. Καὶ πάλι βρέθηκε ἀθῷος.
Ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐπὶ εἴκοσι πέντε χρόνια ὡς ἡγούμενος καὶ τὸ ἔτος 1005 ἀποσύρθηκε σὲ ἡσυχαστήριο στὸ ἀντίπερα ἐρημόκαστρο τῆς Χρυσουπόλεως, ποὺ ἐκαλεῖτο Παλουκητὸν καὶ ἡσύχαζε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Στὴν ἡγουμενία τὸν διαδέχθηκε ὁ μαθητής του Ἀρσένιος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1022.
Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ μονὴ τοῦ Στουδίου, στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος καὶ στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας.
Γιὰ τὴ θεολογική του κατάρτιση καὶ δεινότητα, ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὀνομάσθηκε Νέος Θεολόγος, «ὁ Θεολόγος τοῦ φωτός» ἢ «ὁ Ἅγιος τοῦ φωτός». Κατὰ τὶς πνευματικὲς ἀναβάσεις τοῦ Ἁγίου, ἐπιδιδόμενος στὴν ἡσυχία, ἐλευθερωνόταν ἀπὸ τὴν ὕλη, ἡ γλῶσσα του γινόταν γλῶσσα πυρός, συνέθετε καὶ θεολογοῦσε θείους ὕμνους, γινόταν ὁλόκληρος πῦρ, ὁλόκληρος φῶς καὶ θεωνόταν κατὰ χάριν. Ἄλλοτε, μαρτυρεῖται ὅτι βρισκόταν ἐπάνω στὴ γῆ καὶ ἔχοντας τὰ χέρια ὑψωμένα καὶ προσευχόμενος, ἦταν «ὅλος φωτὸς καὶ ὅλος λαμπρότητος».
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Εὐλαβὴς
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Συμεὼν δὲν ἀναφέρεται στοὺς Συναξαριστές, ἀλλὰ μνημονεύεται στὸ Βυζαντινὸν Ἑορτολόγιον. Ἔζησε περὶ τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἦταν διδάσκαλος τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ συνέθεσε καὶ τὴν ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου, ἡ ὁποία ὅμως δὲν σῴζεται.
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Λαυρέντιος κατατάσσεται μεταξὺ τῶν τριακοσίων Μαρτύρων καὶ Ὁσίων τῆς Κύπρου, οἱ ὁποῖοι ἐπονομάζονται Ἀλαμανοί. Ὅμως δὲν πρόκειται οὔτε γιὰ Ἀλαμανούς, οὔτε γιὰ Φράγκους, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι ἦταν μοναχοί, οἱ ὁποῖοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ τὴ Συρία καὶ ᾖλθαν στὴν Κύπρο λόγω τῶν διώξεων ἐκ μέρους τῶν Ἀράβων, κατὰ τὰ Βυζαντινὰ χρόνια καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν. Πιθανότατα δὲν ᾖλθαν ὅλοι μαζί, ἀλλὰ λίγοι – λίγοι, σὲ διαφορετικοὺς χρόνους. Τὴ μὴ δυτικὴ καταγωγὴ τους μαρτυροῦν καὶ αὐτὰ τὰ ἴδια τὰ ὀνόματά τους.
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος βασιλεὺς τῆς Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ Β’, ὁ Θυσιαζόμενος, ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως τῆς Γεωργίας Δαβὶδ (κοιμήθηκε τὸ 1269) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ δυναστεία τῶν Βαγρατιδῶν. Μαρτύρησε τὸ ἔτος 1289 ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἐπὶ σουλτάνου Ἀργκοῦν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου