Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος ὁ ἐκ Νουρσίας
Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος γεννήθηκε τὸ ἔτος 480 μ.Χ. στὴν ἐπαρχία Νουρσίας τῆς Οὐμβρίας. Οἱ γονεῖς του τὸν ἔστειλαν νὰ σπουδάσει στὴ Ρώμη, ἀλλὰ ἡ χλιδὴ τῆς πρωτεύουσας εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ φουντώσει στὴν ψυχή του ἡ ἐπιθυμία τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ὅταν ἔχασε τοὺς γονεῖς του, ἡ τροφός του ἀνέλαβε τὴν κηδεμονία ἐκείνου καὶ τῆς ἀδελφῆς του Ἁγίας Σχολαστικῆς. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὴν οἰκογένειά του καὶ ἀφιερώθηκε στὸν Θεό.
Ἀρχικὰ ἀσκήτεψε στὸ Ἀφίλε, βορειοανατολικὰ τῆς Ρώμης καὶ κατόπιν σὲ δυσπρόσιτο σπήλαιο τοῦ Σουμπιάκο. Ἐκεῖ ἔζησε τρία χρόνια αὐστηρῆς ἀσκήσεως καὶ μελέτης. Στὴν συνέχεια κλήθηκε ἡγούμενος τῆς γειτονικῆς μονῆς τοῦ Βικοβάρο, ἀλλὰ οἱ μοναχοὶ γρήγορα ἀντέδρασαν λόγω τῆς αὐστηρῆς ἀσκήσεως, στὴν ὁποία ὑπέβαλε αὐτοὺς ὁ νέος ἡγούμενος καὶ ζήτησαν νὰ τὸν δηλητηριάσουν. Ὁ Ὅσιος, ἀφοῦ γλύτωσε μὲ θαυματουργικὸ τρόπο, ἐπέστρεψε στὸ ἐρημητήριό του στὸ Σουμπιάκο, ὅπου ἵδρυσε ἐπάνω στοὺς βράχους δώδεκα κοινόβια, τὸ καθένα μὲ δώδεκα μοναχούς, ἐκ τῶν ὁποίων προΐστατο ἕνας ὡς ἡγούμενος. Οἱ μαθητὲς γύρω του ἄρχισαν νὰ πληθαίνουν καὶ μεταξὺ αὐτῶν συγκαταλέγονταν καὶ νέοι εὐγενῶν οἰκογενειῶν.
Ὅμως, μετὰ ἀπὸ λίγο, λόγω ρᾳδιουργιῶν ἐνὸς κληρικοῦ μὲ τὸ ὄνομα Φλωρέντιος, ἀναγκάσθηκε κατὰ τὸ ἔτος 529 μ.Χ., νὰ ἐγκαταλείψει τὸ προσφιλὲς ἐρημητήριό του καὶ νὰ ἔλθει στὸ ὄρος Κασσίνο τῆς Καμπανίας, κοντὰ στὴν Καπούη. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἵδρυσε δυὸ ναΐσκους, ποὺ ἀφιέρωσε στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο καὶ τὸν Ἅγιο Μαρτίνο καὶ τὴν περιώνυμη μονὴ τοῦ ὄρους Κασσίνο, ὅπου ἔγραψε καὶ τὸν περίφημο Κανόνα του.
Μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὅσιος ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τῆς διορατικότητας. Δίδασκε πάντοτε στοὺς μαθητές του μὲ τὴ ζύμη τῆς Θείας Δικαιοσύνης καὶ κατέβαλε κάθε προσπάθεια γιὰ τὴν πνευματική τους προκοπή. Τοὺς ἔλεγε νὰ ἐλπίζουν στὸν Θεό, ἐὰν βλέπουν καλὸ νὰ μὴν τὸ ἀποδίδουν στὸν ἑαυτὸ τοὺς ἀλλὰ στὸν Κύριο, νὰ φοβοῦνται τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως καὶ νὰ ἐπιθυμοῦν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Ἐπίσης διαλαλοῦσε ὅτι ὁ ἐπὶ γῆς βίος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κλίμακα ποὺ ἀνυψώνεται στὸν οὐρανό, ἐὰν ἡ καρδιὰ εἶναι ταπεινή. Ἀνεβαίνουμε τὴν πρώτη βαθμίδα τῆς ταπεινοφροσύνης, ἐὰν ἐνθυμούμαστε ἀδιαλείπτως τὸν Θεό. Ἡ δεύτερη βαθμίδα τῆς ταπεινοφροσύνης εἶναι νὰ μὴν ἱκανοποιοῦμε τὶς ἐπιθυμίες μας, ἀλλὰ νὰ πράττουμε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου. Ἡ τρίτη εἶναι ἡ πλήρης ὑπακοή. Ἡ τέταρτη εἶναι ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ προσκαρτερία. Ἡ πέμπτη ἐκφράζεται διὰ τῆς ταπεινῆς ἐξαγορεύσεως τῶν λογισμῶν. Ἡ ἕκτη εἶναι ἡ αὐτομεμψία καί, τέλος, ἡ ἑβδόμη εἶναι ἡ βαθιὰ αἴσθηση τῆς ἀναξιότητάς μας.
Ὁ Ὅσιος Βενέδικτος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 543-547 μ.Χ. Κατὰ τὸν βιογράφο του, ἕξι ἡμέρες πρὶν τὸν θάνατό του παρήγγειλε νὰ τοῦ ἑτοιμάσουν τὸν τάφο, τὴν δὲ τελευταία ἡμέρα νὰ τὸν μεταφέρουν στὸ ναό, ὅπου, ἀφοῦ μετέλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ προσευχήθηκε, παρέδωσε τὸ πνεῦμα. Τὸ ἱερὸ λείψανο αὐτοῦ, ἐνταφιάσθηκε στὸ ναΐσκο τοῦ Προδρόμου, ἐκεῖ ὅπου ἄλλοτε ὑψωνόταν τὸ ἱερὸ τοῦ Ἀπόλλωνος. Κοντὰ στὸν Ὅσιο ἐνταφιάσθηκε καὶ ἡ ἀδελφή του Σχολαστική.
Ὁ βίος τοῦ Ὁσίου Βενεδίκτου γράφτηκε στὴ λατινικὴ γλῶσσα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Διάλογο καὶ μεταφράστηκε στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τὸν Πάπα Ρώμης Ζαχαρία (741-752 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἦταν Ἕλληνας ἀπὸ τὴν Καλαβρία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν φερώνυμον κλῆσιν ἀληθεύουσαν ἔδειξας, τοὶς ἀσκητικοίς σου ἀγώσι, θεοφόρε Βενέδικτε, υἱὸς γὰρ εὐλογίας τεθηλῶς, ἀρχέτυπον ἐγένου καὶ κανών, τοὶς ἐκ πόθου μιμουμένοις τὴν σὴν ζωήν, καὶ ὁμοφώνως κράζουσι, δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἴσχυν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Οἱ Ἅγιοι Βασίλειος καὶ Εὐφράσιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βασίλειος καὶ Εὐφράσιος μαρτύρησαν μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους.
Ὁ Ἅγιος Φλωρέντιος ὁ Μάρτυρας ἐν Θεσσαλονίκῃ
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Φλωρέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη. Ἐπειδὴ μυκτήριζε τοὺς εἰδωλολατρικοὺς λαοὺς καὶ ὁμολογοῦσε τὸν Χριστό, ὁ ἡγεμόνας τῆς χώρας στὴν ὁποία βρισκόταν τὸν συνέλαβε, τὸν ἔδειρε «σφοδρῶς» καὶ στὴν συνέχεια τὸν κρέμασε σὲ ξύλο καὶ τοῦ ἔξυσε τὶς σάρκες. Τέλος, ἄναψε μία μεγάλη φωτιὰ καὶ τὸν ἔριξε μέσα σὲ αὐτήν. Ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ τελειώθηκε εὐχαριστώντας τὸν Θεό.
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ μαρτυρήσαντες
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Εὐτύχιος μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους Χριστιανοὺς κατὰ τὴν εἰσβολὴ τῶν Ἀράβων στὴ Μεσοποταμία, τὸ ἔτος 741 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Εὐσχήμων ὁ Ὁμολογητὴς Ἐπίσκοπος Λαμψάκου
Ὁ Ἅγιος Εὐσχήμων ὁ Ὁμολογητής, ἔζησε κατὰ τὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας (9ος αἰῶνας μ.Χ.) καὶ ἦταν, ὡς Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῆς Λαμψάκου, ὑπέρμαχος τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἐπὶ αὐτοκράτορα Λέοντος Ε’ (813-820 μ.Χ.), ἐξορίσθηκε καὶ φυλακίσθηκε. Ἦταν φίλος καὶ συναγωνιστὴς τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου καὶ διέλαμψε στὴν ἀρχιερωσύνη ὡς ἐλεήμων καὶ αὐστηρὸς τηρητὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως. Ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε καὶ τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι, ὅταν κάποτε πέθανε ἕνα βρέφος, τὸ ὁποῖο κρατοῦσε ἡ μητέρα του καὶ ἔκλαιγε, ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε στὸν Θεὸ καὶ τὸ ἀνέστησε. Καὶ μὲ ἕνα λόγο του μόνο ἔδιωχνε τὰ ζῷα καὶ τὰ θηρία, ποὺ ἔβλαπταν τοὺς ἀγρούς.
Ὁ Ἅγιος Εὐσχήμων κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ὡς Ὁμολογητὴς στὴν ἐξορία.
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Μάρτυρας ἐν Θεσσαλονίκῃ
Τὸ Συναξάριο τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀναφέρει τέσσερις Μάρτυρες μὲ τὸ ὄνομα Ἀλέξανδρος, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζουν πολλὰ κοινὰ σημεῖα καὶ γι’ αὐτὸ προσδιορίζονται ἀπὸ τὸν διαφορετικὸ τόπο Μαρτυρίου. Αὐτοὶ εἶναι :
Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ὁ ἐν Πύδνῃ (τιμᾶται 14 Μαρτίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ὁ ἐν Θεσσαλονίκῃ (τιμᾶται 7 Νοεμβρίου), ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος, ὁ ἐν Δριζιπάρῳ τῆς Θρᾴκης (τιμᾶται 25 Φεβρουαρίου) καὶ ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Δινογετίας τῆς Κάτω Μοισίας (τιμᾶται 14 Μαΐου).
Ἡ προσεκτικὴ ἀνάλυση τῶν σχετικῶν Μαρτυριῶν πείθει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ τέσσερα διαφορετικὰ πρόσωπα, ἀλλὰ γιὰ δυὸ ὁμώνυμους Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἂν καὶ ἔζησαν τὴν ἴδια ἐποχή, δηλαδὴ κατὰ τὸν 3ο αἰῶνα μ.Χ., σαφῶς διακρίνονται μεταξύ τους. Δηλαδὴ ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος Θεσσαλονίκης εἶναι ὁ αὐτὸς μὲ τὸν ὁμώνυμό του Ἅγιο Ἀλέξανδρο Πύδνης. Ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ ἐν Δριζιπάρῳ, εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὁμώνυμό του Δινογετίας τῆς Κάτω Μοισίας, ποὺ εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος ὁ Ρωμαῖος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυρας Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Θεσσαλονίκη καὶ μαρτύρησε ἐπὶ τῆς βασιλείας Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ). Συνελήφθη, ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανὸς καὶ ἐκλήθη νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Αὐτὸς ἀρνήθηκε καὶ ἐπέδειξε μάλιστα τὴν ἀπέχθειά του κατὰ τρόπο θεαματικό, ἀνατρέποντας τὴν τράπεζα τῶν σπονδῶν, μὲ ἄμεση συνέπεια νὰ τιμωρηθεῖ μὲ ἀποκεφαλισμὸ γιὰ τὴν μεγάλη του ἀσέβεια. Ἡ δήμιος Μινουκιανός, ποὺ θὰ ἀποκεφάλιζε τὸν Ἅγιο, ἔμεινε ἐμβρόντητος, βλέποντας κάποια ὀπτασία. Καὶ μόνο ὅταν ὁ Ἅγιος προσευχήθηκε, ὁ δήμιος ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο του, δηλαδὴ τὸν ἀποκεφαλισμό. Ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ αὐτοκράτορας εἶδε νὰ συνοδεύουν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου στὸν οὐρανὸ τέσσερις ἄγγελοι, κάτι ποὺ τὸν συγκλόνισε, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραχωρήσει τὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Θεσσαλονίκης, γιὰ νὰ τὸ ἐνταφιάσουν κατὰ τὰ ἔθιμά τους.
Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου συνέβη κατὰ τὸ διάστημα μεταξὺ τῆς 21ης Ἰουλίου 285 μ.Χ. (ἀναγόρευση τοῦ Μαξιμιανοῦ ὡς καίσαρος) καὶ τῆς 1ης Αὐγούστου 286 μ.Χ. (ἀνάδειξή του σὲ Αὔγουστο ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό).
Σύμφωνα μὲ τὸ χρυσόβουλλο τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ, τοῦ ἔτους 964 μ.Χ., πρὸς τὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ αὐτοκράτορας Νικηφόρος, ἰκανοποιώντας σχετικὸ αἴτημα τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, παραχώρησε στὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας τεμάχιο τοῦ Τιμίου Ξύλου, καθὼς ἐπίσης δώρισε καὶ τὶς Τίμιες Κάρες τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ «ἐνδόξως ἀριστήσαντος καὶ ὑπὲρ τοῦ σωτῆρος μουστερρῶς μαρτυρήσαντος ἐν Πύδνῃ τῆς Θεσσαλίας», οἱ ὁποῖες φυλάσσονταν στὸ αὐτοκρατορικὸ παρεκκλήσιο. Εἶναι σαφές, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλέξανδρος μαρτύρησε στὴν Πύδνα, τὸ μεσαιωνικὸ Κίτρος.
Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος Ἐπίσκοπος Ρὸς τῆς Σκωτίας
Ὁ Ἅγιος Βονιφάτιος γεννήθηκε στὴν Ἰταλία καὶ μετέβη στὴ Σκωτία γιὰ τὴ διάδοση τοῦ θείου λόγου. Ἀναμόρφωσε διὰ τῆς ἱεραποστολικῆς του δραστηριότητας, τὰ ἤθη τῶν κατοίκων διαφόρων Σκωτικῶν ἐπαρχιῶν. Ἡ Ἐκκλησία τὸν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Ρός.
Κοιμήθηκε ὁσίως τὸ ἔτος 630 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Πέτρος καὶ Ἀφροδίσιος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πέτρος καὶ Ἀφροδίσιος μαρτύρησαν στὴν Ἀφρικὴ ἀπὸ τοὺς Βάνδαλους.
Ὁ Ἅγιος Ροστισλάβος ὁ Πρίγκιπας Κιέβου καὶ Σμολὲνκ
Ὁ Ἅγιος Ροστισλάβος Μστισλάβοβιτς, πρίγκιπας τοῦ Κιέβου καὶ τοῦ Σμολένκ, ἔζησε τὸ 12ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1176.
Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος ὁ Ἕλληνας Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας
Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ ζοῦσε ὡς μοναχὸς στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὸ ἔτος 1328 ἐξελέγη Μητροπολίτης Κιέβου, μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ Κιέβου (τιμᾶται 21 Δεκεμβρίου). Ἐγκαταστάθηκε στὴ Μόσχα καὶ ὑποστήριξε τὸν ἡγεμόνα τῆς Μόσχας Ἰωάννη ἐναντίον τοῦ ἡγεμόνος τοῦ Τβὲρ Ἀλεξάνδρου Μιχαήλοβιτς, ὁ ὁποῖος καὶ ἀφορίσθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Ὅταν, μετὰ τὴν ρήξη πρὸς τὴ Χρυσὴ Ὀρδή, κατέφυγε στὴν πόλη Πσκώφ, ἀναθεμάτισε καὶ τοὺς κατοίκους τοῦ Πσκώφ, διότι δέχθηκαν τὸν ἐπικίνδυνο ἡγεμόνα τοῦ Τβέρ.
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὶς ἐσωτερικὲς ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες δημιουργήθηκαν ἐντὸς τῆς Ρωσίας, ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος πέτυχε μὲ ἀλλεπάλληλες ἀποστολὲς στὸν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως τὴν κατάργηση τῆς Μητροπόλεως Γαλικίας καὶ τὴν ὑπαγωγὴ τῶν Ἐπισκοπῶν αὐτῆς ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος ἐπέδειξε πρὸς τοὺς Μογγόλους πνεῦμα συνέσεως, ἀφοῦ ὑπέφερε πολλὰ ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸν Τζανιμπὲγκ χᾶν. Ὅταν ὁ τελευταῖος ἀπαίτησε μεγαλύτερους φόρους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸν λαό, ὁ Ἅγιος ἀπέφυγε τὴν λήψη γενικότερου φορολογικοῦ μέτρου κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας. Καὶ ὅταν τὸν κατηγόρησαν στὸν ἡγεμόνα τῶν Μογγόλων ὅτι δὲν ἀποδίδει τιμὲς σὲ αὐτόν, ὁ Ἅγιος ἀπάντησε ὅτι ὁ Χριστὸς ᾖλθε νὰ μᾶς διδάξει τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴν πλάνη. Γιατί θὰ ἔπρεπε ἐκεῖνος, ὡς Ἐπίσκοπος, νὰ ἀποδίδει τέτοια τιμὴ στοὺς κοσμικοὺς ἄρχοντες καὶ τὴν εἰδωλολατρία;
Ὁ Ἅγιος Θεόγνωστος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1353, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἐπιλέξει ὡς διάδοχό του τὸν Ἐπίσκοπο τοῦ Βλαδιμήρ, Ἀλέξιο.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ διὰ Χριστὸν Σαλὸς
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τοῦ Γιούρεβιτς καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τοῦ Ἁγίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας γεννήθηκε τὸ ἔτος 1746 στὴ Ρωσία. Ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ραφαΐλοβο, κοντὰ στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Τομπόλκ, τῆς ὁποίας διετέλεσε καὶ ἡγούμενος. Ἀργότερα συνέχισε τὸ θεοφιλῆ βίο του στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τῆς Μόσχας.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1820.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Θεοδώρου ἐν Ρωσίᾳ
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ὀνομάζεται «τοῦ Θεοδώρου», ἐπειδὴ κάποτε βρισκόταν στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τῆς πόλεως Γκοροντζᾶ τῆς περιοχῆς τοῦ Νιζέγκοροντ.
Κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Μογγόλων στὴν περιοχή, οἱ κάτοικοι ἔφυγαν χωρὶς νὰ προλάβουν νὰ πάρουν μαζί τους τὴν εἰκόνα, ἡ ὁποία βρέθηκε τὸ ἔτος 1239 μέσα σὲ ἕνα δάσος ἀπὸ τὸν πρίγκιπα τῆς Κοστρόμα, Βασίλειο Τζεορτζίεβιτς.
Ἡ εἰκόνα ἑορτάζει καὶ στὶς 16 Αὐγούστου.
http://anavaseis.blogspot.com/2010/03/14.html
Print this post
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου