Ἐννέα χαριτωμένες ἡμέρες-προσκύνημα στήν Μεγάλη Ἑλλάδα (Ἀπουλία-Καλαβρία-Σικελία)[1].
Ἤ Ἄς φτιάξουμε μία γέφυρα γιά νά περάσει ἡ Ὀρθοδοξία στήν Δυτική Εὐρώπη.
Ἤ ἄς ἐπανευαγγελίσουμε τήν ἀποχριστιανισμένη Δύση.
Σήμερα στήν Εὐρώπη ὓπάρχουν δύο πληθυσμικές ὁμάδες: α)Οἱ ἀπόγονοι τῶν ὀρθοδόξων Ρωμηῶν πού ἀναγκάστηκαν νά ἒκλατινιστοῦν μέ τή βία ἀπό τούς φράγκους καί ζοῦν ὑποδουλωμένοι ὥς σήμερα ἀπό αὐτούς.
β)Οἱ ἀπόγονοι τῶν αἱρετικῶν Φράγκων πού κυριάρχησαν στήν Εὐρώπη:α)πολιτικά μέ τόν Καρλομάγνο (θεωρεῖται ὁ θεμελιωτής τῆς σημερινῆς Εὐρώπης παρόλο πού ἦταν ἀναλφάβητος)καί β) ἐκκλησιαστικά μέ τήν βίαιη ἔξωση τῶν ὀρθοδόξων πατριαρχῶν τῆς Ρώμης, τούς ὁποίους ἀντικατέστησαν μέ τούς αἱρετικούς Πάπες.
Ὁ στόχος ἀνέκαθεν τῶν Φράγκων ἦταν ἡ διάλυση τῆς Ρωμηοσύνης (τοῦ λεγόμενου Βυζαντινοῦ κράτους) γιαυτό καί νόθευσαν τήν ἱστορία (δές παρακάτω), ἔκαναν τίς σταυροφορίες, ἔφτιαξαν τό ἀλάθητο, τό φιλιοκβε, τό παπικό πρωτεῖο, τήν οὐνία καί μέ ποικίλους ἄλλους τρόπους ὑπονόμευσαν καί ὑπονομεύουν τήν Ὀρθοδοξία καί τήν Ρωμηοσύνη (=ὀρθοδοξοποιημένος ἑλληνισμός). Πρέπει νά γνωρίζουμε τήν Ἱστορία, ὄχι γιά νά τούς μισήσουμε, ἀλλά γιά «νά μήν κοιμόμαστε μέ τά τσαρούχια», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Παΐσιος καί νά προσπαθήσουμε νά τούς φέρουμε στήν Ὀρθοδοξία: Οἱ μέν ἀπόγονοι τῶν Ρωμηῶν τοῦ Δυτικου Ρωμαϊκοῦ κράτους νά ξαναανακαλύψουν τίς ξεχασμένες ὀρθόδοξες ρίζες τους, οἱ δέ ἀπόγονοι τῶν Φράγκων νά ἀποβάλλουν τίς αἱρἐσεις καί νά ἐνταχθοῦν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Ἀνθίμου, μία ὁμάδα πνευματικῶν ἀδελφῶν ἀπό τήν εὐρύτερη περιοχή τῆς Θεσσαλονίκης, πραγματοποιήσαμε τό ὄνειρο πολλῶν ἐτῶν: Ἕνα ταπεινό-εὐλαβικό προσκύνημα στά ἁγιασμένα ἀπό πληθώρα ἁγίων καί μαρτύρων χώματα τῆς Κάτω Ἰταλίας καί Σικελίας (Μεγάλη Ἑλλάδα).
Προσπαθήσαμε νά γνωρίσουμε τούς ἁγίους τῶν περιοχῶν αὐτῶν καί τούς τόπους, πού ἀσκήθηκαν καί μαρτύρησαν. Ἀναζητήσαμε τά ἅγια λείψανά τους καί ἴχνη ἀπό τήν παρουσία τους. Προσπαθήσαμε νά πληροφορηθοῦμε τί συμβαίνει σήμερα.
Μελετήσαμε τήν ἱστορία τοῦ τόπου. Ψηλαφήσαμε τά χαρακτηριστικά τῆς Ρωμηοσύνης: τήν Ὀρθοδοξία μας, τόν ἑλληνικό πολιτισμό, τήν ἀδελφοσύνη καί τήν οἰκουμενικότητα.
Συνειδητοποιήσαμε ὅτι οἱ Ἕλληνες - πού ὅταν ἀσπάσθηκαν τήν Ὀρθοδοξία ὁλοκληρώθηκαν καί ὀνομάστηκαν Ρωμηοί- ἀπό τήν ἀρχαιότητα ἦταν ἄνθρωποι παγκόσμιοι, οἰκουμενικοί. Διέδιδαν καί μοιράζονταν τά ἀγαθά, πού τούς χάριζε ὁ Θεός, τόσο τά πνευματικά ὅσο καί τά πολιτισμικά - ὑλικά μέ ὅλους. Χάρις στίς ἀποικίες, τόν ὑψηλό πολιτισμό καί τήν ὑπέροχη γλῶσσα ἐξελλήνισαν σταδιακά τούς Ρωμαίους καί τήν ἀπέραντη Ρωμαϊκη Αὐτοκρατορία, μετασχηματίζοντάς την σέ ἑλληνική καί σταδιακά Ὀρθόδοξη ἑλληνορωμαϊκή Αὐτοκρατορία ἤ Ρωμανία- Ρωμηοσύνη(=ἑλληνική ὀρθόδοξη ὑπερεθνική Αὐτοκρατορία).
Αὐτό ἄρχισε ἀπό τόν 1ο αἰ. μ.Χ. ὁπότε οἱ Ἕλληνες ἐκχριστιανίστηκαν καί ὀρθοδοξοποιήθηκαν. Τότε ἦταν, πού ὅλοι οἱ ἐκχριστιανισμένοι ἑλληνορωμαῖοι ἀπέκτησαν τήν συνείδηση ὅτι εἶναι Ρωμηοί[2].
Οἱ λαοί τῆς ἀχανοῦς πρώην Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας συγκρότησαν μία ἀπέραντη ὀρθόδοξη χριστιανική πολυεθνική αὐτοκρατορία μέ δύο κύριες γλῶσσες: τήν ἑλληνική καί τή λατινική.
Οἱ Ρωμηοὶ ἦταν οἱ πολίτες ἑνὸς ὑπερεθνικοῦ κράτους ποὺ ἐνσωμάτωνε διάφορα ἔθνη διαμέσου τοῦ ὀρθόδοξου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἐπεκτεινόταν πολὺ πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς ἀρχαίας ἢ τῆς νεώτερης Ἑλλάδας. Ἐπεκτεινόταν ὄχι ὡς κατακτητής, ἀλλὰ ὡς φορέας τῆς μίας Οἰκουμενικῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Ἀλήθειας, πού εἶναι τό Ἴδιο τό Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου πάνω στὴ γῆ[3].
Τότε διέλαμψαν καί τελειοποιήθηκαν οἱ δύο μεγάλες ἀρετές- χαρακτηριστικά τοῦ ὀρθόδοξου ἐξελληνισμένου κόσμου (Ρωμηοσύνης): α)ἡ φιλοθεΐα καί β)ἡ φιλανθρωπία[4].
Ἡ μεγάλη Ἑλλάδα, μέ τούς ὀρθόδοξους καί ἐν πολλοῖς ἑλληνικούς πληθυσμούς της, ἔγινε ἡ γέφυρα γιά νά περάσει ὁ Χριστός καί ὁ ἑλληνικός πολιτισμός στήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη. Ἡ μεγάλη Ἑλλάδα, μέ τούς ὀρθόδοξους καί ἐν πολλοῖς ἑλληνικούς πληθυσμούς της, ἔγινε ἡ γέφυρα γιά νά περάσει ὁ Χριστός καί ὁ ἑλληνικός ὀρθόδοξος πιά πολιτισμός στήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη.
Δυστυχῶς ὅμως ὄχι γιά πολύ...Ἕνας βάρβαρος λαός, οἱ Φράγκοι θά ἀνακόψουν στίς ἀρχές τῆς 2ης χιλιετίας τήν νικηφόρα πορεία τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ ἑλληνορθόδουξου πολιτισμοῦ στήν Εὐρώπη. Ἡ Εὐρώπη θά βυθισθεῖ στήν αἵρεση, στήν βαρβαρότητα, στήν κυριαρχία τῆς λογικῆς (σχολαστικισμός στήν Θεολογία, λογικοκρατία στήν Φιλοσοφία), στήν ἐκκοσμίκευση, στήν λατρεία τῶν πραγμάτων καί τοῦ «ἐγώ» (πολυειδωλολατρεία καί αὐτοθέωση), στήν ὑποταγή στόν ἀντίδικο προαιώνιο ἐχθρό τοῦ ἀνθρώπου καί τέλος στήν ἀντικατάσταση τοῦ Θεανθρώπου μέ τόν ἀνθρωποθεό[5].
Α΄ Μέρος:
Μία σύντομη ματιά στήν ἱστορία τῆς Κάτω Ἰταλίας καί τῆς Σικελίας.
Οἱ πρῶτοι ἄποικοι
Οἱ πρῶτοι ἕλληνες πού ἀποίκισαν τήν Κάτω Ἰταλία καί τήν Σικελία ἦλθαν τόν 8ο αἰῶνα π.Χ.. Συνέχισαν νά ἔρχονται μέχρι τόν 3ο αἰῶνα π.Χ. Πρῶτοι Ἕλληνες ἄποικοί της Σικελίας φέρονται οἱ Χαλκιδεῖς καὶ οἱ Κορίνθιοι(8ος αἰ.). Ἀπὸ τίς ἀνασκαφὲς ὅμως προκύπτει ὅτι ἡ νῆσος κατοικήθηκε ἐπίσης ἀπὸ τούς Πελασγοὺς καὶ τούς Κρῆτες. Ἀκολούθησαν οἱ Μεγαρεῖς, οἱ Μεσσήνιοι, οἱ Δωριεῖς ἀλλὰ καὶ οἱ Ἴωνες[6].
Ἔκτισαν ἐδῶ 120 ἑλληνικές πόλεις κομίζοντας –μεταφυτεύοντας τόν ἑλληνικό πολιτισμό καί σταδιακά ἑξελληνίζοντας τούς ντόπιους πληθυσμούς.
Ἡ μεγάλη Ἑλλάδα
Τόν 6ο αἰῶνα π.Χ. ἐμφανίζεται, γιά πρώτη φορά, τό ὄνομα «Μεγάλη Ἑλλάς», γιά νά χαρακτηρίσει αὐτές τίς περιοχές. Πόλεις ὅπως οἱ Ἐπιζεφύριοι Λοκροί, ἡ Ἐλέα, οἱ Συρακοῦσες, ὁ Τάρας, τό Ρήγιο, ἡ Κατάνη, ὁ Ἀκράγας, τό Ταυρομένιο, ὁ Σελινοῦντας εἶναι μερικές πάρα πολύ γνωστές ἀπό τήν Ἱστορία, ἑλληνικές ἀποικίες τῆς Μ. Ἑλλάδας.
Ὑψηλά πνευματικά ἀναστήματα τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας, ὅπως ὁ Αἰσχύλος, ὁ Ἡρόδοτος καί ὁ Πυθαγόρας ἄφησαν την τελευταία τους πνοή στήν Μεγάλη Ελλάδα. Φιλόσοφοι, ὅπως ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἀπό τόν Ἀκράγαντα κι ὁ Παρμενίδης ἀπό τήν Ἐλέα, εἶναι ἐπίσης πολύ γνωστοί. Ἕνας μεγάλος ποιητής μας, ο Πίνδαρος, ταξίδεψε ἐπίσης στήν Μ. Ἑλλάδα καί ἦταν προστατευόμενος τοῦ τυράννου τῶν Συρακουσῶν. Ὁ κορυφαῖος φιλόσοφος τῆς ἀρχαιότητας Πλάτων, ταξίδεψε τρεῖς φορές στήν ἴδια πόλη, γιά νά πραγματώσει τά πολιτικά του ὁράματα. Ἐδῶ ὁ λιτοδίατος Ἀθηναῖος ξαφνιάστηκε ἀπό τόν σικελικό πλοῦτο: «Ἐλθόντα δέ με ὁ ταύτῃ λεγόμενος αὖ βίος εὐδαίμων, Ἰταλιωτικῶν τε καί Συρακοσίων τραπεζῶν πλήρης, οὐδαμή οὐδαμῶς ἤρεσεν» (Ἐπιστολή Ζ').
Ὅλοι οἱ ἀνωτέρω διατράνωσαν μέ τήν παρουσία τους ἐδῶ, στήν Μ. Ἑλλάδα τό αὐτονόητο: Ὅτι ὅλη ἡ Κάτω Ἰταλία καί ἡ Σικελία δέν ἦταν παρά μία δεύτερη πατρίδα, μία δεύτερη Ἑλλάδα, πού δέν ὑστεροῦσε σέ τίποτα ἀπό τήν Μητέρα- Μητρόπολή της. Ἴσως μάλιστα καί νά τήν ξεπερνοῦσε σέ κάποια σημεῖα.
Γιά παράδειγμα οἱ Συρακοῦσες τῆς Σικελίας ἦταν ἡ πιό ἰσχυρή ἑλληνική ἀποικία στήν Μεσόγειο. Συνάμα ἦταν ἀπό τίς σπουδαιότερες καί ὡραιότερες ἑλληνικές πόλεις, τό μεγαλύτερο ἑλληνιστικό κέντρο στή Δύση. Παρέμεινε τέτοια ὡς τήν κυριαρχία τῶν Ἀράβων. Σ΄αὐτό τό ἔνδοξο παρελθόν ἀνήκουν τά παραμείναντα μέχρι σήμερα ἀξιοθέατα: τό θέατρο, τό ἀρχαῖο ἀμφιθέατρο, ἡ περιοχή τοῦ Εὐρίαλου. Τον 3ο π.Χ. αἰῶνα, οἱ Συρακοῦσες περικλείονταν ἀπό τείχη μήκους 27 χιλιομέτρων καί εἶχαν πληθυσμό, ὡς λέγεται, περίπου 500.000 ἕως ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκους (ἤτανε πραγματικά ἡ «Νέα Υόρκη» τῆς τότε ἐποχῆς). Τότε ἡ Ἀθήνα δέν ξεπερνοῦσε τίς 140.000 κατοίκους. Πολύ πιό πρίν ἀπό τήν Ρώμη ἤ τήν Ἀλεξάνδρεια, οἱ Συρακοῦσες εἶχαν ἀναδειχθεῖ σέ παγκόσμια πόλη καί συγκέντρωναν πλοῦτο καί ἐπιρροή. Σήμερα εἶναι μία πόλη μέ 120.000 - 125.000 κατοίκους[7].
Ἡ Ρώμη καί ἡ Ἰταλία, ἑλληνικές περιοχές.
Οἱ Ρωμαῖοι μέ τήν κατάκτηση καί τή λεηλασία τῶν Συρακουσῶν στά 212 π.Χ., ἑδραίωσαν τήν κυριαρχία τους στήν Μεγάλη Ἑλλάδα. Τότε ἦταν, πού φόνευσαν τόν περίφημο ἐπιστήμονα, τόν Ἀρχιμήδη. Οἱ Συρακοῦσες ἦταν καί ὁ τόπος, ὅπου κατ’ ἐξοχήν οἱ Ρωμαῖοι ἦρθαν σ’ ἐπαφή, μέ τόν ἑλληνικό πολιτισμό. Οἱ ὑποταγμένοι ἕλληνες κατακυρίευσαν πολιτισμικά τούς ἄξεστους Ρωμαίους, σύμφωνα μέ τήν δική τους ὁμολογία.
Ἡ ἑλληνικότητα, ὡς γλώσσα, παιδεία καί πολιτισμός, ἦταν ἡ καρδιά τῆς αὐτοκρατορίας. Προσδιόριζε ὅμως καί τήν ταυτότητα τοῦ κράτους τῆς Ρώμης, Παλαιᾶς καί Νέας. Ἡ Παλαιά Ρώμη ἤδη τόν 4ο αἰ. π.Χ. χαρακτηριζόταν ἀπό τόν μαθητή τοῦ Πλάτωνα Ἡρακλείδη τόν Ποντικό (Πόντιο), «πόλις ἑλληνίς»[8], διότι ἑλληνική ἦταν ἡ καταγωγή της[9]. Οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι προῆλθαν ἀπό τήν συγχώνευση τῶν αὐτοχθόνων (ABORIGINES) κατοίκων τῆς Ἰταλίας μέ ἀρχαιοελληνικά, πελασγικά φύλα, πού εἶχαν ἐγκατασταθεῖ πρίν ἀπό τά τρωικά στήν χερσόνησο. Αὐτοί ἑνώθηκαν μέ Ἀρκάδες Ἕλληνες, Πελασγούς Ἕλληνες, Σαβίνους ἀπό τήν Λακεδαιμονία και Τρῶες πρόσφυγες, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Αἰνεία, μετά τήν κατάκτηση τῆς Τροίας ἀπό τούς Ἀχαιούς. Στήν πρώτη αὐτή συγχώνευση βασιλιᾶς ἦταν ὁ Λατῖνος, πού ἰσχυροποίησε τήν ἑνότητα ὅλων αὐτῶν τῶν διαφορετικῆς προελεύσεως, ἀλλά ἑλληνικῆς κυρίως καταγωγῆς, ὁμάδων, μέ τό γάμο τῆς κόρης του Λαβινίας μέ τόν Αἰνεία. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή (παράδοση), ὁ Αἰνείας νυμφεύθηκε τήν κόρη τοῦ Ὀδυσσέα (ἀπό τήν Καλυψώ) Ρώμη [10]. Ὅπως καί νά ἔχουν ὅμως τά πράγματα, τό ὄνομα Ρώμη εἶναι ἑλληνικό καί σημαίνει: δύναμη, ἰσχύς, εὐτολμία [11].
Ἡ Ρώμη καί ἡ Ἰταλία γίνονται ὀρθόδοξες χριστιανικές
Ἡ Ρώμη ἦταν ἑλληνική ἀπό τόν 4ο αἰ. π.Χ. τουλάχιστον. Ἡ εὐρύτερη περιοχή τῆς Ἰταλίας καί τῆς Σικελίας γίνεται ἐπίσης ἑλληνική χάρη στούς ἕλληνες. Ἀργότερα θά γίνει καί ὀρθόδοξη χριστιανική χάριν πάλι στούς ὀρθόδοξους ἕλληνες. Ὁ Χριστιανισμός ἔρχεται ἐδῶ ἀπό τήν Ἀποστολική ἐποχή. Κατά τόν 1ο μ.Χ. αἰῶνα ἱδρύεται ἡ Ἐκκλησία τῆς Σικελίας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, Παγκράτιο, ἐπίσκοπο Ταυρομενίου (σημερινῆς Ταορμίνας), Μαρκιανὸ Συρακουσῶν καὶ Βιτάλιο, ἐπίσκοπο Κατάνης ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ διασωθέντα μνημεῖα καὶ τὶς Κατακόμβες τῶν Συρακουσῶν.
Χάρις στόν ὀρθόδοξο ἑλληνισμό τῆς Κ. Ἰταλίας, ὁ Χριστιανισμός διαδίδεται πολύ γρήγορα πρός Βορρᾶν. Κι ἐδῶ ἡ Μεγάλη Ἑλλάδα στάθηκε πολύτιμος ἀρωγός καί πέρασμα γιά τήν ὀρθοδοξοποίηση καί τόν ἐκπολιτισμό τῆς Ἑσπερίας.
Ὁ ἅγιος Μαρκιανός π.χ. ἐρχεται ἀπό τήν ἑλληνιστική Ἀντιόχεια, σταλμένος ἀπό τόν Ἀπόστολο Πέτρο, ὡς ἐπίσκοπος στίς Συρακοῦσες.
Ὁ Ρωμαῖος πολίτης Ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔρχεται στή Ρώμη συναντᾶ ἀδελφούς χριστιανούς καί πολύ παρηγορεῖται. Ἐπίσης γράφει τήν ἐπιστολή του στούς Ρωμαίους στά ἑλληνικά. Τί πιό τρανή ἀπόδειξη γιά τό ὅτι οἱ κάτοικοί της μιλοῦσαν ἑλληνικά τή διεθνῆ γλώσσα τῆς ἐποχῆς.
Οἱ πολίτες τῆς ἀπέραντης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας γίνονται ὀρθόδοξοι Ρωμαῖοι πολίτες χάρις στόν ὀρθόδοξο ἑλληνισμό.
Μετασχηματίζονται σέ μία πολυεθνική Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία, τή Ρωμηοσύνη, πού σκοπό ἔχει, νά φέρει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ.
Ἡ Ρωμανία-Ρωμηοσύνη
Ἡ ἀπέραντη Ρωμαίϊκη Αὐτοκρατορία μετασχηματίζεται σέ μία πολυεθνική Ὀρθόδοξη Αὐτοκρατορία, τή Ρωμανία-Ρωμηοσύνη, πού σκοπό ἔχει, νά φέρει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Τό οἰκουμενικό αὐτό ἔθνος διαμορφώθηκε, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, σε μία χριστιανική κοινοπολιτεία[12], στήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία συνιστοῦσε τήν ἰθαγένεια ὅλων τῶν πολιτῶν. Ἡ Ἰσοκράτεια (4ος π. Χ. αι). ὑπέρβαση τῆς φυλετικότητας στήν ὑπερφυλετική συνείδηση, μέσῳ τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς παιδείας βρῆκε τήν πρακτική ἐφαρμογή της στό ἔργο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Ὁλοκληρώθηκε δέ, στό «παν-δοχεῖο» (Λουκ. 10, 24) τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ὅπου πραγματώνεται ἡ ἀληθινη Κοινωνία, ἡ ἐν Χριστῷ Κοινωνία τῶν ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένων ἀνθρώπων. Διαμορφώθηκε, ἔτσι, μία νέα συγ-γένεια, ἡ ἐν Χριστῷ παγ-γένεια τῶν πολιτῶν τῆς Νέας Ρώμης.
Ἄν ἀναζητήσουμε κάποιο παράλληλο στήν ἐποχή μας, θά μπορούσαμε, τηρουμένων φυσικά τῶν ἀναλογιῶν, νά ἐπιλέξουμε τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες Ἀμερικῆς (Η. Π. Α). Αὐτό τό σημερινό παράλληλο μᾶς βοηθεῖ ὡς ἕνα σημεῖο στήν κατανόηση τῆς συνύπαρξης τῶν Λαοτήτων τῆς Αὐτοκρατορίας τῆς Ν. Ρώμης καί τῆς ἑνότητάς τους, μέσῳ τῆς Πίστεως καί τοῦ ἑνιαίου πολιτισμοῦ τους.
Αὐτό συνοψίζει ὑποδειγματικά ὁ μεγάλος βρετανός βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν (St. Runciman): «Ὁ πολίτης τῆς αὐτοκρατορίας ἔμεινε συνειδητά ὁ πιό πολιτισμένος ἐκπρόσωπος τοῦ ἀνθρώπινου γένους, συνειδητά Ρωμαῖος, συνειδητά Ὀρθόδοξος, συνειδητά κληρονόμος τῆς ἑλληνικῆς ἐκλεπτύνσεως... Οἱ "Βυζαντινοί" εἶχαν ἐξαιρετικά λίγες φυλετικές προκαταλήψεις (τό αἷμα τους ἦταν πάρα πολύ ἀνακατεμένο). Δέχονταν ὁποιονδήποτε γιά συμπολίτη τους, φτάνει νά ἦταν Ὀρθόδοξος καί νά μιλοῦσε ἑλληνικά»[13].
Ἡ Σικελία-Ἰταλία γίνεται σταδιακά μιά καθαρή ἐπαρχία τῆς Ρωμηοσύνης.
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὁ Μοναχισμός καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα στήν Κ. Ἰταλία.
Ἡ ἀρχική ἐκκλησιαστική γλώσσα τῆς Ρώμης ἦταν ἡ ἑλληνική, ὅπως μαρτυροῦν καί οἱ κατακόμβες της.
Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν σταμάτησε νὰ χρησιμοποιεῖται σ' αὐτὲς τὶς περιοχὲς παρά τίς ἀλλεπάλληλες κατακτήσεις τους ἀπὸ Ρωμαίους, Ἄραβες, Γερμανούς, Λογγοβάρδους καὶ Νορμανδούς. Στὴ διατήρηση τῆς ὀρθοδοξίας, τῆς γλώσσας καὶ ὅλων ἐκείνων τῶν στοιχείων, πού συνθέτουν ὡς οὐσία καὶ παράδοση, τὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολή, συνέβαλε ἀποφασιστικά ὁ μοναχισμός.
Ὁ ὀρθόδοξος μοναχισμός ἐξελίχθηκε πολὺ γρήγορα καὶ δυναμικὰ στὴν Κ. Ἰταλία. Ὅταν ὁ Μ. Ἀθανάσιος στὸ διάστημα τῆς ἐξορίας του στὴ Δύση γινόταν ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μοναχισμοῦ σ’ ἐκεῖνες τίς περιοχές, ἤδη στὴν Κ. Ἰταλία καὶ ἰδιαίτερα στὴ Σικελία ὑπάρχουν ἐγκαταστημένοι μοναχοί[14]. Προηγήθηκε δηλ. ἡ Μ. Ἑλλάδα, τῆς ὑπόλοιπης Δύσης στήν ἀνάπτυξη τοῦ Μοναχισμοῦ.
Ὁ Ἑλληνισμός, ὀρθόδοξος χριστιανικός πιά, ἄντεξε καί μετά τίς γοτθικές ἐπιδρομές τοῦ 5ου αἰ. μ.Χ.
Ἡ Ρωμηοσύνη τῆς Κ. Ἰταλίας κατά τόν 6ο αἰ.
Ὅταν τόν ἑπόμενο αἰώνα ὁ Ἰουστινιανός ἔστειλε τόν στρατηγό Βελισσάριο νά ἀνακτήσει τήν περιοχή ἀπό τούς βαρβάρους «αὐτῷ (τῷ Βελισσαρίῳ) προσεχώρουν ὁσημέραι οἱ ταύτῃ ἄνθρωποι»,δηλ. οἱ ντόπιοι τόν ὑποδέχονταν ὡς ἐλευθερωτή καί τόν ἀκολουθοῦσαν. Ἔνιωθαν ὅτι ὑποδέχονταν ἀδελφούς.Ἦταν φυσικό, ἀφοῦ ἀνῆκαν στό ἴδιο Ρωμαίϊκο Γένος. Γιαυτό καί δέν ἔχουμε καμμία μάχη μεταξύ τῶν «Βυζαντινῶν» τοῦ Βελισσάριου μέ τούς ντόπιους (Καλαβρούς κ.λ.π.), γιατί ἁπλούστατα δέν μποροῦσαν νά πολεμήσουν ἐναντίον τοῦ λαοῦ τους! Εἶχαν ἔλθει γιά νά ἀντιμετωπίσουν τούς ἀληθινούς εἰσβολεῖς καί κατακτητές, αὐτούς πού ἀργότερα θά ἐμφανίζονταν σάν Ρωμαῖοι, σάν διάδοχοι καί ἀναγεννητές τῆς Μεγάλης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (μέ ἡγέτη τόν ἀναλφάβητο Καρλομάγνο), τούς Φράγκους.
Ὅταν τελικά τὸ 534 μ.Χ. ὁ στρατηγὸς Βελισάριος θὰ ἀνακαταλάβει τὸ «θέμα» τῆς Κ. Ἰταλίας, τότε θὰ ἐνισχυθεῖ σημαντικὰ τὸ ἑλληνικὸ ὀρθόδοξο στοιχεῖο. Ἐπίσης θά ἀναδιοργανωθεῖ καί θά ἀνθήσει ὁ Μοναχισμός, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ ρωμαίϊκη παράδοση του θὰ συμβάλει στὴν ὀργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ διοίκησης. Εὐλογημένο ἀποτέλεσμα ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δημιουργία πολλῶν Μητροπόλεων καὶ Ἐπισκοπῶν, καθὼς καὶ μονῶν, λαυρῶν καὶ σκήτεων.
Ὅμως οἱ ἐπιδρομές συνεχίζοναι. Γύρω στό 580, παρά τίς ἐπιτυχίες τοῦ Βελισσάριου, οἱ Λογγοβάρδοι, ἕνα ἄλλο γερμανικό φύλο, ἔφθασαν μέχρι τόν Τάραντα. Ἔτσι οἱ Ρωμηοί ἔδωσαν τ’ ὄνομα τῆς ἀρχαίας Καλαβρίας (Ἀπουληΐας) στή σημερινή ὁμώνυμη περιοχή, γιά νά θυμοῦνται τή χαμένη τους πατρίδα, πού πατοῦσαν τώρα οἱ βάρβαροι εἰσβολεῖς.
Παρόλες τίς ἐπιδρομές οἱ Ρωμηοί φυσιολογικά ἐπιβάλλονται ἐπί αἰῶνες καί κυριάρχοῦν στήν Σικελία- Ν. Ἰταλία.
«...Ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Ρώμης μέχρι τὸ 1009 μ.Χ., παρὰ τὶς ὅποιες μικρὲς διαφορὲς στὰ ἤθη καὶ στὰ ἔθιμα, παρέμεινε Ὀρθόδοξη... Πολλοὶ ἀρχαῖοι Πάπες συγκαταλέγονται στὸ ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο, καὶ ὅτι ἡ Παλαιὰ Ρώμη ὑποστήριζε τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, καὶ γενικά τους ἀγῶνες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίων τῶν αἱρετικῶν, ὅπως τοῦ Ἀρείου, τοῦ Μακεδονίου κλπ. Ἡ Παλαιὰ Ρώμη εἶχε κοινωνία καὶ ἑνότητα μὲ τὴν Νέα Ρώμη, ποὺ ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ ὅλα τὰ Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα, καὶ μαζί, ἐν κοινωνία καὶ ἐνότητι, συμμετεῖχαν στὶς ἐργασίες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔχοντας τὴν ἴδια διδασκαλία καὶ ζωή.
Τὸ πρόβλημα ἄρχισε νὰ ἀναφύεται ὅταν ἐμφανίστηκε στὸ προσκήνιο οἱ Φράγκοι, ἕνας βάρβαρος καὶ ἀπολίτιστος λαός, ὁ ὁποῖος ἔθεσε ὡς στόχο τὴν κατάληψη τοῦ Παπικοῦ θρόνου, τὴν ἀνασύσταση τῆς Δυτικῆς Αὐτοκρατορίας, τὴν κυριαρχία στὴν γνωστὴ σήμερα Εὐρώπη, καὶ φυσικὰ τὴν ἐξόντωση τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς λεγομένης Ρωμηοσύνης... »[15]
Οἱ Φράγκοι
«Οἱ Φράγκοι παρουσιάσθηκαν ὡς Ὀρθόδοξοι, πολέμιοι τῶν Ἀρειανῶν, στὴν πραγματικότητα ὅμως ἦταν κατ’ ὄνομα Χριστιανοί, ἀφοῦ παρέμειναν στὶς πεποιθήσεις τους εἰδωλολάτρες, ἐπειδὴ προσήρμοσαν τὴν Ὀρθοδοξία στὶς φράγκικες εἰδωλολατρικὲς δεισιδαιμονίες τους[16].
Ἔτσι στὴν Δύση μέχρι τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. ὑπῆρχαν ἀπὸ τὴν μία πλευρὰ οἱ Ρωμαῖοι, μὲ ἕδρα τὴν Παλαιὰ Ρώμη, ποὺ ἦταν Ὀρθόδοξοι καὶ ἑνωμένοι μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ Φράγκοι, ποὺ εἶχαν δική τους Ἱεραρχία καὶ ἐπεδίωκαν νὰ κυριαρχήσουν στὸ δυτικὸ μέρος τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Τὸ ἔτος 794 οἱ Φράγκοι κατεδίκασαν τὴν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἐθέσπισε τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν Ἱερῶν εἰκόνων. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι ἡ Δυτικὴ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία δέχθηκε τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων Πάπων οἱ Φράγκοι τὸ 809 μ.Χ. ἀνεκήρυξαν ὡς δόγμα τὴν προσθήκη τοῦ filioque, ὅτι δηλαδὴ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, ὄχι ἐκ μόνου του Πατρός, ὅπως πιστεύει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔτσι, ἐνῶ οἱ Ὀρθόδοξοι Πάπες δέχθηκαν τὶς ἀποφάσεις τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἀπέρριψαν τὴν προσθήκη τοῦ filioque, οἱ Φράγκοι ἔκαναν τὰ ἀντίθετα. Μάλιστα, ὁ τότε Ὀρθόδοξος Πάπας τῆς Ρώμης Λέων Γ΄ ἀντέδρασε μὲ τὸ νὰ χαράξει σὲ δύο ἀργυρὲς πλάκες τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως χωρὶς τὸ filioque καὶ νὰ τὸ τοποθέτηση στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου. Ἔγραψε καὶ τὴν ἑξῆς ἐπιγραφὴ «Ταῦτα Λέων ἔθηκα δ’ ἀγάπην καὶ φύλαξιν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως»[17].
Καταδίκη τῶν Φράγκων
Μὲ τὴν Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, τὸ 879 μ.Χ., οἱ Ὀρθόδοξοι, ἀνατολικοὶ καὶ δυτικοί, ὑπὸ τὴν ἡγεσία τοῦ ἁγίου Φωτίου τοῦ Μεγάλου καὶ τοῦ Πάπα Ἰωάννου του Ἡ΄ κατεδίκασαν τὸ φραγκικὸ filioque καὶ ἀναθεμάτισαν τοὺς Φράγκους, χωρὶς νὰ τοὺς ἀναφέρουν ὀνομαστικά. Δηλαδή, ἀναθεμάτισαν ὅσους προσέθεσαν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως κάτι. Δὲν τοὺς ἀνέφεραν ὅμως διότι οἱ Φράγκοι εἶχαν ἐπιδοθῆ σὲ σφαγὲς τῶν Ὀρθοδόξων[18].
Ἔτσι, οἱ ἀνατολικοὶ καὶ δυτικοὶ Ρωμαῖοι εἶναι Ὀρθόδοξοι, καὶ οἱ Φράγκοι ἑτερόδοξοι.
Τὴν περίοδο αὐτὴν στὴν Δύση γίνεται ἕνας τρομερὸς πόλεμος μεταξὺ τῶν Φράγκων ἑτεροδόξων ἐπισκόπων καὶ τῶν Ρωμαίων Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων. Οἱ Φράγκοι ἐξαπέλυσαν ἕναν ἀπηνῆ διωγμό. Ἔλεγαν ὅτι οἱ Γραικοί, οἱ Ρωμαῖοι, περιέπεσαν σὲ λάθη, καὶ εἶναι γνωστὰ τὰ συγγράμματα Contra Errores Graccorum, "ἐναντίων τῶν πλανῶν τῶν Γραικῶν". Ἐπίσης, παρουσίαζαν τὴν φράγκικη θεολογία ὡς καλύτερη καὶ ἀνώτερη θεολογία, καὶ ὅλους τους ὀρθοδόξους ἐπισκόπους ὡς ἀνήθικους, ἐνῶ τοὺς δικούς τους Φράγκους ὡς ἁγίους[19].
Τελικά, μὲ τὴν παραίτηση τοῦ τελευταίου Ὀρθόδοξου Πάπα τῆς Ρώμης Ἰωάννου ΙΗ΄, τὸ 1009, καὶ τὴν ἄνοδο στὸν θρόνο τῆς Ρώμης, τὸ 1014, τοῦ πρώτου Ἰταλοφράγκου Πάπα Βενεδίκτου Ἡ΄, ὁ ὅποιος προσέθεσε τὸ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, διαγράφηκε ὁ Πάπας ἀπὸ τὰ δίπτυχα τῶν Ἀνατολικῶν Πατριαρχείων καὶ ἔχουμε τὸ σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτὸ βέβαια ὁριστικοποιήθηκε ἀργότερα, τὸ 1054, ὅποτε ἔχουμε καὶ τὰ ἀναθέματα[20].
Τὸ γεγονός, πάντως, εἶναι ὅτι ὁ χωρισμὸς τῆς Παλαιᾶς ἀπὸ τὴν Νέα Ρώμη ἔγινε μὲ τὴν κατάληψη τοῦ παπικοῦ θρόνου ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Γι’ αὐτὸ λέμε ὅτι ὁ σύγχρονος Παπισμὸς δὲν εἶναι ἡ Παλαιὰ Ὀρθόδοξη Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία, μὲ ἕδρα τὴν ἀρχαία Ρώμη, ἀλλὰ οἱ αἱρετικοὶ Φράγκοι ποὺ μισοῦσαν καὶ μισοῦν ἀκόμη τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ἱερὰ Ἐξέταση, οἱ βιαιοπραγίες καὶ οἱ σταυροφορίες, οἱ σφαγὲς ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ σχολαστικὴ θεολογία μὲ τὴν μεταφυσική, εἶναι καρποὶ τῶν αἱρετικῶν Φράγκων ποὺ κατέλαβαν τὸν παπικὸ θρόνο, τὸ 1014. Προηγουμένως οἱ Ρωμαῖοι Ἐπίσκοποι ἦταν Ὀρθόδοξοι, ἑνωμένοι μὲ τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς»[21].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου