Π. ΑΡΣΕΝΙΟΣ. Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ
''ΖΕΚ - 18376''
2. "Ξεπαγιάζω..."
Αναμνήσεις συγκρατουμένου του π. Αρσενίου, αγρονόμου-προέδρου Κολχόζ από την Καλούγκα
Γνώρισα τον Πέτρο Αντρέγιεβιτς στη διάρκεια μιας πορείας . Πώς να ξεχάσω εκείνη τη μέρα...
Ξεκινήσαμε από το στρατόπεδο πρωί-πρωί, με θερμοκρασία -30°C κι έναν άνεμο τυραννικό. Καμιά δεκαριά χιλιόμετρα ήταν όλη κι όλη η απόσταση που θα καλύπταμε μέσα σε τέσσερις-πέντε ώρες. Ωστόσο, πάνω απ' τα παλιόρουχά μας δεν φορούσαμε παρά μόνο το μπουφάν.
Σε λίγο ένιωθα την παγωνιά να μου τρυπάει τα κόκαλα. Και σε δυο ώρες άρχισα να ξυλιάζω.
Έριξα ένα βλέμμα γύρω μου. Όλοι οι κρατούμενοι έτρεμαν. Οι φρουροί, μολονότι ντυμένοι με χοντρές κάπες, κρύωναν κι αυτοί. Και τα σκυλιά ήταν καλυμμένα μ' ένα παχύ στρώμα πάχνης.
...Βαδίζουμε. Κοντοστεκόμαστε. Συνεχίζουμε. Παραπατάμε. Στηριζόμαστε στον διπλανό μας. Προσπαθούμε να προχωρήσου με πιο γρήγορα για να ζεσταθούμε. Μα...
Τα χέρια και τα πόδια μου δεν τα αισθάνομαι πια. Παγώσανε.
- Πιο γρήγορα! Κουνηθείτε! Θα ξεπαγιάσετε!
Οι φωνές των φρουρών είναι ανώφελες.
Σκοντάφτω σε κάθε βήμα. Ζαλίζομαι. Κάπου-κάπου παραμιλάω.
Κάποιος με συγκρατεί απ' το μπράτσο. Βλέπω θολά ένα γεροντάκι να βαδίζει δίπλα μου. Απόρησα. Γιατί
με φροντίζει τόσο;
Τρικλίζω. Δεν έχω πια δυνάμεις. Θα πέσω.
Ο γέρος με πιάνει γερά απ' τη μασχάλη.
-Κουράγιο! Κρατήσου! Προσπάθησε να κινηθείς πιο ζωηρά. Έτσι θα ζεσταθείς και θα συνεχίσεις με τη βοήθεια του Θεού.
Υπακούω μηχανικά σ' εκείνη τη βελουδένια και στοργική φωνή. Κάνω ακόμα μισό χιλιόμετρο.
Δεν ξεχωρίζω πια το δρόμο μήτε τους ανθρώπους. Δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν
σκέφτομαι τίποτα. Ένα μαύρο πέπλο έχει καλύψει το νου μου και όλα τα αισθητήρια μου.
Γλιστράω και πέφτω. Αγωνίζομαι να σηκωθώ. Μα δεν έχω χέρια, δεν έχω πόδια.
Με το πέσιμο συνέρχομαι. Καταλαβαίνω που βρίσκομαι. Καταλαβαίνω πως έχει φτάσει το τέλος μου.
Ξεπαγιάζω... Χάνομαι...
Αναγυρτός στο έδαφος, βλέπω τους άλλους κρατουμένους να με προσπερνούν. Κανένας δεν νοιάζεται για μένα. Κανένας εκτός... εκτός από το γέρο, που έμεινε κοντά μου!
Περνάει και η τελευταία σειρά της φάλαγγας. Πλησιάζουν τώρα οι οπλισμένοι στρατιώτες, που τη συνοδεύουν. Φαντάζομαι τι θα γίνει: Θα με προστάξουν να σηκωθώ. Που να μπορέσω... Κι εκείνοι δεν θα χάσουν καιρό μαζί μου. Μια ριπή και όλα θα τελειώσουν. Ύστερα θ' αναφέρουν στη διοίκηση: "Χτυπήθηκε από τα πυρά μας, καθώς προσπαθούσε να δραπετεύσει". Ένας ακόμα νεκρός - και τι μ' αυτό;
Ή μπότα του υπολοχαγού με χτύπησε δυνατά στο πλευρό.
-Σήκω!
Δεν έχω τη δύναμη να κινηθώ. Δεν έχω τη δύναμη μήτε να μιλήσω.
- Κύριε υπολοχαγέ, ας τον βοηθήσουμε!
Ας κάνουμε κάτι! Ξεπαγιάζει...
Είναι ο γέρος που τόλμησε να μιλήσει. Ο τόνος της φωνής του έχει κάτι το παρακλητικό μα κι επιτακτικό συνάμα. Α, δεν θα τη γλιτώσει κι αυτός. Πάει γυρεύοντας...
- Σύντροφε υπολοχαγέ, αν του δίναμε λίγο οινόπνευμα... Έχω στο παγούρι μου.
Απίστευτο! Μετά το γέρο, μεσολαβεί και ο επιλοχίας για μένα!
Ο υπολοχαγός διατάζει να προχωρήσει η φάλαγγα. Ο ίδιος και ο επιλοχίας μένουν πίσω. Αλλά... για φαντάσου! Κρατάνε και το γέρο!
Ο επιλοχίας δίνει το όπλο του στον υπολοχαγό κι έρχεται κοντά μου.
-Έλα, παππού, να τον σηκώσουμε! Με στήνουν στα πόδια μου. Καθώς ο γέρος με συγκρατεί, ο επιλοχίας βγάζει το πα γούρι του. Το ανοίγει και μου το χώνει στο στόμα.
Το οινόπνευμα μου καίει το λαιμό, τα σωθικά... Πίνω σπασμωδικά, πίνω άπληστα, πίνω για να ζήσω!
Ύστερα αρχίζουν να με ρίχνουν ο ένας στον άλλο• να με πετάνε κάτω• να με σηκώνουν με τη βία• να με ξαναρίχνουν, αναγκάζοντας με να κινηθώ.
Που έβρισκαν τόση δύναμη, προπαντός ο Πέτρος Αντρέγιεβιτς; Απορώ ακόμα. Δέκα λεπτά περίπου κράτησε αυτό το «παιχνίδι». Ζεστάθηκα. Άρχισα να αισθάνομαι τα μέλη μου. Αναρίθμητες βελόνες λες και τρυπούσαν τα χέρια και τα πόδια μου, σημάδι πως το κρυοπάγημα υποχωρούσε.
Χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη στους δυο φρουρούς.
- Ευχαριστώ, ψέλλισα αδύναμα.
- Ο γέρος σ' έσωσε. Αυτόν πρέπει να ευχαριστήσεις, είπε ο υπολοχαγός. Μου έκανε τόση εντύπωση το ότι έμεινε κοντά σου!... Πως δεν φοβήθηκες; ρώτησε γυρίζοντας σ' εκείνον. Αφού τη διαταγή την ξέρεις: Ένα βήμα έξω απ' τη γραμμή πυροβολούμε χωρίς προειδοποίηση!
Ο γέρος τους έβαλε μετάνοια.
- Γιατί να φοβηθώ; Όλοι οι άνθρωποι έχουν ψυχή ανθρώπινη. Ήξερα τι θα γίνει. Στη συμφορά κανένα δεν αφήνει ο Θεός αβοήθητο.
Όταν ξαναβρεθήκαμε στη φάλαγγα, όλοι έτριβαν τα μάτια τους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι γυρίσαμε ζωντανοί. Κι εγώ δεν τους εξήγησα τι είχε γίνει.
Κάτω απ' αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες γνωρίστηκα με τον Πέτρο Αντρέγιεβιτς. Μετά έμαθα πως είναι παπάς και λέγεται Αρσένιος.
Το 1963, ελεύθερος πια, συνάντησα στην Καλούγκα τον υπολοχαγό. Ήταν με πολιτικά. (Αργότερα έμαθα ότι δούλευε σε κάποιο εργοστάσιο). Τον πλησίασα και τον χαιρέτησα πρόσχαρα.
- Γεια σας, σύντροφε υπολοχαγέ.
Δεν με αναγνώρισε. Βοήθησα τη μνήμη του, αναφέροντας το παραπάνω περιστατικό. Θυμήθηκε.
- Φοβερή εποχή! Φοβερή ακόμα και η αναπόληση της!
Μπήκαμε σ' ένα καφενείο. Καθίσαμε και πιάσαμε την κουβέντα. Γυρίσαμε στα παλιά, πίνοντας βότκα.
- Πως δεν με σκοτώσατε τότε; τον ρώτησα. Και πως ο επιλοχίας με βοήθησε να συνέλθω;
- Καλά, εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; είπε με κάποιο παράπονο. Αλλά κι ο γέρος, ε; Στάθηκε να σας βοηθήσει αδιαφορώντας για τη ζωή του, ή μάλλον περιφρονώντας το θάνατο! Είναι αλήθεια ότι λέγονταν πολλά γι' αυτόν... Ξεχωριστός άνθρωπος, με πολλή καλοσύνη. Λέγανε πως ήταν παπάς. Που να βρίσκεται τώρα; Ζει άραγε;...
Του είπα ότι ζει. Δεν του αποκάλυψα όμως που, μήτε πως είχα αλληλογραφία μαζί του.
Μετά από ώρα χωριστήκαμε. Χαιρετηθήκαμε εγκάρδια. Και δεν συναντηθήκαμε ποτέ πια.
Τρικλίζω. Δεν έχω πια δυνάμεις. Θα πέσω.
Ο γέρος με πιάνει γερά απ' τη μασχάλη.
-Κουράγιο! Κρατήσου! Προσπάθησε να κινηθείς πιο ζωηρά. Έτσι θα ζεσταθείς και θα συνεχίσεις με τη βοήθεια του Θεού.
Υπακούω μηχανικά σ' εκείνη τη βελουδένια και στοργική φωνή. Κάνω ακόμα μισό χιλιόμετρο.
Δεν ξεχωρίζω πια το δρόμο μήτε τους ανθρώπους. Δεν βλέπω, δεν ακούω, δεν
σκέφτομαι τίποτα. Ένα μαύρο πέπλο έχει καλύψει το νου μου και όλα τα αισθητήρια μου.
Γλιστράω και πέφτω. Αγωνίζομαι να σηκωθώ. Μα δεν έχω χέρια, δεν έχω πόδια.
Με το πέσιμο συνέρχομαι. Καταλαβαίνω που βρίσκομαι. Καταλαβαίνω πως έχει φτάσει το τέλος μου.
Ξεπαγιάζω... Χάνομαι...
Αναγυρτός στο έδαφος, βλέπω τους άλλους κρατουμένους να με προσπερνούν. Κανένας δεν νοιάζεται για μένα. Κανένας εκτός... εκτός από το γέρο, που έμεινε κοντά μου!
Περνάει και η τελευταία σειρά της φάλαγγας. Πλησιάζουν τώρα οι οπλισμένοι στρατιώτες, που τη συνοδεύουν. Φαντάζομαι τι θα γίνει: Θα με προστάξουν να σηκωθώ. Που να μπορέσω... Κι εκείνοι δεν θα χάσουν καιρό μαζί μου. Μια ριπή και όλα θα τελειώσουν. Ύστερα θ' αναφέρουν στη διοίκηση: "Χτυπήθηκε από τα πυρά μας, καθώς προσπαθούσε να δραπετεύσει". Ένας ακόμα νεκρός - και τι μ' αυτό;
Ή μπότα του υπολοχαγού με χτύπησε δυνατά στο πλευρό.
-Σήκω!
Δεν έχω τη δύναμη να κινηθώ. Δεν έχω τη δύναμη μήτε να μιλήσω.
- Κύριε υπολοχαγέ, ας τον βοηθήσουμε!
Ας κάνουμε κάτι! Ξεπαγιάζει...
Είναι ο γέρος που τόλμησε να μιλήσει. Ο τόνος της φωνής του έχει κάτι το παρακλητικό μα κι επιτακτικό συνάμα. Α, δεν θα τη γλιτώσει κι αυτός. Πάει γυρεύοντας...
- Σύντροφε υπολοχαγέ, αν του δίναμε λίγο οινόπνευμα... Έχω στο παγούρι μου.
Απίστευτο! Μετά το γέρο, μεσολαβεί και ο επιλοχίας για μένα!
Ο υπολοχαγός διατάζει να προχωρήσει η φάλαγγα. Ο ίδιος και ο επιλοχίας μένουν πίσω. Αλλά... για φαντάσου! Κρατάνε και το γέρο!
Ο επιλοχίας δίνει το όπλο του στον υπολοχαγό κι έρχεται κοντά μου.
-Έλα, παππού, να τον σηκώσουμε! Με στήνουν στα πόδια μου. Καθώς ο γέρος με συγκρατεί, ο επιλοχίας βγάζει το πα γούρι του. Το ανοίγει και μου το χώνει στο στόμα.
Το οινόπνευμα μου καίει το λαιμό, τα σωθικά... Πίνω σπασμωδικά, πίνω άπληστα, πίνω για να ζήσω!
Ύστερα αρχίζουν να με ρίχνουν ο ένας στον άλλο• να με πετάνε κάτω• να με σηκώνουν με τη βία• να με ξαναρίχνουν, αναγκάζοντας με να κινηθώ.
Που έβρισκαν τόση δύναμη, προπαντός ο Πέτρος Αντρέγιεβιτς; Απορώ ακόμα. Δέκα λεπτά περίπου κράτησε αυτό το «παιχνίδι». Ζεστάθηκα. Άρχισα να αισθάνομαι τα μέλη μου. Αναρίθμητες βελόνες λες και τρυπούσαν τα χέρια και τα πόδια μου, σημάδι πως το κρυοπάγημα υποχωρούσε.
Χαμογέλασα με ευγνωμοσύνη στους δυο φρουρούς.
- Ευχαριστώ, ψέλλισα αδύναμα.
- Ο γέρος σ' έσωσε. Αυτόν πρέπει να ευχαριστήσεις, είπε ο υπολοχαγός. Μου έκανε τόση εντύπωση το ότι έμεινε κοντά σου!... Πως δεν φοβήθηκες; ρώτησε γυρίζοντας σ' εκείνον. Αφού τη διαταγή την ξέρεις: Ένα βήμα έξω απ' τη γραμμή πυροβολούμε χωρίς προειδοποίηση!
Ο γέρος τους έβαλε μετάνοια.
- Γιατί να φοβηθώ; Όλοι οι άνθρωποι έχουν ψυχή ανθρώπινη. Ήξερα τι θα γίνει. Στη συμφορά κανένα δεν αφήνει ο Θεός αβοήθητο.
Όταν ξαναβρεθήκαμε στη φάλαγγα, όλοι έτριβαν τα μάτια τους. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι γυρίσαμε ζωντανοί. Κι εγώ δεν τους εξήγησα τι είχε γίνει.
Κάτω απ' αυτές, λοιπόν, τις συνθήκες γνωρίστηκα με τον Πέτρο Αντρέγιεβιτς. Μετά έμαθα πως είναι παπάς και λέγεται Αρσένιος.
Το 1963, ελεύθερος πια, συνάντησα στην Καλούγκα τον υπολοχαγό. Ήταν με πολιτικά. (Αργότερα έμαθα ότι δούλευε σε κάποιο εργοστάσιο). Τον πλησίασα και τον χαιρέτησα πρόσχαρα.
- Γεια σας, σύντροφε υπολοχαγέ.
Δεν με αναγνώρισε. Βοήθησα τη μνήμη του, αναφέροντας το παραπάνω περιστατικό. Θυμήθηκε.
- Φοβερή εποχή! Φοβερή ακόμα και η αναπόληση της!
Μπήκαμε σ' ένα καφενείο. Καθίσαμε και πιάσαμε την κουβέντα. Γυρίσαμε στα παλιά, πίνοντας βότκα.
- Πως δεν με σκοτώσατε τότε; τον ρώτησα. Και πως ο επιλοχίας με βοήθησε να συνέλθω;
- Καλά, εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; είπε με κάποιο παράπονο. Αλλά κι ο γέρος, ε; Στάθηκε να σας βοηθήσει αδιαφορώντας για τη ζωή του, ή μάλλον περιφρονώντας το θάνατο! Είναι αλήθεια ότι λέγονταν πολλά γι' αυτόν... Ξεχωριστός άνθρωπος, με πολλή καλοσύνη. Λέγανε πως ήταν παπάς. Που να βρίσκεται τώρα; Ζει άραγε;...
Του είπα ότι ζει. Δεν του αποκάλυψα όμως που, μήτε πως είχα αλληλογραφία μαζί του.
Μετά από ώρα χωριστήκαμε. Χαιρετηθήκαμε εγκάρδια. Και δεν συναντηθήκαμε ποτέ πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου