Ὁ Ἅγιος Σαβίνος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σαβίνος ἢ Σαβινιανὸς γεννήθηκε στὴν Ἐρμούπολη τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐγενεῖς γονεῖς. Διακρίθηκε γιὰ τὸν ἱερό του ζῆλο καὶ τὴν εὐσέβειά του.
Ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Διοκλητιανὸς (284-305 μ.Χ.) διέταξε διωγμὸ κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρειανὸς ἀναζήτησε τὸν Ἅγιο μὲ σκοπὸ νὰ τὸν συλλάβει, διότι κήρυττε μὲ παρρησία τὸν Χριστό. Ὅμως οἱ Χριστιανοὶ τῆς περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι τὸν θεωροῦσαν στήριγμα καὶ παραμυθία τους, τὸν ἔπεισαν νὰ προφυλάξει τὴν ζωή του πρὸς ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος, μαζὶ μὲ ἄλλους εὐσεβεῖς Χριστιανούς, ἔφυγε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ κρύφτηκε σὲ κάποιο οἴκημα μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐρμούπολη.
Κάποια μέρα προσῆλθε στὸν Ἅγιο ἕνας πτωχός, ὁ ὁποῖος τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ζήτησε τροφή. Ὁ Ἅγιος τὸν ἐλέησε. Ἐκεῖνος, ὅμως, ὡς ἄλλος Ἰούδας, εἶπε στοὺς εἰδωλολάτρες: «Τί μοῦ δίδετε; Καὶ ἐγὼ θὰ ὑποδείξω σὲ ἐσᾶς τὸν Σαβίνο, ποὺ ζητᾶτε». Καὶ αὐτοὶ ἔδωσαν σὲ αὐτὸν δυὸ νομίσματα. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἀκολούθησαν ἔφθασαν στὸ οἴκημα, συνέλαβαν τὸν Σαβίνο, τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν ἄρχοντα Ἀρειανό, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν ἐπὶ ξύλου, τοῦ ἔξυσαν τὶς σάρκες καί, τέλος, τὸν ἔριξαν στὸν ποταμὸ Νεῖλο, ὅπου βρῆκε μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ ἔτος 287 μ.Χ.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Κηρύξας εὐσεβῶς, ἄσεβων ἐναντίον, τῶν πάντων Ποιητήν, σαρκωθέντα ἀτρέπτως, Σαβίνε παμμακάριστε, ἱερῶς ἠνδραγάθησας, ὅθεν ἔφθασας, πρὸς ἀφθαρσίας χειμάρρουν, τέλος ἁγίον, ἐν ποταμῷ δεδεγμένος, διὸ εὐφημοῦμεν σε.
Ὁ Ἅγιος Πάπας ὁ Μάρτυρας ὁ ἐν Λυκαονίᾳ ἀσκήσας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Πάπας ἄθλησε στὴ Λυκαονία ἐξαναγκαζόμενος νὰ τρέχει μὲ σιδερένια ὑποδήματα κάτω ἀπὸ ἕνα δένδρο ἄκασπο.
Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται καὶ στὶς 10 Νοεμβρίου.
Οἱ Ἅγιοι δέκα Μάρτυρες ἐν Φοινίκῃ
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες, μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Ἰουλιανὸς ὁ Μάρτυρας ὁ ἐξ Ἀναζαρβοὺ τῆς Κιλικίας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς ἔζησε κατὰ τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀνάζαρβα, τῆς δευτέρας ἐπαρχίας τῶν Κιλίκων. Ἦταν υἱὸς κάποιου Ἕλληνα βουλευτοὺ καὶ εἶχε μητέρα Χριστιανή, ἡ ὁποία καὶ τοῦ δίδαξε τὰ ἱερὰ γράμματα. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἔφθασε στὴν ἡλικία τῶν δεκαοκτὼ χρόνων, συνελήφθη ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος τῆς πόλεως Μαρκιανοῦ. Ἐπειδὴ ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁμολόγησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὸν Χριστὸ καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα, οἱ δήμιοι ἄνοιξαν μὲ βία τὸ στόμα του καὶ τοῦ ἔριξαν μέσα κρασὶ καὶ κρέας, ποὺ εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν εἰδώλων. Στὴν συνέχεια τὸν ἔκλεισαν στὴν φυλακὴ καὶ ὁδήγησαν ἐκεῖ καὶ τὴν μητέρα του. Ἐκείνη παρακάλεσε νὰ μείνει μαζὶ μὲ τὸν υἱό της γιὰ τρεῖς ἡμέρες, γιὰ νὰ ἀποφασίσει μαζί του. Καὶ ἀφοῦ ἔγινε αὐτό, τοὺς ὁδήγησαν πάλι σὲ ἀνάκριση. Ἐκεῖνοι ὅμως ὁμολόγησαν ἐκ νέου τὴν πίστη τους στὴν πατρῴα εὐσέβεια. Ὁ ἡγεμόνας τότε ἔδωσε ἐντολὴ νὰ κόψουν στὴ μέση τὶς φτέρνες τῆς μητέρας τοῦ Μάρτυρος καὶ νὰ τὴν ἀφήσουν. Τὸ δὲ Ἅγιο Ἰουλιανό, ἀφοῦ τὸν ἔριξαν σὲ σάκο γεμάτο μὲ δηλητηριώδη ἑρπετὰ καὶ ἄμμο, τὸν πέταξαν στὴν θάλασσα. Τὸ ἱερὸ λείψανό του βρέθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἐνταφιάσθηκε ἀπὸ κάποια εὐλαβῆ χήρα γυναῖκα.
Ὁ Ἅγιος Ρωμανὸς ὁ Ἱερομάρτυρας ἐν τῷ Παρίῳ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ρωμανὸς ἦταν διάκονος στὴν Ἐκκλησία τῆς Παλαιστίνης, στὴν Καισάρεια καὶ δίδασκε στὸν λαὸ τὴν πίστη στὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἀφοῦ βασανίσθηκε πολύ, μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἱερομάρτυρας πάπας Ρώμης
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀλέξανδρος ἔζησε τὸν 2ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Ρώμης τὸ ἔτος 105 μ.Χ.
Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, διασκευάζοντας μία πληροφορία τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπισκόπου Λουγδούνων (τιμᾶται 23 Αὐγούστου), ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὑπῆρξε πέμπτος κατὰ σειρὰ Ἐπίσκοπος Ρώμης. Μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.).
Οἱ Ἅγιοι Ἐβέντιος καὶ Θεόδουλος οἱ Ἱερομάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Ἱερομάρτυρες Ἐβέντιος καὶ Θεόδουλος ἦταν πρεσβύτεροι στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης καὶ μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.), μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀλέξανδρο.
Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἄσκηση. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε χρόνων ἔχασε τοὺς γονεῖς του καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Μεσοποταμίας. Ἐκεῖ παρέμεινε κοντὰ σὲ ἕναν μοναχὸ ὀνόματι Μαϊουμά, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ ἔμεινε πλησίον του. Ἡ ἄσκησή τους ἦταν πολὺ αὐστηρή, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποὺ οἱ Ὅσιοι ἔτρωγαν, πολλὲς φορές, ἀνὰ σαράντα ἡμέρες. Ὅταν ὁ μοναχὸς Μαϊουμᾶς ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό, ὁ Ὅσιος παρέμεινε ἐκεῖ καὶ ἀσκήτευε ὡς ἐρημίτης καὶ ἡσυχαστής. Καὶ ἐπειδὴ μὲ τὸν ἀγῶνα του ὑπέταξε τὰ πάθη τῆς σαρκός, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ χάρισμα τῆς ὑποταγῆς τῶν ἄγριων θηρίων.
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου ξεπέρασε τὰ ὅρια τοῦ ἀσκητηρίου του καὶ πλῆθος πιστῶν τὸν ἐπισκέπτονταν γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐχή του, νὰ ἀκούσουν πνευματικὲς συμβουλὲς καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Ὁ Ὅσιος εἶχε καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας καὶ μὲ τὴν προσευχή του θεράπευε τοὺς πάσχοντες καὶ ἀσθενεῖς.
Ἀκόμη καὶ τὸ νερὸ ποὺ χρειαζόταν ὁ Ὅσιος τὸ μετέφερε στὸ κελί του ἀπὸ τὸν Εὐφράτη ποταμό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν προσκυνητῶν ἔκτισε μία μικρὴ δεξαμενή. Ὅταν κάποτε τὸν ἐπισκέφθηκαν πολλοί, ὁ Ὅσιος διέταξε τὸν ὑποτακτικό του νὰ φέρει νερό, γιὰ νὰ ξεδιψάσουν οἱ ταξιδιῶτες. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι τὸ νερὸ ἦταν ἐλάχιστο καὶ δὲν θὰ ἀρκοῦσε γιὰ ὅλους. Ὁ Ἅγιος τότε ἔστρεψε τὸ βλέμμα του στὸν οὐρανό, προσευχήθηκε μὲ πίστη καὶ εἶπε στὸν διακονητὴ νὰ πάει νὰ ἀντλήσει νερὸ γιὰ τοὺς διψασμένους προσκυνητές. Καί, ὢ τοῦ θαύματος! Ἡ δεξαμενὴ ἦταν γεμάτη νερὸ δροσερὸ καὶ καθαρό. Καὶ πάντες ἐξεπλάγησαν καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες Του.
Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅτι δηλαδὴ ὁ Ὅσιος Ἀνίνας μετέφερε ὁ ἴδιος τὸ νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμό, τὸ πληροφορήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Καισαρείας Πατρίκιος καὶ τοῦ χάρισε ἕνα ἀχθοφόρο ζῷο, ὥστε νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν κόπο. Κάποια μέρα ὅμως προσῆλθε στὸ κελὶ τοῦ Ὁσίου ἕνας πτωχὸς ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο πίεζε ὁ δανειστής του καὶ τοῦ διηγήθηκε τὸ πρόβλημά του. Ὁ ὅσιος δὲν θέλησε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ φύγει μὲ ἄδεια χέρια καὶ τοῦ προσέφερε τὸ ζῷο, γιὰ νὰ τὸ πουλήσει καὶ νὰ ξεχρεώσει τὸν δανειστή του.
Ὁ Ὅσιος Ἀνίνας ἔκανε καὶ ἄλλα πολλὰ θαύματα καὶ διῆλθε τὸν βίο του εὐεργετώντας τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα τοὺς πάσχοντες καὶ τοὺς πτωχούς.
Ἐγκαταβίωσε στὸ ἀσκητήριό του ἐνενήντα πέντε χρόνια, χωρὶς νὰ μετακινηθεῖ ἀπὸ τὸν τόπο αὐτό. Συνέστησε δὲ καὶ Ἀδελφότητα, τὴν ὁποία ἀποτελοῦσαν πολλοὶ ἀσκητές. Λίγο πρὶν τὸ μακάριο τέλος του, συγκέντρωσε τὰ μέλη τῆς Ἀδελφότητας, ὅρισε τὸν διάδοχό του καὶ στὴν συνέχεια εὐλόγησε τοὺς μοναχούς. Λίγες ἡμέρες μετὰ ὁ Ὅσιος Ἀνίνας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ ἡλικία ἑκατὸν δέκα ἐτῶν.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ρουφινιαναὶς
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀσκήτεψε θεοφιλῶς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος ὁ ἐν Πάτμῳ (ἑορτὴ Χριστόδουλος)
Ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος, κατὰ κόσμο Ἰωάννης, γεννήθηκε τὸ 1020 στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς, τὸν Θεόδωρο καὶ τὴν Ἄννα. Ἀνατράφηκε ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια στὴν μοναχικὴ πολιτεία καὶ ἀσκήτεψε στὸν Ὄλυμπο τῆς Βιθυνίας καὶ στὴν Παλαιστίνη. Ἔπειτα ἀπῆλθε στὸ ὄρος Λάτρον τῆς Καρίας τῆς Μ. Ἀσίας, στὴ μονὴ τοῦ Στήλου, ὅπου ἵδρυσε βιβλιοθήκη καὶ συγκέντρωσε γύρω του πολλοὺς μοναχούς. Ἐξαιτίας τῆς παραμονῆς του στὸ ὄρος τοῦ Λάτρου, ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος προσονομάζεται «Λατρηνός». Λόγω ὅμως τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν κατέφυγε, τὸ ἔτος 1079, στὴν Πάτμο, ὅπου μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α’ τοῦ Κομνηνοῦ (1081-1118) ἀνήγειρε τὴν περιώνυμη μονὴ καὶ βιβλιοθήκη.
Στὴν συνέχεια μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ ὑποθέσεις τῆς μονῆς καὶ ἀργότερα, ἀφοῦ παραιτήθηκε ἀπὸ ἡγούμενος, ᾖλθε στὸ Στρόβιλο, πόλη κοντὰ στὴν ἀκτὴ τῆς Μ. Ἀσίας καὶ ἀνέλαβε ἐκεῖ τὴν φροντίδα τῆς μονῆς τοῦ Ἀρσενίου. Ἀπὸ τὸ Στρόβιλο μετέβη ἀργότερα στὴ νῆσο Κῶ. Ἐκεῖ ἵδρυσε μονὴ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, στὴν ὁποία κατόπιν ἐνεργειῶν του ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ἀλέξιος Α’ ὁ Κομνηνός, δώρισε προάστια τῆς νήσου Λέρου καὶ τὴ νῆσο Λειψῶ.
Ἀπὸ τὴν Κῶ μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀφοῦ συνάντησε τὸν αὐτοκράτορα Ἀλέξιο Α’ Κομνηνό, τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ δώσει ἄδεια νὰ ἱδρύσει μονὴ στὴ νῆσο Πάτμο. Ἡ ἄδεια παρασχέθηκε καὶ ἐπιπλέον παραχωρήθηκε στὸν Ὅσιο ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα καὶ ὅλη ἡ νῆσος τὸ ἔτος 1088. Ἡ ἀνέγερση τῆς μονῆς στὴν Πάτμο, ἡ ὁποία τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἐξαιτίας τῆς συγγραφῆς τῆς Ἀποκαλύψεως ἀπὸ τὸν ἱερὸ Εὐαγγελιστὴ στὸ νησὶ αὐτό, ἄρχισε ἀμέσως ἀπὸ τὸν Ὅσιο Χριστόδουλο. Πρὶν ὅμως ἀκόμη τελειώσει τὸ ἔργο, ὁ Ὅσιος ἀναγκάστηκε μαζὶ μὲ τοὺς μοναχοὺς νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἔργο καὶ τὸ νησί, λόγω τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Τούρκων ἐναντίων αὐτῶν.
Ἀπὸ τὴν Πάτμο καταπλέει γιὰ ἀσφάλεια στὸν Εὔριπο (Εὔβοια) κατὰ τὸ ἔτος 1092.
Ἡ διαμονὴ τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὴν Εὔβοια ἦταν σύμφωνα μὲ ἐπιστημονικὲς ἔρευνες μικρῆς διάρκειας. Ὑπάρχει ἡ πληροφορία ὅτι ἕνας εὐσεβὴς καὶ πλούσιος κάτοικος τοῦ Εὐρίπου προσέφερε τὴν πολυτελῆ οἰκία του στὸν Ὅσιο, ὁ ὁποῖος τὴν ἀνέδειξε σὲ μοναστῆρι, ἂν καὶ οἱ φροντίδες τοῦ Ὁσίου, ἐξαιτίας τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ μοναστηριοῦ στὴν Πάτμο, ἀπαιτοῦσαν τὴν παραμονή του ὄχι στὴν ἔρημο ἀλλὰ κοντὰ στὸν κόσμο. Ἐξάλλου, στὴν Εὔβοια ἀνέκαθεν ὑπῆρχε παράδοση, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ἀσκητεύοντας στὸ σπήλαιο στὸ δυτικὸ ἄκρο τῆς κωμόπολης Λίμνη (Ἐλύμνιον).
Ὁ Ὅσιος κατὰ τὴν διαμονή του στὸν Εὔριπο συνέταξε τὴν «Διαθήκη» καὶ τὸν «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093). Τὴ Διαθήκη αὐτή, γιὰ νὰ ἔχει ἰσχύ, τὴν ὑπογράφουν ἑπτὰ ἀξιωματοῦχοι τῆς ἐπισκοπικῆς ἀρχῆς καὶ τῆς πόλεως Εὐρίπου (Χαλκίδος), ἤτοι Λέων πρεσβύτερος καὶ σακελλάριος τῆς πόλεως Εὐρίπου, Ἰωάννης πρεσβύτερος καὶ νοτάριος τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Μιχαήλ… τῆς καθέδρας Εὐρίπου, Βασίλειος ὁ εὐτελὴς διάκονος… καὶ νοτάριος Εὐρίπου κ.ἅ.
Εἰδικότερα ὁ Μητροπολίτης Ρόδου Ἰωάννης, στὸ ἔργο του «Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἠμῶν Χριστοδούλου» ἐξιστορεῖ τὴν διαμονὴ καὶ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου στὸν Εὔριπο, ποὺ συνέβη τὸ ἔτος 1093, ὅπως καὶ τὴν ἀνακομιδὴ τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του καὶ τὴ μεταφορά του στὴν Πάτμο, ἀναγράφοντας τὰ ἑξῆς:
«Καὶ φθάνουν ἐκεῖ ὁ Ὅσιος μαζὶ μὲ τὴν ἀδελφότητα, ἐκεῖ ὅπου τὸ νερὸ τῆς θάλασσας εἰσρέει πρὸς τὰ ἔξω καὶ πάλι ὀπισθοχωρώντας δημιουργεῖ κάποιο στενὸ θαλάσσης, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι τὸ ὀνόμασαν πορθμὸ τοῦ Εὐρίπου. Καὶ ἐκεῖ λοιπόν, ἀφοῦ ἔγινε τὸ ἀντικείμενο τοῦ θαυμασμοῦ ὅλων καὶ ἀφοῦ ἀξιώθηκε τὴν πρέπουσα τιμή, σὰν νὰ ἦταν Ἄγγελος σὲ θνητὸ σῶμα, νουθετοῦσε τὸ ποίμνιό του, γιὰ νὰ μὴ δυσφορεῖ στὶς συχνὲς μετακινήσεις, οὔτε νὰ ἀντιστέκεται ἀνόητα στὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ, ποὺ οἰκονομεῖ τὰ πάντα ἐν σοφίᾳ. Ἀλλὰ ἕνας ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἐπειδὴ δὲν ὑπέμενε τὶς κακουχίες, οὔτε τὸ στριφνὸ καὶ τὸ ἐπίπονο τῆς ἀρετῆς, ὅπως ὁ Ἰούδας ἀπὸ τοὺς δώδεκα ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν ὁμήγυρη τῶν ἀδελφῶν καὶ τὴν πνευματικὴ ἐκείνη συγκέντρωση τὴν ἀντικατέστησε μὲ κῆπο, ποὺ νοίκιασε. Καί, καθὼς ὁ διάβολος εἰσῆλθε στὸν Ἰούδα καὶ τὸν ὤθησε στὴν προδοσία, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ πονηρὸ δαιμόνιο βασάνιζε τὸν μοναχὸ ποὺ εἶχε ἀποσπασθεῖ ἀπὸ τὴν ἀδελφότητα καὶ ἀνακοινώνεται στὸν πατέρα ἡ ἀσθένεια τοῦ μικρόψυχου ἀδελφοῦ. Ἐκεῖνος, πρᾶος καὶ ἀνεξίκακος, δίνοντας τόπο στὴν ὀργή, ἀφοῦ πῆρε τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἔρχεται τὸ βράδυ πρὸς τὸν μαινόμενο καὶ παράφρονα, διαβάζει τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιὰ ἀσθενῆ καὶ ἀμέσως βελτιώνεται ἡ θέση τοῦ ἀρρώστου, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιθυμοῦσε πλέον νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὴν φύτευση δένδρων καὶ τὴν ἄρδευση κήπων, ἀλλὰ προθυμοποιεῖται γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς τῆς ἀρετῆς, ἐπανερχόμενος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ πάλι στὴν ποίμνη, ἀπὸ τὴν ὁποία κακῶς προηγουμένως εἶχε ἀποκοπεῖ. Μετὰ τὴν πάροδο μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος, προφητεύει σὲ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦσαν ὅτι θὰ ἀποδημήσει πρὸς τὸν Κύριο, ὅτι οἱ Ἀγαρηνοὶ δὲν θὰ κατοικήσουν μέχρι τέλους στὰ νησιὰ καὶ ὅτι ὁ ἐπιστήθιος φίλος του δὲν θὰ ἀδιαφορήσει γι’ αὐτούς, ἀλλὰ ὅτι μόλις καταπαύσει ἡ θαλασσοταραχή, θὰ ἐπανέλθουν καὶ πάλι στὸ πνευματικὸ μαντρί. Παρακαλεῖ λοιπὸν νὰ παραλάβουν μαζί τους τὸ νεκρὸ σῶμα του ἀπὸ τὴν ξένη αὐτὴ γῆ καὶ νὰ τὸ τοποθετήσουν στὸ ναό, γιὰ τὸν ὁποῖο μόχθησε πολύ. Αὐτά, ἀφοῦ προεῖπε σὲ ὅσους συναναστρεφόταν καὶ καθαγίασε τοὺς πάντες μὲ ἀποχαιρετιστήρια λόγια, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, τὴν 16η Μαρτίου. Ταυτόχρονα μὲ τὴν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας καὶ τὴν ἐξαφάνιση τῶν πειρατῶν ἀπὸ τὴ θάλασσα μὲ τὴν δύναμη τοῦ ἄρχοντος, οἱ καλοὶ μαθητές του θυμόντουσαν τὴν προφητεία τοῦ ἐνάρετου ποιμένα καὶ ἑτοιμάζονταν νὰ ἀποπλεύσουν. Ἐπειδὴ ὅσοι κατοικοῦσαν τὴ χώρα ἐκείνη ἄκουσαν ὅτι θὰ στεροῦνταν τὸ τίμιο ἐκεῖνο σῶμα, ἀφοῦ συγκεντρώθηκαν ἀπὸ τὰ γύρω μέρη, ἔλεγαν ἀπροκάλυπτα, ὅτι μὲ κανένα λόγο δὲν θὰ τὸ ἐπέτρεπαν αὐτό. Γιατί νόμιζαν ὅτι θὰ ἦταν ἀνόητο καὶ ἐξ’ ὁλοκλήρου ἀσύνετο, νὰ ἐπιτρέψουν σὲ ἄλλους νὰ τὸ μετακομίσουν ὅπου ἤθελαν, ἐπειδὴ (ὁ Ὅσιος) ἦταν γι’ αὐτοὺς σωτῆρας, ἰατρὸς καὶ θεραπευτὴς κάθε ἀρρώστιας. Γι’ αὐτὸ μὲ αὐστηρότητα φρουροῦσαν τὸν νεκρό. Ἀλλὰ δὲν ἔπρεπε νὰ διαψευσθεῖ ἡ προφητεία τοῦ μάκαρος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀφοῦ πλέον εἶχε προχωρήσει ἡ νύχτα, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν φρουρῶν, μεταφέροντας τὸν νεκρὸ στοὺς ὤμους τὸν ἐπιβιβάζουν σὲ πλοῖο καί, ἀφοῦ ἔτυχαν νηνεμίας, φθάνουν στὸ νησί, ἀποβιβάζουν μὲ μεγαλοπρεπῆ πομπὴ τὸ ἱερὸ σκῆνος ὑμνολογώντας τὸν Θεὸ καὶ εὐωδιάζοντας τὸν ἀέρα μὲ ἀρώματα. Καὶ τώρα ἄρτιο καὶ σῶο κεῖται τὸ σκήνωμα στὸ ναὸ τοῦ Ἀποστόλου καὶ ἀναβλύζει πηγὲς θαυμάτων καὶ ὅσοι μὲ πίστη τὸ ἀγγίζουν αἰσθάνονται κάποια ὀσμὴ μύρου καὶ μὲ μόνη τὴν ἁφὴ καθαγιάζονται καὶ ἀπελευθερώνονται ἀπὸ κάθε σωματικὴ βλάβη».
Ἀπὸ τὰ ὅσα συνέγραψε ὁ Ὅσιος Χριστόδουλος διασώθηκαν τὰ ἑξῆς: «Ὑποτύπωσις ἤτοι διάταξις γενομένη πρὸς τοὺς ἐαυτοῦ μαθητᾶς ἐν τὴ ἐν Πάτμῳ ἰδὶα αὐτοῦ μονή», ἡ προαναφερθεῖσα «Διαθήκη» καὶ ὁ «Κωδίκελλος».
Ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου ἑορτάζεται στὶς 21 Ὀκτωβρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἐκ Γεωργίας
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος (Μέσχι) ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα στὴ Γεωργία στὰ χρόνια τοῦ ἡγεμόνα Δημητρίου τοῦ Β’ (1271-1289). Ἐργάστηκε ἱεραποστολικὰ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ποιμὴν ὁ διὰ Χριστὸν Σαλὸς ἐκ Γεωργίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου