Λόγοι Α΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2001
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2001
Κεφάλαιο 4
Πώς ψεύτισε ο κόσμος
Η κακία των ανθρώπων έχει ξεπεράσει τα όρια. Κοιτάζουν πώς να ξεγελάση ο ένας τον άλλον. Και το θεωρούν κατόρθωμα που τον ξεγελούν. Αλήθεια, πώς ψεύτισε ο κόσμος! Όλα ψεύτικα τα φτιάχνουν. Χρήματα εν τω μεταξύ παίρνουν περισσότερα απ' όσα έπαιρναν οι παλιοί, οι καημένοι. Γενικά όλα τα ψεύτισαν. Μια μέρα μου έφερε κάποιος ντοματιές. Κάθε φυτό ήταν σε ένα σακκουλάκι μικρούτσικο με χώμα χοντρό, μέλαγγα, αμμούδα χοντρή, για να κρατάη την υγρασία. Βαριούνται να ρίξουν λίγο νερό! Ούτε καν να βάλουν κοπριά, μόνον επάνω-επάνω είχε λίγη σαν το μαυροπίπερο! Οπότε, όταν τις έβγαλα από το σακκουλάκι, όλη η ρίζα ήταν σάπια. Έρριξα ένα στρώμα χώμα από πάνω, για να βγάλουν νέες ρίζες.
Και πώς ξεγελούν τον κόσμο! Να δήτε, μου είχαν φέρει ένα κουτί μεγάλο με γλυκά. “Θα το ανοίξω, είπα, όταν θα 'ρθη καμμιά παρέα μεγάλη. Ας μην το ανοίξω τώρα και πάνε μυρμήγκια”. Μια μέρα μαζεύτηκαν κάμποσοι, υπολόγισα ότι θα φθάσουν και θα περισσέψουν κιόλας. Μόλις το ανοίγω, βλέπω μέσα φελιζόλ από 'δω, φελιζόλ από 'κει... Και ήταν τόοοσο μικρό αυτό που είχε τα γλυκά. Όλο το άλλο ήταν άδειο! Μια άλλη φορά μου έφεραν ένα επίσημο κουτί γλυκά δεμένο με κορδέλλες. “Θα το φυλάξω, είπα, για τα παιδιά της Αθωνιάδος”. Και τελικά ήταν κάτι λουκούμια σκληρά, παλιά λουκούμια! Εγώ τέτοια λουκούμια δεν τα δίνω. Δίνω στον κόσμο κανένα μαλακό λουκούμι.
- Γέροντα, δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι αδικία;
- Το θεωρούν κατόρθωμα. Γιατί η αμαρτία έχει γίνει μόδα τώρα και η αδικία θεωρείται εξυπνάδα. Το κοσμικό πνεύμα δυστυχώς τροχάει το μυαλό στην πονηριά, και το θεωρεί κατόρθωμα εκείνος που αδικεί τον συνάνθρωπό του. Παίρνει μάλιστα και τον τίτλο: “Αυτός είναι διάβολος, τα καταφέρνει”, ενώ εσωτερικά υποφέρει από τον έλεγχο της συνειδήσεως, την μικρή κόλαση.
Ο δίκαιος έχει τον Θεό με το μέρος του
Όλοι οι άνθρωποι δεν χωράνε σ' αυτόν τον κόσμο σήμερα. Αν κάποιος θέλη να ζήση τίμια και πνευματικά, δεν χωράει μέσα στον κόσμο.
- Γέροντα, γιατί δεν χωράει;
- Όταν είναι κανείς ευαίσθητος και βρεθή σε ένα σκληρό περιβάλλον και του κάνουν την ζωή μαύρη, πώς να αντέξη; ή πρέπει να βρίζη κ.λπ. ή να φύγη. Αλλά και να φύγη δεν μπορεί, γιατί χρειάζεται να ζήση. Του λέει το αφεντικό: “Σου έχω εμπιστοσύνη, γιατί δεν κλέβεις, πρέπει όμως να βάζης και σάπια ανάμεσα στα καλά. Μέσα στις καλές μπάλες τριφύλλι πρέπει να βάλης και λίγες χωνεμένες”! Τον βάζει και διευθυντή, για να τον κρατήση, πρέπει όμως να κάνη και έτσι, γιατί αλλιώς θα τον πετάξη από την δουλειά. Μετά ο καημένος δεν κοιμάται, αρχίζει τα χάπια. Ξέρετε τι τραβάνε οι καημένοι οι άνθρωποι; Τι δυσκολίες, τι εκβιασμούς συναντούν πολλοί στις δουλειές του από τους προϊσταμένους; Τους κάνουν την ζωή μαύρη. Να παρατήσουν την δουλειά; Έχουν οικογένεια. Να καθήσουν; Βάσανα. Μπρος βαθύ και πίσω ρέμα, και τα δυό στενά. Πάει να σκάση κανείς. Κάνει υπομονή, παλεύει.
Σε άλλον του αφήνουν όλη την δουλειά και πάει ο συνάδελφος μόνο για να πληρωθή. Γνωρίζω έναν που ήταν κάπου διευθυντής. Όταν άλλαξαν τα πράγματα, τον έβγαλαν από διευθυντή και έβαλαν άλλον του κόμματος, που ούτε το Λύκειο δεν είχε τελειώσει. Τον έκαναν διευθυντή, αλλά δεν ήξερε την δουλειά, και έτσι δεν μπορούσαν να πάνε σε άλλη θέση τον προηγούμενο. Λοιπόν, τι κάνουν; Βάζουν στον ίδιο χώρο και δεύτερο γραφείο! Την δουλειά την έκανε ο παλιός διευθυντής και ο νέος καθόταν, τσιγάρο, καφέ, κουβέντα... Τελείως αναιδής! Δεν του έκοβε κιόλας, έλεγε ό,τι του ερχόταν, και έπεφτε η ευθύνη μετά στον παλιό. Μέχρι που αναγκάσθηκε να φύγη ο καημένος. “Μήπως πρέπει να πάω κάπου αλλού; Ο χώρος είναι μικρός, δεν χωράνε δυό γραφεία. Καλύτερα, κάθησε εσύ εδώ”, του είπε και σηκώθηκε και έφυγε, γιατί του έκανε και την ζωή μαύρη. Και δεν είναι μια μέρα, δυό. Κάθε μέρα να έχης έναν τέτοιον στο κεφάλι σου, είναι βάσανο!
Τον δίκαιο άνθρωπο συνήθως οι άλλοι τον σπρώχνουν στην τελευταία θέση ή ακόμη του παίρνουν και την θέση. Τον αδικούν, τον πατούν -”πατούν επί πτωμάτων”, έτσι δεν λέγεται; Αλλά, όσο οι άνθρωποι τον σπρώχνουν προς τα κάτω, τόσο ο Θεός τον ανεβάζει προς τα άνω σαν τον φελλό. Θέλει όμως πάρα πολλή υπομονή. Η υπομονή ξεκαθαρίζει πολλά πράγματα. Αυτός που θέλει να ζήση με αρετή και να είναι τίμιος στην δουλειά του, είτε εργάτης είναι είτε έμπορος είτε οτιδήποτε είναι, πρέπει να το πάρη απόφαση ότι, όταν αρχίση την δουλειά του, θα φθάση σε σημείο να μην έχη να πληρώση λ.χ. ούτε τα ενοίκια, αν έχη μαγαζί, για να του έρθη η ευλογία του Θεού. Όχι όμως να πηγαίνη με τον σκοπό: “Αν φθάσω μέχρις εκεί, μετά θα έχω πελατεία”! Να μην πάη με τέτοιο σκοπό, γιατί τότε ο Θεός δεν θα του δώση. Αλλά όταν πη: “Θα ζήσω κατά Θεόν, δεν θα κάνω αδικίες, θα πω ότι αυτό αξίζει πενήντα δραχμές και εκείνο διακόσιες δραχμές”, ο Θεός δεν θα τον αφήση. Κάποιος άλλος εν τω μεταξύ εκείνο που θα το δίνη αυτός πενήντα δραχμές, θα το δίνη πεντακόσιες δραχμές και θα πλουτίση. Τελικά όμως ο απατεώνας αυτός θα φθάση σε σημείο να μην έχη να πληρώση ούτε τα ενοίκια και θα το κλείση το μαγαζί του, γιατί ο κόσμος πληροφορείται, ενώ σιγά-σιγά ο τίμιος δεν θα μπορή να τα βγάλη πέρα από την πελατεία που θα έχη, θα παίρνη συνέχεια υπαλλήλους! Αλλά στην αρχή θα δοκιμασθή. Ο καλός δοκιμάζεται στα χέρια των κακών, περνάει από τα λανάρια (5).
Όταν πάη κανείς με τον διάβολο, με πονηριές, δεν ευλογεί ο Θεός τα έργα του. ό,τι κάνουν οι άνθρωποι με πονηριά, δεν ευδοκιμεί. Μπορεί να φαίνεται ότι προχωράει, αλλά τελικά θα σωριάση. Το κυριώτερο είναι να ξεκινά κανείς από την ευλογία του Θεού για ό,τι κάνει! Ο άνθρωπος, όταν είναι δίκαιος, έχει τον Θεό με το μέρος του. και όταν έχη και λίγη παρρησία στον Θεό, τότε θαύματα γίνονται. Όταν κανείς βαδίζη με το Ευαγγέλιο, δικαιούται την θεία βοήθεια. Βαδίζει με τον Χριστό. Πώς να το κάνουμε; την δικαιούται. Όλη η βάση εκεί είναι. Από 'κει και πέρα να μη φοβάται τίποτε. Αυτό που έχει σημασία είναι να αναπαύεται ο Χριστός, η Παναγία και οι Άγιοι στην κάθε ενέργειά μας, και τότε θα έχουμε την ευλογία του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων μας, και το Άγιο Πνεύμα θα επαναπαύεται σ' εμάς. Η τιμιότης του ανθρώπου είναι το ανώτερο Τιμιόξυλο. Αν ένας δεν είναι τίμιος και έχη Τιμιόξυλο, είναι σαν να μην έχη τίποτε. Ένας και Τιμιόξυλο να μην έχη, αν είναι τίμιος, δέχεται την θεία βοήθεια. Και αν έχη και Τιμιόξυλο, τότε!...
5) Μηχάνημα χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο, με το οποίο έξαιναν και καθάριζαν το μαλλί που επρόκειτο να κλωσθή.
Ο δίκαιος ανταμείβεται και σ' ετούτη την ζωή
Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ' αυτήν την ζωή. Πριν από πολλά χρόνια με είχε επισκεφθή ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και καλοκάγαθος, και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίση ο Χριστός τα παιδιά του, όταν ενηλικιωθούν, να μην γογγύσουν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που τους είχαν κάνει, και μου διηγήθηκε την υπόθεση. Όπως είδα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός από πέντε παιδιά της οικογενείας του και μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα τους συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέρφια. Εργάσθηκε σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. και αποκατέστησε τις δυό αδερφές τους. Παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέρφια του, πήραν όλα τα καλά κτήματα, ελαιώνες κ.λπ. Και σ' αυτόν άφησαν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι αμμουδιές. Στο τέλος παντρεύτηκε και αυτός και απέκτησε τρία παιδάκια. Ήταν ηλικιωμένος φυσικά και σκεφτόταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν την αδικία και γογγύσουν. Μου έλεγε: “Εγώ δεν στενοχωριέμαι για την αδικία, γιατί διαβάζω το Ψαλτήρι. Ένα Κάθισμα το απόγευμα και δυό Καθίσματα πριν ξημερώση. Σχεδόν το έμαθα απ' έξω το Ψαλτήρι. Κανένας Ψαλμός δεν λέει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δικαίους τους σκέφτεται ο Θεός. Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που έχασα, αλλά λυπάμαι τα αδέρφια μου που χάνουν την ψυχή τους.” Έφυγε μετά ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος και με ξαναεπισκέφθηκε μετά από δέκα χρόνια περίπου, πολύ χαρούμενος, και με ρωτάει: “Με θυμάσαι, Πάτερ, με θυμάσαι;” “Ναι”, του είπα και τον ρώτησα πώς περνάει. “Έγινα πλούσιος τώρα”, μου απάντησε. “Και πώς έγινες πλούσιος αδερφέ;” “Να, εκείνα τα άχρηστα χωράφια, οι αμμουδιές, πήραν μεγάλη αξία, γιατί ήταν παραθαλάσσια. Αυτήν την φορά ήρθα να μου πης τι να τα κάνω τα πολλά χρήματα που έχω”. “Να εξασφαλίσης τα παιδιά σου με ένα σπιτάκι και να κρατήσης μερικά χρήματα και για τις σπουδές τους, μέχρι να τακτοποιηθούν”. “Έχω και για τα παιδιά μου, μου λέει, αλλά πάλι είναι πολλά”. “Δώσε στους φτωχούς συγγενείς σου πρώτα και μετά σε άλλους φτωχούς”. “Έδωσα, Πάτερ, αλλά πάλι είναι πολλά”. “Δώσε, για να φτιάξουν τον Ναό του χωριού σου και τα εξωκκλήσια”. “Έδωσα, αλλά πάλι είναι πολλά”. Τότε του λέω: “Θα εύχωμαι να σε φωτίζη ο Χριστός, για να κάνης καλωσύνες εκεί που υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη”. Μετά τον ρώτησα: “Τι κάνουν τα αδέρφια σου; που βρίσκονται;” Ξέσπασε σε κλάμα και με λυγμούς μου απάντησε: “Δεν ξέρω, Πάτερ μου, χάθηκαν και τα ίχνη τους. Είχαν πουλήσει τα κτήματα από το χωριό, ελαιώνες και χωράφια, και τώρα δεν ξέρω που βρίσκονται. Είχαν πάει πρώτα στην Γερμανία, μετά στην Αυστραλία και τώρα δεν ακούγονται”. Μετανόησα που τον ρώτησα για τα αδέρφια του, γιατί δεν ήξερα πως θα λυπηθή τόσο πολύ. Τον παρηγόρησα μετά και έφυγε ειρηνικός. Του είπα να ευχηθούμε και οι δυό να μάθουμε και γι' αυτούς χαρούμενες ειδήσεις. Θυμήθηκα μετά τον Ψαλμό που λέει: “Είδον τον ασεβή υπερυψούμενον και επαιρόμενον ως τας κέδρους του Λιβάνου. Και παρήλθον και ιδού ουκ ην και εζήτησα αυτόν και ουχ ευρέθη ο τόπος αυτού” (6). Αυτό ακριβώς συνέβη με τα ταλαίπωρα αδέρφια του.
Χειρότερο πράγμα από την αδικία δεν υπάρχει. Οτιδήποτε κάνετε, κοιτάξτε νάχετε την ευλογία του Θεού.
6) Ψαλμ. 36, 35-36
Κεφάλαιο 5
“Ευλογείτε και μη καταράσθε” (1)
Με ρώτησε κάποιος: “Αυτό πουτ ψάλουμε την Μεγάλη Σαρακοστή, το “Πρόσθες αυτοίς κακά, Κύριε, τους ενδόξοις της γής” (2), γιατί το λέμε, αφού είναι κατάρα;” “Όταν κάνουν επιδρομή οι βάρβαροι, του είπα, και πάνε να καταστρέψουν στα καλά καθούμενα έναν λαό και ο λαός προσεύχεται να τους βρουν κακά, δηλαδή να σπάσουν τα αμάξια τους, και τα άλογά τους να πάθουν κάτι, για να εμποδισθούν, καλό είναι ή κακό; Αυτό εννοεί, να τους έρθουν εμπόδια. Δεν είναι ότι καταριούνται”.
- Γέροντα, πότε πιάνει η κατάρα;
- Η κατάρα πιάνει, όταν υπάρχη στην μέση αδικία. Αν λ.χ. κάποια κοροϊδέψη μια πονεμένη ή της κάνη ένα κακό και η πονεμένη την καταρασθή, πάει, χάνεται το σόι της. Όταν δηλαδή κάνω κακό σε κάποιον και εκείνος με καταριέται, πιάνουν οι κατάρες του. Επιτρέπει ο Θεός και πιάνουν, όπως επιτρέπει λ.χ. να σκοτώση ένας κάποιον άλλον. Όταν όμως δεν υπάρχη αδικία, τότε η κατάρα γυρνά πίσω σ' αυτόν που την έδωσε.
- Και πώς απαλλάσσεται κανείς από την κατάρα;
- Με την μετάνοια και την εξομολόγηση. Έχω υπ' όψιν μου πολλές περιπτώσεις, άνθρωποι που ταλαιπωρήθηκαν από κατάρα, όταν το κατάλαβαν ότι τους καταράσθηκαν, γιατί είχαν φταίξει, μετάνοιωσαν, εξομολογήθηκαν και τακτοποιήθηκαν. Αν αυτός που έφταιξε πη: “Θεέ μου, έκανα αυτό και αυτό, συγχώρεσέ με...” και εξομολογηθή με πόνο και ειλικρίνεια, τότε ο Θεός θα τον συγχωρήση, Θεός είναι.
- Και τιμωρείται μόνον αυτός που δέχεται την κατάρα ή και αυτός που την δίνει;
- Αυτός που δέχεται την κατάρα, βασανίζεται σ' αυτήν την ζωή. Αυτός όμως που καταράσθηκε, βασανίζεται και σ' αυτήν την ζωή, και στην άλλη, γιατί ως εγκληματίας θα τιμωρηθή εκεί από τον Θεό, αν δεν μετανοήση και εξομολογηθή. Γιατί, εντάξει, μπορεί κάποιος να σε πείραξε, εσύ όμως με την κατάρα που δίνεις, είναι σαν να παίρνης το πιστόλι και να τον σκοτώνης. Με ποιο δικαίωμα το κάνεις αυτό; Ό,τι και αν σου έκανε ο άλλος, δεν έχεις δικαίωμα να τον σκοτώσης. Για να καταρασθή κανείς, σημαίνει ότι έχει κακία. Κατάρα δίνει κανείς, όταν το λέη με πάθος, με αγανάκτηση.
Η κατάρα, όταν προέρχεται από άνθρωπο που έχει δίκαιο, έχει μεγάλη ισχύ, ιδίως η κατάρα της χήρας. Θυμάμαι, μια γριά είχε ένα αλογάκι και το έβαζε στην άκρη του δάσους να βοσκήση. Επειδή ήταν λίγο ζόρικο, είχε βρει ένα γερό σχοινί και το έδενε. Μια φορά πήγαν στο δάσος τρεις γυναίκες να κόψουν ξύλα. Η μια ήταν πλούσια, η άλλη χήρα και η άλλη ήταν ορφανή και πολύ φτωχιά. Είδαν το άλογο που ήταν δεμένο με το σχοινί και βοσκούσε και είπαν: “Δεν παίρνουμε το σχοινί να δέσουμε τα ξύλα;” Το έκοψαν στα τρία και πήρε η καθεμιά από ένα κομμάτι να δέσουν τα δεμάτια τους. Επόμενο ήταν να φύγη το άλογο. Όταν ήρθε η γριά και δεν βρήκε το ζώο, αγανάκτησε. Άρχισε να το ψάχνη παντού, παιδεύτηκε πολύ να το βρη. Τελικά, όταν το βρήκε, είπε αγανακτισμένη: “Με το ίδιο το σχοινί να την κουβαλήσουν αυτήν που το πήρε”. Μια μέρα, ο αδελφός της πλούσιας έκανε αστεία με ένα όπλο νομίζοντας πως είναι άδειο -ήταν από αυτά που είχαν αφήσει οι Ιταλοί- και χτύπησε την αδελφή του στον λαιμό. Έπρεπε να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο και χρειάσθηκε σχοινί, για να την δέσουν επάνω σε μια ξύλινη σκάλα. Εκείνη την ώρα βρέθηκε το ένα κομμάτι σχοινί, το κλεμμένο, αλλά δεν έφθανε. Έφεραν και οι δύο άλλες γειτόνισσες τα δικά τους κλεμμένα κομμάτια και την έδεσαν στην σκάλα και την μετέφεραν στο νοσοκομείο. Έτσι πραγματοποιήθηκε η κατάρα της γριάς, “Με το ίδιο σχοινί να την κουβαλήσουν”. Και τελικά πέθανε η καημένη, ο Θεός να την αναπαύση. Βλέπετε, έπιασε η κατάρα στην πλούσια, που δεν είχε οικονομική ανάγκη. Οι άλλες είχαν την φτώχεια τους, είχαν κάποια ελαφρυντικά.
1) Βλ. Ρωμ. 12, 14
2) Ησ. 26, 15
Αρρώστιες και ατυχήματα από κατάρα
Πολλές αρρώστιες που δεν βρίσκουν οι γιατροί από τι είναι, μπορεί να είναι από κατάρα. Τι να βρουν οι γιατροί, την κατάρα; Μια φορά μου έφεραν στο Καλύβι έναν παράλυτο. Ολόκληρος άνδρας δεν μπορούσε να καθήση. Το κορμί του ήταν τεντωμένο σαν ξύλο. Τον κουβαλούσε ένας στην πλάτη και ένας άλλος τον κρατούσε από πίσω. Του έβαλα δυό κούτσουρα και ακουμπούσε λίγο ο καημένος. Μου λένε αυτοί που τον συνόδευαν: “Από δεκαπέντε χρονών παιδί είναι σ' αυτήν την κατάσταση και έχουν περάσει δεκαοκτώ χρόνια από τότε”. “Μα πως στα καλά καθούμενα να το πάθη αυτό; είπα. Δεν μπορεί, κάτι συμβαίνει”. Έψαξα από δω-από 'κει και βρήκα ότι κάποιος τον είχε καταρασθή. Τι είχε συμβή; Κάποτε πήγαινε με το αστικό στην σχολή του και καθόταν σε μια θέση τεντωμένος. Σε κάποια στάση μπήκε ένας ηλικιωμένος παπάς και ένα γεροντάκι και στάθηκαν όρθιοι δίπλα του. Τότε του είπε ένας: “Σήκω, να καθήσουν οι μεγάλοι”. Αυτός τεντώθηκε ακόμη περισσότερο στο κάθισμα, χωρίς να δώση σημασία. Οπότε το γεροντάκι που στεκόταν όρθιο του λέει: “Τεντωμένος να μείνης και ποτέ να μην μπορής να καθήσης”. Και η κατάρα έπιασε. Βλέπεις, είχε αναίδεια ο νέος. Σου λέει: “Γιατί να σηκωθώ, αφού την πλήρωσα την θέση;” Ναι, αλλά και ο άλλος πλήρωσε και είναι ηλικιωμένος, σεβάσμιος, και στέκεται όρθιος και εσύ είσαι μικρό παιδί, δεκαπέντε χρονών, και κάθεσαι. “Από αυτό είναι, του λέω. Κοίταξε να μετανοήσης, για να γίνης καλά, χρειάζεται μετάνοια”. Ο καημένος, μόλις το κατάλαβε λίγο και το αναγνώρισε, αμέσως τακτοποιήθηκε.
Πόσα από αυτά που συμβαίνουν σήμερα είναι από κατάρα, από αγανάκτηση. Και όταν εξοντώνωνται ολόκληρες οικογένειες ή πεθαίνουν πολλά άτομα από μια οικογένεια, να ξέρετε, είναι ή από αδικία ή από μάγια ή από κατάρα. Ένας πατέρας είχε ένα παιδί που όλο γύριζε. Μια φορά του λέει αγανακτισμένος: “Να έλθης μια και καλή”. Το παιδί εκείνο το βράδυ, καθώς ερχόταν στο σπίτι, ακριβώς έξω από την πόρτα, το χτύπησε ένα αυτοκίνητο και έμεινε στον τόπο. Τον πήραν οι φίλοι του σκοτωμένο και τον πήγαν μέσα στο σπίτι του. Ήρθε μετά ο πατέρας στο Καλύβι και έκλαιγε. “Το παιδί μου σκοτώθηκε έξω από την πόρτα του σπιτιού μου”, έλεγε. Από 'δω-από 'κει, μετά μου λέει: “Του είχα πει μια κουβέντα”. “Τι του είπες;” του λέω. “Αγανάκτησα που ξενυχτούσε και του είπα: “Να έρθης μια και καλή!” Μήπως ήταν απ' αυτό”; “Εμ, από τι ήταν; του λέω. Κοίταξε να μετανοήσης, να εξομολογηθής”. “Αυτήν την φορά να έρθης μια και καλή”, του είπε, και το παιδί το έφεραν νεκρό. Άντε μετά να χτυπιέται ο πατέρας, να κλαίη...
Η κατάρα των γονέων πιάνει πολύ
Να ξέρετε, η κατάρα των γονέων πιάνει πολύ, ακόμη και η αγανάκτησή τους. Και να μην το καταρασθή ο γονιός το παιδί, αλλά μόνο να αγανακτήση μαζί του, το παιδί δεν βλέπει άσπρη μέρα, η ζωή του είναι όλο βάσανα. Ταλαιπωρείται πολύ σ' αυτήν την ζωή. Φυσικά, στην άλλη ζωή ξελαφρώνει, γιατί ξοφλάει εδώ μερικά. Γίνεται αυτό που λέει ο Αββάς Ισαάκ: “Τρώει την κόλαση” (3), λιγοστεύει δηλαδή την κόλαση με τις ταλαιπωρίες εδώ, σ' αυτήν την ζωή. Γιατί ταλαιπωρία σ' αυτήν την ζωή τρώει την κόλαση. Δηλαδή, όταν λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι, αφαιρείται λίγο από την κόλαση, από τα βάσανα.
Αλλά και οι γονείς που στέλνουν τα παιδιά τους στον “έξω απ' εδώ”, τα τάζουν στον διάβολο και έχει δικαιώματα μετά ο διάβολος. “Μου τόταξες”, σου λέει. Ήταν ένα ανδρόγυνο στα Φάρασα (4). Αυτοί είχαν ένα παιδάκι που έκλαιγε, και ο πατέρας συνέχεια το έστελνε στον “έξω απ' εδώ”. Και να, τι έγινε. Επέτρεψε ο Θεός και, όταν το έστελνε στον “έξω απ' εδώ”, εξαφανιζόταν το παιδί από την κούνια. Η φουκαριάρα η μάνα πήγαινε μετά στον Χατζεφεντή (5). “Χατζεφεντή, νάχω την ευχή σου, το παιδί το πήραν οι δαίμονες”. Πήγαινε ο Χατζεφεντής, διάβαζε ευχές στην κούνια, επέστρεφε το παιδί. Αυτή η δουλειά γινόταν συνέχεια. Η καημένη έλεγε: “Χατζεφεντή, νάχω την ευχή σου, πού θα πάη αυτό;” “Εγώ δεν κουράζομαι να έρχωμαι, της έλεγε, εσύ κουράζεσαι να έρχεσαι να με φωνάζης; Θα κουρασθή ο διάβολος και θα σου αφήση”. Από τότε δεν εξαφανιζόταν το παιδί. Όταν μεγάλωσε μετά, το έλεγαν “υπόδειγμα του διαβόλου”. Ανακάτευε όλο το χωριό, άνω-κάτω τους έκανε. Τι τραβούσε ο πατέρας μου (6)! Πήγαινε στον έναν και έλεγε: “Ο τάδε είπε αυτό για σένα”. Πήγαινε στον άλλο, έλεγε τα ίδια. Μετά πιάνονταν ο ένας με τον άλλον, χτυπιόνταν. Όταν το καταλάβαιναν, πήγαιναν σ' αυτόν να τον πιάσουν, να τον λιντσάρουν. Αυτός τους κατάφερνε όμως να του ζητάνε και συγγνώμη! Τόσο διαβολεμένος ήταν! Υπόδειγμα του διαβόλου! Οικονόμησε ο Θεός να δουν και στην συνέχεια οι άλλοι το αποτέλεσμα, για να βάλουν μυαλό, να φρενάρουν τον εαυτό τους και να είναι πολύ προσεκτικοί, τώρα αυτόν πώς θα τον κρίνη ο Θεός, είναι άλλο θέμα. Φυσικά, έχει πολλά ελαφρυντικά.
Η μεγαλύτερη περιουσία για τον κόσμο είναι η ευχή των γονέων. Όπως και στην μοναχική ζωή η μεγαλύτερη ευλογία είναι να πάρης την ευχή του Γέροντά σου. Γι' αυτό λένε: “Να πάρης την ευχή των γονέων”. Μια μάνα, θυμάμαι, είχε τέσσερα παιδιά και έκλαιγε η καημένη: “Θα πεθάνω με τον καημό, μου έλεγε, δεν παντρεύτηκε κανένα παιδί. Κάνε προσευχή”. Χήρα γυναίκα εκείνη, ορφανά αυτά, τους πόνεσα. Κάνω προσευχή, κάνω προσευχή, τίποτε. Λέω, “κάτι συμβαίνει εδώ”. “Μας έχουν κάνει μάγια”, έλεγαν τα παιδιά. “Δεν είναι μάγια, φαίνεται αυτό, όταν είναι από μάγια. Μήπως σας καταριόταν η μάνα σας;” τα ρωτάω. “Ναι, Πάτερ, μου λένε, η μητέρα μας, όταν ήμασταν μικρά, επειδή ήμασταν πολύ ζωηρά, μας έλεγε συνέχεια από το πρωί μέχρι το βράδυ: “Κούτσουρα να μείνετε, κούτσουρα να μείνετε””. “Πάτε να τραντάξετε την μάνα σας, τα λέω, και να της πήτε να μετανοήση, να εξομολογηθή και από 'δω και πέρα να σας δίνει ευχές συνέχεια”. Μέσα σε ενάμισι χονο παντρεύτηκαν και τα τέσσερα. Εκείνη η καημένη ήταν χήρα γυναίκα, ήταν, φαίνεται, και στενόκαρδη, και εκείνα ζωηρά, την έσκαγαν, και έτσι τα καταριόταν.
- Αν οι γονείς καταρασθούν τα παιδιά και μετά πεθάνουν, πώς θα απαλλαγούν τα παιδιά από την κατάρα;
- Αν ψάξουν τα παιδιά στον εαυτό τους, θα βρουν ότι, για να τα καταρασθούν οι γονείς τους, φαίνεται θα ήταν παλαβά και θα τους βασάνιζαν. Οπότε, αν συναισθανθούν το σφάλμα τους και μετανοήσουν ειλικρινά και εξομολογηθούν, τακτοποιούνται. Και αν τα παιδιά κάνουν πνευματική προκοπή, θα βοηθηθούν και οι γονείς.
- Γέροντα, και εμένα, όταν έφευγα για το Μοναστήρι, οι γονείς μου με καταριόνταν.
- Αυτές είναι οι μόνες κατάρες που γίνονται ευχή.
3) Βλ. Ισαάκ Σύρου, Ασκητικά, Λόγος ΝΕ', έκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 219
4) Το Κεφαλοχώρι έξι ελληνικών χωριών στην περιοχή της Καισαρείας της Καππαδοκίας, πατρίδα του Αγίου Αρσενίου του Καππαδόκου και του Γέροντα.
5) Έτσι αποκαλούσαν οι Φαρασιώτες τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη.
6) Ο πατέρας του Γέροντα ήταν πρόεδρος του χωριού.
Η ... “ευγενική” κατάρα
- Γέροντα, είναι σωστό να λέη κανείς γι' αυτόν που τον αδικεί: “Ας το βρη από τον Θεό”;
- Όποιος το λέει αυτό κοροϊδεύεται από τον πονηρό και δεν καταλαβαίνει ότι με αυτόν τον τρόπο καταριέται με ευγένεια. Είναι μερικοί που λένε ότι είναι ευαίσθητοι και έχουν αγάπη και λεπτότητα και ανέχονται μεν τις αδικίες που τους κάνουν οι άνθρωποι, αλλά λένε: “Ας το βρουν από τον Θεό”. Σ' αυτήν την ζωή όλοι οι άνθρωποι δίνουμε εξετάσεις, για να περάσουμε στην άλλη την αιώνια, στον Παράδεισο. Μου λέει ο λογισμός ότι αυτή η ευγενική κατάρα είναι κάτω από την πνευματική βάση και δεν επιτρέπεται σε Χριστιανό, γιατί ο Χριστός δεν μας δίδαξε τέτοιου είδους αγάπη, αλλά το “Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι” (7). Όπως επίσης καλύτερη ευχή από όλες είναι, όταν μας καταριούνται άδικα και το δεχώμαστε σιωπηλά με καλωσύνη.
Όταν συκοφαντηθούμε ή αδικηθούμε είτε από επιπόλαιους είτε από πονηρούς ανθρώπους, που έχουν κακότητα και διαστρέφουν και την αλήθεια, εάν μπορούμε, καλά είναι να μη θέλουμε να δικαιωθούμε, όταν η αδικία αφορά μόνον το άτομό μας. Ούτε και να πούμε: “Να το βρουν από τον Θεό”, γιατί και αυτό είναι κατάρα. Καλά είναι να τους συγχωρέσουμε με όλη την καρδιά μας και να παρακαλέσουμε τον Θεό να μας δυναμώση, να μπορέσουμε να σηκώσουμε το βάρος της συκοφαντίας και να συνεχίσουμε την πνευματική ζωή (στην αφάνεια, όσο μπορούμε). Ας συνεχίζουν οι άνθρωποι που έχουν ως τυπικό να κρίνουν και να κατακρίνουν, να μας αδικούν, γιατί συνέχεια με τον τρόπο τους αυτόν μας ετοιμάζουν χρυσά στεφάνια για την αληθινή ζωή. Φυσικά, όσοι είναι κοντά στον Θεό ποτέ δεν καταριούνται, γιατί δεν έχουν κακότητα αλλά όλο καλωσύνη και ό,τι κακό κι αν πετάξη κανείς σ' αυτούς τους αγιασμένους ανθρώπους αγιάζεται, και αισθάνονται μεγάλη, κρυφή χαρά.
Η βασκανία
Η ζήλεια, όταν έχη κακότητα, μπορεί να κάνη ζημιά. Αυτή είναι η βασκανία, είναι μια δαιμονική ενέργεια.
- Γέροντα, την βασκανία την παραδέχεται η Εκκλησία;
- Ναι, υπάρχει και ειδική ευχή (8). Όταν κανείς λέη κάτι με φθόνο, τότε πιάνει το “μάτι”.
- Πολλοί, Γέροντα, ζητούν “ματάκια” για τα μωρά, για να μην τα ματιάζουν. Κάνει να φορούν τέτοια;
- Όχι, δεν κάνει. Να λέτε στις μητέρες σταυρό να τα φορούν.
- Γέροντα, αν κανείς επαινέση ένα ωραίο έργο, και αυτοί που το έφτιαξαν δεχθούν τον έπαινο με υπερήφανο λογισμό και γίνη ζημιά, αυτό είναι βασκανία;
- Αυτό δεν είναι βασκανία. Σ' αυτήν την περίπτωση λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι. Παίρνει την Χάρη Του ο Θεός από τον άνθρωπο, και τότε γίνεται ζημιά. Βασκανία υπάρχει σε σπάνιες περιπτώσεις. Ιδίως οι άνθρωποι που έχουν ζήλεια και κακότητα -λίγοι είναι τέτοιοι- αυτοί είναι που ματιάζουν. Μια γυναίκα λ.χ. βλέπει ένα παιδάκι χαριτωμένο με την μάνα του και λέει με κακότητα: “Γιατί να μην το είχα εγώ αυτό το παιδί; Γιατί να το δώση ο Θεός σ' αυτή;” Τότε το παιδάκι εκείνο μπορεί να πάθη ζημιά, να μην κοιμάται, να κλαίη, να ταλαιπωρήται, γιατί εκείνη το είπε με μια κακότητα. Και αν αρρώσταινε και πέθαινε το παιδί, θα έννιωθε χαρά μέσα της. Άλλος βλέπει ένα μοσχαράκι, το λαχταρά, και αμέσως εκείνο ψοφάει.
Πολλές φορές όμως μπορεί να ταλαιπωρήται το παιδί και να φταίη η ίδια η μάνα. Μπορεί δηλαδή η μάνα να είδε καμμιά φορά κανένα αδύνατο παιδάκι και να είπε: “Τι είναι αυτό; Τι σκελετωμένο παιδί!” Να καμάρωνε το δικό της και να κατηγόρησε το ξένο. Και αυτό που είπε με κακία για το ξένο παιδί, πιάνει στο παιδί της. Μετά το παιδί ταλαιπωρείται εξ αιτίας της μάνας, χωρίς να φταίη. Λειώνει-λειώνει το καημένο, για να τιμωρηθή η μάνα και να καταλάβη το σφάλμα της. Τότε φυσικά το παιδί θα πάη μάρτυρας! Τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος.
8) Ο Γέροντας τόνιζε πως μόνον ο ιερεύς μπορεί να διαβάζη την ευχή για βασκανία.
Η ευχή που βγαίνει από την καρδιά, είναι θεϊκή ευχή
Τώρα να σας δώσω και εγώ μια... “κατάρα”! Ο Θεός να πλημμυρίση την καρδιά σας με την καλωσύνη Του και την πολλή Του αγάπη, μέχρι που να παλαβώσετε, για να φύγη ο νους σας πια από την γη και να βρίσκεται από τώρα κοντά Του στον Ουρανό. Να τρελλαθήτε από την θεία τρέλλα της αγάπης του Θεού! Να σας κάψη ο Θεός με την αγάπη Του τις καρδιές σας! Άλλη φορά μη με αναγκάσετε για δεύτερη, γιατί πιάνει η... “κατάρα” μου (η καλή), επειδή βγαίνει από την καρδιά μου. Και τότε που ήμουν στο Σανατόριο (9) σας είχα λυπηθή. Οκτώ χρόνια μερικές περίμεναν: “Θα κάνουμε Μοναστήρι”, έλεγαν, αλλά το Μοναστήρι δεν γινόταν. Είχαν μαραζώσει. Τότε είπα: “Μόλις βγω από το νοσοκομείο, θα φυτρώση το Μοναστήρι σαν μανιτάρι. Σε έναν χρόνο θα είστε στο Μοναστήρι!” Και πράγματι σε έναν χρόνο μέσα έγινε το Μοναστήρι! Το είπα, εκεί πέρα, με την καρδιά μου. Είχατε καλή διάθεση, γι' αυτό δεν σας άφησε ο Θεός, αλλιώς δεν εξηγείται!
Όταν πονέσης έναν άνθρωπο που έχει ταπείνωση και με την καρδιά του σου ζητά να ευχηθής λ.χ. για ένα πάθος που τον ταλαιπωρεί και του πης, “μη φοβάσαι, θα γίνης καλύτερος”, του δίνεις τέτοια ευχή, που είναι θεϊκή ευχή. Έχει πολλή αγάπη, πόνο, και γι' αυτό πιάνει. Είναι αρεστό στον Θεό, και εκπληρώνει ο Θεός την ευχή. Δηλαδή και μόνον ο πόνος που νιώθει κανείς για κάποιον είναι σαν ευχή.
Μια φορά, όταν ήμουν στρατιώτης, με έστειλε ο Διοικητής να εκπληρώσω ένα τάμα σε ένα εξωκκλήσι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, γιατί τότε με τον πόλεμο μας είχε βοηθήσει ο Άγιος. Θα πήγαινα να πάρω δυο μανουάλια για το εκκλησάκι και παράλληλα θα συνόδευα και κάποιον που ήταν να περάση από Στρατοδικείο στην Ναύπακτο. Οι άλλοι είπαν στον Διοικητή: “Βρήκες άνθρωπο να τον παραδώση!” Ήταν από την Ήπειρο ο καημένος, οργανοπαίκτης, φτωχός, παντρεμένος, με παιδιά, και είχε κατηγορηθή ότι αυτοτραυματίσθηκε, για να γλυτώση τον πόλεμο. Σου λέει: “Καλύτερα να είμαι με ένα πόδι παρά να σκοτωθώ”. Κατεβήκαμε στο Αγρίνιο, είχε κάποιους γνωστούς εκεί. “Να πάμε να τους δω”, μου λέει. “Να πάμε”, του λέω. “Να πάμε εδώ, να πάμε εκεί”, τι να κάνω, πήγαινα και εγώ μαζί του. Μεγάλη ταλαιπωρία! Και δεν ήθελε να πάω να τον παραδώσω. Τον λυπόμουν και εγώ, τον καημένο. Τον πόνεσα πάρα πολύ και του λέω: “Θα δης, εσύ θα περάσης καλύτερα από όλους! Και ο Διοικητής θα στείλη καμμιά επιστολή και θα σε βάλουν σε καμμιά υπηρεσία, θα οικονομήσης και τα παιδιά σου και θάχης εξασφαλισμένη και την ζωή σου”. Τελικά, όταν φθάσαμε στην Ναύπακτο, μαθαίνουμε ότι είχε στείλει ο Διοικητής επιστολή και απαλλάχθηκε, αλλιώς είχε ντουφέκισμα. Εν καιρώ πολέμου είναι αυστηρά τα πράγματα. Τον λυπήθηκε ο Διοικητής, επειδή ήταν οικογενειάρχης, και τον έβαλαν μάγειρα στο Κέντρο Διερχομένων. Έφερε και την οικογένειά του κοντά και πέρασε την καλύτερη ζωή από όλους. Και επειδή οι στρατιώτες δεν πήγαιναν πάντοτε εκεί να φάνε, περίσσευε φαγητό, και τάιζε και τα παιδιά του. Όλοι μετά του έλεγαν: “Εσύ πέρασες καλύτερα από όλους μας”. Γιατί εμείς οι άλλοι ήμασταν πάνω στα βουνά, στα χιόνια. Ήταν ευάρεστο στον Θεό αυτό που του είχα ευχηθή, γιατί το είπα με πόνο, μέσα από την καρδιά μου, και γι' αυτό το έκανε ο Θεός.
Θυμάμαι μια άλλη περίπτωση πάλι, στην Κόνιτσα, όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου. Μετά την Πανήγυρη της Παναγίας στις 8 Σεπτεμβρίου, οι προσκυνητές τα είχαν αφήσει όλα άνω-κάτω. Εκεί που τακτοποιούσα κάτι, βλέπω, κάθησε η αδελφή μου και μια άλλη κοπέλα να συμμαζέψουν. Αυτή η καημένη είχε ακόμη δύο αδελφές -η μια μικρότερη- οι οποίες είχαν παντρευτή, και αυτή είχε μείνει ακόμα ανύπανδρη. Τι φιλότιμο είχε! Κάθησε και τα τακτοποίησαν όλα και στο τέλος μου λέει: “Αν χρειάζεται, Πάτερ, να καθήσουμε να κάνουμε και τίποτε άλλες δουλειές”. “Τόσο πολύ φιλότιμο!” λέω μέσα μου. Πάω στο Εκκλησάκι και λέω με όλη την καρδιά μου: “Παναγία μου, οικονόμησέ την εσύ. Εγώ δεν έχω τι να της δώσω” -και να είχα, δεν θα το δεχόταν κιόλας. Ε, μόλις πήγε στο σπίτι της, την περίμενε ένας που ήμασταν μαζί στρατιώτες, ένα πολύ καλό παιδί, κομμάτι μάλαμα και από καλή οικογένεια. Παντρεύτηκαν, μια χαρά! Πώς την πλήρωσε η Παναγία!
9) Το 1966
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου